Μικράς εκτάσεως σωστική ανασκαφή διενηργήθη εις την εκτεταμένην μυκηναϊκήν νεκρόπολιν των Βολιμιδίων Χώρας Τριφυλίας (ΠΑΕ 1952, σ.473 κ.ε., 1953, σ.238 κ.ε., 1954, σ.299 κ.ε., 1960, σ.198 κ.ε., 1964, σ.78 κ.ε., 1965, σ.102 κ.ε.), ένθα αι εργασίαι διανοίξεως χάνδακος υδρεύσεως επί της οδού προς Κεφαλόβρυσον προσέκρουσαν επί τεσσάρων θαλαμοειδών τάφων. Ο μηχανικός εκσκαφεύς προεκάλεσεν άνοιγμα εις την οροφήν των θαλάμων δύο εξ αυτών, τους οποίους και ηρευνήσαμεν.
Οι δρόμοι τούτων, ως και οι έτεροι δύο επισημανθέντες τάφοι, μη θιγέντες, δεν ανεσκάφησαν. Άπαντες κείνται κατά το αριστερόν (Β.) κράσπεδον της οδού προς Κεφαλόβρυσον. Ο θάλαμος του πρώτου των ανασκαφέντων τάφων (Σχέδ.1,Α) απέχει 17μ. από της ΝΔ. γωνίας της οικίας Σταύρου Κωνσταντακοπούλου και 10.50μ. από του κέντρου του θαλάμου του ανασκαφέντος υπό του Καθηγητού Σπ. Μαρινάτου τάφου «Κεφαλοβρύσου 3» (ΠΑΕ 1964, σ.81κ.ε.).
Εις τον θάλαμον εισήλθομεν δια της οπής της διανοιγείσης εις την κορυφήν του. Μετά την αφαίρεσιν των χωμάτων του καταπεσόντος τμήματος διεπιστώθη ότι η επίχωσις του τάφου ήτο ελαχίστη (0.12μ.). Απεδείχθη ότι πρόκειται περί λαξευτής θόλου εις κανονικόν σχεδόν σχήμα κύκλου, με διάμετρον 3.70μ. από της θύρας μεχρι του μυχού και 3.85 μ. κατά την κάθετον επ’ αυτής. Το μέγιστον ύψος της θόλου υπελογίσθη εις 2.40μ. περίπου.
Η θύρα εφάνη εις την ΝΔ. παρειάν του θαλάμου τειχισμένη σχεδόν έως άνω. Έχει ύψος 1.20 και πλάτος 0.98μ.
(Πίν.193στ εικ. δεξιά).
Εις το κέντρον του θαλάμου και με κατεύθυνσιν Ν.- Β. έκειντο εις την επιφάνειαν σχεδόν τα μακρά οστά σκελετού εν διαλύσει (κεφαλή προς Ν.), του τελευταίου προφανώς ταφέντος ακτερίστου, άρα μη δυναμένου να χρονολογηθή. Εκατέρωθεν αυτού, παρά τα τοιχώματα της θόλου, υπήρχον δύο σωροί οστών, προερχομένων από παλαιοτέρας, παραμερισθείσας ταφάς, άνευ κτερισμάτων. Μετά την αφαίρεσιν των οστών και του υπό ταύτα λεπτού στρώματος χώματος, πάχ. 0.03 - 0.05 μ., εφάνησαν δύο λάκκοι εσκαμμένοι εντός του πετρώματος του δαπέδου της θόλου (Σχέδ.1, λ.2 και λ.4).
Έτεροι τρεις λάκκοι και μία κόγχη απεκαλύφθησαν κατά την περιφέρειαν του θαλάμου μετά τον καθαρισμόν ολοκλήρου του δαπέδου εκ της επιχώσεως, η οποία ουδέν περιείχεν.
Οι λάκκοι (Σχέδ.1,Α) παρουσίασαν οστά συσσωρευμένα εν αταξία. Ο λ.4, διαστ. 0.90×0.40 και βάθ. 0.30μ., περιείχε τα διαβεβρωμένα λείψανα δύο σκελετών, ο δε μεγαλύτερος όλων, ο λ.1, διαστ. 1.30×0.35 - 0.50 μ. και βάθ. 0.40μ., παρουσίασε μεταξύ των συσσωρευμένων οστών τρεις αιχμάς βελών εξ οψιανού και ετέρας τρεις εκ πυριτολίθου. Ο λ.2, βάθ. 0.50μ., περιείχε δύο επαλλήλους ταφάς. Μεταξύ αυτών παρενεβάλλετο στρώσις σκληρού χώματος, πάχ. 0.05μ., ανάλογος εκείνης ήτις εχώριζε και τον υπερκείμενον του λάκκου σωρόν οστών. Οι λ.3 και λ.5, διαστ. 0.70× 0.35× 0.20μ. και 0.62× 0.50× 0.30μ. αντιστοίχως, περιείχον ολίγα μόνον οστά εν αταξία, πλην της κόγχης (διαστ. 0.85× 0.65× 0.35μ.), όπου μεταξύ των ελαχίστων μακρών οστών ευρέθη το μοναδικόν αγγείον, εν συνήθους τύπου κύπελλον «Kefti» της YE I περιόδου (Πίν.193δ)· ο τάφος ουδέν έτερον εύρημα απέδωσεν.
Ο έτερος των ανασκαφέντων τάφων (Σχέδ.1,Β) ευρίσκεται ΝΔ. του πρώτου κατά 13.30μ., παρά το αυτό ρείθρον της οδού και εις απόστασιν 9.80μ. από του τάφου «Κεφ.Τ.3».
Η θόλος έχει λαξευθή εντός του μαλακού στρώματος με μέγιστον ύψος 2.65μ. και με την γνωστήν εκ των παλαιότερον ανασκαφέντων τάφων των Βολιμιδίων μαστοειδή κοιλότητα εις την κορυφήν (ΠΑΕ 1952, σ.494 και 1953, σ.241). Παρουσιάζει κάτοψιν ελαφρώς ελλειψοειδή με μεγίστην διάμετρον (κατά το τεταρτοκύκλιον δεξιά του εισερχομένου) 4μ. περίπου και την κάθετον επ’ αυτής 3.75μ. Η θύρα, ύψ. 1.20, πλ. κάτω 1.20, άνω 1.10μ., ευρίσκεται ΒΔ. και φέρει αμελή τείχισιν, της οποίας το άνω τμήμα έχει καταπέσει εντός του θαλάμου.
Απομακρυνθέντων των χωμάτων του καταστραφέντος τμήματος της θόλου, εφάνη στρώμα, πάχ. 0.15μ., το οποίον προς το μέρος της θύρας και υπό τους καταπεσόντας λίθους της τειχίσεώς της παρουσίασεν άφθονα όστρακα χειροποιήτων κυρίως αγγείων της YE I φάσεως. Προήρχοντο εκ της παραμερισθείσης επιχώσεως των παλαιοτέρων ταφών. Μετά την αφαίρεσιν του πρώτου
τούτου στρώματος εφάνησαν δεξιά του εισερχομένου δύο σκελετοί, κείμενοι εκτάδην, λοξώς προς τον άξονα της θύρας και με την κεφαλήν προς Ν. Ο εις ευρίσκετο εις στάσιν υπτίαν με το δεξιόν σκέλος τεταμένον και την αριστεράν κνήμην κεκαμμένην προς τα έσω· ο έτερος, ύπτιος επίσης, με την κεφαλήν εστραμμένην προς την δεξιάν πλευράν, είχε τας χείρας διεσταυρωμένας εις το στήθος και διέσωζεν όλους τους οδόντας.
Εντός του τελευταίου στρώματος, ήτοι επί του φυσικού βράχου του δαπέδου του θαλάμου, ευρέθη σειρά τριών νεκρών κειμένων εκτάδην και συνοδευομένων υπό των κτερισμάτων των, ήτοι οκτώ αγγείων, το πλείστον ακεραίων. Ο μεσαίος των σκελετών, εσώζοντο το κρανίον μόνον και τινά των μακρών οστών, έκειτο κατά τον άξονα περίπου της θύρας με την κεφαλήν προς τον μυχόν της θόλου και ελαφρώς εστραμμένην προς την δεξιάν πλευράν. Εις τούτον ανήκον ίσως τα παρά το δεξιόν σκέλος ευρεθέντα δύο αγγεία της πρωίμου ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, ψευδόστομος αμφορίσκος, ύψ. 0.085μ., με διακόσμησιν δικτυωτού επί του πεδίου των λαβών και ομάδων ταινιών επί του λοιπού σώματος (Πίν.193α), και άβαφος σφαιρική υδρίσκη, ύψ. 0.08μ.
Ο δεξιά τούτου σκελετός εσώζετο πλήρης, εις μήκος 1.65μ., και ανήκε προφανώς εις έφηβον. Έκειτο ύπτιος προς την αυτήν κατεύθυνσιν, με την κεφαλήν εστραμμένην προς την δεξιάν πλευράν και τας χείρας διεσταυρωμένας επί του στήθους. Παρά τον αριστερόν βραχίονα υπήρχεν όρθιον τρίωτον κυλινδρικόν αλάβαστρον, ύψ. 0.052μ., της ΥΕ ΙΙΙΑ- Β περιόδου. Δύο τρίωτα αλάβαστρα πεπιεσμένου σφαιροειδούς σχήματος, ύψ. 0.053 και 0.038 μ., ευρέθησαν παρά την λεκάνην και το κρανίον του νεκρού προς την πλευράν των τοιχωμάτων της θόλου. Κατάλοιπον παραμερισθείσης παλαιοτέρας ταφής απετέλει ήμισυ περίπου YE I κύλικος παρά την θύραν και εν κρανίον παρά την κεφαλήν του μεσαίου σκελετού.
Ο τρίτος σκελετός ευρέθη ύπτιος, διαλελυμένος πλην του κρανίου και των μακρών οστών, με την κεφαλήν προς το μέρος της θύρας και ελαφρώς κεκαμμένην προς το στέρνον. Μεταξύ τούτου και των Ν. τοιχωμάτων της θόλου ευρέθησαν, προφανώς όχι εις την αρχικήν των θέσιν, τεθραυσμένος ψευδόστομος αμφορεύς με διακόσμησιν σπειρών και φολιδωτού, ύψ. 0.192μ. (Πίν.193 β), ευρύστομος πρόχους, ύψ. 0.133μ., και απιόσχημος τρίωτος πίθος, ύψ. 0.173μ. (Πίν.193γ), περιέχων άβαφον άωτον σκυφίδιον, αμφότερα με γραπτήν ταινιωτήν διακόσμησιν. Τα αγγεία χρονολογούνται εις το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΑ και τας αρχάς της YE ΙΙΙΒ περιόδου.
Εις την αυτήν εποχήν ανήκει και βραχύλαιμος υδρίσκη, ύψ. 0.115μ., ήτις κατέκειτο προ της λαξευμένης εντός των τοιχωμάτων της θόλου κόγχης, αμέσως δεξιά της εισόδου. Η κόγχη αύτη, πλ. 0.60, ύψ. 0.80 και βάθ. 0.54μ., έφερε πρόχειρον τείχισιν, ήτις είχεν εν μέρει κρημνισθή προς τα έξω και εσώζετο μέχρι του μέσου του ύψους της. Εις το εσωτερικόν της κόγχης και επί των κυλισθέντων λίθων της τειχίσεως ευρέθη ακεραία ευρύστομος πρόχους με ταινιωτην διακόσμησιν, ύψ. 0.143μ., της YE ΙΙΙΑ-Β εποχής (Πίν.194α). Είχε τοποθετηθή εκεί ομού μετά της υδρίσκης, ήτις αργότερον κατέπεσε προς τα έξω. Αμφότερα τα αγγεία συνδέονται προς σπονδάς και δύνανται να χαρακτηρισθούν ως αποτελούντα συμπληρωματικήν κτέρισιν ή προσφοράν των διενεργησάντων τας ταφάς επί του δαπέδου της θόλου προς τον προγενέστερον νεκρόν της κόγχης. Μετά την αφαίρεσιν των λίθων της τειχίσεως εις το εσωτερικόν της κόγχης ευρέθησαν εντός επιχώσεως, πάχ. 0.10μ. περίπου, κρανίον και τινά λεπτά οστά, κύαθος μετά σπειροειδούς κοσμήματος της ΥΕ I- II περιόδου (Πίν.194γ), άβαφος άωτος σκύφος και χαλκούν μονόστομον μαχαίριον, μήκ. 0.183μ., μετά δύο ήλων (Πίν.194δ).
Μετά τον καθαρισμόν του δαπέδου ο τάφος έδειξε τέσσαρας λάκκους κύκλω διατεταγμένους κατά την περιφέρειαν της θόλου (Σχέδ.1,Β). Περιείχον, ως και η κόγχη, τα ανακομισθέντα οστά και τα κτερίσματα των πρώτων ταφών της θόλου. Ο πρώτος εκ δεξιών, διαστ. 1×0.50 × 0.30μ., απέδωσε, πλην ελαχίσχων οστών και ενός κρανίου, δύο αιχμάς βελών, μίαν εξ οψιανού και ετέραν εκ πυριτολίθου, μόνωτον κύλικα μετά χαμηλού ποδός και υπερυψωμένης λαβής, ύψ. 0.103μ. (Πίν.194β), κύαθον, ύψ. 0.065 μ., μεθ’ ομοίας λαβής, αμφότερα ακόσμητα, της YE I περιόδου, και χαλκούν μονόστομον μαχαιρίδιον καλής διατηρήσεως, μήκ. 0.082 μ. (Πίν.194δ). Ο επόμενος λ.2, διαστ. 1.85× 0.45 και βάθ. 0.23μ., περιείχεν ομοίως συσσωρευμένα λείψανα μακρών οστών και εν κρανίον, μεταξύ δε αυτών όστρακα τινά και το εικονιζόμενον ακέραιον YE I- II κύπελλον τύπου Βαφειού (Πίν.194ε). Ο εις τον μυχόν της θόλου μεγαλύτερος όλων λ.3, διαστ. 1.50× 0.45μ. και βάθ. 0.20μ., περιείχε τα διαλελυμένα οστά ενός σκελετού κειμένου εκτάδην και υπτίως. Εντός του λ.4 αριστερά του εισερχομένου, διαστ. 1× 0.50μ. περίπου και βάθ. 0.20μ., είχον αποτεθή δύο κρανία και ολίγα οστά εν αταξία, μεταξύ δε τούτων και αβαθής άωτος κύαθος.
Βιβλιογραφία:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 27 (1972): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 256