Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης και χαρτογράφησης όλων των δημοσιευμένων εκκλησιαστικών βυζαντινών μνημείων, ναών και μονών, της Μεσσηνίας1. Στόχος της έρευνας είναι η συσχέτιση της μαρτυρίας των μνημείων με τις υπάρχουσες λιγοστές και αποσπασματικές γραπτές μαρτυρίες, σε μία προσπάθεια καλύτερης κατανόησης της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της περιοχής στους βυζαντινούς χρόνους2.
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο εντοπίζονται στη Μεσσηνία αρκετοί πρωτοβυζαντινοί οικισμοί, κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές (Μεθώνη, Κορώνη, Ασίνη, Φιλιατρά, Κυπαρισσία, Πεταλίδι και Αβία), καθώς και στην ενδοχώρα (π.χ. Αρχαία Μεσσήνη). Δυστυχώς, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα είναι περιορισμένη και με λιγοστά ευρήματα3. Υπάρχουν, ωστόσο, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της πρωτοβυζαντινής περιόδου σε διάφορες περιοχές του Νομού.
Τα πρωιμότερα μνημεία αυτής της περιόδου ανήκουν στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Στην περίοδο αυτή χρονολογείται το διάσκαφο παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο του Αγίου Ονουφρίου με αρκοσόλια και απλούς λακκοειδείς τάφους, λίγο έξω από τη Μεθώνη. Η ύπαρξη χριστιανικού νεκροταφείου μαρτυρεί την εξάπλωση της νέας θρησκείας στην περιοχή, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να συνεχίζεται και στη διάρκεια του 6ου αιώνα. Γενικά, το σύνολο των μνημείων αυτής της περιόδου, αν εξαιρέσουμε το νεκροταφείο του Αγίου Ονουφρίου, δεν ξεπερνά τα έξι, τέσσερα από τα οποία βρίσκονται σε παραλιακές περιοχές. Στον Δήμο Μεθώνης υπάρχουν δύο βασιλικές, ενώ από μία βασιλική εντοπίζεται στις περιοχές της Αίπειας και των Φιλιατρών. Από την ενδοχώρα μαρτυρείται, προς το παρόν, μόνο μία βασιλική της πρωτοβυζαντινής περιόδου στην Αρχαία Μεσσήνη.
Συμπερασματικά, επισημαίνεται ότι ο χριστιανισμός είχε εδραιωθεί σχετικά νωρίς στις περιοχές της Μεσσηνίας, ενώ τα πρώτα χριστιανικά μνημεία κτίστηκαν σε περιοχές εύφορες και παράκτιες (π.χ. Αγία Κυριακή Φιλιατρών, Αγιος Ανδρέας Λογγάς), σε περιοχές στρατηγικής σημασίας (Μεθώνη), καθώς και στην πόλη της Αρχαίας Μεσσήνης, η οποία φαίνεται ότι συνέχισε να αποτελεί ένα σημαντικό αστικό κέντρο κατά την υστερορρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο. Όλες οι βασιλικές είναι μεγάλων διαστάσεων, με σημαντικό γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, ενώ κάποιες φέρουν ψηφιδωτά. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία προϋποθέτουν σημαντικό κόστος κατασκευής, υποδηλώνουν σχετική οικονομική άνθιση της περιοχής.
Η Βασιλική της Αρχαίας Μεσσήνης |
Όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο αυτή συντελούνται πολλές αλλαγές στην αυτοκρατορία σε πολιτικό, διοικητικό, φορολογικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Στην περιοχή της Μεσσηνίας, η οποία προφανώς συμμετείχε στις γενικές αυτές αλλαγές, παρατηρούνται επίσης ορισμένες μετατροπές στην οργάνωση και στην ονοματοθεσία των οικισμών5, ενώ με την εμφάνιση ξένων εισβολέων, αρχικά των Σλάβων και στη συνέχεια των Αράβων, προκύπτουν διαφορετικές προϋποθέσεις στην οργάνωση των περιοχών εγκατοίκησης, γεγονός που επηρέασε την εξέλιξη και τον χαρακτήρα των παλαιοτέρων οικιστικών κέντρων, δημιουργώντας νέους πυρήνες.
Η Αγία Σοφία Κορώνης πιθανόν κτίστηκε στο τέλος του 7ου αιώνα, φαίνεται δε ότι την ίδια περίοδο ή κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά της πόλης από την περιοχή της αρχαίας Αίπειας (κοντά στο Πεταλίδι) στην αρχαία Ασίνη, που με τη σειρά της μετονομάστηκε σε Κορώνη6. Η μεταφορά της πόλης πιθανόν να συνδέθηκε και με την ίδρυση της νέας επισκοπής Κορώνης. Βέβαιο είναι ότι στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802-810) η επισκοπή Κορώνης εμφανίζεται κάτω από τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Πατρών7.
Ο Αγιος Χριστόφορος Φιλιατρών βρίσκεται σε μία τοποθεσία, όπου υπάρχουν πολλά μικρά και μεγάλα σπήλαια, στα οποία δημιουργήθηκαν βυζαντινά ασκηταριά, ήταν δε θέση στρατιωτικής σημασίας, διότι ήλεγχε τους δρόμους της ακτής των Φιλιατρών8.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα τρία αυτά μνημεία (Αγία Σοφία Κορώνης, Βασιλική Θεάτρου Αρχαίας Μεσσήνης και Άγιος Χριστόφορος Φιλιατρών) δημιουργούνται στο τέλος του 7ου, κυρίως δε στον 8ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία αρχίζει η δραστική ανάκαμψη της βυζαντινής κυριαρχίας με τη δημιουργία του θέματος της Πελοποννήσου (πιθανότατα το 784-788), που από τον +9ο αιώνα ουσιαστικά ανοίγει μία καινούργια σελίδα στην ιστορία της βυζαντινής Μεσσηνίας9.
Ο Άγιος Βασίλειος Μεθώνης |
Στις παράκτιες περιοχές εντοπίζονται μνημεία μόνο στην περιφέρεια Μεθώνης (Αγιος Βασίλειος, θέση Αγάκι) και Αίπειας (Αγιος Ανδρέας Λογγάς). Οι περισσότεροι ναοί βρίσκονται στην περιοχή του σημερινού Δήμου Ιθώμης, ενώ στους γύρω Δήμους (Παπαφλέσσα, Μελιγαλά, και Κοινότητα Τρικόρφου) βρίσκονται διάσπαρτα μνημεία της ίδιας περιόδου. Την ίδια εποχή χρονολογούνται οι ναοί του Αγίου Νικολάου στο Καμπινάρι της Πλάτσας και οι Άγιοι Ανάργυροι Νομιτσίου στη θέση Κούμανι της μεσσηνιακής Μάνης.
Αρχιτεκτονικά, οι περισσότεροι ναοί είναι μονόχωροι ξυλόστεγοι ή θολοσκεπείς (Άγιος Βασίλειος Πελεκανάδας, Άγιος Ανδρέας Λογγάς, Γεν. Θεοτόκου Στρεφίου, Αγία Παρασκευή Τρικόρφου, Άγιος Ιωάννης Ριγανάς Αρχαίας Μεσσήνης). Υπάρχουν, ακόμη, τρίκλιτες βασιλικές (΄Αγιος Νικόλαος Καμπινάρι, ΄Αγιος Γεώργιος Βλαχόπουλο και ΄Αγιος Στέφανος Ραμοβουνίου) και ένας δίκλιτος ναός (Αγιος Νικόλαος Ζερμπισίων).
Πολλοί ναοί ανήκουν στις διάφορες κατηγορίες των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών. Συγκεκριμένα ανήκουν στους απλούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους (Κλήσα Κούκιε και Κλήσα Πόρτα Μαυροματίου), στους συνεπτυγμένους (Αγιοι Ανάργυροι στο Κούμανι και Αγιος Νικόλαος Νεκροταφείου Αρχαίας Μεσσήνης), καθώς και στους μεταβατικούς σταυροειδείς (Αγιος Βασίλειος Μεθώνης).
Κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια η διακοσμητική γλυπτική γνώρισε στη Μάνη σημαντική ακμή. Ίσως σε αυτό συνέβαλαν οι άφθονοι τεφροί, σκληροί μαρμαρόλιθοι, που βρίσκονται σε πληθώρα στον τόπο. Το όνομα του μαρμαρά Νικήτα σε χρονολογημένα γλυπτά του 1073-74 και του 1075 είναι ενδεικτικό της ακμής της μαρμαρογλυπτικής στην περιοχή. Επιθήματα κιονοκράνων με ιδιόμορφη ανάγλυφη διακόσμηση (11ος αιώνας) έχουν επισημανθεί στους ναούς της Μεταμορφώσεως (Νομιτσί) και του Αγίου. Δημητρίου, κοντά στα Δύο Πηγάδια Πλάτσας.
Επίσης, σε δύο μεταβυζαντινούς ναούς της Μηλέας έχουν βρεθεί ανάγλυφες πλάκες Αγίας Τράπεζας του 11ου αιώνα, η μία έργο του Νικήτα11. Μαρμάρινα ανάγλυφα τέμπλα διασώζουν οι ναοί της Μεταμορφώσεως στο Νομιτσί, του Αγίου Πέτρου Καστάνιας και του Αγίου Νικολάου στο Καμπινάρι Πλάτσας, τρία συνολικά.
Spolia τέμπλων καταγράφηκαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου Πλάτσας, κοντά στα Δύο Πηγάδια, με γλυπτά του 11ου- 12ου αιώνα, στους Αγίους Θεοδώρους Κάμπου Αβίας, στον Άγιο Ιωάννη Πλάτσας, στον μεταβυζαντινό Άγιο Νικόλαο Μεγάλης Καστάνιας, στον ναό της Αγίας Τριάδος, μεταξύ Κουτήφαρι και Λαγκάδας κ.ά.
Ο ναός του Σωτήρος, Χριστιάνοι |
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα ανεγείρονται τα λαμπρότερα χριστιανικά οικοδομήματα της Μεσσηνίας. Τα μνημεία αυτής της εποχής δηλώνουν πλούτο και οικονομική ευμάρεια, καθώς και μεγάλη καλλιτεχνική πρόθεση εκ μέρους των κτητόρων τους. Πράγματι, πρόκειται για μία περίοδο δημογραφικής άνθησης, εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, εμπορικής δραστηριότητας και γενικότερης οικονομικής άνθισης. Εξάλλου παρατηρείται και πάλι μία τάση κατασκευής μνημείων στις παράκτιες περιοχές (βλ. Χάρτη Βυζαντινών Μνημείων Νομού Μεσσηνίας: Χριστιάνοι και Ανάληψη Φιλιατρών, Αγιοι Θεόδωροι Αχλαδοχωρίου και Αγιοι Απόστολοι Καλαμάτας, Μονή Καλογραιών και Αγιος Χαράλαμπος Καλαμάτας, Μονή Αγίου Νικολάου και ΄Αγιος Βασίλειος Μαυρίνιτσας, Αγιος Πέτρος και Κοίμηση Καστάνιας, Μεταμόρφωση Νομιτσίου και Αγιος Δημήτριος Πλάτσας στη μεσσηνιακή Μάνη). Στην ενδοχώρα οι ναοί είναι λιγότεροι όπως και στην περιφέρεια Ιθώμης, πιθανότατα λόγω της μεταφοράς μέρους του πληθυσμού από την αρχαία Μεσσήνη σε παράκτιες περιοχές. Οι παράγοντες που οδήγησαν στην στροφή των κατοίκων και πάλι προς τα παράλια της Μεσσηνίας, προέκυψε προφανώς από την ανάπτυξη του εμπορίου του ελαιόλαδου12.
Η ανάπτυξη αυτή πιθανότατα υποκινήθηκε από τους γαιοκτήμονες της περιοχής, ντόπιους ή νεόφερτους από άλλα σημεία της αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο διοικητικών μεθοδεύσεων, αλλά και από την παρουσία των Βενετών εμπόρων, οι οποίοι με τα εμπορικά προνόμια που τους παραχωρήθηκαν από τους αυτοκράτορες του 12ου αιώνα, άρχισαν να εισβάλλουν σταδιακά αλλά σταθερά στο μεσσηνιακό εμπόριο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη πιθανότατα αυτοκρατορικών γαιών στην περιοχή της Μεθώνης, όπως τουλάχιστον προκύπτει από το Τυπικό της
Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη (1136)13, όπου γίνεται αναφορά στα προς την Μονήν τελέσματα της επισκοπής Μεθώνης14. Στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού (1195-1203) η αυτοκρατορική αυτή περιουσία φαίνεται να πέρασε στα χέρια ευγενών του άμεσου αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, στην κόρη του αυτοκράτορα Ειρήνη Δούκαινα και στις οικογένειες Βρανά και Καντακουζηνών, προφανώς με την επιδίωξη αποτελεσματικότερης διαχείρισης15.
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους, οι περισσότεροι ναοί μπορούν να τοποθετηθούν στη γενική κατηγορία των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών. Συγκεκριμένα, στους απλούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους ανήκουν η Μεταμόρφωση στο Νομιτσί και η Κοίμηση Καστάνιας, χτισμένες κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με πλούσια κεραμοπλαστικά κοσμήματα και γλυπτά. Στους δικιόνιους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ανήκουν δύο από τους πιο ωραίους ναούς της περιόδου και όχι μόνο, η Σαμαρίνα και ο Αγιος Χαράλαμπος16 στο νεκροταφείο της Καλαμάτας. Στους τετρακιόνιους ανήκουν ο Αγιος Πέτρος Καστάνιας και ο Αγιος Δημήτριος Πλάτσας. Τέλος, στον μεταβατικό τύπο ανήκει το Ανδρομονάστηρο. Επιπλέον, υπάρχουν τρεις ελεύθεροι σταυροί (Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα, Αγιοι Απόστολοι Καλαμάτας και Μονή Αγίου Νικολάου Μαυρίνιτσας). Στην περιοχή των Φιλιατρών εντοπίζεται ο αρχαιότερος σταυρεπίστεγος ναός της Μεσσηνίας, η Ανάληψη, καθώς και ο σπάνιος τύπος του οκταγωνικού ναού, στους Χριστιάνους Φιλιατρών17.
Τα περισσότερα από αυτά τα μνημεία είναι σχετικά μεγάλων διαστάσεων, κατασκευασμένα με καλής ποιότητας υλικά, είναι δε διακοσμημένα με κεραμοπλαστικά κοσμήματα, μαρμάρινα γλυπτά και τοιχογραφίες. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν τον πλούτο της εποχής στην περιοχή της Μεσσηνίας.
Η Ανάληψη Φιλιατρών |
Την περίοδο αυτή, σχεδόν ολόκληρη η Μεσσηνία αποτελεί βαρονία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Η γεωγραφική κατανομή των μνημείων της περιόδου στον χάρτη της Μεσσηνίας δεν φανερώνει αλλαγές και οι παράκτιες περιοχές συνεχίζουν, όπως και την προηγούμενη περίοδο, να προσελκύουν τους ντόπιους πληθυσμούς, όπως άλλωστε και οι περιοχές προς τη Μάνη. Τα μνημεία της ενδοχώρας είναι λιγοστά. Η όλη εικόνα δείχνει ότι ένας σημαντικός αριθμός ντόπιου πληθυσμού συνέχισε να ασχολείται με το εμπόριο, μολονότι είναι δύσκολο να γίνει αυτό αντιληπτό σε συνάρτηση με το φεουδαρχικό καθεστώς, που εφαρμόστηκε στο Πριγκιπάτο. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι ντόπιοι βυζαντινοί γαιοκτήμονες ή άρχοντες με τις διευκολύνσεις που παρείχαν στους Φράγκους κατακτητές κατάφεραν να εισχωρήσουν στο ξενόφερτο φεουδαρχικό σύστημα και να διατηρήσουν τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του παρελθόντος18.
Κατά τον 13ο αιώνα, οι ναοί εξακολουθούν να χτίζονται σύμφωνα με την τοπική βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση. Πρόκειται κυρίως για ναούς μικρών διαστάσεων, διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων, που κατασκευάστηκαν χάρη σε ατομικές και συλλογικές χορηγίες του ντόπιου πληθυσμού19, κυρίως από ελεύθερους χωρικούς, εμπόρους, επαγγελματίες ή και από τοπικούς άρχοντες.
Σε αυτήν την περίοδο εμφανίζεται και ο καινούργιος αρχιτεκτονικός τύπος του σταυρεπίστεγου ναού. Στους σταυρεπίστεγους ναούς της κατηγορίας Α ανήκουν ο Αγιος Ανδρέας Αχλαδοχωρίου (Α/3), η Ζωοδόχος Πηγή Πεταλιδίου (Α/1), η Μεταμόρφωση Μεσοχωρίου (Α/1), ο Αγιος Νικόλαος Μπουρναζίου (Α/1), ο Αγιος Δημήτριος στις Τούρλες (Α/2), ο Αγιος Γεώργιος Ανδρούσας (Α/1), ο Αγιος Γεώργιος Αίπειας (Α/1) και ο ΄Αγιος Νικόλαος Καστάνιας (Α/1)20. Στην κατηγορία Γ/2 ανήκει ο Αγιος Βασίλειος Πανιπερίου21. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα δίκλιτου σταυρεπίστεγου εντοπίζεται στην περιοχή Αβίας. Πρόκειται για τον ναό των Πρόδρομου και Αγίου Νικολάου Μαλευριανίκων. Ακόμη, υπάρχουν σταυρεπίστεγοι με τρούλο στον Αγιο Ιωάννη Καστάνιας και στον Προφήτη Ηλία στις Αμπύσολες της Μάνης.
Άλλοι τύποι ναών είναι οι μονόχωροι, όπως ο Αγιος Προκόπιος Καστάνιας και η Αγία Σοφία Λαγκάδας, καθώς και ένας τρίκογχος ναός, του Αγίου Βλασίου Βαλύρας.
Οι υπόλοιποι ναοί ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των σταυροειδών εγγεγραμμένων. Υπάρχουν δικιόνιοι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι (Παναγία Γριβιτσιανή και Μονή Ελληνικών Ανθείας) και συνεπτυγμένοι (Παλιό Καθολικό Μονής Αγίων Θεοδώρων Προαστίου και ΄Αγιος Βασίλειος στις Θαλάμες). Τα περισσότερα από τα παραπάνω μνημεία είναι κτισμένα κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής και φέρουν κεραμοπλαστικά κοσμήματα.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι υπάρχουν κάποια μνημεία στα οποία παρατηρείται σύζευξη βυζαντινών και δυτικών αρχιτεκτονικών στοιχείων22. Στους ναούς αυτής της ομάδας ανήκουν ο Αγιος Γεώργιος Ανδρούσας και ο Αγιος Γεώργιος Αίπειας. Οι ναοί αυτοί συνδέονται πιθανότατα με τη δράση πλουσίων Βυζαντινών γαιοκτημόνων, που είχαν ενταχθεί στο φράγκικο φεουδαρχικό σύστημα23.
Επίσης, πολλά από τα μνημεία του 13ου αιώνα έχουν πλούσιο γραπτό διάκοσμο και εντοπίζονται κυρίως στη μεσσηνιακή Μάνη. Οι τοιχογραφίες των περισσοτέρων μνημείων είναι έργα επαρχιακών καλλιτεχνών, όπως ο γραπτός διάκοσμος του Αγίου Βασιλείου στις Θαλάμες, του Προφήτη Ηλία στις Αμπύσολες, των Αγίων Αναργύρων στο Κούμανι, των Αγίων Θεοδώρων Προαστίου και ενδεικτικά από την υπόλοιπη Μεσσηνία, του Αγίου Γεωργίου Αίπειας.
Αρκετά μνημεία χρονολογούνται ανάμεσα στον 13ο-14ο αιώνα και βρίσκονται κυρίως στις περιοχές της Θουρίας, Καλαμάτας, Αβίας και Λεύκτρου24. Λίγα μεμονωμένα μνημεία εντοπίζονται στην Ιθώμη (Άγιος Σπυρίδων Ζερμπισίων). Και εδώ παρατηρείται συγκέντρωση των περισσοτέρων ναών στις νοτιοανατολικές περιοχές, κυρίως δε στη Μάνη.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το 1261, παρατηρείται στη μεσσηνιακή Μάνη δημογραφική αύξηση25, στοιχείο που αποδεικνύεται από το πλήθος των εκκλησιών, όπως η Καστάνια, όπου εντοπίζονται 8 συνολικά ναοί, εκ των οποίων οι 5 χρονολογούνται ανάμεσα στον 13ο-14ο αιώνα. Οι ναοί αυτοί είναι μικρών διαστάσεων και φαίνεται ότι ήταν οικογενειακά παρεκκλήσια.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους ναούς ανήκουν στους μονόχωρους ή μονόκλιτους (Τίμιος Σταυρός Πολιανής, Αγιος Γεώργιος Καστάνιας και Σωτήρας Λάκκου).
Στους δίκλιτους ναούς έχουμε τον Αγιο Νικόλαο Ζερμπισίων και τον Ανώνυμο Β΄ στα Παληόπυργα Αχλαδοχωρίου. Στους σταυροειδείς ναούς ανήκουν η Μεταμόρφωση Μηλέας (δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος) και ο ΄Αγιος Νικόλαος Αλαγονίας (απλός σταυροειδής). Ακόμη, η Κοίμηση Θεοτόκου Πολιανής εντάσσεται στον αρχιτεκτονικό τύπο του ελεύθερου σταυρού, ενώ εντοπίζονται και τρεις σταυρεπίστεγοι ναοί της κατηγορίας Α/1 (Αï-Γιαννάκης Κάμπου, Αγιος Νικόλαος στα Καλιαναίικα και Ταξιάρχης Καστάνιας).
Ο αριθμός των τοιχογραφημένων συνόλων αυτής της περιόδου είναι μικρότερος σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των τοιχογραφιών της συγκεκριμένης περιόδου ανήκει σε ναούς της μεσσηνιακής Μάνης (Αï- Γιαννάκης Κάμπου, Ταξιάρχης, Αγιος Γεώργιος Καστάνιας και Μεταμόρφωση Μηλέας), ενώ στην υπόλοιπη Μεσσηνία δεν υπάρχουν τοιχογραφίες26. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος των μνημείων αυτών είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός, γεγονός που φαίνεται ότι επηρεάζεται από τον γειτονικό Μυστρά27.
Τα τελευταία μνημεία της υστεροβυζαντινής εποχής ανάγονται κυρίως στον 14ο αιώνα (Αγία Κυριακή Πηδήματος, Αγιος Χαράλαμπος, Αγιος Σπυρίδων και Υπαπαντή Αγρίλου, Αγία Κυριακή Μαρβίνιτσας, Μεταμόρφωση Σωτήρος και σπήλαιο Αγίας Μαρίνας Λαγκάδας), ενώ τέσσερα ακόμη μπορούν να χρονολογηθούν ανάμεσα στον 14ο-15ο αιώνα (Τρικάμπανος Καστάνιας, Αγιος Νικόλαος Προαστίου, Κοίμηση Ξανθιάνικων Μηλέας και Αγία Παρασκευή Πλάτσας). Οι παραπάνω ναοί αυτοί είναι συγκεντρωμένοι κυρίως σε τρεις Δήμους (Αρφαρών, Αβίας και Λεύκτρου).
Η Αγία Παρασκευή Πλάτσας |
Αρκετοί είναι οι μονόχωροι ή μονόκλιτοι ναοί (Υπαπαντή Αγρίλου, Αγία Κυριακή Μαρβίνιτσας κ.ά). Επίσης, έχουμε έναν σπηλαιώδη ναό (Αγία Μαρίνα Λαγκάδας) και τρεις σταυροειδείς εγγεγραμμένους: την Μεταμόρφωση Σωτήρος Λαγκάδας (απλός σταυροειδής), τον Αγιο Νικόλαο Προαστίου (δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος) και την Κοίμηση Ξανθιάνικων Μηλέας (τετρακιόνος σταυροειδής εγγεγραμμένος).
Οι τοιχογραφίες και αυτής της περιόδου εντοπίζονται κυρίως στα μνημεία της μεσσηνιακής Μάνης (Αγία Κυριακή Μαρβίνιτσας/ 1300 περίπου), Σωτήρας Λαγκάδας/ 14ος αιώνας, Τρικάμπανο Καστάνιας/ β΄ μισό 15ου αιώνα και Αγία Παρασκευή Πλάτσας/ 15ος αιώνας). Από την υπόλοιπη Μεσσηνία τοιχογραφίες μαρτυρούνται μόνο στην Αγία Κυριακή Πηδήματος, που χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα.
Τα πολλά διάσπαρτα εκκλησιαστικά μνημεία του 14ου αιώνα στον μεσσηνιακό χώρο αντικατοπτρίζουν τις πολιτικές και διοικητικές αλλαγές, που πραγματοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Έτσι, στη Μάνη και στους πρόποδες του Ταϋγέτου σημειώνεται αύξηση των μνημείων. Είναι η περίοδος που τα εδάφη αυτά περνούν σταδιακά στη δικαιοδοσία του Μυστρά και οι μανιάτικοι οικισμοί γνωρίζουν μεγάλη άνοδο. Το ίδιο παρατηρείται και στους ορεινούς όγκους του Ταϋγέτου (π.χ. Αλαγονία). Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένοι ναοί της περιοχής παρουσιάζουν αναλογίες με τα μνημεία του Μυστρά, όπως, για παράδειγμα, ο Σωτήρας Λαγκάδας. Γενικότερα, όλοι οι ναοί της μεσσηνιακής Μάνης είναι χτισμένοι με καλή τοιχοποιία και πολλά κεραμοπλαστικά κοσμήματα.
Στον 14ο αιώνα χρονολογούνται οι τοιχογραφίες του μεσαίου και νοτίου κλίτους του Αγίου Νικολάου στο Καμπινάρι Πλάτσας, όπου φαίνεται από επιγραφές ότι χορηγός τους ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, «ο πανσέβαστος τζαούσιος του δρόγγου των Μελιγγών, Κωνσταντίνος ο Σπανής», κατά τα έτη 1337/38 και 1348/9 29. Αυτή η πολύτιμη επιγραφική μαρτυρία, μαζί με μία αντίστοιχη από τον σπηλαιώδη ναό της Αγίας Μαρίνας Λαγκάδας επιβεβαιώνουν ότι την περίοδο αυτή οι Μελιγγοί του Ταϋγέτου όχι μόνο έχουν ενταχθεί πλήρως στο βυζαντινό σύστημα διοίκησης, αλλά ότι παίζουν και ενεργό ρόλο στην ανέγερση και διακόσμηση ναών.
Στην υπόλοιπη Μεσσηνία, που βρίσκεται κάτω από τα χέρια των Φράγκων, οι ναοί είναι μικρών διαστάσεων και αριθμητικά λίγοι, κυρίως της κατηγορίας των σταυρεπίστεγων, με επιμελημένη τοιχοποιία και πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο, όπως ο Άγιος Γεώργιος Αίπειας, ο Άγιος Γεώργιος Ανδρούσας και ο Ανώνυμος Β στα Παληόπυργα. Στους ναούς αυτούς, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους της ίδιας περιόδου, υπάρχει σύζευξη δυτικών και βυζαντινών αρχιτεκτονικών στοιχείων.
Τέλος, στα χρόνια πριν από την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς, γίνονται πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες αντιμαχόμενες πλευρές30. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της οικονομίας στην τοπική κοινωνία και δημογραφική πτώση. Έτσι, ελάχιστα είναι τα μνημεία της περιόδου τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα. Πρόκειται για κτίσματα μικρών διαστάσεων, που αντικατοπτρίζουν τις μειωμένες οικονομικές δυνατότητες των χορηγών τους (Αγία Παρασκευή Πλάτσας και Αγιος Νικόλαος Τρικάμπανος Καστάνιας).
Από το 1460 και μετά, όταν επέρχεται η τουρκική κατάκτηση, αναστέλλεται κάθε οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή.
IΩΑΝΝΗΣ ΚΑΚΟΥΡΟΣ*
* Ο κ. Ιωάννης Κακούρος είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μεταπτυχιακός φοιτητής.
1. Eπειδή τα όρια της βυζαντινής Μεσσηνίας δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, η μελέτη κινείται συμβατικά στα σημερινά όρια του Νομού, με τεελυταίο σταθμό το χωριό Άγιος Νίκων της μεσσηνιακής Μάνης. Η καταγραφή και μελέτη των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων της Μεσσηνίας που επιχειρείται στην παρούσα μελέτη, είναι προϊόν επισταμένης αποδελτίωσης βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων. Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει ορισμένα μνημεία, τα οποία παρουσιάζουν προβλήματα χρονολόγησης, λόγω της κακής τους διατήρησης ή της έλλειψης βιβλιογραφικών πηγών (Αγιος Αντώνιος Λογγάς, Προφήτης Ηλίας Αρσινόης, Φραγκοκκλήσι Μαυροματίου, Αγιοι Απόστολοι Μεσοχωρίου, Μονή Ανδρουμπεβίτσης, Άγιος Βασίλειος Πεταλιδίου, Ανώνυμος ναός Α στα Παληόπυργα, Σωτήρας Λάκκου, Ανώνυμος Κάστρου Πηδήματος). Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η παρούσα δημοσίευση βασίζεται στην πτυχιακή μου εργασία «Κατάλογος βυζαντινών μνημείων του Νομού Μεσσηνίας». Θα ήθελα, λοιπόν, να ευχαριστήσω όσους συνεισέφεραν στην επιτυχή αποπεράτωση αυτής της εργασίας. Τους γονείς μου και γενικότερα τα μέλη της οικογένειάς μου για την υπομονή και τη βοήθειά τους. Την κυρία Αλμπάνη, αναπληρώτρια προϊσταμένη της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, την Ελένη Ζερβή, φίλη και υπάλληλο της Λαϊκής βιβλιοθήκης Καλαμάτας, καθώς και τον πατέρα της κύριο Νίκο Ζερβή, συγγραφέα-ιστορικό, τον Γιώργο Καλογερόπουλο, φίλο και υπάλληλο της Λαϊκής βιβλιοθήκης Καλαμάτας, καθώς και τους φίλους και συμφοιτητές Παναγιώτη Ρηγανά και Παναγιώτη Βρυώνη. Κυρίως, όμως, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Επίκουρο Καθηγήτρια κυρία Βασιλική Πέννα, επιβλέπουσα της πτυχιακής εργασίας, για την άψογη συνεργασία που είχαμε, την υπομονή που επέδειξε κατά τη διάρκεια της έρευνας και της τελικής της συγγραφής, καθώς επίσης και για την ουσιαστική της συμβολή στην παρούσα δημοσίευση. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην Επίκουρο Καθηγήτρια κυρία Ιωάννα Σπηλιοπούλου, συνεπιβλέπουσα της πτυχιακής μου εργασίας, η οποία έκανε από κοινού με την κυρία Πέννα την επιστημονική επιμέλεια του άρθρου.
2. Για μία επισκόπηση της ιστορίας της βυζαντινής Μεσσηνίας, βλ. Αναγνωστάκης 2007: 105-135. Για τις ιστορικές εξελίξεις στην περιοχή κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας βλ. Κάππας 2007β: 139-146.
3. Αναγνωστάκης 2002α: 137-139.
4. Η Αρχαία Μεσσήνη φαίνεται να έχει συνεχή κατοίκηση από τα υστερορρωμαïκά έως τα μεσοβυζαντινά χρόνια (12ος αιώνας). Βλ. ενδεικτικά Πέννα - Λαμπροπούλου - Αναγνωστάκης 2008: 377, υποσημ. 6.
5. Αναγνωστάκης 2007:112.
6. Avramea 1997: 193-194.
7. Αναγνωστάκης 2007:116.
8. Αναγνωστάκης 2002β:42.
9. Αναγνωστάκης 2000:25-26, όπου αναφέρεται εκκλησιαστική αναδιοργάνωση στην Μεσσηνία κατά τον 8ο αιώνα .
10. Αναγνωστάκης 2007:124-126.
11. Δρανδάκης 2002:19, 132.
12. Αναγνωστάκης 2007:129-132.
13. Ιδρυτής της Μονής ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) και η σύζυγός του Ειρήνη.
14. Gautier 1974:114-124.
15. Hendy 1985:89.
16. Ο ναός αυτός είναι διώροφος και αποτελείται από δύο ναούς, τον ένα πάνω στον άλλο. Επίσης, διαθέτει πολλά κεραμοπλαστικά κοσμήματα, όπως πήλινες πλάκες.
17. Αποτελεί έναν από τους οκτώ οκταγωνικούς ναούς της Ελλάδος.
18. Λαμπροπούλου - Πανοπούλου 2000: 59-78.
19. Κάππας 2007β: 146.
20. Οι σταυρεπίστεγοι ναοί έχουν μεγάλη διάδοση στον 13ο αιώνα. Πρόκειται για θολοσκεπείς κατασκευές μικρής συνήθως κλίμακας, των οποίων η κατά μήκος καμάρα (ή καμάρες) διακόπτεται από μία άλλη εγκάρσια, ενώ η γέννηση της δεύτερης βρίσκεται ψηλότερα από το κλειδί της πρώτης. Οι σταυρεπίστεγοι ναοί χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, με περαιτέρω παραλλαγές ανά κατηγορία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν απλές μονόκλιτες βασιλικές, μικρών συνήθως διαστάσεων. Τον κατά μήκος κυλινδρικό θόλο τον διακόπτει ένας δεύτερος, που είναι ίσος ή μικρότερος από το πλάτος της κατά μήκος καμάρας. Στην πρώτη παραλλαγή αυτής της κατηγορίας (Α/1) οι πλάγιοι τοίχοι μένουν εσωτερικά αδιάσπαστοι καθ’ όλο τους το μήκος. Στη δεύτερη παραλλαγή (Α/2) δύο τυφλά τόξα που διακόπτουν τους πλάγιους τοίχους, σημειώνουν και στην κάτοψη την εγκάρσια καμάρα, ενώ στην τρίτη παραλλαγή (Α/3) τρία τυφλά τόξα διαρθρώνουν τους πλάγιους τοίχους του ναού. Βλ. Μπούρας 2001α: 414-417.
21. Στην τρίτη κατηγορία οι ναοί είναι σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Στην παραλλαγή Γ/2 η κιονοστοιχία προς τα δυτικά της εγκάρσιας καμάρας περιορίζεται σε έναν κίονα και η κάτοψη θυμίζει σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό. Βλ. Μπούρας 2001α: 417-418.
22. Πρόκειται για φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες φραγκοκρατούμενες περιοχές, όπως στην Ηλεία, την Αττική και την Εύβοιας. Βλ. Κάππας 2007β: 148.
23. Κάππας 2007β: 148.
24. Συνολικά τα μνημεία αυτής της περιόδου ανέρχονται σε εννέα.
25. ΥΠ.ΠΟ 2005α: 90.
26. Ίσως, τα μνημεία να έφεραν τοιχογραφίες, αλλά λόγω της σημερινής τους ερειπιώδους κατάστασης είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν κατάλοιπα.
27. ΥΠ.ΠΟ 2005α: 94.
28. Στη 2η κατηγορία των σταυρεπίστεγων ναών η εγκάρσια καμάρα προεξέχει δεξιά και αριστερά, έτσι ώστε η εκκλησία να παίρνει εξωτερικά στην κάτοψη το σχήμα ελεύθερου σταυρού. Βλ. Μπούρας 2001α:417.
29. Η Ντ. Μουρίκη, που δημοσίευσε το μνημείο, ξεχώρισε τα χέρια δύο ζωγράφων. Βλ. Μουρίκη 1975:73.
30. Κάππας 2007β: 162.
* Ο κ. Ιωάννης Κακούρος είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μεταπτυχιακός φοιτητής.
1. Eπειδή τα όρια της βυζαντινής Μεσσηνίας δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, η μελέτη κινείται συμβατικά στα σημερινά όρια του Νομού, με τεελυταίο σταθμό το χωριό Άγιος Νίκων της μεσσηνιακής Μάνης. Η καταγραφή και μελέτη των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων της Μεσσηνίας που επιχειρείται στην παρούσα μελέτη, είναι προϊόν επισταμένης αποδελτίωσης βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων. Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει ορισμένα μνημεία, τα οποία παρουσιάζουν προβλήματα χρονολόγησης, λόγω της κακής τους διατήρησης ή της έλλειψης βιβλιογραφικών πηγών (Αγιος Αντώνιος Λογγάς, Προφήτης Ηλίας Αρσινόης, Φραγκοκκλήσι Μαυροματίου, Αγιοι Απόστολοι Μεσοχωρίου, Μονή Ανδρουμπεβίτσης, Άγιος Βασίλειος Πεταλιδίου, Ανώνυμος ναός Α στα Παληόπυργα, Σωτήρας Λάκκου, Ανώνυμος Κάστρου Πηδήματος). Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η παρούσα δημοσίευση βασίζεται στην πτυχιακή μου εργασία «Κατάλογος βυζαντινών μνημείων του Νομού Μεσσηνίας». Θα ήθελα, λοιπόν, να ευχαριστήσω όσους συνεισέφεραν στην επιτυχή αποπεράτωση αυτής της εργασίας. Τους γονείς μου και γενικότερα τα μέλη της οικογένειάς μου για την υπομονή και τη βοήθειά τους. Την κυρία Αλμπάνη, αναπληρώτρια προϊσταμένη της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, την Ελένη Ζερβή, φίλη και υπάλληλο της Λαϊκής βιβλιοθήκης Καλαμάτας, καθώς και τον πατέρα της κύριο Νίκο Ζερβή, συγγραφέα-ιστορικό, τον Γιώργο Καλογερόπουλο, φίλο και υπάλληλο της Λαϊκής βιβλιοθήκης Καλαμάτας, καθώς και τους φίλους και συμφοιτητές Παναγιώτη Ρηγανά και Παναγιώτη Βρυώνη. Κυρίως, όμως, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Επίκουρο Καθηγήτρια κυρία Βασιλική Πέννα, επιβλέπουσα της πτυχιακής εργασίας, για την άψογη συνεργασία που είχαμε, την υπομονή που επέδειξε κατά τη διάρκεια της έρευνας και της τελικής της συγγραφής, καθώς επίσης και για την ουσιαστική της συμβολή στην παρούσα δημοσίευση. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην Επίκουρο Καθηγήτρια κυρία Ιωάννα Σπηλιοπούλου, συνεπιβλέπουσα της πτυχιακής μου εργασίας, η οποία έκανε από κοινού με την κυρία Πέννα την επιστημονική επιμέλεια του άρθρου.
2. Για μία επισκόπηση της ιστορίας της βυζαντινής Μεσσηνίας, βλ. Αναγνωστάκης 2007: 105-135. Για τις ιστορικές εξελίξεις στην περιοχή κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας βλ. Κάππας 2007β: 139-146.
3. Αναγνωστάκης 2002α: 137-139.
4. Η Αρχαία Μεσσήνη φαίνεται να έχει συνεχή κατοίκηση από τα υστερορρωμαïκά έως τα μεσοβυζαντινά χρόνια (12ος αιώνας). Βλ. ενδεικτικά Πέννα - Λαμπροπούλου - Αναγνωστάκης 2008: 377, υποσημ. 6.
5. Αναγνωστάκης 2007:112.
6. Avramea 1997: 193-194.
7. Αναγνωστάκης 2007:116.
8. Αναγνωστάκης 2002β:42.
9. Αναγνωστάκης 2000:25-26, όπου αναφέρεται εκκλησιαστική αναδιοργάνωση στην Μεσσηνία κατά τον 8ο αιώνα .
10. Αναγνωστάκης 2007:124-126.
11. Δρανδάκης 2002:19, 132.
12. Αναγνωστάκης 2007:129-132.
13. Ιδρυτής της Μονής ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) και η σύζυγός του Ειρήνη.
14. Gautier 1974:114-124.
15. Hendy 1985:89.
16. Ο ναός αυτός είναι διώροφος και αποτελείται από δύο ναούς, τον ένα πάνω στον άλλο. Επίσης, διαθέτει πολλά κεραμοπλαστικά κοσμήματα, όπως πήλινες πλάκες.
17. Αποτελεί έναν από τους οκτώ οκταγωνικούς ναούς της Ελλάδος.
18. Λαμπροπούλου - Πανοπούλου 2000: 59-78.
19. Κάππας 2007β: 146.
20. Οι σταυρεπίστεγοι ναοί έχουν μεγάλη διάδοση στον 13ο αιώνα. Πρόκειται για θολοσκεπείς κατασκευές μικρής συνήθως κλίμακας, των οποίων η κατά μήκος καμάρα (ή καμάρες) διακόπτεται από μία άλλη εγκάρσια, ενώ η γέννηση της δεύτερης βρίσκεται ψηλότερα από το κλειδί της πρώτης. Οι σταυρεπίστεγοι ναοί χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, με περαιτέρω παραλλαγές ανά κατηγορία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν απλές μονόκλιτες βασιλικές, μικρών συνήθως διαστάσεων. Τον κατά μήκος κυλινδρικό θόλο τον διακόπτει ένας δεύτερος, που είναι ίσος ή μικρότερος από το πλάτος της κατά μήκος καμάρας. Στην πρώτη παραλλαγή αυτής της κατηγορίας (Α/1) οι πλάγιοι τοίχοι μένουν εσωτερικά αδιάσπαστοι καθ’ όλο τους το μήκος. Στη δεύτερη παραλλαγή (Α/2) δύο τυφλά τόξα που διακόπτουν τους πλάγιους τοίχους, σημειώνουν και στην κάτοψη την εγκάρσια καμάρα, ενώ στην τρίτη παραλλαγή (Α/3) τρία τυφλά τόξα διαρθρώνουν τους πλάγιους τοίχους του ναού. Βλ. Μπούρας 2001α: 414-417.
21. Στην τρίτη κατηγορία οι ναοί είναι σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Στην παραλλαγή Γ/2 η κιονοστοιχία προς τα δυτικά της εγκάρσιας καμάρας περιορίζεται σε έναν κίονα και η κάτοψη θυμίζει σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό. Βλ. Μπούρας 2001α: 417-418.
22. Πρόκειται για φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες φραγκοκρατούμενες περιοχές, όπως στην Ηλεία, την Αττική και την Εύβοιας. Βλ. Κάππας 2007β: 148.
23. Κάππας 2007β: 148.
24. Συνολικά τα μνημεία αυτής της περιόδου ανέρχονται σε εννέα.
25. ΥΠ.ΠΟ 2005α: 90.
26. Ίσως, τα μνημεία να έφεραν τοιχογραφίες, αλλά λόγω της σημερινής τους ερειπιώδους κατάστασης είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν κατάλοιπα.
27. ΥΠ.ΠΟ 2005α: 94.
28. Στη 2η κατηγορία των σταυρεπίστεγων ναών η εγκάρσια καμάρα προεξέχει δεξιά και αριστερά, έτσι ώστε η εκκλησία να παίρνει εξωτερικά στην κάτοψη το σχήμα ελεύθερου σταυρού. Βλ. Μπούρας 2001α:417.
29. Η Ντ. Μουρίκη, που δημοσίευσε το μνημείο, ξεχώρισε τα χέρια δύο ζωγράφων. Βλ. Μουρίκη 1975:73.
30. Κάππας 2007β: 162.