Ο Γεώργιος Κορρές γεννήθηκε το 1940 και έχει καταγωγή από τη Νάξο. Είναι γιος του καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανού Κορρέ. Ο Γιώργος Κορρές ήταν μαθητής, από το 1946 ως το 1958, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική του εκπαίδευση. Στη συνέχεια, από το 1958 ως το 1963, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και μάλιστα από το 1952 ως το 1962 σαν υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Από το 1963 ως το 1965 πραγματοποίησε αντίστοιχες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης με υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD).
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εργάστηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου διετέλεσε, από το 1966 ως το 1973, βοηθός και επιμελητής, από το 1973 ως το 1982, μόνιμος επίκουρος καθηγητής και από το 1982 ως το 2007 τακτικός καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας.
Είναι αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Ακαδημίας του Goeteborg, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Leibniz του Βερολίνου, από το 1996 και των ιδρυμάτων Koldewey Gesellschaft και Winckelmann Gesellschaft.
Στα πλαίσια της ειδικότητάς του, έχει πραγματοποιήσει πολλές έρευνες σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα και υπήρξε υπεύθυνος ανασκαφών για την Πύλο και τη Μεσσηνία της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1973.
Είναι αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Ακαδημίας του Goeteborg, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Leibniz του Βερολίνου, από το 1996 και των ιδρυμάτων Koldewey Gesellschaft και Winckelmann Gesellschaft.
Στα πλαίσια της ειδικότητάς του, έχει πραγματοποιήσει πολλές έρευνες σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα και υπήρξε υπεύθυνος ανασκαφών για την Πύλο και τη Μεσσηνία της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1973.
Διεξήγαγε επίσης, μεταξύ των ετών 1973 ως 2005, αρχαιολογικές και γεωφυσικές ανασκαφές σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις της Μεσσηνίας, όπως στην Κουκκουνάρα, τα Καμίνια Κρεμμυδίων, την Τραγάνα Μεσσηνίας, την Περιστεριά, τη Βοϊδοκοιλιά, τον Άγιο Ιωάννη Παπουλίων, το Ρούτση Μυρσινοχωρίου Πυλίας ή Ρούτσι (κοντά στη Μεταμόρφωση Μεσσηνίας), τα Βολιμίδια της Χώρας Μεσσηνίας, και άλλα σημεία.
Έχει τιμηθεί με τα μετάλλια Ερρίκου Σλήμαν των Μουσείων Ankershagen, Neubukow, της Ακαδημίας Επιστημών Βερολίνου, καθώς και το μετάλλιο Winckelmann 50ετίας, του ιδρύματος "Winckelmann-Gesellschaft", στο Στένταλ, το 1990. Έχει λάβει το παράσημο Αξίας της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας, το 1992. Επίσης τιμήθηκε, από διάφορους άλλους φορείς, για την ανασκαφή και ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Μεσσηνίας και της Τριφυλίας.
Κατά το έτος 1973 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος) επανελήφθησαν αι Ανασκαφαί Πύλου της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας εις Κουκουνάραν Πυλίας, κατόπιν άδειας του παλαιού ανασκαφέως καθηγητού Σπυρ. Μαρινάτου και δια κονδυλίων του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών. Η σχετική ανασκαφική έρευνα διεξήχθη εις τέσσαρας κυρίως τομείς, απεσκοπείτο δέ η συμπλήρωσις των παλαιοτέρων ανασκαφών. Οι τρεις των τομέων τούτων ήσαν εις την θέσιν Γουβαλάρη, βορειοανατολικούς του χωρίου Κουκουνάρα, και ο τέταρτος εις την θέσιν Φυτιές, νοτιοανατολικώς του αυτού χωρίου, ήτοι απασαι αι θέσεις ήσαν σημεία, όπου είχεν ανασκάψει και ο Μαρινάτος.
Γουβαλάρη-Τύμβοι
Εις θέσιν Γουβαλάρη η όλη έκτασις ανήκει από τινών ετών εις τον εν Πύλω έμπορον κ. Νικ. Κουκήν, χάρις εις την προφρόνως παρασχεθείσαν συγκατάθεσιν του όποιου ήρξατο η ανασκαφική ερευνά, η όποια και πρέπει να συνεχισθή επ’ αρκετός εισέτι περιόδους. Ευχής έργον, επίσης, θά ήτο να απαλλοτρίωσή η έκτασις αυτή, ήτις προσφέρεται και δι’ αξιοποίησιν, έχουσα ήδη μέγαν αριθμόν ελαιοδένδρων. Η έκτασις αυτή των 27, ως έγγιστα, στρεμμάτων περιλαμβάνει εις πλείστα σημεία μυκηναϊκός αρχαιότητας, εν αις και τούς δύο υπό του Μαρινάτου ανασκαφέντας τάφους Γουβαλάρη 1 και 2 ( Κουκουνάρας 4 και 5).
Ευθύς άμα τη ενάρξει της ανασκαφής του έτους 1973, ηρευνήθη το δάπεδον του στομίου του ετέρου των τάφων τούτων, μετ’ αφαίρεσιν της ξερολιθιάς, και διεπιστώθη στρώσις εκ πλακοειδών λίθων και άλλων εκ του εσωτερικού προς το εξωτερικόν τοποθετημένων. Εκτός τούτου ηρευνήθη το πρώτον και ό προ της εισόδου δρόμος, όστις διεπιστώθη ότι ήτο λιθόστρωτος με κατεύθυνσιν προς ΒΔ. Και με μικροτάτην κλίσιν του εδάφους, σχηματιζομένης ανεπαισθήτου κατωφερείας προς ΒΔ.
Κύριον στόχον της ανασκαφής απετέλουν τα έπτά τον αριθμόν τεχνητά τυμβοειδή έξαρματα, άτινα εύρηνται διεσπαρμένα εις μέσην απόστασιν 50- 100μ. ανατολικώς των δύο θολωτών τάφων Γουβαλάρη. Κατά την διάρκειαν των παλαιοτέρων ανασκαφών (1958-1963) Η περιοχή του Γουβαλάρη ήτο ακαλλιέργητος και με πυκνήν αργίαν βλάστησιν (λόγγος). Ο Μαρινάτος είχεν ερευνήσει τούς τύμβους, ως απεκάλεσε τα τυμβοειδή ταύτα έξαρματα, και ήδη οι καθηγηταί W. McDonald και R. Hope Simpson (οίτινες επεσκέφθησαν την ανασκαφήν ημών) είχον επισκεφθή συγχρόνως περίπου προς τον Μαρινάτον την περιοχήν, είχον επισημάνει τα τυμβοειδή έξαρματα, - άτινα ανήγαγον εις ΜΕ τύμβους προωρισμένους να δέχωνται πλείστας ταφάς-, και υπεστήριξαν ότι φαίνεται, ότι υπήρξεν εις αρκούντως σημαντικός οικισμός ειδικώς κατά την ΜΕ-ΥΕII περίοδον.
Το νοτιώτερον υπολειφθέν (και τούτο διότι, ως φαίνεται, άλλο εις τον παρακείμενον ελαιώνα του εκ Χόνδρινου έμπορου Γ. Τζαννή ισοπεδώθη τελείως προ τινων δεκαετηρίδων ) ηρευνήθη υπό του Μαρινάτου, αποκαλύψαντος τρεις μικρούς θολωτούς τάφους, οίτινες δέον όπως ερευνηθούν εκ νέου, ίνα διαπιστωθή κατά πόσον απετέλουν τύμβον η ταφικόν κύκλον μετά κρηπίδος η ταφικού περιβόλου αντιστοίχως. Σημειωτέον, επίσης, ότι δια της επαναλήψεως των ανασκαφών εις το νεκροταφείον της θέσεως Γουβαλάρη εσώθη το εκτεταμένον τούτο νεκροταφείον εξ ολοκληρωτικής καταστροφής, διότι ό νέος ιδιοκτήτης της εκτάσεως είχεν αρχίσει ήδη δι’ εκσκαφέων εργασίας προς αξιοποίησιν της περιοχής και προϋτίθετο να συνέχιση αυτάς. Οι ύφ’ ήμών ανασκαπτόμενοι τάφοι και «τύμβοι» ευρίσκονται ανατολικώτερον εις άμεσον γειτονίαν προς τούς υπό του Μαρινάτου ανασκαφέντας.
Ούτως έσώθη εξ ολοκληρωτικής καταστροφής το μεγαλύτερον νεκροταφείον θολωτών τάφων του μυκηναϊκού κόσμου και τούτο διότι είναι σαφές, ότι τα τυμβοειδή έξαρματα του Γουβαλάρη υποκρύπτουν μέγαν αριθμόν ταφικών μνημείων καθ’ όλην την ως άνω έκτασιν.
Κατά ταύτα, πέραν των τριών έξαρμάτων των ερευνηθέντων υπό του Μαρινάτου (του πρώτου μετά των δύο μεγαλυτέρων θολωτών τάφων, του δευτέρου μετά των τριών μικρών κυκλικών θολωτών τάφων και του τρίτου, του στερουμένου τάφων), ήρξατο η έρευνα άλλων δύο έξαρμάτων κειμένων ανατολικώτερον των λοιπών. Τα έξαρματα αυτά έλαβον τας ενδείξεις α και β.
Γουβαλάρη-Λάκκα
Λόγω της επελθούσης κατά την 30ήν Αυγούστου νεροποντής επεχειρήθη δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα, με την πρόθεσιν να διασωθή εν περαιτέρω μυκηναϊκόν κτίσμα εις την νοτίως των δύο θολωτών τάφων Γουβαλάρη ήδη αροθεσίαν έκτασιν (απόστασις 36-45.20μ.). Επειδή ό ιδιοκτήτης της εκτάσεως επεθύμει να προβή μετά την νεροποντήν εις νέαν άροσιν, κατά την όποιαν βεβαίως θά κατεστρέφετο πλέον ότι είχεν απομείνει, επεχειρήθη η σύντομος αυτή, τρόπον τινά, σωστική έρευνα, της όποιας τα ευρήματα υπήρξαν Ικανοποιητικά και επέτρεψαν όπως αναλάβη η αρμοδία Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας την πρωτοβουλίαν να διαφυλάξη από οιασδήποτε περαιτέρω καταστροφής εξ αρόσεως την υστερομυκηναϊκήν οικίαν της περιοχής.
Φυτιές
Ό τέταρτος τομεύς της ανασκαφής ήτο προς Ν. του χωρίου και ειδικώτερον πλησίον της αγροικίας του κ. Τρύφωνος Πανταζοπούλου. Μια δοκιμαστική σκαφή εγένετο -άνευ επιτυχίας- εις τι σημείον, βορειοανατολικώς της αγροικίας ταύτης, επεσημάνθη δέ και πιθανός τάφος θολωτός, όστις όμως θά έχη καταστροφή εκ της δια μηχανικού εκσκαφέως διανοίξεως δρόμου προς την πλουσιωτάτην της περιοχής ταύτης πηγήν, ήτις καλείται Χανδρινόβρυσον. Συγκεκριμένως ωρισμένοι λίθοι, δυνάμενοι να ανήκουν εις την θόλον τάφου, φαίνονται εν μέσω της άγριας βλαστήσεως κατά την αριστεράν πλευράν της εκ της αγροικίας Πανταζοπούλου εις Χανδρινόβρυσον βαινούσης αγροτικής οδού. Έναντι ακριβώς της αυτής αγροικίας ύφιστατο έρμαξ, όστις και αυτός διελύθη κατά τούς προπολεμικούς χρόνους, θά αποτελέση όμως προσεχώς και το σημείον τούτο αντικείμενον ανασκαφικής ερεύνης.
Εις απόστασιν 20μ. Προς Α. του υπό του καθηγτου Μαρινάτου κατά τα έτη 1958-59 ανασκαφέντος πρώτου θολωτού τάφου (γνωστού ως Κουκουνάρας η Φυτιών 1, εικ. δεξιά), ύφιστατο παρά την ρίζαν ξηρανθείσης απιδέας μέγας αμυγδαλίτης λίθος, πιθανώς μεταφερθείς εκ Γουβαλάρη (διαστάσεων: μήκ. 1.84, πλ. κατά το εν άκρον 1.26 και πάχ. 0.94μ.), όστις άπετέλει το in situ περίπου διατηρηθέν οπίσθιον τμήμα του ανωφλιού του στομίου του τάφου. Βεβαίως παραμένει άγνωστόν κατά πόσον το ανώφλιον τούτο ευρίσκετο εις την αρχικήν του θέσιν πάντοτε η κατά πόσον μετεκινήθη εις μεταγενεστέραν περίοδον, καταλαβόν το έσω τμήμα του στομίου του τάφου.
Ό λίθος ούτος μεθ’ ετέρου τμήματος του ανωφλίου, μήκ. 1.12 και πλ. 0.62μ., επετέλουν τα μοναδικά φαινόμενα σημεία τα υποδηλούντα την ύπαρξιν πάλαι ποτέ τάφου, ούτινος η θόλος είχε καταπέσει παλαιόθεν. Ο θολωτός ούτος τάφος είναι γνωστός ως θολωτός τάφος Κουκουνάρας 3 η Φυτιών 2, είχε δέ σκαφή μερικώς κατά το 1958 υπό του Μαρινάτου, εμποδισθέντος όμως υπό του ιδιοκτήτου του αγροτεμαχίου να συνέχιση και ολοκληρώση την σκαφήν.
Μετά σύντομον έρευναν διεπιστώθη, ότι επρόκειτο περί κανονικής θόλου, της όποιας η εσωτερική διαμετρος εις το ανώτατον τούτο φαινόμενον σημείον ήτο 5.55μ., ενώ η συνολική εξωτερική διάμετρος ανήρχετο εις 6.80μ., μετά τοιχωμάτων πάχ. 0.65μ. περίπου. Η τελική, κατωτέρα, διάμετρος του τάφου ανέρχεται εις 5.90μ. ούτω συνεπληρώθη και αυτού του τάφου της YE IIA φάσεως η ανασκαφή, ήτις είχεν αρχίσει παλαιότερον (1958).
Πύλα- Μπαλοδημέικα (Κοκκινιά)
Ήδη εκ τίνος περιηγήσεως εν έτει 1974 είχον υποπέσει εις την αντίληψίν μου τέσσαρα μικρού ύψους εξάρματα και εv υψηλότερον εις απόστασιν 50μ. νοτιοδυτικώτερον εις την θέσιν Κοκκινιά, κατά το ήμισυ της αποστάσεως μεταξύ των χωρίων Μπαλοδημέικα και Πύλα της επαρχίας Πυλίας. Το σημείον τούτο επελέγη προς έρευναν και δη και διά να διαπιστωθή η φύσις των τεσσάρων τούτων χθαμαλών εξαρμάτων, ων το ύψος δεν υπερβαίνει το μέτρον. Η σημασία της θέσεως ταύτης καταδεικνύεται και εξ ετέρου λόγου, ειδικώτερον εκ της θαυμασίας προς το σύνολον του όρμου του Ναυαρίνου θέας εκ του υπερκειμένου των εξαρμάτων αμπελώνος του κ. Βασ. Τσέτμα, όστις και έδωσεν ευθύς αμέσως την απαιτουμένην δια την ανασκαφήν άδειαν.
Τα επιφανειακά όστρακα των δύο νοτιωτέρων εξαρμάτων ήσαν ρωμαϊκοί κέραμοι εις μέγαν αριθμόν. Ενδιαφέρον παρουσίασεν αρχικώς μόνον το πρώτον έξαρμα, ένθα παρηκολουθήθη μικρόν ευρύ τοιχίον, προς Α. του οποίου, εις απόστασιν 0,30μ. ανευρέθη πλήρες τρίωτον κυλινδρικόν περίπου αγγείον, ύψ. 0,48μ., μεταγενεστέρας περιόδου. Το αγγείον φέρει ανά μίαν νεύρωσιν κατά μήκος των κατακορύφων λαβών του και ανά μίαν από του ώμου μέχρι του μέσου της κοιλίας εις το μέσον μεταξύ των λαβών. Πλησίον ευρέθησαν και βάσεις ορισμένων άλλων αγγείων. Εντός του αγγείου ανευρέθη κατά την διάλυσίν του εν τη αποθήκη του Μουσείου της Πύλου μέγα θαλάσσιον όστρεον, ύψ. 0,10μ.
Κουκουνάρα-Γουβαλάρη
Κατά τα τέλη Ιουλίου 1975 εγένοντο και εξ ύψους φωτογραφήσεις των τάφων του εξάρματος α διά δίποδου της MinnesotiiMessenia Expedition υπό του όρ. Stanley Aschen- brenner (30-31 Ιουλίου). Γενικώς, συνεχίσθη η ανασκαφή των θολωτών τάφων του εξάρματος.
Ο περίβολος του, ούτως αποκληθέντος, ταφικού κύκλου (ή τύμβου) Α του εξάρματος α ανεκαλύφθη κατά το τέλος ακριβώς της ανασκαφικής περιόδου του έτους 1975 και δια τον λόγον τούτον δεν παρηκολουθήθη εις όλην αυτού την έκτασιν, ειμή μόνον αρχικώς εις τόξον, μήκ. 6,10μ. μετά το βόρειον τμήμα των τάφων της πρώτης ομάδος. Η περαιτέρω παρακολούθησίς του αφέθη διά προσεχή ανασκαφικήν περίοδον. Το πάχος του ταφικού τούτου περιβόλου ανέρχεται εις 0,55μ. (κατά τμήματα 0,20μ.), αποτελείται δε εκ δύο σειρών λίθων. Το ύψος του υπερβαίνει εις το δυτικώτερον ανακαλυφθέν σημείον το ήμισυ μέτρον, αλλά κατά τα λοιπά σώζεται ολιγώτερον εις όλα τα άλλα σημεία.
Εις το σημείον τούτο δέον όπως επιμείνη η αρχαιολογική ανά την Μεσσηνίαν έρευνα. Τούτο τονίζεται και δι’ ετέρας μελέτης, δι’ ης αποσκοπείται όπως καταδειχθή ο ρόλος ον διεδραμάτισε κατά την δευτέραν και την τρίτην περίοδον του Χαλκού η μείζων Μεσσηνία και περαιτέρω η Δυτική Πελοπόννησος εις την διαμόρφωσιν και εξέλιξιν των ταφικών μνημείων της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Η σημασία του υφισταμένου περιβόλου και γενικώτερον του ούτω σχηματισθέντος ταφικού κύκλου δέον όπως εξαρθή και τούτο, διότι άαοτελεί πάρισον και σύγχρονον παράδειγμα των ταφικών κύκλων των Μυκηνών. Τα ενδιαφέροντα μάλιστα ημάς σημεία είναι κατά βάσιν δύο: α) ότι, ενώ κατεσκευάζοντο οι λακκοειδείς εις την Αργολίδα, εις την Μεσσηνίαν επεκράτει ο θολωτός τάφος, ο νέος τύπος των μυκηναϊκών ταφικών μνημείων και β) αυτός ούτος ο περίβολος αποτελεί το όριον του συνόλου των εξ τάφων (υπ’ αριθ. α1-6) των αποτελούντων των ταφικόν κύκλον A Γουβαλάρη έναντι της ομάδος των τάφων υπ’ αριθ. α7-10, οίτινες εύρηνται επί του αυτού εξάρματος. Όντως, ο περίβολος του ταφικού κύκλου Α Γουβαλάρη δεν αποτελεί τον αναλημματικόν τοίχον του συνόλου των εξ πρώτων θολωτών τάφων, διότι εν πολλοίς οι τάφοι ούτοι εύρηνται εις το αυτό επίπεδον προς το μέγιστον τμήμα του εξάρματος, και μάλιστα εάν λάβη τις υπ’ όψιν ότι ο ανακαλυφθείς περίβολος παρηκολουθήθη μέχρι τούδε Β.-Δ. των τάφων του κύκλου, πέραν δε του ούτω δημιουργουμένου τόξου το έδαφος διατηρείται εις το αυτό πάντοτε επίπεδον (ύψος). Ο περίβολος, ως φαίνεται, απουσιάζει και εκ του εξάρματος Καμινίων, το οποίον μάλιστα εξέχει περισσότερον του πέριξ εδάφους εν συγκρίσει προς το έξαρμα α Γουβαλάρη. Ότι, εξ άλλου, ο περίβολος απετέλει ουχί το ανάλημμα αλλά το όριον του ταφικού κύκλου, γνωρίζομεν και εκ των δύο κλασσικών παραδειγμάτων των Μυκηνών, ένθα ο αρχικός περίβολος και ο μεταγενέστερος περίβολος του ταφικού κύκλου Α ως και ο μοναδικός περίβολος του ταφικού κύκλου Β είναι σαφές ότι απετέλουν ομοίως το όριον εκατέρου των ταφικών εκείνων κύκλων, τμημάτων του εκτεταμένου ύστατου ΜΕ-πρωίμου ΥΕ νεκροταφείου των πολυχρύσων προατρειδικών Μυκηνών. Βεβαίως, αγνοούμεν κατά πόσον υψούτο έτι πλέον ο περίβολος ούτος πλην όμως θεωρώ ότι, ως εκ του οριακού του χαρακτήρος, το αρχικόν του ύψος δεν θα ήτο υπέρτερον του σωζομένου. Ενδιαφέρον θα έχη να πληροφορηθώμεν το ύψος του περιβόλου εις τα σημεία κατωφερείας του εξάρματος, ειδικώς δε νοτίως του τάφου α4 και ανατολικώς του α6.
Τέλος, σημειωτέον ότι, αν και σύγχρονος ο ταφικός κύκλος Α Γουβαλάρη προς το έξαρμα Καμινίων, προς τον λεγόμενον τύμβον Κισσού (Χανδρινός Πυλίας) και προς άλλα ταφικά μνημεία της αυτής μείζονος περιοχής της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου, εν τούτοις απουσιάζει εξ αυτού ο διά πίθου ενταφιασμός, ως, ωσαύτως, απουσιάζει και η εις πίθον ανακομιδή.
Τα συμπεράσματα τα οποία προέκυψαν από την ανασκαφήν (ΠΑΕ 1975, σ.431-77) είναι τα ακόλουθα: Ο ταφικός κύκλος Α του εξάρματος α Γουβαλάρη εδημιουργήθη κατά την πρώτην μυκηναϊκήν περίοδον και παλαιότερος των εν αυτώ τάφων ήτο ο α1, όστις ανάγεται εις τους πρωίμους YE I ή υστάτους ΜΕ χρόνους. Την αναγωγήν κατά την υστάτην προμυκηναϊκήν φάσιν υποδηλούν και αι μικραί αιχμαί βελών του τάφου τούτου, ενώ την περαιτέρω μακράν χρήσιν των τάφων του κύκλου αντιπροσωπεύουν άλλαι ποικιλόμορφοι αιχμαί. Άλλαι αιχμαί ευρέθησαν εις τους τάφους α6, 9 και 10. Από του τέλους της YE I περιόδου εχρησιμοποιειτο εκ παραλλήλου (μεχρι της ΥΕ ΙΙΙΑ και Β φάσεως) προς την δυτικήν ομάδα των θολωτών τάφων του αυτού εξάρματος, οίτινες κατεσκευάζοντο αλληλοδιαδόχως, ως αλληλοδιαδόχως κατεσκευάσθησαν και οι εξ θολωτοί τάφοι του κύκλου Α. Το αλληλοδιάδοχον, εν τούτοις, της κατασκευής των τάφων της δυτικής ομάδος του εξάρματος δεν γίνεται αντιληπτόν επί τη θέα αυτών τούτων των μνημείων, ως συμβαίνει, αναμφισβητήτως με τους εξ θολωτούς τάφους του κύκλου Α. Όντως, η πανομοιότης των τάφων α7-10 έρχεται εις ριζικήν αντίθεσιν προς την ποικιλίαν ην εμφανίζουν οι τάφοι α1-6 του κύκλου, διά τους οποίους και καθίσταται σαφής η διαφορά κατά τον τόπον και την μορφήν εκ της μεταξύ των χρονικής αποστάσεως. Και βεβαίως υφίσταται και χρονική απόστασις μεταξύ των τάφων α7-10 όσον αφορά εις την περίοδον κατασκευής των, πλήν όμως ως φαίνεται, οι εξ αυτών α7, 9, 10 κατεσκευάσθησαν κατά μικρόν απέχον μεταξύ των χρονικόν διάστημα, ενώ ο υπ’ αριθ. α 8 πολύ αργότερον. Όλοι είναι δε του κανονικού θολωτού τύπου. Σημειωτέον ότι ο α8 είναι υπέργειος άνευ περιβάλλοντος τύμβου και υπέρκειται του α10, κατασκευασθείς μετά την καταστροφήν, προφανώς, αύτού.
Αντιθέτως, λοιπόν, εις τον κύκλον Α υφίσταται η μνημονευθείσα κατά τον τύπον πολυμορφία των εξ τάφων. Ούτως ο υπ’ αριθ. α1 εμφανίζεται ως κυκλικός θολωτός άνευ προστάσεως. (Τούτου υπολείπεται η έρευνα του εξωτερικού σημείου της εισόδου του.). Ο υπ’ αριθ. α2 εξωτερικώς εμφανίζεται πεταλωτός μετά προστάσεων, έφερεν όμως κανονικήν την θόλον, ως εδείχθη δια των ομοιομόρφως συμπεσόντων λίθων αυτής. Ο υπ’ αριθ. α3 είναι ο μικρότατος πάντων των γνωστών θολωτών τάφων, φέρει δε μικρόν πρόστασιν. Διάμετρος 1,55μ. Ο υπ’ αριθ. α4 είναι θολωτός, κυψελοειδής την κατασκευήν του ταφικού θαλάμου, μετά κοίλης όμως προσόψεως, ως αύτη διαμορφούται εκατέρωθεν της εισόδου, ήτοι ανήκει εις την κατηγορίαν εκείνην ήτις δεν έχει άλλο γνωστόν πάρισον παράδειγμα. Πέραν των γνωρισμάτων τούτων είναι και ο μόνος σαφώς υπόγειος θολωτός τάφος του εξάρματος και τούτο λόγω της σαφούς διαφοράς ήτις υπάρχει μεταξύ αυτού και των λοιπών όσον αφορά εις το βάθος θεμελιώσεως. Ο υπ’ αριθ. α5 αποτελεί εισέτι πρόβλημα κατασκευής και μορφής και τούτο λόγω της επισυμβάσης παραμορφώσεώς του και της μη εισέτι συμπληρωθείσης ανασκαφής του. Τέλος, ο υπ’ αριθ. α6 εμφανίζεται κανονικώτατος και κανονικώτερος πάντων των λοιπών, αν και η είσοδός του, ως φαίνεται, κατεστράφη. Ούτος ομοιάζει προς τους λοιπούς της δυτικής ομάδος του εξάρματος.
Όσον αφορά εις τους λοιπούς γνωστούς των άλλων εξαρμάτων τάφους, ο υπ’ αριθ. α2 (πεταλόσχημος θολωτός) ομοιάζει προς τον μοναδικόν (με κατακόρυφα εξωτερικώς τοιχώματα θόλου) του εξάρματος β (ανασκαφή 1973) και ο υπ’ αριθ. α1, κατά το γε νυν έχον και ανεξαρτήτως της υφισταμένης χρονικής διαφοράς, προς τους τρεις μικρούς θολωτούς τάφους, ίσως στερουμένους διακεκριμένης εισόδου, του τρίτου εξάρματος όπερ ανεσκάφη υπό του Μαρινάτου (1959). Πρώτον έξαρμα ήτο το των δύο μεγάλων θολωτών τάφων Γουβαλάρη 1 και 2 (=Κουκουνάρας 4 και 5) και δεύτερον εκείνο εις το όποιον ουδείς τάφος ευρέθη. Εις το τρίτον, κατά σειράν, έξαρμα ·ευρέθησαν οι τρεις μικροί θολωτοί τάφοι.
Απάντων των τάφων τούτων η είσοδος είναι εστραμμένη προς τον περικλείοντα αυτούς περίβολον, ανεξαρτήτως δε και της υπάρξεως άμεσου προσβάσεως προς αυτόν (περίπτωσις του υπ’ αριθ. α1) ή κατωφέρειας. Ουσιαστικώς οι υπ’ αριθ. α2 και α3 δεν είναι δυνατόν να νοηθή ότι είναι εστραμμένοι προς την πλευράν της (οιασδήποτε) κατωφερείας του εξάρματος και τούτο διότι το σημείον του εξάρματος, ειδικώς πέραν των εισόδων τούτων των τάφων, έτι δε αυτού τούτου του γειτονικού προς αυτάς σημείου του περιβόλου, είναι επίπεδον.
Ενίοτε ρόλον τινά εις την διαμόρφωσιν του χώρου, ον καταλαμβάνουν οι τάφοι ούτοι, έπαιξαν και αι προβλεπόμεναι διαστάσεις των. Ούτως ο υπ’ αριθ. α3, ο μικρότατος πάντων, είναι ουσιαστικώς αβαθής, ήτοι το επίπεδόν του εύρηται εις την επιφάνειαν του εξάρματος, υψηλότερον δε πάντων των λοιπών τάφων. Των μεγαλυτέρων τάφων το δάπεδον εύρηται εις κατώτερον σημείον, αν και τούτο δεν είναι απόλυτον. Εν πάση περιπτώσει, του υπ’ αριθ. α6 το δάπεδον εύρηται εις σχετικώς χαμηλόν επίπεδόν, χαμηλότερον όμως εύρηται το δάπεδον του υπ’ αριθ. α4, ο οποίος βαίνει εις βάθος πλέον ή πάντες οι λοιποί.
Ασύμμετροι, τρόπον τινά, εμφανίζονται ωρισμένοι εκ των τάφων του κύκλου, ως ο υπ’ αριθ. α2, περαιτέρω δε οι α1 και α5, οίτινες, όμως, έχουν εν τινι μέτρω παραμορφωθή λόγω των ωθήσεων ας εδέχθησαν είτε εκ του υπερκειμένου βάρους της θόλου των είτε εκ των ωθήσεων ας εδέχθησαν εκ των παρακειμένων τάφων. Ο υπ’ αριθ. α1 παρουσίασε μεγάλην ενδόκλισιν εις το ΝΑ. τόξον της θόλου κατά την περίοδον της ανασκαφής του.
Ως οικοδομικόν υλικόν εχρησιμοποιήθησαν πρωτίστως «ασπροπουλιές» διά τα κατώτερα μέρη, πλακωτοί δε λίθοι (ως «ακονόπετρα») διά τα υπέρτερά των. Επί του σημείου τούτου δεν υφίσταται συγκεκριμένος κανών, γενικώς δε διαφέρει η κατασκευή των έναντι της κατασκευής των μικρών, ομοίων το μέγεθος περίπου, θολωτών τάφων του εξάρματος Καμινίων. Οι χρησιμοποιηθέντες δια την οικοδόμησιν των τάφων λίθοι δεν είχον επιλεγή άπαντες κανονικοί και μεγάλων πως διαστάσεων, ως οι λίθοι οι χρησιμοποιηθέντες εις τους θολωτούς τάφους των Καμινίων, οι οποίοι, κατά το πλείστον, είχον μήκος ικανόν δια την κάλυψιν εγκαρσίως του πλάτους της θόλου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαπίστωσις ότι εις την Κρήτην, κατά το πλείστον, οι θολωτοί τάφοι συναντώνται μεμονωμένοι κατά την υστέραν εποχήν του Χαλκού (ΥΜ). Ακόμη και εις αυτό το νεκροταφείον του λόφου Φουρνί Αρχανών απέχουν σχετικώς πολύ μεταξύ των οι πέντε γνωστοί θολωτοί τάφοι. Ούτως, εις την Κρήτην, το πρώτον κατά τους υπομινωικούς-πρωτογεωμετρικούς χρόνους οργανούνται κατά περιπτώσεις πλείονες ομού θολωτοί εις συστάδας. Εν αντιθέσει λοιπόν προς την Κρήτην, όπου οι μικροί θολωτοί τάφοι εμφανίζονται συστηματικώς καθ’ ομάδας κατά την μεταγενεστέραν, μνημονευθείσαν ήδη, περίοδον, εις Γουβαλάρη και εις Καμίνια εμφανίζονται ως συστάδες, και δη και άπαντες οι τάφοι πλησίον αλλήλων, εφαπτόμενοι αλλήλων πολλάκις, υπερκείμενος εις ετέρου άπαξ, ήδη από της πρωτομυκηναϊκής εποχής και εξής.
Κατατασσόμενοι οι τάφοι ούτοι εις κατηγορίας αναλόγως προς τας διαστάσεις των, φέρονται ανήκοντες άπαντες εις την κατηγορίαν των μικρών διαστάσεων θολωτών τάφων και τούτο διότι ο μεγαλύτερος τούτων, ο α10 (εικ. δεξιά), έχει διάμετρον 4,70μ.
Συνήθως οι μέσων διαστάσεων θολωτοί τάφοι έχουν διάμετρον από 5 μέχρι 10μ. και, αν και ο τάφος ούτος ελάχιστα υπολείπεται κατά την διάμετρον των 5μ., εν τούτοις λόγιο της εν γένει εμφανίσεώς του, δυνατόν να καταταγή εις την μέσων διαστάσεων κατηγορίαν των θολωτών τάφων. Εκ του τάφου α 10 προέρχεται1 και το ευμέγεθες YE IIΑ κύπελλον κεφτί με την ζωφόρον των ρακεττών (ταινίστρων), το οποίον εδημοσιεύθη εν τω μεταξύ (Μ. Πύλου 1550) (Σχέδ.2· Πίν.48α).
Το ευμέγεθες τούτο κύπελλον είχε περιγραφή υπ’ εμού προ της εκ δευτέρου υπό του έμπειρου συγκολλητού κ. Αργ. Μαρίνη συγκολλήσεώς του και της υπό της κ. Ασπ. Δριγκοπούλου σχεδιάσεώς του.
Ούτω κατά την υπό του πτυχιούχου Αρχαιολογίας κ. Μιχ. Παλικισιάνου εκ δευτέρου σχεδίασίν του (Σχέδ.2) διεπιστώθησαν τα ακόλουθα νέα στοιχεία:
1) Αί ταινίαι χείλους, κέντρου και βάσεως έχουν ζωγραφηθή υπεράνω των καθολικών του αγγείου σχεδίων. 2) Το χρώμα των είναι σκούρο γκρίζο και, ίσως, αποτελεί απομίμησιν αργύρου. 3) Αι λοξαί διακοσμητικαί παχείαι γραμμαί (ταινίαι) της λαβής είναι ελαφρώς κυματοειδείς. 4) Η σειρά των στιγμών (κοκκίδων) που παρουσιάσθησαν, επιτρέπουν, πλέον, την εις πρώιμον YE IIΑ φάσιν χρονολόγησίν του.
Εξ άλλου, είναι σαφές ότι το παλαιόν σχέδιον διαφέρει: α) εις την απόδοσιν της πλαστικής αποφύσεως (ομοιώματος ήλου, της λαβής, β) εις την κλιμακωτήν όψιν της πλευράς, γ) εις την πλαστικήν ταινίαν του κέντρου, έτι δε δ) εις την απόδοσιν των κοκκίδων (στιγμών) πλησίον των ταινίστρων.
Λεκτέον, προσέτι, ότι μόνον μία, πιθανώς, περίπτωσις μεταγενεστέρας ταφικής λατρείας επεσημάνθη εις τους τάφους του τυμβοειδούς τούτου εξάρματος και, γενικώς, εις τους τάφους του πληθυσμού του μείζονος νεκροταφείου Γουβαλάρη. Αύτη εσημειώθη εις το ανώτερον σωζόμενον σημείον, αλλά και περαιτέρω εις κατώτερον στρώμα του κεντρικού και παλαιοτέρου τάφου του τυμβοειδούς εξάρματος, του υπ' αριθ. α1 τάφου. Δύο τμήματα, υπομυκηναϊκού, προφανώς, αν μη ελληνιστικού ευμεγέθους διώτου αγγείου (αμφορέως) υποδηλούν την εκδήλωσιν σεβασμού των μεταγενεστέρων έναντι των γεναρχών της περιοχής και τούτο είναι έτι πλέον ενδεικτικόν, διότι η γενομένη προσφορά εγένετο εις τους νεκρούς αυτού του παλαιοτέρου εις το κέντρον του κύκλου (τύμβου) ευρισκομένου τάφου. Ανεξαρτήτως της μεμονωμένης ταύτης περιπτώσεως δέον όπως τονισθή ότι εντατική μεταγενεστέρα ταφική λατρεία εθεωρήθη υπό του Μαρινάτου ότι επετελείτο εις τον μεγαλύτερον θολωτόν τάφον της περιοχής, τον γνωστόν ως Γουβαλάρη 1 (= Κουκουνάρας 4), όστις, ως και ο Γουβαλάρη 2 (= Κουκουνάρας 5), ανήκεν εις τον μεγαλοκτηματίαν της περιοχής, τον τότε τοπάρχην, υπό εξάρτησιν (δικαιοδοσίαν) του οποίου η της επί μακρόν ευδοκιμησάσης εις την περιοχήν οικογενείας του ήσαν οι κάτοικοι της περιοχής. Ο τάφος εκείνος, λοιπόν, συνεκέντρωνε (Μαρινάτος) κατ’ εξοχήν -και κατά τους ελληνικούς ιστορικούς χρόνους- το ενδιαφέρον των επιγενομένων εξ επόψεως τελέσεως της δι' αυτούς απαραιτήτου ταφικής λατρείας, είναι δε σαφής και η απόστασις όλων των τυμβοειδών έεαρμάτων του νεκροταφείου του πληθυσμού της περιοχής εκ των δύο μεγάλων θολωτών τάφων Γουβαλάρη 1 και 2 (= Κουκουνάρας 4 και 5), οίτινες ομού ανήκον, ως εσημειώθη, εις την άρχουσαν οικογένειαν της περιοχής.
Αι διαφοραί μεταξύ των μεγάλων θολωτών τάφων του Γουβαλάρη και των μικρών θολωτών τάφων των τυμβοειδών εξαρμάτων της περιοχής είναι ευνόητοι. Περιορίζονται εις την αξίαν, την ποιότητα και το μέγεθος των κατατιθεμένων εις εκατέραν περιοχήν κτερισμάτων. Ειδικώς δυνατόν να λεχθή τούτο περί των αγγείων, άτινα εις τους μεγάλους τάφους ήσαν ευμεγέθη, αξιόλογα και ποικιλόμορφα, εν μέρει δε εισηγμένα, έτι δε περί των εκ χρυσού κοσμημάτων, ων ουδέν ευρέθη εις τους μικρούς τάφους, και περί των οδοντοφράκτων κρανών, κατατεθέντων μόνον εις τους δύο μεγαλυτέρους θολωτούς τάφους.
Άλλη διαφορά επισημαίνεται εις το χρησιμοποιηθέν οικοδομικόν υλικόν και αρκεί εις το σημείον τούτο να σημειωθή ότι μόνον εις τον μεγαλύτερον -και μεταγενέστερον- θολωτόν τάφον Γουβαλάρη 1 έχρησιμοποιήθησαν εξ ολοκλήρου «μελίστραι», εξασφαλίσασαι καλήν την διατήρησιν του τάφου. Αντιθέτως, αι ομοιότητες είναι πολλαί και βασικαί και, ως εικός, καθολικής ως εσημειώθησαν, εφαρμογής. Αύται είναι ο οικογενειακός χαρακτήρ ενός εκάστου των τάφων, η ταυτότης των ταφικών εθίμων κατά την μυκηναϊκήν εποχήν, αναλόγως, βεβαίως, και της οικονομικής καταστάσεως των νεκρών, η παράλληλος χρήσις των τάφων του νεκροταφείου του πληθυσμού και των μεγάλων θολωτών, οίτινες εχρησιμοποιούντο, προφανώς εναλλάξ, η εφαρμογή συγγενών στοιχείων ταφικής αρχιτεκτονικής κ.ά.
Οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν, βεβαίως, «πένητες», όσον δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ των ολίγων και πτωχοτάτων κτερισμάτων των τάφων των, πλήν όμως είχον την δυνατότητα, άτε μη καταπιεζόμενοι, να ανιδρύουν και τους ιδικούς των μικρούς θολωτούς τάφους κατά την συνήθειαν της εποχής. Και τούτο έχει, όντως, σημασίαν: δεν δυνάμεθα να ομιλήσωμεν περί απολύτου φεουδαρχικού συστήματος, αλλά περί φιλελευθεριότητος εις αυτά τα πλαίσια της εξαρτήσεως εκ μέρους της αρχούσης οικογενείας της περιοχής.
Το νεκροταφείν Γουβαλάρη, όταν θα συμπληρωθή, μετά τινα έτη, η ανασκαφή του, θα περιλαμβάνη δεκάδας θολωτών τάφων μυκηναϊκής κατά βάσιν έποχής αλλά και υστάτων ΜΕ χρόνων. Ήδη έχουν ανασκαφή δέκα επτά θολωτοί τάφοι όλων των μορφών, πλούσιοι και πτωχικοί. Η σημασία του δια την ομαλήν μετάβασιν από της ΜΕ εποχής εις τους πρωίμους μυκηναϊκούς χρόνους, η σημασία του εξ επόψεως ταφικής αρχιτεκτονικής, η σημασία του δια τα εις τους τάφους του σημειωθέντα ποικιλόμορφα έθιμα ταφής, αντίστοιχα προς τα της υπολοίπου μυκηναϊκής Ελλάδος, η σημασία του, τέλος, δια την γνώσιν της εξελίξεως της τοπικής κεραμεικής και των σημειωθεισών επιδράσεων, ως εκ της εισαγωγής πολλών και ποικίλων κεραμεικών προϊόντων αλλά και ρυθμών, θα αποδειχθή, έτι πλέον, δια της τελικής του δημοσιεύσεως.
Καμίνια
Εν νέον μυκηναϊκόν νεκροταφείον επεσημάνθη κατά την διάρκειαν των ανασκαφών Κουκουνάρας υπό του υπογραφομένου εις την θέσιν Καμίνια (ή Μπαμπαλόβρυση), εις άπόστασιν 2,5 χλμ. προς Α. του Γουβαλάρη και δη και κατά την διάρκειαν αναγνωριστικής περιοδείας εις τας πέριξ της Κουκουνάρας περιοχάς. Ήδη από του έτους 1973 είχον υποπτεύσει την ύπαρξιν μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου εις την θέσιν Λυκόρρεμα, προς Β. του χωρίου Ανω Κρεμμύδια, νυν δε εις την αυτήν περιοχήν και δη και προς ΝΔ. του αυτού χωρίου εις ( απόστασιν κατ’ ευθείαν γραμμήν περίπου 650μ.) ανεκαλύφθη το νέον νεκροταφείον (ΠΑΕ 1975, σ.484-512).
Νοτίως του χωρίου Ανω Κρεμμύδια εύρηται η πλούσια πηγή Φουρτζόβρυση (εκ του παρακειμένου χωρίου Φουρτζή, νυν Βελανιδιά) εις απόστασιν, ως έγγιστα, 400- 500μ., δυτικώτερον δε αυτής ακριβώς εις την δεξιάν πλευράν της αγροτικής οδού Φουρτζόβρυσης- Γουβαλάρη, εις απόστασιν 500 περίπου μ., διεκρίνετο έξαρμα κατάφυτον, όπερ λόγω της πυκνής αυτού βλαστήσεως είλκυεν αυτομάτως την προσοχή του οδοιπόρου. Το έξαρμα τούτο, ήτο, ως μετά ταύτα διεπίστωσα, το υπό του Μαρινάτου1, ετι δε υπό των καθηγητών W.A. McDonald και R. Hope Simpson’ ομοίως επισημανθέν και μνημονευθέν.
Βεβαίως, το έξαρμα τούτο είναι τεχνητόν, σχηματισθέν εκ της αφθονούσης εις την περιοχήν αργιλώδους γής, εξ ου και η ονομασία της περιοχής Καμίνια, είχε δε, προφανώς προ της καταστροφής, περίπου ωοειδές σχήμα. Αι διαστάσεις του εξάρματος προέκυψαν σαφείς μετά την πολυήμερον, πολύμοχθον προσπάθειαν προς αποκοπήν των μεγάλων δένδρων και των λοιπών θαμνοειδών που είχον αναπτυχθή επ’ αυτού. Τα φυτά ταύτα απεκόπησαν τη βοήθεια ηλεκτρικού πρίονος και μετά την πράγματι συγκινητικήν, εθελοντικώς προσφερθείσαν υπό των κατοίκων των γειτονικών χωρίων Άνω, Κάτω, Μέσα Κρεμμύδια και Βελανιδιά, βοήθειαν. Ούτω το μετρηθέν (μετά την αποψίλωσιν) μήκος του εξάρματος ανέρχεται εις 18,70μ. (από Α.-Δ.), το δε υπολειφθέν πλάτος εις 13,90 μ. Η περίμετρός του. εξ άλλου, υπελογίσθη εις 75μ., ενώ το ύψος του εις 50-4μ., διετήρήθη δε ως δείκτης υψηλότερον σημείον του εξάρματος κατά το κεντρικόν αυτού περίπου τμήμα.
Γενικά συμπεράσματα: Επί τη βάσει των δεδομένων της πρώτης ανασκαφικής περιόδου, το (μόνον κατ’ όνομα) τυμβοειδές έξαρμα της θέσεως Καμίνια (παρά τα χωρία Κρεμμύδια και Βελανιδιά Πυλίας) εφανίζεται μέχρι τούδε ως το δεύτερον χρονολογικώς (μετά τον τύμβον του Αγιου Ιωάννου Παπουλίων) παράδειγμα συνθέτου ταφικού μνημείου (με ταφικούς πίθους και θολωτούς τάφους) εις την Νοτιοδυτικήν Πελοπόννησον με ισχυράν την εμμονήν εις την παράδοσιν, ήδη από των πρώτων μυκηναϊκών χρόνων (το πρώτον είναι ο τύμβος της Βοϊδοκοιλιάς).
Πρωτίστως, η ύπαρξις ταφικών πίθων (Πίν.49), του ζεύγους των μεμονωμένων (ανεξαρτήτων) από παντός άλλου ταφικού κτίσματος του αυτού εξάρματος, υποδηλοί το μεν την σχέσιν προς τους ΜΕ ταφικούς πίθους του Κοκοράκου και του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων το δε την συνέχισιν της παραδόσεως, ως την γνωρίζομεν και εις άλλας περιπτώσεις της πρώτης και της δευτέρας μυκηναϊκής φάσεως (θόλος Βαγενά Εγκλιανού και νοτία θόλος 1 Περιστεριάς).
Εν συνεχεία η ύπαρξις του ζεύγους των ενσφηνωμένων εις την θόλον του τρίτου τάφου πίθων, επιβεβαιοί την αυτην εμμονήν εις τα ταφικά έθιμα της παραδόσεως τα αναγόμενα εις την ΜΕ εποχήν, οπότε και συνηθίζετο η εις πίθους ταφή.
Αυτό τούτο όμως το σύνολον των μέχρι τούδε γνωσθέντων πέντε, μικρών διαστάσεων, θολωτών τάφων του εξάρματος Καμινίων εμφανίζεται ως όλως σημαντικόν και δη και τόσον εξ επόψεως πρωίμου χρονολογήσεως όσον και εξ επόψεως συλλογικού έργου ως δέον όπως χαρακτηρισθή.
Πρωτίστως η εποχή δημιουργίας του εξάρματος. Ανενδοιάστως, ως χρόνοι δημιουργίας και σχηματισμού του λαμβάνονται, εκ των μέχρι τούδε ευρεθέντων κτερισμάτων, οι ύστατοι ΜΕ και οι ευθύς αμέσως επακολουθήσαντες πρώτοι χρόνοι της ΥΕ εποχής. Ο ΜΕ καταγωγής πίθος του τάφου 5 με την αμαυρόχρωμον διακόσμησιν, ούτινος μικρά μόνον μέρη εσώθησαν και όστις εμφανίζεται αμέσως συγγενής προς έτερον -κάλλιον σωζόμενον κατά το ήμισυ)- τού θολωτού τάφου 2 Γουβαλάρη (=Κουκουνάρας 5), ετι δε μικρόν αγγείον εκ του τάφου 4, αποτελούν κατά το γε νυν έχον τον terminus post quem της εποχής δημιουργίας του εξάρματος.
Οι τάφοι 1, 3, 4, 5 υπήρξαν, αναμφισβητήτως, οικογενειακοί κατά την μυκηναϊκήν εποχήν απομένει δε όπως διαπιστωθή κατά πόσον πλείονες τούτων εχρησιμοποιούντο συγχρόνως καθ’ ωρισμένας μυκηναϊκάς φάσεις.
Η σπουδαιότης όμως του εξάρματος, εν τω συνόλω του ως ταφικού μνημείου, ανήκει εις το κεφάλαιον της ταφικής αρχιτεκτονικής και δη και λόγω των διαπιστώσεων που έγιναν κατά την ανασκαφήν του έτους 1975. Οι λόγοι ούτοι είναι οι ακόλουθοι:
Πρωτίστως η άμεσος γειτονία των τάφων μεταξύ των, ήτοι η ανέγερσις,πάντων πλησίον αλλήλων. Τρεις, τουλάχιστον, εξ αυτών εφάπτονται ανά ζεύγη (ο υπ’ αριθ.3 μετά του υπ’ αριθ.2 ως και ο υπ’ αριθ.2 προς τον υπ’ αριθ.1). Ούτω κατεφάνη, ως και εις το έξαρμα α Γουβαλάρη, ότι δεν ήτο αναγκαία προϋπόθεσις της ανεγέρσεως θολωτού τάφου η δημιουργία ιδιαιτέρου μεγάλου τύμβου πέριξ της θόλου. Την περίπτωσιν επιβεβαιούν και άλλοι πρώιμοι θολωτοί τάφοι, ως ο του Βαγενά του Επάνω Εγκλιανού και ο νότιος θολωτός της Περιστεριάς (1976).
Περαιτέρω, η καλή των κατασκευή. Παράδειγμα έστωσαν οι υπ’ αριθ.4 (ιδιαιτέρως) και 3. Εξ αυτών ο υπ’ αριθ.4 θολωτός τάφος του εξάρματος Καμινίων παρέσχεν όλας τας ενδείξεις επιτυχούς ανεγέρσεως θολωτού τάφου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι κατέπεσε το ανώτερον τμήμα της θόλου. Ο υπ’ αριθ.3, περαιτέρω, ίσως κατεστράφη έτι πλέον, μετά μίαν αρχικήν μερικήν καταστροφήν, εκ των αναπτυχθέντων κατά το σημείον εκείνο δένδρων, ενώ οι υπ’ αριθ.2 και 1 κατεστράφησαν ίσως μετά μίαν αρχικήν μερικήν καταστροφήν, κατά την διάνοιξιν της αγροτικής οδού. Τέλος, ο υπ’ αριθ.5 κατεστράφη, αναμφισβητήτως, λόγω μάλλον έξωθεν επεμβάσεως και τούτο διότι θα ήτο πλέον προσιτός και ορατός ή οι λοιποί τέσσαρες, άτε ευρισκόμενος εις εξώτατον και χαμηλότερον σημείον του αξάρματος.
Τέλος, η πιθανή απουσία κρηπίδος, περιβόλου η οιουδήποτε αναλημματικού τοίχου, όστις εμφανίζεται ούτως, άπαξ έτι, περιττός δια τα συλλογικά ταφικά μνημεία και σύνολα, γεγονός όπερ σημειώνει και δι’ άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Όντως, τι το πλέον ευνόητον θα ήτο να υπήρχεν αναλημματικός τοίχος εις τα περιφερειακά περιμετρικά σημεία του εξάρματος, γεγονός όπερ δεν υπέπεσεν εισέτι εις την αντίληψίν μου και, όπερ, μάλλον δέον όπως αποκλεισθή ότι υπήρξεν. Ούτως, άπαξ έτι, εμφανίζεται ο ταφικός περίβολος καθόλου ως σχων, αναμφισβητήτως, προορισμόν υποδηλώσεως ορίου εις τε τους ταφικούς κύκλους και εις τους ορθογωνίους ταφικούς περιβόλους (ως εις Λευκάδα, Παραλίμνην Βοιωτίας, Μυκήνας, Γουβαλάρη Κουκουνάρας, Αρχάνας Τέμενους κ.ά.) και ουχί αναλημματικού τοίχου προς συγκράτησιν των υπερυψωμένων ή μη χωμάτων των μνημείων τούτων.
Λογικώς, πράγματι, θα ανέμενέ τις την ανεύρεσιν αναλημματικού τοίχου δια το διωγκωμένον πως τούτο έξαρμα, πλήν όμως, τοιουτόν τι δεν παρετηρήθη και πιστεύω ότι δεν θα παρατηρηθή. Η συνέχισις της ανασκαφής θα κατάδειξη, βεβαίως, την αλήθειαν ή μη των γραφομένων και δια τον λόγον τούτον ίσως είναι δυνατόν να παρατεθούν δύο ακόμη υποθέσεις:
α) ότι ίσως ανακαλυφθούν δύο εισέτι θολωτοί τάφοι κατά το βορειοδυτικόν- βόρειον τμήμα του εξάρματος και δη και εις αρκούντως χαμηλά σημεία αυτού, εις τρόπον ώστε να συμπληρωθή η «κύκλω» διάταξις των τάφων, και
β) ότι ίσως η 15μ. νοτιοδυτικώτερον του εξάρματος υπάρχουσα μικρά έξαρσις του εδάφους υποκρύπτει ένα μείζονα (ή ζεύγος) των ήδη ανασκαφέντων θολωτόν τάφον, όστις θα ανήκεν εις τον μεγαλοκτηματίαν της περιοχής. Παρατηρητέον προσέτι ότι εις την βορείαν πλευράν του εξάρματος λίθοι διαφαίνονται εις δύο σημεία (καθ’ ομάδας). Εξ αυτών η ομάς του κέντρου εμφανίζεται εις ευθείαν γραμμήν και λόγω του κατακορύφου του εξάρματος κατ’ εκείνο το σημείον δεν νοείται ότι απετέλει αναλημματικόν τοίχον δια τα χώματα του εξάρματος και τούτο λόγω του κατακορύφου σχεδόν του εξάρματος, διότι παν άλλο ά ανάλημμα θα ήτο.
Το ταφικόν σύνολον των Καμινίων εμφανίζει ανάγλυφον, παρουσιάζει και αυτό, ως και τα διάφορα ταφικά μνημεία εκάστης μηκηναϊκής περιοχής, την ιδιοτυπίαν του εις τον τομέα της ταφικής αρχιτεκτονικής και των ταφικών εθίμων, αποτελούν ούτω δείγμα χαρακτηριστικόν τόσον της κοινότητος εκφράσεως των ταφικών αναγκών των Μυκηναίων της περιοχής μετά των άλλων περιοχών κατά την μυκηναϊκήν εν γένει εποχήν, όσον και της ποικιλίας περί την έκφρασιν των αυτών ταφικών αναγκών των κατοίκων της περιοχής εν σχέσει προς άλλας του μυκηναϊκού κόσμου και τούτο διότι εγένοντο και ταφαί εις ταφους αλλά και ταφαί εις ταφικούς πίθους ανεξαρτήτως των παρακειμένων θολωτών τάφων, όπως και ταφαί εις πίθους, οίτινες ενεσφηνώθησαν εις θόλον τάφου. Έχομεν, κατά ταύτα, σύνθεσιν και ιδία ένταξιν του θολωτού τάφου (εις πλείονα παραδείγματα) εις τον (απλούν δια την περίπτωσιν των Καμινίων) τύμβον, εκ του οποίου (πλήρους τύμβου γενικώς) όμως προήλθεν ο ύστατος ΜΕ θολωτός τάφος και του οποίου κανονικού τύμβου πολλά στοιχεία πιστώς επαναλαμβάνει, υιοθετών, ο θολωτός τάφος, τούθ’ όπερ εμφαίνεται εις το σύνολον των στοιχείων των δύο τούτων ταφικών μνημείων της μέσης και της υστέρας εποχής του Χαλκού.
Ειδικώτερον, εις το τυμβοειδές έξαρμα των Καμινίων εμφανίζεται εν αναγλύφω η εξέλιξις από του ΜΕ τύμβου του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων. Συγκεκριμένως, ενώ εις τον τύμβον Παπουλίων οι ταφικοί πίθοι έχουν εστραμμένον άπαντες το στόμιον προς τα έξω (την εξωτερικήν περιφέρειαν του τύμβου), εις τον τύμβον Καμινίων και χρησιμοποιούνται οι ταφικοί πίθοι εισέτι εις το κέντρον και χρησιμοποιούνται αντιστοίχως θολωτοί τάφοι με το στόμιον προς τα έξω, πάλιν κατά την γνωστήν ακτινωτήν των ταφικών πίθων των Παπουλίων διάταξιν.
Το τυμβοειδές έξαρμα των Καμινίων αποτελεί μίαν παραλλαγήν του πνεύματος τον πρωτομυκηναίων (διότι μυκηναίοι- πρωτομυκηναίοι ωνομάσθησαν ευθύς ως απέκτησαν χρυσόν εις ποσότητα ικανήν), το οποίον βλέπομεν αντικατοπτριζόμενον εις τον τύπον των ταφικών κύκλων (με λακκοειδείς τάφους εις τας Μυκήνας και με θολωτούς εις την Κουκουνάραν), ενώ εις τα Καμίνια οι πέντε ή επτά θολωτοί τάφοι του εξάρματος δεν περιβάλλονται υπό τοιχίου, εξ όσων δυνάμεθα να κρίνωμεν.
Ως σύνθετον την εμφάνισιν ταφικόν μνημείον και σύνολον χαρακτηριζόμενον το έξαρμα των Καμινίων, είναι δυνατόν να συγκριθή και προς τον λεγόμενον τύμβον Κισσού4 παρά το χωρίον Χανδρινός Πυλίας, όπερ είναι ομοίως έξαρμα στερούμενοι περιφερειακής κρηπίδος μετά τριών ταφικών πίθων (εξ ων δύο σώζονται) και τινων απλών εσωτερικών περιβόλων-λιθολογημάτων δια τας γενομένας ταφάς. Εντός των λιθολογημάτων τούτων και των τριών ταφικών πίθων είχον ενταφιασθή οι πένητες κάτοικοι της περιοχής από της YE II μέχρι και της YE ΙΙΙΒ περιόδου. Σημειωτέον ότι οι ταφικοί πίθοι του «τύμβου» Κισσού είναι, τρόπον τινά, ανεξάρτητοι των λοιπών ταφικών λιθολογημάτων του «τύμβου», ως ήσαν ανεξάρτητοι και οι δύο μεμονωμένοι πίθοι επί της κορυφής του έξάρματος των Καμινίων. Ούτως έχομεν εις άμφότερα τα εξάρματα αμφοτέρους τους τρόπους ενταφιασμού της μυκηναϊκής εποχής: δια πίθων και εις τάφους ή εις απλά ταφικά λιθολογήματα.
Το παράδειγμα του Κισσού (διαμ. 12 και ύψ. 3-4μ.) είναι το ύστατον εις την σειράν των συναφών ταφικών συνόλων (μετά τα προγενέστερα του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων και των Καμινίων) και αποτελεί (εκτός της εν αυτώ επισημανθείσης πενίας) πλήρη εκφυλισμόν του τύπου. Έχει, κατά ταύτα, ιδιαίτερον διαφέρον το έξαρμα Κισσού και δη και λόγω της υπάρξεως κατά τας YE II και III περιόδους των απλουστέρων κατά το δυνατόν ταφικών κατασκευών, καθ’ ην στιγμήν ο πληθυσμός του Γουβαλάρη Κουκουνάρας είχεν από αιώνων την δυνατότητα να κατασκευάζη μικρούς θολωτούς τάφους ως και ο πληθυσμός των Καμινίων. Τέλος, σημειωθήτω ότι οι τάφοι των Καμινίων είναι συγκριτικώς μικροτέρων διαστάσεων έναντι των τάφων του εξάρματος α Καμινίων.
Τα εκ χαλκού ευρήματα της εφετινής ανασκαφής μετεφέρθησαν (Σεπτέμβριος 1975) εις το Εθνικόν Μουσείον Αθηνών, όπου συνετηρήθησαν και κατά περιπτώσεις αποκατεστάθησαν, μερίμνη του υπευθύνου Επιμελητού κ. Π. Καλλιγά, του προϊσταμένου του Χημείου χημικού κ. Κ. Ασημενού και του κ. Τάσου Μαγνήσαλη. Κατά μήνα Σεπτέμβριον εγένετο η δαπάνη της Εταιρείας υποστύλωσις των θολωτών τάφων των δύο νεκροταφείων εις Γουβαλάρη και Καμίνια δια του εμπειροτάτου αρχιτεχνίτου της Εταιρείας κ. Χαρ. Σφακιανάκη, εργασθέντος με τον γνωστόν πάντοτε ζήλον, προς διασφάλισιν των ανασκαπτομένων μνημείων.
Βοϊδοκοιλιά
Κατά την διάρκειαν επισκέψεως μετά φοιτητών του Ιστορικού -Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών εις τον λεγόμενον θολωτόν τάφον του Θρασυμήδους (εικ. πάνω) εις τον μικρόν όρμον της Βουφράδος (Βοϊδοκοιλιάς) την 27 Ιουλίου 1975 υπέπεσεν εις την αντίληψίν μου εις σημείον δεξιά της εισόδου (της παραστάδος) του τάφου εις μερικώς τεθραυσμένος -προφανώς ταφικός πίθος. Ο πίθος είχεν εστραμμένον το στόμιον του προς τα έξω, λόγω δε της καθόλου διατηρήσεώς του, ως θα εκτεθή ευθύς εν συνεχεία, δεν εύρέθη κατά το σημείον τούτο η καλυπτήριος αυτού πλάξ.
Κατά χώραν είχεν απομείνει -ενσφηνωμένον εις το χώμα του περιβάλλοντος τον υπέργειον τούτον τάφον τύμβου- το ανώτερον ήμισυ (ή ίσως τα δύο τρίτα) του εις οριζοντίαν θέσιν τοποθετηθέντος ήδη από της μυκηναϊκής ίσως εποχής πίθου, όστις απείχεν 0,70μ. περίπου από της δεξιάς πλευράς του στομίου του τάφου και ευρίσκετο εις ύψος 1μ. από του υφισταμένου δαπέδου της προσόψεως του τάφου. Πρό της προσόψεως, εις το δεξιόν πάντοτε τμήμα, εύρητο απερριμμένον τεμάχιον του λαιμού του πίθου τούτου, διαστ. 0,235x 0,235μ. (ουχί τετράγωνον αλλά τριγωνικόν), όπερ έφερε την χαρακτηριστικήν, πλ. 0,02μ., σχοινωτήν διακόσμησιν. Άλλα τεμάχια του στομίου και του λαιμού του πίθου τούτου ίσως είχον διαρπαγή κατά τα τελευταία έτη, λόγω της παντελούς του τάφου εγκαταλείψεως.
Ούτως ο παρά την δεξιάν παρασπάδα του στομίου του τάφου προς την θόλον τοποθετημένος πίθος είχε διαφύγει την προσοχήν των παλαιοτέρων ανασκαφέων λόγω της παντελούς καλύψεώς του υπό των χωμάτων του τύμβου και ιδία της επιχώσεως δεξιά της παραστάδος της εισόδου, αλλά και διότι ουδέν έτερον παράδειγμα έχει μέχρι τούδε γνωσθή εκ του συνόλου του μυκηναϊκού κόσμου εις τον τομέα τούτον των ταφικών εθίμων έκτός του εφετινού σημειωθέντος ζεύγους πίθων εις το βόρειον τμήμα του θολωτου τάφου 3 του εξάρματος Καμινίων, περί ου ανωτέρω ο λόγος.
Το ευρεθέν πρό της προσόψεως του τάφου τεμάχιον του πίθου τούτου παρελήφθη ως και έτερον τεμάχιον άγνωστον εις ποιον σημείον πάλαι ποτέ ευρισκομένου πίθου και μετεφέρθησαν αμφότερα εις την αποθήκην του Μουσείου Πύλου.
Κατά ταύτα, παρουσιάζεται αντιστοιχία κατά το ταφικόν τούτο έθιμον της εις πίθον ταφής προς τας εννέα ή πλείονας εντός ισαρίθμων (εννέα) πίθων ταφάς, αίτινες έγιναν εις τα εξωτερικά, κατά το πλείστον, σημεία (πλην ενός) του ΜΕ τύμβου του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων. Βεβαίως, όσον αφορά εις την περίπτωσιν του πίθου της Βοϊδοκοιλιάς, δέον όπως τονισθή ότι δυνατόν να υπήρχεν απλή συγγένεια των εντός του τάφου ταφέντων προς τον προφανώς εντός του πίθου ενταφιασθέντα ως και μεταξύ των εννέα και πλέον νεκρών του τύμβου του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων, οίτινες δυνατόν να ανήκον εις την αυτήν οικογένειαν ή εις το αυτό γένος. Εις τον τύμβον του Αγ. Ιωάννου, ως γνωρίζομεν εκ των εν τω προσωπικά) ημερολογίω του Σπ. Μαρινάτου υπαρχόντων σχεδίων, οι πίθοι έφερον καλυπτήριον πλάκα, ως και οι ταφικοί πίθοι του θολωτού τάφου Βαγενά και οι μεμονωμένοι πίθοι του εξάρματος Καμινίων (υπ’ αριθ.1 και 2), ενώ εις την περίπτωσιν του πίθου της Βοϊδοκοιλιάς δεν έχει εισέτι αναφανή η λιθίνη καλυπτήριος του πίθου πλαξ. Ίσως ανευρεθή με την συνέχισιν της επιτοπίου ερεύνης, εάν δεν έχη απομακρυνθή μεταγενεστέρως. Κατ’ αυτήν την προσεχή έρευναν ελπίζεται να εύρεθούν και κτερίσματα εντός του πίθου τούτου, ούτως ώστε να καταστή δυνατή και η επακριβής αυτού χρονολόγησις.
Με την προοπτική της δημοσιεύσεως των ευρημάτων των παλαιών ανασκαφών Πύλου της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που διενήργησε ό αείμνηστος Σπυρ. Ν. Μαρινάτος, έγιναν το Σεπτέμβριο του 1976 οι απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες.
Επιθυμία του υπογραφομένου, όπως έχει δηλωθεί στην Αρχαιολογική Εταιρεία και στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, ήταν να συμπεριλάβει στον πρώτο τόμο της σειράς των ανασκαφών, που θα δημοσιευθούν, θέσεις που ή ανασκαφή τους θεωρείται ότι γενικά έχει ολοκληρωθεί. Ώς πρώτο σύνολο επιλέξαμε τα Βορούλια Τραγάνας, την Τραγάνα (θέση Βιγλίτσα, όπου οι δύο θολωτοί τάφοι του Νουρουνιώτη-Μαρινάτου), το Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτση, οπού το ζεύγος των θολωτων τάφων Μαρινάτου) και τη Βοϊδοκοιλιά (το λεγόμενο θολωτό τάφο του Θρασυμήδους).
Σε μερικές, τουλάχιστον, περιπτώσεις ήταν γνωστή ή ανάγκη μικρής συμπληρωματικής ανασκαφής για να καταστεί εφικτή ή δημοσίευση πλήρως ανασκαμμένων θέσεων ή μνημείων. Στα Βορούλια Τραγάνας, λόγου χάρη, δεν ύπαρχει, βεβαίως, μόνο ή γνωστή πρώιμη πρωτομυκηναϊκή αποθήκη αγγείων, που πρέπει να θεωρηθεί μεμονωμένο κτίσμα-τμήμα ενός εκτεταμένου κτιριακού συγκροτήματος.
Αυτές οι ανάγκες μας έκαναν να ζητήσουμε τη διενέργεια των απαραίτητων μικρής εκτάσεως συμπληρωματικών ανασκαφών και επειδή δεν ήταν δυνατή ή διεξαγωγή τους το 1976, ζητήσαμε σε πρώτη φάση την αποτύπωση και φωτογράφηση του καθενός από τα μνημεία που μνημονεύθηκαν παραπάνω, μετά, φυσικά, από τον επιβαλλόμενο καθαρισμό.
Το Σεπτέμβριο του 1976 φωτογραφήθηκαν και αποτυπώθηκαν οι θολωτοί τάφοι της Βοϊδοκοιλιάς και της Τραγάνας. Από τις εργασίες προέκυψε ότι του θολωτού τάφου της Βοϊδοκοιλιάς δεν έχει συμπληρωθεί ή άνασκαφή και ότι των δύο θολωτών τάφων της Τραγάνας χρειάζεται καθαρισμός μεγάλης εκτάσεως.
Βοϊδοκοιλιά (Πίν.72β)
Ο τάφος ανασκάφηκε από τον Σπυρ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1956 και 1958. Είναι υπέργειος, χτισμένος πάνω σε συμπαγή βράχο με πολλές σχισμές και κοιλότητες. το 1975, όταν τον επισκέφθηκα, αντελήφθηκα την ύπαρξη πίθου, προφανώς ταφικού, δεξιά της δεξιάς παραστάδας και βρήκα μπροστά του κομμάτια από πίθο.
Νατά την εφετινή εργασία, διερευνητικής φύσεως, έγιναν πολλές νέες μετρήσεις και αποτυπώσεις. Ως προς τη διατήρησή του ο τάφος εμφανίζεται τριμερής, λόγω της μεγάλης τάφρου που τον απέκοψε σε τρία μέρη, το ανατολικό-νοτιοανατολικό, με τη δεξιά πλευρά του στομίου, το νοτιοδυτικό με την αριστερή και το βορειοδυτικό.
Οι μετρήσεις που έγιναν είναι προσωρινές γιατί δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί -ούτε στις πρό εικοσαετίας ανασκαφές -το θεμέλιο της θόλου και των πλευρών του στομίου. Με τις μετρήσεις αυτές ή μέγιστη διάμετρος (ΒΔ.-ΝΑ.) του θολωτού τάφου ανέρχεται σε 5,03μ. και ή μικρότερη (ΒΑ.-ΝΔ.) σε 4,93μ. Ο ταφικός θάλαμος, δηλαδή, είναι ασύμμετρος, με το δυτικό ημικύκλιο μεγαλύτερο του ανατολικού. Το ανώτατο σωζόμενο ύψος της θόλου (στο ανατολικό-νοτιοανατολικό τμήμα της) ανέρχεται σε 1,95μ. Οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του τάφου έχουν διαμορφωθεί πλακωτοί, αλλά δεν είναι τελείως κατεργασμένοι. Χρησιμοποιήθηκαν πολλά λιθάρια και μικροί πλακωτοί λίθοι ως βύσματα μέσα στα κενά που δημιουργούνταν ανάμεσα στους δρόμους. Στο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του τάφου επικρατεί ό ψαμμίτης, ελάχιστα δέ δείγματα ασβεστολίθου έχουν επισημανθεί, κυρίως στο στόμιο.
Από σχιστοποιημένο πυριτούχο ασβεστόλιθο έχει κατασκευσθεί ό μικρός κιβιωτόσχημος τάφος στο εσωτερικό του θολωτού τάφου, ό όποιος ανέκτησε την αρχική του μορφή μετά από την επανατοποθέτηση και της τέταρτης πλευρικής του πλάκας.
Ό καθαρισμός του τάφου έγινε με βάση τα στοιχεία που παρέχει το προσωπικό ημερολόγιο του Μαρινάτου και συγκεκριμένα σταμάτησε στο χαλικόστρωτο δάπεδο που αναφέρεται στη σελίδα 71α. Στο βορειοδυτικό τεταρτοκύκλιο του δαπέδου του θαλάμου, όμως, βρήκαμε όστρακα αγγείου, που καλύψαμε πάλι, και στο εσωτερικό τμήμα του στομίου, πάνω στο ίδιο δάπεδο, τέσσερις αιχμές βελών, μερικώς ή ολικώς σωζόμενες.
Kατά τον πρόχειρο καθαρισμό του «ασχηματίστου και υποτυπώδους δρόμου» βρέθηκαν ΠΕ όστρακα με ανάγλυφη κυματοειδή διακόσμηση, όμοια των όποιων βρίσκονται στην αποθήκη του Μουσείου Πύλου, όπου είχαν μεταφερθεί μετά από την ανασκαφή του 1958. Είναι σαφές ότι στο σημείο αυτό διακόπηκε ή ανασκαφή του 1958, αφού θεωρήθηκε.·ότι συμπληρώθηκε. Ανάλογες παρατηρήσεις έγιναν στην πρόσοψη του τάφου και στο εσωτερικό τμήμα του στομίου. Ο λόγος για τον όποιο το 1956 ή ανασκαφή δεν προχώρησε σε μεγαλύτερο βάθος οφείλεται, όπως δηλώθηκε, Στη διαπίστωση υπάρξεως στο στρώμα εκείνο «δαπέδου», που έφερε στρώση θαλάσσιων χαλικιών, τα όποια θεωρήθηκαν ότι αποτελούσαν ευτρεπισμό του δαπέδου. Το στρώμα, όμως, αυτό διαπιστώθηκε ότι ήταν επάνω από το αρχικό δάπεδο, και ότι επρόκειτο για επίχωση μυκηναϊκών χρόνων, και, μάλιστα, της ύστερης περιόδου χρήσεως του τάφου, όπως δείχνει ή άνευρεση πάνω σ’ αυτό 22 αιχμών βελών του τέλους της πρώτης μυκηναϊκής εποχής και εξής. Σ’ αυτό το στρώμα βρέθηκαν εφέτος τέσσερις ακόμη αιχμές βελών από πυριτόλιθο, που ανεβάζουν τον αριθμό των αιχμών που βρέθηκαν μέσα στο στόμιο και στο εσωτερικό του σε 26.
Τέλος, διάφορα όστρακα αγγείων και τεμάχια πίθων βρέθηκαν στο αριστερό τμήμα της προσόψεως, στο έσωτερικό του τάφου και στην προστατευτική ξερολιθιά που κατασκευάστηκε πρό εικοσαετίας πάνω από τη θόλο. Ανάμεσα στα ευρήματα περιλαμβάνονται και τρεις μυλόλιθοι, των οποίων ή παρουσία υποδηλώνει την ύπαρξη εκεί κοντά οικισμού πρωτοελλαδικών χρόνων.
Τραγάνα
Έγινε προκαταρκτικός καθαρισμός του θολωτού τάφου 1 Τραγάνας και ορισμένες μετρήσεις. αποκαλύφθηκαν οι αύλακες του τάφου, μετρήθηκαν και σχεδιάστηκαν, καθώς και ή περιοχή του στομίου, και συγκεντρώθηκαν ποικίλα όστρακα μυκηναϊκών και μεταγενέστερων αγγείων.
Ο επικλινής επί του φυσικού πετρώματος του λόφου δρόμος έχει μήκος 9,30μ. και διαπιστώθηκε ότι λόγω της μεγάλης κατωφέρειας που παρουσιάζει, πρέπει να εγκαταλειφθεί ή παλαιά άποψη για τη νεκρική άμαξα ή άρμα που εφερνε το νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Το ύψος του ανώτατου κεντρικού σημείου του στομίου (συμπεριλαμβανομένων των ανωφλίων) μετρήθηκε 3,70μ. και το ανώτατο πλάτος του 1,52μ.
Ή διάμετρος του θαλάμου του πρώτου τάφου είναι 7,20-7,30μ. και του δευτέρου κυμαίνεται μεταξύ 7,10- 7,20μ. Ο πρώτος τάφος δέ διέθετε τεχνητό τύμβο, ενώ ο δεύτερος είχε τύμβο περιορισμένου ύψους. Επειδή το ανώτερο μισό του πρώτου θολωτού τάφου ήταν υπέργειο, ή ασφάλεια της θόλου προφανώς επετυγχάνετο με επίστρωση από πηλό. Κοντά στο ανώφλιο και στο δυτικό τμήμα του δαπέδου του πρώτου τάφου βρέθηκαν όστρακα. Ανάμεσά τους τμήματα ανακτορικού πιθαμφορέα. Από την κατασκευή του τάφου 2, από τα ευρήματα και από τις μικρότερες διαστάσεις του προκύπτει ότι είναι παλαιότερος από τον τάφο 1.
Τέλος, ζητήθηκε η στέγαση των δύο ταφικών μνημείων γιατί είναι βέβαιο ότι αν δέ ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξής τους, μεγάλο τμήμα του δευτέρου τάφου θά καταπέσει.
Όσμανάγα (Κορυφάσιον).
Ο τάφος καθαρίστηκε πρόχειρα και φωτογραφήθηκε (εικ. άνω). δεν αποκλείεται το σωζόμενο ανώτερο τμήμα της θόλου του να ανάγεται σε περίοδο ανακατασκευής του τάφου, λόγω πιθανής συμπτώσεως της θόλου. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί ή διαφορά στην τείχιση.
Βορούλια Τραγάνας
Από την κατάταξη και τη συγκόλληση των υπόλοιπων οστράκων της ύστατης ΜΕ - πρώιμης YE I φάσεως από το δωμάτιο- αποθήκη της οικίας Βορουλίων- Τραγάνας απαρτίσθηκαν δεκάδες αγγείων από τα όποια 64 πλήρη.
Από τα συγκολληθέντα αγγεία προήλθαν τύποι άγγείων γνωστοί και όμοιοι με τα αγγεία της ίδιας αποθήκης που είχαν συγκολληθεί επί Μαρινάτου. Έτσι, συγκολλήθηκε μεγάλος αριθμός χονδροειδών αγγείων οικιακής χρήσεως που προορίζονται για έγχυση υγρού, κύπελλα Κεφτιού, ένα αμαυρόχρωμο γεφυρόστομο με πρόχυση κ.ά.
Ή κεραμική των Βορουλίων αποτελεί εναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των μεσσηνιακών θέσεων που δείχνουν την ομαλή μετάβαση από τη ΜΕ στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο, και, μάλιστα, στην πρωιμότατη φάση της. το κλειστό αυτό σύνολο των Βορουλίων έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της πρώιμης μυκηναϊκής κεραμικής κυρίως λόγω της μεγάλης ποικιλίας των κυπέλλων Κεφτιού.
Ρούτση (Μυρσινοχώριο)
Από τα όστρακα των θολωτών τάφων 1 και 2 Ρούτση που βρίσκονται στην αποθήκη του Μουσείου Χώρας συγκολλήθηκαν διάφορα αγγεία και επισημάνθηκαν όστρακα που ανήκουν στις πρώιμες φάσεις του δεύτερου τάφου. Τα τελευταία αυτά όστρακα ανήκουν όλα σ’ ευμεγέθη κύπελλα Κεφτιού, μερικώς σωζόμενα, τα όποια βρέθηκαν μπροστά από την είσοδο του τάφου. Το τελευταίο αυτό στοιχείο υποδηλώνει τους καθαρισμούς τους οποίους υπέστη κατά καιρούς το ταφικό αυτό μνημείο.
Τα κύπελλα αυτά δεν ανήκουν στις πρωιμότερες ταφές του τάφου όπως μαρτυρούν τα ξίφη τύπου Α. Ανάμεσα στα πρώιμα αγγεία του τάφου 2 περιλαμβάνονται δύο αμφορείς με ελλειψοειδές στόμιο (3154, 3155), τύπος διαδεδομένος στη Μεσσηνία κατά την YE I περίοδο. από την τελική μελέτη του κεραμικού υλικού των δύο τάφων του Ρούτση θά διευρυνθούν σημαντικά τα χρονολογικά πλαίσια και των δύο τάφων και θά αποδειχθεί και εδώ ότι ό δεύτερος και μικρότερος είναι παλαιότερος από τον πρώτο.
Γ. ΣΤ. ΚΟΡΡΕΣ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 29 (1973-1974) ΜΕΡΟΣ Β' 2 - ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ.31
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟ Σ 30 (1975) ΜΕΡΟΣ Β Ί - ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 89
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 31 (1976) ΜΕΡΟΣ ΒΊ - ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ.85
1. Γ.Σ. Κορρές, Το ευμέγεθες κύπελλον κεφτί της Κουκουνάρας, Στήλη (Νικ. Μ. Κοντολέοντος), Αθήναι 1980, σ.580-606, πίν.262-67. Πέραν του αυτόθι παρεχομένου συγκριτικού υλικού, προστίθενται και αι ακόλουθοι περιπτώσεις: α) ταινίστρων A.J.B. Wace, BSA XLV (1950), σ. 219 αριθ.5, πίν.22 (b) 5, αριθ.4, πίν.22 (b) 1. M.S.F. Hood, BSA XLVIII (1953), σ.77 αριθ.10- 11, πίν.44, 3. Θ. Σπυρόπουλος, ΑΔ26 (1971): Χρονικά, Πίν. 186 γ. S. Benton-H, Waterhouse, BSA LXVIII (1973), σ.12 αριθ. 131, είκ. 6 αριθ. 131 (hatched loop;). Μουσείον Βοιωτικής Χαιρωνείας, ΥΕ ΙΙΙΒ κεραμεική. Ρ. Alin, OpAth VIII (1968), είκ.3,18 εν σ. 96. Elis. Wace, BSA XLIX(1954), σ.276, β) ομοιωμάτων ήλων Asine II, 2, σ.82, λεβητοκυάθιον εξ Ορχομενού, ανασκαφή Θ. Σπυροπούλου (Μ. Θηβών 2717).
2. ΠΑΕ 1959, σ.179.
3. AJA 68 (1964), σ.233,αριθ. 65Β.
4. ΠΑΕ 1966, σ.121-28.