ΑΝΑΣΚΑΦΑΙ ΕΝ ΠΥΛΩ
Αι από του 1939 διακοπείσαι ανασκαφαί της Πύλου μόλις κατά το 1952 κατέστη δυνατόν να επαναληφθώσι διά κοινής Ελληνοαμερικανικής συνεργασίας. Ο καθηγητής κ. Κάρολος Μπλέγγεν εξηκολούθησε την αποκάλυψιν του ανακτόρου Εγγλιανού μετά σπουδαίων αποτελεσμάτων. Τον Ελληνικόν τομέα, αντί του αειμνήστου Κ. Κουρουνιώτου ανέλαβεν ο υποφαινόμενος δι’ επιχορηγήσεως της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ο κ. Μπλέγγεν ευγενέστατα μου προέτεινεν, όπως αναλάβω την ανασκαφήν μέρους του ανακτόρου. Ενόμισα όμως ότι ήτο ορθότερον, όπως το ανάκτορον αφεθή ολόκληρον εις την ανασκαφικήν δεξιοτεχνίαν του ανακαλύψαντος αυτό και προετίμησα να στραφώ προς την έρευναν των νεκροπόλεων πέριξ του ανακτόρου και ενδεχομένως την ανακάλυψην νέων συνοικισμών.
Τα αποτελέσματα της πρώτης ταύτης ερεύνης είναι λίαν ενθαρρυντικά. Πέριξ του ανακτόρου Εγγλιανού φαίνεται να υπάρχωσιν αρκεταί νεκροπόλεις, υπάρχουσι δε και θολωτοί τάφοι, ων τινες ευρίσκονται εις τόσον μεγάλην απόστασιν από του ανακτόρου, ώστε είναι δύσκολον να υποτεθή, ότι ανήκουν εις τούτο. Αι συστάδες των θαλαμωτών τάφων, ων μέρος ηρεύνησα εφέτος, ευρίσκονται περί το εν χιλιόμετρον προς Β. της κωμοπόλεως Χώρα, ήτις απέχει ήδη περί τα 4 χιλιόμετρα από του ανακτόρου, ώστε η συνολική τούτων απόστασις από του ανακτόρου είναι περίπου 5 χιλιόμετρα.
Η τοποθεσία, εις ην ευρίσκονται οι θαλαμωτοί τάφοι καλείται σήμερον Βολιμίδια (εικ.1).
Κείται σχεδόν παρ’ αυτούς τους πρόποδας του Αιγαλέου όρους και είναι εύφορος και υδατοβριθής όσον ολίγαι τοποθεσίαι εν Ελλάδι. Πλησίον αυτής αναβλύζουσιν αι άφθονώταται πηγαί του Κεφαλαρίου, σύσκιοι υπό πλατάνων. Εξ αυτών υδρεύεται η Χώρα και αρδεύονται εις μεγάλην έκτασιν οι αγροί. Εις την θέσιν όπου οι τάφοι, το έδαφος αποτελείται από συμπαγή και ωραίας εμφανίσεως, αλλά πολύ μαλακόν πώρον, όστις λαξεύεται ευκόλως. Ίσως εις την αιτίαν ταύτην οφείλεται το γεγονός, ότι ενταύθα συνεσωρεύθησαν τόσον πολλοί τάφοι.
Μέχρι σήμερον εξηκριβώθησαν αρκεταί μικραί συστάδες, αι οποίαι, αποτελούμεναι εκ τριών μέχρι πέντε τάφων εκάστη, απέχουσιν αλλήλων περί τα 100 μέτρα. Είναι πρόωρον ακόμη νά συναγάγωμεν συμπεράσματα, αλλ’ είναι προφανές, ότι η διανομή αύτη δεν είναι τυχαία. Πολλοί εκ των τάφων τούτων έχουσι προ πολλού συληθή, ανακαλυφθέντες σχεδόν κατά κανόνα εκ της υποχωρήσεως της στέγης του σπηλαίου. Διά τούτο απεφάσισα να καθαρίσω τούτους πρώτον, ως διατρέχοντας κίνδυνον, διότι αι συλήσεις δεν φαίνεται να υπήρξαν ποτέ πλήρεις. Ευτυχώς η τυμβωρυχία εκεί είναι εισέτι άγνωστος και αρχαιοκαπηλεία συστηματική δεν ασκείται. Εκαθαρίσθησαν ούτως οκτώ τάφοι εν συνόλω. Εξ εκ τούτων ήσαν ορατοί και ανοικτοί, δυο δε ευρέθησαν κατά τας ανωτέρω εργασίας χωρίς να είναι ορατόν ίχνος εξ αυτών. Ο εις ήτο ημικατεστραμμένος και πτωχός. Ο έτερος ήτο ωραίος και άριστα διατηρούμενος τάφος, ευρέθη δε σχεδόν άθικτος. Τους τάφους προς το παρόν αριθμώ κατά συστάδας, ας ονομάζω διά του ονόματος του ιδιοκτήτου των αγρών. Εις την πρώτην συστάδα (Κορωνιού) εκαθαρίσθησαν τρεις τάφοι. Εις την δευτέραν (Αγγελοπουλου) δυο τάφοι, ων ο εις ουχί εξ ολοκλήρου. Εις την τρίτην συστάδα (Τσουλέα) τρεις, ων μεταξύ και ο ασύλητος. Εις τους τάφους υπολογίζεται και εις καθαρισθείς υπό του συναδέλφου κ. Μυλωνά.
Των υπολοίπων τάφων δεν έγιναν ακόμη αρχιτεκτονικά σχέδια. Τα ευρήματα ωσαύτως δεν εκαθαρίσθησαν εισέτι και απετέθησαν εις το Δημοτικόν σχολείον Χώρας (κτισθέν επί Καποδιστρίου), όπερ πάνυ προφρόνως ετέθη εις την διάθεσιν ημών όπως μεταβληθή εις τοπικόν μουσείον, ομού μετά πλείστων άλλων ευκολιών παρασχεθεισών υπό του προέδρου της κοινότητας Χώρας κ. Χαρ. Παναγοπούλου και ολοκλήρου του κοινοτικού συμβουλίου.
Προς τούτους και πάντας γενικώς τους κατοίκους Χώρας, οίτινες θέτουσιν εις την διάθεσιν της επιστήμης τους αγρούς αυτών προς έρευναν και παρέχουσιν ημίν παντοίας περιποιήσεις, οφείλονται δημόσιαι ευχαριστίαι. Η παρούσα έκθεσις θα είναι συνοπτική. Τα ευρεθέντα αρχαία, ενδεκα κιβώτια εν συνόλω αγγείων και άνθρωπολογικού υλικού, χρειάζονται μακράν μελέτην και αποκατάστασιν, προτού καταστή δυνατόν να γίνη περί αυτών εκτενέστερος λόγος.
Ο τάφος 2 Κορωνιού ανεκαλύφθη περί τα 10 μέτρα προς Δ. του τάφου 1. Είναι λελαξευμένος εις σχήμα πεταλοειδές και έχει υποτυπώδη δρόμον μόλις 1μ. μήκους εν σχήματι του κοίλου της κεράμου. Το βάθος του τάφου από της επιφανείας του εδάφους δεν υπερβαίνει το μέτρον. Το υπόλοιπον εστεγάζετο η προωρίζετο να στεγασθή διά λίθων, διότι ο τάφος ούτος δίδει την εντύπωσιν ότι έμεινεν ημιτελής. Ήτο πολύ πτωχός εις ευρήματα. Μετά την αφαίρεσιν επιφανειακών χωμάτων ευρέθη εντός αυτού στρώμα λίθων, υπ’ αυτούς δε εν νεκρικόν στρώμα περιέχον ένα νεκρόν, προφανώς τον τελευταίον ταφέντα, εις στάσιν σχεδόν κανονικήν υπτίαν.
Εκάλυπτεν έκτασιν 1,45μ. από Α. προς Δ. με την κεφαλήν προς Α. και ελαφρώς εστραμμένην προς το αριστερόν πλευράν. Ο αριστερός πους ήτο τελείως εκτεταμένος, ο δεξιός κεκαμμένος. Τέσσαρα εισέτι κρανία και πολλά οστά ήσαν διεσπαρμένα κατά το στρώμα τούτο, προερχόμενα εκ μετακινήσεων προηγουμένων νεκρών.
Απομακρυνθέντων των ανωτέρω λειψάνων παρουσιάσθη στρώμα μελανής γης πάχους 0,20μ. περιέχον και ολίγους λίθους. Υπό το στρώμα τούτο προς Α. διεφάνη ήδη ο πυθμήν του τάφου, ενώ προς Δ. ήτο κατά τι βαθύτερου εσκαλισμένος και περιείχε δευτέραν σειράν νεκρών, πάντων κεκινημένων και με τα κρανία συνήθως μεμονωμένα κατά την περιφέρειαν του τάφου. Τα ευρήματα ήσαν ημίσεια περίπου δωδεκάς μικρών αγγείων, τινών χειροποιήτων εκ μαύρου πηλού, και λείψανα χαλκού μαχαιριδίου. Πάντα φαίνονται YE III, αν και τινα τεθραυσμένα τεμάχια πιθανώς να είναι κατά τι παλαιότερα.
Ο τάφος 3 Κορωνιού κείται περί τα 15 μέτρα Δυτικώτερον (σχ. 2). Είχεν ανακαλυφθή προ πολλού και επανειλημμένους αναμοχλειτθή, κατά δε το 1929 φαίνεται ότι και επισήμως είχεν ερευνηθή διά τίνος εκτάκτου αρχαιολογικού υπαλλήλου. Έζων ακόμη εργάται λαβόντες μέρος εις τε τας ανεπισήμους και την «επίσημον» σκαφήν. Πάντες ομοφώνως εμαρτύρουν, ότι εντός αυτού ευρέθησαν τουλάχιστον τρία ακέραια αγγεία και προ παντός αγαλμάτιον εκ «λευκού πηλού», περί ου πολύν ποιούνται λόγον. Δυστυχώς ουδεμία έκθεσις υπάρχει εις το Υπουργείον, εκ μέρους του υπαλλήλου, ου οι εργάται αναφέρουν και το όνομα. Ο τάφος έκειτο ανοικτός και με οπήν εις την οροφήν του, ήτις και εγένετο αφορμή της ανακαλύψεώς του. Παρ’ όλα ταύτα ενόμισα ότι επεβάλλετο η έρευνά του εκ νέου, διότι επρόκειτο περί ωραίου τάφου, έχοντος σημαντικάς διαστάσεις. Το ταφικόν σπήλαιον είναι κανονικός σχεδόν κύκλος εις το δάπεδον και θολούται αποτόμως, ώστε επί διαμέτρου του δαπέδου 5,30μ. το ύψος κατά την κορυφήν της δόλου είναι μόνον 2,50μ. Δέκα όμως εκατοστά εκ του ύψους τούτου ανήκουσιν εις μαστοειδή κοιλότητα ακριβώς κατά το κέντρον της οροφής, περί ης κατωτέρω.
Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος 5,30μ. Αρχίζει με το δάπεδον ηπίως κατωφερές, αλλά μετά το εν τρίτον της διαδρομής η κατωφέρεια γίνεται απότομος. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι εντελώς κάθετα και το πλάτος του εις την αρχήν είναι 1,25μ., προ δε της θύρας καταντά δι’ ομαλής διευρύνσεως εις 1,75μ. Η θύρα είναι σχεδόν τετράγωνος, έχουσα ύψ. 1,20μ. και πλ. 1,10μ. (εικ.2), χωρίς να στενεύη άνω. Εξωτερικώς φαίνεται θολωτή, αλλ’ ασφαλώς τούτο είναι μεταγενεστέρα επεξεργασία. Εσωτερικώς δεικνύει ότι αρχικώς είχεν οριζόντιον ανώφλιον. Λόγω της αποτόμου θολώσεως του τάφου αι παραστάδες της θύρας κάτω έχουν πλ. 0,70μ., ενώ άνω φθάνουν εις 1,10μ.
Το εσωτερικόν του τάφου ήτο παντού ανεσκαμμένου, περιείχεν όμως εισέτι το αρχικόν χώμα του, διότι οι ανασκαφείς μετετόπιζον τούτο από της μιας πλευράς του τάφου εις την άλλην. Επειδή το εσωτερικόν του τάφου είναι πολύ σκοτεινόν, το χώμα τούτο μετεφέρετο ύφ’ ημών κατ’ ευθείαν έξω και εκεί ηρευνάτο. Πολύ ολίγα και ασήμαντα όστρακα περιείχεν, εύρομεν όμως τρεις αιχμάς βελών έξ οψιανού και πυρίτου θαυμασίας διατηρήσεως.
Το δάπεδον του τάφου ουδαμού διετηρείτο, διότι συνέκειτο εκ μαλακής γης και πανταχού είχεν αναμοχλευθή. Συμπεραίνεται όμως εκ διαφόρων τεκμηρίων, ιδίως των βόθρων. Οι βόθροι ούτοι είναι μικροί και αβαθείς λάκκοι, ημικυκλικοί ή ελλειψοειδείς, εντός των οποίων ετοποθετούντο τα οστά, ενίοτε δε και τινα κτερίσματα των προγενεστέρων νεκρών, οσάκις ταύτα μετεκινούντο όπως δημιουργήσουν θέσιν εις υστερωτέρους νεκρούς. Οι βόθροι ούτοι ελαξεύοντο κύκλω κατά την περιφέρειαν του τάφου (ως προέκυψε και εκ της εν συνεχεία σκαφής άλλων τάφων), ενίοτε μάλιστα ηνοίγοντο λοξώς εντός των τοιχωμάτων του τάφου, ώστε να προσλαμβάνωσι την μορφήν κόγχης.
Ο αριστερά τω εισερχομένω λάκκος περιείχεν ένα τελείως αποσυντεθειμένον σκελετόν εκτάδην με την κεφαλήν προς Δ. και ουδέν κτέρισμα. Ο λάκκος του βάθους περιείχε δύο σκελετούς, αλλ’ είχεν αναμοχλευθή εν μέρει υπό των προηγουμένων σκαφών. Ο λάκκος ον είχον διανοίξει οι λαθροσκαφείς κατέστρεψε το Δυτικόν ήμισυ μόνον της θήκης. Δια τούτο του μεν ανωτέρου σκελετού, όστις είχε την κεφαλήν προς Δ., περιεσώθη κατά χώραν μόνον το κάτω ήμισυ (εικ.6). Του κατωτέρου σκελετού, όστις ευρίσκετο 20 εκ. χαμηλότερον και ακριβώς υπό τον ανώτερον, αλλά με την κεφαλήν προς Α., κατεστράφησαν μόνοι οι άκροι πόδες (εικ.5). Μεταξύ των γονάτων του ανωτέρου νεκρού, αλλ’ εις έκτασιν αρκούντως μεγάλην και προφανώς ουχί εις την αρχικήν των θέσιν, ευρέθησαν τα όστρακα δύο αγγείων.
Τούτων το πρώτον, εν αξιόλογον κύπελλον, ανασυνεκροτήθη ολόκληρον (εικ.πάνω). Δύο μόνον τεμάχια ελλείπουσιν εξ αυτού. Ανήκει εις την YE I ή την πρωιμωτάτην YE II περίοδον (περί το 1500). Ρυθμικώς ομοιάζει ολιγώτερον προς τα αγγεία εκ του πρώτου βασιλικού λάκκου των Μυκηνών (Karo, έ.ά. πίν.167 αρ.190-192) και περισσότερον προς το αγγείον λ.χ. εκ του τάφου 533 παρά Wace, Chamber Tombs of Mycenae πίν.LVI, 2.
To έτερον αγγείον είναι χειροποίητον εκ σκοτεινού πηλού και έλειπον αρκετά τεμάχια εξ αυτού, προς δε και ολόκληρος η λαβή. Πρέπει και το αγγείον τούτο να είναι σύγχρονον προς το προηγούμενον, αν και είναι κοινόν και εις τας κατόπιν περιόδους. Όταν είναι μικρά τα αγγεία ταύτα, τα ονομάζομεν συνήθως θήλαστρα (feeding bottles). Ενταύθα όμως δεν θα είμεθα μακράν της αλήθειας, αν ονομάσωμεν τούτο στάμνον του οίνου ή άλλου υγρού.
Ο κατώτερος νεκρός ουδέν κτέρισμα είχεν, εκτός εάν εις τούτον αποδώσωμεν τα δύο μόλις περιγραφέντα αγγεία. Ο σκελετός διετηρείτο θαυμασίως. Ήτο νεαρός έφηβος, δεικνύων πάντας τους θαυμάσιους οδόντας του, μήκους 1,40μ. μέχρι των αστραγάλων. Η κάτω σιαγών, αποκολληθείσα του κρανίου μετά την διάλυσιν των σαρκών, είχε καταπέσει επί του λαιμού ολίγον, ούτω δ’ ο νεκρός ευρέθη με χαίνον στόμα. Ήτο εκτεταμένος, αμφότεραι δ΄ αι χείρες ήσαν επί των αιδοίων. Πρώτη εφήπτετο της πυέλου η δεξιά με κοίλην την παλάμην, επ’ αυτής δ’ επέκειτο κοίλη η αριστερά. Δυστυχώς δια το σκότος δεν ήτο δυνατή η λήψις ικανοποιητικής φωτογραφίας. Διά καθρέπτου εισήχθη εις κατάλληλον στιγμήν το ηλιακόν φως και ελήφθησαν τμηματικώς δυο φωτογραφίαι του σκελετού (εικ.7- 8). Εστερεώσαμεν όμως τούτον δια γύψου και τον μετεφέρομεν εις το μουσείον της Χώρας.
Δυο τουλάχιστον, πιθανώς δε και περισσότεροι τάφοι ευρίσκονται εισέτι εις άμεσον γειτονίαν προς τους περιγραφέντας, όντες κεχωσμένοι και μη διατρέχοντες κίνδυνον. Ούτοι θέλουσιν ανασκαφή κατά την προσεχή περίοδον, διότι εκ των μέχρι τούδε δεδομένων συνάγεται ότι η συστάς Κορωνιού περιέχει τους παλαιοτέρους και περισσότερον ενδιαφέροντος τάφους.
Ο τάφος, περιείχεν επίχωσιν άνω του μέχτου, μη υπολογιζόμενης και της κόπρου των βοών. Είχεν ανασκαλευθή τοσάκις εις το παρελθόν, ώστε μέχρι και του πυθμένος του ανευρίσκοντο τεμάχια συγχρόνων κεράμων και υάλινων σκευών, ομού μετά τεμαχίων κεραμεικής Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής.
Μία εκ των αναμοχλεύσεων πρέπει να συνέβη εις εντελώς πρόσφατον παρελθόν, διότι εύρομεν θραύσματα κεραμεικής, των οποίων αι παρειαί ήσαν καθαραί και άνευ οξειδώσεως. Εκ Μυκηναϊκής κεραμεικής ευρέθησαν εις την επίχωσιν ταύτην δυο ή το πολύ τρία όστρακα YE I, άφθονα δε τεμάχια YE II και III. Μερικά μικρά αγγεία (αλάβαστρα και αμφορίσκοι) είναι ακέραια ή σχεδόν ακέραια (εικ.9 δεξιά). Επί πλέον ευρέθησαν εξ αιχμαί βελών εκ πυρίτου και οψιανού (εικ.4, η κάτω σειρά). Ουδέν όμως τούτων ευρέθη ακέραιον. Το άριστα πάντων διατηρούμενον (πρώτον εξ αρ.) είναι εξ οψιανού και ευρέθη εις δυο τεμάχια. Πάντα τα λοιπά είναι κολοβά, ανήκουσι δ’ εις τον αυτόν τύπον προς τα του τάφου 3 Κορωνιού. Επί πλέον ευρέθησαν δυο σφονδύλια στεατίτου και κυλινδρική ψήφος εξ αχάτου (εικ.4, μέσον αριστερά).
Ο προκείμενος τάφος είναι ο μέγιστος των μέχρι τούδε ανασκαφέντων. Το δάπεδόν του, ουχί απολύτως κυκλικόν, έχει διάμετρον 6,10μ. απο Β προς Ν και μόνον 5,90μ. από Α προς Δ. Η θύρα ήτο προς Δ. Το μέγιστον σωζόμενον ύψος του είναι 2,20μ., η δε θόλωσίς του απότομος.
Τα αυτά φαινόμενα παρουσίασε και μικρόν τμήμα του εσωτερικού του τάφου, το όποιον ανεσκάφη. Το κατώτατον μέρος της επιχώσεως, ιδίως όμως το ανώτερον, παρουσίασε τα αυτά Ελληνιστικά αγγεία, τεμάχια αγνύθων, το κάτω ήμισυ δακρυδόχου, τεμάχιον Ελληνιστικού λύχνου και μικρόν χαλκούν νόμισμα, νομίζω του Αργους. Εκ της Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται τεμάχια ολίγα κεραμεικής, ίσως μερικά τεμάχια κεράτων ελάφου και τεμάχιον πυρίτου πριονοειδώς ειργασμένον (εικ.4, πρώτον εξ αριστερών της προτελευταίας σειράς). Νομίζω ότι είναι αιχμή κυνηγετικού βέλους. Γνωρίζομεν τοιαύτας εξ Αιγύπτου και άλλων μερών (αληθώς άνευ οδόντων), προετιμάτο δε το σχήμα τούτο του αιχμηρού, διότι επροξένει μεγαλυτέραν πληγήν και περισσοτέραν αιμορραγίαν εις το θήραμα.
Τα εντός του τάφου ευρήματα πιθανόν να είναι παρείσακτα μετά της επιχώσεως. Προ της πλήρους ανασκαφής του ασφαλέστερα γνώμη δεν είναι δυνατή. Εντός του δρόμου όμως είναι φανερόν ότι έχομεν λείψανα λατρείας και εναγισμών εκ του -3ου ή και -4ου αιώνος. Τρεις τουλάχιστον έτεροι τάφοι ευρίσκονται εις άμεσον γειτονίαν προς τους περιγραφέντας.
Περί τα 100 μέτρα Ανατολικώτερον ανεκαλύφθη άλλη συστάς τάφων, ην ωνόμασα ομάδα Τσουλέα. Ο εν λόγω περιγράφεται ως τύπος ιδιορρύθμου ανθρώπου (ήτο καθηγητής των μαθηματικών). Ανακαλύψας ότι εντός του κτήματός του ευρίσκοντο τάφοι, περιέφραξε τούτο επιμελώς και απηγόρευε την είσοδον εις πάντας. Κατά την νύκτα επεδίδετο εις την σκαφήν υπό το φως του λύχνου. Ήτο ιδεολόγος. Δεν επώλησέ ποτέ τι των υπ’ αυτού ανευρεθέντων, ηρέσκετο δε μόνον, κατά το λέγειν των ομοχωρίων του, να έχη εις το γραφειόν του και να επιδεικνύη τα ευρήματα. Υπάρχει ελπίς, ότι οι κληρονόμοι του θα θελήσωσι να ερευνήσωσι μήπως υπάρχη τι εισέτι, το οποίον ως φιλόνομοι πολίται να παραδώσωσιν εις τας νομίμους αρχάς.
Ενταύθα εσκάψαμεν τρεις τάφους. Εις μικρός ήτο ήδη τελείως ανεσκαμμένος διά της διατρηθείσης κορυφής του, έσωθεν δε διακρίνεται η θύρα του, άθικτος εισέτι και τετειχισμένη έως άνω. Ο τάφος ούτος έχει το σχήμα υψηλού σχετικώς κώνου. Πλησίον τούτου οι χωρικοί εγνώριζον την ύπαρξιν άλλου, διότι κατά το πότισμα εξηφανίζετο εκεί το ύδωρ. Ίσως όμως εγνώριζον περισσότερα των όσων έλεγον, διότι η σκαφή απέδειξε πράγματι την ύπαρξιν τάφου συληθέντος μέχρι του πυθμένος εις προσφάτους χρόνους και είτα πληρωθέντος φορυτού, διότι εις το δάπεδόν του εύρομεν τεθραυσμένας φιάλας ζύθου Φίξ. Ταυτοχρόνως όμως κατέστη φανερόν, ότι ο τάφος ούτος δεν είχεν ίδιον δρόμον, άλλ’ είχε σκαλισθή εις την αριστερόν πλευράν ωραίου δρόμου ανήκοντος εις άλλον τάφον. Πράγματι εις το βάθος του δρόμου τούτου ευρέθη ωραίος και άριστα διατηρούμενος άθικτος τάφος, ο τάφος 1 Τσουλέα.(σχ.5)
Ερμηνείαν όμως του πράγματος δεν δύναμαι να εύρω. Ίσως επρόκειτο περί απλού λάκκου απορριμμάτων. Κάτω του ανωτέρω στρώματος η επίχωσις του δρόμου απετελείτο από καθαρόν λευκόν πωρόχωμα μετά σπανίων οστράκων μόνον Μυκηναϊκών.
Η λεβητοειδής κοιλότης της Ελληνικής εποχής εγένετο αφορμή να ευρεθή το άνω μέρος της θύρας του τάφου. Εξ αυτού αφήρεσαν μερικούς λίθους της τειχίσεως, εκείθεν δ’ εισέρρευσε μικρά ποσότης χώματος εντός του τάφου, σχηματίσασα το ήμισυ κώνου όπισθεν της θύρας. Δεν εισήλθον όμως εις τον τάφον, αλλ’ επανέθεσαν άλλους λίθους εις την οπήν της θύρας, οίτινες ήσαν ακατέργαστοι και ίσταντο επί του χώματος, εξώτερον των υποκειμένων λίθων της αρχικής τειχίσεως της θύρας (εικ.12).
Το υπόλοιπον της Μυκηναϊκής ταύτης τειχίσεως απετελείτο εκ πλακωτών λίθων, τοποθετημένων με πολύ μεγαλυτέραν επιμέλειαν (όρα την είκ.12). Κατά την διάλυσιν του μεν ανωτέρου τοίχου ευρέθησαν όστρακα Ελληνικά εις το κατώτατον μάλιστα μέρος ευρέθη τεμάχιον χρωματιστής υέλου εκ συγχρόνου φιαλιδίου. Κατά δε την διάλυσιν του κατωτέρου τοίχου, έχοντος ύψος 1,30μ. και πάχος από 90 μέχρις 62 εκ. ευρέθησαν μόνον Μυκηναϊκά όστρακα μετά των χωμάτων εις τα διάκενα των λίθων. Εις τι κατώτατον σημείον, σχεδόν επί του κατωφλιού, ευρέθη το ήμισυ περίπου υψίποδος κύλικος, πέριξ δ’ ανευρέθησαν και έτερα αυτής όστρακα. Ο ήμισυς κώνος του χώματος του εισρεύσαντος όπισθεν της θύρας περιείχε πολλούς λίθους ακανόνιστου σχήματος (άρα ανήκοντας εις την ανωτέραν τείχισιν) και όστρακα Ελληνικά. Εν είναι τεμάχιον εκ του χείλους πελωρίου πίθου. Τρία μόνον όστρακα εκ του ανωτάτου στρώματος του κώνου ήσαν Μυκηναϊκά.
Το εσωτερικόν του τάφου ήτο άθικτον. Επί του δαπέδου ευρίσκετο παρά την βάσιν του κώνου των χωμάτων σιαγών μόσχου ή μικρού βοός. Εντός δε των χωμάτων του κώνου ευρέθη και χονδρόν τεμάχιον οστού προφανώς εκ του αυτού ζώου. Επομένως ταύτα δεν ήσαν Μυκηναϊκά.
Έχομεν να εκλέξωμεν μεταξύ τυχαίας εισροής τούτων κατά την Ελληνικήν εποχήν ομού μετά του χώματος και της τυχόν προσφοράς θυσίας υπό των ανακαλυψάντων τον τάφον προτού να κλείσουν την θύραν του εκ νέου. Το δάπεδον του τάφου ήτο ελαφρώς κατωφερές από Δ προς Α, ήτοι από της εισόδου προς τον μυχόν. Απετελείτο από στρώμα μελανής γης, πάχους 15 εκ., επί του οποίου ευρίσκοντο, ακολουθούντα αρκετά πιστώς την κυκλικήν περιφέρειαν του τάφου, δέκα αγγεία. Ήσαν ελαφρώς μόνον κεχωσμένα και ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, ότι αρχικώς ήσαν όρθια.
Τα πλείστα είχον πέσει προς Α, ίσως συνεπεία σεισμού τίνος. Μόνον τα υπ΄ αρ.8-10, άτινα ήσαν ψευδόστομοι αμφορείς, έκειντο ανεστραμμένα, άρα αρχήθεν είχον ούτω τοποθετηθή. Τα υπόλοιπα επτά αγγεία ήσαν τέσσαρες πρόχοι, εις δίωτος και εις τρίωτος αμφορίσκος και μια κύλιξ. Τινά είχον αποτεθή εις τον τάφον αρχήθεν κολοβά.
Μετά τα 15 εκ. του ανωτέρου στρώματος, εντός του οποίου ήσαν ατάκτως μερικά ανθρώπινα οστά και τινα αγγεία, υπήρχε λεπτόν λευκόν στρώμα διηθημένης γης, το όποιον οι εργάται μου απεκάλουν γουλισιά, έπ’ αυτού δε κυρίως έκειντο τα αγγεία και λείψανα οστών, καλυπτόμενα υπό του μελανού στρώματος. Έτερα 10 εκ. βαθύτερου, ήτοι εν συνόλω 25 (και εις εν μόνον σημείον 30) έκειτο το αρχικόν δάπεδον του τάφου. Επ’ αυτού ευρέθησαν, πάλιν κατά την περιφέρειαν του τάφου, ομάδες ανθρωπίνων οστών εν αταξία ομού μετ’ αγγείων ολίγων ή πολλών εις εκάστην ομάδα, ων η λεπτομερής περιγραφή δεν είναι του παρόντος. Ιδέαν μιας τοιαυτης ομάδος δίδει η εικ. 13. Πολλών εκ των ομάδων τούτων υπερέκειντο τα αγγεία του ανωτάτου στρώματος ακριβώς ή περίπου.
Του τάφου τούτου ο δρόμος περιεγράφη ήδη. Η θύρα είναι σχεδόν ορθογώνια, ελαφρώς δε πλατυτέρα έσωθεν, διότι αι παραστάδες είναι λοξαί. Έχει ύψος 1,75μ. και πλ. κάτω 1,20μ., άνω δε 1,10μ. Αι παραστάδες της θύρας έχουσιν ενδιαφέρον σχήμα, ούσαι σχεδόν ισοπλατείς άνω και κάτω (0,95). Επί διαμέτρου του δαπέδου 4,80μ. το ύψος του τάφου είναι 3,25μ., συμπεριλαμβανομένης και της δισκοειδούς ενταύθα κοιλότητος εις την κορυφήν του κώνου, ήτις είναι τελείως ευδιάκριτος, αν και μετρεί μόνον 4-5 εκ. βάθους. Η διαφορά της σχέσεως μεταξύ διαμέτρου και ύψους του τάφου είναι λίαν αισθητή εν σχέσει προς τους περιγραφέντας προηγουμένως.
Περί το μέσον της αριστεράς πλευράς του δρόμου του τάφου είχεν ανοιχθή ο τάφος Τσουλεα 1α. Ευρέθη μεν πλήρως σεσυλημένος, ως ανωτέρω ελέχθη, υπό συγχρόνων τυμβωρύχων, αλλά το μοναδικόν εντός αυτού ευρεθέν αγγείον είναι εν YE II αλάβαστρον (εικ.9 αριστερά). Ο τάφος τίποτε άλλο δεν περιείχεν. Εις το μέσον του δαπέδου του περίπου υπάρχει λάκκος, εντός του οποίου είχον ταφή παρ’ αλλήλους δύο νεκροί εκτάδην. Οι τυμβωρύχοι αφήκαν τούτους ημικατεστραμμένους, διότι τα οστά έχουσι πετρωθή στερεώς εντός του πώρου, όστις διαρκώς αναγεννάται αφομοιών την ιδίαν εαυτού κόνιν. Ο τάφος διατηρείται περίπου είς τα δύο τρίτα του αρχικού του ύψους, ίσως δε το υπόλοιπον ήτο κτιστόν. Το σχήμα του είναι ελλειψοειδές. Μεγαλύτερα διάμ. 3,15μ., μικροτέρα 2,70μ. Θύρας πλ. 0,70μ μέγιστον δε σωζόμενον ύψος 0,90μ. Το ανώφλιον ελλείπει. Επειδή ο τάφος εσυλήθη άνωθεν, η τείχισις της θύρας διατηρείται ανέπαφος. Εξωτερικώς αύτη φέρει ωραίον πρόσωπον. Εσωτερικώς όμως, όπου οι τεχνίται, ως κτίζοντες έξωθεν δεν ηδύναντο να εργασθώσιν ευκόλως, ο τοίχος είναι ανώμαλος και οι λίθοι εισέχουν ή εξέχουν ατέχνως. Γενικώς και ο υπόλοιπος τάφος φέρει ανώμαλον την λάξευσιν και ανώμαλον δάπεδον, εν αντιθέσει προς την περίτεχνον και πολλάκις θαυμαστήν λάξευσιν των υπολοίπων τάφων.
Ο θάλαμος του τάφου 2 έχει υποστή διάτρησιν εις το Ανατολικόν μέρος της στέγης του, πλάτους 70 περίπου εκατ. οφειλομένην εις το λάξευμα των Ρωμαϊκών τάφων, η αρχική όμως αύτη οπή διεμηκύνθη άγνωστον εις ποιάν εποχήν ώστε ήτο αρκούντως ευρύχωρος και δι’ αυτής εκαθαρίσαμεν και ημείς τον τάφον. Ήτο σχεδόν μέχρι της κορυφής πεπληρωμένος χωμάτων πρώτον και είτα κόπρου άνευ στρωματογραφίας. Εις τα κατώτατα μέρη της επιχώσεως ευρέθησαν ασήμαντα Μυκηναϊκά όστρακα. Επί του δαπέδου του τάφου υπήρχεν εις μόνος μικρός και αβαθής λάκκος έναντι της θύρας προς το βάθος, φέρων πλατείας εγκοπάς πέριξ των χειλέων, εφ ων εστηρίζοντο εισέτι κατά χώραν αι πλάκες αι καλύπτουσαι τον τάφον.
Εντός αυτού ευρέθη κρανίον νηπίου ενός ή δύο ετών εν απολιθώσει εντός του πώρου. Εξήχθη άθικτον ομού μετά του λίθου. Μόνον ίχνη των ποδών διετηρούντο εισέτι και ουδέν κτέρισμα περιείχεν ο λάκκος. Πλησίον τούτου, επί του δαπέδου του σπηλαίου, ευρέθησαν άθικτα τα οστά της πυέλου και το ήμισυ εκάστου των μηριαίων οστών παιδιού 3-5 ετών κατά χώραν εκτάδην. Μεταξύ των μηρών, εις την θέσιν των αιδοίων, έκειτο αγγείον μετά σωληνωτής προχοής (θήλαστρον, feeding bottle). Επί πλέον ο τάφος περιείχε κατά την περιφέρειαν τρεις μικρούς βόθρους. Ο πρώτος απέδωκεν οστά και κρανίον παιδός ή νεαρού έφηβου ομού μετά τριώτου αμφορίσκου και προχοϊδίου εν τεμαχίοις. Ο δεύτερος ολίγα οστά και κρανίον έφηβου και ο τρίτος οστά και δύο κρανία, εν εφήβου και εν νηπίου.
Ολίγον περαιτέρω έκειτο επί του δαπέδου εν τελευταίον κρανίον. Λόγω της υγρασίας τα πάντα ήσαν μαυρισμένα και εις κακήν κατάστασιν. Φαίνεται ότι πολλάκις εις το παρελθόν τοιαύτα σημεία θα εξελήφθησαν ως ίχνη καύσεως, διότι η μελανή απόχρωσις δύναται πράγματι να απατήση. Η ακριβεστέρα χρονολογία του τάφου θα καταστή εφικτή μετά τον καθαρισμόν των πενιχρών ευρημάτων, πάντως είναι YE III. Ίσως δεν είναι τυχαίον το γεγονός, ότι μεγάλοι σκελετοί δεν ευρέθησαν. Δυνατόν να πρόκειται περί τάφου παίδων.
Ο τάφος έχει διάμετρον θαλάμου (τελείως κυκλικού) 3.10μ., ύψος δε 2.35μ. Άνω εις το κέντρον διατηρείται πολύ καλώς το ίχνος μαστοειδούς κοιλότητος. Ο δρόμος ήτο προς ΒΑ, η δε θύρα, διακρινομένη καλώς έσωθεν (έξωθεν δεν απεκαλύφθη εφέτος), έχει ύψ. 1.40μ, πλ. 0 90μ. και καμαρωτόν ανώφλιον. Η τείχισις διατηρείται άθικτος, ης οι εσωτερικοί λίθοι δεν είναι κανονικοί (διότι εκτίζετο έξωθεν) και επί πλέον δεν υπάρχει ανωτάτη σειρά λίθων εις το έσω πρόσωπον της τειχίσεως, διότι ούτοι δεν ήτο δυνατόν να τεθούν έξωθεν.
Τέσσαρες τουλάχιστον περαιτέρω τάφοι είναι βέβαιοι εις την περιοχήν Τσουλέα, αλλ’ ασφαλώς θα υπάρχουν και άλλοι. Η ανασκαφή των δυσκολεύεται είτε διότι εντός αυτών φύονται μεγάλα δένδρα είτε άλλως. Η μέχρι τούδε όμως προθυμία των κατοίκων μας δίδει την ελπίδα, ότι θα δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τας ανασκαφάς. Δύο εισέτι, ίσως μάλιστα και τρεις συστάδες με άγνωστον ακόμη αριθμόν τάφων εκάστη, πιστεύω να ευρίσκωνται εις τα πέριξ. Εις μίαν εξ αυτών (Σβάρνα) επεχείρησα τον καθαρισμόν ενός κυκλικού σπηλαίου, το οποίον δεν φαίνεται να ήτο άλλο από τάφον. Αν και εφθάσαμεν μέχρι βάθους, το οποίον πρέπει να είχε παρουσιάσει το δάπεδον, τούτο δεν ευρέθη. Εις το σημείον αυτό η διάμετρος του κυκλικού σπηλαίου είναι 2,90μ. Εις το Ανατολικόν τοίχωμα τούτου (η θυρα ήτο προς Δ) υπάρχουσι τρεις οριζόντιοι κόγχαι και μία μικροτέρα (εικ.14). Το σπήλαιον και αι κόγχαι, αίτινες είναι στεναί και περιέχουσι σκληρότατον χώμα, βρίθουσι κυριολεκτικώς τεμαχίων κεράμων αρχαίων. Μετ’ αυτών ευρέθησαν άφθονα τεμάχια υαλίνων αρχαίων αγγείων και μόλυβδου εις λεπτάς επιμήκεις ταινίας. Λίθοι τινές ομού ευρεθέντες είναι ισχυρότατα κεκαυμένοι και εμπεποτισμένοι οξειδίων σιδήρου. Ουδέν δύναται να λεχθή προς το παρόν. Ίσως πρόκειται περί Μυκηναϊκού τάφου μεταβληθέντος εις κάμινον ή χρησιμοποιηθέντος προς απόρριψιν άχρηστων προϊόντων καμίνου ή κλιβάνου.
Εις τας οροφάς τριών τάφων, οίτινες είναι και οι μόνοι διατηρούντες ταύτας, έχομεν από μίαν μαστοειδή ή δισκοειδή κοιλότητα, διαμέτρου 10-15 εκ. και βάθους ολίγων εκατοστών, η οποία ίσως εχρησίμευε προς περιστροφήν του οδηγού. Ούτος θα ήτο ξύλινον τριγωνοειδές πλαίσιον, περίπου σωστόν ορθογώνιον τρίγωνον. Η μία (κάθετος) αυτού πλευρά περιεστρέφετο εντός κοιλοτήτων της οροφής και του δαπέδου. Η ετέρα ήτο παράλληλος προς το δάπεδον, η δε υποτείνουσα, έχουσα ακριβώς το σχήμα των τοιχωμάτων του τάφου, εχρησίμευεν ως διαρκής οδηγός εις τους τεχνίτας της λαξεύσεως, τουλάχιστον εις το οπίσθιον μέρος του τάφου έναντι της εισόδου.
Γεννάται νυν το ζήτημα: Μιμούνται οι τοιούτοι λαξευτοί τάφοι τους θολωτούς ή συμβαίνει το αντίθετον; Εξ όσων δυνάμεθα να κρίνωμεν, δεν υπάρχουν τάφοι θολωτοί αρχαιότεροι των YE I θαλαμωτών τάφων της Πύλου. Ίσως λοιπόν το κυκλικόν και «θολωτόν» σχήμα εφηυρέθη ή ακριβέστερον ίσως εφηρμόσθη πρώτον διά λαξευτούς τάφους και ακολούθως εγένετο μίμησις κτιστή εις μέρη, όπου δεν υπήρχε πέτρωμα κατάλληλον προς ασφαλή λάξευσιν.
Ως ελέχθη ήδη, πιθανώς δεν ήσαν πάντες οι τάφοι της Πύλου εξ ολοκλήρου λαξευτοί, αλλά τινών το ανώτατον μέρος εστεγάζετο θολωτώς δια λίθων, επειδή υπερείχε της επιφάνειας του εδάφους. Ούτως έχομεν ήδη ομαλώς την ιδέαν της μεταβάσεως εις τον εξ ολοκλήρου κτιστόν θολωτόν τάφον. Τάφους εντελώς κυκλικούς λαξευτούς, με το ανώτατον τμήμα κτιστόν διά λίθων εγνωρίζομεν μέχρι τούδε μόνους τους της Κεφαλληνίας, οίτινες όμως είναι της υστάτης Μυκηναϊκής περιόδου (ΑΕ 1933,70 εξ.).
Θαλαμοειδής τάφος από τη συστάδα Αγγελόπουλου στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων |
Προφανώς εκ της Πυλιακής περιοχής (εκτός εάν ήθελεν ανακαλυφθή και άλλη πλησιεστέρα, λ.χ. η Τριφυλία ή η Ηλεία) εισήχθησαν οι τάφοι ούτοι εις Κεφαλληνίαν. Αι σχέσεις μεταξύ των δύο περιοχών πρέπει να ήσαν πατροπαράδοτοι. Μία χειροποίητος μελανή κεραμεική, ήτις εντός των τάφων της Κεφαλληνίας ανευρίσκεται παρά την Μυκηναϊκήν, απαντά ωσαύτως και εν Πύλω. Ακόμη και τα φρεατοειδή ορύγματα, τα γειτνιάζοντα προς τους τάφους (τα όποια εγώ εν πάση περιπτώσει θεωρώ σιρούς Βυζαντινής εποχής, όρα ΑΕ 1932, 29 εξ.), είναι κοινά είς αμφοτέρας τας περιοχάς. Παρά τους τάφους Κορωνιού υπάρχουν αρκετοί και εξ αυτών ανέσκαψα και εμελέτησα τρεις. Δύο εξ αυτών συγκοινωνούσι μεταξύ των διά μικράς σύριγγος, εις δε τον πυθμένα του ενός ευρέθη σκυφοειδές αγγείον Βυζαντινής ή Ενετικής εποχής. Επί πλέον και τα οχήματα των «σιρών» εις αμφοτέρας τας περιοχάς είναι τα αυτά.
Ανεξαρτήτως όμως της χρονολογίας των ορυγμάτων τούτων υπάρχουν ασφαλείς ομοιότητες μεταξύ των τάφων Πύλου και Κεφαλληνίας. Δεν θα ήτο παράλογον να παραδεχθή τις, ότι Αχαιοί της Πύλου απώκισαν την Κεφαλληνίαν και τας πέριξ νήσους. Το ταξίδιον του Τηλεμάχου απηχεί πιθανώς τας στενάς ταύτας σχέσεις.
Ως προς τα ταφικά έθιμα, αι μέχρι τούδε συναχθείσαι παρατηρήσεις άγουν εις τα ακόλουθα συμπεράσματα. Οι πρώτοι νεκροί των τάφων απετίθεντο επί των δαπέδων από της YE I μέχρι της YE III εποχής. Όταν όμως ο τάφος επληρούτο νεκρών, τότε οι προγενέστεροι σκελετοί συνήγοντο και εσωρεύοντο ατάκτως τα οστά εις την περιφέρειαν του τάφου, όπου σχεδόν κατά κανόνα ηνοίγοντο μικροί βόθροι. Ολίγα μόνον κτερίσματα ηκολούθουν τους σκελετούς. Πάντως δεν έχομεν και σημεία δεικνύοντα, ότι οι νεκροί εθάπτοντο μετά πολυτελών κτερισμάτων. Όσοι νεκροί εθάπτοντο εντός χωριστών λάκκων εις το δάπεδον του τάφου ανοιγομένων, ευρέθησαν πάντοτε ακτέριστοι και υπάρχει πας λόγος να πιστεύσωμεν, ότι ανήκουσιν εις την υστάτην περίοδον, καθ’ ην εχρησιμοποιήθησαν οι τάφοι. Ο τάφος Τσουλέα 1, όστις ευρέθη εντελώς άθικτος, παρουσιάζει ασυνήθη εικόνα, αλλά προ του καθαρισμού και της μελέτης των ευρημάτων θα είναι πρόωρον να ζητήσωμεν να εξαγάγωμεν συμπεράσματα. Πάντες οι εντός αυτού νεκροί είχον συλλεχθή μετά των κτερισμάτων των εις σωρούς κύκλω εις το δάπεδον και εντός κογχών. Επ’ αυτών ευρέθη στρώμα χώματος 10 εκ. πάχους και επ’ αυτού ή εντός αυτού 10 αγγεία, αλλά δεν υπήρχον νεώτεροι νεκροί πλην ενός σχεδόν πλήρους σκελετού ημικεχωσμένου εις το ανώτερον τούτο στρώμα. Ετέθη σκοπίμως το χώμα τούτο εις το αρχικόν δάπεδον του τάφου ή έσχηματίσθη βαθμηδόν με την πάροδον των αιώνων; Και διατί να συλλεχθώσιν οι παλαιότεροι νεκροί αφού δεν ετάφησαν νεώτεροι;
Θαλαμοειδής τάφος από τη συστάδα Αγγελόπουλου στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων |
Ίσως η συνέχισις των ανασκαφών θα μας διδάξη περισσότερα. Ολίγαι εισέτι λέξεις είναι αναγκαίοι ως προς το ζήτημα της πόλεως Πύλου. Ήδη μετά την ανακάλυψιν του ανακτόρου Έγγλιανού, ολίγοι πλέον διστάζουν ως προς την θέσιν (τουλάχιστον εν γενικαίς τοπογραφικαίς γραμμαίς) της Ομηρικής Πύλου. Πάντως οι Αρχαίοι είχον χάσει εντελώς την ανάμνησιν του ανακτόρου, πάντα δε τα έχοντα σχέσιν προς τον Νέστορα και τον Νηλέα εδείκνυον κάτω εις το Κορυφάσιον. Από την Οδύσσειαν τουναντίον φαίνεται να εξάγεται σαφώς, ότι η Πύλος έκειτο μεσογειότερον, αν και αι πηγαί του Ποιητού ήσαν ήδη αμαυραί, ώστε αι τοπογραφικαί πληροφορίαι είναι γενικής φυσεως. Τουναντίον ο Στραβόν (359), βασιζόμενος προφανώς εις τοπικήν παράδοσιν, αναφέρει ρητώς και άνευ δισταγμού, όχι μόνον ότι η παλαιά Πύλος η Μεσσηνιακή ήτο μεσόγεια, άλλ΄ ότι «υπό τω Αιγάλεω πόλις ήν». Η νεκρόπολις, της οποίας την πρώτην σκαφικήν έρευναν εξεθέσαμεν ανωτέρω, δύναται πράγματι να θεωρηθή ως κειμένη υπό το Αιγαλέον, διότι ευθύς μετά ταύτην αρχίζουν τα πρώτα υψώματα, τα οποία κορυφούνται εις το όρος. Είδομεν ότι κατά την Ελληνικήν και Ρωμαϊκήν εποχήν το μέρος εκείνο κατωκείτο και ότι συχνάκις ανεκαλύπτοντο Μυκηναϊκοί τάφοι, εντός ενός εκ των οποίων ησκήθη και ηρωολατρία.
Εντεύθεν λοιπόν η τοπική παράδοσις ορμωμένη ενετόπιζεν εκεί την Πύλον και η παράδοσις αυτή ήτο προφανώς η πηγή του Στράβωνος. Φυσικά είναι δυνατόν η πόλις αύτη να ήτο άλλη και όχι ακριβώς η Ομηρική Πόλος. Τούτο όμως είναι απλώς δυνατόν, χωρίς να είναι και πολύ πιθανόν, διότι αι συστάδες των τάφων είναι πολλαί και οι τάφοι αξιόλογοι, πρέπει άρα να ανήκον εις μίαν μεγάλην πόλιν. Αι μέλλουσαι ανασκαφαί πιθανώς θα μας παράσχωσι περισσότερα στοιχεία.
Σπυρίδων Μαρινάτος -Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1952
1 Έρευναι κατά το 1953- 54 αποδεικνύουσιν ότι ο πυρίτης ούτος είναι εντόπιος, απαντών παρά το χωρίον Παπούλια Πυλίας.