ΚΕΡΑΜΙΚΗ
Μολονότι τα πήλινα αγγεία-κτερίσματα από τους είκοσι τρεις τάφους που εξετάστηκαν δεν είναι ιδιαίτερα πολυάριθμα, αποτελούν ένα πάρα πολύ σημαντικό σύνολο, πρώτα-πρώτα γιατί παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία σχημάτων και κατηγοριών αγγείων, πράγμα πολύ σημαντικό, αφού συνήθως οι ελληνιστικοί τάφοι προσφέρουν πολυάριθμα αγγεία περίορισμένων κατηγοριών. Ένας άλλος, λόγος για τον οποίο αποκτά μεγάλη σημασία το σύνολο από την Πύλο, είναι ότι οι τάφοι καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο από το τέλος του -4ου αι. ως τις αρχές του -1ου αι., δίνοντας έτσι μια εικόνα για το είδος των αγγείων που τοποθετούνταν ως κτερίσματα στους τάφους. Δυστυχώς η ανομοιομορφία των κτερισμάτων αφενός και η απουσία πολλών ταφών του -3ου αι. δε δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη ορισμένων σχημάτων μέσα στο μεγάλο αυτό χρονικό φάσμα που καλύπτουν οι τάφοι. Τέλος, είναι μεγάλη η συμβολή των αγγείων που αποκαλύφθηκαν στη γνώση μας σχετικά με την κεραμική της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα της νοτιοδυτικής, από όπου μέχρι τώρα ελάχιστα δείγματα είναι γνωστά8, όσο και σχετικά με την ελληνιστική κεραμική, γενικότερα. Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στη σπουδαιότητα αυτή είναι η ίδια η γεωγραφική θέση της περιοχής σε σημείο που αποτελεί πέρασμα από τα λιμάνια της Ανατολής προς τη Δύση και αντίστροφα. Έτσι οι σχέσεις που διαπιστώθηκαν στην κεραμική με εργαστήρια από τις δυτικές ακτές της Μεσογείου μπορούν να θεωρηθούν επιπλέον ενδείξεις για την ύπαρξη συχνών συναλλαγών και επαφών των διαφόρων πόλεων και περιοχών ακόμα και μέσω των μικρών σχετικά λιμανιών και τη συγκρότηση έτσι της λεγόμενης κοινής ελληνιστικής σε όλο τον κόσμο της μεσογειακής λεκάνης.
Η σχετικά μεγάλη ποικιλία αγγείων στους τάφους αυτούς της Πύλου δεν αντιπροσωπεύεται, αντίστοιχα, και από μεγάλο αριθμό. Ορισμένες κατηγορίες αντιπροσωπεύονται από δύο, τρία ή μερικές φορές από ένα αγγείο. Για το λόγο αυτό, αλλά και επειδή, επιπλέον, δεν υπάρχει δημοσιευμένο υλικό της ελληνιστικής εποχής από αυτή την περιοχή, δεν είναι εύκολη η αναγνώριση των χαρακτηριστικών στοιχείων του ντόπιου εργαστηρίου. Φαίνεται όμως, πως τα περισσότερα αγγεία του συνόλου αποτελούν αντικείμενα εμπορεύσιμα, δηλαδή εισαγωγές από άλλα εργαστήρια, πράγμα που ενισχύεται κι από το γεγονός ότι τα περισσότερα είναι προϊόντα ιδιαίτερα επιμελημένης εργασίας, στοιχείο απαραίτητο για ένα εξαγώγιμο υλικό. Ορισμένα άλλωστε αγγεία, δείγματα πολυάριθμων παρόμοιων από άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα τα αγγεία με λεπτά τοιχώματα, δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενα που τα εργαστήρια των περιοχών αυτών εξήγαγαν σε άλλες, μετά τη μαζική παραγωγή τους.
Ο πηλός ποικίλλει. Οι αποχρώσεις του κόκκινου, του καστανού, του κιτρινωπού και του γκρίζου δεν μπορεί να είναι παραγωγή ενός μόνο εργαστηρίου. Συνήθως καλοψημένος και συχνά καθαρός από τα πολλά ξένα στοιχεία, ο πηλός στέκεται αντάξιο υλικό της ποικιλίας και της επιμελημένης κατασκευής και όπτησης των αγγείων. Το επίχρισμα ποικίλλει επίσης, όταν υπάρχει, και υπάρχει τις περισσότερες φορές. Μαύρο στιλπνό στα πρωιμότερα παραδείγματα, σκούρο καστανό, κοκκινωπό περγαμηνό σε μερικές κατηγορίες, κόκκινο, μαύρο και με πολλές αποχρώσεις ιδιαίτερα στους μεγαρικούς σκύφους.
Η κατηγορία αγγείων με διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος» δεν αντιπροσωπεύεται με πολυάριθμα δείγματα, όπως συνήθως στα σύνολα της εποχής αυτής, αλλά τα λίγα αγγεία που μας έδωσαν οι τάφοι που εξετάζουμε, μπορούν να ταξινομηθούν ανάμεσα στα καλύτερα του είδους της ελληνιστικής εποχής. Σημαντική, τέλος, παρουσία αποτελούν τα αγγεία με διακόσμηση σε λευκό βάθος, που ανήκουν σε λαγύνους, μια από τις πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες αγγείων της ελληνιστικής εποχής και από τις πιο σπάνιες παρουσίες της στον ελλαδικό χώρο.
Αν δεχτούμε ότι η χρήση των μόνωτων, χωρίς βάση, με σχεδόν σφαιρικό σώμα, συνήθως αγάνωτων αγγείων είναι για την άντληση υγρού πόσιμου, τότε ο όρος αρυτήρας μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής9. Ως προς το σχήμα τα αγγεία αυτά είναι ίδια με τις χύτρες και, μάλιστα, τις περισσότερες φορές συγκαταλέγονται στην κατηγορία αυτή, μολονότι θεωρείται από όλους βέβαιο ότι, φυσικά, δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως σκεύη βρασμού10. Στους τάφους της Πύλου βρέθηκαν δύο μόνο τέτοια αγγεία: 1728 (Σχέδ.3 Πίν.21η), 1658 (Σχέδ.3 Πίν.9γ), σε αντίθεση με άλλες περιοχές, όπως η Μακεδονία, όπου τα αγγεία αυτά εμφανίζονται σε μεγάλο αριθμό11. Και τα δύο παραδείγματα που εξετάζονται έχουν έντονα σφαιρικό σώμα ελαφρά πιεσμένο από πάνω προς τα κάτω. Βάση δεν υπάρχει, ενώ η γραμμή του σώματος παρουσιάζει μια πολύ αμυδρή ακμή στο πάνω μέρος που υπονοεί τον ώμο του. Ωστόσο, η ακμή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως σε άλλες περιπτώσεις, προσπάθεια για απομίμηση μεταλλικών προτύπων12. Η μορφή των δύο παραπάνω αρυτήρων μπορεί να θεωρηθεί τυπική των τελευταίων δεκαετιών του -4ου αι. ή των αρχών του 3ου, σύμφωνα με τα παράλληλα από την αθηναϊκή Αγορά, με τα οποία παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα13.
Το μικρό μελαμβαφές αγγείο 1783 (Σχέδ.4 Πίν.40β) από τον τάφο 20, το μοναδικό παράδειγμα αυτού του είδους στην Πύλο14, ονομάστηκε ασκός με βάση την περιγραφή και την κατάταξη στην κατηγορία αυτή των παρόμοιων αγγείων από την Αγορά, με καμπύλο ή γωνιώδες περίγραμμα15. Ωστόσο παρόμοια αγγεία από την Όλυνθο και το Άργος ονομάζονται από τους Robinson16 και Bruneau17, αντίστοιχα, λάγυνοι, αλλά το πολύ μικρό μέγεθος των αγγείων θα μπορούσε να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι η χρήση τους είναι αυτή των ασκών18, παρά των λαγύνων19. Στην περίπτωση του αγγείου 1783 υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη λαβή, που ξεκινά από το χείλος και φτάνει στον ώμο κι όχι κάτω από το χείλος, όπως συνήθως, πράγμα που θυμίζει περισσότερο αρυβαλλοειδές ληκύθιο. Όμως, προς το παρόν, φαίνεται πως σωστότερος όρος είναι αυτός του ασκού. Η χρονολόγηση του αγγείου στο α' μισό του -3ου αι. αποτελεί μια ακόμα ένδειξη για την επιβίωση του τύπου και μετά τον -4ο αι.20.
Το σχετικά μεγάλο αγγείο 2090 (Σχέδ.5 Πίν.36γ) με την πλούσια διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος» που συγκολλήθηκε από πάρα πολλά όστρακα που προέρχονται από την πυρά Τ18, αποτελεί μια όμορφη παρουσία στο σύνολό της κεραμικής από τους τάφους της Πύλου και παραμένει σχεδόν μοναδική για την κεραμική της εποχής του, γενικότερα. Από όσο γνωρίζω, δεν έχει μέχρι τώρα βρεθεί παρόμοιο, ως προς το σχήμα, αγγείο στο β' μισό του -2ου αι. Πάνω στη διπλή δακτυλιόσχημη βάση στηρίζεται το σώμα του αγγείου στο σχήμα του κάδου (situlla) του -4ου αι.21. Στο πάνω μέρος του σώματος και στο σημείο όπου βρίσκονται τα χείλη του κάδου, αρχίζει ο ώμος του αγγείου λοξά προς τα πάνω και μέσα και απολήγει σε στόμιο πολύ στενότερο από το εύρος του αγγείου, πάνω στο οποίο θα πρέπει να τοποθετούνταν κάποιο πώμα, όπως φαίνεται από την κατασκευή του στομίου με τα χείλη προς τα πάνω. Πάνω στον ώμο φέρει δύο κάθετες λαβές, από τις οποίες σώθηκε μόνο η μία, η άλλη αποκαταστάθηκε, κυκλικής διατομής και ελλειψοειδούς μορφής με δύο κατακόρυφες προσφύσεις, αντίστοιχα, στις ρίζες τους. Σε ποια κατηγορία ανήκει το αγγείο αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί με μεγάλη βεβαιότητα. Το σώμα, σε σχήμα κάδου, δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην ονομασία του αγγείου ως κάδου, εξαιτίας της διαμόρφωσης του ώμου και του στομίου, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση με τις λεβητοειδείς πυξίδες, αλλά το σώμα πάλι δεν μπορεί να συσχετιστεί κατά κανένα τρόπο με τις πυξίδες αυτές. Μια πολύ ενδιαφέρουσα συσχέτιση θα μπορούσε να γίνει με έναν τύπο γαμικών λεβήτων του -4ου αι., πάμπολλα παραδείγματα του οποίου έχουν βρεθεί σε περιοχές της Ιταλίας. Ο τύπος αυτός του γαμικού λέβητα, που μοιάζει με τις λεβητοειδείς πυξίδες, έχει σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με το αγγείο της Πύλου, με τη διαφορά ότι το σώμα τους δεν είναι ακόμα τόσο επίμηκες. Ωστόσο, μέσα στα ίδια παραδείγματα των ιταλιωτικών αυτών αγγείων παρατηρείται μια διαφοροποίηση στο σχήμα, που πολλές φορές παρουσιάζει σώμα αρκετά επίμηκες, σε σχέση με άλλα που έχουν σώμα πιο σφαιρικό.
Η διαφοροποίηση αυτή, ιδιαίτερα στους λέβητες της ομάδας του Reggio, της Via Dante του Τάραντα, και της ομάδας του White Face, είναι αρκετά ενδεικτική στο σημείο αυτό22. Οι υπόλοιπες διαφορές, στις μικρότερες λαβές και στον τρόπο σύνθεσης της βάσης με το σώμα του αγγείου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαφορές που οφείλονται στη μεγάλη χρονική διαφορά που χωρίζει τους ιταλιωτικούς λέβητες από το λέβητα της Πύλου, που χρονολογείται δύο αιώνες αργότερα. Η άποψη ότι πρόκειται για γαμικό λέβητα ενισχύεται κάπως και από το γεγονός ότι το αγγείο αυτό είναι ταφικό και η τελετουργική του χρήση σε ταφική πυρά ανταποκρίνεται περισσότερο σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.
Ο λέβητας είναι κατάκοσμος με διάφορα θέματα που αποδίδονται με την τεχνική της εγχάραξης και της επίθεσης λευκού χρώματος. Εκτός από το κάτω μέρος του αγγείου, που έφερε μελανό γάνωμα, η υπόλοιπη επιφάνεια, χωρισμένη σε επάλληλες ζώνες, διακοσμείται με κύκλους, κισσόφυλλα, ρόδακες, διπλό μαίανδρο με διάχωρα διακοσμημένα με ακτινωτά άνθη στη θέση των κλασικών αβακωτών, μικρές ταινίες με στιγμές, τρέχουσα σπείρα και άλλα. Όλα τα παραπάνω θέματα συναντώνται στην ελληνιστική κεραμική, διακοσμημένη με εγχάραξη και λευκό χρώμα23. Εδώ βέβαια, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, παρατηρείται μια διάθεση να γεμίσει όλη η επιφάνεια του αγγείου, με αρκετή επιμέλεια, με όλα αυτά τα θέματα, δροσερή παρουσία σε ένα γαμήλιο-νεκρικό δώρο.
Οι τέσσερις από τις πέντε κανθάρους της Πύλου ανήκουν στα πρωϊμότερα ταφικά σύνολα
Στην ταφή Γ του τάφου 4 ανήκουν οι δύο κάνθαροι 1655 (Σχέδ.6 Πίν.9α) και 1670 (Σχέδ.7 Πίν.11α). Το αγγείο 1670, αρκετά σπάνιο ως προς το σχήμα του μετά τον -4ο αι., με το ψηλό και σχετικά στενό σώμα, που απολήγει απευθείας σε χείλος χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση, τα λεπτά τοιχώματα και τη σχετικά μικρή και χαμηλή βάση μπορεί να θεωρηθεί εξελιγμένη μορφή μιας κατηγορίας κανθάρων της κλασικής εποχής. Τα αγγεία αυτά, που ο Callaghan πολύ εύστοχα ονομάζει tulip cups έχουν την ίδια κατατομή, που μοιάζει με τουλίπα, φέρουν μελανό γάνωμα και συνήθως διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος». Από τη σειρά των αγγείων που εξετάζει ο Callaghan και κατατάσσει στην κατηγορία αυτή, το αγγείο αριθ.19 χρονολογείται στο β' τέταρτο του -5ου αι., ενώ στα υπόλοιπα, που είναι λίγο μεταγενέστερα, το χείλος στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Το αριθ.23, που χρονολογείται στο β' τέταρτο του -4ου αι. και πλησιάζει τη χρονολόγηση της ταφής Γ του τάφου 4, διαφοροποιείται σημαντικά από τα υπόλοιπα με την υπερβολικά ψηλή βάση24. Πάντως θα πρέπει να δεχτούμε μάλλον ως ασφαλή τη χρονολόγηση του κανθάρου 1670 στα τέλη του -4ου αι. με βάση και τα άλλα αγγεία της ταφής, αν επιπλέον τον συγκρίνουμε με παρόμοια όστρακα από την Ερέτρια με την ίδια διακόσμηση, τα οποία χρονολογούνται στο α' μισό του 3ου αιώνα25. Σύμφωνα με τον Callaghan αυτός ο τύπος κανθάρου επέζησε μέχρι το -2ο αι.26.
Στην ίδια εποχή, τέλος του 4ου αιώνα, ανήκει και ο κάνθαρος 1655 από την ίδια ταφή Γ του τάφου 4. Το σώμα του αγγείου με ενιαίο περίγραμμα και λεπτά τοιχώματα, αρκετά βαθύ, στηρίζεται σε βάση που αποτελείται από δύο επάλληλα δαχτυλίδια, από τα οποία το κάτι» είναι μεγαλύτερο και τα οποία δημιουργούν δύο «σπείρες» και έναν «τροχίλο», όπως οι βάσεις των ιωνικών κιόνων. Την όλη κομψότητα του αγγείου επιτείνει η λεπτή διακόσμηση από γιρλάντα που περιβάλλεται από αυτοτελές πλαίσιο και δημιουργεί έτσι ένα είδος μακρόστενης «μετόπης» στην κάθε όψη. Η γιρλάντα αποτελείται από λεπτούς μίσχους που συγκρατούν κισσόφυλλα, ενώ ακριβώς κάτω από το χείλος δύο λεπτές γραμμές περιτρέχουν όλο το αγγείο. Η διακόσμηση, όπως και στον κάνθαρο 1670, είναι τύπου «δυτικής κλιτύος» με βαθιά και λεπτή χάραξη. Την εικόνα συμπληρώνουν τα πλαστικά προσωπεία σειληνών στο πάνω μέρος των λαβών.
Όσον αφορά στο σχήμα του, ο κάνθαρος αυτός βρίσκει τα παράλληλό του στην Κόρινθο στους λεγόμενους κανθάρους one-piece27 και ιδιαίτερα στους κανθάρους αριθ.380 και 378, που χρονολογούνται ο πρώτος γύρω στο -325 και ο δεύτερος γύρω στο -300 28. Το σχήμα όμως αυτό συναντάται και στην Ιταλία στις περιοχές της Καμπανίας, στην ίδια εποχή29, αλλά είναι δύσκολο να μιλήσουμε για συγκεκριμένες σχέσεις ή για την προέλευση του κανθάρου 1655, ο οποίος θα πρέπει, ωστόσο, να έχει κοινή εργαστηριακή προέλευση με τον παρόμοιο κάνθαρο, που προέρχεται από τάφο στην κοντινή περιοχή της Χώρας Τριφυλλίας στη θέση Αδαμέικα30, με τη διαφοροποίηση μόνο στη μορφή της διακοσμητικής γιρλάντας.
Τελευταίος, χρονολογικά, κάνθαρος είναι ο 1709 (Σχέδ.7 Πίν.29 δ) από την ταφή Δ του τάφου 12. Το αγγείο αυτό, του -1ου αι., έχει κρατήσει τα βασικά μόνο χαρακτηριστικά του κανθάρου και δύσκολα πλέον του αποδίδει κανείς τον όρο αυτό. Του λείπει ένα βασικό γνώρισμα των κανθάρων, η βάση, που εδώ δεν είναι παρά μια οριζόντια έδραση στο κάτω μέρος του σχεδόν σφαιρικού σώματος. Παρόμοια εντελώς αγγεία από το Άργος35 και την Κόρινθο36 που χρονολογούνται στο β' μισό του -1ου αι., κάνουν πιθανή την προέλευση του κανθάρου 1709 από κάποιο πελοποννησιακό εργαστήριο.
Λάγυνοι
Ανάμεσα στα αγγεία της πυράς Τ5 βρέθηκαν πολλά όστρακα με λευκό χρώμα, ως βάθος, και γραπτή διακόσμηση, που ανήκουν στα γνωστά, αλλά με αρκετά προβλήματα αγγεία, ιδιαίτερα αγαπητά στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, που ονομάζονται λάγυνοι37. Μέχρι τώρα δεν έγινε κατορθωτό να διατυπωθούν σαφείς και βέβαιες απόψεις τόσο για την πρώτη εμφάνιση και την καταγωγή, όσο και για την εξέλιξη του σχήματος των αγγείων αυτών38. Το πρόβλημα παίρνει μεγαλύτερη διάσταση με την ένταξη στο είδος και ορισμένων αγγείων με σφαιρικό σώμα39. Καταρχήν υπάρχει μια ομάδα λαγύνων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία είναι το αμφικωνικό σώμα (carinated), το στενό στόμιο, ο ψηλός λαιμός και η μία λαβή που ξεκινάει λίγο πιο κάτω από το στόμιο και καταλήγει στον ώμο του αγγείου. Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν τα τυπικά παραδείγματα λαγύνων. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα θα πρέπει να διακρίνουμε δύο τύπους λαγύνων. Στον έναν τύπο τα αγγεία έχουν σώμα αμφικωνικό (carinated) και στον άλλο σφαιρικό. Επειδή τα στοιχεία που έχουμε δε βοηθούν στο να διατυπώσουμε άποψη για το ποιος από τους δύο τύπους είναι πρωιμότερος, είναι μάλλον ανώφελη οποιαδήποτε προσπάθεια μέχρι να συγκεντρωθούν πιο ασφαλή στοιχεία από σύνολα χρονολογημένα και, κυρίως, ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων αγγείων για να γίνει μια κατάταξη που θα καλύπτει ένα μεγάλο χρονολογικό πλαίσιο, όπου θα μπορούν να διακριθούν στοιχεία εξέλιξης. Για την ώρα, πάντως, φαίνεται πως τα αγγεία αυτά κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στα μέσα του -2ου αι.40.
Οι τέσσερις λάγυνοι που αντιπροσωπεύονται από τα όστρακα της πυράς Τ5 (Πίν.15α-β), η λάγυνος 1796 (Πίν.14η) από την ίδια πυρά, και η 1661 (Σχέδ.8 Πίν.5γ-δ) από τον τάφο 4, ανήκουν στον πρώτο τύπο με αμφικωνικό σώμα, ενώ οι υπόλοιπες στον τύπο με σώμα σφαιρικό.
Η επιμέλεια τόσο στην κατασκευή με τις σαφείς αρθρώσεις, τα σχετικά λεπτά τοιχώματα όσο και στην πλούσια διακόσμηση χαρακτηρίζουν τα όστρακα των λαγύνων της πυράς Τ5. Η επιφάνεια των αγγείων, καλυμμένη με λευκό επίθετο χρώμα, φέρει διάφορα κοσμήματα από κιτρινωπό χρώμα της ώχρας, κυρίως στην περιοχή του ώμου. Επάλληλες περιφερειακές, διαφορετικού πάχους ταινίες, ανθέμια, φύλλα, άνθη και άλλα σχήματα που πιθανώς παριστάνουν μουσικά όργανα είναι τα θέματα που χαρίζουν μια αίσθηση δροσιάς και ευφορίας στο λευκό βάθος της επιφάνειας των αγγείων. Τα ίδια αυτά θέματα, γνωστά και συνηθισμένα σε παρόμοια αγγεία από άλλες περιοχές, γίνονται τυπικά στη διακόσμηση των λευκών λαγύνων, των οποίων ο τόπος της πρώτης παραγωγής τους παραμένει ακόμα άγνωστος41. Η σπανιότητα των αγγείων αυτών στην ηπειρωτική Ελλάδα, προς το παρόν, μπορεί να σημαίνει και την ανάλογη περιορισμένη χρήση και παραγωγή τους, πράγμα που, με τη σειρά του, επιβεβαιώνει την άποψη ότι τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής των αγγείων αυτών μάλλον βρίσκονται στις ανατολικές περιοχές42. Στην περίπτωση του τύμβου της Πύλου οι τέσσερις λάγυνοι δεν μπορούν φυσικά να δώσουν κάποια λύση στο θέμα αυτό. Σε προηγούμενες ανασκαφές στην ίδια περιοχή (Γιάλοβα)43 ήρθαν στο φώς κι άλλα δείγματα λευκών λαγύνων. Αν αυτό δε σημαίνει, ίσως, ότι ήταν παραγωγή κάποιου ντόπιου εργαστηρίου, τότε θα πρέπει να δεχτούμε μια μαζική εισαγωγή τους από κάποιο άλλο εργαστήριο44. Οι τέσσερις ομάδες οστράκων ανήκουν σε αγγεία που η κατατομή τους παρουσιάζει ένα σώμα από δύο μέρη, από τα οποία το κάτω ανοίγει, καθώς ανεβαίνει προς τα πάνω, στον ώμο και είναι σχετικά ψηλό, κατατάσσοντάς τις έτσι στην πρώτη ομάδα λαγύνων σύμφωνα με το διαχωρισμό του Westholm45. Η λάγυνος 1796 (Πίν.14η) από την ίδια πυρά, διαφέρει και στο σχήμα και στη διακόσμηση. Το διμερές σώμα του αγγείου είναι αρκετά πιεσμένο και το κάτω μέρος ιδιαίτερα ανοιχτό και χαμηλό. Ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται με λευκοκίτρινο χρώμα, ενώ στο κάτω μέρος, προς τη βάση, έχει μια πλατιά ταινία χρώματος πορτοκαλί, καθώς και μια -ίδιου πλάτους- μαζί με δύο λεπτότερες στον ώμο.
Η χρονολόγηση της λαγύνου στο β' μισό του -2ου αι., σύμφωνα με ένα παρόμοιο παράδειγμα από την Αγορά46 ταιριάζει και με τη χρονολόγηση των υπόλοιπων αγγείων από την ίδια πυρά.
Στον ίδιο τύπο, με πιεσμένο αμφικωνικό σώμα και μάλιστα στη δεύτερη ομάδα του Westholm, ανήκει και η λάγυνος 1661 (Σχέδ.8 Πίν.5γ-δ) από την ταφή A του τάφου 447. Το παράδειγμα αυτό μπορεί να δείξει αρκετά φανερά την εξέλιξη των λαγύνων αυτών σε σχέση με τη μορφή της λαγύνου 1796. Το σώμα έχει διευρυνθεί σημαντικά στο σημείο του ώμου με αποτέλεσμα η γωνία της συμβολής των δύο μερών, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς της διαμέτρου ώμουβάσης, έχει γίνει πολύ μικρή οξεία γωνία και, αντίθετα, η γωνία της γραμμής του κάτω μέρους του σώματος και της βάσης έχει μεταβληθεί σε αμβλεία γωνία. Η επιφάνεια του αγγείου στην περίπτωση αυτή καλύπτεται με χρώμα κόκκινο-πορτοκαλί, ένα ακόμα δείγμα της προσαρμογής στη νέα μόδα (χρήση κόκκινου περγαμηνού) σε αγγεία που πριν είχαν κατά το πλείστον λευκή επιφάνεια. Στον ώμο και στο μπροστινό μέρος μια λιτή, με εγχάραξη αποδοσμένη διακόσμηση, αποτελείται από δύο δελφίνια που πλαισιώνουν ένα σχηματοποιημένο αντικείμενο, που θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να είναι η άρπα τρίγωνος48.
Ωστόσο η σύγχυση αυτή, δικαιολογημένη ως ένα σημείο και εξαιτίας της παρεμφερούς χρήσης των δύο κατηγοριών αγγείων, ενισχύει την υπόθεση ότι πιθανώς η λάγυνος, από το -2ο αι. τουλάχιστον, αντικατέστησε την οινόχοη και κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το σχήμα της στρογγύλης λαγύνου δεν είναι παρά μια εξελιγμένη μορφή των οινοχοών με σφαιρικό σώμα51. Στην περίπτωση αυτή η λάγυνος διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά, που είναι η επίπεδη δισκόμορφη βάση και το σφαιρικό σώμα, που τώρα σε σχέση με τις οινοχόες στρογγυλεύει ακόμα περισσότερο, αλλά ο πάντα στενός λαιμός τώρα επιμηκύνεται πολύ (μακροφάρυγξ), ενώ η μοναδική, και στις δύο περιπτώσεις, λαβή παίρνει το ανάλογο μέγεθος και διαφορετικές μορφές, που τις περισσότερες φορές οφείλονται στις διαφορετικές εμπνεύσεις του κεραμέα κι όχι στη χρονολογική διαφορά στην εξέλιξη του αγγείου. Έτσι, στην περίπτωση του τάφου 12, οι λάγυνοι 1696, 1697, 1698 είναι σύγχρονες, στρογγυλές και διαφέρουν μόνο στη μορφή των λαβών και των στομίων τους.
Αγγεία με λεπτά τοιχώματα
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως μικρά «προς πόσιν» αγγεία, που ομαδοποιούνται όχι από την άποψη του σχήματος, αλλά καθαρά για λόγους τεχνικής. Το ιδιαίτερο γνώρισμα των αγγείων αυτών είναι τα πολύ λεπτά τοιχώματα γι' αυτό και χαρακτηρίζονται από τους ερευνητές ως pareti sottili, fine ware ή thin walled vases, dünnwandige Becher, vases à parois fines, paredes finas52. Η ανεύρεση τέτοιων αγγείων είναι σπάνια όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και γενικότερα στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου ενώ ανευρίσκονται συχνότατα στις δυτικές περιοχές της Μεσογείου από την Ιταλία μέχρι την Ιβηρική χερσόννησο. Η κατηγορία αυτή κάνει την παρουσία της στον τύμβο της Πύλου, με έξι αγγεία και συγκεκριμμένα τα 1705, 1706 και 1707 από τον τάφο 12, τα 1727, 1728 από τον τάφο 9, και το 1689 από τον τάφο 8.
Τα αγγεία αυτά είναι άωτοι σκύφοι εκτός από το αγγείο 1728 που φέρει μία λαβή. Άωτοι σκύφοι είναι και τα περισσότερα αγγεία της κατηγορίας αυτής, όπου έχουν βρεθεί. Δεν έχουν ιδιαίτερη βάση, αλλά μια οριζόντια έδραση, λίγο ή καθόλου κοίλη στο κάτω μέρος της53.
Η πολυπληθής παρουσία των αγγείων αυτών στις περιοχές της δυτικής Μεσογείου και, αντίθετα, η ενδεικτική μόνο εμφάνισή τους στις περιοχές της ανατολικής για την ώρα δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι τουλάχιστον οι πρώτοι και σημαντικότεροι χώροι παραγωγής της κεραμικής αυτού του είδους βρίσκονται στη Δύση55, ενώ τα παραδείγματα στην Ανατολή φαίνεται πιο πιθανό να είναι εισαγωγές56. Τόσο το σχήμα των αγγείων όσο και η διακόσμηση είναι όμοια σε όλες τις περιπτώσεις με μικρές μόνο διαφορές στη διεύρυνση του κάτω μέρους του σώματος, στο χείλος και στη διάταξη των αγκαθωτών προεξοχών.
Από τα σωζόμενα ολόκληρα αγγεία ο σκύφος 1705 πλησιάζει περισσότερο τις αναλογίες του σκύφου 403, 6 από τον αθηναϊκό Κεραμεικό, που χρονολογείται στο β' τέταρτο του -1ου αι.57.
Στον -1ο αι. τοποθετούνται, άλλωστε, και όλα τα υπόλοιπα γνωστά παραδείγματα. Στο σύνολο τέτοιων αγγείων που ταξινομεί η F. Mayet από την Ιβηρική χερσόννησο, η ομάδα ΙΙ/ΙΙΙ πλησιάζει περισσότερο το σκύφο από την Πύλο. Μια σύγκριση, ωστόσο, ανάμεσα στο σκύφο της Πύλου, του Κεραμεικού, και αυτών της Ισπανίας μας δείχνει μια βαθμιαία μετάβαση από ένα σώμα αρκετά φαρδύ, σχεδόν σφαιρικό, σε σώματα που σιγά- σιγά επιμηκύνονται. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί και την ανεύρεση του σκύφου 1705 σε μια ταφή λίγο παλιότερη χρονολογικά, στη στροφή του -2ου προς τον -1ο αι. Με τις προϋποθέσεις αυτές ο σκύφος της Πύλου αποτελεί ένα από τα πιο πρώιμα παραδείγματα αγγείων με λεπτά τοιχώματα και «αγκαθωτή» διακόσμηση.
Τα ίδια γνωρίσματα, όσον αφορά στη μορφή, έχει και ο σκύφος 1706, αν εξαιρέσει κανείς τη διακόσμηση που εδώ απουσιάζει. Τέτοιοι σκύφοι με ακόσμητη επιφάνεια έχουν βρεθεί πάρα πολλοί στη Δύση. Τα παραδείγματα που λίγο μοιάζουν με το δικό μας και που η Mayet κατατάσσει στον τύπο III Ba έχουν πιο στενό το πάνω μέρος του σώματος και τείνουν να γίνουν πιο κυλινδρικά. Ο τύπος πάντως αυτός, που εμφανίζεται στη Δύση στο -2ο αι., παρουσιάζει μια συνεχή εξέλιξη μέχρι το β' μισό του -1ου αι.58.
Λιγότερο συνηθισμένος, ακόμα και στις δυτικές περιοχές, είναι ο τύπος του σκύφου 1707 (Σχέδ.10 Πίν.29ζ) που η Mayet ονομάζει συμβατικά τύπο VI59. Τα αγγεία του τύπου αυτού έχουν μεγάλο χείλος προς τα πάνω, ελαφρά καμπύλο, που ανοίγει λίγο προς τα έξω. Το σώμα παρουσιάζει γωνιώδη κατατομή (carène), του οποίου το πάνω μισό φέρει εμπίεστα βαθουλώματα ωοειδούς σχήματος. Η βάση είναι άλλοτε απλή έδραση, ελαφρά κοίλη κάτω, στα πρωιμότερα παραδείγματα, κι άλλοτε διαμορφώνεται σε χαμηλό πόδι. Ακόμα πιο σπάνια τα αγγεία αυτά φέρουν λαβές. Η χρονολογική και η μορφολογική διαφορά των αγγείων της κατηγορίας αυτής μπορεί να διαπιστωθεί αν συγκριθεί ο σκύφος της Πύλου με παρόμοια παραδείγματα από την Cosa της Ιταλίας, που χρονολογούνται στο γ' τέταρτο του -1ου αι.60.
Στην ίδια εποχή, τέλος -2ου, αρχές -1ου αι., ανήκουν και τα αγγεία 1727 (Σχέδ.10 Πίν.21ζ) και 1728 (Πίν.21η) από τον τάφο 9, σύμφωνα με τη χρονολόγηση των άλλων κτερισμάτων του τάφου.
Με πολύ λεπτά τοιχώματα και τα δύο αγγεία, χαρακτηρίζονται από τον καλοψημένο πηλό με τη σχεδόν μεταλλική υφή και την ύπαρξη γανώματος χρώματος σκούρου καστανού με κοκκινωπές ανταύγιες, το οποίο καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του αγγείου εξαιρώντας μόνο ένα τμήμα προς τη βάση.
Το 1727 είναι άωτος σκύφος, του οποίου η βάση είναι μια οριζόντια έδραση στο κάτω μέρος του σώματος, που έχει σχήμα εχίνου. Τα χείλη, που ξεχωρίζουν με σαφήνεια από το σοδμα, διαγράφουν μια γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης με αυτή του σώματος, καθώς αρχικά ανοίγουν έντονα προς τα έξω και στο πέρας τους στρέφονται προς τα μέσα. Τα σχετικά λίγα γνωστά παραδείγματα του τύπου αυτού χρονολογούνται στον -1ο αι. και ειδικότερα στην εποχή του Αυγούστου61. Αν δεχτούμε και την άποψη ότι τα αγγεία αυτά παρουσιάζουν μια εξέλιξη όσον αφορά στη διαμόρφωση και στο ύψος του χείλους, που σταδιακά γίνεται κοντό και στρέφεται προς τα μέσα62, η χρονολόγηση του σκύφου της Πύλου στα τέλη του -2ου προς τον -1ο αι. είναι πολύ πιθανή.
Το κύπελλο 1728, που, όπως αναφέρθηκε, μοιάζει πολύ με αρυτήρα, κατατάσσεται στην κατηγορία των παραπάνω αγγείων, γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά εκείνων εκτός από τη λαβή, μορφή που είναι όμως πολύ σπάνια, αν όχι μοναδική για την ώρα, ανάμεσα στα αγγεία με λεπτά τοιχώματα, τα οποία στην περίπτωση της Πύλου φαίνεται πως είναι όλα από τα πρώτα παραδείγματα που εξήγαγε πιθανώς η γειτονική Ιταλία προς την Ανατολή.
Η κατηγορία των μικρών, σχετικά, αγγείων με ρηχό και χαμηλό σώμα, που συνήθως φέρουν δύο λαβές κάθετες ή οριζόντιες, και που κατατάσσονται στα μαγειρικά σκεύη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται εδώ από ένα μόνο παράδειγμα, το αγγείο 2078 (Σχέδ.11 Πίν.19α), από τον τάφο 8. Για τα αγγεία αυτά χρησιμοποιείται ο αρχαίος όρος λοιπάς63. Τα περισσότερα από τα μέχρι τώρα γνωστά παραδείγματα είναι σχετικά πρώιμα σε σχέση με αυτό της Πύλου, το οποίο ανήκει σε μια ταφή του δ' τέταρτου του -1ου αι. Το σώμα του αγγείου έχει σχήμα εχίνου που στενεύει προς τα κάτω και δημιουργείται η βάση του, που εδώ είναι στενή, αλλά με σαφήνεια διαμορφωμένη, σε αντίθεση με τα ως τώρα γνωστά παραδείγματα, όπου η βάση-έδραση καταλαμβάνει όλο το κάτω μέρος του σώματος64 ή σε άλλες περιπτώσεις είναι ανύπαρκτη65. Το χείλος σχεδόν πάντα με την ίδια μορφή είναι αρκετά μεγάλο, καμπύλο ελαφρά προς τα μέσα. Το σημείο αυτό μπορεί ίσως να θεωρηθεί δείγμα της οψιμότητας του αγγείου της Πύλου.
Το σύνολο των είκοσι επτά λύχνων από τους τάφους μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο σημαντικά ανάμεσα στα ευρήματα, επειδή αποτελεί στοιχείο για τη χρονολόγηση των τάφων, αλλά και μια ομάδα σημαντική για τη μελέτη αυτού του είδους αγγείων στην περιοχή66.
Από τους λύχνους της Πύλου στα πιο πρώιμα παραδείγματα συγκαταλέγονται οι 1662 και 1665 από τον τάφο 4. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο επίπεδος ώμος και τα σχεδόν κάθετα τοιχώματα. Έχουν βάση-πόδι, ένα χοντρό και σχετικά κοντό μυκτήρα και μικρή οπή πληρώσεως. Κοντά στην περιφέρεια της επίπεδης επιφάνειας του δίσκου υπάρχει αύλακα που τονίζει το πέρας του. Η μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση των δύο λύχνων βρίσκεται στη βάση. Ο λύχνος 1665 (Σχέδ.12 Πίν.10ζ-η) δεν έχει λαβή και φέρει έναν πολύ μικρό, ατροφικό λωβό στη μία του πλευρά αμέσως κάτω από την επίπεδη πάνω επιφάνεια.
Αντίθετα, ο λύχνος 1662 (Σχέδ.12 Πίν.10α-β) φέρει μια ταινιωτή λαβή, μεγάλη, λοξά τοποθετημένη και κολλημένη πάνω στο δίσκο με μάλλον πρόχειρο τρόπο. Οι δύο παραπάνω λύχνοι μπορούν να συσχετιστούν με αυτούς του τύπου 23D της Αγοράς, που χρονολογούνται στο γ' τέταρτο του -4ου αι. και στα τελευταία χρόνια του αιώνα67. Ο τύπος αυτός, που φαίνεται να ανάγει την προέλευσή του στην Αθήνα, εμφανίζεται και στην Κόρινθο στον -5ο αι., τα παραδείγματα της οποίας θα πρέπει να αποτελούν αττικές εισαγωγές και απομιμήσεις τους68.
Και οι τέσσερις λύχνοι που εξετάστηκαν μέχρι τώρα προέρχονται από την ταφή Γ του τάφου 4, για την οποία η προτεινόμενη χρονολόγηση είναι τα τέλη του -4ου αι. Οι πολλές ομοιότητες των λύχνων αυτών με τους αντίστοιχους από την Αθήνα δεν μπορούν παρά να μας οδηγήσουν στην άποψη ότι σχετίζονται με το αττικό εργαστήριο και πιθανώς είναι παραδείγματα εισαγόμενα από την Αττική72.
Οι λύχνοι 1745 και 1666 μπορούν, με τη σειρά τους, να συσχετιστούν με τους λύχνους της Αγοράς του τύπου 43D και 34Β, που χρονολογούνται από το τελευταίο τέταρτο του 3ου ως και το γ' τέταρτο του -2ου αι.74.
Ο λύχνος 1729, που προέρχεται από τον τάφο 9, συνυπάρχει με τους λύχνους 1730, 1731 και 1733 (Σχέδ.14,15 Πίν.22α-η), των οποίων τα παράλληλα από τη Δήλο χρονολογούνται στο β' μισό του 2ου-αρχές του -1ου αι.75, ενώ από αυτούς ο λύχνος 1731 μπορεί να συσχετιστεί και με τον τύπο 39 της Αγοράς, που χρονολογείται στην ίδια περίπου εποχή76. Ο λύχνος αυτός (1731) αποτελεί μια μικρότερη ομάδα μαζί με τους λύχνους 1691 από την ταφή 1, και 1715 από τον τάφο 12, ταφή Δ, γιατί έχουν πολλές ομοιότητες κυρίως στο σφαιρικό σώμα και σχετίζονται με τον τύπο 39 της Αγοράς.
Οι λύχνοι αυτοί, των οποίων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα διαφέρουν εντελώς από αυτά των λύχνων που εξετάστηκαν παραπάνω, έχουν πάντα σώμα σχεδόν σφαιρικό, που στο κάτω μέρος γίνεται επίπεδο για να σχηματιστεί η βάση-πλάτυσμα, που πάντοτε είναι ίδια, επίπεδη, χωρίς ποτέ να αποτελεί ξεχωριστό τμήμα από το υπόλοιπο σώμα. Ο μυκτήρας, σχετικά επιμήκης, δεν ξεχωρίζει με ιδιαίτερη σαφήνεια από το σώμα, του οποίου αποτελεί ενιαία προέκταση και φέρει σχεδόν πάντα ελλειψοειδή οπή. Ο δίσκος αποτελείται από ένα κολλάρο, ξεχωριστό τμήμα του σώματος, που περιβάλλεται από ένα περιχείλωμα πολύ χαμηλό στα πιο πρώιμα παραδείγματα, όπως είναι οι λύχνοι του Τ4, και πιο ψηλό στα μεταγενέστερα. Η λαβή, κάθετη ταινιωτή, συχνά με αυλακώσεις στη ράχη, είναι βασικό στοιχείο των λύχνων της κατηγορίας αυτής. Λύχνοι με παρόμοια χαρακτηριστικά εμφανίζονται στην Αγορά από το δ' τέταρτο του -3ου αι. και διαφοροποιημένοι, άλλοτε σε μικρότερο κι άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, συνεχίζουν μια συνεχή πορεία μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Βασικό γνώρισμα των πρώιμων λύχνων της κατηγορίας είναι η παρουσία ξεχωριστής βάσης. Έτσι από τα παραδείγματα της Αγοράς αριθ.437 και 442 του τύπου 33A μέχρι το λύχνο 504 του τύπου 37C παρατηρείται μια μεγάλη διαφοροποίηση και, κυρίως, η εξαφάνιση της βάσης77.
Ο πηλός των λύχνων από την Πύλο, με μίκκα, ποικίλει από γκριζωπός στον 1695 μέχρι καστανός και καστανοκίτρινος και πάντα με επίχρισμα -κατά το πλείστον απολεπισμένο- χρώματος μαύρου στους 1757 και 1695 και καστανό μέχρι κοκκινωπό στους υπόλοιπους. Η μορφή των λύχνων και ιδιαίτερα η απουσία ιδιαίτερης βάσης μας οδηγεί αναγκαστικά στο να τους τοποθετήσουμε αρκετά μακριά από τα πρώιμα παραδείγματα του τύπου 33 A της Αγοράς και να τα συσχετίσουμε περισσότερο με τον τύπο 37 Β, παρόλες τις διαφορές που παρατηρούνται, ειδικότερα στην σφαιρικότητα του σώματος78. Σημαντικό όμως ρόλο για τη χρονολόγηση παίζει το γεγονός της ανεύρεσης του λύχνου 1757 μαζί με νομίσματα του τέλους του -1ου αι. και των αρχών του +1ου αι Έτσι, με μια τέτοια χρονολόγηση ταιριάζει πολύ καλά και η χρονολόγηση των λύχνων 1683-1685 στο δ' τέταρτο του -1ου αι.
Οι λύχνοι της ταφής A του Τ4, που από τα υπόλοιπα δεδομένα χρονολογούνται στην στροφή από το 2ο προς τον -1ο αι., παρουσιάζουν μια διαφοροποίηση στο δίσκο που δεν έχει τόσο ψηλό περιχείλωμα όσο οι υπόλοιποι.
Παρόμοια παραδείγματα με τους λύχνους της παραπάνω κατηγορίας από τον Κεραμεικό χρονολογούνται στον πρώιμο -1ο αι.79 και από τη Θήβα, γενικά, στον -1ο α.80.
Όλοι οι παραπάνω λύχνοι της Πύλου, όσον αφορά στην τεχνική της κατασκευής τους ανήκουν στα τροχήλατα αγγεία. Παραδείγματα κατασκευασμένα με μήτρα βρέθηκαν μόνο τρία: 1682 (Σχέδ.17 Πίν.18γ-δ) από την ταφή 8, 1714 (Σχέδ.17 Πίν.30α-β) και 1719 (Πίν.27στ-ζ) από τον τάφο 12. Από τους τρεις αυτούς λύχνους οι δύο πρώτοι ανήκουν στο λεγόμενο τύπο Εφέσου81, που τα περισσότερα παράλληλά του χρονολογούνται στον -1ο αι.82.
Από τα λιγότερο συνηθισμένα παραδείγματα είναι ο λύχνος 1719 από κόκκινο ακάθαρτο πηλό και επίχρισμα παρόμοιου χρώματος με αμελούς κατασκευής ακτινωτά, πλαστικά κοσμήματα στον ώμο, μια επίσης αμελούς κατασκευής αυλακιά γύρω από την οπή πληρώσεως, και τρεις λωβούς. Το παράδειγμα από την Πύλο μπορεί να θεωρηθεί παραλλαγή των τύπων 45 Β και 45C της Αγοράς, που χρονολογούνται στο γ' τέταρτο του -3ου αι.83.
Μεγαρικοί σκύφοι
Οι ανάγλυφοι σκύφοι σε σχήμα ημιτόμου, που συνηθέστερα ονομάζονται μεγαρικοί σκύφοι84 και που αποτέλεσαν το αγαπητότερο είδος σκύφου στην ελληνιστική εποχή και ιδιαίτερα στο -2ο αι. σε όλη τη μεσογειακή λεκάνη, δηλώνουν την παρουσία τους στην Πύλο με μια σχετικά μεγάλη ποικιλία. Μέχρι τώρα από όλους είναι αποδεκτή η άποψη ότι ο μεγαρικός σκύφος είναι μια εφεύρεση των αθηναίων κεραμέων λίγο πριν από τα μέσα του -3ου αι.85 και από εκεί διαδόθηκε με ταχύτατο ρυθμό σε όλη τη Μεσόγειο.
Τα αγγεία από τον τύμβο της Πύλου έχουν πάντα σώμα ημισφαιρικού σχήματος με μικρές διαφορές, που εντοπίζονται κυρίως στο χείλος που άλλοτε στρέφεται έντονα προς τα μέσα, άλλοτε ελαφρά κι άλλοτε καθόλου ή λίγο προς τα έξω. Σχεδόν πάντοτε, εξάλλου, φέρουν βερνίκι από μαύρο μέχρι πορτοκαλέρυθρο χρώμα, με πολλές αποχρώσεις και τόνους του καστανού και του κόκκινου. Η ανάγλυφη διακόσμηση που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια των αγγείων μπορεί χονδρικά να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: α) με μυθολογικές σκηνές ή σκηνές καθημερινής ζωής, β) με φυτικά θέματα και γ) με γεωμετρικά θέματα.
Οι περισσότεροι μεγαρικοί σκύφοι στους τάφους της Πύλου είχαν χρησιμοποιηθεί στις ταφικές πυρές. Όλα τα αγγεία βρέθηκαν σπασμένα. Περισυλλέχτηκαν πολλά όστρακα, αρκετά από τα οποία συγκολλήθηκαν και έτσι αποκαταστάθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τέσσερις σκύφοι.
Ο ένας από αυτούς, 1657 (Πίν.7ε), που φαίνεται να είναι και ο παλιότερος χρονολογικά, είναι από γκρίζο πηλό και έφερε μαύρο γάνωμα αρκετά απολεπισμένο σήμερα. Είναι ο μοναδικός σκύφος που βρέθηκε μέσα στον τάφο 4 και συγκεκριμένα μαζί με τα αγγεία της ταφής Β, η οποία χρονολογείται στα τέλη του -3ου αι. Το χείλος, αρκετά ψηλό, κλίνει προς τα μέσα, αλλά στην άκρη στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Κάτω ακριβώς από το χείλος μια ζώνη, που φέρει ανάγλυφα ιωνικά αβγά και λογχοειδή φύλλα, περιορίζει το κυρίως σώμα του αγγείου που καλύπτεται με μικρά λογχοειδή φυλλάρια διαγραμμισμένα με λοξές πλαστικές γραμμές- νευρώσεις.
Όλοι οι υπόλοιποι σκύφοι χρονολογούνται στο -2ο αι.
Δύο όστρακα (1787) (Πίν.35α-β) προέρχονται από την ανακομιδή Τ16, που βρέθηκε δίπλα στον τάφο 4, και ανήκουν στην κατηγορία των σκύφων με γεωμετρική διακόσμηση. Στην πρώτη, από πάνω προς τα κάτω, ζώνη φέρουν ρόδακες με πέταλα μικρά και μεγάλα, εναλλάξ, κάτω από αυτή μια ζώνη με ομάδες από ομόκεντρους ρόμβους κι ανάμεσά τους κουκκίδες, ενώ, τέλος, το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται με μικρά ανάγλυφα τετράγωνα ή ισόπλευρους ρόμβους που φέρουν ένα μικρό βαθούλωμα στο κέντρο, θέματα που συναντώνται ως επί το πλείστον σε μια ομάδα σκύφων από τη Δήλο και αποτελούν τη λεγόμενη ομάδα με γεωμετρική διακόσμηση86. Τα υπόλοιπα κομμάτια σκύφων προέρχονται από τις δύο ταφικές πυρές Τ5 και Τ18 και χρονολογούνται στα μέσα προς το β' μισό του -2ου αι.
Στην κατηγορία των σκύφων με διακόσμηση σκηνών με ζώα και ανθρώπινες μορφές ανήκουν τα θραύσματα του σκύφου 2093 (Πίν.38α) από την πυρά 18. Η γυμνή αντρική μορφή που τρέχει προς τα δεξιά, με τη χλαμύδα να ανεμίζει, και το πίσω μέρος του σώματος ενός σκύλου που επίσης τρέχει προς τα δεξιά, είναι οι μόνες που σώζονται από τις μορφές που διακοσμούσαν το σκύφο. Είναι φανερό ότι ανήκουν σε σκηνή κυνηγιού. Παρόμοιοι σκύφοι από το Άργος προέρχονται από το εργαστήριο του Αγαθοκλή και κατατάσσονται από το Siebert στην ομάδα των «bols de chasse»87. Ένας παρόμοιος σκύφος από τη Δήλο (3323), παρουσιάζει την ίδια τεχνοτροπία, όσον αφορά στην απόδοση των μορφών, μολονότι παριστάνει σκηνή διαφορετικού περιεχομένου. Εκτός αυτού, όμως, πανομοιότυπος είναι και στους δύο σκύφους ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η σκηνή κάτω από το χείλος με τις ίδιες ακριβώς διακοσμητικές ζώνες από ρόδακες και κουκκίδες88.
Στην ίδια κατηγορία σκύφων μπορούν να καταταχθούν και τα τέσσερα όστρακα του σκύφου 2096 (Σχέδ.20β·Πίν.38ε) από την ίδια πυρά. Ανάμεσα στους ρόδακες, που, όπως φαίνεται, ιδιαίτερα αγαπούσε ο τεχνίτης, παριστάνεται καθισμένος ένας λαγός.
Από τα χείλη σκύφου προέρχονται τα όστρακα 2098, από την πυρά 18, με κάπως στιλπνό γάνωμα χρώματος καστανοκόκκινου ως μαύρου, με διακόσμηση από ιωνικό κυμάτιο με αβγά και λόγχες, μια σειρά από κουκκίδες και πιο κάτω ανάγλυφο σύνθετο μαίανδρο με τετράγωνα ανάμεσα στις κεραίες89.
Όλοι οι άλλοι σκύφοι ανήκουν στην κατηγορία των σκύφων με φυτική διακόσμηση. Σε μια μικρότερη ομάδα μπορούν να συγκεντρωθούν οι σκύφοι 1742 (Σχέδ.18 Πίν.13γ) και 1738 (Πίν.13α) από την πυρά 5, ο σκύφος 2091 (Σχέδ.19 Πίν37στ-ζ) της πυράς 18 και τα τέσσερα όστρακα του σκύφου 2076 (Πίν.12α) από την πυρά 5. Οι σκύφοι αυτοί χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι φέρουν ως κύρια διακόσμηση μικρά φύλλα με οξείες90 ή αποστρογγυλεμμένες κορυφές91 και διαφοροποιούνται στο θέμα της ζώνης που βρίσκεται κάτω από το χείλος που άλλοτε φέρει ιωνικά αβγά και λόγχες κι άλλοτε ρόδακες92. Ο σκύφος 2091 της πυράς 18 είναι ο μόνος από τους σκύφους της Πύλου που φέρει κάτω, στη βάση, ανάγλυφη επιγραφή που από δεξιά προς τα αριστερά διαβάζεται ΑΠΟΜ\ ΑΔΟΣ.
Τα όστρακα 2097 (Σχέδ.20γ· Πίν.38δ) και 2099 (Σχέδ.20ε- Πίν.39β) της πυράς 18 ανήκουν σε μια άλλη ομάδα σκύφων με λεπτά τοιχώματα και μαύρο στιλπνό γάνωμα. Η διακόσμησή τους συνίσταται σε φύλλα λωτού, άκανθες και καυλούς. Παρόμοιοι σκύφοι, από τον ελλαδικό κυρίως χώρο, χρονολογούνται στα μέσα του -2ου αι.93.
Τέλος, σε μια αρκετά γνωστή ομάδα ανήκουν ο σκύφος 1741 (Σχέδ.18 Πίν.13β) από την πυρά 5 και τα όστρακα 2089 (Πίν.35β) από την ανακομιδή Τ16. Ο σκύφοι αυτοί γνωστοί ως long petal bowls εμφανίζονται αρχικά στην Αθήνα από τα μέσα του -2ου αι. και μετά94.
Μυροδοχεία
Από τα πιο πολυάριθμα είδη του συνόλου των ευρημάτων της Πύλου είναι τα μυροδοχεία, είδος, άλλωστε, που αφθονεί τόσο σε ολόκληρη την ελληνιστική όσο και τη ρωμαϊκή εποχή. Τα αγγεία αυτά που διαφέρουν από όλα τα άλλα στο σχήμα τους και κυρίως στη βάση με το ψηλό και λεπτό πόδι, ακόμη παρουσιάζουν προβλήματα στην έρευνα όσον αφορά στην προέλευση, τη χρήση και, κυρίως, την εξέλιξη και τη χρονολόγηση των τύπων. Οι διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς δεν έχουν τεκμηριωθεί αρκετά καλά και δεν είναι σίγουρο αν πρέπει κανείς να στηριχθεί σε αυτές για να λύσει τυχόν προβλήματα ακολουθώντας τον ίδιο λανθασμένο, πιθανώς, δρόμο, που θα οδηγήσει στην περιπλοκή και όχι στη λύση του προβλήματος95.
Η εξέλιξη του σχήματος των μυροδοχείων από κοντόχοντρα σε πιο ραδινά σχήματα με στενότερη κοιλιά, ψηλότερο, λεπτότερο πόδι και λαιμό σταματά στα τέλη του -3ου αι. Από τον επόμενο αιώνα τα χαρακτηριστικά αυτά παλινδρομούν με κάποιες μικρές νέες διαφοροποιήσεις, με αποτέλεσμα την ίδια εποχή να συνυπάρχουν τα λεπτά επιμήκη και τα κοντόχοντρα αγγεία. Οι προσπάθειες που έγιναν για τη διαπίστωση συγκεκριμένων αναλογιών έδωσαν κάποια αποτελέσματα, αλλά όχι λύσεις στη χρονολόγηση96. Με τα δεδομένα αυτά συχνά δεν μπορεί παρά να μη ληφθεί υπόψη η απλή ομοιότητα δύο μυροδοχείων για τη χρονολόγηση, αφού είναι πολύ ρευστό το θέμα της χρονολογικής εξέλιξης της μορφής τους, αν η χρονολόγηση που προκύπτει διαφωνεί με αυτή που παρέχουν άλλου είδους αγγεία μέσα σε ένα κλειστό σύνολο.
Από τα μυροδοχεία της Πύλου τα πιο πρώιμα, του τέλους του -4ου αι., είναι τα τέσσερα μυροδοχεία 1650, 1651, 1652 και 1653 (Σχέδ.21 Πίν.8β-ε), που προέρχονται από την ταφή Γ του τάφου 4. Μολονότι τα αγγεία αυτά δεν είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους, ωστόσο, έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα: φουσκωτή κοιλιά, που στο μυροδοχείο 1652 είναι περισσότερο ευρεία από ότι στα άλλα, αλλά κυρίως κοντό και χοντρό πόδι και λαιμό. Τα τρία πρώτα φέρουν γάνωμα ως επί το πλείστον απολεπισμένο και διακοσμητικές γραμμές στο λαιμό και στον ώμο.
Ιδιαίτερα το μυροδοχείο 1652 παρουσιάζει μια ιδιορρυθμία. Το κάτω μισό τμήμα ήταν μελαμβαφές, ενώ το υπόλοιπο διατηρούσε το χρώμα του πηλού με διακοσμητικές μαύρες γραμμές. Η μεγάλη ομοιότητα των αγγείων αυτών με τα αττικά μυροδοχεία του τέλους του 4ου αι. κάνει πιθανή την άποψη ότι αυτά αποτελούν εισαγωγές από αττικά εργαστήρια97. Όσον αφορά στο γενικότερο χαρακτηριστικό της μορφής τους ανήκουν στα λεγόμενα fusiforme μυροδοχεία, σύμφωνα με το διαχωρισμό που καθιέρωσε ο Thompson98.
Το μυροδοχείο 1653 παρουσιάζει εμφανώς πιο στενή κοιλιά από τα παραπάνω, αλλά ακόμα το πόδι και ο λαιμός έχουν κοντόχοντρες αναλογίες.
Τα υπόλοιπα μυροδοχεία της Πύλου είναι αρκετά μεταγενέστερα. Στο δεύτερο μισό του -2ου αι. ανήκουν αυτά που προέρχονται από τις ταφικές πυρές Τ5 και Τ6. Από αυτά τα 1743 (Σχέδ.23 Πίν.14α), 1792 (Σχέδ.23 Πίν.16β), 1794 (Πίν.14 δ) και 1795 (Πίν.14ε), μπορούν να αποτελέσουν μια ομάδα με όμοια χαρακτηριστικά στη δομή τους. Η κοιλιά, στενή και επιμήκης, ενώνεται ομαλά με το πόδι και το λαιμό χωρίς σαφή άρθρωση με αποτέλεσμα το καθένα τμήμα του αγγείου να αποτελεί συνέχεια του άλλου99.
Περίπου στην ίδια εποχή, ίσως προς τις τελευταίες δεκαετίες του -2ου αι., ανήκουν τα μυροδοχεία της ταφής 7. Τα τέσσερα αυτά μυροδοχεία παρουσιάζουν τρεις διαφορετικούς τρόπους διάπλασης. Τα 1671 (Πίν.16γ) και 1673 (Σχέδ.22 Πίν.16 ε), καθώς και το μυροδοχείο 1744 (Σχέδ.22 Πίν.14 β) της ταφικής πυράς 5 παρουσιάζουν ιδιαίτερα επιμήκη κοιλιά, που όμως αφήνει να διακρίνεται ο ώμος του αγγείου, δηλαδή σε αντίθεση με την προηγούμενη ομάδα, παρουσιάζουν ένα σπάσιμο της συνέχειας της κατατομής στο σημείο όπου ξεκινάει ο λαιμός100.
Το μυροδοχείο 1672 (Σχέδ.24 Πίν.16 δ), που μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια ομάδα με τα μυροδοχεία 1654 (Σχέδ. 23 Πίν.8α) από τον τάφο 4, και 1793 (Σχέδ.21 Πίν.14γ) από την πυρά 6, έχει λίγο πιο σαφείς αρθρώσεις των μερών του σώματος101.
Εντελώς διαφορετικό είναι το μυροδοχείο 1746 (Σχέδ.25 Πίν.16α) με τον εξίσου λεπτό λαιμό και πόδι, αλλά με τη σχεδόν σφαιρική κοιλιά. Στην ίδια κατηγορία με αυτό ανήκει και το μυροδοχείο 1735 (Σχέδ.2Γ Πίν.23α) από τον τάφο 9 102. Στη στροφή του -2ου προς τον -1ο αι. ανήκουν τα μυροδοχεία του τάφου 9. Από αυτά τα 1721 (Σχέδ.25 Πίν.20γ) και 1722 (Πίν.21α) διακρίνονται για την πολύ μικρή σε όγκο κοιλιά, που διογκώνεται στο μέσον, και μαζί με τα μυροδοχεία 1701, 1702 (Σχέδ.25 Πίν.29γ-δ) και 1699 (Σχέδ.24 Πίν.29α) του τάφου 12, που χρονολογούνται στον πρώιμο -1ο αι.,αποτελούν μια άλλη ομάδα103. Ένα επιπλέον κοινό χαρακτηριστικό των μυροδοχείων αυτών είναι το μικρό τους ύψος σε αντίθεση με τα προηγούμενα, που ήταν σχετικά ψηλά.
Διαφορετική διάπλαση έχει το μυροδοχείο 1720 (Σχέδ.21 Πίν.20β) από τον τάφο 9, με τη σχετικά ευρεία κοιλιά, το κοντό πόδι και το λαιμό, που θυμίζει μυροδοχεία του τέλους του 4ου και των αρχών του 3ου αιώνα.
Αξιοσημείωτη όμως είναι η ανεύρεση δύο μυροδοχείων σε πολύ όψιμες ταφές: το μυροδοχείο 1681 (Σχέδ.26 Πίν.20α) από την ταφή 8, του τελευταίου τέταρτου του -1ου αι., και το μυροδοχείο 1755 (Σχέδ.26 Πίν.32β) από τον τάφο 13, που χρονολογείται στις αρχές του -1ου αι. Και στα δύο παραπάνω αγγεία παρατηρούμε τις αναλογίες των πρώιμων αγγείων. Η κοιλιά είναι πολύ «γεμάτη», σφαιρική και μεγάλη, τα πόδια κοντά. Δυστυχώς και των δύο λείπουν τα στόμια και οι λαιμοί και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μορφή είχαν. Σώζονται όμως τα πόδια, με σχετικά πλατιές βάσεις. Μάλιστα, στο μυροδοχείο 1755 η βάση είναι ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής, καθώς αποτελεί κανονικό μέρος του αγγείου κι όχι απλό πλάτυσμα του ποδιού, όπως συνήθως συνέβαινε με τα μυροδοχεία που εξετάσαμε ως τώρα. Η επάνοδος αυτή σε σχήματα «γεμάτα» σε μια τέτοια εποχή δε φαίνεται να είναι εξαίρεση που δημιουργούν τα δύο παραδείγματα της Πύλου, γεγονός το οποίο συγχέει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, όσον αφορά στην εξέλιξη του σχήματος.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός είναι η συνύπαρξη μυροδοχείων με ατρακτόσχημο σώμα, fusiform, και μυροδοχείων χωρίς πόδι, bulbous. Ο δεύτερος αυτός τύπος αγγείων που συνηθίζεται κυρίως από τον -1ο αι. και μετά, φαίνεται πως εμφανίζεται τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του -2ου αι., όπως αποδεικνύει το εύρημα του τάφου 9, από τον οποίο προέρχεται το μυροδοχείο 1723 (Σχέδ.26 Πίν.21β). Το σώμα του αγγείου είναι έντονα σφαιρικό και στο κάτω μέρος διαμορφώνεται η οριζόντια έδραση. Ο λαιμός, λεπτός, απολήγει σε στόμιο που έχει μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού και φέρει καστανό επίχρισμα μέχρι τον ώμο. Ο κοκκινωπός πηλός διακρίνεται για την εξαιρετική του καθαρότητα. Η επιφάνεια του αγγείου είναι άβαφη, αλλά στιλπνή και τα τοιχώματά του πολύ λεπτά.
Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά παρουσιάζουν και τα μυροδοχεία 1703 και 1704 (Σχέδ.26 Πίν.28ζ-η) από την ταφή Δ του τάφου 12, που χρονολογούνται στον πρώιμο -1ο αι. Τα πολύ λεπτά τοιχώματα και η υφή του πηλού συνδέουν τα παραπάνω τρία μυροδοχεία με την κατηγορία των αγγείων με λεπτά τοιχώματα, που παράγονταν στις περιοχές της Ιταλίας και κατά πάσα πιθανότητα, είναι επείσακτα. Επειδή τα μυροδοχεία αυτά ανήκουν στα πρωιμότερα παραδείγματα του τύπου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτός ο τύπος των μυροδοχείων είναι δημιούργημα των ιταλικών εργαστηρίων και διαδόθηκε στις ανατολικές περιοχές104.
Η απουσία μυροδοχείων του 3ου και του πρώιμου -2ου αι. στην Πύλο δε μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της μορφής από τον -4ο αι. στην περιοχή αυτή.
Για μια ακόμη φορά μπορεί να λεχθεί ότι τα πρώτα παραδείγματα του -4ου αι. είναι κοντόχοντρα, με μεγάλη φουσκωτή κοιλιά που αρχίζει από πολύ χαμηλά στο πόδι. Η διάπλαση του μυροδοχείου 1653 πιθανώς δείχνει ότι τα επιμήκη μυροδοχεία με τη λεπτή κοιλιά, που συναντώνται πολύ στο 2ο αιώνα, υπάρχουν ως τύπος ήδη από το τέλος του 4ου με πιο χοντρό, όμως, πόδι και λαιμό. Στο β' μισό, τουλάχιστον, του 2ου αι. παρουσιάζονται διαφορετικές τάσεις στη διάπλαση των ατρακτόσχημων αυτών αγγείων, ενώ προς τα τέλη του ίδιου αιώνα κάνει την εμφάνισή του ο τύπος του μυροδοχείου χωρίς πόδι, με σφαιρικό σώμα, το οποίο αργότερα θα πάρει τη μορφή κώνου και θα αποτελέσει τον χαρακτηριστικότερο τύπο μυροδοχείου της ρωμαϊκής εποχής.
Οινοχόες
Οι τέσσερις οινοχόες από το σύνολο της κεραμικής αντιπροσωπεύουν και ισάριθμες κατευθύνσεις, όσον αφορά στον τύπο που ανήκουν. Τα αγγεία 1659 και 1660 προέρχονται από την ταφή Γ του τάφου 4. Η οινοχόη 1659 (Σχέδ.28 Πίν.9δ), περισσότερο μικρογραφία παρά πραγματική οινοχόη, ανήκει στην παράδοση ενός τύπου, που στα περισσότερα σωζόμενα παραδείγματα είναι αττικός105. Η βάση του αγγείου είναι χαμηλή δακτυλιόσχημη. Το σώμα είναι σχετικά ευρύ, ιδιαίτερα στο σημείο του ώμου έχει μορφή κυλίνδρου, και στη βάση του φέρει μια περιφερειακή υποτομή, που θυμίζει μεταλλικά πρότυπα, ενώ το χείλος είναι στρογγυλό και στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Η λαβή που ξεκινάει κάτω από το χείλος και ανορθώνεται ελαφρά φτάνοντας στο ύψος του στομίου είναι έντονα καμπύλη και καταλήγει στο άκρο του ώμου. Ολόκληρο το αγγείο έφερε κόκκινο επίχρισμα. Με τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά παρουσιάζονται ορισμένα παραδείγματα της κατηγορίας αυτής από τον Κεραμεικό106. Κάποιες διαφορές στις λεπτομέρειες διαφοροποιούν κάπως την οινοχόη 1659. Οι οινοχόες του Κεραμεικού χρονολογούνται στις αρχές μέχρι το μέσον του -3ου α.107. Μια παρόμοια οινοχόη από την Κόρινθο χρονολογείται στο α' μισό του -2ου αι.108. Η σύγκριση των παραδειγμάτων του Κεραμεικού και της Κορίνθου με την οινοχόη της Πύλου, με τις αισθητά πιο κοντόχοντρες αναλογίες, συνηγορούν σε μια πρωιμότερη χρονολόγηση της τελευταίας.
Δεδομένου ότι όλες οι άλλες είναι οινοχόες κανονικού ή μεγάλου μεγέθους, ενώ της Πύλου είναι, όπως αναφέρθηκε, μια μικρογραφία, οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να σημαίνουν πολύ μεγάλη διαφορά. Η χρονολόγηση της οινοχόης 1659 προς τα τέλη του 4ου αιώνα, μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα της ταφής, μπορεί να θεωρηθεί λογική. Η σύγχρονη με την παραπάνω οινοχόη 1660 (Σχέδ.21 Πίν.9β) ανήκει στον τύπο των τριφυλλόστομων, του πιο γνωστού τύπου, ιδιαίτερα στην κλασική εποχή109. Στη σειρά όλων των αγγείων της κατηγορίας αυτής η οινοχόη 1660 θα πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στις οινοχόες 128-134 της Αγοράς και ιδιαίτερα δίπλα στην 130, που χρονολογείται στο -325/ -310 110 και που παρουσιάζει τα ίδια επιμέρους χαρακτηριστικά, δηλαδή τη δισκόμορφη βάση, το ωοειδές με κάθετες ραβδώσεις διακοσμημένο σώμα, το σχετικά ψηλό και λεπτό λαιμό, τη λεπτή λαβή και, τέλος, τα υπερβολικά τονισμένα και διαχωρισμένα μεταξύ τους τρία «φύλλα» του στομίου, από τα οποία το μεσαίο, που αποτελεί και την προχοή, είναι πολύ πιο επίμηκες από τα άλλα111. Τα αγγεία με τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τυπικά ιδιαίτερα για το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. στην Αττική και σε άλλες περιοχές112. Μια ομάδα τέτοιων αγγείων από την Ιταλία κατατάσσεται στα έργα ενός εργαστηρίου και μιας τεχνοτροπίας που είναι γνωστή ως Gnathia Ware113. Η διακόσμηση στα αγγεία αυτά είναι λιτή και τυπική. Ολόκληρο το αγγείο καλύπτεται με μαύρο στιλπνό γάνωμα και στο λαιμό φέρει διακόσμηση με λευκό επίθετο χρώμα από κλαδιά ή γιρλάντα, ενώ συνηθέστερα υπάρχει μια ταινία που παριστάνεται δεμένη γύρω στο λαιμό του αγγείου με κρεμάμενα τα άκρα της. Στην οινοχόη 1660 της Πύλου δε διασώθηκε το λευκό χρώμα της διακόσμησης. Διακρίνονται όμως τα αποτυπώματα των διακοσμητικών στοιχείων, που διαφοροποίησαν το μαύρο χρώμα του αγγείου και που θα πρέπει να ήταν μια γιρλάντα κισσού στο πάνω μέρος του λαιμού και πιο κάτω μακριά κλαδιά με επιμήκη φύλλα, και τα δύο άκρα της ταινίας με κροσσωτά πέρατα. Αγγεία με παρόμοια διακόσμηση από την Ιταλία ανήκουν στην κατηγορία των αγγείων Gnathia114.
Στις οινοχόες κατατάσσεται και το αγγείο 1739 (Σχέδ.28 Πίν.13δ). Το αγγείο αυτό αποσυσχετίζεται από μια ομάδα αγγείων με παρόμοια διάπλαση του σώματος, τα οποία ονομάστηκαν στρογγυλές λάγυνοι. Η διαφορά της οινοχόης αυτής από τις λαγύνους, είναι η μορφή που έχει ο λαιμός, ο οποίος είναι πολύ κοντός, πράγμα που δε συμφωνεί με τα γνωρίσματα των λαγύνων, που είναι «μακροτράχηλοι»115. Κι αν η διαφορά αυτή δεν είναι αρκετή για το διαχωρισμό του αγγείου από τις λαγύνους, παρ' όλα αυτά θεωρήθηκε σκόπιμο να ονομαστεί οινοχόη, εφόσον παρόμοια αγγεία από τα μεγάλα κέντρα της Ελλάδας (Αθήνα, Κόρινθος) θεωρούνται οινοχόες116. Σαφή και συγκεκριμένα παράλληλα δεν υπάρχουν για τη συσχέτιση και τη χρονολόγηση της οινοχόης 1739, εφόσον τόσο οι αττικές117 όσο και οι κορινθιακές118 παρόμοιες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά για μια γενικότερη ομαδοποίηση του αγγείου στις οινοχόρες με σχεδόν σφαιρικό σώμα και μικρή λαβή, σχήματα που επικρατούν από τις αρχές του -5ου μέχρι και το -2ο αι.119.
Τα υπόλοιπα αγγεία από την πυρά 5, μαζί με τα οποία βρέθηκε η οινοχόη, συνηγορούν σε μια χρονολόγηση του αγγείου στο β' μισό του -2ου αι.
Σε έναν τέταρτο τύπο ανήκει η οινοχοΐσκη 1782 (Πίν.40α) από τον τάφο 20, που με βάση το μικρό ασκό 1783, μαζί με τον οποίον βρέθηκε, χρονολογείτε στο α΄μισό του -3ου αιώνα. Ο τύπος αυτός της οινοχόης δεν φαίνεται να είναι πολύ συνηθισμένος στην ύστερη κλασική και σχεδόν καθόλου στην ελληνιστική εποχή. Αβέβαιη είναι και η οποιαδήποτε αναγωγή της προέλευσής του. Τα μόνα παραδείγματα που μπορούν να συγκριθούν με την οινοχοΐσκη της Πύλου ως προς τη γενικότερη μορφή της είναι κάποια σποραδικά του -6ου αι.120. και μερικά από την Όλυνθο, που χρονολογούνται από τον -5ο μέχρι τον πρώιμο -4ο αι.121. Ελάχιστα παραδείγματα που μπορούν κάπως να συσχετιστούν με την οινοχόη 1782 προέρχονται από την Ετρουρία. Από αυτά το πλησιέστερο παράδειγμα προέρχεται από τον τάφο της Tarquinia και χρονολογείται στο β' μισό του -3ου αι.122.
Πινάκια
Από τα πιο συνηθισμένα αγγεία της ελληνιστικής εποχής σε τάφους, τα πινάκια, αντιπροσωπεύονται στην Πύλο από ικανοποιητικό αριθμό και αρκετούς τύπους αναλογικά με τον αριθμό των ευρημάτων. Το μικρό πινάκιο 1645 (Σχέδ.29 Πίν.7α) από την ταφή Γ του τάφου 4, που θυμίζει περισσότερο πεπλατυσμένο φιαλίδιο, θα πρέπει να αποτελεί το παλιότερο δείγμα. Η μικρή του βάση στηρίζει ένα σχεδόν επίπεδο σώμα με χείλη έντονα σχηματισμένα και στραμμένα προς τα μέσα.
Η χρονολόγησή του, σε σύγκριση με τα παράλληλα από την Αγορά και την Κόρινθο, του 4ου αι., από τη Σαμάρεια, του -3ου αι.123, μαζί με τα υπόλοιπα αγγεία της ταφής, στα τέλη του -4ου αι. είναι μάλλον ασφαλής.
Τα υπόλοιπα πινάκια μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, σε βαθιά και ρηχά, κι αυτές πάλι σε μικρότερες ομάδες ή τύπους. Στην κατηγορία των βαθιών πινακίων ανήκουν τα: 1724, 1725, 1746, 1647, 1799 και 1800. Το πινάκιο 1646 (Σχέδ.29 Πίν.5α), που προέρχεται από τον τάφο 4, μπορεί να καταταχτεί στον τύπο των λεγομένων «ομφαλωτών πινακίων». Τα χείλη είναι ελαφρά στραμμένα προς τα μέσα και σχηματίζουν οξεία γωνία με την επιφάνεια των τοιχωμάτων. Τόσο το πινάκιο 1646 όσο και τα υπόλοιπα της κατηγορίας των βαθιών πινακίων, παρόλες τις διαφοροποιήσεις τους ανήκουν σχεδόν όλα στην ίδια εποχή. Το πινάκιο 1647 (Σχέδ.29 Πίν.5β) προέρχεται από τον τάφο 4 και βρέθηκε μαζί με το 1646 στην ταφή Α. Και τα δύο έχουν την ίδια μορφή στο άνοιγμα του σώματος, την ίδια βάση και διαφέρουν μόνο στα χείλη. Το χείλος του πινακίου 1647 στρέφεται ελαφρά προς τα έξω.
Παρόμοια πινάκια από τη Σαμάρεια χρονολογούνται στο -2ο/ -1ο αι.124. Το πινάκιο 1800 (Σχέδ.29 Πίν.37γ) ως σχήμα συναντάται στο Άργος125 και στην Αγορά126. Έχει και αυτό μικρή βάση και το σώμα του ανοίγει ελαφρά προς τα έξω. Τα παρόμοια παραδείγματα τόσο από την Αγορά όσο κι από το Άργος χρονολογούνται στο τέλος του -2ου/ αρχές του -1ου αι. Η ανεύρεση όμως του πινακίου 1800 στην πυρά Τ18, της οποίας τα ευρήματα χρονολογούνται μέσα στο -2ο αι., θα πρέπει να μας οδηγήσει σε μια τέτοια χρονολόγηση του πινακίου αυτού. Τα άλλα δύο βαθιά πινάκια από τον τάφο 9 (1724 και 1725) (Πίν.21γ-δ) διαφέρουν κάπως μεταξύ τους ως προς τη διάρθρωση. Το 1724 έχει πιο πλατιά βάση και τα τοιχώματα ανεβαίνουν πιο ομαλά, ενώ το χείλος στρέφεται προς τα μέσα σχηματίζοντας γωνία.
Αντίθετα, στο πινάκιο 1725 τα τοιχώματα δημιουργούν μικρότερο άνοιγμα και τα χείλη διακόπτονται σχεδόν απότομα με μια υποτυπώδη διαμόρφωση του πέρατος. Μορφολογικά το πινάκιο 1725 μπορεί να σταθεί κοντά στα παρόμοια από το Άργος, που χρονολογούνται στη στροφή του -2ου προς τον -1ο αι.127.
Τα υπόλοιπα πινάκια ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία των ρηχών πινακίων με επίπεδο ή σχεδόν επίπεδο πυθμένα και χαμηλά τοιχώματα, που στην περίπτωση αυτή ξεχωρίζουν σαφώς σε αντίθεση με την κατηγορία των βαθιών, όπου το κάτω μέρος των τοιχωμάτων αποτελούσε ταυτόχρονα και τον πυθμένα του αγγείου. Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες. Σε μια πρώτη ομάδα ανήκουν τα πινάκια 1678 (Σχέδ.30 Πίν.18β) από την ταφή 8 και 1642 (Σχέδ.30 Πίν.4α-β) από την ταφή A του τάφου 4. Η βάση τους χαμηλή, κοίλη στο κάτω μέρος, στο πινάκιο 1678 παρουσιάζει μια υποτομή εξωτερικά στην κάθετη επιφάνειά της. Το σώμα, σε κατατομή, εξωτερικά διαγράφει μια ενιαία καμπύλη γραμμή και απολήγει σε χείλος που στρέφεται ελαφρά προς τα μέσα. Την ίδια καμπύλη ακολουθούν τα τοιχώματα και στο εσωτερικό των αγγείων μέχρι τον πυθμένα, ο οποίος στο πινάκιο 1642 είναι σχεδόν επίπεδος, ενώ στο 1678 παρουσιάζει μια σχεδόν κυματοειδή μορφή με μια στενή περιφερειακή αυλακιά στο μέσον περίπου της απόστασης από το κέντρο του πυθμένα. Αγγεία με τέτοια μορφολογικά γνωρίσματα φαίνεται πως είναι χαρακτηριστικά της εποχής του Αυγούστου128, αλλά εμφανίζονται πολύ νωρίτερα, από τις αρχές του -1ου αι.129.
Σε μια άλλη ομάδα ανήκουν τα πινάκια 1756 (Πίν.32γ) από τον τάφο 13, 1643 (Σχέδ.31· Πίν. 4γ-δ) και 1644 (Σχέδ.31 Πίν.4ε-στ) από τον τάφο 4, 1679 (Σχέδ.31 Πίν.17γ-δ) και 1675 (Πίν.17ε-στ) από την ταφή 8, και 1693 (Σχέδ.31. Πίν.2α) από την ταφή 1.
Η σχετικά πλατιά βάση, αρκετά ψηλή, είναι κοίλη στο κάτω μέρος και φέρει σχεδόν πάντα μια υποτομή κοντά στην εξωτερική περιφέρεια της κάτω επιφάνειας. Η εξωτερική επιφάνεια του πυθμένα κατευθύνεται λοξά προς τα τοιχώματα, τα οποία με τη σειρά τους ανοίγουν προς τα έξω σχηματίζοντας έτσι αμβλεία γωνία. Η εσωτερική επιφάνεια των τοιχωμάτων παρουσιάζει μια ανάλογη μορφή, ενώ στα πινάκια 1643 και 1644 υπάρχουν δύο υποτομές.
Ο πυθμένας είναι επίπεδος και φέρει αυλακωτές περιφέρειες. Τα πινάκια 1679 και 1693 φέρουν στην εξωτερική επιφάνεια των τοιχωμάτων μικρές εμπίεστες γραμμές κυκλικά διευθετημένες.
Για τη χρονολόγηση των παραπάνω πινακίων σημαντικό ρόλο παίζει το πινάκιο 1756 από τον τάφο 13, που χρονολογείται με βάση τα νομίσματα στα πρώτα χρόνια του +1ου αι. Πλησιέστερο μορφολογικά στο πινάκιο αυτό είναι το 1679 από την ταφή 8, ενώ τα υπόλοιπα, που διαφοροποιούνται λίγο-πολύ, θα πρέπει να είναι από τα πρωιμότερα παραδείγματα του τύπου130.
Τα πινάκια 1710, 1711 (Σχέδ.31 Πίν.31α-ε) και 1674 (Πίν.17α-β), που αποτελούν την τρίτη ομάδα, είναι ίσως λίγο πιο πρώιμα από τα παραπάνω ως τύπος. Το χαρακτηριστικό των πινακίων αυτών είναι η απουσία ιδιαίτερης βάσης και η ενιαία γραμμή της κατατομής του σώματος. Τα παράλληλα από τις ανατολικές περιοχές χρονολογούνται στον -1ο αι.131.
Στην περίπτωση αυτή το πινάκιο 1674 θα πρέπει να χρονολογηθεί με αρκετή ασφάλεια στο β' μισό του -2ου αι., αν θεωρήσουμε τη διαφορά στο γάνωμα, που εδώ δεν είναι κόκκινο, αλλά μαύρο με ίχνη λευκού επίθετου χρώματος, ως στοιχείο πρωιμότερης χρονολόγησης. Μέσα στο -2ο αι. θα πρέπει να ανήκουν και τα θραύσματα πινακίων 1788 και 1799 από την ταφική πυρά Τ18.
Το θραύσμα 1788 (Πίν.37α) ανήκει σε ιχθυοπινάκιο, όπως δείχνει το βαθούλωμα στο κέντρο, είναι μελαμβαφές και φέρει εμπίεστο φύλλο στον πυθμένα. Το πινάκιο 1799 (Πίν.37β), που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα βαθιά πινάκια, φέρει κόκκινο χρώμα στον πυθμένα και το χείλος διαχωρίζεται σαφώς από το υπόλοιπο σώμα και προεκτείνεται προς τα έξω132.
Πυξίδες
Δύο μόνο αγγεία, διαφορετικής μορφής το καθένα, ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Τα αγγεία, όπως το 1747, μέχρι τώρα ονομάζονται σταμνοειδείς πυξίδες, εξαιτίας της μεγάλης ομοιότητας του σχήματός τους με αυτό της στάμνου133. Βεβαίως, αγγεία με το ίδιο περίπου σχήμα και διαφόρων μεγεθών είναι γνωστά από την αρχαϊκή εποχή σε πολλές περιοχές και με διάφορες ονομασίες134. Η χρήση τους ήταν κι αυτή, καθώς φαίνεται, ποικίλη. Το σχήμα των παλιότερων αγγείων, που ονομάζονταν γαμικοί λέβητες135 ή αγγεία οικιακής χρήσεως storage bin136, διατηρήθηκε με μια κάποια εξέλιξη στην ελληνιστική εποχή για αγγεία μικρότερα σε μέγεθος, των οποίων η χρήση ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί με σαφήνεια. Πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως πυξίδες.
Η πυξίδα της Πύλου 1747 (Σχέδ.32. Πίν.25γ) έχει κοίλη βάση με γωνιώδη κατατομή και σώμα σχεδόν σφαιρικό, στο πάνω μέρος του οποίου ο ώμος ξεχωρίζει με μια ακμή από την κοιλιά, η οποία ακμή «σβήνει» καθώς πλησιάζει προς τις χαμηλές ταινιωτές λαβές, διαγώνια τοποθετημένες στον ώμο. Το μεγαλύτερο μέρος του αγγείου καλύπτεται με μαύρο γάνωμα, εκτός από το κάτω μέρος και τη βάση του.
Η μορφή του αγγείου 1726 (Πίν.21ε) από τον τάφο 9 είναι κι αυτή αρκετά γνωστή κυρίως στην ύστερη κλασική εποχή, τέλος -5ου/ -4ου αι.137. Η βάση της πυξίδας έχει σχήμα ανάποδου εχίνου πεπιεσμένου και στο κάτω μέρος είναι κοίλη. Το σώμα, κυλινδρικό στο πάνω μέρος, φέρει πλαστικό δαχτυλίδι γύρω και ακριβώς κάτω από το στόμιο, πάνω στο οποίο θα πρέπει να πατούσε κάποιο πώμα. Πρόβλημα δημιουργεί η ανεύρεση της πυξίδας αυτής, που από παρόμοια παραδείγματα χρονολογείται τουλάχιστον στον -4ο αι., σε τάφο μαζί με αγγεία που χρονολογούνται στη στροφή του -2ου προς τον -1ο αι.
Φλασκί
Το είδος αυτό των αγγείων, σχετικά σπάνιο στον ελλαδικό χώρο, αντιπροσωπεύεται στην Πύλο με το αγγείο 1649 (Πίν.7γ), που προέρχεται από την ταφή Γ του τάφου 4. Το αγγείο στερείται βάσης, εφόσον άλλωστε δεν ήταν κατασκευασμένο για να στέκεται από μόνο του. Σε οριζόντια τομή έχει σχήμα αμφίκυρτου φακού. Γύρω από την περιφέρεια που σχηματίζει το σώμα υπάρχει πλατιά αυλάκωση, μέσα στην οποία τοποθετούσαν το σχοινί ή τη λωρίδα δέρματος για την ανάρτηση. Ο λαιμός κοντός και στενός απολήγει σε στόμιο με χείλη που στρέφονται προς τα έξω· κάτω από αυτά ξεκινούν δύο μικρές λαβές που απολήγουν στον ώμο. Ολόκληρη η επιφάνεια είναι καλυμμένη με μαύρο, στιλπνό γάνωμα.
Τα περισσότερα από τα γνωστά παραδείγματα φλασκιών, διαφόρων τύπων, προέρχονται από τις ανατολικές περιοχές της Μεσογείου και χρονολογούνται στην όψιμη ελληνιστική εποχή138. Η μορφή τους είναι σχεδόν πάντα η ίδια με σημαντικότερη διαφοροποίηση στο σώμα, που άλλοτε έχει μορφή αμφίκυρτου κι άλλοτε κοιλόκυρτου φακού, διαφοροποίηση που δε φαίνεται να σημαίνει χρονολογική εξέλιξη. Έτσι φλασκιά, όπως αυτό της Πύλου, συναντάμε από την ελληνιστική μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή139, και κοιλόκυρτα από το β' τέταρτο του -3ου αι. μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή140.
Το παράδειγμα της Πύλου μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιό πρώιμα, εφόσον χρονολογείται στα τέλη του -4ου αι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΑΦΗΣ
Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή της μελέτης αυτής, ο τύμβος με τους είκοσι τρεις τάφους141 ανήκε στο ευρύτερο σύνολο του νεκροταφείου της ελληνιστικής Πύλου. Το μεγάλο τμήμα του νεκροταφείου επισημάνθηκε δίπλα ακριβώς στη θάλασσα κατά τη διάνοιξη του καναλιού για την αποξήρανση της λίμνης Διβάρι. Σε όλο τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς εκτός από λείψανα εγκαταστάσεων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής επισημάνθηκαν, είτε σε σύνολα είτε μεμονωμένα, ταφές της ίδιας εποχής, αλλά και της προϊστορικής εποχής, γεγονός που δείχνει ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο για πολλούς αιώνες με ένα κενό της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, της οποίας οι τάφοι θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να βρίσκονται σε κάποιο άλλο σημείο του μεγάλου κόλπου της Πύλου.
Τόσο στο μεγάλο τμήμα του νεκροταφείου στο κανάλι της Γιάλοβας142 όσο και στο σχετικά γειτονικό τύμβο της Τσοπάνη Ράχης143 παρατηρήθηκε η ύπαρξη ταφικών περιβόλων που περιέκλειαν έναν ως τρεις τάφους.
Στον τύμβο που εξετάζουμε όλοι οι τάφοι περικλείονταν από ένα μεγάλο ταφικό περίβολο και σε καμιά περίπτωση δεν απομονώθηκε ένας ή περισσότεροι τάφοι από το σύνολο, πράγμα που σημαίνει ίσως ότι οι νεκροί που ενταφιάστηκαν στο χώρο αυτό συνδέονταν συγγενικά αρκετά στενά ο ένας με τον άλλο, αν η ύπαρξη των περιβόλων μπορεί να υποδηλώνει μια τέτοια σχέση.
Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η μεγάλη ποικιλία μορφής που αντιπροσωπεύουν οι σχετικά ολιγάριθμοι τάφοι του τύμβου. Τα περισσότερα από τά γνωστά είδη τάφων, εκτός από τους μνημειώδεις θαλαμοειδείς, αντιπροσωπεύονται στον τύμβο αυτό και είναι οι παρακάτω:
1. Ανοιχτές ταφές: T1, Τ7, Τ8, Τ16.
2. Πίθος: Τ3.
3. Κιβωτιόσχημοι: Τ4, T9, Τ10, Τ12, Τ13, Τ14.
4. Πυρές: Τ5, Τ6, Τ18.
5. Κεραμοσκεπείς: Τ15, Τ19.
6. Λακκοειδής κεραμοσκεπής: Τ17.
7. Ταφές καλυμμένες με λίθους: Τ20, Τ21, Τ23.
Η παραπάνω ποικιλία μορφής των τάφων δε σημαίνει απαραίτητα χρονολογική διαφορά, σημαίνει όμως σίγουρα διαφορετικές συνήθειες και τρόπους ταφής.
Οι κεραμοσκεπείς τάφοι λόγου χάριν ήταν ακτέριστοι. Αντίθετα, οι κιβωτιόσχημοι, που ήταν κατασκευασμένοι με αρκετή επιμέλεια με δουλεμένες μεγάλες πλάκες, ήταν πλούσια κτερισμένοι. Στην περίπτωση των τάφων 4 και 12 παρατηρείται το φαινόμενο της χρησιμοποίησής τους για ενταφιασμό πολλών νεκρών σε διαφορετικές εποχές144. Η περίπτωση των τάφων 9, 12 και 13, που είχαν κοινές πλευρές, σημαίνει σαφώς την εκμετάλλευση, για λόγους οικονομίας, του ήδη υπάρχοντος τάφου. Έτσι ο τάφος 12 που χτίστηκε πρώτος, όπως συνάγεται τόσο από την κατασκευή όσο κι από τη χρονολόγηση της ταφής Γ, στο τέλος του -3ου αι., πρόσφερε έτοιμες τις δύο μακριές του πλευρές για να χτιστεί μετά από αυτόν ο τάφος 9, στα βόρεια, και τέλος ο τάφος 13, στα νότια145.
Σχετικά σπάνιο είναι το είδος των τάφων 20, 21 και 23, όπου ο νεκρός τοποθετήθηκε απευθείας πάνω στο έδαφος και σκεπάστηκε με λίθους ακατέργαστους, στους τάφους 20 και 23, και κατεργασμένους, στον τάφο 21.
Ο τάφος 17 παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο κατασκευαστικά146 όσο και για τον τρόπο ενταφιασμού. Ο ιδιαίτερα μεγάλος σκελετός του νεκρού, μήκ. 1,80μ., με οστά χοντρά και δυνατά, θα πρέπει να ανήκε σε άτομο ιδιαίτερα μεγαλόσωμο. Κτερίσματα δεν υπάρχουν. Το μόνο αντικείμενο που συνόδευε το νεκρό ήταν μια αιχμή δόρατος μπηγμένη στο αριστερό στήθος του νεκρού στην περιοχή της καρδιάς. Για τον ενταφιασμό είχε λαξευτεί λάκκος, βάθους 1μ. περίπου, ο οποίος καλύφθηκε με δύο σειρές λακωνικών στρωτήρων. Μολονότι δεν είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μια υπόθεση μαγικής τελετής147, ωστόσο, ο τρόπος ταφής του νεκρού δεν παύει να αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση θανάτου και ενταφιασμού κάποιου προσώπου που ξεχώριζε από τα υπόλοιπα, που είχαν ενταφιαστεί στον τύμβο.
Εκτός από τις περιπτώσεις καύσεως σε όλες τις άλλες ταφές ο νεκρός είχε ενταφιαστεί, μάλλον, χωρίς να έχει τοποθετηθεί σε φέρετρο· τουλάχιστον δε βρέθηκαν στοιχεία για κάτι τέτοιο, όπως π.χ. καρφιά148. Μόνο στην περίπτωση του κεραμοσκεπούς τάφου 15 ο νεκρός είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα μεγάλο λακωνικό στρωτήρα που πιθανώς χρησίμευσε ως υποκατάστατο φερέτρου.
Η κατεύθυνση των τάφων και των νεκρών ήταν πάντοτε η ίδια (Α.-Δ.), με το κεφάλι στα ανατολικά έτσι ώστε να βλέπει προς τη Δύση, και σε καμιά περίπτωση δεν παρατηρήθηκε απόκλίση από την κατεύθυνση αυτή149. Τα χέρια των νεκρών ήταν σε θέση παράλληλη προς το σώμα, που βρισκόταν σε ύπτια θέση, εκτός από την περίπτωση του νεκρού του τάφου 21, του οποίου ο σκελετός βρέθηκε με λυγισμένα τα σκέλη.
Στους τάφους 19 και 23 κάτω από το κεφάλι του νεκρού είχε τοποθετηθεί μια πλάκα ως προσκέφαλο, ενώ στον τάφο 23 το κρανίο πλαισιωνόταν δεξιά κι αριστερά από δύο άλλους λίθους150.
Ο αριθμός των κτερισμάτων ποικίλλει από τάφο σε τάφο. Έτσι, εκτός από τους τάφους που ήταν ακτέριστοι, άλλοι περιείχαν ένα μόνο αντικείμενο, άλλοι δύο ή τρία, κι άλλοι πολυάριθμα. Τα περισσότερα αντικείμενα βρέθηκαν στους κιβωτιόσχημους τάφους, ενώ οι κεραμοσκεπείς ήταν ακτέριστοι. Τα κτερίσματα, κυρίως αγγεία, γενικά παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία σχημάτων151.
Λύχνοι συνόδευαν όλες σχεδόν τις ταφές ανεξαρτήτως από την εποχή στην οποία ανήκαν. Οι τρεις ταφικές πυρές περιείχαν σχεδόν αποκλειστικά τριών ειδών αγγεία: μεγαρικούς σκύφους, μυροδοχεία και αγγεία με λευκή διακόσμηση.
Η θέση των κτερισμάτων σε σχέση με το σώμα του νεκρού δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη152. Συνήθως ήταν τοποθετημένα δεξιά και αριστερά από το σώμα, όταν ήταν πολλά. Στον τάφο 13 το λυχνάρι και το πινάκιο ήταν τοποθετημένα στην περιοχή των ποδιών προς τη δυτική στενή πλευρά του τάφου, ενώ τα μυροδοχεία βρέθηκαν ανάμεσα στα σκέλη.
Στους τάφους 20 και 23, που ήταν κτερισμένοι ο πρώτος με μια οινοχοΐσκη και έναν ασκό και ο δεύτερος με ένα φιαλίδιο, τα αγγεία είχαν τοποθετηθεί κοντά στο κεφάλι του νεκρού.
Διαβάστε το Α΄μέρος της παρουσίασης στον σύνδεσμο:
Τα Ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου. Μέρος Α΄
ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΛΟΥ*
Στη μνήμη τον Περικλή Κουραχάνη
* Τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Ολυμπίας Κ. Τσάκο ευχαριστώ πολύ για την άδεια δημοσίευσης της ανασκαφής. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλαν οι τεχνίτες του Μουσείου Ολυμπίας για τη συγκόλληση των οστράκων και των αγγείων Σ. Ασημακοπούλου-Μάσια, Σ. Χριστόπουλος, Γ. Αλεξόπουλος και Α. Μπούμπουκας. Τα σχέδια της ανασκαφής και των αγγείων έγιναν από τον υπογράφοντα, ενώ οι φωτογραφίες των ευρημάτων από τις Ινώ Ιωαννίδου και Λενιώ Μπαρτζιώτη.
1. Για την ανασκαφή βλ. ΑΔ36 (1981): Χρονικά, σ.152, Πίν.92-93. ΑΔ37 (1982): Χρονικά, σ.137.
2. Για την τοπογραφία της περιοχής βλ. W. Kendrick-Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography, Berkeley, Los Angeles 1965, σ.6-21 και χάρτη της εικ.1, όπου εκτός από τη συγκέντρωση των αρχαιολογικών δεδομένων γίνεται προσπάθεια της ταύτισης της θέσης της Πύλου των ιστορικών χρόνων.
3. Για το χρονικό της ανασκαφής βλ. ΑΔ21 (1966): Χρονικά, σ.164-165, Σχέδ.1, Πίν.158-165. Στην ελληνιστική Πύλο ανήκει πιθανώς και ο τύμβος που ανασκάφηκε στη θέση Τσοπάνη Ράχη ή Ρείκια. Βλ. σχετικά ΑΔ17 (1961): Χρονικά, σ.98, ΑΔ 18 (1963): Χρονικά, σ.91 και ΑΔ21 (1966): Μελέτες, σ.184-197.
4. Βλ. σχετικά W. Kendrick-Pritchett, ό.π., σ.6 κ.ε., Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά-Ηλειακά, Αθήνα 1965, σ.184 κ.ε. Για τις θέσεις με τα ευρήματα από την προϊστορική μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή στην περιοχή του Διβαριού βλ. W. Kendrick-Pritchett, ό.π., χάρτης της εικ.1.
5. Για τις δανάκες βλ. Ε. Babelon, Traité des monnaies grecques et romaines I, 1901, σ.514-519.
6. J.A.W. Warren, Bronze Coinage of Sicyon, NC 1984, σ.14, πίν.3, 1 a.
7. Ευχαριστώ από τη θέση αυτή τη Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Έφορο Αρχαιοτήτων Μ. Οικονομίδου για τη βοήθεια στην ταύτιση των δανακών, καθώς και για τις πολύ χρήσιμες πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά με τις δανάκες και τα προβλήματα χρονολόγησής τους.
8. Ένας μεγάλος αριθμός τάφων ελληνιστικής εποχής ανασκάφηκε στην ίδια περιοχή στη δεκαετία του I960. Μια συστάδα τάφων ερευνήθηκε πολύ κοντά στη θέση των τάφων που εξετάζονται, απέναντι από τη Γιάλοβα, και ένας τύμβος στην Τσοπάνη Ράχη. Δυστυχώς οι τάφοι μένουν ακόμα αδημοσίευτοι.
9. Βλ. σχετικά ΑΕ 1955, σ.45 και Δρούγου- Τουράτσογλου, σ.120. Για τον τύπο των αγγείων αυτών γενικά βλ. Agora XII, σ.224-226.
10. Οι Sparkes και Talbott, Agora XII, σ.224, τα ονομάζουν «χυτρίδια» ή «μινιατούρες» χύτρες- βλ. επίσης Corinth VII, 3, σ.120-121.
11. Δρούγου- Τουράτσογλου, σ.121, πίν.8-9, 21, 22, 48, 49, 56-58.
12. Ό.π., σ.122.
13. Agora XII, αριθ.1403, σ.185, 334, πίν.45, αριθ. 1939, σ.225, πίν.93, Hesperia XX (1951), σ.125, πίν.52, αριθ.9-10, Hesperia XLIII (1974), αριθ.50, σ.236, πίν.33.
14. Το αγγείο αυτό έστω και σε λίγα παραδείγματα εμφανίζεται σε πάρα πολλές περιοχές. Στην Ιταλία, βλ. Morel, La céramique campanienne, πίν.173, στη Μακεδονία, Δρούγου- Τουράτσογλου, σ. 151, Olynthus V, σ.222-223, πίν.171-172, σε ανατολικές περιοχές, Samaria-Sebaste III, σ.269, εικ.58, αριθ.3.
15. Για τον τύπο του αγγείου βλ. Agora XII, σ.160, πίν.39.
16. Olynthus V, σ.222.
17. BCH 94(1970), σ.513, εικ.112, 208. Πιθανώς η κατάταξη του αγγείου στην κατηγορία των λαγύνων να έγινε εξαιτίας της διαμόρφωσης της κοιλιάς με γωνιώδες περίγραμμα (carinated).
18. Τα μικρά αυτά αγγεία θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση λαδιού ή άλλων πολύτιμων υγρών (βλ. Agora XII, σ.157). Με την προϋπόθεση αυτή ίσως ο όρος «ψευδολήκυθος» που χρησιμοποιεί ο Morel να είναι πιο σωστός από αυτό των λαγύνων βλ. Morel, La céramique campanienne, σ.367, πίν.173, τύπος 5471 a, -300/20, τύπος 5471 b, β' τέταρτο -3ου αι.
19. Σχετικά με τη χρήση των λαγύνων βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο, σ.37.
20. Για παρόμοια σύγχρονα παραδείγματα βλ. Hesperia XXXI (1962), σ.37, πίν.21, αριθ.39, Hesperia XLIII (1974), σ.204, πίν.31, αριθ.21.
21. Για τους χάλκινους κάδους του -4ου αι., που τόσο πολύ μοιάζουν στη διαμόρφωση του σώματος με το αγγείο της Πύλου, μπορεί κανείς να βρει συγκεντρωμένη βιβλιογραφία στο ΑΔ 34(1979): Μελέτες, σ.110-126.
22. A. D. Trendall, The Red-figured Vases of Lucania, Campania, and Sicily, Oxford 1967, αριθ. 52558, 52535, σ.65, 67, πίν.30-31, επίσης A. D. Trendall- A. Cambitoglou, The Red-figured Vases of Apulia I, Oxford 1978, σ.213, πίν.68, 2-3, του ζωγράφου των Αθηνών 1714. Ακόμα πιο επιμηκυσμένο σώμα έχουν οι λέβητες της ομάδας του White Face και του ζωγράφου του Andover, ό.π., σ.383, 385, πίν.148.
23. Εκτός από τα κισσόφυλλα που αποτελούν το κατεξοχήν διακοσμητικό θέμα σε ολόκληρη την ελληνιστική περίοδο βλ. επίσης ενδεικτικά: για τους ρόδακες από μικρές στιγμές, Hesperia 111(1934), Ε 59, σ.399, Ε 62, σ.400, Alt-Ägina II, 1, αριθ.575, σ.76, πίν.43, για το σπειρομαίανδρο και τις σειρές από στιγμές, Alt-Ägina II, 1, αριθ.562, σ.75, πίν.42, αριθ.570, σ.75, πίν.43, Dura-Europos 12, αριθ.36, σ.6, πίν. II.
24. P. J. Gallaghan, Excavations at a Shrine of Glaukos, Knossos, BSA73 (1978), σ.9.
25. Βλ. Eretria II, αριθ.47 και 48, σ.44, 60, πίν.20, 39. Για παρόμοιο θέμα σε όστρακα που δεν ανήκουν σε κανθάρους βλ. Eretria II, πίν.39, 40 (-3ος αι.).
26. P. J. Callaghan, ό.π., σ.9.
27. Για τον τύπο αυτό των κανθάρων βλ. Corinth VII, 3, σ.74-76.
28. Corinth VII, 3, αριθ.380, 378, σ.76, πίν.15, 52.
29. Morel, La céramique campanienne, αριθ. 3111 a, 3112 b, σ. 247, πίν. 86.
30. ΑΔ 29 (1978-79): Χρονικά, σ.318, Πίν.200β. Για παρόμοια διακόσμηση με αυτή του κανθάρου 1655 βλ. επίσης Caunus 2, σ.14, Β 1, πίν.1 και 16.
31. BCH 94(1970), σ.521-522, εικ.213.
32. Corinth VII, 3, σ.76.
33. Για τα παραδείγματα από την Κόρινθο βλ. Corinth VII, 3, σ.76, 79, πίν.15, 52. Μεταγενέστερα αγγεία αυτού του τύπου συναντάμε στην Ιταλία στο 2ο και στις αρχές του -1ου αι. βλ. Morel, La céramique campanienne, αριθ.3450, σ.262-263, πίν.94. Σωστά ο Morel εδώ παρατηρεί ότι το είδος είναι γνωστό από τους κανθάρους της ομάδας του Toronto 564, σύμφωνα με το διαχωρισμό του J. Beazley.
34. BSA 73 (1978), σ.20, πίν.6, αριθ.76.
35. BCH 94(1970), αριθ.61, 10, σ.478, εικ.110 και 111.
36. Hesperia XLIII (1974), σ.30, πίν.8, αριθ.44.
37. Θεμελιακή παραμένει η μελέτη του G. Leroux για τα αγγεία αυτά. Από τις νεότερες μελέτες σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Α. Westholm, Labraunda II, 1, σ.17-19, όπου συγκεντρώνει και συσχετίζει και όλα τα παραδείγματα που βρέθηκαν μετά τη μελέτη του Leroux στις περιοχές του μεσογειακού χώρου. Ιδιαίτερα για την ονομασία και τη χρήση βλ. Leroux, σ.74-76. Ο όρος συναντάται σε γένος αρσενικό και θηλυκό, ο ή η λάγυνος, Leroux, σ.75, Liddell-Scott (λ. λάγυνος (ο) και λάγηνος) στους μεταγενέστερους συγγραφείς.
38. Η προσπάθεια του Α. Westholm, Sw. Cypr. Exp. IV, 3, σ.75 να διακρίνει δύο παράλληλες τάσεις ανάπτυξης και εξέλιξης του σχήματος, για την ώρα παραμένει άποψη χωρίς ισχυρές αποδείξεις,
39. Για τα επίθετα που παραδίδονται από αρχαίες πηγές για τις λαγύνους όπως: στρογγυλή, ευτόρνευτος, μόναυτος, μακροτράχηλος, υφαντής, στεινώ φθεγγομένη στόματι, ευλαλος, εύστομος, μακροφάρυγξ κτλ. βλ. Leroux, σ.77-79.
40. Sw. Cypr. Exp. IV, 3, σ.75.
41. Labraunda II, 1, σ.18.
42. Για τη διακόσμηση των λευκών λαγύνων βλ. Leroux, σ.91-99.
43. ΑΔ 21 (1966): Χρονικά, σ.164-165, Πίν. 164.
44. Η παρουσία λευκών λαγύνων στο Αργος, BCH 94 (1970), σ.549, εικ.62, σ.498, εικ.162, σ.504, εικ.175-176, και στην Αίγινα, Alt-Ägina II, 1, αριθ.667-672, σ.83-84, πίν.51-52, κάνει πολύ πιθανή την ύπαρξη ενός εργαστηρίου στην Πελοπόννησο.
45. Sw. Cypr. Exp. IV, 3, σ.78, εικ.22, 21-24, εικ.23, 1-4.
46. Hesperia III (1934), αριθ.Ε 73, σ.405.
47. Παρόμοια λάγυνος από την Κύπρο, που φέρει μάλιστα και κόκκινο χρώμα, χρονολογείται στις αρχές του -1ου αι., Sw. Cypr. Exp., IV, 3, Μ 9, 9, εικ.29,4.
48. Ένα παρόμοιο αντικείμενο, που ταυτίζεται με την τρίγωνο άρπα, απεικονίζεται ανάμεσα σε δύο δελ- φίνια στον ώμο μιας λαγύνου από τη Δήλο πρωιμότερης χρονολογικά: Leroux, σ.17, αριθ.6. Τα δελφίνια, όπως φαίνεται, αποτελούσαν συνηθισμένο θέμα στη διακόσμηση των λαγύνων βλ. Leroux, σ.26, αριθ.33 (από τη νότια Ρωσία, Μουσείο Οδησσού), αριθ.27, σ.24 (από τη Μύρινα).
49. Leroux, σ.77.
50. Πολλές φορές τέτοια αγγεία χαρακτηρίζονται ως οινοχόες, όπως π.χ. αυτή της Αγοράς, Agora V, F 45, σ.15, πίν. 1 (-1ος αι.). Για τη διάκριση δύο τύπων λαγύνων (αμφικωνικές, στρογγυλές) βλ. και την άποψη του Bruneau, Céramiques hellénistiques et romaines, στο Annales Littéraires, Université de Besançon 242, CNRS 36 (1980), σ.11.
51. Παρόμοια αγγεία από ελληνιστικούς τάφους στο Άργος χαρακτηρίζονται από τον Bruneau ως λάγυνοι: BCH 94 (1970), σ.513, εικ.209.
52. Από τις σχετικά λίγες γενικές μελέτες για την κατηγορία αυτών των αγγείων, μία από τις τελευταίες είναι της F. Mayet, Céramiques à parois fines.
53. Μια ταξινόμηση των αγγείων μπορεί να γίνει με βάση τον τυπολογικό διαχωρισμό των αγγείων με λεπτά τοιχώματα από την Ιβηρική χερσόννησο, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη F. Mayet, Péninsule Ibérique.
54. Για σποραδικά παραδείγματα βλ. Tarsus I, αριθ.617-621, σ.189-190, εικ.150, Hesperia XVI (1947), σ.240, πίν.60, 61, Agora V, αριθ.F23, σ.13, πίν.1, Kerameikos IX, 403, 6, σ.167, πίν.71, Kabiren-Heiligtum III, αριθ.603, σ.114, πίν.53, AJA L (1946), σ.482, αριθ.79, 80.
55. Mayet, Céramiques à parois fines, σ.202.
56. Tarsus I, σ.190.
57. Kerameikos IX, σ.167.
58. Mayet, Péninsule Ibérique, forme I, Ampurias I, αριθ.29, σ.283 (Las corts 9), INC23, αριθ.3, σ.292 INC 27, αριθ.10-12, σ.297, 393, INC70, αριθ.6, σ.327 και 395, Marabini, Cosa, αριθ.79, 81,82, σ.68, formes, IV, VII, πίν.8, 7, 59, πιθανώς στο γ' τέταρτο του -1ου αι.
59. Mayet, Péninsule Ibérique, σ.37.
60. Marabini, Cosa, σ. 86, forme XXVII, αριθ.132, 133, πίν.12, 62.
61. Agora V, P 16725, σ.126, Mayet, Péninsule Ibérique, forme III b, σ.30, πίν. V, ιδιαίτερα το αριθ. 44, AJA L (1946), σ.481, αριθ.77, πίν. XLII.
62. Agora V, σ.127-128.
63. Για τα αγγεία αυτά, τη χρήση, την ονομασία και τη μορφή τους βλ. Agora XII, σ.227-228, Corinth VII, 3, σ.125-128.
64. Πρβλ. Corinth VII, 3, αριθ.670, πίν.62, Hesperia III (1934), C73, σ.368, εικ.52, AM 94 (1970), σ. 188, πίν.71,1-2. Για ακόμα πιο πρώιμο παράδειγμα με μεγάλη λαβή βλ. Alt-Ägina II, πίν. 127, 18.
65. Corinth VII, 3, αριθ. 667, 671, 679, πίν.62.
66. Από την περιοχή της Πύλου, αλλά και γενικά την περιοχή της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου λίγα μόνο δείγματα είναι γνωστά κι αυτά ακόμα ουσιαστικά αδημοσίευτα, αν εξαιρέσει κανείς μια πρώτη παρουσίαση ολιγάριθμων από τον τύμβο της Τσοπάνη Ράχης, ΑΔ21 (1966): Μελέτες, σ.188-189, Πίν.68, 69, από τη γειτονική στο Διβάρι Γιάλοβα, ΑΔ21 (1966): Χρονικά, σ.164-165, Πίν.164, και από τη Χώρα Τριφυλλίας, ΑΔ 29 (1973-74): Χρονικά, σ.319, Πίν.201.
67. Για την προέλευση και τη χρονολόγηση του τύπου βλ. Agora IV, σ. 61. Από τους λύχνους, που ανήκουν στον τύπο αυτό, τα πιο κοντινά παραδείγματα με αυτά της Πύλου είναι τα αριθ. 238-240, Agora IV, σ.61, πίν.8, 37. Πανομοιότυπος με το 1655 είναι ένας λύχνος από τάφο στα Αδαμέικα Χώρας. Από τον ανασκαφέα ταυτίζεται με τον τύπο 25Β της Αγοράς (ΑΔ 29(1973-74): Χρονικά, σ. 319, Πίν. 201α), αλλά ο τύπος αυτός της Αγοράς περιγράφεται με βασικό χαρακτηριστικό το στρογγυλό σώμα: Agora IV, σ.72. Ο τύπος 23 D της Αγοράς συναντάται και στον Κεραμεικό, Kerameikos XI, ομάδα DSL 3, σ.38.
68. Ο αντίστοιχος τύπος στο σύνολο των λύχνων της Κορίνθου είναι ο ονομαζόμενος από τον Broneer τύπος VI, βλ. Corinth IV, 2, σ.43-45, πίν.III.
69. Ό.π.,σ.72-74.
70. Agora IV, σ.72.
71. Στην Κόρινθο βλ. αντίστοιχο τύπο VII του Broneer, Corinth IV, 2, σ.45-46, πίν. III, στην Ισθμια βλ. τύπο VII (ιδιαίτερα αριθ. 116), Isthmia III, πίν.3, 16, στη Δήλο, Délos XXVI, αριθ. 15, 16, σ.20, πίν. 1, Samaria- Sebaste III,Q 76, σ.367, εικ.85, στο Άργος, A. Bovon, Lampes d’Argos, Etudes Péloponnésiennes V (1966), αριθ.108-106, σ.22, πίν.3.
72. Για παρόμοια παραδείγματα που θεωρούνται αττικά βλ. επίσης Bailey, Q 82-85, σ.55-56. πίν. 16, που συγκρίνονται με τον τύπο 25Α της Αγοράς.
73. Agora IV, αριθ.467, σ.109, πίν.43.
74. Agora IV, σ.106-107 (34 Β), και σ. 137 κ.ε., πίν. 46.
75. Βλ. Délos XXVI, αριθ.226, 229, 231, σ.25, πίν.4, C, για το λύχνο 1729. Ο λύχνος 1730 μοιάζει με τον αριθ. 154, Délos XXVI, σ.23, πίν.3, Β, ο 1732 είναι παρόμοιος με τον αριθ.140, σ.23, πίν.2, Β και ο 1731 με τον αριθ.275, σ.26, πίν.5, D.
76. Agora IV, σ.124.
77. Για τα παραδείγματα αυτά και τους τύπους βλ. Agora IV, σ.101-103, πίν.15, 42 (τύπος 33Α) και σ.121; πίν.19, 45 (τύπος 37C).
78. Agora IV, σ.118-120, πίν. 44 (τέλος 2ου- β' τέταρτο -1ου αι.).
79. Μια ομάδα παρόμοιων λύχνων από τον Κεραμεικό κατατάσσεται στον τύπο Kragenlampen, από τους οποίους όμως μόνο ο αριθ.592 μπορεί να συγκριθεί ικανοποιητικά με τα δικά μας παραδείγματα και ο οποίος χρονολογείται στον πρώιμο -1ο αι. βλ. KerameikosXI,σ.96,πίν.86, 87.
80. Οι παρόμοιοι λύχνοι από το Καβείριο των Θηβών χρονολογούνται στον -1ο αι. Kabiren-Heiligtum III. αριθ.1782-1787, σ.96-97, πίν.53.
81. Για τον τύπο, την προέλευσή του, τα παραδείγματα και τους τόπους παραγωγής απομιμήσεων βλ. Corinth IV, 2, τύπος XIX, σ.66-70, Agora IV, σ.166-168, τύπος 49A (τελευταίο τέταρτο -2ου αι./ α' τέταρτο +1ου αι.), Délos XXVI, σ.53.
82. Παρόμοια παραδείγματα για το λύχνο 1714 βλ. Agora IV, αριθ.658, 659, σ.169, πίν.49, Bailey, Q173, σ.103, πίν.32, 33, Q 183, σ.106, πίν.34, 35, Kerameikos XI, αριθ.615, πίν. 88, σ.99. Για το λύχνο 1682 βλ-Agora IV, αριθ. 649-657, σ.168, πίν.49, Kerameikos XI, αριθ.611-612, σ.97, 99, πίν. 88, Délos XXVI, ομάδαν, σ.72-73, πίν.17, Samaria-Sebaste III, αριθ.D192, σ.370, εικ.87.
83. Agora IV, αριθ.583, σ.145-146, πίν.47 (τύπος 45 Β), σ.146, πίν.47 (τύπος 45C).
84. Για τους μεγαρικούς σκύφους γενικά βλ. F. Courby, Les vases grecs à relief, 1929, Délos XXXI, Agora XXII.
85. AJA65 (1961), σ.321, Tarsus I, σ.163, Labraunda II, σ.19.
86. Délos XXXI, σ.477-482, πίν.111-112.
87. Siebert, αριθ. A16, A18, σ.285-286, πίν.4. Οι σκύφοι του εργαστηρίου του Αγαθοκλή χρονολογούνται από το συγγραφέα στα μέσα προς το β' μισό του -2ου αι., ό.π., σ.171.
88. Délos XXXI, αριθ.3323, πίν.6.
89. Για παρόμοια διακόσμηση με μαίανδρο σε μεγαρικούς σκύφους βλ. Demetrias I, σ.120, αριθ. 125, πίν. XXVI, 5, Tarsus I, εικ.130F.
90. Παρόμοια βλ. Délos XXXI, «bols à écailles», που ανήκουν στο εργαστήριο του Μενεμάχου, σ. 45, πίν.9 και 10, επίσης σ.285, αριθ.5145, πίν.66, σ.287, αριθ.5408, πίν.66.
91. Παρόμοια σε σκύφο της Δήλου του εργαστηρίου της Ωραίας Μέδουσας: Délos XXXI, αριθ.8865 πίν.19.
92. Τέτοιους ρόδακες. στη ζώνη αυτή, των οποίων τα φύλλα είναι διευθετημένα έτσι ώστε ο ρόδακας να είναι «τετραγωνισμένος» βλ. Délos XXXI, αριθ.5212, σ.192, πίν.42 («écailles aigues»).
93. Η Rotroff κατατάσσει μια σειρά τέτοιων σκύφων από την Αγορά στα floral bowls και ιδιαίτερα στην ομάδα που ονομάζει «Nymphaea Lotus», Agora XXII, σ.50-53, πίν.8-14. Για τη χρονολόγησή τους βλ. σ.18 και 32-34. Για παρόμοια βλ. Alt-Ägina II, 1, σ.78-79, πίν.45, Siebert, DI, 1,2, 24-25 a, 28, 29, σ.33-35, πίν.12-14, του εργαστηρίου του Δημητρίου-Ιάσονα, επίσης Delphi, αριθ.38, σ.126, πίν.59.
94. Délos XXXI, αριθ.4837, σ.29, πίν.2, αριθ.4521, πίν.11, Agora XXII, σ.34-37, πίν. 58-64, Eretria II,σ.64, αριθ.15, πίν.26, 41, Tarsus I, αριθ.163-164, σ.223, εικ.130.
95. Μέχρι τώρα δεν έχει εκπονηθεί κάποια μεγάλη συλλογική μελέτη για τα αγγεία αυτά. Υπάρχουν όμως κάποιες παρατηρήσεις σε ιδιαίτερα κεφάλαια για την κεραμική στις δημοσιεύσεις ανασκαφών. Από τις πιο σημαντικές είναι: Η. A. Thomson, Two Centuries of Hellenistic Pottery, Hesperia III (1934), σ.472 κ.ε., Labraunda II, 1, σ.23 κ.ε., K. Τσάκος, Ελληνιστικοί Τάφοι στη Σάμο, ΑΔ32 (1977): Μελέτες, σ.345-347 και σ.409-413, L. Forti, Gli unguentari del primo periodo ellenistico, Rent. Acc. Napoli 37 (1962), σ.143-157.
96. ΑΔ32 (1977): Μελέτες, σ.345-347, όπου γίνεται μια προσπάθεια ομαδοποίησης διαφόρων τύπων μυροδοχείων.
97. Παρόμοια μυροδοχεία βλ. Hesperia III (1934), B7, σ.335, B 44, σ.342, Β. Schlörb-Vierneisel, Eridanos- Nekropole, AM 81 (1966), σ.94-95, πίν.59, 1, H. Goldman, The Acropolis of Halae, Hesperia IX (1940), σ.485, εικ.199, αριθ.16, 187, 397, Hesperia XXXI (1962), αριθ.42, σ.38, πίν.21, Alt-Ägina II, 1, αριθ.701-704, σ.88, πίν.55, ΑΔ35 (1980): Μελέτες, αριθ. II 7323, II 7320, σ.73-74, Πίν.20 α-ζ.
98. Hesperia III (1934), σ.472.
99. Πρβλ. παρόμοια μυροδοχεία από την Αίγινα, Alt-Ägina II, 1, αριθ.719, σ.89, πίν.86, από τη Βέροια, Δρούγου- Τουράτσογλου, Π 1251, σ.36, πίν.10.
100. Πρβλ. Alt-Ägina II, 1, αριθ.720, σ.89, πίν.56, BCH 94 (1970), αριθ.58, 8,10, σ.461, εικ.68-70, αριθ.59,5, σ.467, εικ.78.
101. Πρβλ. Δρούγου- Τουράτσογλου, Π 1469, σ.78, 126, πίν.53, Alt-Ägina II, 1, αριθ.719, σ.89, πίν. 56.
102. ΑΔ32(1977): Μελέτες, αριθ.2375, Σχέδ.2, σ.350, Πίν.125ε, αριθ.2172, Πίν.135γ, σ.411, Δρούγου- Τουράτσογλου, αριθ. 1255, σ.125, πίν.13.
103. BCH 94 (1970), αριθ.61, 13, σ.481, εικ.115, αριθ.188,72, σ.511, εικ.211, ΑΔ32(1977): Μελέτες, αριθ. 2010, 2011, σ.412, Πίν.137α-β, Σχέδ.4.
104. Γενικά ήταν μέχρι τώρα παραδεκτό ότι ο τύπος αυτός εμφανίζεται από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. και μετά βλ. Agora V, σ.15, και πρόσφατα ΑΔ 32(1977): Μελέτες, σ.413, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Παρόμοια ωστόσο αγγεία ήδη έχουν βρεθεί σε τάφους στον Τάραντα της Ιταλίας, που χρονολογούνται στο α' μισό του -1ου αι. βλ. Gli ori di Taranto, Κατάλογος Έκθεσης, σ.511.
105. Οινοχόες με τα ίδια χαρακτηριστικά είναι σπάνια γνωστές από περιοχές εκτός Αττικής. Για τέτοια σποραδικά παραδείγματα βλ. Corinth VII, 3, αριθ. 631, σ.112-113, πίν.60, αριθ.281, σ.56-57, πίν. 49, Δρούγου- Τουράτσογλου, Π2180, σ.156-157.
106. AM 85 (1970), σ.165-166, πίν.82.
107. AM 85 (1970), σ.165-166.
108. Corinth VII, 3, σ.56-57.
109. Για τον τύπο του αγγείου, τις υποδιαιρέσεις και τη χρήση του βλ. Agora XII, σ.58 κ.ε.
110. Agora XII, σ.245, πίν.7.
111. Kerameikos IX, πίν.68,379, 1F.
112. Για παραδείγματα από την Αττική και αλλού βλ. Hesperia III (1934), A36, σ.320, group Α (στροφή -4ου προς -3ο αι.), Hesperia XLIII (1974), σ.203, πίν.31, αριθ.20, G. Kӧpeke, Golddekorierte arttische Schwarazfirniss Keramik des vierten Jahrhunderts v. Chr., AM 79(1964), σ. 44-46, πίν.35-37, που προέρχεται από την Αγορά, από το Kertsch (στο Λούβρο) και την Carua. Ιδιαίτερη ομοιότητα με την οινοχόη 1660 της Πύλου παρουσιάζει η PG 211 της Αγοράς, που χρονολογείται στο -330/20, κυρίως στη διαμόρφωση του σώματος. Από την Ιστρία, Histria II, σ.186, πιν. 76, από τάφο που χρονολογείται στο τέλος του -4ου, αρχές -3ου αι., επίσης J. W. Hayes, Greek and Italian Black-Gloss Wares and Related Wares in the Ontario Museum, Toronto 1984, αριθ.239, 6, σ.144-145, late Gnathia, πρώιμος -3ος αι.
113. Για τα χαρακτηριστικά των αγγείων αυτών βλ. γενικά L. Forti, La ceramica di Gnathia, Napoli 1965, M. Bernandini, Vasi dello stile di Gnathia, vasi a vernice nera, Museo Provinciale 1961, S. Winkelmann, Gna- thia Vasen, 1967.
114. W. Hornbostel κ.ά., Kunst der Antike, Mainz/Rhein 1977, αριθ.322, σ.373, γύρω στο -300, ο ίδιος, Aus Gräbern und Heiligtümern, Mainz 1980, αριθ.205-206, 118 (apoulisch-Gnathia), δ' τέταρτο -4ου αι., J. Hayes, ό.π., αριθ.239.
115. Για τα προβλήματα των αγγείων του σχήματος αυτού βλ. στο κεφάλαιο Λάγυνοι, σ.37.
116. Agora XII, σ.206-208, Corinth VII, 3, σ.113-115 (για την ακρίβεια ονομάζονται jugs).
117. Agora XII, σ.208, πίν.77.
118. Corinth VII, 3, σ.114-115, πίν.24 και 60.
119. Τα τρία παραδείγματα από την Αγορά χρονολογούνται στον -5ο αι., ενώ για τις δύο οινοχόες από την Κόρινθο προτείνεται ένα ευρύτερο, σύμφωνα με τα ανασκαφικά στοιχεία, χρονολογικό πλαίσιο από το -330 μέχρι το -146 βλ. Corinth VII, 3, σ.112.
120. Στον -6ο αι. το σχήμα είναι γνωστό στη Βοιωτία βλ. Η. Goldmann, The Acropolis of Haliae. Hesperia IX (1940), σ.481, εικ.191. O Goldmann συγκρίνει το αγγείο με παρόμοια από τη Βοιωτία που χρονολογούνται στο δ' τέταρτο του -6ου αι.. βλ. Ρ. Ν. Ure, Sixth and Fifth Century Pottery from Rhitsona, London 1927, πίν.XII, αριθ.80-229.
121. Olynthus V, αριθ.676, 677, 679, σ.206, πίν.163 (-5ος αι.), αριθ.859, σ.230, πίν.174 (-5ος ή πρώιμος -4ος αι.).
122. Ο Morel, La céramique campanienne, τύπος 5281B, σ.348, πίν.161, υποστηρίζει ότι τέτοια αγγεία είναι ετρουσκικές παραγωγές και ιδιαίτερα της κεντρικής Ετρουρίας, τύπος 5281a, C, D. Ο Morel ονομάζει τα αγγεία αυτά ολποειδείς οινοχόες σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του J. Beazley, Etruscan Vase-Painting, Oxford 1947, σ.260.
123. Βλ. Agora XII, αριθ.878, σ.134-135, Corinth VII, 3, αριθ.97, σ.35, πίν.3, 44, Samaria-Sebaste III, σ.222, Q 4863, εικ.37, 9.
124. Samaria-Sebaste III, T200, T300, σ.262, εικ.55, uptO. 7, 8.
125. BCH 94(1970), αριθ.188, 4' 188,7, σ.504-507, εικ.179-182.
126. Hesperia III (1934), E1, εικ.82.
127. BCH 94(1970), σ.518-521, εικ.212, αριθ.188, 6 188, 7.
128. Samaria-Sebaste III, σ.314, εικ.73, για τον τύπο και τη χρονολόγηση βλ. σ.309.
129. Βλ. σχετικά Hama III, 2, σ.57, Lapp, σ.214. Παρόμοια παραδείγματα: βλ. Hama III, 2, forme I Β, σ. 60-65, εικ.26-27, Samaria-Sebaste III, D156, D538, D690, D523, σ.314, εικ.73, BCH 94 (1970), 188, 39, σ.509, εικ.192.
130. Παρόμοια βλ. Lapp, σ.218, Samaria-Sebaste III, σ.329, εικ.79, αριθ.5-10, Hama III, 2, forme 11, σ.91, εικ.36.
131. Lapp, σ.215, Samaria-Sebaste III, σ.329, εικ.79, 1-4, Hama III, 2, forme 10, σ.86 κ.ε., εικ.36.
132. Για παρόμοιας μορφής πινάκια βλ. Doura-Europos I, 2, σ.18, αριθ.103, Hesperia III (1934), D 1 και E22, Hama III, 2, forme 3, σ.78, εικ.33, Antioch IV, αριθ.27.
133. Βλ. σχετικά Agora XII, σ.195-196 με τις σχετικές παρατηρήσεις για τη χρήση. Οι Δρούγου- Τουράτσογλου, σ.159-160, θεωρούν ότι τα αγγεία αυτά είναι ίδιας χρήσης με τους γαμικούς λέβητες της κλασικής εποχής.
134. Olynthus V, σ.38-39, πίν.96.
135. Πρόκειται για τους γαμικούς λέβητες του τύπου 2 σύμφωνα με το διαχωρισμό του J. Beazley,ό.π
136. Agora XII, σ.195, αριθ.1528-1529, πίν.67.
137. Agora XII, σ.177. Για τον τύπο του αγγείου βλ. Agora XII, Type D, αριθ.1308-1312, πίν.43. Για παρόμοια αγγεία βλ. Olynthus V, σ.253, πίν. 180, Hesperia IX (1940), σ.495, εικ.234, αριθ.19.
138. Για αρκετά παραδείγματα και σχετική βιβλιογραφία βλ. Ikaros 2, σ.40-42.
139. Στην Αθήνα από ανασκαφή ελληνιστικής οικίας στην οδό Βασίλης, ΑΔ 22(1967): Χρονικά, σ. 59, Πίν. 76 γ, στη Δούρα-Ευρωπό, Dura-Europos IV, 1, αριθ.203, σ.36, εικ.8, πίν.III, επίσης J. W. Hayes, Roman Pottery in the Royal Ontario Museum, A Catalogue, Toronto 1976, αριθ.135, σ.33, εικ.10, πίν.19.
140. Στην Αθήνα από την κινστέρνα του Μένωνα, S. Miller, The Menon’s Cistern, Hesperia XLIII (1974), αριθ.22, σ.203, 231, πίν.31, Samaria-Sebaste III, σ.173-175, εικ.24.
141. Για την ύπαρξη τύμβων με περισσότερους από έναν τάφους βλ. σχετικά Kurtz- Boardman,σ. 283-284.
142. ΑΔ 21 (1966): Χρονικά, σ.164-165, Σχέδ.1.
143. ΑΔ 18 (1963): Χρονικά, σ.91, Πίν.106.
144. Για την επαναχρησιμοποίηση κιβωτιόσχημων τάφων βλ. BCH 94 (1970), σ.524. Την περίπτωση του Τ61 Άργους, που ο Bruneau σημειώνει ιδιαίτερα ως περίεργη για τη συσσώρευση του κρανίου του νεκρού με τα κτερίσματα σε μια γωνία του τάφου, συναντάμε εδώ στην περίπτωση της ταφής Γ του τάφου 12. Επίσης βλ. Thera II, σ.282.
145. Παρόμοιοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, συνήθως δύο μαζί, είναι γνωστοί και συνηθισμένοι κατά την ελληνι- στική και κυρίως τη ρωμαϊκή εποχή. Βλ. ΑΔ22 (1967): Χρονικά, σ.92, Πίν.83, ΑΔ23 (1968): Μελέτες, σ.94-95, Πίν.53, ΑΔ27 (1972), Χρονικά, σ.168, Πίν.112α, ΑΔ29 (1973/74): Χρονικά σ.362, Πίν.222α.
146. Για παρόμοιο τρόπο κάλυψης λακκοειδούς τάφου με κεραμίδες βλ. J. Κ. Anderson, Excavations on the Kofina Ridge, Chios, BSA XLIX (1954), τάφος 12, σ.162, πίν.15 b, d.
147. Για μαγικά στοιχεία και τρόπους ταφής βλ. Kurtz-Boardman, σ.216-217.
148. Για τη χρήση φερέτρων βλ. Necrolynthia, σ.159, Thera II, σ.282. Τα καρφιά πολλές φορές δεν προέρχονται απαραιτήτως από ξύλινα φέρετρα, αλλά αποτελούσαν αντικείμενα εξορκισμού βλ. σχετικά Kurtz- Boardman, σ.217.
149. Σε πολλές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί τέτοια απόκλιση από την κατεύθυνση Α.-Δ. Βλ. σχετικά Necrolynthia, σ.139-143.
150. Παρόμοια περίπτωση, αρκετά σπάνια ωστόσο, βλ. σε τάφους στα Φίλια Καρδίτσας, ΑΔ 19(1964): Χρονικά, σ.250, Πίν.294-295.
151. Για τα κτερίσματα, το νόημά τους και τα είδη του αγγείου που χρησιμοποιούνταν συνήθως για το σκοπό αυτό βλ. Necrolynthia, σ.174-207, BCH 94 (1970), σ.525-531.
152. Για τη θέση των κτερισμάτων σε σχέση με το νεκρό βλ. Kurtz- Boardman, σ.203.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Agora IV Agora V Agora XII Agora XXII Alt-Ägina II, 1 R. H. Howland, Athenian Agora IV, Greek Lamps and their Survivals, Princeton 1958. H. Robinson, Athenian Agora V, Poterry of the Roman Periode, Chronology, Princeton 1959. B. A. Sparkes - L. Talcott, Athenian Agora XII, Blanck and Plain Pottery of the 6, 5, and 4 Cent. B.C., Princeton 1970. S. I. Rotroff, The Athenian Agora XXII, Hellenistic Pottery, Athenian and Imported Bowls, Princeton 1982. R. Smetana-Scherrer, Alt-Ägina 11,1, Spät klassische und hellenistische Keramik, Mainz 1982.
Ampurias I Ampurias II Antioch IV
Bailey Caunus 2
Corinth IV, 2 Corinth VII, 3 Corinth XII Délos XXVI Délos XXXI
Demetrias I Dura-Europos IV, 1
Δρούγου - Τουράτσογλου Eretria II Hama III. 2
Histria II Ikaros 2
Isthmia III
Kabiren-Heiligtum III
Kerameikos IX Kerameikos XI Labraunda II, 1
Lapp
Leroux
Mayet, Ceramiques à parois fines
Mayet, Péninsule Ibérique Marabini, Cosa
Morel, La céramique campanienne Kurtz-Boardman
Olynthus V Olynthus XI Olynthus XIII
M. Almagro, Las necropolis de Ampurias I, Barcelona 1953.
M. Almagro, Las necropolis de Ampurias II, Barcelona 1955.
Er. Waagé, Antioch on the Orontes IV, I, Ceramics and Islamic Coins, 6, Wisconsin 1948.
D. Bailey, A Catalogue of the Lamps in the British Museum, London 1977.
P. Ross, Tombs of Caunus 2, Finds, Studies, Mediterranean Archaeology XXX, (1974).
0. Broneer, Corinth IV, 2. Terracotta Lamps, Cambridge 1930.
G. R. Edwards, Corinth VII, 3, Corinthian Hellenistic Pottery, Princeton 1975. G. R. Davidson, Corinth XII, The Minor Objects, Princeton 1952. Ph. Bruneau, Délos XXVI, Les lampes, Paris 1965. A. Laumonier, La céramique hellénistique à relief, 1, Ateliers ioniens, Délos XXXI, Paris 1977.
V. Miloijičič - D. Theocharis, Demetrias I, Bonn 1976.
D. H. Cox, The Excavations at Dura-Europos, Final Report, IV, 1, The Greek and Roman Pottery, New Haven 1949. Σ. Δρούγου -1. Τουράτσογλου, Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι Βέροιας, Αθήνα 1980. 1. Metzger, Eretria II, Die hellenistische Keramik, Bern 1969. A. Papanicolaou-Christensen-Ch. Friis Johansen, Hama III, 2, Les poteries hel- lénistiques et les terres cuites sigillées orientales, Copenhague 1971. P. Alexandrescou, Necropola Tumularâ, Histria II, Bucurest 1966, σ. 137 κ.ε. L. Hannestad, Ikaros 2, The Hellenistic Settlements. The Hellenistic Pottery from Fatlaka, 1983.
O. Broneer, Isthmia III, Terrecotta Lamps, Princeton, New Jersey 1977.
V. Heimberg, Die Keramik des Kabirions, Kabiren-Heiligtum bei Theben, III, Berlin 1982. U. Knigge, Kerameikos IX, Der Südhügel, Berlin 1976. Scheibler, Kerameikos XI, Die Lampen, Berlin 1976.
P. Hellström, Labraunda II, 1, Pottery of Classical and Later Date, Terracota Lamps and Glass, Lund 1965.
P. W. Lapp, Palestinian Ceramic, Chronology 200 B.C. - 70, A.D., New Haven 1961. G. Leroux, Lagynos, Recherches sur la céramique et l’art ornamental hellénisti- ques, Paris 1913.
F. Mayet, Céramiques à parois fines, Annales Littéraires, Université de Besançon, 242, CNRS 36 (1980).
F. Mayet, Céramiques à parois fines dans la péninsule Ibérique, Paris 1975. M. T. Marabini Moevs, The Roman Thin Walled Pottery from Cosa (1948-1954), Memoirs of the American Academy in Rome, 32 (1973).
J. P. Morel, La céramique campanienne: Les formes, Roma 1981.
D. C. Kurtz - J. Boardman, Greek Burial Customs, Aspects of Greek and Roman Life, London 1971.
D. M. Robinson, Olynthus V, Mosaics, Vases and Lamps of Olynthus, Baltimore 1933.
D. M. Robinson, Olynthus XI, Necrolynthia, Oxford 1942.
D. M. Robinson, Olynthus XIII, Vases Found in 1934 and 1938, Baltimore 1950.
Samaria-Sebaste III J. W. Crowfoot - G. M. Crowfoot - M. Kenyon, Samaria-Sebaste III, Reports of the Joint Expedition 1931-1935 and of the British Expedition 1935, London 1957.
Siebert G. Siebert, Recherches sur les ateliers de bols à relief du Péloponnèse à l’époque hellénistique, Paris 1978.
Sw. Cypr. Exp. IV, 3 O. Vessberg - A. Westlholm, The Swedish Cyprus Expedition IV, 3, The Hellenistic and Roman Periods in Cyprus, Stokholm 1956
Tarsus I H. Goldmann, Tarsus I, The Hellenistic and Roman Periods, Princeton 1950.