Στη Μεσσηνία εντοπίζεται μία σειρά οχυρωμένων σπηλαίων στην περιοχή της Μάνης. Δύο από αυτά, στη Λαγκάδα και την Παραλία Ζιγού, έχουν αποδοθεί στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, επειδή περιλαμβάνουν μικρά παρεκκλήσια με ζωγραφικό διάκοσμο, που χρονολογείται στην περίοδο αυτή1.
Οι μελετητές σημείωσαν έναν αριθμό παρόμοιων οχυρών σπηλαίων, ειδικά στην περιοχή της Χορτάσιας, του Αγίου Δημητρίου και της Τραχήλας, τα οποία χαρακτήρισαν ως βυζαντινές κατασκευές, λόγω της σχέσης τους με τα προηγούμενα2.
Ωστόσο, οι χρονολογήσεις αυτές είναι προβληματικές, αφού λείπουν εντελώς οι ιστορικές μαρτυρίες, ενώ τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν προσφέρουν ενδείξεις. Παρόλα αυτά, γίνονται αποδεκτές και τοποθετούν την περίοδο χρήσης των οχυρών σπηλαίων στους ύστερους μεσαιωνικούς ή πρώιμους νεώτερους χρόνους, βάσει των εξής στοιχείων:
α. τα δύο χρονολογημένα παραδείγματα,
β. οι οχυρώσεις αυτές πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό σε περιόδους συνεχούς ανασφάλειας και επικείμενων κινδύνων,
γ. η τοιχοποιία από αργολιθοδομή με ασβεστοκονίαμα είναι χαρακτηριστική των περιόδων αυτών,
δ. τα σπήλαια, τουλάχιστον η πλειοψηφία τους, εντοπίζονται κατά μήκος μεσαιωνικών οδών ή σε σχέση με μεσαιωνικούς ή λίγο μεταγενέστερους οικισμούς,
ε. η χρονολόγηση, τέλος, αντιστοίχων οχυρών σπηλαίων στη σταυροφορική Ανατολή (12ος αι.)3 και την Ευρώπη (Ελβετία, 13ος-14ος αι.)4 αποτελεί ένδειξη ότι τα παραδείγματα της Μεσσηνίας θα μπορούσαν επίσης να ενταχθούν στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους. Τα οχυρά αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως άλλωστε και οι πολυάριθμες περιπτώσεις οχυρών σπηλαίων, που έχουν καταγραφεί στη γειτονική Αρκαδία5.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζεται στο φαράγγι Ρίντομο, στην περιοχή μεταξύ του Κάμπου Αβίας και των Αλτομιρών (εικ.12)6. Πρόκειται για αβαθές σπηλαιώδες άνοιγμα, η πρόσοψη του οποίου κλείνεται με χαμηλό τείχος. Το τείχος είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Σε αυτό ανοίγεται μικρή ορθογώνια πύλη, ενώ σε διάφορα σημεία του διαμορφώνονται μακρόστενες ορθογώνιες σχισμές (τοξοθυρίδες ή τυφεκιοθυρίδες;). Στο εσωτερικό του υπάρχει ανοικτή κινστέρνα, επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Το οχυρό αυτό θα πρέπει να συνδεόταν με το μεσαιωνικό χωριό του Κάμπου Αβίας, με το οποίο έχει άμεση οπτική επαφή. Λειτουργούσε μάλλον ως βίγλα, εποπτεύοντας τη βασική δίοδο επικοινωνίας, που διέσχιζε το φαράγγι και διαπερνούσε τους ορεινούς όγκους του Ταϋγέτου.
Η δεύτερη φάση έχει αφιερωθεί από τον κτήτορα Μιχαήλ Ζτηχόδι Παλαιολόγο και την οικογένειά του το έτος 1347/48. Η ξενική ρίζα του ονόματος σε συνδυασμό με τη χρονολογία και την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το παρεκκλήσι, επιτρέπουν ίσως την υπόθεση ότι πρόκειται για οικογενειακό όνομα των Μελιγκών. Άλλωστε η Λαγκάδα βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής που ονομάζεται από τις βυζαντινές και άλλες πηγές Δρόγκος ή Ζυγός των Μελιγκών.
Τραχήλα
Καταφύγια στους κάθετους βράχους στην Τραχήλα, στην παράκτια περιοχή των ασκητηρίων κάτω από την λαγκάδα, Μεσσηνιακή Μάνη.
Αν και εικάζεται ότι ήδη από τον 9ο αιώνα αλλά και τον 12ο αιώνα χρησιμοποιούνταν από ασκητές και μοναχούς οι σπηλαιώδης ναοί του αγίου Χριστοφόρου Πάνω από τα Φιλιατρά ή το κοιμητήριο του αγίου Ονουφρίου έξω από την Μεθώνη, πιθανότατα και πολλά άλλα ασκητήρια στα κοντοβούνια, περί το Βουρκάνο και κυρίως στην Μεσσηνιακή μάνη ως κάτω στην άκρη της Τραχήλας, εντούτοις δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα χρονικά πλαίσια χρήσης πολλών από αυτά τα ασκητήρια που μπορεί να είναι μεταγενέστερα του 13ου αιώνα.
α. τα δύο χρονολογημένα παραδείγματα,
β. οι οχυρώσεις αυτές πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό σε περιόδους συνεχούς ανασφάλειας και επικείμενων κινδύνων,
γ. η τοιχοποιία από αργολιθοδομή με ασβεστοκονίαμα είναι χαρακτηριστική των περιόδων αυτών,
δ. τα σπήλαια, τουλάχιστον η πλειοψηφία τους, εντοπίζονται κατά μήκος μεσαιωνικών οδών ή σε σχέση με μεσαιωνικούς ή λίγο μεταγενέστερους οικισμούς,
ε. η χρονολόγηση, τέλος, αντιστοίχων οχυρών σπηλαίων στη σταυροφορική Ανατολή (12ος αι.)3 και την Ευρώπη (Ελβετία, 13ος-14ος αι.)4 αποτελεί ένδειξη ότι τα παραδείγματα της Μεσσηνίας θα μπορούσαν επίσης να ενταχθούν στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους. Τα οχυρά αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως άλλωστε και οι πολυάριθμες περιπτώσεις οχυρών σπηλαίων, που έχουν καταγραφεί στη γειτονική Αρκαδία5.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζεται στο φαράγγι Ρίντομο, στην περιοχή μεταξύ του Κάμπου Αβίας και των Αλτομιρών (εικ.12)6. Πρόκειται για αβαθές σπηλαιώδες άνοιγμα, η πρόσοψη του οποίου κλείνεται με χαμηλό τείχος. Το τείχος είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Σε αυτό ανοίγεται μικρή ορθογώνια πύλη, ενώ σε διάφορα σημεία του διαμορφώνονται μακρόστενες ορθογώνιες σχισμές (τοξοθυρίδες ή τυφεκιοθυρίδες;). Στο εσωτερικό του υπάρχει ανοικτή κινστέρνα, επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Το οχυρό αυτό θα πρέπει να συνδεόταν με το μεσαιωνικό χωριό του Κάμπου Αβίας, με το οποίο έχει άμεση οπτική επαφή. Λειτουργούσε μάλλον ως βίγλα, εποπτεύοντας τη βασική δίοδο επικοινωνίας, που διέσχιζε το φαράγγι και διαπερνούσε τους ορεινούς όγκους του Ταϋγέτου.
Λαγκάδα
Δυτικότερα προς τη θάλασσα και σε απόκρημνη όχθη ρεματιάς το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας είναι σκαλισμένο στο βράχο μεγάλης σπηλιάς. Μπροστά στο σπήλαιο υψώνεται τείχος κτισμένο από ακατέργαστες πέτρες και κονίαμα, ύψους 7μ. Οι πολεμίστρες σε ακανόνιστα διαστήματα ανοίγονται σε τέσσερις σειρές. Το βορειοανατολικό μέρος της σπηλιάς είναι διαμορφωμένο σε παρεκκλήσι και πάνω στο φυσικό βράχο, που έχει κατά τμήματα κτιστεί για να δημιουργηθεί ομαλή επιφάνεια, διατηρούνται τοιχογραφίες δύο διαφορετικών περιόδων. Στην κάτω ζώνη οι τρεις αβαθείς κόγχες αντιπροσωπεύουν την πρώτη φάση και εντάσσονται σ’ ένα επαρχιακό ρεύμα του προχωρημένου 13ου αιώνα. Στην κεντρική διακρίνονται ίχνη της μορφής της Παναγίας με την προτομή του Χριστού μέσα σε δίσκο, τμήμα μεσήλικα αγίου στη δεξιά κόγχη (μοιάζει με τον Άγιο Νικόλαο) και στην αριστερή κόγχη διακρίνεται μισοκατεστραμμένη γυναικεία μορφή με ανυψωμένα χέρια σε στάση δέησης. Αριστερά διαβάζεται η λέξη «Η ΑΓΙΑ» και δεξιά το γράμμα «Μ». Η δεόμενη μπορεί να ταυτιστεί με τη Μαρίνα, επώνυμη αγία του λαξευμένου παρεκκλησιού.
Η δεύτερη φάση έχει αφιερωθεί από τον κτήτορα Μιχαήλ Ζτηχόδι Παλαιολόγο και την οικογένειά του το έτος 1347/48. Η ξενική ρίζα του ονόματος σε συνδυασμό με τη χρονολογία και την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το παρεκκλήσι, επιτρέπουν ίσως την υπόθεση ότι πρόκειται για οικογενειακό όνομα των Μελιγκών. Άλλωστε η Λαγκάδα βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής που ονομάζεται από τις βυζαντινές και άλλες πηγές Δρόγκος ή Ζυγός των Μελιγκών.
Πάνω από την παράσταση της Αγίας Μαρίνας απεικονίζονται δύο προτομές αγίων σε δίσκους. Αριστερά η Αγία Άννα και δεξιά ο Ιωακείμ. Τμήμα ολόσωμης μορφής διακρίνεται κάτω από την αφιερωτική επιγραφή και χάρη στα ίχνη επιγραφής, η παράσταση ταυτίζεται με την επώνυμη αγία του παρεκκλησιού.
Ψηλότερα, άλλες λιτές συνθέσεις αγωνίζονται ενάντια στα φυσικά στοιχεία, ώστε να πλουτίσουν τις γνώσεις μας για την επαρχιακή έκφραση της παλαιολόγειας τέχνης, αφού είναι ένα από τα λίγα γνωστά χρονολογημένα παραδείγματα της Ελλάδος από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Ψηλότερα, άλλες λιτές συνθέσεις αγωνίζονται ενάντια στα φυσικά στοιχεία, ώστε να πλουτίσουν τις γνώσεις μας για την επαρχιακή έκφραση της παλαιολόγειας τέχνης, αφού είναι ένα από τα λίγα γνωστά χρονολογημένα παραδείγματα της Ελλάδος από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Η καίρια θέση της σπηλιάς σε στροφή της ρεματιάς, η οποία συνδέει την παραλία με το εσωτερικό της περιοχής και η ύπαρξη οχυρού τείχους, σε συνδυασμό με τα άλλα οχυρωμένα σπηλιάρια που σώζονται κατά μήκος της ακτής, αποτελούν ενδιαφέρον κεφάλαιο έρευνας για το αμυντικό σύστημα της περιοχής.
Τραχήλα
Καταφύγια στους κάθετους βράχους στην Τραχήλα, στην παράκτια περιοχή των ασκητηρίων κάτω από την λαγκάδα, Μεσσηνιακή Μάνη.
Αν και εικάζεται ότι ήδη από τον 9ο αιώνα αλλά και τον 12ο αιώνα χρησιμοποιούνταν από ασκητές και μοναχούς οι σπηλαιώδης ναοί του αγίου Χριστοφόρου Πάνω από τα Φιλιατρά ή το κοιμητήριο του αγίου Ονουφρίου έξω από την Μεθώνη, πιθανότατα και πολλά άλλα ασκητήρια στα κοντοβούνια, περί το Βουρκάνο και κυρίως στην Μεσσηνιακή μάνη ως κάτω στην άκρη της Τραχήλας, εντούτοις δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα χρονικά πλαίσια χρήσης πολλών από αυτά τα ασκητήρια που μπορεί να είναι μεταγενέστερα του 13ου αιώνα.
-Ν. Κοντογιάννης "Οι οχυρώσεις της Μεσσηνίας: από το Βυζάντιο στο νεώτερο Ελληνικό Κράτος."
-Ιστότοπος: Ναοί στη Μάνη
Σημειώσεις:
1. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη 1980: 211-216, πίν.138γ, 140α.
2. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη 1980: 216-υποσημ.1.-Απεικόνιση χωρίς σχολιασμό, στο: Καλαμαρά- Ρουμελιώτης (επιμ.) 2004: εικ.77.- Αναγνωστάκης 2007: 127.
3. Όπως τα οχυρωμένα σπήλαια του El Habis (αρχές 12ου αι.) και Tyron (μέσα 12ου αι.): βλ. Deschamps 1934:77-78.- Deschamps 1939: 102-116, 210-220.
4. Βλ. για παράδειγμα και σπήλαια της Ελβετίας, όπως το Kropfenstein (αρχές 14ου αι.) και το Rappenstein (περί το 1250): Gravett 2001: 92-93.
5. Σαραντάκης 2006: 94-98, 130, 169-170. Ο συγγραφέας χρονολογεί τα οχυρωμένα σπήλαια της Αρκαδίας στους ύστερους χρόνους της Τουρκοκρατίας και στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, βασιζόμενος σε τοπικές παραδόσεις ή λογίους του 19ου αι. Περαιτέρω έρευνα είναι εντούτοις απαραίτητη, προκειμένου να υπάρξουν ασφαλή συμπεράσματα.
6. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον φίλο κ. Βασίλη Χάτζο τόσο για την υπόδειξη της θέσης όσο και για την αμέριστη βοήθεια, κατά τη δύσκολη αναρρίχηση στις βραχώδεις πλαγιές του φαραγγιού.
-Ιστότοπος: Ναοί στη Μάνη
Σημειώσεις:
1. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη 1980: 211-216, πίν.138γ, 140α.
2. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη 1980: 216-υποσημ.1.-Απεικόνιση χωρίς σχολιασμό, στο: Καλαμαρά- Ρουμελιώτης (επιμ.) 2004: εικ.77.- Αναγνωστάκης 2007: 127.
3. Όπως τα οχυρωμένα σπήλαια του El Habis (αρχές 12ου αι.) και Tyron (μέσα 12ου αι.): βλ. Deschamps 1934:77-78.- Deschamps 1939: 102-116, 210-220.
4. Βλ. για παράδειγμα και σπήλαια της Ελβετίας, όπως το Kropfenstein (αρχές 14ου αι.) και το Rappenstein (περί το 1250): Gravett 2001: 92-93.
5. Σαραντάκης 2006: 94-98, 130, 169-170. Ο συγγραφέας χρονολογεί τα οχυρωμένα σπήλαια της Αρκαδίας στους ύστερους χρόνους της Τουρκοκρατίας και στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, βασιζόμενος σε τοπικές παραδόσεις ή λογίους του 19ου αι. Περαιτέρω έρευνα είναι εντούτοις απαραίτητη, προκειμένου να υπάρξουν ασφαλή συμπεράσματα.
6. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον φίλο κ. Βασίλη Χάτζο τόσο για την υπόδειξη της θέσης όσο και για την αμέριστη βοήθεια, κατά τη δύσκολη αναρρίχηση στις βραχώδεις πλαγιές του φαραγγιού.