.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Εργαστήριο Κεραμικής του 5ου αιώνα στην Ολυμπία



 Μετά τη σταδιακή ίσως εγκατάλειψη του ιερού του Διός1, με αφορμή είτε επίσημες διαταγές είτε τη γενικότερη εξάπλωση του χριστιανισμού και σε περιοχές της Ελλάδας όπου η αρχαία θρησκεία ήταν βαθιά ριζωμένη, ιδρύθηκε στην Ολυμπία, όπως είναι γνωστό, ο πρώτος από δύο διαδοχικούς οικισμούς2.
 Η ευνοϊκή θέση στην εκβολή του Κλαδέου στον Αλφειό, αλλά και το άφθονο δομικό υλικό που βρισκόταν εκεί από κτήρια και άλλα μνημεία του ιερού -ενώ η γύρω περιοχή είναι φτωχή σε πέτρες- πρέπει να συντέλεσαν σημαντικά στην επιλογή του χώρου για την εγκατάσταση της αγροτικής κοινότητας. Ιδίως τα κτήρια των θερμών σώζονταν αρκετά καλά μαζί με τις υδραυλικές εγκαταστάσεις και προσφέρονταν για μια νέα χρήση. Με σημείο αναφοράς την παλαιοχριστιανική βασιλική, η οποία ιδρύθηκε στο κτήριο Α («Εργαστήριο του Φειδία»), φαίνεται ότι ο πρώτος οικισμός εκτεινόταν κυρίως δυτικά της Άλτεως προς τον Κλαδέο. Την ευπορία και τις -όπως φαίνεται- διεθνείς εμπορικές συναλλαγές των κατοίκων του οικισμού τόνισε πρόσφατα ο Α. Martin, βασιζόμενος σε κεραμικά ευρήματα από διάφορες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου3. Κατά πολύ φτωχότερος σε κεραμική ήταν ο δεύτερος οικισμός, ο οποίος κτίστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 6ου αιώνα και εκτεινόταν κυρίως ανατολικά του ναού του Διός4.
 Οι ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, οι οποίες έλαβαν χώρα από το 1987 έως και το 1991 βόρεια του Πρυτανείου5, είχαν πρωταρχικό σκοπό την έρευνα του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών χρόνων που βρίσκεται εκεί. Συνεισέφεραν, όμως, και στις γνώσεις μας για την έκταση και τον εξοπλισμό των κτηρίων του πρώτου όπως και του δευτέρου χριστιανικού οικισμού. Ειδικά πρόσθεσαν νέα στοιχεία όσον αφορά στην ντόπια παραγωγή κεραμικών ειδών καθημερινής χρήσης, δηλαδή αγγείων και λύχνων.
 Το 1880, στο τέλος της πρώτης γερμανικής ανασκαφής στην Ολυμπία, στην περιοχή αυτή είχε ανασκαφεί τμήμα περιστυλίου της αυτοκρατορικής εποχής με ψηφιδωτό δάπεδο και μια μεγάλη δεξαμενή στο κέντρο6. Οι θαλάσσιες παραστάσεις των εμβλημάτων -με θέματα από τον θαλάσσιο θίασο7- οδήγησαν τότε στην ονομασία «Θέρμες του Κρονίου» για ολόκληρο το αρχιτεκτονικό σύνολο. Σήμερα ξέρουμε ότι οι αίθουσες νοτιοανατολικά, οι οποίες αποκαλύφθηκαν τότε και αποδεδειγμένα λειτουργούσαν ως θέρμες, πρέπει να είναι σαφώς μεταγενέστερες και ότι η σωστή ερμηνεία του συνόλου πρέπει να αναζητηθεί μέσα από γενικότερες εκτιμήσεις για τη λειτουργία του ιερού.
 Στη βόρεια άκρη της δεξαμενής του περιστυλίου βρισκόταν το πέρας της παλαιάς ανασκαφής. Βόρεια αυτής της γραμμής, οι νέες ανασκαφές διεξήχθησαν σε ανέπαφα στρώματα, και έτσι στάθηκε δυνατόν να μελετηθούν όλες οι οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρήση του χώρου με την παρουσία αρχιτεκτονικού συνόλου χρονολογείται στην ύστερη ελληνιστική εποχή8. Ακολουθούν το περιστύλιο της αυτοκρατορικής εποχής, με διάφορες μετασκευές και προσθήκες που περιλαμβάνουν τα ψηφιδωτά δάπεδα, καθώς και άλλο συγκρότημα θερμών στη βορειοανατολική πλευρά του ρωμαϊκού αρχιτεκτονικού συνόλου. Αλλαγή χρήσης διαπιστώνεται μετά το τέλος λειτουργίας του ιερού. Διακρίνονται οι γνωστές δύο φάσεις ως την τελική εγκατάλειψη του δεύτερου χριστιανικού οικισμού και την επίχωση της περιοχής από τις πλημμύρες του Κλαδέου.
 Εδώ αναφέρομαι ειδικά στη φάση που αντιστοιχεί στον πρώτο χριστιανικό οικισμό της Ολυμπίας, ο οποίος με βάση τα ιστορικά στοιχεία και τα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογείται στον 5οαρχές του 6ου αιώνα. Σε αυτή την περίοδο, στην περιοχή του ρωμαϊκού περιστυλίου, τουλάχιστον το βόρεισ και το ανατολικό τμή μα προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα των ιστορικών εξελίξεων και του εκχριστιανισμένου πληθυσμού. Στο ανατολικό τμήμα του περιστυλίου εγκαταστάθηκε ληνός9



 Εντάσσεται σε σειρά παρόμοιων ήδη γνωστών μονάδων παραγωγής κρασιού που υπήρχαν και στους δυο οικισμούς. Επίσης, στις αίθουσες ανατολικά και βόρεια του περιστυλίου εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή εργαστηριακές εγκαταστάσεις οι οποίες σχετίζονται με αγγειοπλαστείο. Ο ληνός χρονολογείται από ένα πήλινο αγγείο (Κ4238: εικ.1.1), εντοιχισμένο στον πυθμένα της δεξαμενής, στο οποίο μαζευόταν ο χυμός των σταφυλιών. Από την ποιότητα του πηλού και το καλό ψήσιμο του απλού πιθοειδούς αγγείου βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανήκει στη φάση του πρώτου χριστιανικού οικισμού. Οπωσδήποτε η εγκατάσταση εργαστηρίου σε αυτή τη σχετικά εξέχουσα θέση προϋποθέτει την προηγούμενη διακοπή της λειτουργίας του ιερού. Τη μακροχρόνια χρήση του ληνού υποδεικνύουν τα ευρήματα από το εσωτερικό της δεξαμενής: Η επίχωση περιείχε θραύσματα από αγγεία και λυχνάρια τα οποία χρονολογούνται έως και τον ύστερο 6ο αιώνα, δηλαδή τα τελευταία χρόνια του δεύτερου οικισμού.
 Η ανατολική πτέρυγα του ρωμαϊκού κτηρίου μαζί με τις θέρμες από τη μέση αυτοκρατορική εποχή συνέχιζε να χρησιμοποιείται στον 5ο αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα, όμως, καμία από τις αίθουσες δεν υπηρετούσε πια το σκοπό για τον οποίο είχε αρχικά κατασκευαστεί.
Σε μια αψιδωτή αίθουσα που αρχικά λειτουργούσε πιθανώς ως tepidarium εγκαταστάθηκε μικρός κεραμικός απιόσχημος κλίβανος10. Προφανώς τότε το κτήριο είχε ήδη μερικώς καταστραφεί. Από. τους τοίχους είχαν πέσει οι tegulae mammatae, οι πήλινες πλίνθοι που στην αυτοκρατορική εποχή προορίζονταν για τη θέρμανση των τοίχων. Ο κλίβανος στην πίσω πλευρά του ακουμπάει στον τοίχο της αψιδωτής αίθουσας, ο οποίος την εποχή της κατασκευής του κλιβάνου ήταν ήδη στερημένος από κάθε επένδυση. Τη στιγμή της εγκατάστασης του κλιβάνου σίγουρα δεν υπήρχε πια στέγη στην αίθουσα.
Φαίνεται ότι το κεραμικό εργαστήριο χρησιμοποιούσε και τη δεξαμενή των ρωμαϊκών χρόνων δυτικά του κλιβάνου (συμπέρασμα το οποίο βγαίνει από τα ευρήματα από το βάθος της δεξαμενής). Αντίθετα, η βόρεια πλευρά του περιστυλίου με το ψηφιδωτό δάπεδο δεν φαινόταν πια, διότι είχε καλυφθεί γύρω στα +300 με χώμα και μπάζα.
 Βόρεια του περιστυλίου βρέθηκαν τρεις συνεχόμενες αβαθείς δεξαμενές που περιβάλλονται από ανοιχτό αγωγό νερού11. Είναι κτισμένες κατευθείαν στο δάπεδο που ανήκει στην ύστερη ρωμαϊκή φάση του κτηρίου. Η εσωτερική επιφάνεια και η επιφάνεια γύρω από τις δεξαμενές καλύπτονται από τετράγωνες πήλινες πλίνθους. Η ανατολική δεξαμενή έχει σχήμα τετράγωνο, ενώ οι άλλες δύο δυτικά είναι μακρόστενες12. Μεταξύ τους, οι τρεις δεξαμενές συνδέονται με ανοίγματα-σωλήνες σε μικρή απόσταση από τον πυθμένα. Η εισροή νερού γινόταν από Βορρά, πρώτα στην τετράγωνη δεξαμενή, και η εκροή δυτικά, αφού το νερό είχει περάσει μέσα από τις τρεις δεξαμενές. Οι δεξαμενές προορίζονταν πιθανώς για τον καθαρισμό και την παρασκευή του πηλού.
 Ακριβή στοιχεία για τη χρονολογία εγκατάστασης του κεραμικού εργαστηρίου δεν διαθέτουμε. Τα τοιχώματα των δεξαμενών περιέχουν ελάχιστα όστρακα, τα οποία δεν επιτρέπουν μια σαφή χρονολόγηση, όπως έδειξε η έρευνα στη μεσαία δεξαμενή, η οποία ανασκάφηκε προκειμένου να μελετηθείτο ελληνιστικό φρέαρ που υπήρχε κάτω από τη δεξαμενή.
 Όσον αφορά στην παραγωγή του εργαστηρίου, τα πιο σημαντικά στοιχεία προέρχονται από την περιοχή δίπλα στον κλίβανο. Γΰρω από τον κατεστραμμένο κλίβανο και στην επίχωσή του βρέθηκαν πολλά όστρακα. Ορισμένα από αυτά αμέσως έδειχναν ότι προέρχονταν από ελαττωματικά αγγεία. Θραύσματα από μία εύκολα αναγνωρίσιμη λεκάνη (Κ4500: εικ.2.9 και 2.10) με εγχάρακτο σχέδιο στο χείλος -το λεγόμενο ψαροκόκκαλο που μάλλον παριστάνει κλάδο φοίνικα- βρέθηκαν σε όλη την έκταση της αψιδωτής αίθουσας. Επίσης, τα άλλα όστρακα που βρέθηκαν στο δάπεδο κοντά στον κλίβανο υπέδειξαν κοινή προέλευση από σχετικά λίγα σπασμένα αγγεία, των οποίων, όμως, τα θραύσματα είχαν σκορπιστεί και αναμειχθεί. Στη μελέτη που ακολούθησε μπορέσαμε να αποκαταστήσουμε διάφορα αγγεία που πιθανώς προέρχονται από μια τελευταία αποτυχημένη παραγωγή του κεραμικού εργαστηρίου λίγο πριν από την εγκατάλειψη του13. Τα αγγεία και τα θραύσματα αγγείων δείχνουν διάφορα ελαττώματα, π.χ. πηλό που έχει κολλήσει στην επιφάνεια, μεγάλες χρωματικές διαφορές στο ίδιο αγγείο, εφυάλωση τμημάτων της επιφάνειας, ενώ ορισμένα αγγεία έχουν στραβώσει σε μεγάλο βαθμό, ειδικά μερικές χύτρες οι οποίες έχουν τελείως παραμορφωθεί λόγω της υπερβολικά υψηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε στον κλίβανο.
 Με τεκμήριο τα ελαττωματικά αγγεία, το κεραμικό εργαστήριο παρήγαγε στην τελευταία του φάση κυρίως τα ακόλουθα σχήματα: ψηλά μόνωτα αμφοροειδή αγγεία αποθήκευσης ή και εμπορίου υγρών, πιθανώς κρασιού, μικρότερες χόες και οινοχόες με σφαιρικό σώμα, χύτρες με γωνιώδη τοιχώματα, δακτυλιόσχημα στηρίγματα αγγείων (υποστατά), κάλαθους και λεκάνες σε διάφορες παραλλαγές. Επίσης σώζονται θραύσματα από αμφορείς κ.ά. Ο ανοιχτόχρωμος πηλός των χρηστικών αγγείων είναι γενικά καλά επεξεργασμένος χωρίς πολλές προσμίξεις. Η εξωτερική επιφάνεια των αγγείων φέρει συχνά κατά τόπους κόκκινο ή καστανό επίχρισμα ή και γραμμική διακόσμηση από πλατιές πινελιές. Οι χύτρες επίσης, όταν βέβαια πετύχαινε το ψήσιμο, πρέπει να ήταν καλής ποιότητας.
 Τα περισσότερα αγγεία από τα απορρίμματα του εργαστηρίου είναι τα μόνωτα αμφοροειδή αγγεία. Ενώ δεν ήταν δυνατόν να συγκολληθεί ολόκληρο αγγείο, τα κάπως ελλιπή παραδείγματα επιτρέπουν μια σαφή αναπαράσταση του τύπου. Μερικά αγγεία (Κ 10570, Κ10572, Κ10573: εικ.1.2) διατηρούντο πάνωτμήμα, ενώ από άλλα (Κ 10578, Κ10579: εικ.1.3, Κ10581: εικ.1.5, Κ10582- Κ10585, Κ10600, Κ10602) σώζεται το πόδι ή μεγάλο τμήμα από το τοίχωμα. Χαρακτηριστικά αυτών των αγγείων είναι ο μακρύς κωνικός μικρής διαμέτρου λαιμός, το μακρόστενο σώμα και το επίσης στενό πόδι με ομφαλό. Το χείλος, από όσο ξέρουμε, μπορεί να έχει διάφορα σχήματα που δεν αποτελούν κατ' ανάγκην χρονολογικό στοιχείο. Η λαβή κανονικά αρχίζει από το λαιμό και καταλήγει ψηλά στον ώμο. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η μερικώς επιχρισμένη επιφάνεια. Τα αμφοροειδή αγγεία από τον κλίβανο μοιάζουν τυπολογικά με αντίστοιχα αγγεία από την ομάδα Μ από την Αγορά των Αθηνών, τα οποία χρονολογούνται στον ύστερο 5ο και στον πρώιμο 6ο αιώνα14.
 Ένα αμφοροειδες αγγείο από την Αγορά των Αθηνών15 φέρει γραπτή διακόσμηση από έξι κάθετες πινελιές, παρόμοια με αυτή που παρατηρείται σε αμφοροειδές αγγείο από την Ολυμπία (Κ4033: εικ.1.4). Ένα άλλο αποθηκευτικό αγγείο από την Αγορά των Αθηνών16 έχει επίχρισμα στο πάνω μισό του τοιχώματος όπως αρκετά παραδείγματα στην Ολυμπία. Το σχήμα των μόνωτων αποθηκευτικών αγγείων συναντάται και σε σύνολα της ύστερης αρχαιότητας ή της παλαιοχριστιανικής εποχής στο Άργος17 και στην Ερέτρια18.
 Οι χόες και οι οινοχόες με σφαιρικό σώμα και ομφαλό στη βάση (Κ10552, Κ10571, Κ10574) συγκρίνονται σε γενικές γραμμές πάλι με την ομάδα Μ από την Αγορά των Αθηνών. Από τον κλίβανο της Ολυμπίας έχουμε ένα σχεδόν ολόκληρο παράδειγμα (Κ10552: εικ.2.6). Μία πρόχους με σφαιρικό σώμα από την Αγορά19 φέρει διακόσμηση παρόμοια, δηλαδή μερικό επίχρισμα και πλατιές πινελιές. Το γενικό σχήμα της πρόχου Κ10552 της Ολυμπίας συγκρίνεται περισσότερο με το σχήμα άλλου αγγείου της ίδιας ομάδας20. Παρόμοιο σχήμα υπάρχει και στο Άργος, το οποίο χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα21.
 Οι χύτρες από το κεραμικό εργαστήριο της Ολυμπίας (Κ10536: εικ.2.8, Κ10537, Κ10538: εικ.2.7, Κ10539, Κ10540) ανήκουν σε χαρακτηριστικό τύπο με γωνιώδες τοίχωμα και κωνικό ώμο, ό οποίος φέρει πυκνές οριζόντιες αυλακώσεις. Επειδή οι χύτρες είναι εξαιρετικά παραμορφωμένες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ανήκουν στην παραγωγή του ντόπιου εργαστηρίου και ότι η αποτυχία της όπτησης οφείλεται στην υπερβολική θερμοκρασία οτον κλίβανο. Το σχήμα και η διακόσμηση που επεδίωκε ο αγγειοπλάστης μιμούνται πιστά εισαγόμενες χύτρες του ίδιου τύπου, των οποίων, όμως, η προέλευση δεν είναι γνωστή. Μία εισαγόμενη χύτρα, η οποία σώζεται αρκετά καλά (Κ1009)22, βρέθηκε σε παλαιότερη ανασκαφή στην περιοχή δυτικά της Άλτεως και ένα θραύσμα μιας όμοιας (Κ4799) προέρχεται από την ανατολική πτέρυγα του περιστυλίου. Ο πηλός στις εισαγόμενες χύτρες περιέχει πολλή μίκκα. Γι' αυτό ίσως μπορούν να αποδοθούν σε εργαστήριο της Ανατολικής Μεσογείου. Από ντόπιο πηλό χύτρας είναι κατασκευασμένο και ένα κλειστό αγγείο από τα απορρίμματα του εργαστηρίου, πιθανώς πρόχους (Κ10535).
 Δακτυλιόσχημα στηρίγματα όμοια με αυτά που βρέθηκαν σπασμένα γΰρω από τον κλίβανο (Κ10542, Κ10549: εικ.2.11, Κ10550, Κ10551 κ.ά.) είναι γνωστά ήδη από την αρχαϊκή εποχή και συνδέονται συχνά με εργαστήρια αγγειοπλαστικής23. Εκεί θεωρούνται συνήθως βοηθήματα για τη διαδικασία του στεγνώματος αμφορέων πριν από το ψήσιμο τους στον κλίβανο. Όπως προκύπτει από το άνισο ψήσιμο των στηριγμάτων της Ολυμπίας, είναι πιθανόν ότι ήταν τοποθετημένα μέσα στον κλίβανο στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια ψησίματος που επιχείρησε ο κεραμέας. Στηρίγματα (υποστατά) του ίδιου τύπου συναντώνται και σε οικίες, ειδικά στην Κρήτη24.
 Ένα πρόσθετο στοιχείο για τη χρονολόγηση των απορριμμάτων του εργαστηρίου δίνουν δύο θραύσματα αμφορέων με πυκνές οριζόντιες χαράξεις (Κ10517, Κ10518). Προέρχονται από ώμους αμφορέων γνωστού τύπου, του τύπου Late Roman Amphora 2 στην κατάταξη του Riley στην Καρχηδόνα25 και στη Βερενίκη (Benghazi) της Λιβύης26. Στην Ανατολική Μεσόγειο αμφορείς αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν κυρίως στον 5ο και στον 6ο αιώνα27. Τα άλλα συνευρήματα στα απορρίμματα γύρω από τον κλίβανο ήταν λιγοστά, ανάμεσα τους θραύσμα λυχναριού (Κ10577) πιθανώς του 5ου αιώνα και λαβή μαγειρικού σκεύους (Κ10576).


 Οι τρεις συνεχόμενες δεξαμενές εγκαταλείφθηκαν την ίδια εποχή όπως και ο κλίβανος. Ενδεικτικά για τη χρονολογία της εγκατάλειψης τους είναι θραύσματα από κακοψημένα αγγεία τα οποία βρέθηκαν χαμηλά στην επίχωση και στον ανοιχτό αγωγό νερού γύρω από τις δεξαμενές. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται ένα θραύσμα από χΰτρα (Κ 4985) του ίδιου τύπου με τις χύτρες από τον κλίβανο και ένα τμήμα δακτυλιόσχημου στηρίγματος (Κ4376) πολύ στραβό και με εφυάλωση στην επιφάνεια από την υπερβολική θερμοκρασία που έχει υποστεί, πιθανώς μέσα στον κλίβανο. Οι ομοιότητες των κεραμικών ευρημάτων από τον κλίβανο και από την επίχωση των δεξαμενών δεν είναι μόνο σημαντικά στοιχεία για τη χρονολόγηση, αλλά καθορίζουν την ερμηνεία των δεξαμενών ως εγκατάσταση του κεραμικού εργαστηρίου.
 Πολλά όστρακα από την περιοχή ανατολικά του περιστυλίου και την επίχωση των πρώην θερμών, τα περισσότερα από κλειστά αγγεία αρκετά μεγάλης χωρικότητας, μπορούν να αποδοθούν στην παραγωγή του ίδιου κεραμικού εργαστηρίου. Με βάση τα ευρήματα από τις περιοχές αυτές, άλλη μια ομάδα αγγείων αποδίδεται στην παραγωγή του εργαστηρίου. Αποτελείται από πήλινους κάλαθους σε διάφορες παραλλαγές, πολλές φορές με γραπτές ακτινωτές γραμμές στο χείλος (Κ10501: εικ.2.12, Κ10502- Κ10507 κ.ά.). Οι κάλαθοι συγγενεύουν με τις λεκάνες που ήδη αναφέρθηκαν.
 Στην περιοχή των δεξαμενών βρέθηκαν και δύο δείγματα στηριγμάτων άλλου τύπου (Κ4937, Κ4935). Τέτοια μικρά στηρίγματα-σφήνες είναι γνωστά από διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου υπήρχαν κεραμικά εργαστήρια. Τοποθετούνταν οριζόντια μέσα στον κλίβανο28. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι χρησιμοποιούνταν προπαντός στην παραγωγή πλίνθων ή κεραμίδων. Αν αυτή η ερμηνεία είναι σωστή, τότε πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη και άλλου κλιβάνου κοντά στο περιστύλιο, ο οποίος παρήγε κεραμίδες ή ίσως πήλινες πλίνθους δαπέδου.
 Στην επίχωση των θερμών, εκτός από θραύσματα ντόπιων αγγείων βρέθηκαν και θραύσματα από εισαγόμενα αγγεία γνωστών τύπων, όπως αμφορέων, ενός πινακίου Late Roman C/Phocaean Red Slip (Κ4695)29 με εμπίεστη διακόσμηση αποτελούμενη από σταυρό και τα γράμματα Α και (Α) καθώς και θραύσματα από αφρικανικά λυχνάρια του 5ου αιώνα30. Τα αφρικανικά λυχνάρια συνοδεύονται από απομιμήσεις που προέρχονται από τοπικά εργαστήρια πιθανώς του ύστερου 5ου ή πρώιμου 6ου αιώνα. Ένα λυχνάρι (Κ4698), μοναδικό στην Ολυμπία, φέρει στο δίσκο την εγχάρακτη επιγραφή ΦΩΣ XPICTOY και στη βάση τα γράμματα Α και ω. Ένα άλλο λυχνάρι (Κ4035) με παράσταση πουλιού πάνω σε ένα αγγείο ίσως είναι αττικό του 5ου αιώνα31.
 Κεραμικά εργαστήρια λειτουργούσαν στην Ολυμπία και την περίοδο του δευτέρου χριστιανικού οικισμού. Σε παλαιότερη ανακοίνωση μου είχα παρουσιάσει μήτρες λυχναριών και λυχνάρια κυκλικού σχήματος με κωνική λαβή, τα οποία μαρτυρούν εργαστήριο λυχναριών του υστέρου 6ου αιώνα πιθανώς στην περιοχή βόρεια του Πρυτανείου32. Όμοιες μήτρες και λυχνάρια του ίδιου τύπου είχαν βρεθεί και σε παλαιότερες ανασκαφές στην Ολυμπία.
 Διακρίνονται τρεις ομάδες προϊόντων αυτού του τύπου:
1) εισαγόμενα λυχνάρια με ανάγλυφα μοτίβα, τα οποία είναι γνωστά από τα αφρικανικά και Late Roman C εργαστήρια, 
2) ντόπιες απομιμήσεις τέτοιων λυχναριών, καθώς και 
3) ντόπια παραδείγματα όπου η διακόσμηση χαράχτηκε στις μήτρες. 
 Οι μήτρες της Ολυμπίας που ανήκουν στη δεύτερη και την τρίτη ομάδα είναι οι μοναδικές δημοσιευμένες μήτρες λυχναριών του τύπου και αποδεικνύουν ότι υπήρχε παραγωγή τέτοιων λυχναριών στην Πελοπόννησο.
 Τυπολογικά κάπως παλαιότερες από τις προηγούμενες είναι δυο μήτρες για λυχνάρια του αφρικάνικου τύπου, η μία (Κ4249)33 από την παλαιά γερμανική ανασκαφή στη δυτική άκρη του σταδίου και η άλλη (Κ4250) από την ανασκαφή του Λεωνιδαίου.
 Ορισμένα όστρακα από τις ανασκαφές βόρεια του Πρυτανείου παραπέμπουν στην ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων στην ίδια περιοχή νωρίτερα και σε όλη την αυτοκρατορική περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρω: ένα κλειστό αγγείο της πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου (Κ4065) με ρωγμή στον πυθμένα, η οποία το κάνει ακατάλληλο για χρήση ή τουλάχιστον για πώληση, θραύσματα από λυχνάρι πιθανώς του 2ου αιώνα που έχει γίνει πρασινωπό από υπερβολική θερμοκρασία (Κ4305), θραύσματα από επίσης κακοψημένο και πρασινωπό κορινθιακό σκύφο/ Corinthian Relief Bowl (Κ4879) του 3ου αιώνα, μήτρα για το κάτω τμήμα λυχναριού (Κ4107) που προέρχεται από ένα σύνολο χρονολογημένο στον 3ο αιώνα, και ένα θραύσμα από άλλο λυχνάρι (Κ4818) που έχει ψηθεί σε υπερβολική θερμοκρασία μέσα στον κλίβανο και πιθανώς χρονολογείται στον 4ο αιώνα.
 Είναι γνωστό ότι καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ιερού υπήρχαν αρκετά εργαστήρια, όχι μόνο κεραμικής αλλά και άλλων κλάδων, μέσα στα όρια του ιερού και μάλιστα αρκετά κοντά στο κέντρο. Ενώ οι περισσότεροι γνωστοί κλίβανοι στην Ολυμπία έχουν σχήμα τετράγωνο και προορίζονταν κυρίως για την όπτηση πλίνθων34, απιόσχημος κλίβανος αυτοκρατορικών χρόνων είχε βρεθεί παλαιότερα στις θέρμες του Κλαδέου35, άλλος απροσδιόριστης χρονολογίας επίσης δυτικά της Άλτεως στην περιοχή βορειοδυτικά του ελληνικού λουτρού36Έτσι, το κεραμικό εργαστήριο του 5ου αιώνα στους πρόποδες του Κρονίου εντάσσεται κατά κάποιο τρόπο σε μια παλαιότερη παράδοση εργαστηρίων στο χώρο της Ολυμπίας37.


Christa Schauer
Στη μνήμη του Thomas Völling

1. Οι ανασκαφές έγιναν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό τη γενική διεύθυνση του καθηγητή Helmut Kyrieleis. Το ανασκαφικό πρόγραμμα με θέμα το ιερό της Ολυμπίας στη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική εποχή άρχισε το 1987 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Ulrich Sinn, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση του κεραμικού υλικού για δημοσίευση. Διεξοδική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής προετοιμάζεται για τη σειρά Olympische Forschungen του Γερμανικού Ινστιτούτου.
2. F. Adler, «Geschichte des Unterganges der Baudenkmäler zu Olympia», στο E. Curtius- F. Adler (επιμ.), Topographie und Geschichte von Olympia, Olympia 1, Berlin 1897, 93-98 οι ίδιοι (επιμ.), Olympia, Karten und Pläne, Berlin 1897, φύλλα Va και Vb· H.-V. Herrmann, Olympia. Heiligtum und Wettkampf statte, München 1972, 196-199.
3. A. Martin, «Two Roman Contexts from Olympia», ReiCretActa 33 (1996), 127-134· ο ίδιος, «Roman and Late Antique Fine Wares at Olympia», ReiCretActa 35 (1997), 211-216.
4. Βλ. Curtius- Adler (επιμ.), Olympia. Karten und Pläne, φύλλο Vb· Herrmann, Olympia, 199 εικ. 140.
5. Βλ. U. Sinn, «Bericht über das Forschungsprojekt Olympia in der römischen Kaiserzeit' I: Die Arbeiten von 1987-1992», Nikephoros 5 (1992), 75-84 και το άρθρο του ίδιου «Έκθεση των ερευνών στην Ολυμπία της ύστερης αρχαιότητας», στον παρόντα τόμο, 59-64. Το αρχιτεκτονικό σύνολο στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στη θέση 19 στο σχέδιο της εικ.1 του εν λόγω άρθρου του U. Sinn. Ετήσιες σύντομες εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο των ανασκαφών έχουν περιληφθεί στα περιοδικά ΑΑ, BCHκαι ARepLond. Για μια άποψη (από ανατολικά) του χώρου μετά το τέλος της ανασκαφής, βλ. Ε.Β. French, ARepLond 37 (1991), 31, εικ.25.
6. Βλ. Curtius- Adler (επιμ.), Olympia 1,144 (χάρτης του αρχαιολογικού χώρου το 1881)· Curtius - Adler (επιμ.), Olympia. Karten undPläne, φύλλο IV και Via Β. Graef, «Die Mosaikfußböden», οτο E. Curtius- F. Adler (επιμ.), Die Baudenkmäler von Olympia, Olympia 2, Berlin 1892,180-183 και ειδικά 181.
7. Το ψηφιδωτό του περιστυλίου συντηρήθηκε το 1958 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία (συνεργασία της Ζ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Ολυμπίας με το Βυζαντινό Μουσείο). Για λόγους προστασίας αφαιρέθηκαν τα πολύχρωμα εμβλήματα της δυτικής και νότιας πλευράς, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο διάδρομο προς την εσωτερική αυλή του μουσείου. Βλ. Ν. Γιαλούρης, ΑΔ22 (1967) Χρονικά, 208, πίν.148α Ε. Παπακωνσταντίνου, ΑΔ36 (1981) Χρονικά, 147. Για τις παραστάσεις βλ. Α. Kankeleit, Kaiserzeitliche Mosaiken in Griechenland, διδ. διατρ.,1, Universität Bonn, 1994,229 κ.ε., πίν.53-62 και 2,214-219, αρ.121.
8. Βλ. Ch. Schauer, «Ein späthellenistischer Fundkomplex aus Olympia», Γ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική. Χρονολογημένα σύνολα- εργαστήρια, 24-27Σεπτεμβρίου 1991, Θεσσαλονίκη, Πρακτικά, Αθήνα 1994,174-184, πίν. 106-126 η ίδια, «Ein hellenistischer Brunnen in Olympia», Α'Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική, Μυτιλήνη, Μάρτιος 1994, Πρακτικά, Αθήνα 1997,24-34, πίν. 11-16.
9. Βλ. προς το παρόν H.W. Catling, ARepLond 34 (1988), 27, εικ.27
10. Η θέση του φαίνεται στη φωτογραφία στο Α. Pariente, BCH115 (1991), 866-867, εικ.31.
11. Βλ. προς το παρόν Ε.Β. French, ARepLond 36 (1990), 30-31, εικ.22.
12. Επειδή διαφέρει κάπως η τεχνική της κατασκευής, υπάρχει πιθανότητα η τετράγωνη δεξαμενή να είναι παλαιότερη από τις άλλες δυο.
13. Για την υπομονή της στη συναρμολόγηση των αγγείων ευχαριστώ θερμά τη συντηρήτρια κεραμικών της Γερμανικής Ανασκαφής στην Ολυμπία, Παναγιώτα Παπαηλίου.
14. H.S. Robinson, Pottery of the Roman Period. Chronology, The Athenian Agora 5, Princeton 1959,113 κ.ε., Group M, Layer XI και XII, πίν. 33.
15. Ό.π.,113 αρ.Μ315, πίν.33.
16. Ό.π.,116 αρ.Μ336, πίν.33.
17. M. Piérart- J.-P. Thalmann, «Céramique romaine et médiévale», Études Aryennes [BCHSuppl. 6], Athènes 1980,464 αρ.15-20, εικ.4, πίν.2.
18. Π.Γ. Θέμελης, ΠΑΕ1975,36-48, πίν. 15-35, ειδικά 40 κ.ε., πίν.19 (συνδέει την καταστροφή του κεραμικού εργαστηρίου με σεισμό που το +365 έπληξε την Εύβοια).
19. Robinson, Pottery, 115 αρ. Μ362, πίν.33.
20. Ό.π., 118 αρ. Μ365, πίν.33. Βλ. και 79 αρ. L45, πίν.17.
21. Piérart - Thalmann, «Céramique», αρ. A26, πίν.3. Λόγω της παρουσίας στην ίδια ομάδα αμφορέως (αρ.Α7) του τύπου Carthage, Late Roman Amphora 3= Benghazi, Late Roman Amphora 10 υπάρχει πιθανότητα να είναι και αυτό κάπως μεταγενέστερο. Βλ. για σύγκριση Robinson, Pottery, 112 αρ. Μ 307, πίν.31 (πρώιμος 5ος αι.).
22. Τη χΰτρα Κ1009 από παλαιότερη ανασκαφή δυτικά της Άλτεως αναφέρει ως συγκριτικό παράδειγμα ο J. Schilbach, «Die Datierung der Schichten im Südostgebiet», Olympiabericht 11, Berlin 1999,70-151, ειδικά 150151, πίν. 40,1 και 41,3.
23. Περιληπτικά, JA. Riley, «Coarse Pottery from Berenice», στο J. A. Lloyd (επιμ.), Excavations at Sidi Khrebish Benghan (Berenice) 2, Tripoli 1979,91-467, πίν.19-43, εικ.68-144, ειδικά353-354 αρ. D959-D965, εικ.128, πίν. 31. Παραδείγματα από την αρχαϊκή εποχή: Κ. Preka-Alexandri, «A Ceramic Workshop in Figareto, Corfu», Les ateliers de potiers dans le monde grec auxépoquesgéométrique, archaïque etclassique, επιμ. Fr. Blonde- J. Perreault [BCH Suppl. 23], Athènes 1992,41-52, ειδικά 51 εικ.10 Ν. Cuomo di Caprio, «Les ateliers des potiers en Grande Grèce: quelques aspects techniques», Les ateliers de potiers dans le monde grec aux époquesgéométrique, archaïque et classique, 69-85, ειδικά77, εικ.7. Παραδείγματα από την αυτοκρατορική εποχή: St. Markoulaki- J.-Y. Empereur- A. Marangou, «Recherches sur les centres de fabrication d'amphores de Crète occidentale», BCH113 (1989), 551-580, ειδικά 561, εικ.8· J.-Y. Empereur- Ch. Kritzas- A Marangou, «Recherches sur les amphores Cretoises, 2: les centres de fabrication d'amphores de Crète centrale», BCH 115 (1991), 481-523, ειδικά 492 κ.ε. εικ.12a-e, 18a, 21,36c-d, 47a-c, 55a-b· J.-Y. Empereur- A Marangou- N. Papadakis, «Recherches sur les amphores Cretoises (3)», BCH 116 (1992), 633-648, ειδικά 639 εικ.5f. Για ένα πιθανώς μεταγενέστερο παράδειγμα, βλ. και Β. Adamsheck, Kenchreai, Eastern Port of Corinth, 4: ThePottery, Leiden 1979,120 αρ. RC31, πίν.33.
24. Βλ. π.χ. Στ. Μαρκουλάκη, «Οι Ώρες και οι Εποχές σε ψηφιδωτό από το Καστέλλι Κισσάμου», Κρητική Εστία 1 (1987), 33-59, ειδικά 43 εικ.1 Ch. Vogt, «Πρωτοβυζαντινή κεραμική από την Αγία Γαλήνη», Κρητική Εστία 4 (1989-91), 39-80, πίν.1-8, ειδικά 17, πίν.3. Ευχαριστώ τον συνάδελφο Κλεάνθη Σιδηρόπουλο για την υπόδειξη του.
25. J.A Riley, «The Pottery from the Cisterns 1977.1,1977.2 και 1977.3», στο J.H. Humphrey (επιμ.), Excavations at Carthage 1977 conducted by the University ofMichigan, Carthage 6, Ann Arbor 1981,85-124, ειδικά 122 εικ.10.15.
26. Riley, «Coarse Pottery», 217-219.
27. Βλ. και D.P.S. Peacock- D.F. Williams, Amphorae and the Roman Economy: An Introductory Guide, London/New York 1986 (ανατυπ. 1991), 182-184, Class 43. Όπως παρατήρησε ο Riley στη δημοσίευση των χρηστικών αγγείων από τη Βερενίκη (βλ. παραπάνω, σημ. 23), οι εγχάρακτες γραμμές στα πρωιμότερα αγγεία του 5ου αι. είναι κατά κανόνα ίσιες, ενώ στα νεότερα παραδείγματα του 6ου αι. οι εγχαράξεις τείνουν να είναι κυματιστές. Εάν αυτά τα στοιχεία ισχύουν και για τους αμφορείς αυτού του τύπου στην Ελλάδα, το ένα θραύσμα ίσως ανήκει ήδη στον 6ο αι. Οι αμφορείς αυτοί κατασκευάστηκαν σε περισσότερα από ένα εργαστήρια. Στην Ελλάδα υπήρχε εγχώρια παραγωγή. Ενδείξεις εργαστηρίου έχουν βρεθεί στην Αργολίδα, βλ. W.W. Rudolph, «Excavations at Porto Cheli and Vicinity. Preliminary Report 5: The Early Byzantine Remains», Hesperia 48 (1979), 294-320, πίν. 80 και M.L. Zimmermann Munn, «A Late Roman Kiln Site in the Hermionid, Greece», AIA 89 (1985), 342-343 (πιστεύει ότι τέτοιοι αμφορείς προορίζονταν για ελαιόλαδο).
28. Βλ. το σχέδιο του Ι. Τραυλού στο άρθρο της Α. Kaloyeropoulou, «From the Techniques of Pottery», AAA 3 (1970), 429-434 εικ.10.0 W.R. Biers, «From the Furnace: A Note on Lampmakers Workshop», AAA 4 (1971), 414-416, εικ.1, αναφέρει τέτοια στηρίγματα από εργαστήρια πλίνθων στην Κόρινθο. Άλλα παραδείγματα βρέθηκαν π.χ. σε κεραμικά εργαστήρια της Ήλιδας (Θ. Καράγιωργα, «Κεραμεικός κλίβανος εν Ήλιδι», AAA4 (1971), 27-32, ειδικά 29-31, εικ.7), της Ερέτριας, όπου βρέθηκαν πάνω στη σχάρα του κλιβάνου (Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1975, πίν.18α) και της Χαλκίδας (Α. Σάμψων, «Ένα κεραμεικό εργαστήριο στη Χαλκίδα της ρωμαιοκρατίας», Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά 2 (1987), 73-131, ειδικά 122-126, εικ.66, σχ.24.25.
29. Βλ. J.W. Hayes, Late Roman Pottery, London 1972,323 κ.ε., ειδικά 329 κ.ε., Form 3 και 363 κ.ε. αρ. 66.67, εικ.78 g-h (ύστερος 5ος και πρώιμος 6ος αι.) ο ίδιος, A Supplement to Late Roman Pottery, London 1980,525 κ.ε.
30. Ο. Broneer, The Lamps, Corinth 4.2, Cambridge Mass. 1930,118-119, 284-290, πίν.21.22, Type XXXI Hayes, Late Roman Pottery, 311, Type IIA.
31. Λυχνάρι με παρόμοια παράσταση βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα (αρ. ευρ.3237), βλ. Α. Karivieri, The Athenian Lamp Industry in LateAntiquity, Helsinki 1996, εικ.25.26.
32. Ch. Schauer, «Μήτρες λύχνων πρωτοχριστιανικής εποχής από την Ολυμπία», «Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία», Ανακοινώσεις κατά το Πρώτο Α ιεθνέςΣυμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, επιμ. Α.Δ. Ριζάκης [Μελήματα 13], Αθήνα 1991,373-378.
33. Α. Furtwängler, Die Bronzen und die übrigen kleineren Funde von Olympia, Olympia 4, Berlin 1890,206 αρ. ευρ. Te.3527.
34. Βλ. Η. Schleif - R. Eilmann, «Die Palaestra», Olympiabericht 4, Berlin 1944,8 κ.ε., ειδικά 23-31, εικ.10-13, πίν.11. Υπολείμματα ενός άλλου τετράγωνου κλιβάνου εντοπίστηκαν το 1982 νότια του Λεωνιδαίου.
35. Βλ. Η. Schleif, «Die Badeanlage am Kladeos. Baubeschreibung», Olympiabericht 4,32-69, ειδικά 66 εικ.33.
36. Ό.π., πίν.21.
37. Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (φωτογράφοι: Α. Tzimas (εικ.1.1), Ε.Ι. Gehnen (εικ.1.2-1.5 και εικ.2). Για την τεχνική βοήθεια στην επεξεργασία του κειμένου ευχαριστώ το συνάδελφο Klaus-Valtin von Eickstedt, για τις γλωσσικές διορθώσεις του ελληνικού μου κειμένου τις κυρίες Ελένη Μπεχράκη και Ράνια Οικονόμου.




Printfriendly