Οι μεσσηνιακοί τύμβοι κατασκευάζονταν πάντοτε σε ιδιαίτερα επίκαιρες θέσεις, στις κορυφές φυσικών υψωμάτων και σε σημεία συνήθως οριζόμενα από χειμάρρους, χαράδρες ή μικρούς αυχένες που οριοθετούσαν δύο μικρούς λόφους. Η θέση τους είναι σε κάθε περίπτωση τέτοια που τους επιτρέπει την άμεση εποπτεία μεγάλων εκτάσεων και κομβικών σημείων του τοπίου εάν όχι προς όλες, προς τις περισσότερες κατευθύνσεις. Ο χαρακτήρας των σημείων αυτών παρουσιάζει κατά περίσταση ορισμένες διαφοροποιήσεις (ανάλογα με τη θέση του τύμβου), περιλαμβάνουν ωστόσο απαρέγκλιτα ευρείες εύφορες περιοχές (καλλιεργήσιμες σήμερα), την θάλασσα και πιθανώς φυσικά λιμάνια και σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις πηγές νερού. Περιλαμβάνουν στη ουσία όλες εκείνες τις περιοχές οι οποίες μπορούν σε μία πρώτη προσέγγιση να θεωρηθούν οι "κρίσιμες αλλά περιορισμένες πηγές" παραγωγής και διατήρησης μίας τυπικής μεσοελλαδικής κοινότητας που στήριζε την επιβίωσή της στην εξασφάλιση χώρων κατάλληλων για καλλιέργεια, αλιεία και κτηνοτροφία (εικ.2.5- 11).
Εντός του πλαισίου αυτού οι μεσσηνιακοί τύμβοι φαίνονται κατ' αρχάς, ότι ανταποκρίνονται στην "Υπόθεση 8" του Saxe"1 σύμφωνα με την οποία ολόκληρες κοινότητες ή κοινωνικές ενδοκοινοτικές ομάδες επικυρώνουν τον έλεγχό τους επί των κρισίμων πηγών επιβίωσης της κοινότητας μέσω της διαμόρφωσης επίσημων χώρων ταφής εντός των ορίων της οι οποίοι και λειτουργούν ως οροθέσια των περιοχών αυτών. Η λειτουργία των επίσημων χώρων ταφής και ειδικότερα στην συγκεκριμένη περίπτωση των τύμβων ως οροθέσια, επέβαλε ταυτόχρονα τη προφανή θέση κατασκευής και τον μεγάλο όγκο.
Κάτω από τη παραπάνω θεώρηση οι τύμβοι και οι εν γένει επίσημοι χώροι ταφής, μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως αντίδραση στην ανισορροπία ανάμεσα στον όγκο του πληθυσμού, τον αριθμό των κοινοτήτων και τις διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές μιας δεδομένης περιοχής και εποχής2. Οι διαμορφωμένοι επίσημοι χώροι ταφής και οι μνημειώδεις ταφικές κατασκευές αποτελούν στην ουσία σύμβολα συνέχειας καθώς περιέχουν τους νεκρούς προγόνους, ενσωματωμένους σε ένα συγκεκριμένο τοπίο και χώρο, διαμορφώνοντας έτσι μία μόνιμη σύνδεση με τη γη κληροδοτούμενη από τους προγόνους στους επιγόνους.
Το αρχαιολογικό και εθνογραφικό αρχείο περιλαμβάνει αρκετές ανάλογες περιπτώσεις όπου η πληθυσμιακή πίεση ή/και η σπανιότητα των κρισίμων πηγών επιβίωσης (καλλιεργήσιμη έκταση, πηγές νερού) θεωρήθηκαν ως η γενεσιουργός αιτία διαμόρφωσης επίσημων χώρων ταφής αλλά και δημιουργίας μεγαλιθικών και γενικότερα μνημειακών ταφικών κατασκευών3 εντός των ορίων των διεκδικούμενων περιοχών ή άμεσα συνδεδεμένες με αυτές.
Η παραπάνω άποψη θα μπορούσε να ταιριάζει με όσα γνωρίζουμε έως τώρα για το ιστορικό πλαίσιο της μεσοελλαδικής Μεσσηνίας, η οποία αποτελεί τη μοναδική περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας στην οποία σημειώνεται μία σημαντική αύξηση των γνωστών θέσεων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο σε σχέση με τη προηγούμενη πρωτοελλαδική. Η πλειονότητα των γνωστών ME θέσεων της περιοχής (που ξεπερνούν τις 100), εντοπίζονται ανάμεσα στην παραλιακή ζώνη και την άμεση ενδοχώρα της κεντρικής Μεσσηνίας, περιοχή όπου παρατηρείται και η μεγαλύτερη συγκέντρωση ταφικών τύμβων4. Μάλιστα, σε μια πιο υποθετική πρόταση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η έως τώρα μη βεβαιωμένη παρουσία τύμβων με κατασκευή και αρχική χρήση κατά την MEII και η έντονη παρουσία τους στους πρωιμότερους και υστερότερους χρόνους της περιόδου, αποτελεί έμμεση έστω μαρτυρία των αυξομειώσεων της πληθυσμιακής πίεσης και της αντίστοιχης ανάγκης εξασφάλισης πηγών επιβίωσης που γνώρισε η περιοχή κατά τη ΜΕΧ.
Στις περίπου τέσσερις δεκαετίες που έχουν παρέλθει από τη διατύπωσή της, η "Υπόθεση 8" του Saxe, έστω κι αν έχει γίνει αποδεκτή στις βασικές της αρχές, έχει δεχθεί σημαντική κριτική. Η πρώτη και κυριότερη εξ αυτών αφορούσε το πραγματικό βαθμό ανταπόκρισής της στην αρχαιολογική και εθνογραφική μαρτυρία5 και ειδικότερα το γεγονός ότι δεν μπορεί να προσεγγίσει την κάθε περίπτωση παρουσίας οργανωμένων ταφικών χώρων, περιστασιακά χωρισμένων σε συστάδες που εντοπίζει ο αρχαιολόγος ή εθνογράφος. Νεότερη κριτική της θεωρίας περιστρέφεται γύρω από τον βαθμό πληρότητας, που παρουσιάζει η συγκεκριμένη υπόθεση ως ερμηνευτική πρόταση6. Ως το σημαντικότερο μειονέκτημα της "Υπόθεσης 8" παρουσιάζεται το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την ταφή των προγόνων σαν μία απλή οικονομική δραστηριότητα και την έννοια των "κρίσιμων αλλά περιορισμένων πηγών" σαν μία οικονομική μονάδα, αποκομμένη από το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο που διαμορφώνει τις κοινωνικές πρακτικές, καθιστώντας τους προγόνους και τους τάφους τους μία λειτουργία διαχείρισης των πηγών διατροφής και αποκλείοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη περαιτέρω συμβολισμών και την έκφραση άλλων αναγκών μέσω της ταφικής πρακτικής, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να προσεγγίσει σε βάθος κάθε περίπτωση του αρχαιολογικού και εθνογραφικού αρχείου.
Πέραν όμως των παραπάνω και σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, το τοπίο αποτελεί απλά και μόνο το "χώρο" στον οποίο εκτυλίσσεται η ανθρώπινη δράση, παραμένοντας ωστόσο ανεξάρτητο από αυτήν και εν γένει από τις επιδράσεις του ανθρώπινου παράγοντα στερούμενο ταυτόχρονα οποιουδήποτε περαιτέρω ειδικού νοήματος.
Για να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερη πληρότητα την έννοια του τοπίου, θα πρέπει να γίνει κατά το δυνατόν πληρέστερα κατανοητή η πολυσημικότητα του ίδιου του όρου και το πλήθος των διαφορετικών ή και πολλές φορές επικαλυπτόμενων νοημάτων που μπορεί να περιλαμβάνει7. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός είναι απαραίτητη η κατά το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση (τηρουμένων των αναλογιών) των πιθανών τρόπων με τους οποίους μία κοινωνία στο σύνολό της και τα μέλη της ξεχωριστά αντιλαμβάνονταν και αξιοποιούσαν τον ευρύτερο, περιβάλλοντα χώρο τους.
Το τοπίο αποτελεί το μέσο και όχι απλά το "χώρο" ή το πλαίσιο της ανθρώπινης δράσης. Αποτελεί ένα κοινωνικό προϊόν που διαμορφώνεται με βάση την εμπειρία, την δράση, την κίνηση και την παρατήρηση των ανθρώπων που απαρτίζουν συγκεκριμένες ομάδες σε έναν δεδομένο χρόνο και τόπο. Αυτό σημαίνει, πως το τοπίο δεν είναι ενιαίο, παγκόσμιο και διαχρονικό, αλλά η μορφή και οι λειτουργίες οι οποίες παίρνει μπορούν να μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή, από ομάδα σε ομάδα ή ακόμα και από άτομο σε άτομο ανάλογα με την ποικιλία των αντιλήψεων, των αναγκών και των συνθηκών ζωής μέσω των οποίων ενσωματώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων. Έχει λοιπόν ενσωματωμένο μέσα του έντονο και το στοιχείο του χρόνου εφόσον δημιουργείται, αναπαράγεται, διαφοροποιείται ή μεταβάλλεται πλήρως σε σχέση με τις παρελθούσες μορφές του οι οποίες επίσης μετέχουν της διαδικασίας ορισμού και επαναπροσδιορισμού του8. Н αντίληψη του τοπίου δεν αποτελεί μόνο ομαδική- συλλογική υπόθεση αλλά επηρεάζεται πάντοτε και από τον προσωπικό παράγοντα του εκάστοτε παρατηρητή, παράγοντας που αποτελείται από όλα εκείνα τα ατομικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την προσωπική συνείδηση, όπως το φύλο, η ηλικία, η σωματική διάπλαση, οι φυσικές ικανότητες, οι γνώσεις, οι κοινωνική θέση και οι σχέσεις του ατόμου με τον κοινωνικό του περίγυρο. Πρόκειται δηλαδή για ένα δημιούργημα πρώτα προσωπικό και μετά συλλογικό9.
Ζωτικό στοιχείο του τοπίου είναι το ανθρωπογενές τοπίο, δηλαδή η κατανομή της ανθρώπινης δράσης στον χώρο και οι επιδράσεις στις στην ανθρώπινη αντίληψη του χώρου10. Με άλλα λόγια το τοπίο δεν διαμορφώνεται μόνο από την ανθρώπινη γνώση και αντίληψη πάνω στα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος χώρου αλλά αποκτά υπόσταση μέσω κάθε είδους πρακτικής και δράσης του ανθρώπινου παράγοντα, που συντίθενται σε μία νοηματοδοτημένη οντότητα. Εν τέλει το τοπίο αποκτά το νόημά του μέσω της ανθρώπινης δράσης11 κάτι που σημαίνει ότι τοπίο και ανθρώπινος παράγοντας δεν είναι ανεξάρτητοι ή αντίθετοι ο ένας από τον άλλο, αλλά εμπλέκονται σε μία συνεχή διαλεκτική σχέση12.
Ταυτόχρονα, δεν αποτελεί ένα μονολιθικό, ενιαίο και αδιαίρετο πολιτιστικό δημιούργημα αλλά συντίθεται από έναν αριθμό αλληλοσυνδεόμενων τόπων (σημείων του τοπίου, προσβάσεις, μονοπάτια, οικισμοί, νεκροταφεία κτλ.). Οι τόποι αυτοί διαμορφώνονται και σημασιοδοτούνται επίσης από τον ανθρώπινο παράγοντα13, είτε μέσω των ορατών αποτελεσμάτων μίας ατομικής ή συλλογικής δράσης (π.χ. δημιουργία μίας κατασκευής, εκμετάλλευση της γης, εμπειρία που αποκομίζεται από την χρήση μίας διαδρομής από ένα σημείο στο άλλο) στα πλαίσια της καθημερινής ζωής είτε μέσω των κοινών γνώσεων, των αντιλήψεων και της μυθοπλασίας (π.χ. διηγήσεις αναφορικά με τους προγόνους ή με τη παρουσία μεταφυσικών στοιχείων που συνδέονται με επιμέρους τόπους) που μπορούν να περιβάλλουν έναν συγκεκριμένο χώρο. Η σύνδεση των τόπων αυτών μπορεί να είναι άμεση, μέσω της αλληλοθέασης ή της ύπαρξης μεταξύ των διαδρομών ή έμμεση μέσω κοινών σημείων αναφοράς στο τοπίο (κοινή θέαση προς ένα τρίτο μέρος) ή διηγήσεων. Όλοι αυτοί οι τόποι, με τα φυσικά ή τεχνητά χαρακτηριστικά τους, οι διαδρομές που τους ενώνουν, σε συνδυασμό με την σχετιζόμενη με αυτούς κοινή και προσωπική εμπειρία και γνώση διαμορφώνουν ένα δίκτυο σημασιολογικά φορτισμένων τόπων που συνθέτουν το πολιτιστικό τοπίο μιας δεδομένης περιοχής και εποχής.
Το τοπίο λοιπόν αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που βρίσκεται συνεχώς σε διαδικασία δημιουργίας και διαπραγμάτευσης μέσω της διαλεκτικής σχέσης που έχει με την ανθρώπινη δράση, γνώση, εμπειρία και αντίληψη από τις οποίες εν τέλει αποκτά και την υπόστασή του. Εφόσον επιπλέον η διαμόρφωσή του καθορίζεται από όλους τους παραπάνω παράγοντες που, αν και ασφαλώς δεν είναι πανομοιότυποι από άτομο σε άτομο, είναι ωστόσο αλληλένδετοι και αλληλοεξαρτώμενοι14, σημαίνει πως οι τόποι και κατά προέκταση και το τοπίο πηγάζουν και εκφράζουν μία διαπροσωπική ομοιότητα και συλλογικότητα. Αυτή η κοινή γνώση, εμπειρία και αντίληψη γύρω από τους τόπους και το τοπίο αποτελεί εν τέλει ένα συνδετικό δεσμό ανάμεσα στα μέλη μίας ομάδας και συνθέτει έναν δυναμικό παράγοντα διαμόρφωσης μίας κοινής ταυτότητας.
Θα πρέπει ωστόσο κλείνοντας να επισημανθεί, ότι τα πορίσματα της επιτόπιας έρευνας ενός σύγχρονου αρχαιολόγου, ειδικά εντός ενός προϊστορικού τοπίου για το οποίο λείπει η συνδυασμένη μαρτυρία, όχι μόνο της γραφής αλλά στη προκείμενη περίπτωση και της εικονογραφίας15, θα βασίζονται περισσότερο στην οπτική του πρόσληψη. Η ευρύτερη μυθολογία και γνώση αλλά και το προσωπικό βίωμα που σχετίζονταν με την δημιουργία και τη διαμόρφωση των τόπων και των πολιτιστικών τοπίων που μελετάμε δεν είναι στοιχεία άμεσα προσβάσιμα σε εμάς και μπορούν να προσεγγιστούν και πάλι μέσω της παρατήρησης και της υπόθεσης, που μπορεί να προκύψει από την διαπίστωση επαναλαμβανόμενων μοτίβων και σχέσεων ανάμεσα στους επιμέρους τόπους.
Επιστρέφοντας στους τύμβους της Μεσσηνίας και ειδικότερα στην τοπογραφία τους, το πρώτο, άμεσο συμπέρασμα που προκύπτει από την παρατήρησή τους, που ήδη αναφέρθηκε, είναι η εξαιρετικά επίκαιρες θέσεις που έχουν επιλεγεί για την κατασκευή τους που παρέχουν την δυνατότητα ευρείας θέασης από και προς το εκάστοτε μνημείο. Η θέση των τύμβων σε συνδυασμό με την ίδια την φύση τους ως μνημεία καταδεικνύουν μία βασική απόπειρα των κατασκευαστών και χρηστών τους να ανυψώσουν το τοπίο16 επισημαίνοντας με τον τρόπο αυτό συγκεκριμένους τόπους αλλά και χαρακτηριστικά του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος. Το βασικό κοινό γνώρισμα των τόπων ίδρυσης των τύμβων αλλά και αυτών της άμεσης εποπτείας τους που μπορεί να αναγνωρίσει και ο σύγχρονος επισκέπτης είναι η οικονομική και παραγωγική τους δυναμική, καθώς είτε πρόκειται για πολύ εύφορες περιοχές, καταλαμβανόμενες σήμερα από καλλιέργειες ελαιόδεντρων και αμπέλων (εικ.2.5- 11) είτε για περιοχές κείμενες στα όρια ξηράς και θάλασσας (Βοϊδοκοιλιά) είτε για περιοχές που συνδυάζουν και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά (Διβάρι). Η συνεχής επανάληψη του μοτίβου αυτού στο χρόνο και στο χώρο, της ενσωμάτωσης δηλαδή των προγονικών ταφικών μνημείων με τόπους άμεσα συνυφασμένους με τις βασικές πηγές διατήρησης μίας κοινότητας της εποχής (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), δείχνει σε πρώτο βαθμό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των ανθρώπων της εποχής γύρω από την λειτουργία των παραγωγικών διαδικασιών της κοινότητας, όπως την καρποφορία και τη διαχείριση της γης και των βοσκοτόπων, την αποδοτικότητα των περιοχών αλιείας και πιθανότατα την εξασφάλιση θέσεων ασφαλούς ελλιμενισμού. Δείχνει ταυτόχρονα την καλλιέργεια εκ μέρους των ανθρώπων μίας ειδικής σχέσης με τους τόπους αυτούς, καθώς σε αυτούς λάμβανε χώρα ένα σημαντικό, ίσως το σημαντικότερο, μέρος της καθημερινής, ανθρώπινης δράσης η οποία ήταν σημασιοδοτημένη, πέραν του αμιγούς, παραγωγικού χαρακτήρα, με συνθήκες συνεργασίας και άμιλλας που εκπορεύονταν από κοινούς στόχους και προσδοκίες17, συνθήκες που ευνοούσαν την ανάπτυξη ή την ενδυνάμωση των δεσμών ανάμεσα σε συνεργαζόμενα άτομα ή ομάδες.
Ένα δεύτερο, άμεσο στοιχείο που προκύπτει είναι ότι οι μεσσηνιακοί τύμβοι δεν ήταν μνημεία μεμονωμένα στο ευρύτερο τοπίο αλλά πλείστοι εξ αυτών ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους, σύνδεση που επιτυγχανόταν με τρεις τουλάχιστον ορατούς σήμερα τρόπους. Ο πρώτος εξ αυτών είναι η κατασκευή τύμβων με μικρές μεταξύ τους αποστάσεις, σχηματίζοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, σε θέσεις τέτοιες που επέτρεπε την άμεση αλληλοθέαση ορισμένων τουλάχιστον εξ αυτών. Οι πιο χαρακτηριστικές τέτοιες ομάδες μεσσηνιακών τύμβων είναι αυτές της Βοϊδοκοιλιάς- Διβαρίου (εικ.2.12 - 13), Λεύκης- Καλδάμου18 (εικ.2.14 - 15), Πλατάνου- Παπουλίων19 και Μυρσινοχωρίου- Ρούτση20. Ασφαλώς η αλληλοθέαση αυτή διαπιστώνεται με βάση τη μορφή που έχει το ευρύτερο τοπίο των τύμβων σήμερα. Η συνθήκη αυτή ωστόσο δεν θα διαφοροποιείτο ιδιαίτερα κατά την εποχή κατασκευής και χρήσης των τύμβων. Αρχικώς, η κατασκευή των τύμβων σε υψηλά σημεία του τοπίου δείχνει μία μέριμνα για ευρεία θέαση. Επιπλέον η παρουσία πυκνής βλάστησης ή καλλιεργειών πέριξ των τύμβων κατά τη ME περίοδο δεν είναι απαραίτητο ότι θα εμπόδιζε την αλληλοθέαση, εφόσον αυτή διαπιστώνεται σήμερα σε τέτοιες ακριβώς συνθήκες. Τέλος, θα πρέπει να συνυπολογισθεί το γεγονός ότι οι τύμβοι αρχικώς ήταν σαφώς πιο προφανείς απ' ότι σήμερα καθώς κατά την εποχή χρήσης τους αφενός δεν θα είχαν υποστεί τη διάβρωση που έχει επιφέρει έως σήμερα το πέρασμα των αιώνων και αφετέρου η συχνή χρήση τους δεν θα επέτρεπε την ανάπτυξη πυκνής βλάστησης στους ίδιους και στην άμεση περιοχή τους, όπως ισχύει σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, σήμερα.
Ένας δεύτερος, πιθανός παράγοντας τοπογραφικής σύνδεσης των επιμέρους ομάδων τύμβων, συναφής με τον προηγούμενο, είναι η αλληλοθέαση, ανάμεσα σε τύμβους ή ομάδες τύμβων και τις θέσεις ή ευρύτερες περιοχές παρουσίας έτερων τύμβων και ομάδων. Η συνθήκη αυτή αποτυπώνεται καλύτερα στους τύμβους Καμινίων, Ρούτση και Πύργου με τη θέασή τους προς τα σημεία κατασκευής των τύμβων Κισσού, Πλατάνου- Παπουλίων και Λεύκης- Καλδάμου αντίστοιχα (εικ.2.16-17, 2.29).
Πέραν της αλληλοθέασης μεταξύ των τύμβων μίας ορισμένης ομάδας αλλά και επιμέρους ομάδων μεταξύ τους, πλείστοι των τύμβων (ανεσκαμμένων και μη) της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, πλην των υστερότερων δειγμάτων από τον Κισσό και τα Καμίνια, συνδέονται με τις κοινές τους τοπογραφικές αναφορές και ειδικότερα με τη κοινή θέασή τους προς συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά του τοπίου. Τα σημεία αυτά που ορίζουν την θέαση των τύμβων σε τρία από τα τέσσερα βασικά σημεία του ορίζοντα, είναι η κορυφή "Αμυγδαλίτσα" (στη νότια απόληξη του όρους Αιγάλεω) με την οποία έχουν οπτική επαφή οι τύμβοι Παπουλίων, Πλατάνου και Ρούτση προς Βορρά (εικ.2.18- 20), το όρος Μαγκλαβάς προς το οποίο έχει θέαση, πλην των προαναφερθέντων, και το έξαρμα Καμινίων προς τα βορειοανατολικά (εικ.2.21- 23) και τέλος, η ευρύτερη περιοχή του κόλπου του Ναβαρίνου και της λιμνοθάλασσας της Βοϊδοκοιλιάς.
Η προσοχή μας θα πρέπει κυρίως να στραφεί προς την τελευταία περιοχή, καθώς αυτή φαίνεται πως είχε τη βαρύτερη ή και τη μοναδική σημειολογία στο ευρύτερο τοπίο απ' όλες τις προαναφερθείσες. Είναι το μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς σχεδόν όλων των γνωστών τύμβων της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας καθώς όλοι (πλην των υστερότερων τύμβων Κισσού και Καμινίων) μοιράζονται θέαση προς την περιοχή αυτή (εικ.2.24- 29) στην οποία βρίσκεται ένας από τους πρωιμότερους, ίσως ο πρωιμότερος, από τους γνωστούς ανεσκαμμένους μεσσηνιακούς τύμβους με εγχυτρισμούς. Από την επιφανειακή κατά κύριο λόγο μαρτυρία, αλλά και από την περιορισμένη έως τώρα τοπικά, ανασκαφική έρευνα, προκύπτει ότι στην ίδια περιοχή είχε αναπτυχθεί ήδη από τους ΠΕΙΙ χρόνους ένας ιδιαίτερα εκτεταμένος οικισμός21, ενώ παράλληλα η θέση αυτή αποτελούσε το μοναδικό ασφαλές φυσικό λιμάνι στην άμεση των τύμβων περιοχή. Μάλιστα, η θέση των υπολοίπων τύμβων στον ευρύτερο χάρτη της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας δείχνει παράλληλα ένα μοτίβο ανάπτυξης μέρους του μεσοελλαδικού, ταφικού τοπίου (ειδικότερα των τύμβων) γύρω από την περιοχή αυτή την οποία πιθανώς θέτει ως τοπογραφικό πυρήνα και χρονολογική αφετηρία (εικ.2.30). Δύο είναι οι αιτιάσεις οι οποίες μπορούν να αναγνωριστούν σήμερα για τη συνθήκη αυτή.
Η πρώτη, συνδέεται με την ιδιαίτερη μορφολογία της περιοχής Πύλου- Γιάλοβας- Βοϊδοκοιλιάς και ειδικότερα, τις βραχώδεις, επιμήκεις νησίδες της Σφακτηρίας και του Παλιοκάστρου22 και το "Σπήλαιο του Νέστορα".
Η παρουσία των συγκεκριμένων, ορατών και άρα γνωστών γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών και μάλιστα σε έναν χώρο με οριακό χαρακτήρα μεταξύ στεριάς και θάλασσας είχε πιθανώς συνδέσει στην συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής και εποχής είτε την περιοχή αυτή εν γένει είτε τουλάχιστον ένα εκ των δύο αυτών στοιχείων (Σφακτηρία, Σπήλαιο Νέστορα) με αντιλήψεις περιστρεφόμενες γύρω από τη μεταθανάτια ζωή, τον κόσμο των νεκρών και ειδικότερα με τη διαδικασία μετάβασης της ψυχής του νεκρού από τον κόσμο των ζώντων σε αυτόν των προγόνων. Η παρουσία τέτοιων αντιλήψεων γύρω από τη Σφακτηρία, το Σπήλαιο του Νέστορα ή την ευρύτερη περιοχή εν γένει μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό την εγκαθίδρυση του αρχαιότερου πιθανώς των τύμβων στην άμεση περιοχή και την ανάπτυξη των υπολοίπων γύρω ή απέναντι από αυτήν. Μάλιστα, η τοποθέτηση του τύμβου Α της Βοίδοκοιλιάς ακριβώς απέναντι από το σπήλαιο του Νέστορα (εικ.2.31) αλλά και η εποπτεία ολόκληρης της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, περιοχής όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση των τύμβων, από την θέση του σπηλαίου (εικ.2.32), μαρτυρά την παρουσία μίας εν γένει ειδικής σχέσης ανάμεσα στα μνημεία των νεκρών προγόνων και τον συγκεκριμένο τόπο.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο, που αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο του σπηλαίου κατά τη μεσοελλαδική περίοδο είναι η ανεύρεση, κατά τις ανασκαφές στο εσωτερικό του, σημαντικής ποσότητας χρηστικής κεραμικής της μεσοελλαδικής περιόδου (ανάμεσα σε αυτήν άλλων περιόδων)23, που συνδέεται άμεσα με τη προσφορά και κατανάλωση φαγητού και ποτού. Η μη ταύτιση της θέσης αυτής ως οικιστικής κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού24 υποδηλώνει ότι η όποια δραστηριότητα λάμβανε χώρα στο σημείο την συγκεκριμένη περίοδο ήταν αποκομμένη από τις καθημερινές δραστηριότητες και συμπερασματικά σχετιζόμενη με κάποια (συλλογικής) ειδική δράση, ίσως λατρευτικού χαρακτήρα.
Στην παρουσία και ειδικότερα στη γνώση της παρουσίας του πρώιμου τύμβου A στη συγκεκριμένη θέση μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν ακόμη παράγοντα που επηρέασε την ανάπτυξη των τύμβων της περιοχής γύρω από τον κόλπο του Ναβαρίνου και την ευρύτερη περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς. Η θέαση της θέσης αυτής και των τουλάχιστον δύο ή τριών τύμβων της από τους άλλους τύμβους αποσκοπούσε είτε στη διαμόρφωση είτε στην ενίσχυση κάποιας ειδικής σχέσης με τους προγόνους και το απώτερο ή πιο πρόσφατο παρελθόν, καταδεικνύοντας αφενός τον ιδιαίτερο ρόλο με τον οποίο οι νεκροί πρόγονοι ενσωματώνονταν στη συλλογική μνήμη και αφετέρου τη σημασία της παρουσίας τους στη λήψη συλλογικών αποφάσεων όπως η επιλογή της θέσης κατασκευής ενός συλλογικού, ταφικού μνημείου. Η σημασία της προγονικής παρουσίας καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις, στην Βοϊδοκοιλιά25, στα Παπούλια26 και στο Ρούτση27, η θέση που επιλέχθηκε για τη κατασκευή των τύμβων είχε σαφή, προγενέστερη, πρωτοελλαδική χρήση με πιο χαρακτηριστική τη περίπτωση της Βοϊδοκοιλιάς, όπου ο μεσοελλαδικός τύμβος κατασκευάστηκε υπεράνω και από το οικοδομικό υλικό τμήματος ενός εκτεταμένου ΠΕΙΙ οικισμού.
Η δεύτερη πιθανή αιτίαση συνδέεται άμεσα με τα προαναφερθέντα οικιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής από την ΠEII, έως και τουλάχιστον την πρώιμη μεσοελλαδική περίοδο. Τα μέχρι τώρα δεδομένα συνιστούν την παρουσία ενός κέντρου το οποίο εκτός από τον αυξημένο πληθυσμό που πιθανότατα είχε, ήλεγχε παράλληλα μία από τις ποιοτικότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη περιοχή της σημερινής λιμνοθάλασσας28, καθώς και το μοναδικό ή το ασφαλέστερο φυσικό λιμάνι της περιοχής και κατ' επέκταση το σημαντικότερο μέρος, εάν όχι το σύνολο του όποιου διαμετακομιστικού εμπορίου της περιοχής και εποχής. Υπό αυτό το πρίσμα είναι αρκετά αληθοφανές να δούμε την θέση των τύμβων της ευρύτερης περιοχής ως μία ένδειξη ενός άμεσου συσχετισμού των λοιπών κοινοτήτων της περιοχής και εποχής με το εν λόγω κέντρο είτε στο επίπεδο της επιδίωξης διαμόρφωσής του είτε ακόμη σε αυτό της ύπαρξής του στον βαθμό της εξάρτησης.
Μία προσεκτικότερη ματιά ωστόσο στην μαρτυρία της θέσης δείχνει μία μάλλον διαφορετική εικόνα. Τα μόλις τέσσερα μεσοελλαδικά όστρακα, που έχουν βρεθεί διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή29 δεν συνιστούν την παρουσία ενός ΜΕ κέντρου, ανάλογου του ΠΕ, αλλά συνιστούν μία μάλλον κατακερματισμένη και αραιή κατοίκηση. Η συγκεκριμένη μαρτυρία καθιστά πιθανό ένα επιπλέον σενάριο σχετικά με την χρήση της περιοχής κατά τους μεσοελλαδικούς χρόνους. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στις ΠΕ και ΜΕ οικιστικές μαρτυρίες της περιοχής, οι ενδείξεις για αραιή μεσοελλαδική κατοίκηση αλλά και ο έλεγχος της θέσης επί του καλύτερου φυσικού λιμανιού της περιοχής καθώς και επί ενός αρκετά πιθανού συλλογικού τελετουργικού κέντρου, όπως το "Σπήλαιο Νέστορα" (βλ. παραπάνω), αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ότι η θέση αυτή ήταν υπό τον έλεγχο ενός άλλου μεγαλύτερου μεσοελλαδικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής. Το κέντρο αυτό μπορεί να αναζητηθεί στον Άνω Εγκλιανό, θέση στην οποία υπάρχει η μαρτυρία εκτεταμένης μεσοελλαδικής κατοίκησης, που προηγήθηκε του μυκηναϊκού ανακτόρου30 το οποίο με τη σειρά του χρησιμοποιούσε, κατά το πιθανότερο σενάριο, τον όρμο του Ναβαρίνου ως ασφαλές επίνειο του εμπορικού του στόλου31.
Συμπερασματικά λοιπόν, η κοινή θέαση των πλείστων τύμβων της ΝΔ Μεσσηνίας προς την Βοϊδοκοιλιά μπορεί να αποδοθεί σε δύο γενικούς άξονες, πρώτον, την τελετουργική- προγονική βαρύτητα του ευρύτερου χώρου του όρμου του Ναβαρίνου και δεύτερον, την ευρύτερη δυναμική του οικισμού που ήλεγχε αυτήν την υψηλής παραγωγικής, οικονομικής και στρατηγικής σημασίας περιοχή κατά τους πρώιμους μεσοελλαδικούς χρόνους, ανεξάρτητα από το εάν ο οικισμός αυτός βρισκόταν, έστω και κατακερματισμένος, είτε στην ευρύτερη περιοχή του Ναβαρίνου είτε στην προνομιούχο θέση του Άνω Εγκλιανού.
Πέραν των τοπογραφικών χαρακτηριστικών των θέσεων κατασκευής των τύμβων και των σχέσεων που τις διέπουν, μένει ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα προς διερεύνηση, αυτό της τοπογραφικής σχέσης των τύμβων με τους σύγχρονούς τους οικισμούς αλλά και των σχετιζόμενων διαδρομών και προσβάσεων. Το ζήτημα αυτό είναι αρκετά περίπλοκο καθώς το σημαντικότερο μέρος γνώσης μας γύρω από την οικιστική αξιοποίηση του χώρου της κεντρικής Μεσσηνίας κατά τη ΜΕ προέρχεται από επιφανειακές έρευνες32 ενώ συστηματικές ανασκαφές οικιστικών θέσεων άμεσα σχετιζόμενες με τύμβους προς το παρόν απουσιάζουν. Η καλύτερη δυνατή προσέγγιση στο θέμα αυτό θα ήταν η επιμέρους εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων για τις οποίες η διαθέσιμη μαρτυρία είναι σαφέστερη. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τους τύμβους της Βοϊδοκοιλιάς, της Λεύκης, του Αγίου Ιωάννη, των Καμινίων και του Ρούτση.
Ο προβληματισμός σχετικά με τον σχετιζόμενο με τους τύμβους της Βοϊδοκοιλιάς οικισμό εκτέθηκαν ήδη παραπάνω. Στην ίδια την περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς, δύο είναι οι πιθανότερες θέσεις, με βάση τη μαρτυρία της επιφανειακής έρευνας33, στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί ο σύγχρονος των τύμβων οικισμός, η πρώτη στην επίπεδη περιοχή ανάμεσα στον τύμβο Α και τους πρόποδες του Προφήτη Ηλία και η δεύτερη στο ΒΑ τμήμα της λιμνοθάλασσας του Οσμαναγά, πολύ κοντά στην ακτή (εικ.2.33). Και οι δύο αυτές θέσεις είναι αλληλοθέατες με τους δύο τύμβους της Βοϊδοκοιλιάς (εικ.2.34) και πιθανώς και με τον τρίτο ταφικό χώρο της περιοχής κοντά στη ΒΔ ακτή του Διβαρίου και παρέχουν τη δυνατότητα εύκολης μετακίνησης από και προς αυτούς με τη μοναδική διαφορά να έγκειται στην απόσταση που θα έπρεπε να καλυφθεί ανά περίπτωση. Η πρώτη πιθανή οικιστική θέση, ανάμεσα στους δύο τύμβους, κείται αμέσως Β. του τύμβου Α και σε απόσταση περίπου 100μ. Η παρουσία ενός οικισμού στο σημείο αυτό κατά τη ΜΕΙ περίοδο, περίοδο χρήσης του τύμβου, θα σήμαινε την επιβίωση και τη διάδοση κατά την εποχή αυτή στη νότια Μεσσηνία ενός μοτίβου που απαντάται ήδη από την ΠEII στη Λευκάδα34, την ΠEIII στο Λουτράκι Κατούνας35 και την Ολυμπία36 και τη ΜΕΙ- II στο Κάτω Σαμικό (εικ.2.35), σύμφωνα με το οποίο τύμβοι και οικισμοί κατασκευάζονται ο ένας σχεδόν δίπλα στον άλλο. Ένα τελευταίο σημείο που αξίζει επισήμανσης είναι ότι ακόμα και αν δεχθούμε το ενδεχόμενο ότι η περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς ήταν υπό τον έλεγχο του Άνω Εγκλιανού ήδη από την ΜΕΙ περίοδο, οι ταφές των τύμβων της περιοχής, λόγω της απόστασης Εγκλιανού- Βοϊδοκοιλιάς (περίπου 7,5 χλμ), θα πρέπει να συνδεθούν με τους όποιους κατοίκους της ίδιας της περιοχής της Βοϊδοκοιλιάς.
Τα εξάρματα της Λεύκης- Καλδάμου έχουν ήδη από καιρό συνδεθεί με τον μεσοελλαδικό οικισμό που βρισκόταν στο λόφο του Άνω Εγκλιανού37, η παρουσία του οποίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει επιβεβαιωθεί τόσο από τις ανασκαφές του μεταγενέστερου, μυκηναϊκού ανακτόρου38 όσο και από νεότερες επιφανειακές έρευνες39. Στη περίπτωση αυτή, όπως ακριβώς και στην Βοϊδοκοιλιά η αλληλοθέαση μεταξύ οικιστικού και ταφικού χώρου είναι άμεση (εικ.2.36 - 37). Πέραν όμως του κοινού στοιχείου της αλληλοθέασης παρατηρούνται ορισμένες διαφοροποιήσεις στο τοπογραφικό συσχετισμό οικισμών και τύμβων ανάμεσα στις θέσεις Λεύκης και Βοϊδοκοιλιάς. Σε αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθούν, πρώτον η απόσταση μεταξύ οικισμού και τύμβων, όπου στη προκείμενη περίπτωση είναι σαφώς μεγαλύτερη και δεύτερον η ευκολία της πρόσβασης από και προς τους τύμβους. Ειδικότερα, η πρόσβαση από τον λόφο του Άνω Εγκλιανού προς τη "Ψηλή Ράχη", θέση των εν λόγω τύμβων, παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες, καθώς η συντομότερη και ευκολότερη δυνατή διαδρομή απαιτεί κατάβαση από τον λόφο του Άνω Εγκλιανού από τα δυτικά, παράκαμψη από Ν. της "Αλαφινόραχης" (λόφος κείμενος αμέσως Δ. του Άνω Εγκλιανού) και ανάβαση στη "Ψηλή Ράχη" από τα ανατολικά (εικ.2.37), μία διαδρομή μήκους περίπου 2χλμ. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι η θέση του μυκηναϊκού νεκροταφείου της περιοχής, στο λόφο του Άνω Εγκλιανού40, δείχνει μία σαφή μεταβολή που συντελέστηκε στη θέση αυτή, ήδη από τους πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους, γύρω από τον τοπογραφικό συσχετισμό ζώντων και νεκρών με τις αποστάσεις να γίνονται κατά πολύ μικρότερες και τις προσβάσεις σαφώς πιο εύκολες.
Στην άμεση περιοχή του τύμβου του Αγίου Ιωάννη Παπουλίων, η πλησιέστερη θέση στην οποία έχει αναγνωριστεί η παρουσία μεσοελλαδικής κατοίκησης είναι ο λόφος "Μερζίνι" 41 στα NΔ του τύμβου. Η ύπαρξη οικισμού στο σημείο αυτό ενισχύεται, πέραν της επιφανειακής, κεραμικής μαρτυρίας και από την ύπαρξη πηγής νερού ακριβώς στα Ν. H θέση αυτή βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από το ταφικό μνημείο (περ. 500μ.) με το οποίο μοιράζεται αλληλοθέαση και εύκολη πρόσβαση (εικ.2.39), όπως ακριβώς ισχύει και στη περίπτωση της Βοϊδοκοιλιάς. Ο μη ανεσκαμμένος τύμβος του Πλατάνου που κείται περίπου 2 χλμ στα Δ. ίσως να σχετίζεται επίσης με τον ίδιο οικισμό καθώς αν και στη προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει αλληλοθέαση και η απόσταση είναι σαφώς μεγαλύτερη, η πρόσβαση είναι αρκετά εύκολη λόγω του σχετικά επίπεδου εδάφους που χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιοχή. Εφόσον ισχύει αυτή η εκδοχή, αυτό που παρατηρείται στη συγκεκριμένη κοινότητα είναι μία διαφοροποίηση στη ταφική αντιμετώπιση διαφορετικών ομάδων (οικογενειών) που χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς τύμβους, τουλάχιστον όσον αφορά την εγγύτητά τους προς τον οικισμό42. Από την άλλη μεριά, ο τύμβος αυτός, όπως τουλάχιστον και μέρος των λοιπών εξαρμάτων που αναφέρονται από τη περιοχή Παπουλίων43 και Πλατάνου44, θα μπορούσαν να σχετιστούν με άλλους οικισμούς της γύρω περιοχής, όπως αυτόν από τη θέση Ίκλαινα- Τραγάνες45 περ. 2 χλμ νοτιότερα.
Ο τέταρτος τύμβος για τον οποίο είναι εφικτός ένας συσχετισμός με κάποια οικιστική θέση είναι το έξαρμα στα Καμίνια Κρεμμυδίων. Τα πλησιέστερα τοπικά δείγματα σύγχρονου με τον τύμβο οικισμού έχουν εντοπιστεί στη θέση "Καταρραχάκι" Γουβαλάρη, όπου έχουν εντοπιστεί μεσοελλαδικά και πρώιμα μυκηναϊκά οικιστικά κατάλοιπα, υπό τη μορφή αψιδοειδούς κτηρίου ενώ σημαντική ήταν και η ποσότητα της ΜΕ κεραμικής, που περισυλλέγη από το σημείο46. H θέση απέχει σημαντικά από τον τύμβο των Καμινίων (εικ.2.40) και δεν υπάρχει αλληλοθέαση ανάμεσα στα δύο σημεία. Η πρόσβαση ωστόσο από και προς τον τύμβο είναι αρκετά εύκολη καθώς η ενδιάμεση περιοχή είναι σχετικά επίπεδη με μία ελαφρά κλίση προς Δ47. Με τον ίδιο οικισμό θα πρέπει λογικά να ταυτιστούν και οι θολωτοί του Γουβαλάρη που κείτονται αμέσως προς τα ΝΑ του οικισμού και στην αντίθετη μεριά του ρέματος "Ποτάμι του Αράπη" (εικ.2.41). Ο χρονολογικός και τοπογραφικός συσχετισμός ανάμεσα στους θολωτούς του Γουβαλάρη και το έξαρμα Καμινίων καθώς και η ταύτισή τους με τον οικισμό στο "Καταρραχάκι", εφόσον ισχύει, δείχνει ότι και σε αυτή τη περίπτωση, όπως και σε αυτήν του Άνω Εγκλιανού, σημειώνεται κατά τους πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους μία μεταβολή στην αντιμετώπιση των νεκρών, όχι μόνο στα είδη των τάφων που επιλέγονται αλλά και στη τοπική σχέση ανάμεσα σε ζώντες και νεκρούς, με τις αποστάσεις να μειώνονται δραστικά. Στη περίπτωση βέβαια του Γουβαλάρη, παρά την κοντινή απόσταση οικιστικού- ταφικού χώρου, υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο, επιτυγχανόμενος μέσω ενός φυσικού ορίου ("Ποτάμι του Αράπη"), στοιχείο που απουσιάζει από τον Άνω Εγκλιανό.
Ο τελευταίος τύμβος για τον οποίο είναι εφικτή μία αναφορά είναι ο τύμβος Καλογερόπουλου από το Ρούτση Μυρσινοχωρίου. Η μοναδική θέση στην ευρύτερη περιοχή στην οποία εντοπίστηκαν πιθανά, επιφανειακά λείψανα οικισμού είναι το νεκροταφείο του σύγχρονου χωριού48. ταύτιση που ωστόσο παραμένει αμφίβολη49. Οι δύο θέσεις απέχουν περίπου 2 χλμ και δεν είναι αλληλοθέατες. Η πρόσβαση ωστόσο είναι και σε αυτή τη περίπτωση αρκετά εύκολη ακολουθώντας περίπου την γραμμή του σύγχρονου δρόμου.
Ένα πρώτο άμεσο πόρισμα που προκύπτει από την θεώρηση των δεδομένων γύρω από τον τοπογραφικό συσχετισμό τύμβων και οικισμών είναι ο μη εντοπισμός ενός σταθερού, επαναλαμβανόμενου μοτίβου στα βασικά τους στοιχεία. Αλληλοθέαση τύμβων και οικισμών παρατηρείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (Βοίδοκοιλιά, Παπούλια, Άνω Εγκλιανός- Λεύκη) ενώ σε άλλες πάλι όχι (Καμίνια, Ρούτσι). Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται επίσης τόσο στις αποστάσεις ανάμεσα σε οικιστικούς και ταφικούς χώρους όσο και στην ευκολία μετακίνησης από τον ένα χώρο στον άλλο. Ομοίως, δεν υπάρχει σταθερός προσανατολισμός των ταφικών χώρων, καθώς άλλοτε τους συναντούμε στα Δ. άλλοτε στα Α. και άλλοτε Ν. των οικισμών. Σε μία πρώτη λοιπόν ανάγνωση προκύπτει η μη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής Μεσσηνίας κατά τη ΜΕΧ, ενός σταθερού και απαράβατου κανόνα σχετικά με τη τοπική σχέση τύμβων και οικισμών. Αντιθέτως φαίνεται πως η επιλογή της κατάλληλης θέσης για την κατασκευή ενός τύμβου σε σχέση προς τους χώρους κατοίκησης κρινόταν διαφορετικά όχι μόνο ανά κοινότητα αλλά πιθανώς και ανά περίπτωση, εάν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεχτούμε την ταύτιση των τύμβων Πλατάνου και Παπουλίων με τον ίδιο οικισμό.
Πέραν όμως των παραπάνω διαφοροποιήσεων παρατηρείται και μία ευρύτερη ομοιότητα, η οποία έγκειται στη διαμόρφωση σε κάθε περίπτωση, ενός ειδικού συσχετισμού με τους εν λόγω ταφικούς χώρους, επιτυγχανόμενου είτε με την αλληλοθέαση είτε με την εύκολη πρόσβαση είτε και με τους δύο παραπάνω τρόπους. Εκτός όμως των δύο αυτών παραγόντων, της αλληλοθέασης και της πρόσβασης, υπάρχει ένας τρίτος, ίσως σημαντικότερος και σταθερά επαναλαμβανόμενος παράγοντας. Αυτός έγκειται στα σημεία κατασκευής των τύμβων τα οποία βρίσκονται ανάμεσα σε εύφορες και πιθανότατα καλλιεργούμενες (όπως και σήμερα) εκτάσεις, τους χώρους αλιείας και τις προσβάσεις ανάμεσα στους επιμέρους χώρους της ανθρώπινης δράσης50, επιτρέποντας παράλληλα την άμεση εποπτεία τους. Αυτό δείχνει πως οι τύμβοι δεν αποτελούσαν απλά έναν χώρο δράσης στα περιοριστικά πλαίσια των ταφικών πρακτικών και εν μέσω ειδικών περιστάσεων αλλά αντιθέτως, ευρισκόμενοι πλησίον και άμεσα ορατοί από τους παραγωγικούς χώρους και τις επιμέρους προσβάσεις, αποτελούσαν ένα καθημερινό και κοινό- συλλογικό σημείο αναφοράς, ευνοώντας τη διαμόρφωση μίας έμμεσης σύνδεσης των ανθρώπων, μέσω της διαμόρφωσης μίας κοινής προγονικής μνήμης.
Συμπερασματικά λοιπόν φαίνεται πως οι τύμβοι είχαν μία σύνθετη λειτουργία στο τοπίο της μεσοελλαδικής Μεσσηνίας. Μία πρώτη λειτουργία όπου μπορεί να αναγνωριστεί είναι ως χωροταξικά σήματα, ως οροθέτες μεταξύ των ζωνών επιρροής και εκμετάλλευσης των κατά τόπους κοινοτήτων ή και συγκεκριμένων οικογενειών- γενών. Το πόρισμα αυτό προκύπτει ως απόρροια των θέσεων κατασκευής των μνημείων αυτών κοντά σε φυσικά όρια, όπως ποταμούς και αυχένες λόφων, που έχουν έναν εξαιρετικά επίκαιρο και "τηλεφανή" χαρακτήρα στο χώρο, εξασφαλίζοντας την θέαση και την εποπτεία σε χώρους που περιλαμβάνουν κατά περιπτώσεις τον ίδιο τον οικισμό αλλά κυριότερα χαρακτηρίζονται από την υψηλή παραγωγική τους δυναμική (καλλιέργειες, χώροι αλιείας, προσβάσεις). Η παρουσία μίας τέτοιας λειτουργίας για τους τύμβους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή επεβλήθη από την ταυτόχρονη παρουσία συνθηκών ανταγωνισμού ανάμεσα σε κοινότητες ή ομάδες ατόμων επί των περιορισμένων πλουτοπαραγωγικών πηγών51 -άλλωστε η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι βασικές πηγές στη περιοχή μόνο περιορισμένες δεν είναι- αλλά αντιθέτως θα μπορούσε εξίσου να έχει υπαγορευθεί από μία γενικότερη και παράλληλα απλούστερη ανάγκη καλύτερης οργάνωσης και διευθέτησης του χώρου, ως απόρροια της εξάπλωσης της κατοίκησης στη περιοχή52 και της σταδιακά συστηματικότερης εκμετάλλευσης των διαθέσιμων πόρων.
Η μεταφορά των ταφικών χώρων σε πολύ κοντινή απόσταση με τους οικισμούς κατά τους πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους, που παρατηρείται στον Εγκλιανό και πιθανώς στο Γουβαλάρη, ίσως δείχνει ότι κατά την εποχή αυτή χάνεται σταδιακά η αναγκαιότητα παρουσίας τέτοιων οροθετικών σημάτων μακριά από τον οικισμό. Η απώλεια της αναγκαιότητας αυτής μπορεί με τη σειρά της να συνδεθεί με τη παρουσία, αυτήν την εποχή, μίας τάσης σταδιακής ομαδοποίησης ορισμένων κοινοτήτων υπό την άμεση ή έμμεση εξάρτηση και εποπτεία ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου κέντρου. Το κέντρο αυτό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τον ίδιο των Άνω Εγκλιανό53, καθώς στη θέση αυτή προϋπήρχε του ΥΕ ανακτόρου ένας εκ των σημαντικότερων και κεντρικότερων ME οικισμών της περιοχής54, ενώ πιθανή θεωρείται και η ύπαρξη στην ίδια θέση ενός ύστερου ΜΕ διοικητικού κέντρου55. Η ιστορική εξέλιξη της περιοχής, με την ανάπτυξη του ύστερου μυκηναϊκού ανακτόρου, αποτελεί μία επιπλέον ένδειξη της παρουσίας μίας τέτοιας διαδικασίας ήδη από τους τελευταίους χρόνους της μεσοελλαδικής και τους πρώτους της μυκηναϊκής εποχής. Απαραίτητο είναι βέβαια να επισημανθεί ότι με το υπάρχον επίπεδο της γνώσης μας η παραπάνω υπόθεση είναι στη παρούσα φάση πρώιμη και απαιτείται περαιτέρω ανασκαφικός κυρίως έλεγχος στις ήδη επισημασμένες θέσεις ο οποίος θα μπορέσει να προσφέρει πιο ασφαλή στοιχεία και πορίσματα για τους τοπικούς και χρονολογικούς συσχετισμούς ταφικών και οικιστικών χώρων.
Η λειτουργία των τύμβων στο μεσσηνιακό τοπίο δεν σταματούσε σε αυτό το σημείο. Οι τύμβοι, ως καθημερινώς ορατά και προφανή μνημεία και ευρισκόμενοι σε άμεση σχέση με προσβάσεις και χώρους καθημερινής δράσης, αποτελούσαν παράλληλα σταθερούς μάρτυρες περασμένων γεγονότων, ρόλων και σχέσεων, που χαρακτήριζαν τους προγόνους στο παρελθόν και επιβεβαιώνονται, ενισχύονται και περνούν μέσω της ταφικής πρακτικής στο ζωντανό παρόν56. Συνιστούσε λοιπόν ο κάθε τύμβος με τη κατασκευή του έναν ιδιαίτερο τόπο ο οποίος συγκέντρωνε κοινές γνώσεις και εμπειρίες, καθημερινές και ειδικές- ταφικές ή/και τελετουργικές, αποτελώντας ταυτόχρονα το σύμβολο και το προϊόν τους, μία ισχυρή μαρτυρία ενός κοινού παρελθόντος και παρόντος.
Η προφανής θέση των τύμβων στο τοπίο και οι άμεσοι αλλά και έμμεσοι τρόποι σύνδεσής τους, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τον σύγχρονο οικισμό και τους χώρους καθημερινής δράσης, δημιουργούσε εν τέλει ένα δίκτυο αλληλένδετων και σημασιολογικά φορτισμένων τόπων που μείωνε, έστω και σε ένα επίπεδο ιδεολογικό ή συμβολικό, την απόσταση που χώριζε γένη και γενιές, παρελθόν και παρόν, δημιουργώντας κατ' αρχάς μια μορφή άμεσης και έμμεσης σύνδεσης και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους προγόνους και τους επιγόνους, τα σύγχρονα γένη και τα επιμέρους άτομα μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Το νόημα αυτό μπορεί να επεκταθεί και σε ένα ευρύτερο πεδίο. Ο αριθμός, η τοπογραφική διασπορά57 και το χρονολογικό εύρος των συγκεκριμένων τύμβων καθιστά βέβαιη την απόδοσή τους, όχι σε μία και μόνη κοινότητα, αλλά σε ένα μεγαλύτερο αριθμό κοινοτήτων. Οι θέσεις κατασκευής τους και οι κοινές τοπογραφικές τους αναφορές που παρουσιάστηκαν παραπάνω, πέρα από την σύνδεση των ίδιων των τύμβων, προέβαλαν και διαμόρφωναν ταυτόχρονα μία συμβολική σύνδεση ανάμεσα σε αυτές τις κοινότητες πάνω στη βάση της χρήσης μιας κοινής ταφικής φόρμας απορρέουσας από την ύπαρξη κοινών αντιλήψεων γύρω από συγκεκριμένους τόπους και το ρόλο της παρουσίας και της επίδρασης των προγόνων στην κοινωνία και τους χώρους δράσης των ζώντων. Πίσω από αυτήν τη συμβολική σύνδεση μπορούμε να αναζητήσουμε μία ευρύτερη σειρά πιθανών δεσμών ανάμεσα στα μέλη των κοινοτήτων αυτών, πέραν των όποιων οικονομικών, όπως σχέσεις συγγένειας, γλώσσας και δοξασιών που ορίζονταν από μία γενικότερη, κοινή προγονική μνήμη. Όλα τα παραπάνω, αποτελούσαν εν τέλει βασικά στοιχεία του πολιτιστικού τοπίου της περιοχής και εποχής το οποίο ως προϊόν συλλογικών νοημάτων και δράσεων γύρω και πάνω στο χώρο, αποκτούσε την ιδιότητα του συνεκτικού δεσμού ανάμεσα στα άτομα και τις κοινότητες, συμπράττοντας έτσι στη δημιουργία και διαμόρφωση μίας κοινής, συλλογικής ταυτότητας στα πλαίσια ενός ευρύτερου γεωγραφικού χώρου.
Προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω ότι η χρήση των ταφικών τύμβων στη Μεσσηνία της ΜΕΧ, είχε έναν ενεργό και ιδιαίτερης σημασίας ρόλο στη διαμόρφωση του ευρύτερου ιδεολογικού πλαισίου που επηρέαζε τη συμβίωση στα πλαίσια της κοινότητας, τις σχέσεις συνεργασίας και τους αλληλοσυσχετισμούς ανάμεσα στα άτομα και τις κοινότητες, την οικονομική δραστηριότητα, τις σχέσεις με το παρελθόν και τις προσδοκίες για το μέλλον.
Αγγελετόπουλος Ιπποκράτης
"Οι Εγχυτρισμοί της Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική και Νότια Ηπειρωτική Ελλάδα"
Σημειώσεις:
1. Saxe 1970, 119: "To the degree that corporate group rights to use and/or control crucial but restricted resources are attained or legitimized by means of lineal descent from the dead (i.e. lineal ties to ancestors), such groups will maintain formal disposal areas for the exclusive disposal of their dead and conversely".
2. Chapman 1981, 80.
3. Chapman 1981, 74, για τους Temuan της Μαλαισίας, Bloch 1981, 138, για τους Merina της Μαδαγασκάρης, Chapman 2007, 69-81, για τους ΠΕΧ μεγαλιθικούς τάφους της Ισπανίας.
4. McDonald& Rapp 1972, 133,136.
5. Goldstein 1976, 60-61 Hodder 19820, 196-199 Morris 1991.
6. Pearson 1999, 30, 137.
7. Thomas 2001, 166.
8. Tilley 1994, 11-34.
9. Bruck 1998, 26-34.
10. Ingold 2000, 194-201, όπου εισάγεται ο όρος “taskscape”.
11. Heidegger 1977,330–332.
12. Για μία εκτενή συζήτηση γύρω από τη φύση και τη λειτουργία του χώρου και κατ' επέκταση του τοπίου, με πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών, πρβλ. επίσης Vavouranakis 2000, 50 - 70.
13. Tilley 1994, 18. Thomas 2001, 173.
14. Ingold 2000, 196.
15. Aπó τη ΜΕ τέχνη όχι μόνο της συγκεκριμένης περιοχής απουσιάζει κατά κανόνα η εικονογραφική διακόσμηση που θα μπορούσε να μας προσφέρει πρόσθετα στοιχεία και αναφορές (πρβλ. μινωική Κρήτη) πάνω στη σημασιοδότηση π.χ. των αγρών, της θάλασσας ή οποιουδήποτε άλλου τόπου. Για μία συζήτηση γύρω από τη σημασία της εικονογραφικής τέχνης στη κατανόηση του τρόπου πρόσληψης του τοπίου από προϊστορικές κοινωνίες, πρβλ. Βαβουρανάκης 2007, 12 - 16.
16. Mέσo της κατασκευής ενός τεχνητού εξάρματος στη κορυφή ενός ήδη προύπάρχοντος φυσικού.
17. Στη προκειμένη περίπτωση, μπορούμε π.χ. να κάνουμε λόγο για τη συνεργασία ορισμένων ανθρώπων πάνω στη καλλιέργεια μιας περιοχής και στις κοινές προσδοκίες τους γύρω από την αποδοτικότητα της προσπάθειάς τους, όπως θα εκφραζόταν από την καρποφορία της καλλιεργούμενης περιοχής, την αξιοποίηση του προϊόντος ή και την διαχείριση τυχόν πλεονάσματος.
18. Boyd 2002, 135 Spencer 1995, 284-285, fig.5.
19. Αναλυτικές πληροφορίες για τη θέση των ορατών σήμερα τύμβων του Πλατάνου καθώς και για τις αναφορές περί υπάρξεως σημαντικού αριθμού έτερων τύμβων στην άμεση περιοχή παρέχονται στο πρώτο κεφάλαιο, στην ενότητα του τύμβου Αγίου Ιωάννη Παπουλίων, ενώ και για το σύνολο των πληροφοριών γύρω από τη θέση των αναφερόμενων τύμβων πρβλενότητα1.2.,θέσεις1-10& 1-12.
20. Μαρινάτος 1953, 249-250 McDonald & Hope Simpson 1961, 240. Πλην του "Τύμβου Καλογερόπουλου", έχουν εντοπιστεί στην άμεση περιοχή δύο ακόμη εξάρματα, ο "τύμβος Γεωργόπουλου" και ένας λιθοσωρός ("έρμακας") η ακριβής θέση των οποίων είναι σήμερα άγνωστη.
21. Χασιακού & Κορρές 2006, 699 - 704.
22. Οπ., 2006, 697, 750 εικ.4, για την γεωλογική διαμόρφωση της περιοχής κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού.
23. Leekley &Noyes 1976, 130 x.óquyov 1980, 184–186.
24. Dickinson 1982, 132.
25. Korres 1990, 5-6.
26. Κορρές 1978, 328.
27. Πετράκος 1989, 26-28.
28. McDonald & HopeSimpson 1964, 232-233 1969, 149-150’ Xασιακού- Κορρές, 2006, 702-704. Σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων της ΝΔ Μεσσηνίας, η συγκεκριμένη περιοχή είναι επίπεδη, αρκετά πλούσια σε αποθέματα νερού και σε άμεση επαφή με μία ακόμα βασική πλουτοπαραγωγική πηγή, την θάλασσα.
29. McDonald & Simpson 1961, 243 1964, 232 Χασιακού & Κορρές 2006, 702, 705.
30. McDonald&Rapp 1972, 135 Spencer 1995, 284, omu. 7 Nelson 2001, 191-194∙ Davis&Stocker 2010, 101-103.
31. Mc Donald & Rapp 1972, 140.
32. McDonald&Simpson 1961 1964 1969 Davisetali 1997.
33. McDonald & Hope Simpson 1961, 242-243, ill...10” 1964, pl.71, fig.3.
34. Dörpfeld 1927, 198 κέξ.
35. Κολώνας 2008, 389-392.
36. Koumouzelis 1980, 133-140, fig.23.
37. Πρβλ. σημ.42.
38. Blegen & Rawson 1966, 31, 33.
39. Davis et alii 1997, 430, fig.12.
40. Blegen & Rawson 1973, fig.301.
41. McDonald & Hope Simpson 1964, 232 McDonald & Rapp 1972, 272-273, n.51.
42. Μία συστηματική ανασκαφή του εξάρματος ίσως αναδείκνυε περαιτέρω διαφοροποιήσεις, όπως π.χ. στη ταφική τυπολογία, στις διαδικασίες της ταφής κτλ.
43. Μαρινάτος 1954, 315. Ο Μαρινάτος αναφέρει συνολικά τη παρουσία δώδεκα τύμβων. Αν και μέρος των εξαρμάτων αυτών μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ανήκοντα σε κατεστραμμένους θολωτούς ή εντελώς μη ανθρωπογενή, η παρουσία περαιτέρω ταφικών τύμβων στη περιοχή φαντάζει περισσότερο από πιθανή.
44. McDonald & Hope Simpson 1961,241.
45. Μαρινάτος 1954, 308 - 310.
46. McDonald & Hope Simpson 1961,244.
47.Υπό την προϋπόθεση της παρουσίας μίας ME/ΥΕ ξύλινης γέφυρας περίπου στο σημείο της σύγχρονης. Πρβλ. Boyd 2002, 108, σημ.62. Η απόσταση καλύπτεται με τα πόδια περίπου σε 40 λεπτά ακολουθώντας τον σύγχρονο δρόμο.
48. McDonald & Hope Simpson 1961,240.
49. Οι McDonald και Hope Simpson δεν την καταλογογραφούν ως ξεχωριστή θέση ενώ στην συνθετική δημοσίευση των ερευνών τους στη Μεσσηνία (McDonald & Rapp 1972), η θέση δεν αναφέρεται καθόλου.
50. Boyd 2002, 40.
51. Chapman 1981, 80.
52. McDonald & Rapp 1972, 133.
53. Wright 2010, 813–814.
54. Spencer 1995, 283.
55. Barber 1992, 15.
56. Voutsaki 1993, 32-33.
57. Πρβλ. πίνακες 6α-β για τις αποστάσεις μεταξύ των κυριότερων μεσσηνιακών τύμβων, με επιβεβαιωμένη ή πιθανή παρουσία εγχυτρισμών.