Εις τo μέσον περίπου της αποστάσεως μεταξύ Χώρας και της κωμοπόλεως Πύλου (Ναβαρίνου) και εις απόστασιν ενός τετάρτου από της αιγιαλώδους παραλίας υπάρχει η κώμη Τραγάνα, ένθα προ πολλών ετών ο αείμνηστος Κουρουνιώτης είχεν ανασκάψει ατελώς θολωτόν τάφον, αφού προηγουμένως είχεν εργασθή εκεί ο Ανδρέας Σκιάς (ΠΑΕ 1909, 274 εξ., ΑΕ 1912, 268 και 1914, 99 εξ.). Γνωστόν ήτο, ότι παραπλεύρους του τάφου τούτου υπήρχε και άλλος.
Ο Κουρουνιώτης μόνην την θόλον του ενός τάφου είχεν ανασκάψει (ον εφεξής αποκαλούμεν τάφον 1). Απεφασίσαμεν και τούτον να ερευνήσωμεν τελειωτικώς και τον έτερον να ανασκάψωμεν (εφεξής τάφον 2). Αι δύο ανασκαφαί εγένοντο εκ παραλλήλου, διότι δεκαπεντάδα μέτρων μόνον απέχουσι μεταξύ των οι δύο τάφοι. Του τάφου 1 ο δρόμος ήτο εξ ολοκλήρου άσκαφος (μικρόν τμήμα προ της θύρας είχεν ανασκάψει ο Σκιάς)(σχ.1).
Σχ.1. ο θολωτός τάφος Τραγάνας 1 |
Εικ. 1. Θολωτός τάφος Τραγάνας 1, δρόμος και είσοδος. |
Ο δρόμος του τάφου ανεσκάφη ολόκληρος (εικ.1), ήτο δ΄ έργον κοπιώδες, διότι ήτο πεπληρωμένος καθαρών μεν, αλλά σκληροτάτων χωμάτων. Το δάπεδον αυτού παρουσιάζει σημαντικήν κλίσιν εςφόσον προχωρούμεν προς την είσοδον του τάφου. Προ της θύρας όμως το τελευταίου αυτού τμήμα είναι οριζόντιον. Η επίχωσις απετελείτο εκ λευκού ψαμμώδους χώματος και ουδέποτε είχεν αναμοχλευθή από της Μυκηναϊκής εποχής. Περιείχε πλήθος οστράκων, άτινα δεν εκαθαρίσθησαν ακόμη, αλλ΄ ουδέν φαίνεται να είναι αρχαιότερον του ανακτορικού ρυθμού. Αφθονούσιν οι πόδες κυλικών. Ομού μετά των οστράκων ανευρίσκοντο καθημερινώς λίθιναι αιχμαί βελών πάσαι εν σχήματι λαβίδος καρκίνου, φυλλάρια χαλκού και χρυσού, τεμάχιον μικρού μονοστόμου χαλκού μαχαιριού (μήκ. 3 εκ.), λεπίδες οψιανού και τεμάχια πυρίτου. Τα τοιχώματα του δρόμου στερούνται τειχίσεως.
Εικ. 2. Θολωτός τάφος Τραγάνας 1, σωρός χαλκών σκευών δρόμου. |
Εις το δάπεδον του δρόμου, εκεί ένθα ήρχιζε να αποβαίνη οριζόντιον και εις απόστασιν 1,50μ. προ του στομίου του τάφου, ευρέθη εντός αβαθούς λάκκου σωρός χαλκών σκευών (εικ.2). Το κύριον αγγείον ήτo χαλκούς αμφορεύς μετά δυο λαβών οριζοντίως εκφυόμενων από της κορυφής των χειλέων, παρ’ αυτόν τριποδικόν σκεύος (χυτρόπους) και υπό τούτον μικρότερα χαλκά αγγεία. Τα πάντα είχον συμπιεσθή και παραμορφωθή. Ο αμφορεύς μάλιστα έφερε βαθείαν ουλήν από άνωθεν έως κάτω, ώστε είχε διαιρεθή εις δυο συμμετρικά ίσα τεμάχια και επί πολλάς ώρας διαρκούντος του καθαρισμού ενομίζομεν ότι πρόκειται περί κνημίδων. Δυστυχώς η οξείδωσις είχε τελείως καταλάβει την θέσιν του χαλκού και κατέστη ευθύς εξ αρχής φανερόν, ότι ούτε να εξέλθωσιν ευκόλως τα αγγεία επρόκειτο, ούτε να αναλάβωσι ποτέ το αρχικόν αυτών σχήμα.
Άμα τη αφαιρέσει των χωμάτων προς απελευθέρωσιν του θησαυρού κατέρρευσεν ο πυθμήν του αμφορέως, όστις, ως είχομεν ήδη υποθέσει, ήτο πλήρης άλλων σκευών, άτινα και διηυκόλυνον την θραύσιν του. Δυο αιχμαί λογχών ανεφάνησαν αμέσους και άλλα αντικείμενα (εικ.6). Εν συνόλω ο αμφορεύς περιείχε: Δύο λόγχας, παραξιφίδα, μονόστομον μάχαιραν, μονόστομον μαχαιρίδιον, ξυρόν, κάτοπτρον και ποτήοιον μετά δύο λαβών. Υπό τον χυτρόποδα ευρίσκοντο φιάλη χαμηλού κυλινδρικού σχήματος και δύο δίσκοι πλάστιγγος μικράς, ήτοι εν συνόλω είχον αποτεθή εκεί 13 τεμάχια όπλων και σκευών.
Εικ. 3. Θολωτός τάφος Τραγάνας 1, αύλακες δρόμου. |
Ως κατώφλιον του τάφου εχρησίμευεν απ’ ευθείας το σκληρόν χώμα της λαξεύσεως. Επ’ αυτού είχον ανοιχθή δύο αύλακες, αρχίζουσαι εκ της εξωτερικής εισόδου του στομίου και προχωρούσαι πέραν αυτού περί τα 50 έκ. εντός της θόλου (εικ.3). Απείχον μεταξύ των εν μέτρον και είχον πλάτος 25 και βάθος 30 εκατοστά. Ήσαν παράλληλοι και συμμετρικώς λελαξευμέναι εκατέρωθεν του άξονος του στομίου. Εντός της βόρειας εξ αυτών των αυλάκων, ήτοι της δεξιά τω εισερχομένω εις τον τάφον, είχεν αποτεθή δεύτερος θησαυρός χαλκών σκευών, ολιγωτέρων και μικροτέρων, αλλά πολυτιμοτέρων (εικ.4).
Εικ. 4. Θολωτός τάφος Τραγάνας 1, χαλκά βορείας αύλακος δρόμου. |
Άμα τω καθαρισμώ των χωμάτων ανεφάνη χυτρόπους εφθαρμένος, υπ’ αυτόν δε διεφαίνοντο μικρότερα σκεύη. Παραπλεύρως τούτων λεκάνη βαθεία μετά δύο λαβών και προχοής εφαίνετο ήδη ότι έχει εγχάρακτον διάκοσμον επί του χείλους και των λαβών. Ο χυτρόπους ήτο εις κακήν κατάστασιν υπό της οξειδώσεως και έφερεν εντονώτατα τα ίχνη πυράς μέχρι του σημείου, ώστε αι χείρες να καθίστανται κατάμαυραι υπό της αιθάλης άμα τη παραμικρά επαφή. Πρέπει να θεωρηθή σχεδόν βέβαιον, ότι εχρησιμοποιήθη διά τελευταίαν φοράν επί τόπου, τεθείς επί του πυρός, προτού να ταφή εντός της αύλακος του τάφου.
Υπό τα σκεύη ταύτα υπήρχε μονόστομος ακεραία μάχαιρα, διατηρούσα τους ήλους της λαβής (τρεις εν όλω είς ασύμμετρους αποστάσεις), μικρόν «τηγάνιον» και δυο ξυρά, τεμάχια εν συνόλω έξ.
Μετά τον καθαρισμόν εν τω Εθνικώ Μουσείω ανεφάνησαν καλύτερον τα κοσμήματα της λεκάνης και απεδείχθη ότι η μάχαιρα ήτο πλήρης λεπτοτάτων κοσμημάτων, μετά χρυσής ενδέσεως κατά την λαβήν. Χρυσούς ήλους έφερον και τα νύσσοντα όπλα τού πρώτου θησαυρού και αι λόγχαι είχον ελαφρότατον, μόλις διακρινόμενον διάκοσμον κατά την σύνδεσιν του αυλού προς την λόγχην. Επιδέξια ιχνογραφήματα του χημικού των Μουσείων κ. Ζήση και του καλλιτέχνου κ. Κοντόπουλου παρουσιάζουν τα κοσμήματα ταύτα.
Της θόλου του τάφου μόνον προκαταρκτικήν επανεξέτασιν εκάμομεν, διότι ήτο πλήρης χωμάτων άτινα μετετοπίσαμεν εις το Νότιον ήμισυ. Περί των αποτελεσμάτων θα διαλάβωμεν κατά το επιόν έτος, μετά τον πλήρη καθαρισμόν.
Σπουδαίον όμως εύρημα εσημειώθη: Μικρά φακοειδής ψήφος εξ ελαφρώς κεχρωσμένου αμέθυστου, ήτις εις αρκούντως «νηματοειδή» ρυθμόν της προκεχωρημένης εποχής παρουσιάζει σπουδαίαν παράστασιν: Σωματώδης ανήρ μετά δυνατών μυώνων, σωστός Ηρακλής εν τω μέσω, έχει ήδη καταβάλει κρανοφόρον άλλον άνδρα και ασχολείται να εμπήξη το ακόντιον «ώμων μεσσηγύς» εις νεανίαν λυγίζοντα ήδη ισχυρώς τα γόνατα και θρηνούντα, ενώ συγχρόνως εκτείνει κολοβάς τας χείρας. Διότι αμφοτέρων τας χείρας έχει προηγουμένως αποκόψει ο τιμωρός (εικ.δεξιά).
Προφανώς και οι δύο (θα έλεγε τις πατήρ και υιός) υπέπεσον εις σοβαρώτατον παράπτωμα, διά να τιμωρώνται ούτως ανοικτιρμόνως.
Πρόκειται ή περί ιστορικής ή περί μυθολογικής σκηνής. Δυστυχώς ουδέν ανάλογον δύναμαι να ενθυμηθώ εκ της μυθολογίας. Το πολύ θα ηδύνατο τις να ενθυμηθή την τιμωρίαν του Μελανθίου (Οδ. Χ475), του οποίου απέκοψαν χείρας και πόδας προτού να τον θανατώσουν, ως και τον Ιππόλοχον, ον ο Αγαμέμνων εφόνευσεν χείρας από ξίφει τμήξας από τ' αυχένα κόψας (Ιλ Λ.146).
Ο παρακείμενος θολωτός τάφος 2, ορατός μακρόθεν εκ του τύμβου, ον εσχημάτιζον τα επ’ αυτού χώματα, έφερε χαίνουσαν οπήν άνω λόγω συμπτώσεως της θόλου (σχ.2). Δύο απόπειραι συλήσεως είχον σημειωθή εις άγνωστον εποχήν άνωθεν, δύο δε φρεατοειδή ορύγματα προχωρήσαντα μέχρι βάθους δύο μέτρων περίπου, ήσαν τα σημεία των τυμβωρύχων. Τα συμπεσόντα τοιχώματα της θόλου υπήρξαν μέγα έργον δια τους λαθροσκαφείς, εγκαταλείψαντας ούτω τας αποπείρας των. Τον τάφον εκαθαρίσαμεν ημείς άνωθεν και παραλλήλως και διά του δρόμου, τον οποίον εσκάψαμεν ολόκληρον. Σχεδόν μήνα ολόκληρον διήρκεσεν η αποκόμισις των ανωτάτων στρωμάτων, περιεχόντων πάντας τους λίθους της ανωτέρας θολώσεως και καθαρά χώματα.
Σχ. 2. Θολωτός τάφος Τραγάνας 2. |
Ο τάφος ούτος είναι κατά τι μικρότερος του προηγουμένου και από πάσης απόψεως μετριώτερος, η δε θύρα αυτού έχει καταστροφή μέχρι των θεμελίων. Ο δρόμος αυτού, με τοιχώματα άνευ τειχίσεως και κατά τι σκολιά, έχει μήκος 7.50μ., το δε πλάτος ποικίλλει μεταξύ 2.55, 2.25, και 2.40μ. Βαίνει βαθυνόμενον το δάπεδον εφόσον προχωρούμεν προς το στόμιον, το οποίον ελάχιστα ίχνη της τειχίσεως διατηρεί και είχε πλάτος περίπου 1.35μ. Συνέκειτο εκ πελεκητών λίθων, μαλακών πώρων, ως και εις τον τάφον 1, αλλ’ οι λίθοι ήσαν εδώ μικρότερων διαστάσεων. Η επίχωσις του δρόμου ήτο σχεδόν καθαρόν χώμα. Ελάχιστα όστρακα ευρέθησαν, ων εν πρώιμον YE I εκ κυπέλλου μετά διάστικτου σπείρας.
Η θόλος, διαμέτρου 7.20μ , είναι εκτισμένη διά μικρών πλακωτών, μόνον εις την πρόσοψιν κατειργασμένων πως λίθων. Οι λίθοι ούτοι συνεδέοντο μεταξύ των διά σκοτεινόχρου πηλού σκληροτάτου, όστις εκομίσθη άλλοθεν. Μέγιστον σωζόμενον ύψος της θόλου (έναντι της εισόδου) είναι 3.25μ. και αντιστοιχεί προς την σημερινήν επιφάνειαν του εδάφους. Εκείθεν η θόλος (ήτις θα είχε περίπου άλλο τόσον ύψος) ήτο υπέργειος και εκαλύπτετο διά χώματος, σχηματιζομένου τύμβου.
Εν συνάψει τα κατά την ανασκαφήν του τάφου έχουσιν ως εξής: Κατά την υστερωτέραν Ελληνιστικήν εποχήν ο τάφος διετηρείτο εισέτι και είχε χρησιμοποιηθή ως κατοικία ή τουλάχιστον ως αποθήκη αγροικίας τινός. Λύχνοι, τεμάχια Μεγαρικών σκύφων, άλλων μικρών αγγείων και πλήθος παχέων οστράκων εκ κεράμων ή πίθων ευρέθησαν εντός του τάφου και υψηλά προ της θύρας εις τον δρόμον. Τα τελευταία ταύτα, συνοδευόμενα και υπό άφθονων ιχνών πυράς μετά μεγάλων κεράμων, είναι έτι υστερώτερα, διότι προϋποθέτουσι την καταστροφήν του τάφου. Επί του δαπέδου της θόλου, παρά την έναντι της εισόδου περιφέρειαν αυτού, δύο πίθοι φέροντες δεκάδας μολυβδίνων συνδέσμων έκαστος, είχον χωθή μέχρι των χειλέων εντός του εδάφους και κατά την ανακάλυψιν αυτών εφράσσοντο διά δύο μικρών πλακών ο εις, διά δύο τεμαχίων κεράμου ο έτερος (εικ.5). Ήσαν κενοί, πλην ολίγου χώματος εισρεύσαντος εις τους πυθμένας αυτών διά των ρωγμών.
Εικ. 5. Τραγάνας τάφος 2. Δύο Ελληνιστικοί πίθοι τεθαμμένοι εντός του δαπέδου. Όπισθεν τούτων τα λείψανα Μυκηναϊκής ταφής.
|
Τεμάχια μικρών αγγείων, τέφρα και οστά ζώων ευρέθησαν πέριξ της εστίας.
Eπί του δαπέδου του τάφου παρατηρούνται μικραί ημισφαιρικαί ή κωνικαί κοιλότητες ακανονίστως διεσπαρμένοι. Έχουσι διάμετρον από 10 μέχρι 30 και 40 εκατοστών.
Περιττόν να τονισθή, ότι υπό τοιούτους όρους δεν ήτο δυνατόν να περιμένωμεν Μυκηναϊκά ευρήματα εκ του δαπέδου του τάφου. Παρ’ όλα ταύτα κοίλη χρυσή ψήφος με διακόσμησα κισσοειδούς φύλλου (waz) ευρέθη εις εν άκρον της θόλου, καθώς και τα πλείστα τεμάχια ευμεγέθους αγγείου (τρίωτος πίθος). Τούτο όμως συνέβη διά τον εξής λόγον: Ο δρόμος του τάφου, βαθυνόμενος, ως ελέχθη, εφόσον προχωρούμεν προς την είσοδον, εξηκολούθησε την φοράν ταύτην διά μέσου της εισόδου προς το εσωτερικόν του τάφου. Ούτως ορθογώνιον τμήμα του δαπέδου ισοπλατές προς την θύραν, ήτοι 1.35μ., και φθάνον μέχρι του κέντρου του τάφου είναι βαθύτερον του λοιπού δαπέδου. Εις το δάπεδον του λαξεύματος, το οποίον παρουσιάζει πανταχού λείψανα πυράς, ευρέθησαν τα τεμάχια του τριώτου αμφορέως. Πιστεύω, ότι το λάξευμα τούτο είναι Μυκηναϊκόν, πιθανώς όμως δεν ανήκει εις την αρχικήν κατασκευήν του τάφου, αλλ’ είναι μεταγενεστέρα μεταρρύθμισις. Ότι αυτή εγένετο διά να διευκολύνη την είσοδον, θεωρώ πιθανόν. Κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να ερμηνεύσωμεν και τας δύο παραλλήλους αύλακας του τάφου 1, αι οποίαι υποβάλλουν την ιδέαν, μήπως άρμα ή άμαξα ολόκληρος εισήρχετο εις τόν τάφον, φέρουσα την σορόν του νεκρού. Διά να μη προσκρούση εις το ανώφλιον της θύρας, παρέστη ανάγκη να λαξευθώσιν εις τον τάφον 1 αι δύο αύλακες και το περιγραφέν λάξευμα εις τον τάφον 2, εντός των οποίων εκυλίοντο οι τροχοί της αμάξης. Γνωρίζομεν εκ παραστάσεων Γεωμετρικών αγγείων, ότι αι σοροι ευρίσκοντο εις αρκετόν ύψος υπέρ την άμαξαν, ώστε να μη είναι δυνατή η είσοδος διά χαμηλής θύρας. Πολλά δε φαινόμενα του Γεωμετρικού 8ου αιώνος, συμπεριλαμβανομένης και της προθέσεως και εκφοράς νεκρών, αποδίδει ο Kubler εν τη τελευταίω δημοσιεύσει του Κεραμεικού (Kerameikos V, 1 1954) εις αναβίωση εκ της Μυκηναϊκής εποχής. Οι εισαγωγείς της καύσεως των νεκρών (11-9ος αιών) κατεπίεσαν προσωρινώς την παράδοσιν, ήτις επανήλθεν ομού μετά της ταφής, ήτις εκ νέου αρχίζει να εκτοπίζη την καύσιν. Ο τάφος 2 περιείχε τρεις βεβαίους λάκκους και ένα πιθανόν. Ο λάκκος 2 εκαλύπτετο εν μέρει διά μεγάλης πλακός ήτις πιθανόν να ήτο αρχικώς το εν εκ των υπερθύρων του στομίου.
Περιείχε καθαρόν χώμα, μερικούς μεγάλους λίθους, ουδέν ίχνος οστού και τεμάχια δύο μικρών αγγείων: Ενός Ελληνιστικού κυάθου (περί το μέσον του βάθους του) και ενός υστερομυκηναϊκού προχοϊδίου μετά λεπιδωτού κοσμήματος επί των ώμων. Μήκος λάκκου 2μ., πλ. 0,60μ. και βάθος 1.10μ.
Εικ. 6. Τραγάνα, θολωτός τάφος: Χάλκινες λόγχες και χάλκινο ξίφος με σταυρόσχημη λαβή. Ε.Α.Μ. |
Ο λάκκος 1 δίδει την εντύπωσιν λάκκου απορριμμάτων των Ελληνιστικών εισβολέων. Εκαλύπτετο υπό τριών μεγάλων πλακών. Η Δυτικωτάτη, ίσως και αυτή εν των εσωτερικών ανωφλίων του τάφου, συνωδεύετο και υπό μικρότερος προς ενίσχυσιν. Η μεσαία, πελεκητή και τεθραυσμένη εις δυο υπό το βάρος της συμπτώσεως του τάφου, πρέπει να ήτο ο εξωτερικός ανώφλιος λίθος. Η τρίτη ήτο πλακωτός λίθος. Άμα τη αφαιρέσει των λίθων τούτων παρουσιάσθη επίχωσις χαλαρωτάτων χωμάτων εναλλάξ μελανών και λευκωπών. Τεμάχια κεράμων, μεγαρικών σκύφων και λύχνων Ελληνιστικών ήσαν τα μόνα ευρήματα μέχρι τέλους. Εις λύχνος είναι πρακτικώς ακέραιος. Το ήμισυ σκελετού εριφίου, σιαγών κονίκλου ή μικρού λαγωού, οστάρια πτηνών και λείψανα ανθράκων παρετηρήθησαν ωσαύτως. Μήκ. του λάκκου 2.50μ., πλ. 0.80μ. και βάθ. 1.45μ.
Ολίγον Ανατολικώτερον υπήρχεν ίσως αβαθέστερος λάκκος (ορατός στην εικ.5), όστις εις μίαν γωνίαν περιείχε και λείψανα ανθρωπίνων οστών. Επειδή όμως κατεστράφη υπό του λάκκου του υποδεχθέντος τους Ελληνιστικού πίθους και ουδέν εύρημα παρουσίασεν, η χρονολογία του είναι άδηλος, αν και λίαν πιθανώς Μυκηναϊκή.
Τέλος ο λάκκος 3, παρά το Δυτικόν τοίχωμα της θόλου, όστις ουδεμίαν διά πλακών κάλυψιν είχεν, απεναντίας δε είχε τοποθετηθή κεκλιμένον επ’ αυτού Ελληνιστικόν πιθάριον, περιήλθεν εις ημάς ασύλητος. Η επίχωσίς του ήτο καθαρά και μόνον υστερομυκηναϊκών αγγείων τεμάχια περιείχε. Τα τοιχώματα του λάκκου ήσαν ενιαχού επενδεδυμένα διά ξηρολιθιας λόγω ψαθυρότητος του εδάφους και ισχυρώς μαυρισμένα υπό πυρός. Όταν εφθάσαμεν εις βάθος 2 μέτρων, αντελήφθημεν ότι επρόκειτο περί καύσεως των νεκρών. Μεγάλα και πολλά τεμάχια ανθράκων, ολίγα λείψανα τελείως κεκαυμένων οστών διαλυθέντων εις μικρά τεμάχια, τέλος τα ευρήματα κεκαυμένα και μελανά υπό του καπνού εδείκνυον, ότι έχομεν πραγματικήν και εντατικήν καύσιν. Είναι ίσως το ωραιότατον και τελειότατον παράδειγμα καύσεως Μυκηναϊκών νεκρών, πιθανώς δε και το παλαιότατον. Η πέριξ γη είχεν αποβή ερυθρά εκ του πυρός, το δ’όλον πάχος της νεκρικής πυράς επί του πυθμένος του λάκκου, ούσης ισοπαχούς, ήτο σχεδόν 30 εκατοστά.
Η πυρά εν τούτοις δεν ήτο ενιαία, αλλά διπλή, μία εις το Ν. και μία εις το Β. άκρον του λάκκου (ου αι διαστάσεις είναι: Μήκ. 2.45μ., πλ. 0.90 μ. και βάθος 2.15μ.). Επειδή δε και τα ευρήματα έκειντο κεχωρισμένως πλησίον εκάστης πυράς, έπεται ότι δύο νεκροί φαίνεται να είχον καή. Των κρανίων μικρά μόνον τεμάχια περιεσώθησαν άκαυτα, κατά δε το μέγεθος των οστών και το μικρόν πάχος των κρανίων, πρέπει να επρόκειτο περί δύο νεαρών πριγκιπισσών ηλικίας 14- 16 ετών.
Ήδη η επίχωσις του τάφου παρέσχε, πλην των οστράκων, φυλλάρια χρυσού και τινα λίθινα βέλη. Παρά την Ν. πυράν του πυθμένος ευρέθησαν δυο μικρά αγγεία πήλινα (δίωτον αγγείον και αμφίχοον αμφορείδιον), 15 ψήφοι αμέθυστου, ερυθρωπού ιάσπιδος, ορείας κρυστάλλου, ων εξ έκειντο εισέτι παρ’ αλλήλας ημικυκλικώς, εν ακέραιον πλακίδιον υαλομάζης μετά λεπιδωτών και φολιδωτών κοσμημάτων, πολλά τεθραυσμένα και πολλά εν σχήματι δισκαρίων και άλλων ενθέσεων, τέλος ο δίσκος χαλκού κατόπτρου, διάμ. 0.117μ., διατηρών δυο ήλους, δυο σφονδύλια στεατίτου, δακτύλιος αργυρούς (άνευ σφενδόνης), δύο βέλη χαλκού και εν οψιανού. Τα χαλκά είναι του τριγλώχινος τύπου, το λίθινον ενδιαμέσου τύπου μεταξύ τριγλώχινος και λαβίδος καρκίνου. Ολίγον περαιτέρω ευρέδη έτερον χαλκούν βέλος μετά ουράς στειλεώσεως.
Εικ. 7: Χρυσούν περιδέραιον του τάφου Τραγάνας 2 |
Εικ. 8: θολωτός τάφος Τραγάνας 2, σφραγιδόλιθοι του λάκκου 3 και της θόλου |
Τα ευρήματα του τάφου τούτου, συμφώνως προς την κεραμεικήν, πρέπει να ανάγωνται εις το μέσον περίπου του 14ου αιώνος. Ανήκουσιν όμως εις την τελευταίαν χρησιμοποίησιν του τάφου και αι συλήσεις εξηφάνισαν παν παλαιότερον ίχνος. Κατά την τεχνικήν της κατασκευής ο τάφος πρέπει να είναι παλαιότερος. Το μοναδικόν YE I όστρακον εκ δρόμου δεν δύναται βεβαίως να χρησιμεύση ως χρονολογικόν τεκμήριου. Ο τάφος 1 τουναντίον παρέσχε πολλά όστρακα εκ του δρόμου αναγόμενα μέχρι του ανακτορικού ρυθμού (δεν εκαθαρίσθησαν ακόμη). Της αυτής εποχής πρέπει να είναι και οι δυο σωροί των χαλκών σκευών.
Σχετικός σύνδεμος: Τραγάνα Τριφυλία: Προϊστορικός οικισμός και θολωτοί τάφοι
Σπ. Μαρινάτος
-ΠΑΕ 1955. ΑΝΑΣΚΑΦΑΙ ΕΝ ΠΥΛΩ