ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Α. Η ΣΥΣΚΕΨΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΤΙΤΣΑΣ
Μετά την μεγάλη διάδοσι της Φιλικής Εταιρείας, σ’ όποια γωνιά υπήρχε Ελληνικό στοιχείο, τα πράγματα είχαν πάρει πια τον δρόμο τους για την Επανάστασι. Ανέτειλε το σωτήριο για το Γένος έτος του 1821. Κι΄ έμοιαζε μ’ ανοιξιάτικη ροδαυγή. «Παντού πλέον ωμιλούσαν διά την Εταιρείαν και διά την Επανάστασιν». Ο Γρηγόριος Δίκαιος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας, που είχε γεννηθή στην Πολιανή της Μεσσηνίας, κατέβηκε στον Μόρια, με την δύσι του 1820. Ερχόταν από μέρους του αρχηγού της Εταιρείας, του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Σκοπός του, νά ρθη σ’ επαφή με τους προεστώτες και τους αρχιερείς, για να συντονίσουν τις ένεργειές τους και να ορίσουν την ημερομηνία της ενάρξεως της μεγάλης επαναστάσεως. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, που μπορούσε να σταλή γιά την δουλειά αυτή. Σωστός «μπουρλοτιέρης των ψυχών». Ήξερε να ηλεκτρίζη και να φλογίζη τις καρδιές και τις ψυχές αυτών, με τους οποίους ερχόταν σ’ επαφή.
Στην αρχή, αποφασίστηκε να γίνη μία συγκέντρωσι στα Καλάβρυτα, γιά συζήτησι και λήψι αποφάσεων. Ύστερα όμως, επεκράτησε η σκέψις, η σύσκεψις να γίνη στην Βοστίτσα. Υπήρχε μια δικαιολογία. Και θα την παρουσίαζαν στους Τούρκους, αν συνέτρεχε στο μεταξύ λόγος υποψίας, από την πλευρά τους. «Εσκέφθησαν να παρουσιάσουν εις τον Βοεβόδαν της Βοστίτσας ένα παλαιόν φιρμάνι που είχε λάβει ο μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, της περιφέρειας της Τριφυλίας, ορίζον την τακτοποίησιν της πωλήσεως ενός μετοχιού, διά συμβουλίου έξ επισκόπων και προκρίτων»(1). Άλλωστε εκεί ήταν και ο Παπαφλέσσας.
Η σύσκεψις της Βοστίτσας, έχει στενή σχέσι με την ιστορία της Αρκαδιάς, αφού ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως Γερμανός, έπαιξε σπουδαίο ρόλο και υπήρξε η μορφή της συσκέψεως.
Ας δοθή όμως και πάλι ο λόγος, στον μεγάλο της επαναστάσεως ιστορικό, γιά να φανή αυτή η μεγάλη αλήθεια καλύτερα.
«Την 17ην Ιανουαρίου εξεκίνησε ο Χριστιανουπόλεως από την Κυπαρισσίαν με τον πρωτοσύγκελλον Αμβρόσιον Φρατζήν και την 19ην έφθασαν εις τας Πάτρας, οπόθεν την 23ην παρέλαβαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανόν και τον Νικόλαον Λόντον, και επήγαν εις την Βοστίτσαν, όπου ευρίσκοντο οι προειδοποιηθέντες, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος, τοποτηρητής της Επισκοπής Κερνίκης, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος».
Η σύσκεψις άρχισε στις 26 ιανουαρίου. Κράτησε τρεις ήμερες, μέχρι τις 29. Τα πράγματα, δεν ήταν εύκολα. Τα έκαναν δύσκολα και οι Τούρκοι με τις δικαιολογημένες υποψίες τους και οι ίδιοι οι συσκεπτόμενοι, με τους ενδοιασμούς που είχαν και με την όχι πολλή εμπιστοσύνη πού έδειξαν στον Παπαφλέσσα. Και οι δυό αυτοί σκόπελοι και τα δυό αυτά εμπόδια, ξεπεράστηκαν από τον Δεσπότη της Χριστιανουπόλεως. Έδειξε θαυμαστή ψυχραιμία. Στους Τούρκους παρουσίασε το φιρμάνι, που είχε πάρει μαζί του, γιά τα κτήματα που διεκδικούσαν δυό μοναστήρια. Και όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έλεγε στον Παπαφλέσσα: -«Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος», πάλι η Βιβλική μορφή του Γερμανού της Χριστιανουπόλεως, έσωζε την σύσκεψι, που κινδύνευε ώρα την ώρα και από στιγμή σε στιγμή να «τιναχθή» στον αέρα.
Ο συντοπίτης ιστορικός, Κώστας Καλατζής, γιά τον ωραίο, ρόλο, τον ρόλο του πρωταγωνιστή, που έπαιξε ο Γερμανός της Χριστιανουπόλεως στην Βοστίτσα, τον παρομοιάζει με τον σοφό Γερήνιο Νέστορα του Τρωικού πολέμου. Και η παρομοίωσις αυτή, δίχως άλλο, είναι απόλυτα πετυχημένη.
Κάτι που ακόμα τιμά τον Δεσπότη της Χριστιανουπόλεως, κατά την συγκέντρωσιν στην Βοστίτσα είναι η απόφασις που έλαβε και την υπέδειξε και στους άλλους, να μεταβούν στην Τριπολιτσά, άν ήθελαν ζητηθή από τους Τούρκους, όταν υποψιάζονταν την προετοιμασία της επαναστάσεως.
Τέλος, οι δυό κληρικοί της Τριφυλίας στο τέλος της συσκέψεως φέρονται να προσφέρουν από δυο χιλιάδες γρόσια ο καθένας τους και ο Δεσπότης να υπόσχεται μιά ακόμα προσφορά, έξι χιλιάδες γρόσια. Την επιστολή, που έγραψαν κι’ έστειλαν, οι συσκεφθέντες στην Βοστίτσα, προς τους Υδραίους και Σπετσιώτες αδελφούς τους, την υπογράφει μαζί με τους άλλους και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός.
Ύστερα από τα λίγα αυτά, για την σύσκεψι της Βοστίτσας, η ιστορία του τόπου, δικαιούται στις σελίδες της, να καταγράψη και το κεφάλαιο αυτό, αφού οι κορυφαίοι κληρικοί της, κινήθηκαν τόσο υπέροχα.
(1) Διονυσίου Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάσταση» Τόμος Α (Η σύσκεψις της Βοστίτσας σελ.168).
Β. Η ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΚΑΙ Η ΤΡΙΦΥΛΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Πριν εξετάση κανείς τα τοπικά γεγονότα που ανήκουν στην Μεγάλη Ελληνικήν Επανάστασι του 1821, τα οποία έχουν σχέσι με την Αρκαδιά και με την Τριφυλία γενικώτερα, είναι σωστό κι’ είναι υποχρέωσις μαζί, να ρίξη μιά ματιά στην ίδια την Αρκαδιά και την περιοχή της. Να δή από κοντά, με μάτι ερευνητικό, τους ανθρώπους της. Μ’ ένα λόγο, να δή, ποιά κατάστασις επικρατούσε στον τόπο, τις παραμονές του 1821.
Ο μεγάλος Αθανάσιος Γρηγοριάδης, η αυθεντικώτερη πηγή γιά την υπόθεσι αυτή, στις «Ιστορικές του Αλήθειες» και στο κεφάλαιο της Αρκαδιάς (Τριφυλίας) γράφει κατά λέξι: «Αύτη (δηλ. η Αρκαδία- Τριφυλία) είναι επαρχία εύφορος, τερπνοτάτη διά τας δροσώδεις πηγάς και τας μαγευτικάς τοποθεσίας της, εν μέρει μεν είναι και παραθαλασσία, αλλά και ορεινή. Κείμενη προς το δυτικόν της Πελοποννήσου και αποτελεί το δυτικόν της Μεσσηνίας μέρος». Ίδια πάντα η Τριφυλία. Ίδια, στα χρόνια του Νέστορος και του καιρού του. Ίδια, στις παραμονές του μεγάλου 21 και τις ημέρες του. Ίδια και σήμερα.
Η όλη περιοχή, ένεκα των πολλών προσόντων της (θέσις, ευφορία εδάφους, κλίμα, άνθρωποι που ξεχώριζαν από τους άλλους κ.τ.ά), έχαιρε πάντοτε ιδιαίτερης μεταχειρίσεως και από τους Φράγκους και από τους Ενετούς, αλλά και από αυτούς ακόμα τους Τούρκους. Σημειώνει πάλι ο Γρηγοριάδης, στο ίδιο κεφάλαιο του βιβλίου του: «Και επί Τουρκοκρατίας η Αρκαδία επίσης έχαιρε πολλών προνομίων καθ’ ό ευνοουμένη υπό των κατά διαφόρους εποχάς διαπρεψάντων Μώρα Βαλήδων (ηγεμόνων) της Πελοποννήσου». Η Αρκαδία, όπως κατά την αρχαίαν εποχή, μα και κατά την μεσαιωνικήν εποχήν, έτσι και κατά τα χρόνια γιά τα οποία γίνεται λόγος, είχε μεγάλη κίνησι, ακμή και δόξα. «Κατά τους αρχαίους χρόνους διετέλεσεν μιά από τας επισημοτέρας της Μεσσηνίας πόλεις. Ωσαύτως δε και επί της εποχής των Φράγκων, ως δε και της των Ενετών και Τούρκοι, ήκμασεν ως πόλις εμπορική, βιομηχανική και πλούσια, δι’ ο και εθεωρείτο μία εκ των λαμπροτέρων της Πελοποννήσου πόλεων». Η Αρκαδιά είχε τότε την θέσι που έπρεπε και που αργότερα έχασε. Και ήταν και τότε όμορφη, όπως και σήμερα.
«Προς τούτοις η Κυπαρισσία ήτο κατ’ εκείνους τους χρόνους πρωτεύουσα όλου του νομού ή θέματος της Μεσσηνίας. Aι οδοί αυτής ήσαν ευρείαι, εστρωμέναι διά λίθων (καλδηρίμια) και καθαραί. Αι δε οικίαι της άπασαι λιθόκτιστοι και κείμεναι μεταξύ δένδρων και κήπων, η δε τοποθεσία της κατάφυτος και μαγευτική. Κείται υπό τους πράποδας του όρους Ψυχρού και απέχει από θαλάσσης 20 λεπτά της ώρας. Τερπνόν δε και υγιεινόν το κλίμα της».
Αλλά και ο πληθυσμός της Αρκαδιάς ήταν μεγάλος. Γι΄ αυτό 5.000 Τούρκοι έμειναν στην πόλι. Η περιφέρεια της Αρκαδίας (Τριφυλίας) χωριζόταν διοικητικά σε έξι ξεχωριστά τμήματα. Σημειώνει πάλι, ο Γρηγοριάδης: «Περί τας αρχάς της Ελληνικής Επαναστάσεως το όλον του πληθυσμού της Αρκαδίας υπελογίζετο κατά τας μάλλον ασφαλεστάτας ιστορικάς πληροφορίας ως 45.000 περίπου, κατοικούντων είς έξ δήμους (ή τμήματα): 1) Της Κυπαρισσίας (Αρκαδίας τότε καλουμένης), 2) Φιλιατρών, 3) Φλεσσιάδος, 4) Κοντοβουνίων, 5) Σουλιμοχωρίων και 6) Ζούρτσας. Εκ τούτων μεν 15.000 κατώκουν εν Κυπαρισσία οι δε λοιποί κάτοικοι εις τους άλλους δήμους».
Την θέσιν και την ομορφιά της Αρκαδιάς, τις είχαν επισημάνει οι Τούρκοι από την πρώτη στιγμή που πάτησε το ποδάρι τους στα χώματά της. Έτσι άλλωστε εξηγείται η ηχηρή τους παρουσία στην Αρκαδιά και η συγκέντρωση σ’ αυτήν όλων των πολιτηκο-στρατιωτικών τους αρχών. Σ’ όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας και φυσικά και στις παραμονές της Επαναστάσεως οι Τούρκοι είχαν στην Αρκαδιά την έδρα Βοϊβόδα (διοικητή δηλαδή ή Τοπάρχη όλης της Τριφυλίας). Κοντά του έμεναν ακόμα, ο φρούραρχος (πολιτάρχην), ο αστυνόμος (μπουλούμπασης), ο δικαστής (καδής) και όσοι Τούρκοι παράγοντες ήσαν απαραίτητοι γιά την διοίκησι της μεγάλης επαρχίας.
Αυτή, σε γραμμές αδρές, ήταν η κατάστασις που επικρατούσε στην Αρκαδιά- Αρκαδία (Τριφυλία), πριν ακόμα ξεσπάση η μεγάλη θύελλα της επαναστάσεως κατά των Τούρκων.
Ωστόσο, πρέπει ν’ αναφερθούν, έστω και λίγα, γιά το έμψυχο υλικό που διέθετε ο τόπος την εποχή εκείνη, γιατί αυτό θα σήκωνε στους ώμους του όλο το βαρύ φορτίο του ξεσηκωμού.
Γιαννάκης Γκρίτζαλης και Δημήτριος Παπατσώρης |
Ισως να μην είναι πετυχημένος ο τίτλος αυτού του κομματιού, γιατί δείχνει πως άλλο είναι οι «Αρκαδινοί» και άλλο οι «Ντρέδες», ενώ στην πραγματικότητα λέγοντας και γράφοντας γιά τους «Αρκαδινούς», λέγεις και γράφεις και γιά τους «Ντρέδες» αφού και αυτοί ήσαν «Αρκαδινοί», έτσι λέγονταν όλοι οι Τριφύλιοι. Και ο λόγος αφορά τους πολεμιστές, που κρατούσαν ντουφέκια, πιστόλες, μαχαίρια, σπαθιά και ό,τι άλλο μπορούσε να κάνη πόλεμο.
Ο πειρασμός όμως ήταν μεγάλος και δικαιολογημένος. Έπρεπε να ξεχωρίσουν και να γίνη ξεχωριστή μνεία για τους αδούλωτους «Ντρέδες» -όπως λέγονταν οι άνδρες των ορεινών χωριών του συμπλέγματος των Σουλιμοχωριών. Ας σταθούν οι Αρκαδινοί (Τριφύλιοι), ένας μεγάλος κύκλος, και οι Ντρέδες (Σουλιμοχωρίτες), ας είναι, ένας μικρότερος, ομόκεντρος προς τον προηγούμενο, κύκλος.
Στις προηγούμενες σελίδες φάνηκε μια μεγάλη αλήθεια. Οι Τριφύλιοι κλεφτοκαπεταναίοι με τα παλληκάρια τους, υπήρξαν ο φόβος και ο τρόμος της Τουρκίας, όλα τα χρόνια της μαύρης και μακρόχρονης Τουρκοκρατίας.
Ίδιοι μένουν οι Τριφύλιοι (Κοντοβουνήσιοι, Ντρέδες και Καμποχωρίτες) και οι αδελφοί τους Ολύμπιοι (Ζουρτσάνοι) και κατά τις παραμονές της Επανασάσεως. Ίδιοι έμειναν και κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και τσάκισαν τους Τούρκους όπου ήρθαν σ' επαφή μαζί τους και τους πολέμησαν. Δεν είναι υποκειμενική αυτή η γνώμη, ούτε γράφεται κάτω από την πίεσι συναισθηματικών λόγων.
Ο Φωτάκος ομολογεί και γράφει: «Οι Αρκαδινοί, οι πιό δυνατοί στρατιώτες της Πελοπόννησου» Και ο μεγάλος Γέρος του Μοριά, αναγκάζεται να φωνάξη, για να δώση θάρρος και «καρδιά» στους συμπολεμιστές του: «Βαστάτε ωρέ Έλληνες ώσπου νάρθουν οι Αρκαδινοί».
Και αλλού πάλι, μιλώντας για τα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης, λέγει στον Τερτσέτη: «Την άλλη ήμερα επλάκωσαν χίλιοι διακόσιοι Αρκαδινοί...Τους Αρκαδινούς τους έβαλα εις το κέντρο, να χτυπήσουν τους Τούρκους οπού είχαν τα κανόνια. Και οι Αρκαδινοί καθώς επήγα το βράδυ και εκτύπησα από όλες τες μεριές, επήγαν και εχάλασαν με τα πόδια τους τα ταμπούρια».(1) Τόση εμπιστοσύνη είχεν ο μεγάλος εκείνος στρατηλάτης στους Αρκαδινούς. Και την εμπιστοσύνην αυτή, δεν την απέκτησεν από την μιά μέρα ως την άλλην, αλλά την είχε αποκτήσει από τα πρώτα επαναστατικά ακόμα χρόνια στους κοινούς αγώνες των εναντίον των Τούρκων.
Ο Ιωάννης Φιλήμων, που έγραψε και αυτός τα γεγονότα της Ελληνικής επαναστάσεως, σημειώνει: «Η Τριφυλία, επίσης ως και αι Πάτραι και η Ήλις, παραθαλάσσιος επαρχία, κειμένη προς δυσμάς της Ήλιδος και από των συνόρων της Μεσσηνίας μέχρι του Αλφειού ποταμού εκτεινομένη, έφερεν επί της εποχής ταύτης θέσιν ιδία διά τα γενναία όπλα αυτής, και μετά των ισχυροτέρων συγκατελέγετο επαρχιών επί ολου του αγώνος».(2)
Τις πολλαπλές υπηρεσίες που πρόσφεραν στους εθνικούς αγώνες οι Αρκαδινοί δεν παραλείπει να εξάρη και ο τότε πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος Φρατζής, ο και ιστορικός της Επαναστάσεως: «Μ΄ όλον ότι η επαρχία αυτή (η Αρκαδία- Τριφυλία) ήτο καταπλακωμένη από πολλάς οικογένειας Οθωμανών, οίτινες ήσαν σκληρότατοι και εχθροί άσπονδοι του Χριστιανισμού, μόλα ταύτα δεν έλειψαν επίσημοι πολιτικοί προεστώτες, καθώς και ισχυροί διάφοροι κλέπται, αφανίζοντες πολυειδώς τους Οθωμανούς».(3) Και πιό κάτω πάλι τονίζει το εμπειροπόλεμο των κατοίκων της περιοχής, γράφοντας: «Είς την επαρχίαν ταύτην υπάρχουσιν εμπειροπόλεμοι και ισχυροί άνδρες, οίτινες εξεπλήρωσαν πάντοτε μεε καρτερίαν και γενναιότητα το προς την φίλην πατρίδα χρέος των οι κάτοικοι της πρωτευούσης Κυπαρισσίας και των κωμοπόλεων: Φιλιατρών, Γαργαλιάνου και Λιγούδιστας, υπέφερον περισσότερα βάρη παρά τας άλλας πόλεις διά τας είς Νεόκαστρον και Μεθώνην συνεχείς διαβάσεις των στρατιωτικών σωμάτων και επιστροφής αυτών, θυσιάσαντες τα μέγιστα και υπέρ τας δυνάμεις των ένεκα των στρατευσίμων».(4)
Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ασχολείται και με τους Αρκαδινούς γενικά, αλλά ξεχωριστά και διεξοδικά αναφέρεται στούς ορεινούς Αρκαδινούς των Σουλιμοχωριών -τους Ντρέδες. Για τους Αρκαδινούς σημειώνει: «Οι Αρκάδιοι (οι Τρυφύλιοι) επί της εν Πελοποννήσω Ενετικής κυριαρχίας, πολλών προνομίων και φιλοφρονεστάτων περιποιήσεων απελάμβανον... Και επί Τουρκοκρατίας η Αρκαδία επίσης έχαιρε πολλών προνομίων καθ’ ό ευνοουμένη υπό των κατά διαφόρους εποχάς διαπρεψάντων Μώρα Βαλήδων (ηγεμόνων) της Πελοποννήσου». Εύκολα συμπεραίνει, όμως κανείς ότι αυτή την εύνοια την κέρδιζε η περιοχή «με το σπαθί της», όπως συνηθίζεται να λέγεται, γιατί οι Τούρκοι δεν είχαν καμμιά ιδιαίτερη συμπάθεια στους Αρκαδινούς, ααπλώς τους φοβούνταν κι’ έτσι άφηναν τα πράγματα χαλαρά, δείχνοντας ότι η περιοχή τύγχανε ιδιαίτερης εύνοιας.
Για τους Ντρέδες γράφει ο Γρηγοριάδης: «Οι ορεινοί της Αρκαδίας, ιδία δε οι Σουλιμοχωρίται ή Ντρέδες ουδέποτε υπέκυψαν υπό ζυγόν ή των Ενετών ή και αυτών των Τούρκων. Η κυρία αυτών ενασχόλησις κατ’ εκείνους τους χρόνους, ήτο η άσκησις είς τα όπλα, η θήρα, η φροντίς των ποιμνίων, η αρπαγή και ο πόλεμος, όθεν οι Ντρέδες διετέλεσαν επί πολλά έτη τα φόβητρα είς τους εν Πελοποννήσω κατακτητάς. Ήσαν οι μάλλον ανδρειότατοι, μαχημώτατοι, και ορμητικώτατοι πολεμισταί απάσης της Πελοποννήσου... Εκ του ονόματος της κώμης Σουλιμά ωνομάσθησαν και τα λοιπά χωρία Σουλιμοχώρια, άτινα και αυτά ποτέ δεν επατήθησαν από τους Τούρκους ή και τους Ενετούς. Οι Ντρέδες ήσαν ρωμαλαίοι, ευειδείς, νοήμονες, φιλότιμοι, φιλοπάτριδες και φιλελεύθεροι είς άκρον τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, ωκύποδες, ειλικρινείς και σταθεροί, πανούργοι, οργίλοι, πείσμονες, φιλέριδες, πολλάκις δε και αυθαίρετοι, αγέρωχοι γλυκόλογοι, περιποιητικοί και φιλόξενοι είς το άκρον. Θρήσκοι μέχρι δυσειδαιμονίας. Ηγάπων, και ετίμων υπερβολικά τους γονείς των, τους αδελφούς και τας αδελφάς των, ως δε και τας γυναίκας των και τα τέκνα των, τους δε γέροντας εσέβοντο υπερμέτρως... Πάντοτε ήσαν οπλισμένοι ως εν καιρώ μάχης πολλάκις δε εισερχόμενοι είς τας διαφόρους επαρχίας ουδέποτε ηνοχλούντο παρά των Τούρκων, επειδή τους εφοβούντο. Εν καιρώ πολεμικής περιστάσεως, οι Ντρέδες σύν γυναιξί και τέκνοις ωχυρούντο εν τη κώμη Σουλιμά και εμάχοντο δε άνδρες και γυναίκες».
Με τέτοιους ικανούς άνδρες, που κρατούσαν ντουφέκια και ήταν διαλεχτοί κλέφτες μέσα σ’ όλη την Πελοπόννησο και με την Φιλική Εταιρεία να έχη μυήσει τους πάντες, η Αρκαδιά και η περιοχή της Αρκαδία, έμπαιναν στην επανάστασι κι’ επαναστατούσαν πρώτοι. Οι οιωνοί γιά την περιοχή, τον Μοριά και όλη την Ελλάδα, ήταν άριστοι.
(1) Τερτσέτη Άπαντα (Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη -Στο Αργίτικο κάμπο, σελ.131).
(2) Ιωάν. Φιλήμονος: (Μεγάλη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μέρος Γ'. Κεφάλαιον Α, σελ.36).
(3,4) Αμβροσίου Φρατζή:«Επιτομή τής ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος» Κεφ.5, σελ.116- 117.
Ο Μητροπέτροβας και ο Αμβρόσιος Φραντζής |
Υπάρχουν στην ελληνική ιστορία χρονολογίες και ημερομηνίες που στέκονται και φωνάζουν σαν ορόσημα. Και δίχως άλλο, μια τέτοια χρονολογία, είναι για την νεώτερη Ελληνική ιστορία, το 1821. Και μια μεγάλη ημερομηνία η 25η Μαρτίου. Η 25η Μαρτίου 1821, έφερε το δουλωμένο μέχρι της στιγμής εκείνης Γένος, επαναστατημένο. Με τα λάβαρα ν’ ανεμίζουν, τις σημαίες τις διάφορες να κυματίζουν, με τα καριοφίλια να βροντούν και τα σπαθιά να κόβουν. Ένα σύνθημα, μια φωνή: «Ελευθερία ή θάνατος» και «για του Χρίστου την πίστι την άγια, για της πατρίδος την ελευθερία».
Ο Μοριάς, η Εθνική κολυμπήθρα του Γένους, επανεστάτησε πρώτος. Ακολούθησαν Ρούμελη και νησιά και η Ελλάδα όλη.
Στις 23 Μαρτίου 1821, ελευθερωνόταν, κερδίζοντας την «πρωτιά» της επαναστάσεως, η Καλαμάτα. Στις 25 Μαρτίου, η επανάστασις έπαιρνε χαρακτήρα επίσημο. Την ίδια μέρα, επαναστατούσε και η Τριφυλία. Και η επανάστασις άρχιζε από την δική της αγία Λαύρα, τον Άη Δημήτρη του Σουλιμά.
Ο Δεσπότης της Χριστιανουπόλεως Γερμανός, είχε φύγει από την Αρκαδιά, παίρνοντας τον δρόμο του μαρτυρίου στις 5 Μαρτίου, βαδίζοντας για την Τριπολιτσά, μαζί με τον Καραπατά και τον Τομαρά. Το βάρος έπεφτε στους ώμους του πρωτοσυγκέλλου Φρατζή, ο οποίος και επάξια αντικατέστησε τον αρχιερέα στα καθήκοντά του.
Στις 24 Μαρτίου του 1821 έφθασαν γράμματα στην Αρκαδία από την Τριπολιτσά, που συνιστούσαν προσοχή στους Οθωμανούς (υπήρχε η υποψία και ο φόβος της εξεγέρσεως) και έλεγαν να μεταβή ο πρωτοσύγκελλος στα χωριά για να συστήση στους χωρικούς «να καθίσουν φρόνιμα» για να μην πάθουν ότι έπαθαν στα 1769, στα Ορλωφικά.
Ο Μπάσογλου της Αρκαδιάς και οι άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι κάλεσαν τον Φρατζή, αφού προηγουμένως του έδειξαν τα γράμματα που είχαν λάβει. Έστειλαν τον Φρατζή κατά τα Σουλιμοχώρια, ενώ αυτοί, οι Οθωμανοί, πήραν την απόφασι να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδά τους στα Κάστρα του Ναυαρίνου και της Μεθώνης, που παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια, γιατί της Αρκαδιάς, το κάστρο «γερασμένο» από τους καιρούς δεν τους ασφάλιζε. Έτσι και έγινε.
Ο Φρατζής με μια μικρή συνοδεία, άφησε πίσω του την πόλι, πέρασε στον ελαιώνα, ξεγέλασε και πλήρωσε τους τέσσερεις Τούρκους συνοδούς του και βρέθηκε στο Κακόρρεμα, όπου τον περίμεναν Ντρέδες που είχαν βγει σαν «εμπροσθοφυλακή» για κάθε ενδεχόμενη κίνησι προς την Αοκαδιά, γιατί και αυτοί με την σειρά τους είχαν λανθασμένες πληροφορίες, πώς τάχα οι Τούρκοι της Αρκαδιάς δεν θα φέρονταν καλά στον πρωτοσύγκελλο και στους άλλους Αρκαδινούς. Έφτασε με τους Ντρέδες στον Αη- Γιώργη, στο Κεφαλάρι, που είχαν κατεβή και οι άλλοι Ντρέδες από το Σουλιμά, με τον Παπατσώρη επικεφαλής και τους άλλους καπεταναίους τους.
Ο Φρατζής έγινε με ενθουσιασμό δεκτός. Έγινε συζήτησις γιά να παρθούν αποφάσεις. Στο μεταξύ, έφτασε από την Καλαμάτα, ο Αναγνώστης Τζοχαντάρης (Αρκάδιος), απεσταλμένος από τους ελευθερωτές της Καλαμάτας, φέρνοντας γράμμα γιά τους Ντρέδες και τους κατοίκους της Αρκαδίας (Τριφυλίας).
Το γράμμα που είναι σημαντικό γιά της Αρκαδιάς την ιστορία, μα και γιά την ιστορία της περιοχής της, έλεγε:
Αδελφοί, κάτοικοι της Αρκαδίας!
Η ώρα εφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα εδικά μας και ο θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται. Μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν. Σείς είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς ωπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια (σημαίας), και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα. Σείς σφαλίσατε τους Αρκαδίους Τούρκους και μίαν ώραν αρχήτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε είς τα Τάρταρα του Άδου. Μην καταδεχθήτε να σας κατηγορήση ο Κόσμος, και η Ιστορία, αλλά να αποθανατίσετε τα ονόματά σας και να διαμένετε αιωνίως είς την αθάνατον δόξαν και σας ευχόμεθα υγείαν και ανδρείαν συνενωμένα με την ομόνοιαν και την πειθαρχίαν, τας δε πράξεις σας να μας γράψετε με πρώτον προς οδηγίαν και ησυχίαν μας.
23 Μαρτίου. Πρώτον έτος της Ελευθερίας. Καλαμάτα Θ. Κολοκοτρώνης Αρ. Γρηγόριος Δικαίος.
Ύστερα από το γράμμα αυτό, μα και από τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στο στρατόπεδο των επαναστατημένων Ντρέδων ο Φρατζής, δίχως να χάση καιρό, διπλωματικά σκεφτόμενος έγραψε στους Τούρκους της Αρκαδίας:
«Ενδοξότατοι Αγάδες, Σας χαιρετώ, ερωτών το ένδοξον χατήρ σερίφι Σας.
Έφθασα εις το Κεφαλάρι του Σουλιμά και ηύρα τόσα πράγματα, όσα δεν δύναμαι να σας περιγράψω ανέλπιστα, τα οποία μήτε είς όνειρόν μου ποτέ δεν τα είδα. Οι άνθρωποι έν γένει ετρελλάθησαν και μήτε ηξεύρουν τι κάμουν, μήτε τα λόγια και ερμηνείας ακούουν από κανένα. Αλλά ποιός χαιρέκακος τους ωδήγησεν είς ταύτα δεν δύναμαι να ξέρω. Οι κάμποι και τα βουνά είναι γεμάτα από αρματωμένους ανθρώπους και καθώς έφθασα εδώ, τους ήλθε γράμμα, το οποίον και εγώ το εδιάβασα μόνος μου και αυτό τους αποτρέλλανε. Τους γράφουν ότι αποσπερού ή ταχύ έρχονται ακόμη 10.000 ασκέρια (στρατεύματα), ότι εγέμισε και η Μάνη και το Μαραθωνήσι από καράβια. Τα γράμματα εάν δεν ήθελα τα ιδή με τα ομμάτια μου, κανένα πράγμα δεν επίστευα. Διά τούτο όσα και αν τους ωμίλησα, δεν εισακούομαι. Περισσότερα δεν ημπορώ να τους ομιλήσω είς τα φούμουρα (καπνούς), και είς το ξεμυάλισμα όπου ευρίσκονται, διότι φοβούμαι και τον εαυτόν μου. Ήθελα ενδοξότατοι αγάδες, να ήσθε κρυμμένοι είς κανένα μέρος να εβλέπετε και αν επιστεύετε ποτέ ότι είναι ετούτοι οι Σουλιμοκολίται, ηθέλετε μείνει εκστατικοί. Λόγια, πράγματα ακατανόητα και απερίγραπτα. Διά τούτο λαμβάνω τόλμην να σας παρακαλέσω διά να μείνετε ήσυχοι νουθετούντες και όλους τους μικρούς ανθρώπους σας, μην τύχη και πειραχθή ο παραμικρότερος ραγιάς, διότι δεν ηξεύρω τι ημπορεί να ακολουθήση. Εγώ αποσπερού κοιμούμαι είς τον Αετόν (κώμην των Κοντοβουνίων) και ταχύ ίνς αλλάχ (Θεού θέλοντος) αναβαίνω είς την Τριπολιτσάν, να ιδώ τι γίνεται και εκείθεν σας γράφω είς πλάτος τα πάντα. Ταύτα και καλαίς αντάμωσαις να δώση ο Μεγαλοδύναμος Θεός.
1821 Μαρτίου 25. Ο χαήρ δουβατζής σας Πρωτοσύγκελλος του Μητροπολίτου Αμβρόσιος»
Οι Τούρκοι της Αρκαδίας, παίρνοντας το γράμμα του Φρατζή, είχαν πάρει και την άπόφασί τους από πρώτα, δεν έχασαν καιρό και με τις οικογένειές τους, τράβηξαν κατά το νοτιά, όμοια με τα χελιδόνια που νοιώθουν την παγωνιά και τον χειμώνα να ζυγώνουν.
Σαν πρόγραμμα, είχαν ν’ ασφαλίσουν τις οικογένειες τους στα κάστρα και οι οπλοφόροι στην Αρκαδία να ξαναγυρίσουν. Αυτή όμως η αναχώρησίς τους ήταν και μόνη, ικανή να σημάνη και να γράψη της Αρκαδιάς την αναίμακτη απελευθέρωσι -όπως είχε γίνει και της Καλαμάτας η απελευθέρωσις. Η διπλωματία του Φρατζή, είχε κερδίσει το καλύτερο παιχνίδι γιά τους Αρκαδινούς. Τα γεγονότα έπαιρναν το δρόμο της ραγδαίας εξελίξεως.
Ε. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΙ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Στην Αρκαδιά, από την Σκάλα, έφτασαν μαζί με τον Παπαφλέσσα, ο Αναγνωσταρας, ο Κεφάλας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι Καπετανάκηδες και άλλοι. Στην σύσκεψι που έγινε μαζί με τους ντόπιους και τους άλλους Αρκαδινούς οπλαρχηγούς, ο Δικαίος επρότεινε να στρατολογηθούν άνδρες και μαζί με όσους υπήρχαν στην διάθεσι των επαναστατών να οδηγηθούν στο εσωτερικό του Μοριά γιά να πέση η Τριπολιτσά Οι Τριφύλιοι όμως οπλαρχηγοί και ο Αμβρόσιος Φρατζής είχαν άλλη γνώμη. Να μη φύγη κανείς από τον τόπο. Οι φευγάτοι Τούρκοι, θα γύριζαν πίσω στην Αρκαδιά. Άλλωστε έπρεπε να πέσουν και τα νότια κάστρα της Μεσσηνίας, γιά να μπορούν πλέον, δίχως ανησυχίες να στρέψουν σ’ άλλα μέρη την δύναμί τους και μαζί τον πόλεμο.
Η γνώμη των ντόπιων επεκράτησε. Καιρός γιά χάσιμο δεν υπήρχε. Και οι μεν οπλαρχηγοί, που από άλλες επαρχίες είχαν έρθη, πήγαν προς την Ολυμπία με σκοπό να επιτεθούν κατά των Τούρκων του Φαναριού.
Οι δε οπλαρχηγοί της Αρκαδίας, Γιαννάκης Μέλιος, Παναγιώτης Ντούφας, Γιώργης Συράκος, αφού πήραν 250 περίπου Ντρέδες κίνησαν γιά τα νότια με σκοπό να καταδιώξουν τους Τούρκους, γιατί υπήρχε και μια πληροφορία, πως οι τελευταίοι είχαν μείνει στα γειτονικά Φιλιατρά. Στα Φιλιατρά, ελαφυραγώγησαν τα σπίτια των Οθωμανών, που είχαν φύγει και αυτοί για τα κάστρα μαζί με τους Τούρκους της Αρκαδίας.
Στις 29 Μαρτίου, έφτασαν εκεί, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Χρηστός Γεωργακόπουλος, ο γιατρός Κώστας Πελοπίδας με δύναμι 350 ανδρών. Έσμιξαν με τους Ντρέδες και προχώρησαν. Σ’ απόστασι μιας περίπου ώρας από το Φρούριο του Νεοκάστρου, έγινε η συνάντησις με τους Τούρκους, που επέστρεφαν από το Νιόκαστρο αφού ασφάλισαν τα γυναικόπαιδά τους. Αντήλαξαν πρώτα λόγια κι’ ύστερα πυρά. Τελικά οι Τούρκοι αντελήφθησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσουν προς την Αρκαδιά. Το μόνο που τους έμενε, ήταν να γυρίσουν πίσω στο Νιόκαστρο και κεί να οχυρωθούν. Αυτό κι’ έκαναν, παίρνοντας μαζί τους και δυό τραυματίες.
Στο στρατόπεδο των Αρκαδινών, έφθασαν άλλοι τόσοι και περισσότεροι Τριφύλιοι με τον Νικόλαο Πονηρόπουλον αρχηγό, για να γίνουν όλοι μαζί πάνω από 1500 και να βαδίσουν προς το Νιόκαστρο και να στρατοπεδεύσουν «επί πετρώδους εκτάσεως», είκοσι περίπου λεπτά μακριά από το φρούριο.
Στο μεταξύ ο Παναγιώτης Ντούφας, πήρε τριακόσια παλληκάρια, πέρασε το Παληοχώρι και βάδισε κατά την Μεθώνη, για να πολιορκήση το εκεί κάστρο και τους εγκλείστους σ’ αυτό Οθωμανούς.
Στις 30 Μαρτίου, έφθασε στο στρατόπεδο των Αρκαδινών ο επίσκοπος Μεθώνης Γρήγοριος, ένας από τους πιό καλούς ιεράρχες της εποχής, του αναστήματος, Γερμανού των Πατρών, Γερμανού της Χριστιανουπόλεως, Θεοδώρητου της Βρεσθένης και Αμβροσίου Φρατζή. Η παρουσία του, στάθηκε πραγματικά επιβλητική και ολοι τον ανεγνώρισαν και τον ανεκήρυξαν αρχηγό και των δύο στρατοπέδων.
Ο επισιτισμός και ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά και των δύο στρατοπέδων ήταν δουλειά της φροντιστικής επιτροπής της Αρκαδίας. Ο Φρατζής, πρέπει να τονισθή, δούλεψε καλά. Φεύγοντας ο Δικαίος από την Αρκαδιά, άφησε πολύ λίγα φυσέκια. Ωστόσο, ο Φρατζής που είχε αποθηκεύσει μπαρούτη και μολύβι αρκετό, μαζεύοντας και όσο μολύβι μπόρεσε από τα τζαμιά, έφτειαξε σαράντα χιλιάδες φυσέκια, τα οποία και τα διοχέτευσε στους πολιορκητές των φρουρίων. Παράλληλα, η επιτροπή- εφορεία της Αρκαδιάς, ζήτησε ενίσχυσι από τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, εκτιμώντας την όλη κατάστασι των φρουρίων και κρίνοντας ότι η πολιορκία που είχε αρχίσει από την ξηρά, ήθελε και την ενίσχυσι ναυτικού, γιά να αποκλεισθούν τα φρούρια και από την θάλασσα, που ήταν δυνατόν να ανεφοδιασθούν. Έτσι άρχισε η πολύμηνος πολιορκία των κάστρων από τους Αρκαδινούς.
Αριστερά: Ο Α. Μεταξάς νικά τους Τούρκους περί τον Λάλα. Δεξιά: Ο Κεφάλας σηκώνει τη σημαία της ελευθερίας στα τείχη της Τριπολιτσάς. Peter von Hess |
Εκεί προς το τέλος της ανοίξεως του 1821 (26 Mαϊου), κι ενώ ακόμα οι Αρκαδινοί πολιορκούσαν τα κάστρα (Νιόκαστρο και Μεθώνη), συνήλθαν σε πρώτη συνέλευσι, απ’ όλες τις επαρχίες του Μοριά, εκπρόσωποι, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στις Καλτεζές, προκειμένου να καθορίσουν την πρώτην Ελληνική πολιτικήν αρχή. Οι αντιπρόσωποι δεν είχαν εκλεγεί από τον λαό, δεν ήταν στρατιωτικοί, αλλά ήσαν πρόκριτοι, πολιτικοί και κληρικοί.
Στην συνέλευσι, πήραν μέρος, 34 εκπρόσωποι. Οι εργασίες εκράτησαν μια βδομάδα. Πρόεδρος της εξελέγη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και Γραμματεύς της ο Ρήγας Παλαμήδης. Την Αρκαδία και την Αρκαδιά, που όλοι τότε τις υπολόγιζαν και σαν πόλι την δεύτερη και σαν επαρχία την πρώτη, τις εξεπροσώπησαν ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φρατζής, ο Νικόλαος Πονηρόπουλος, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και άλλοι και μπορεί κανείς να ειπή πως καμμιά άλλη επαρχία δεν είγε στείλει τόσους αντιπροσώπους Κατά την πορεία των εργασιών έγιναν πολλές συζητήσεις. Ο «Δημοσθένης» όμως της συνελεύσεως, ήταν ο Νικόλαος Πονηρόπουλος από την Κυπαρισσία. Αυτό το παραδέχονται όλοι οι ιστορικοί. Και ο μεγάλος της επαναστάσεως ιστορικός, Διονύσιος Κόκκινος, γράφει σχετικά: «Κατά τας συζητήσεις εθαυμάσθησαν αι αγορεύσεις του Νικολάου Πονηροπούλου εκ Κυπαρισσίας». Η συνέλευσις εξέλεξε Γερουσία, που την απετέλεσαν ο Άγιος Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Αθανάσιος Κανακάρης, ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος- Δεληγιάννης, ο Θεοχαράκης Ρέντης και ο πολύς Νικόλαος Πονηρόπουλος. Το πρακτικό που συνέταξε η συνέλευσις ονομάσθηκε «αποδεικτικόν και κυρωτικόν γράμμα». Τίτλο του είχε την λέξι «ΠΑΤΡΙΣ». Με ημερομηνία 26 Μαΐου 1821, το υπέγραψαν, ο Έλους Άνθιμος, ο Παναγιώτης Ιερεύς Οικονόμου, ο Καν. Δεληγιάννης, ο Νικ. Ταμπακόπουλος, ο Ρ. Παλαμήδης, ο Αθ. Κυριακός, ο K Ζαφειρόπουλος, ο Αθαν. Κ. Κυριακός, ο Βασ. Σακελλαρόπουλος, ο Αμβρόσιος Φρατζής (πρωτοσύγκελλος), ο Παν. Κρεββατάς, ο Αθαν Γρηγοριάδης, ο Παναγ. Ζαφειρόπουλος, ο Δημ. Παπατσώνης, ο Δημ. Καραμάνος, ο Μαν. Μελετόπουλος, ο Πέτρος Σαλαμώνης, ο Παν. Γουλόπουλος, ο Γ. Αγαλόπουλος, ο Ν. Πετμετζάς και αδελφός, ο Αναγν. Παπαγεωργίου, ο Νικ. Σπηλιωτόπουλος, ο Θ. Πουλόπουλος, ο Π. Μερίκας, ο Γεώργ. Δανέσης, ο Ν. Παλλάδας και ο Ν. Παπαγεωργίου.
Το πρακτικό διέσωσεν ο Ιωάννης Φιλήμων και την εγκύκλιο της Γερουσίας ο Αμβρόσιος Φρατζής, γνωστοί και οι δυό σαν ιστορικοί της επαναστάσεως. Έδρα της Γερουσίας, ορίσθηκε η κωμόπολις Στεμνίτσα. Η Σφραγίς της δε, είχε τα γράμματα ΙΣ- ΧΣ και την φράσι «Η Γερουσία της Πελοποννήσου» και έμβλημα τον Σταυρό και κλωνάρι δάφνης.
Δεν έπαιξαν επομένως σπουδαίο ρόλο οι Αρκαδινοί, μονάχα στις μάχες και στον πόλεμο, αλλά και σαν πολιτικοί, άρχισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή, να διακρίνωνται. Και αυτό, περίτρανα το δείχνει, των Κελτεζών η συνέλευσις, η πρώτη επίσημη συνέλευσις του αγώνος που είχε πολιτικό χαρακτήρα.
Η απελευθέρωση της Καλαμάτας, 1821 |
Μετά την αναίμακτη απελευθέρωσι της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς, το βάρος των επαναστατών, στα Μεσσηνιακά χώματα, έπεσε στα κάστρα της Ν. Δ. Μεσσηνίας. Στην πολιορκία των κάστρων αυτών, του Νιόκαστρου και της Μεθώνης, πρωταγωνιστές υπήρξαν οι Αρκαδινοί, οι οποίοι και με την βοήθεια των άλλων Μεσσηνίων, έφτασαν μέχρι της αλώσεοτς των κάστρων αυτών.
Ο Κώστας Καλατζής, στον πρώτο τόμο της δίτομης ιστορίας του, που μοιάζει με «ζωγραφιά», γράφει για την πολιορκία αυτή: «Εδώ σ’ αυτό το κάστρο, έλαμψε η αντρεία των Μεσσηνίων οπλαρχηγών, φάνηκε του Αμβρόσιου Φρατζή η σύνεση και γίνηκε λάβαρο το ράσο του επισκόπου Μεθώνης Γρηγορίου. Εδώ αρίστεψε ο Παπατσώρης, εδώ ο Ντούφας, ο Μέλιος και ο Γρηγοριάδης, και αντάμα μ’ αυτούς τόσοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι καπεταναίοι».
Ταυτόχρονα με το Νιόκαστρο είχαν κυκλωθή και τ’ άλλα δύο γειτονικά κάστρα. Της Μεθώνης και της Κορώνης. Την αρχηγίαν ανάμεσα στα δύο πρώτα την είχε ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος(1) τον δε επισιτισμό ολοκλήρου του στρατού τον είχε αναλάβει η «Γενική Φροντιστική Εταιρία» της Κυπαρισσίας, που ως Πρόεδρό της είχε το Φρατζή, και μέλη, τον Καρακόπουλο, τον Αναστασόπουλο και τον Πονηρόπουλο. Η οργάνωση αυτή έκανε όλον τον πολεμικό και επισιτιστικό εφοδιασμό του στρατού, και χάρη στις προσπάθειές της η πολιορκία μπόρεσε να κρατήση το πολεμικό μένος της σ’ όλο το διάστημα της πολιορκίας».
Η πολιορκία συνεχιζόταν, μέχρι τις ημέρες του Πάσχα, που κινδύνεψε, γιατί πολλοί από τους πολιορκητές θυμήθηκαν «χρονιάρες ημέρες» τα σπίτια τους. «Γύρω από το κάστρο δεν έμειναν παρά ελάχιστοι άντρες, δηλαδή η προσωπική φρουρά των αρχηγών της πολιορκίας του επισκόπου Γρηγορίου, του Γρηγοριάδη, του Συράκου, του Παπατσώρη, του Μέλιου, του Ντούφα, του Πονηρόπουλου, του Γυφτάκη και του τρομερού Παπαναστάση από το Χαλαζόνι, που τον έτρεμαν Τούρκοι και Ελληνες».
Την δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι Τούρκοι φύλαξαν να κάνουν την επίθεσί τους. Ήξεραν το έθιμο των Ελλήνων. Και σωστά μάντεψαν την αναχώρησι πολλών Ελλήνων πολιορκητών στα χωριά τους, στα σπίτια τους. Η μάχη ήταν σκληρή και πάνω απ’ όλα άνιση. Ευτυχώς όμως γιά τους ταμπουρωμένους Αρκαδινούς. «Στην κρίσιμη όμως αυτή ώρα, έφτασε στους Έλληνες, ο νέος της νίκης τους Αρχάγγελος. Ο Παναγιώτης Ντούφας. Από τη Μεθώνη, είχε ακούσει τις κανονιές είχε ακούσει τους πολλούς πυροβολισμούς, κι’ είχε μαντέψει την έξοδο των Τούρκων. Πήρε 36 άνδρες και έτρεξε προς το Νιόκαστρο μ' όλη τη φημισμάνη ταχύτητά του. Σαν ζύγωσε κοντά στο κάστρο άρχισε να ρίχνη αλλεπάλληλες ντουφεκιές. Οι κρότοι αυτοί ήτανε αρκετοί για να φοβίσουν και να παραπλανήσουν τους Τούρκους»
Η πολιορκία κρατήθηκε. Και συνεχίστηκε. Οι μέρες του Πάσχα έφευγαν. Η Εφορία της Αρκαδιάς έστειλε παντού διαταγή να γυρίσουν όλοι στην θέσι τους. Όλοι στο Νιόκαστρο να πάνε. Έτσι κι’ έγινε. Η πολιορκία του Νιόκαστρου, που άρχισε στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου του 1821 -όπως και των δύο άλλων γειτονικών κάστρων- συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
«Στις 16 Ιουλίου -γράφει πάλι, ο Καλατζής- όρμησαν προς αυτό ο Γρηγοριάδης, ο Μέλιος και ο Συράκος, με 600 Τριφυλίους, χτύπησαν τη φρουρά του Μεχμέτ Κουσιουρή και του Χουσεϊνάκη και γίνανε κύριοι του υδραγωγείου αυτού που ύδρευε το κάστρο από το 1670».
Στις πολιορκίες των κάστρων αυτών «έπεσε κι’ ο Δημήτρης Χαλαζωνίτης, που ο ηρωικός του θάνατος ανάγκασε το γέρο πατέρα του, να πή τούτα τα λόγια στο Νιόκαστρο, σαν έμαθε το θάνατο του ωραίου βλαστού του
-«Ας πάει στο καλό το παιδί μου. Δώστε μου τάρματά του, για να πάρω εγώ τη θέση του».
Οι Έλληνες έτρεξαν προς τη Μεθώνη, χτύπησαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να κλειστούν ξανά στο κάστρο τους που διέθετε υλικές ανέσεις και ασφάλεια. Άφηκαν φρουρά εκεί και πολλοί γύρισαν στο Νιόκαστρο.
Ο Αναστάσης Πονηρόπουλος, πήρε κοντά του εκατό Τριφυλίους, κι’ από το μέρος της θάλασσας σκάλωσε σε μιά τάπια και από εκεί, άφηκε την Ελληνική σημαία να κυματίζει».
Ολες αυτές οι περικοπές παρμένες από τον Α' τόμο της δίτομης ιστορίας του Τριφύλιου ιστορικού Κώστα Καλατζή (κεφ. Πολιορκούνται και πέφτουν τα κάστρα- Μονεμβασιά και Νιόκαστρο), δείχνουν την μεγάλη συμβολή των Αρκαδινών και των Τριφυλίων όλων στην πολιορκία και την άλωσι των κάστρων της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας. Η άλωσις ήρθε. Κι’ έπρεπε νά ρθή. Για νά ελευθερωθούν οι δυνάμεις αυτές, να ξεκαθαρισθή η κατάστασις στην Μεσσηνία, για να συνεχισθή ο αγώνας στον υπόλοιπο Μοριά, που είχε ανάγκη και από τα «καλύτερα ντουφέκια», τα ντουφέκια των Αρκαδίων (Τριφυλίων).
Το πέσιμο των κάστρων, έφερε χαρά και ενθουσιασμό στις τάξεις των Αρκαδινών, που ετοιμάζονταν νικητές και τροπαιούχοι να γυρίσουν πάλι στην Τριφυλιακή πρωτεύουσα, να ιδούν τους δικούς τους, να καταστρώσουν σχέδια και προ παντός να συνεχίσουν τον αγώνα. Όμως «η άλωση του κάστρου αυτού είχε και τα εμφύλια δεινά της ανάμεσα στους ηγέτες της Τριφυλίας. Γίνηκε αφορμή να σκοτωθούνε τρία γερά παλληκάρια, που αν ζούσαν, θάχαν τεράστια εξέλιξη ως πρωταγωνιστές του απελευθερωτικού αγώνα. Η πρώτη σφαίρα έπεσε από τον Παπαναστάση Παπαδημητρόπουλο σ’ ένα καφενείο της Πύλου και σώριασε νεκρόν τον αρχηγό των Ντρέδων, Γιαννάκη Μέλιο. Η δεύτερη και η τρίτη και η τέταρτη έπεσαν μια νύχτα στα Φιλιατρά, που τα παλληκάρια του Μέλιου μαζί με το Ντούφα, πήγαν να πιάσουν τον Παπαναστάση. Μιά άλλη βρήκε στο πόδι τον Παπαναστάση. Τον επίασαν τότε οι άνθρωποι του Μέλιου και του Ντούφα, τον έφεραν στην Αρκαδιά, τον έκλεισαν στο κάστρο και εκεί τον βασάνισαν σκληρά κι’ απάνθρωπα. Έτσι άδικα χάθηκαν τρία εύστοχα ντουφέκια, τρείς ήρωες και έδυσαν άδοξα τρία λαμπρά αστέρια. Και οι τρείς τους εξασκούσαν μεγάλη επιρροή στους ορεινούς Τριφυλίους, που οι Τούρκοι τους έτρεμαν κυριολεχτικά».
Ήταν μιά σελίδα μελανή, στην, γεμάτη ηρωϊσμό και κατορθώματα, ιστορία των αγωνιστών εκείνων της Τριφυλίας, γιά τους οποίους σεμνύνεται και σήμερα τούτη η πολιτεία, αυτή η γή.
(1) «Ο αείμνηστος επίσκοπος Γρηχόριος Μεθώνης ήτο ανήρ παιδείας μεν μεγάλης καί κάτοχος τριών ξένων γλωσσών, της Τουρκικής, της Αραβικής και Γαλλικής, γνωρίζων δέ καί ολίγον την Ιταλικήν αλλά καί οξύνους, μειλίχιος, φιλόφρων, ευπροσήγορος, σταθερός, ειλικρινής, φιλότιμος καί περιποιητικώτατος εις άπαντας, δι΄ ό καί ηγαπάτο καί εσέβετο υπερβολικώς ύφ’ απάντων τών Πελοποννησίων, φιλόπατρις δέ καί φιλελεύθερος εις τό επακρον, Εθαυμάζετο διά τήν ηρωϊκήν αυτού ανδρείαν καί γεναιότητα, τό καρτερικόν είς τάς στρατιωτικός κακουχίας, τήν ευκινησίαν, την στρατιωτικήν ικανότητα καί την υπέρ τό δέον ορμητικότητα περί τάς μάχας..,». (Αθανασίου Γρηγοριάδου: «Ιστορικαί αλήθειαι» Σελ. 95).
Η. ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΟΣΕΩΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΝΕΟΚΑΣΤΡΟΥ
Αφού οι Αρκαδινοί, υπήρξαν οι πρωτεργάτες και οι πρωταγωνιστές σ’ όλες τις φάσεις της πολιορκίας των φρουρίων Νεοκάστρου και Μεθώνης και κατά την άλωσι του πρώτου, θα ήταν σοβαρή παράλειψις αν δεν έπαιρναν την θέσι τους εδώ και τα έγγραφα εκείνα της παραδόσεως.
Φέρουν και τα δύο, ημερομηνία 7 Αυγούστου. Και υπογράφονται από τους αρχηγούς των Αρκαδινών (Α.Ρ.Χ.Γ.Α.Ρ.Κ.) που είναι σχεδόν οι μισοί από το σύνολον των καπεταναίων που πολιορκούσαν τα κάστρα. Το πρώτο έγγραφο είναι αυτό:
«Φανερώνομεν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι αρχιστράτηγοι, οι καπεταναίοι ξηράς και θαλάσσης, ότι από τας 25 Μαρτίου του παρόντος χρόνου κατά υψηλήν προσταγήν, ήλθομεν με τα στρατεύματα μας της ξηράς καθώς και διά θαλάσσης με τα καράβια μας επολιορκήσαμεν το κάστρον, λεγόμενον Νεόκαστρον, και αφ’ ου διάφοραις φορές επολεμήσαμεν με τους εις το Κάστρον πολιορκουμένους Τούρκους με κανόνια, μπόμπαις και με ντουφέκια τους εκαταστήσαμεν μονασερέ σφικτά και τους εβαστάξαμεν έως την σήμερον Αυγούστου 5 αποκεκλεισμένους ξηράς και θαλάσσης, χωρίς να ημπορέσουν ούτε να έμπουν ούτε να έβγουν. Ετούτον τον τρόπον τους εφέραμεν εις τέτοιον περεσέ, οπού έφαγαν τ’ άλογά τους και κάθε άλλο είδος ζώων όπου ευρέθη μέσα, και με αυτόν τον τρόπον μας επληροφόρησαν όχι μόνον οι καθημερινοί Τούρκοι από το κάστρον, και επαραδίδοντο εκ της πείνης σχεδόν αποθαμένοι εις χείρας μας, αλλά και από τους ιδικούς μας ευρισκομένους μέσα, όλα αυτά επληροφορήθημεν. Εκ ταύτης της ανάγκης λοιπόν και κατά το ανθρώπινον χρέος σήμερις εσυμφωνήσαμεν με κατά μέρος αμοιβαία γράμματα, και μας επαράδοσαν το κάστρον, και ημείς από το άλλο μέρος φιλανθρώπως τους εσυμφωνήσαμεν ελεύθερον πέρασμα ξηράς και θαλάσσης με όλα τους τα πράγματα, εκτός των αρμάτων, να τους υπάγωμεν όθεν ο καθείς ηθέλησεν:
Δι’ ο εις ένδειξιν τους δίδομεν το παρόν μας υπογεγραμμένον. 1821 Αυγούστου 7, Νεόκαστρον Καπετάνοι Μεθώνης, Πρωτοπαπατσώρης Αθανάσιος Γρηγογοριάδης, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Γιαννάκης Μέλιος. A.Ρ.Χ.Γ.Α.Ρ.Κ. Τα στοιχεία ταύτα σημαίνουσιν αρχηγοί Αρκαδίας
Γρηγόριος Ν. Μπότασης, Αθανασούλης, Γαλάνης Παναγιώτης (Τριφύλιος έκ φιλιατρών) Γ. Οικονομόπουλος, Κ. Διαμάντης, Π. Τσάνες, Αναστάσιος Περωτής, Γεώργ. Παναγιώταρος.
Και το δεύτερον έγγραφο είναι το ακόλουθο:
«Την σήμερον φανερώνομεν ημείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι τρεις καπεταναίοι, οι δύο Σπετσιώτες ονομαζόμενοι, ο καπετάν Νικόλαος Μπότασης και ο καπετάν Αναστάσιος Κολανδρούτσος και καπετάν Γεώργιος Δενδρολίβανος Ζακύνθιος, με πανδιέρα ελληνική εις τα οποία τρία καράβια εμπαρκάρονται οι Νεοκαστρίται Τούρκοι, κατά το δευτέρι όπου βασθούν και τα δύο μέρη, καπεταναίοι και οι Τούρκοι άνδρες και γυναίκες, όπου γίνονται ψυχαίς επτακόσιες τριάντα τέσσαρες μεγάλοι και μικρά. Αυτοί οι άνθρωποι εμπαρκάρονται εις τα άνωθεν καράβια μας με όλον τους το πράγμα, ότι και αν περιποτάξουν, κατά το δευτέρι και να έχωμεν χρέος να τους πηγαίνωμεν είς την Αραπιά ή Τούνεζι, και το πόρτον Αλκαμπέτι με το ίρτζι τους και ζωήν τους βιός τους, και χωρίς ναύλον, και διά φαΐ τους παξιμάδι από οκά μίαν την κάθε ψυχήν, κρέας, λάδι και όλα ότι κάνουν χρείαν να ήμεθα εις χρέος να τούς μαντινίρουμεν, έως όπου να τους εβγάλωμεν εις την στερεά ως άνωθεν και διά σιγουριτά έγινεν το παρόν και υπεγράφη από τους καπεταναίους.
1821 Αύγουστου 7, Νεόκαστρον. Μεθώνης Γρηγόριος, Πρωτοπαπατσώρης Αναστάσιος Κατσαρός, Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Καπετανάκης Γιαννάκης Μέλιος, Καπετάν Γεωρ. Συράκος, Νικόλαος Μπότασης, Αναστάσιος Άνδρούτσος, Κωνσταντίνος Διαμαντής, Γαλάνης καί Παναγ. Τσάνες, Γεώργιος Οικονομόπουλος, Αναστάσιος Περωτής, Γεώργιος Παναγιώταρος. (Α.Ρ.Χ.Γ.Α.Ρ.Κ.)
Ας σημειωθή, ότι το δεύτερο από τους πορθητές του Νεοκάστρου. Και ακόμα, ότι και τα δύο αυτά έγγραφα έχει καταχωρήσει ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης στο βιβλίο του «Ιστορικαί Αλήθειαι» και στις σελίδες 103 και 104.
Αριστερά: Η παράδοση του Νεοκάστρου Δεξιά: Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, «ο Μαυρομιχάλης επανιστά την Μεσσηνίαν». Peter von Hess |
Δεν είναι μονάχα η Αρκαδιά και η Αρκαδία (Τριφυλία) ολόκληρη, που ελευθερώθηκαν στην αρχή της επαναστάσεως του 1821, τα μέρη, που γνώρισαν τους Αρκαδινούς κλέφτες και καπεταναίους. Ούτε μονάχα το Νιόκαστρο, που κατά κύριον λόγον, οφείλει την απελευθέρωσι του στους Αρκαδινούς. Είναι και άλλα μέρη, σχεδόν όλος ο Μοριάς, που είδαν από κοντά «τα καλύτερα ντουφέκια» της επαναστάσεως, τ’ Αρκαδινά ντουφέκια. Γιατί πρέπει να τονισθή πάλι και πάλι, ότι οι Αρκαδινοί και προεπαναστατικά και κατά την διάρκεια του μεγάλου αγώνος, πολέμησαν όσο λίγοι και κυνήγησαν τους Τούρκους όσο κανένας, άλλος. Άσχετα, αν η ιστορία τους έγραψε με μικρά γράμματα. Η αλήθεια είναι αυτή και θα φανή και στην συνέχεια τούτου του κεφαλαίου.
Κρατούσε ακόμα η πολιορκία του Νεοκάστρου, που την έκαναν οι Αρκαδινοί, όταν έγινε η περιώνυμη μάχη στο Βαλτέτσι (12- 13 Μαΐου του 1821). Και στην μάχη αυτή, πάνω στα κακοτράχαλα αρκαδικά υψώματα, που έφερε και την πρώτη μεγάλη ελληνική νίκη, οι Αρκαδινοί ήταν παρόντες, έκαναν αισθητή την παρουσία τους και δίχως άλλο διεκρίθησαν.
Ηταν περίπου διακόσιοι κι είχαν σαν αρχηγούς τους τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη, τον Αναστάση Γυφτάκη, τον Δημήτρη Μέλιο και άλλους. Δέχθηκαν επίθεσι χιλιάδων Αλβανών και κράτησαν. Στο τέλος, αφού έσφαξαν τριάντα Αλβανούς, μπόρεσαν να πάρουν 4 τηλεβόλα τα οποία ήσαν άγνωστα για τους Έλληνες, τόσο χρήσιμα όμως στον αγώνα, πού μόλις άρχιζε. Στην μάχη αυτή, σκοτώθηκαν 18 Αρκαδινοί και πληγώθηκαν άλλοι 14. Ο Κολοκοτρώνης, πολύ εκτίμησε την προσφορά τους, όπως και την προσφορά του Γαρατζαίου γέρο Μήτρο-Πέτροβα, που, προσφυέστατα, τον έχουν αποκαλέσει Νέστορα του αγώνος.
Λίγες ήμερες αργότερα (18 Μαΐου 1821), οι Αρκαδινοί πολέμησαν στην Ηλεία με τους Τούρκους του Λάλα. «...Έμειναν τότε μόνον οι Αρκάδιοι οχυρωμένοι εντός χάνδακος, όπου επί μίαν ακόμη ώραν πολεμήσαντες κατά των Λαλαίων και εξαντλήσαννες τα πολεμοφόδια αυτών εξώρμησαν εκ του χάνδακος μαινόμενοι ξιφήρεις και ριφθέντες εν τω μέσω των Λαλαίων και κατασφάξαντες ικανούς έπεσαν τέλος και αυτοί ηρωϊκώς όλοι ομού, πλην ενός ως εκ θαύματος διασωθέντος και καλούμενου Διονυσίου Μπάκα». Έτσι πολεμούσαν οι Αρκαδινοί.
Στις αρχές του Αυγούστου του 1821, πήραν μέρος σε μια εξάωρη μάχη που έγινε πάλι με τους Λαλαίους Τούρκους, στο Κλειδί κοντά στην Αγουλινίτσα. Έπρεπε να φρουρούν το μέρος εκείνο, για να μη κατεβούν προς τα νότια οι Τούρκοι και φθάσουν στο Νιόκαστρο, για να δημιουργήσουν κατάστασι αντιπερισπασμού. Πλήρωσαν πάλι οι Αρκαδινοί, όπως σε κάθε μάχη, με 17 νεκρούς και 9 τραυματίες. Ωστόσον, ήταν όμως οι συντελεστές και αυτής της νίκης. Ο ιστορικός γράφει και γι’ αυτήν την μάχη, γιά τους Αρκαδινούς. «...Ότι η νίκη αύτη οφείλεται κατά μέγα μέρος εις αυτούς τους Αρκαδίους, οίτινες διά της ηρωϊκής των ανδρείας και της πολεμικής ικανότητος, κατώρθωσαν να νικήσωσιν τους κατ’ εκείνους τους χρόνους πεφημισμένους ως ακαταμαχήτους Λαλαίους».
Τους Λαλαίους όμως Τούρκους, δεν τους πολέμησαν οι Αρκαδινοί, μονάχα στο Κλειδί και έξω από τον Πύργον, αλλά και μέσα στην ίδια την φωλιά τους, δηλαδή στο Λάλα. Στην πολιορκία του Λάλα, που την έκαναν οι Ηλείοι, τον Ιούνιο του 1821, βοήθησαν και οι Αρκαδινοί «συν δε τούτοις υπήρχον τότε και οι Αρκάδιοι (Ντρέδες) ως 300 υπό τους οπλαρχηγούς Κωνσταντίνον Μέλιον, Αναγνώστην Σαμπρήν, Αθανασούλαν, Τζαμαλούκαν και τινας άλλους».
Αλλά και από την πολιορκία της Τριπολιτσάς, την μάχη της Γράνας και την άλωσι της πρωτευούσης του Μοριά, δεν έλλειψαν οι Αρκαδινοί. Πολέμηοαν με τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη, Δημήτρη Μέλιο, Αναγνώστη Σαμπρή, Τζαμαλούκα, Αθανασούλα και άλλους οπλαρχηγούς και ήταν κοντά τετρακόσιοι. Ο Αναγνώστης Σαμπρής μάλιστα, κατάφερε να φονεύση και τον αδερφό του Κεχαγιάμπεη, αντιστράτηγο Αλιόμπεη. Οι Αρκαδινοί πολέμησαν γενναία και στις μάχες που έγιναν γύρω από την Τριπολιτσά, είχαν και πρόσθετο λόγο να υπερβάλουν τους εαυτούς των, αφού μέσα στις φυλακές της Τριπολιτσάς κρατιόταν αιχμάλωτος, ο Δεσπότης τους, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, που τους περισσότερους τους είχε μυήσει στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας και τους είχε παραστήσει σαν ένα όμορφο όνειρο τον αγώνα που τώρα έκαναν.
Πρώτοι οι Αρκαδινοί, μπήκαν στην Τριπολιτσά, από του Μυστρά την Πύλη και πολέμησαν μαζί με άλλους Μεσσηνίους και μέσα στηην πόλι με τους Τουρκαλβανούς. «Μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς, οι Αρκάδιοι, λαβόντες και αυτοί ικανά πλούσια λάφυρα, ανεχώρησαν εις την πατρίδα των Τριφυλίαν». Όχι όμως, για να μείνουν πολύ. Οι αγώνες δεν είχαν τελειώσει. Ίσια- ίσια, που τότε άρχιζαν.
Στις αρχές του Δεκεμβρίου, οι Αρκαδινοί βρέθηκαν και πάλι μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους και πήραν μέρος στην πολιορκία της πόλεως του Ναυπλίου και των κάστρων του. «Εις την έφοδον την γενομένην την 6ην Δεκεμβρίου 1821 προς άλωσιν της πόλεως και των φρουρίων Ναυπλίου, πρώτοι εφώρμησαν οι Αρκάδιοι ως 500 υπό τους οπλαρχηγούς Ιω. Γκρίτζαλην, Αναγνώστην Σαμπρήν, Αθανασούλαν, Διαμαντήν Πιπιλήν, Δημήτριον Μέλιον, Αναστάσιον Γυφτάκην και άλλους... Εδώ, τότε, εφονεύθησαν εκ των Αρκαδίων 30 και επληγώθησαν 8».
Και σα να μην έφθανε η πολεμική δράσι των Αρκαδινών στο Μοριά το καλοκαίρι του 1821, εξεστράτευσαν και προς την Ανατολική Στερεάν Ελλάδα, μ εαντικειμενικό σκοπό να εμποδίσουν την κάθοδο Τουρκικών στρατευμάτων προς τον Μοριά, στον οποίον δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να σβήση της επαναστάσεως η φωτιά. «Διαταχθέντες εξεστράτευσαν διά την Ανατολικήν Ελλάδα και 500 Αρκάδιοι, υπό τους οπλαρχηγούς Ιωάννην Γρίτζαλην, Αναγνώστην Σαμπρήν, Δημήτριον Μέλιον, Διαμάντην Πιπιλήν και Γεώργιον Μεγάλην».
Μ’ ένα λόγον, οι Αρκαδινοί όργωσαν τον Μοριά κατά το πρώτο έτος της επαναστάσεως (1821), πολεμώντας γενναία σε κάθε μάχη και δίκαια ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του έγραψε: «Οι Αρκαδινοί, οι καλύτεροι πολεμισταί της Πελοπόννησου».
Η μάχη στα Δερβενάκια |
I. Η ΑΡΚΑΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΚΑΔΙΝΟΙ ΤΟ 1822
Το 1821, κύλησε γεμάτο από αγώνες και θυσίες. Όλοι όμως οι αγώνες των Αρκαδινών, στέφθηκαν μ’ επιτυχία. Η Αρκαδία ζούσε πια ελεύθερη. Και μαζί της, όλη η Αρκαδία (Τριφυλία), αλλά και όλος σχεδόν ο Μοριάς, αφού η καρδιά του -η Τριπολιτσά ήταν στα χέρια των επαναστατών. Οι κλεφτοκαπεταναίοι της Αρκαδιάς, μαζί με τα παλληκάρια τους, ήσαν ελεύθεροι να δρουν όπου οι αγώνες του αγωνιζομένου για την αποτίναξι της σκλαβιάς Γένους, τους είχαν ανάγκη.
Κορυφαίο γεγονός για τον Μοριά και για την εδραίωσι της επαναστάσεως στον Μοριά, υπήρξε κατά το 1822, η μάχη στα Δερβενάκια στα μέσα του καλοκαιριού. Οι Μοραΐτες με αρχηγό τον γενναίο και άξιο, γιά τα ηγετικά του προσόντα, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αντιμετώπισαν στα Δερβενάκια τον Δράμαλη με την πολυάριθμη στρατιά του και την αποδεκάτισαν. Γιά να γραφή όμως αυτός ο θρίαμβος και να κερδιθή αυτή η σημαντική νίκη, όχι μόνον βοήθησαν οι Αρκαδινοί, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή, αν γραφή, ότι ήταν οι πρωταγωνιστές σ’ αυτό το πολεμικό σκηνικό.
«Κατά την μάχην των Δερβενακίων οι Αρκάδιοι συνεποσούντο ως 800 εκλεκτούς μαχητάς διοικουμένων από τους οπλαρχηγούς Γεώργιον Γρηγοριάδην, Διονύσιον Παπαθεοδώρου, Αδάμ και Αναγνώστην Παπατσωραίων, Γεώργιον Συράκον και Κωνσταντίνον Μέλιον, διατεταγμένοι παρά του γενικού αρχηγού Κολοκοτρώνη, ωχυρούντο επί 4 μεγάλων πετρωδών λόφων οχυρών, κειμένων παρά την θέσιν εφ’ ου μέχρι σήμερον υπάρχει και ερημοκκλήσιον τι του Αγίου Σώστη καλούμενον, προς ανατολάς των Δερβενακίων», γράφει ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και συνεχίζει: «πρώτοι εξώρμησαν οι 800 Αρκάδιοι υπό τον Γρηγοριάδην, Παπαθεοδώρου, Παπατσώρην και λοιπούς οπλαρχηγούς» και αλλού πάλι, γράφει: «Εις την μάχην των Δερβενακίων ηρίστευσαν κατά τε την ανδρείαν και ην τόλμην οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Γρηγοριάδης, ο Αδάμ Παπατσώρης, ο Διονύσιος Παπαθεοδώρου (κ,ά.)... αλλά ως επί το πλείστον οφείλεται δίκαιος έπαινος εις τους Αρκαδίους και τους Καρυτινούς, οίτινες ωχυρόμενοι και μαχόμενοι εις τον Άγιον Σωστήν διεκρίθησαν υπέρ πάντας, διά την ηρωϊκήν ανδρείαν, το εμπειροπόλεμον και την καρτερίαν των, συντελέσαντες εις την καλήν έκβασιν της εν Δερβενακίω μάχης».
Και θα διατηρούσε κανείς τις επιφυλάξεις του, ως προς το αληθές των όσων γράφει ο Γρηγοριάδης, σαν Αρκαδινός, για τους συμπατριώτες του. Και θα μπορούσε κανείς, θα τολμούσε καλύτερα, να σκεφθή, πως ο γενναίος αυτός οπλαρχηγός υπερβάλλει αφού κάνει λόγο για τους Αρκαδινούς.
Έρχεται όμως, ενισχυτική σ’ όλα αυτά, για να αποδειχτή και τού λόγου -του Γρηγοριάδη- το ασφαλές, η μαρτυρία και η ομολογία του ίδιου του αρχιτέκτονος της νίκης στα Δερβενάκια, του Κολοκοτρώνη. Λέγει λοιπόν ο «Γέρος» στον Τερτσέτη, και αυτός γράφει στ’ απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη. «Την άλλην ημέρα επλάκωσαν χίλιοι διακόσιοι Αρκαδινοί... τους Αρκαδινούς τους έβαλα εις το κέντρο, να χτυπήσουν τους Τούρκους όπου είχαν κανόνια. Και οι Αρκαδινοί καθώς επήγα το βράδι και εκτύπησα από όλες τις μεριές, επήγαν και εχάλασαν με τα πόδια τα ταμπούρια».1
Αυτή η αναφορά του Κολοκοτρώνη στους Αρκαδινούς, λέει πιό πολλά απ’ ότι τα κείμενα του Γρηγοριάδη. Λέει ωμή την μεγάλην άλήθεια.
Και όταν ο Κολοκοτρώνης, μετά την επιτυχία του στα Δερβενάκια, κατέβαινε στην Τρίπολι γιά να υποστηρίξη την Γερουσία, που του είχε παρασταθή και τώρα δεχόταν τα πυρά των άλλων, θ’ αφήση στα Δερβενάκια τον Μήτρον Αναστασόπουλο, τον Κεφάλα, τον Γενναίο και τον Νικήτα.
Η μάχη στα Δερβενάκια γίνεται στις 26 Ιουλίου ανήμερα της Αγίας Παρασκευής. Στις 29, θα πολεμήσουν και πάλι οι Αρκαδιανοί στο Αγιονόρι και θα διακριθούν, γιά μιά ακόμα φορά.
Στις 4 Αυγούστου του 1822, οι Αρκαδινοί μαζί και με τους άλλους συμπολεμιστές των Δερβανακίων θα βρεθούν στο Σούλι της Κορινθίας για ν’ αποκρούσουν ότι απέμεινε από την μεγάλη στρατιά του Δράμαλη και στις 12 Αυγούστου, κοντά στην Σικυώνα (το σημερινό Κιάτο), ξαναπολέμησαν, για ν’ αφήσουν εκεί 18 νεκρούς και μερικούς τραυματίες.
Φαίνεται απ’ αυτό, όπως και από τόσες άλλες περιπτώσεις, πως κάθε Μοραΐτικη γωνιά, έχει βαφή από αίμα των παλληκαριών της Αρκαδιάς και της περιοχής της. Γύρισαν τότε οι Αρκαδινοί στα σπίτια τους, στον τόπο τους, να πάρουν μιαν ανάσα. Και με τον ερχομό του φθινόπωρου πριν ακόμη ρθή του Σταυρού, ξανάφυγαν για την Περαχώρα της Κορίνθου. Αρχηγός τους ήταν, ο Μήτρος Αναστασόπουλος. Απέκρουσαν κι’ εκεί Τουρκαλβανούς, που έφθασαν με πλοία, αλλά έχασαν 20 παλληκάρια. Άλλη μια παρουσία των Αρκαδιανών. Μιά νίκη. Και μαζί μιά θυσία και μια προσφορά στης πατρίδος τον βωμό.
(1) Τερτσέτη Γεωργίου: «Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη» σ.150- 151, σ.131.
Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και ο Νικόλαος Πονηρόπουλος |
Στα 1823, τρίτον έτος της επαναστάσεως, η Αρκαδιά εξακολουθή να ζη ελεύθερη. Σπουδαία γεγονότα, δε μπορούν να αφερθούν την χρονιά αυτή.
Σε μια μάχη στην Κάζα της Στερεάς Ελλάδος, θα βρεθούν και θα πολεμήσουν με το γνώριμο τρόπο τους οι Αρκαδινοί και σε μιά εμφύλιο συμπλοκή θα δράσουν στην Τριπολιτσά με τους Λακεδαιμονίους σαν αντιπάλους.
Στο μεταξύ, θα έπρεπε κιόλας να έχη αναφερθή, ότι σαν πολιτικές δυνάμεις της Αρκαδιάς, στην νεογέννητη πολιτική εξουσία, έχουν ξεχωρίσει, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Νικόλαος Πονηρόπουλος και ο Δημήτριος Παπατσώρης.
Το 1824 όμως, είναι μιά χρονιά, αλλοιώτικη από τις άλλες. Και αυτό δεν ισχύει μονάχα γιά την Αρκαδιά και τους Αρκαδινούς, μα και γιά όλο τον Μοριά και γιά όλους τους Πελοποννησιους.
Στην αρχή, οι Αρκαδινοί πήραν μέρος στις πολιορκίες των κάστρων της Κορώνης και της Μεθώνης, στις οποίες και υπήρξαν, όπως πάντοτε, πρωταγωνιστές και πλήρωσαν κι’ εκεί φόρο αίματος, όχι λίγο. Αργότερα όμως, δεν απέφυγαν την διαμάχη του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, που έφερε σ’ οξείες αντιθέσεις τις τότε κεφαλές, αλλά και τους καπεταναίους κατ’ ακολουθία με τα παλληκάρια τους. Έτσι, ο βουλευτής Αθανάσιος Γρηγοριάδης, το φθινόπωρο του 1824, βρέθηκε στην Αρκαδιά, αφού είχε πια έλθει σ’ αντίθεσι με τον Νικόλαο Πονηρόπουλο -Υπουργό των Οικονομικών της τότε Κυβερνήσεως και τον άλλο Τριφύλιο βουλευτή Δημήτρη Παπατσώρη. Η αντίθεσις αυτή, έγινε διαμάχη, γιά να εξελιχθή σύντομα σ’ εμφύλιο πόλεμο, που -τι κακό!- έμελλε ν’ αρχίση από τα μέρη της Τριφυλίας, απ’ όπου είχε αρχίσει, με τις πρώτες κιόλας ώρες της εκρήξεως της επαναστάσεως, η ίδια η επανάστασις σ’ όλο της το μεγαλείο.
«Κατ’ εκείνους τους χρόνους η επαρχία της Αρκαδίας (Τριφυλίας) ήτο διηρημένη εις δύο ισχυράς φατρίας ή κόμματα του Γρηγοριάδου και του Πονηροπούλου -και του μεν ηγείτο ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης όστις ετύγχανε φίλος και ομόφρων του Ανδρέου Ζαΐμη, Ανδρέου Λόντου, Θ. Κολοκοτρώνη και ήτο εναντίον της τότε κυβερνήσεως, του δε άλλου ηγείτο ο Ν. Πονηρόπουλος, Υπουργός των Οικονομικών της Κυβερνήσεως, όστις διετέλει στενός φίλος και ομόφρων του Προέδρου της Κυβερνήσεως Κουντουριώτου, του Κωλέττη κ.λ.π.».
Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο Γρηγοριάδης, έδιωξε από την Αρκαδιά τον κυβερνητικόν διοικητήν της πόλεως και την από 300 Ρουμελιώτες φρουρά της πόλεως. Μετά από λίγες ημέρες, ήρθαν προς τιμωρία του Γρηγοριάδη και των φίλων του, κατ’ εντολήν της κυβερνήσεως, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Μακρυγιάννης και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας (σαν υπουργός των Εσωτερικών). Στις αρχές του Οκτωβρίου, έγιναν μάχες στα σύνορα της Αρκαδίας (της Τριφυλίας, όπως λεγόταν τότε) και της Μεσσηνίας.
Στο χωριό, Κωνσταντίνους, που και σήμερα υπάρχει και στις γύρω κορυφές των χαμηλών βουνών, ήσαν οι Αρκαδινοί του Γρηγοριάδη με τον αδερφόν του Γεώργιον Γρηγοριάδη, Διονύσιο Παπαθεοδώρου, Μήτρον Αναστασόπουλον, Ιωάννη Γκρίτζαλη, Κ. και Δ. Μέλιους, Αντώνη Συράκο κ.ά. Ανατολικώτερα, μεταξύ Μελιγαλά και Μπούγα, ήσαν τα κυβερνητικά στρατεύματα, με τον Μακρυγιάννη και τον Παπαφλέσσα και άλλους πολλούς, ανάμεσα στους οποίους και οι Παπατσωραίοι -φίλοι του Υπουργού Πονηροπούλου. Οι μάχες υπήρξαν πολύωρες και είχαν νεκρούς και τραυματίες. Στο τέλος ήρθαν σε βοήθεια του Γρηγοριάδη και των άλλων φίλων του Αρκαδινών, πολλοί Αρκάδες, σταλμένοι από τον Κολοκοτρώνη, καθώς και πολλοί Μεσσήνιοι, του Γρηγοριάδη φίλοι. Ο Παπαφλέσσας με τον Μακρυγιάννη, αναγκάσθηκαν σε φυγή. Ωστόσο τα επεισόδια αυτά, που κάθε άλλο παρά ευχάριστα ήσαν, είχαν και συνέχεια. Ο Φωτάκος θα γράψη:
«Εκάθητο δε ο Κολοκοτρώνης εις την Στεμνίτσαν, ως ο Αδάμ απέναντι του Παραδείσου, και αγνάτευε την καταστροφήν της Πελοποννήσου, της οποίας καταστροφής και λεηλασίας ολίγοι εκ των Πελοποννησίων τότε κατά δυστυχίαν, φίλοι της πατριδος των, έμειναν αμέτοχοι. Αυτοί δε είναι οι Δεληγιανναίοι, οι Σισιναίοι, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και οι συγγενείς του, ο επίσκοπος Μεθώνης με τους συγγενείς του, ο Αναστάσιος Κατσαρός, ο πρωτοσύγκελος Φρατζής, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Μητροπέτροβας, ο Δ. Παπατσώνης, ο Τζανέτος Χριστόπουλος, ο Ν. Οικονομόπουλος εκ Νεοκάστρου, ο Ν. Γεωργακόπουλος ή Μοθωνιός από την Μοθώνην, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Α. Ζαΐμης, ο Α. Λόντος, ο Σωτ. Χαραλάμπης, ο Ασημάκης Φωτήλας, οι Νοταραίοι, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γεώργ. Λεχουρίτης, ο Ινταρές από το Λειβάρτζι, οι Αυγερινοί από τον Πύργον, οι Κοντάκηδες από τον Άγιον Πέτρον και άλλοι μικροί τινες. Αυτοί είναι, οίτινες εστάθησαν πιστοί εις την πατρίδα των, και δεν έλαβαν μέρος εις τον εμφύλιον πόλεμον, αλλ’ όμως υπέφεραν χάριν αυτής, και φυλακήν και εξορίαν και άλλα πολλά κακά. Οι δε λοιποί Πελοποννήσιοι, όλοι ενώθησαν με τον Κωλέττην και τον παρηκολούθουν είς την καταστροφήν της πατρίδος των».
Αυτή υπήρξεν η στάσις των Αρκαδινών, των μεν και των δε, στην άτυχη εκείνη περίστασι. Στην συνέχεια, που είναι γνωστή από την ιστορία, «συνελήφθησαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι αδελφοί Δεληγιαναίοι, οι Αναγνώστης, Κανέλλος, Δημήτριος και Νικόλαος, οι Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταραίοι, ο Γεώργιος Σισίνης μετά του υιού αυτού Χρυσάνθου, ο Δ. Παπατσώνης, ο Θ. Γρίβας, ο Μητροπέτροβας, ο Αναστάσιος Κατσαρός, ο Μήτρος Αναστασόπουλος και Ιωάννης Γκρίτζαλης και απεστάλησαν διά πολεμικού πλοίου την 6ην Φεβρουάριου 1825 είς Ύδραν και εφυλακίσθησαν εις την αυτόθι Μονήν του Προφήτου Ηλιού».
Οι Γρηγοριάδηδες δεν συνελήφθησαν. Κατέφυγαν στην γειτονική Ζούρτσα, κι’ εκεί οχυρώθηκαν. Στις 28 Δεκεμβρίου, «προσήλθεν εις Κυπαρισσίαν και αυτός ο Ιωάννης Κωλέττης, έχων υπ’ αυτόν τους στρατηγούς Κίτσον Τζαβέλλαν, Γεώργιον Τζαβέλλαν, Κωνσταντίνον Μπότσαρην, Γεώργιον Καραϊσκάκην, Τσάμην Καρατάσσον, Βάσσον Μαυροβουνιώτην, Χατζηχρήστον, Γεώργιον Δράκον και Ευάγγελον Κοντογιάννην με 3500 Ρουμελιώτας μισθοφόρους στρατιώτας ηνώθησαν δε με αυτούς και έως 1000 Αρκάδιοι μισθοφόροι υπό τους Παπατσωραίους, Γεώργιον Συράκον, και Γεώργιον Γκότσην, οπαδούς και ομόφρονας του Ν. Πανηροπούλου. Ο Κωλέττης μετά των Ρουμελιωτών είχε μεταβή κατά διαταγήν του Προέδρου του Εκτελεστικού Κουντουριώτη τη επιμόνω ενεργεία του Πονηροπούλου, διά να προσβάλη τους οχυρωμένους εις Ζούρτσαν Γρηγοριάδας, αλλ’ ως ανωτέρω ελέχθη, τη ισχυρά μεσολαβήσει του Μαυροκορδάτου και Αναγνωσταρά, προελήφθη η σύγκρουσις του εμφυλίου πολέμου μετά των Γρηγοριαδών και των εν Κυπαρισσία διαμενόντων κυβερνητικών στρατευμάτων, οι δε αδελφοί Γρηγοριάδαι αμνηστευθέντες, εφησύχαζον. Την διαταγήν της δοθείσης αμνηστίας υπό της Κυβερνήσεως επέδωσαν είς χείρας του Αθανασίου Γρηγοριάδου οι στρατηγοί Μπότασης, Καρατάσσος, Χατζηχρήστος, Διοβουνιώτης και Καραϊσκάκης, σταλέντες κατ’ εντολήν του Κωλέττη. Συμβιβασμόν δε και ειρήνευσιν ούτοι κατωρθώσαντες μετά του Αθανασίου Γρηγοριάδου, επανήλθον εις Κυπαρισσίαν».
Έτσι, έληξε και το 1824, με τους πιο καλούς οπλαρχηγούς της Αρκαδίας και της Πελοπόννησου όλης, στη φυλακή της Ύδρας.
Το 1825 ανέτειλε με συννεφιά και με τους χειρότερους οιωνούς. Και σα να μην έφθαναν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, ο εχθρός απειλητικώτερος όσο ποτέ άλλοτε, ερχόταν τώρα, όχι από βορρά αλλά από τον νότο. Ήταν οι Τουρκο-αιγύπτιοι. Και μαζί τους, ο φοβερός στρατάρχης τους, ο Ιμπραήμ Πασάς.
Η Αρκαδιά, η πολιτεία των αιώνων, που τόσα συναπαντήματα της είχαν φέρει οι καιροί, θα γνώριζε το φοβερό πέρασμα του Ιμπραήμ. Θα πολέμαγε άλλη μια φορά, όπως την είχε μάθει το μακρινό παρελθόν της, αλλά και τα πρόσφατα χρόνια. Θα πλήρωνε ξανά και μάλιστα βαρειά. Μα, θα συνέχιζε και πάλι την ένδοξη πορεία της. Παράλληλα, όλος ο γύρω τόπος της Τριφυλίας, τα ίδια περίμενε και με τον ίδιο τρόπο θ’ αντιμετώπιζε την νέα κατάστασι, που απειλητική διαγραφόταν στον ορίζοντά του.
Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
"Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της".
Κυπαρισσία 1971. Τύποις Όθωνος Καγιάφα.