Οι ανασκαφές του 1958
Το χωρίον τούτο κείται βαθέως εντός της μεσογείου Πυλίας, όπισθεν (προς Α.) των χωρίων Πύλα και Σχινόλακκα, ού μακράν των προπόδων του όρους Μαγκλαβά. Κατείχον ήδη από ετών ολίγα όστρακα εκείθεν, ών τινα πρώιμα μυκηναϊκά. Η τοποθεσία είναι υδατοβριθής. Το ρεύμα του Αράπη έχει και κατά το θέρος ύδωρ αρκετόν, αφθονία δε πηγών καθιστά ευφορωτάτους τους ποτιστικούς αγρούς της περιφερείας. Σταφίς και οίνος, έλαιον, δημητριακά, αραβόσιτος και βάμβαξ είναι τα κύρια προϊόντα. Βαθείαι χαράδραι διατέμνουν την περιοχήν ταύτην, ήτις αρχαιολογικώς ήτο μέχρι τούδε terra incognita. Εκ των εννέα περιφερειών ή πόλεων, τας οποίας επανειλημμένως αναφέρουν αί πινακίδες της Πύλου, μία πρέπει να δε ήτο και η της Κουκουνάρας, Ρakija και Κaradoro (Σφαγία και Χάραδρος) θα ήσαν από απόψεως μορφολογίας του εδάφους κατάλληλα ονόματα. Φυσικά δεν έχομεν εισέτι θετικόν τι δεδομένον, ίνα αποδώσωμεν ωρισμένον μυκηναϊκόν όνομα εις την εν λόγω περιοχήν. (Όρα περί των πινακίδων τούτων Ventris, Chadwick, Documents in Mycenaean Greek 142 κέ.
Έτερα πέντε λεπτά ανατολικώτερον αι βαθείαι χαράδραι του Αράπη αποτέμνουσι πανταχόθεν μικράν επίπεδον έκτασιν, μήκους 130 και πλάτους 60 μέτρων. Μόνον προς το βόρειον μέρος υπάρχει στενή πρόσβασις και το όλον θα απετέλει ιδεώδη, φυσικώς ωχυρωμένην μικράν ακρόπολιν. Πράγματι αι δοκιμαί απεκάλυψαν αφθονίαν αρχιτεκτονικών λειψάνων και κεραμεικής. Εν καμπυλόγραμμον μέγαρον φαίνεται να είναι το κυριώτερον κτίσμα. Έχει την είσοδον προς Δ. και την αψίδα προς Α. Εκαθαρίσθη επιφανειακώς μόνος ο Ν. τοίχος και επεχώσθη εκ νέου, μέχρις ότου γίνη συστηματική ανασκαφή. Αποτελείται εξ ενός προδόμου και εκ του κυρίου δωματίου. Το μήκος από του προδόμου μέχρι της κάμψεως του τοίχου εις αψίδα είναι 8,50μ., το πλάτος του μεγάρου είναι εισέτι άγνωστον. Εις απόστασιν 1.50μ. προ του προδόμου υπάρχει είς τοίχος άνευ βαθείας θεμελιώσεως εν είδει στυλοβάτου προ του μεγάρου, του οποίου οι τοίχοι προχωρούσιν εις μέγα βάθος. Εις εν σημείον, εντός του προδόμου, εσκάψαμεν μέχρι βάθους 1,50μ. χωρίς να συναντήσωμεν το δάπεδον.
Η κεραμεική αποτελείται εκ πίθων αώτων μετρίου μεγέθους, οίτινες φαίνονται χειροποίητοι και ΜΕ παραδόσεως. Τα μικρότερα αγγεία φαίνονται πάντα YE I και ΙΙ (δεν επλύθησαν εισέτι). Τα πλείστα όστρακα προέρχονται εκ χονδροειδών αγράφων αγγείων. Υπάρχουσιν όμως και άφθονοι κύλικες μετά βραχέος ποδός εκ λευκού, καθαρού πηλού. Τα γραπτά όστρακα είναι ολίγα, αλλά χαρακτηριστικά. Κάτω μέρος και χείλος εκ ποτηρίων «Keftiu» μετά γραπτής διακοσμήσεως μιμουμένης την έντριπτον (rippling), έτερα όστρακα μετά ζωνών ή πεπληρωμένων τριγώνων. Ευρέθη και σφαιρική ψήφος σκοτεινού πηλού.
Ολίγον βορειότερον ευρέθη το λείψανον ετέρου οικοδομήματος, ού οι δ' εξωτερικοί τοίχοι ήσαν στερεοί, εκ μεγάλων λίθων αμυγδαλίτου. Εσωτερικώς διακρίνονται τοιχάρια μετά πλακών ακανονίστως. Η κεραμεική είναι η αυτή. Ευρέθησαν ωσαύτως χαλκούς οπεύς και κυλινδρικόν ηλοειδές αντικείμενον εκ χαλκού.
Εις απόστασιν μόλις 20 μέχρι 40μ. ανατολικώτερον, αλλά χωριζομένην υπό βαθείας χαράδρας, ής εις το βάθος ρέει το ύδωρ του Αράπη, υπάρχει πυκνή ομάς τυμβοειδών εξαρμάτων, των οποίων την φύσιν θέλει εξακριβώσει η μέλλουσα έρευνα. Το εν εξ αυτών διατηρείται άριστα, αν δε κρύπτη θολωτόν τάφον, πρέπει ούτος να διατηρήται ακέραιος. Η προκαταρκτική δοκιμή προς εύρεσιν εισόδου απέληξεν είς την ανακάλυψιν καμίνου, λαξευθείσης μεταγενεστέρως εντός της επιχώσεως του τύμβου.
Δύο άλλων υψωμάτων, παραμορφωθέντων ήδη υπό της καλλιεργείας και κειμένων πλησιέστατα, η φύσις δεν εξηκριβώθη εισέτι. Αι πρώται δοκιμαί απέδειξαν τοίχους καμπύλους ή ευθυγράμμους και μυκηναϊκήν κεραμεικήν. Έτι προβληματικώτερον είναι υπόγειον κτίσμα εκ πλακωτών λίθων και το οποίον δεν αποκλείεται να είναι θολωτός τάφος. Έσκαψε και εν μέρει παρεμόρφωσε τούτο δ άλλοτε ιδιοκτήτης Λινάρδος επ ελπίδι θησαυρών. Τουλάχιστον τρείς τοποθεσίαι εισέτι, πυκνώς εντός της αυτής περιοχής, χρειάζονται έρευναν. Εκ των πλακωτών μικρών λίθων αυτών εκτίσθησαν αι σημεριναί πέριξ αγροικίαι.
Περί τα 10 λεπτά προς ΝΑ. νέαι ανακαλύψεις εσημειώθησαν, με περισσότερον συγκεκριμένα αποτελέσματα. Την ανασκαφήν ηρχίσαμεν επι τυμβοειδούς άλλοτε υψώματος εντός των ελαιώνων, εις θέσιν Λιβαδίτη, εντός αγρών του Αναστ. Δ. Μαγγανά (χωρ. Κρεμμύδι). Ό,τι απέμενεν ήτο στρογγύλον αλώνιον, διαμέτρου 11 και ύψους 1,20μ. περίπου. Ήτο όμως φανερόν, ότι πρόκειται περί τάφου θολωτού (σχ.1). Ο τάφος είναι εξ ολοκλήρου υπέργειος και διατηρείται εις ύψος μέγιστον μέχρις 1,20μ. Εντός ολίγου εκαθαρίσθη το ανώτατον σωζόμενον μέρος της θόλου, όπερ έχει διάμ. 4,20. Αρχικώς εφαίνετο, ότι πάντες οι λίθοι της θολώσεως συνέπεσαν εις το εσωτερικόν του τάφου. Ακολούθως όμως απεδείχθη, ότι υπό τους αναφανέντας πρώτους λίθους υπήρχε μέχρι του δαπέδου καθαρόν χώμα. Ο τάφος είχε συληθή πολλάκις.
Το στόμιον ευρέθη προς το Δ. μέρος της θόλου. Έχει πλάτος 1,09 έξω, 1,04 έσω και 1,76 βάθος. Η θόλος έχει διάμετρον δαπέδου 4,62. Αποτελείται εκ πλακωτών μικρών λίθων, ακόμη και εις τας παραστάδας του στομίου, μεγίστου μήκους 38- 40εκ. και πάχους μέχρι 17εκ. Η θόλος διατηρείται μέχρις 1,15 ύψους, παρουσιάζουσα ενδόκλισιν 12εκ. εις το ανωτέρω ύψος. Χάσμα εκ νεωτέρας τυμβωρυχίας υπάρχει εις το Ν. μέρος μέχρι και τού κατωτάτου δόμου.
Επί του δαπέδου ευρέθησαν δύο μικραί, αβαθείς κόγχαι κατά την περιφέρειαν, αίτινες περιείχον λείψανα κρανίων και οστών. Η μία (δεξιά της εισόδου) παρέσχε και μικρόν, λίαν συμπιεσμένον αρτοειδές αλάβαστρον, το μόνον ακέραιον αγγείων εκ του τάφου τούτου. Μικρός σχετικώς αριθμός οστράκων ευρέθη, ών τα παλαιότατα είναι Μυκηναϊκής Ι-ΙΙ εποχής, περί το 1500. Ουδείς σκελετός ευρέθη κατά χώραν και ηριθμήθησαν μέχρις 8 κρανίων. Το σπουδαιότατον εύρημα εκ του τάφου τούτου (Κουκουνάρας τ.1) υπήρξεν αιγυπτιακός σκαραβαίος εκ λευκής μάζης. Έχει μήκος 0.015, είναι αρίστης διατηρήσεως και φέρει δύο πεδία. Το άνω εικονίζει τον τριπλούν πάπυρον, όστις είναι το σύμβολον της Κάτω Αιγύπτου. Το έτερον φέρει, μεταξύ δύο διπλών ομορρόπων σπειρών, σπονδικόν αγγείον επί της βάσεώς του. Περί της χρονολογίας δεν είμαι εις θέσιν να είπω τι ακριβέστερον, φαίνεται όμως, ότι ο σκαραβαίος ανήκει μάλλον εις τους χρόνους της 19ης Δυναστείας, ήτοι εις τον -14ον αιώνα.
Περί το χιλιόμετρον προς ΒΑ. εις θέσιν Φυτιές, εντός αγρού του Κωνστ. Τσουμπρή, παρετήρησα παρά την ρίζαν απιδέας μέγαν λίθον αμυγδαλίτου, ον εθεώρησα μετακινηθέν ανώφλιον νέου θολωτού τάφου, διότι είς ολίγων μέτρων απόστασιν υπήρχεν εισέτι ευκρινής τύμβος. Η έρευνα απεκάλυψε δύο τάφους άνθ' ενός. Το μεν ανώφλιον ευρίσκετο περίπου εις την θέσιν του. Η έρευνα εκεί προσέκρουσεν εις δυστροπίαν του ιδιοκτήτου, φοβουμένου καταστροφήν του αγρού του. Εξηκριβώθη όμως βραχύς κτιστός δρόμος και εκαθαρίσθη μικρόν τμήμα της υποτιθεμένης θόλου μέχρι βάθους 1,30 περίπου. Ευρέθησαν, εκτός οστράκων, κύλιξ σχεδόν ακεραία και τρία κρανία ομού μετ' άλλων διασπάρτων οστών. Το περίεργον είναι ενταύθα, ότι τα τοιχώματα της υποτιθεμένης θόλου είναι εντελώς κάθετα. Πρόκειται επομένως περί ίδιο τύπου ταφικού μνημείου, καταχωρισθέντος ώς Κουκουνάρας τ.3, ού η ανασκαφή ανεβλήθη δι' ευθετώτερον χρόνον, αφού προηγουμένως πληρωθώσιν αι νόμιμοι διατυπώσεις έναντι του αναιτίως δυστροπούντος ιδιοκτήτη του.
Το μνημονευθέν τυμβοειδές έξαρμα, κείμενον εις το άκρον του αυτού αγρού, περί τα 20μ. δυτικώτερον, αφήκεν ημάς ο ίδιοκτήτης να ερευνήσωμεν, ως έχον ηλαττωμένην αγροτικήν αξίαν. Απεδείχθη, ότι έκρυπτεν αξιόλογον και αρκούντως καλώς διατηρούμενον θολωτόν τάφον, καταχωρισθέντα ώς Κουκουνάρας τ.2 (σχ.2).
Η θύρα διατηρείται ολόκληρος, αποτελουμένη ενταύθα εξ ευμεγέθων και καλώς πελεκημένων λίθων. Δύο ανώφλια διατηρούνται επ' αυτής. Το εξώτερον, μήκους 2,60 και πάχους 80- 90εκ., έχει σαμαροειδή τομήν, ώστε να είναι ελαφρόν και στερεόν ομού. Το εσώτερον έχει μήκος 1,50, πλάτος 0,70 και ύψος 0,35, εσωτερικώς δ' είναι πελεκημένον, αλλ’ εις ευθείαν γραμμήν, χωρίς δηλ. να ακολουθή την καμπυλότητα της θόλου. Άγνωστον, αν υπήρχε και τρίτον, εξώτατον ανώφλιον, ού η θέσις είναι κενη επι τών παραστάδων της θύρας. Αύται αποτελούνται εξ 9 δόμων λίθων εκάστη, ύψους 15- 20 και μήκους 50- 60 εκατοστών. Η θύρα έχει πλάτος κάτω μεν 1,20, άνω δε 1,05 και ύψος περί τα 1.90μ. Εις το κατώτατον μέρος διετήρει την τείχισιν μέχρις ύψους 4 δόμων έκ κοινών ακατεργάστων λίθων, φρουριακής αληθώς κατασκευής, διότι διήκε δι’ όλου του βάθους του στομίου (2,40μ.).
Η θύρα διατηρείται ολόκληρος, αποτελουμένη ενταύθα εξ ευμεγέθων και καλώς πελεκημένων λίθων. Δύο ανώφλια διατηρούνται επ' αυτής. Το εξώτερον, μήκους 2,60 και πάχους 80- 90εκ., έχει σαμαροειδή τομήν, ώστε να είναι ελαφρόν και στερεόν ομού. Το εσώτερον έχει μήκος 1,50, πλάτος 0,70 και ύψος 0,35, εσωτερικώς δ' είναι πελεκημένον, αλλ’ εις ευθείαν γραμμήν, χωρίς δηλ. να ακολουθή την καμπυλότητα της θόλου. Άγνωστον, αν υπήρχε και τρίτον, εξώτατον ανώφλιον, ού η θέσις είναι κενη επι τών παραστάδων της θύρας. Αύται αποτελούνται εξ 9 δόμων λίθων εκάστη, ύψους 15- 20 και μήκους 50- 60 εκατοστών. Η θύρα έχει πλάτος κάτω μεν 1,20, άνω δε 1,05 και ύψος περί τα 1.90μ. Εις το κατώτατον μέρος διετήρει την τείχισιν μέχρις ύψους 4 δόμων έκ κοινών ακατεργάστων λίθων, φρουριακής αληθώς κατασκευής, διότι διήκε δι’ όλου του βάθους του στομίου (2,40μ.).
Η προφύλαξις απεδείχθη ανωφελής, διότι και ο τάφος ούτος είχε συληθή σχεδόν πλήρως. Ήδη επί του ανωτάτου δόμου της τειχίσεως της θύρας εύρομεν εν κρανίον και τεμάχια οστών.
Η θόλος διατηρείται εις ύψος άνω των 2μ., αλλ’ εις κακήν κατάστασιν και είναι επικινδύνως ετοιμόρροπος. Βρίθει λίθων και χωμάτων αναμείξ και περιέχει αραιά όστρακα και τεμάχια οστών, ανθρωπίνων και ζωικών. Εις ύψος 20- 25εκ. από του δαπέδου δύο στρώματα ισχυράς καύσεως, χωριζόμενα μεταξύ των δι ενδιαμέσου στρώματος γής 5-10 εκ. πάχους, διήκουν δ' όλης της θόλου. Το πυρ ήτο εντατικόν και ώπτησεν εν μέρει το χώμα. Απεκόμισα την εντύπωσιν, ότι ίσως προέρχεται έκ καύσεως των αγρίων βοτανών εις εποχήν, καθ’ ήν είχεν ήδη καταπέσει ο τάφος εις μικράν μόνον κλίμακα. Τούτο δέ διότι εις τα βαθύτατα στρώματα της θόλου αραιοί μόνον λίθοι ανευρίσκοντο. Οστά χοίρων και σιαγώνων κυνός, ομού μετά λειψάνων του κρανίου, ώς και θρυμματισμένα ανθρώπινα οστά, ανευρίσκοντο παντού μεταξύ της τέφρας και των ανθράκων, μέχρις ύψους 10εκ. από του δαπέδου της θόλου.
Η θόλος διατηρείται εις ύψος άνω των 2μ., αλλ’ εις κακήν κατάστασιν και είναι επικινδύνως ετοιμόρροπος. Βρίθει λίθων και χωμάτων αναμείξ και περιέχει αραιά όστρακα και τεμάχια οστών, ανθρωπίνων και ζωικών. Εις ύψος 20- 25εκ. από του δαπέδου δύο στρώματα ισχυράς καύσεως, χωριζόμενα μεταξύ των δι ενδιαμέσου στρώματος γής 5-10 εκ. πάχους, διήκουν δ' όλης της θόλου. Το πυρ ήτο εντατικόν και ώπτησεν εν μέρει το χώμα. Απεκόμισα την εντύπωσιν, ότι ίσως προέρχεται έκ καύσεως των αγρίων βοτανών εις εποχήν, καθ’ ήν είχεν ήδη καταπέσει ο τάφος εις μικράν μόνον κλίμακα. Τούτο δέ διότι εις τα βαθύτατα στρώματα της θόλου αραιοί μόνον λίθοι ανευρίσκοντο. Οστά χοίρων και σιαγώνων κυνός, ομού μετά λειψάνων του κρανίου, ώς και θρυμματισμένα ανθρώπινα οστά, ανευρίσκοντο παντού μεταξύ της τέφρας και των ανθράκων, μέχρις ύψους 10εκ. από του δαπέδου της θόλου.
Δεξιά της εισόδου ανεκαλύφθη λάκκος επί του δαπέδου της θόλου, μήκους κανονικών ανδρικών διαστάσεων και βάθους περί τα 60εκ. (ακριβής μέτρησις ήτο ανέφικτος). Εκαλύπτετο άλλοτε δια πλακών, ών μία ευρέθη εντός του λάκκου. Ετέρα, κατά το Δ. αυτού άκρον, ήτο ακόμη οριζοντίως εις την θέσιν της. Υπ' αυτήν δ' ευτυχώς διέφυγε τους συλητάς άθικτος η ταφή μικρού παιδίου, ηλικίας 5-6 ετών. Δια την υπερβολικήν υγρασίαν τα οστά είχον σχεδόν πλήρως διαλυθή. Η υπομονητική όμως εργασία της δ. Μ. Παντελίδου κατώρθωσε να αποδώση την γενικήν γραμμην του σκελετού, όστις έκειτο εις οκλάζουσαν στάσιν. Η κεφαλή έκειτο επι του δεξιού κροτάφου, Ολίγον υπέρ ταύτην, ήτοι εις την θέσιν της αναδεδεμένης κόμης, δύο μικρά αλάβαστρα ευρέθησαν μετά κλίσεως 90 μοιρών, ήτοι ταύτα είχον ούτω τοποθετηθή, ώστε να χυθή το περιεχόμενόν των επί της κόμης της νεαράς υπάρξεως. Υπό τα αλάβαστρα ανεφάνησαν δύο στεφάναι εκ λεπτοτάτου φύλλου καθαρού χρυσού, όστις περιέβαλλεν άλλοτε άλλην ύλην, ασφαλώς ύφασμα ή χονδρόν νήμα. Η ανωτέρα στεφάνη ήτο παχυτέρα της κατωτέρας, ήτις διατηρεί εισέτι εν τώ μέσω ρόδακα ή μάλλον λευκανθές (μαργαρίταν), εκ λεπτού χρυσού φύλλου. Όμοιον φαίνεται να είχε και η ανωτέρα στεφάνη. Επομένως η κόμη της προφανώς παιδίσκης ήτο αναδεδεμένη δια διπλής στεφάνης.
Περί τον λαιμόν ευρέθησαν, το πλείστον κατά χώραν δύο περιδέραια. Το πρώτον συνίστατο εκ μικρών δισκοειδών ψήφων ηλέκτρου, το δεύτερον εκ σφαιρικών, ελαφρώς πεπιεσμένων ψήφων κυανής φαγεντιανής. Εις αμφότερα η διάμετρος των ψήφων δεν υπερβαίνει τα 4-5 χιλιοστά. Χρυσά τινα ελάσματα ευρέθησαν διάσπαρτα.
Πάντα γενικώς τα ευρήματα της παρούσης ανασκαφής δεν εκαθαρίσθησαν. Τα αλάβαστρα συνέκειντο εξ ευθρύπτου πηλού και ευρέθησαν εις κακήν κατάστασιν λόγω της υγρασίας. Το εν όμως εξήχθη πρακτικώς ακέραιον, εκ δε της περισωθείσης γραπτής διακοσμήσεως συνάγεται εποχή Μυκηναϊκή ΙIB-IIIA 1, ήτοι η τελευταία 25ετία του -15ου αι.
Ο τάφος δεν εκαθαρίσθη πλήρως, διότι η περαιτέρω κένωσις της θόλου ήτο επικίνδυνος. Εξηκριβώθη, ότι η διάμετρος αυτού είναι 6μ., επομένως ανήκει εις τους μείζονας τάφους, οιοί και οι της Τραγάνας. Η πλήρης ανασκαφή επεφυλάχθη δια την προσεχή περίοδον. Εις εισέτι τάφος προσδοκάται να ανακαλυφθή λίαν πιθανώς εις απόστασιν 100-150 μέτρων περαιτέρω προς Ν.Δ. εντός της αγροικίας Τρύφωνος Πανταζοπούλου. Αλλά και αν περιορισθώμεν εις τους τρεις ήδη εξακριβωθέντας, ομού μετά του καμπυλογράμμου μεγάρου και των πέριξ ερειπίων, είναι προφανές ότι ευρισκόμεθα προ σπουδαίου και ακμαίου μυκηναϊκού σταθμού, όστις πρωίμως, ήδη κατά τας αρχάς του -16ου αιώνος, εγκατεστάθη περί την υδατοβριθή περιοχήν της Κουκουνάρας.
Η περιοχή της Κορώνης, ήτις παλαιότερον εκαλείτο Ασίνη, σχεδόν ασφαλώς πρέπει να ταυτισθή προς το Rijo, Ρίον, μίαν των εννέα πόλεων των πινακίδων του ανακτόρου. Γνωρίζομεν ότι έφερε και το όνομα τούτο. Οφείλω εις τον φιλάρχαιον θερμόν ζήλον του δημιοδιδασκάλου κ. Αρβανίτου, ότι κατά τινα εκδρομήν μου εκεί ανεύρομεν, πλην άλλων, και άριστα εκτισμένον μικρόν θολωτον τάφον. Ούτος ευρίσκεται παρά το χωρίον Χαροκοπειό 4 1/2 χιλιόμετρα προ της Κορώνης, εντός σταφιδαμπέλου του Παν. Γιαννούκου. Επ' αυτού, ως συνήθως συμβαίνει εν Πυλία, έκειτο το αλώνιον, ένθα ο ιδιοκτήτης εξήραινε την σταφίδα του. Ο τάφος διετηρείτο άθικτος, μέχρι της στιγμής καθ’ ήν, ξέων από έτους είς έτος το αλώνιον, προσέκρουσεν επί του ανωτάτου λίθου της θολώσεως κατά το 1946 ο Γιαννούκος. Αφήρεσε τούτον, και ιδών, ώς ισχυρίζεται τον «τούρκικον κρυψώνα», κατήλθεν εντός αυτού δια σχοινίου και εύρεν έπι του δαπέδου μόνον χαλκούν λέβητα και ξίφος. Όντως ένα μικρόν τοιουτον λέβητα είχον ίδει εις την συλλογήν Καλαμών ολίγους μήνας πρίν, αλλ' ο φύλαξ ουδέν έτερον εγνώριζεν η ότι εκομίσθη έκτινος χωρίου, Φαίνεται βέβαιον, ότι πρόκειται περί του ευρήματος του παρόντος τάφου, όπερ μόλις τώ 1953 παρελήφθη εις την συλλογήν.
Ο τάφος διετηρείτο τελείως άθικτος, διότι ήτο αρίστης κατασκευής εκ μικρών πλακωτών λίθων επιμελέστατα προσηρμοσμένων, ων η εσωτερική επιφάνεια έφερε κατεργασίαν, όπως εναρμονισθή προς την καμπυλότητα της θόλου. Δυστυχώς, κατά την δεινήν εκείνην εποχήν της κομμουνιστικής αναρχίας, ουδεμία αρχή υπήρχεν, ίνα φροντίση περί του τάφου. Ο χωρικός κατέστρεψεν ακριβώς το ήμισυ τούτου εκ Β., οπόθεν ήτο και η είσοδος, και έκτισεν οικίαν δια τών λίθων. Διατηρείται σήμερον μόνον το έτερον ήμισυ. Είναι μικρών διαστάσεων και φαίνεται ανήκων εις την υστάτην περίοδον του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αι περιστάσεις δεν επέτρεψαν, όπως επανέλθω εις Χαροκοπειό και η πλήρης έρευνα ανεβλήθη δι’ επομένην περίοδον.
Οι ανασκαφές του 1959
Αι ανασκαφαί του 1959 διεξήχθησαν από 5 Αυγούστου μέχρι 4 Σεπτεμβρίου και περιωρίσθησαν εις την περιοχήν Κουκουνάρας, η οποία από του παρελθόντος ήδη έτους παρουσίασε σπουδαίας Μυκηναϊκάς αρχαιότητας1. Η νέα ανασκαφή εβεβαίωσεν οριστικώς την ύπαρξιν ακμαίου Πρωτομυκηναϊκού συνοικισμού, του οποίου τα ίχνη παρακολουθούνται τουλάχιστον μέχρι της Μυκηναϊκής ΙΙΙΒ εποχής. Τα αποτελέσματα εν συντομία υπήρξαν τα ακόλουθα:
Η φυσική ακρόπολις, περί το χιλιόμετρον προς Α. του χωρίου Κουκουνάρα, Καταρραχάκι ονομαζομένη, ηρευνήθη ευρύτερον. Απεδείχθη ότι το πέρυσιν ευρεθέν «αψιδωτόν» μέγαρον έχει σχήμα ακανόνιστον, διότι πάσαι αί πλευραί, πλην τμήματος της Νοτίας, δεν είναι ευθύγραμμοι (εικ. κάτω).
Διά λόγους τεχνικούς η ανασκαφή του κτίσματος δεν επερατώθη τελείως, πρέπει δε να διεξαχθή όταν τα χώματα θα είναι μαλακώτερα, ίνα μη σημειωθούν ζημίαι. Εξηκριβώθη, ότι το κτίσμα έχει δύο περιόδους, αμφοτέρας της ΥΈI και της πρωίμου ΥΕII περιόδου. Προ της Δ. πλευράς αυτού υπάρχει ευθύς τοίχος μήκους 3.92μ., πλάτους 75 έκ. φέρων βάσιν κίονος κατά χώραν. Ετέρα βάσις, ουχί όμως κατά χώραν, ευρέθη εντός του μεγάρου. Αί δοκιμαί έδειξαν, ότι προς Δ. υπάρχει και έτερον κτίσμα ουχί εκτεταμένον, αλλά προχωρούν εις μέγα βάθος. Πέριξ προς Β. και Ν. υπάρχουν λείψανα τοίχων, εν μέρει διά μεγάλων λίθων εκτισμένα, αλλά κατεστραμμένα πλέον. Επρόκειτο περί ενδιαφέροντος πρωίμου Μυκηναϊκού συνοικισμού, όπου όμως οι αρχαιολόγοι έφθασαν αργά.
Μέχρι και της παρούσης γενεάς ενθυμούνται οι κάτοικοι, ότι μετεκομίζοντο εντεύθεν λίθοι εις την Κουκουνάραν. Το ήδη ανασκαφέν κτίσμα παρουσιάζει μέγιστον μήκος 10.80 και πλάτος 5.50μ., αλλά το παρακείμενον προς Δ. δυνατόν να ήτο μεγαλύτερον.
Κατά το Ν. άκρον της ακροπόλεως υπάρχει είδος φυσικού χάσματος, το οποίον προφανώς εχρησίμευσεν ως λάκκος απορριμμάτων. Περιέχει αρίστης ποιότητος κεραμεικήν της Μυκηναϊκής ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περιόδου, ήτις προφανώς είναι εισηγμένη.
Η υπόλοιπος δραστηριότης της εφετινής περιόδου αφιερώθη εις την ανακάλυψιν και έρευναν περαιτέρω τάφων. Ήδη έφθασαν τον αριθμόν των επτά οι θολωτοί τάφοι, επί πλέον δε απεδείχθη, ότι τινές των τύμβων κρύπτουν πολλούς έκαστος, αλλά υποτυπώδεις θολωτούς τάφους, πτωχούς και ανήκοντας εις τας προχωρημένας φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής. Τα αποτελέσματα έν συνάψει είναι τα ακόλουθα:
Συνεπληρώθη ο καθαρισμός του πέρυσι κατά το πλείστον ανασκαφέντος θολωτού τάφου Κουκουνάρας 2 (Τσουμπρή). Η εικών δεν μετεβλήθη. Ο τάφος είχε συληθή επανειλημμένως, ώστε ούτε αγγείον ούτε σκελετός ευρέθη, πλην ασημάντων θραυσμάτων. Τρία χρυσά ορθογώνια λεπτά ελάσματα, αργυρούν σύρμα και δύο λίθινα βέλη, ομού μετά τεμαχίου σφραγιδόλιθου εξ ορείας κρυστάλλου υπήρξαν τα μόνα ευρήματα.
Αί νέαι έρευναι εστράφησαν κυρίως εις την ολίγα μέτρα προς Ανατολάς της ακροπόλεως Καταρραχάκι και τού αυτόθι συνοικισμού απέχουσαν περιοχήν.
Κατ’ ευθείαν γραμμήν η απόστασις είναι μόνον 20-30 μέτρα, αλλά το βαθύ ρεύμα του Αράπη καθιστά ταύτην προσιτήν δι’ επιπόνου ατραπού. Η περιοχή, γνωστή ως Γουβαλάρη, εμποιεί εντύπωσιν ως έκ των εκεί πυκνών τεχνητών τύμβων. Εις, ό περισσότερον περίοπτος (ηριθμήθη ώς τύμβος 1), δεν έδωκεν εφέτος αποτελέσματα, αν και πολλά στιβαρά εργαλεία εθραύσθησαν εναντίον των εγκάτων του, των οποίων τα χώματα έχουν αφάνταστον σκληρότητα κατά την ξηράν εποχήν. Έτερος τύμβος, 6 ύπ’ αρ. 2, απέδειξεν ότι έκρυπτε τρεις μικρούς θολωτούς τάφους, των οποίων η διάμετρος δεν φθάνει τα 3 μέτρα.
Είναι πρόχειρα και άτεχνα κατασκευάσματα, άνευ θύρας, οι δε νεκροί εθάπτοντο είτε άνωθεν, είτε ανοιγομένης οπής εις τα πρόχειρα τοιχώματα της θόλου.
Ουδείς εκ των τριών τάφων απέδωκε σκελετόν ουδέ καν κρανίον ώστε υπέθεσα ότι τα ολίγα οστά, τα οποία, τεθραυσμένα ήδη και ελλιπή, έκειντο εδώ και εκεί, πιθανόν να προέρχωνται έξ ανακομιδής λειψάνων αλλού που τεθαμμένων. Ο περισσότερον ενδιαφέρων εκ των τριών τάφων ήτο ο 1 (ο Δυτικώτατος), ο οποίος έφερεν εις το Β. μέρος πλακοειδή λίθον κατά πλάτος όρθιον ιστάμενον και προ αυτού μικρούς λίθους κυκλικώς (εικ. άνω), οίτινες όμως ουδέν εκάλυπτον. Τα ευρήματα ήσαν μαχαιρίδιον λεπτότατον και τεμάχιον άλλου έκ χαλκού, χαλκή περόνη μήκους 10.2 έκ. φέρουσα εις την κεφαλήν οπήν (άνευ κρίκου), βέλος έκ ξανθού πυρίτου, πήλινα σφονδύλια και τεμάχια χειροποιήτου κεραμεικής, τα πλείστα εκ του τάφου 1, ου η διάμετρος είναι 2.75 και το μέγιστον σωζόμενον ύψος 1.15μ.
Τρεις ή τέσσαρες όμοιοι τύμβοι υπάρχουν ακόμη, οίτινες θα παράσχωσι πληρεστέραν εικόνα εάν ανασκαφούν. Προς Δ. τούτων, χωριζόμενος από την ακρόπολιν διά του ρεύματος του Αράπη, υπάρχει στενόμακρος επίπεδος χώρος εκτεινόμενος από Β. προς Ν. Εκεί εδοκιμάσαμεν εις μέρος όπου τινές λίθοι ήσαν ορατοί, απέδειξαν δ’ ότι επρόκειτο περί θολωτού τάφου, του μεγαλυτέρου και πλουσιωτέρου μέχρι της στιγμής εις την περιοχήν (Γουβαλάρη 1= Κουκουνάρας 4). Ο τάφος ήτο σεσυλημένος, αλλ’ ίχνη του άλλοτε πλούτου του διετηρήθησαν αρκετά, επί πλέον δέ παρουσίασεν ούτος το καλύτερον μέχρι τούδε παράδειγμα εντατικής λατρείας των νεκρών κατά την Ελληνικήν εποχήν.
Ο δρόμος κείται προς Ν. Η θύρα διετηρήθη κακώς, άνευ ανωφλίου και έφερε μόνον τους κατωτάτους δόμους (ύψος 1.10μ.) της άλλοτε τειχίσεως. Η θόλος έχει διάμ. 6.25μ. και το δάπεδον αποτελείται έκ του φυσικού βράχου, αρκούντως σκληρού, ο οποίος ελαξεύθη επιμελώς και κατέστη οριζόντιος. Μεταγενεστέρως ελάξευσαν έτι βαθύτερον και τον δρόμον και το κατώφλιον της θύρας και πεταλοειδές τμήμα του δαπέδου της θόλου εις βάθος 0.50μ. Το σκάμμα της θόλου έχει μήκος 4.50 και πλάτος από 1.40 μέχρι 1.90μ. Ουδεμίαν άλλην ερμηνείαν βλέπω, πλην της δοθείσης ήδη διά τα παρεμφερή σκάμματα άλλων τάφων ήτοι ότι εγένοντο όπως διευκολύνουν την είσοδον άρματος ή νεκρικής αμάξης. Η εύρεσις δύο εσφαγμένων ίππων εις τον δρόμον του τάφου του Μαραθώνος ίσως δεν είναι άσχετος προς την τελευταίαν υπηρεσίαν την οποίαν προσέφερον, να σύρουν μέχρι του τάφου την άμαξαν του νεκρού.
Η θόλος διατηρείται μέχρις ύψους 2.20μ. και μετά την αφαίρεσιν των πρώτων 50εκ. επιχώσεως ήρχισαν να φαίνωνται οστά ζώων. Εντός ολίγου παρουσιάσθη ολόκληρος σκελετός ελάφου, ως νομίζω (εικ. άνω). Πέριξ τούτου και καθ’ όλην την επίχωσιν, μέχρι του δαπέδου, υπήρχεν απειρία οστών εκ βοών, χοίρων, αρνίων, κέρατα ελάφων και 16 οπλαί εξ ιπποειδών ή ελάφων. Ευρέθησαν εισέτι το κέλυφος μιας χελώνης και απειρία οστράκων καρκίνων. Άν και λείψανα μιας χελώνης ευρέθησαν εις τον τάφον 2 Κουκουνάρας, καρκίνων δε όστρακα είς πολλούς άλλους, είναι άγνωστον αν κατετίθεντο υπό ανθρώπων ή εισέδυσαν έως εκεί. Μία ανθρωπίνη χείρ καλής διατηρήσεως ευρέθη ωσαύτως είς τα Ελληνικά στρώματα. Πυράς και θυσιών λείψανα υπήρχον παντού, κυρίως όμως μεγάλη πυρά μετά όγκων τέφρας έκειτο είς την ΒΔ. πλευράν παρά τον τοίχον της θόλου και επ΄ αυτού του δαπέδου. Κέραμοι, τεμάχια πίθων μεγάλων, ομηρικοί σκύφοι και τέλος τα λείψανα ενός ανατολίζοντος αγγείου (τεχνοτροπίας Λακωνικής;) ευρέθησαν εντός της θόλου, κυρίως περί την μνημονευθείσαν πυράν (εικ. κάτω).
Ούτε αγγείον, ούτε σκελετός, αλλά μόνον τεμάχια ολίγων κρανίων ευρέθησαν εντός του τάφου. Ευρέθησαν αρκετά όστρακα, ώστε ίσως θα καταστή δυνατή η ανασυγκρότησις ενός ή δύο αμφορέων πρωίμου Ανακτορικού ρυθμού με φυλλοειδή ή ροδακοειδή διακόσμησιν, αίτινες δίδουν και την χρονολογίαν του τάφου. Τον πάλαι πλούτον αυτού αποδεικνύει απειρία χρυσών φυλλαρίων, εξ ων ήτο κατάσπαρτος όλος ο τάφος. Ευρέθησαν ωσαύτως αφθονία ψήφων εκ λίθων ημιπολύτιμων, δεκάδες χαυλίων εκ κράνους ή κρανών και αφθονία λίθινων βελών. Τα πολυτιμότατα των ευρημάτων ήσαν χρυσή ψήφος λεπτής σπειροειδούς και κοκκιδωτής εργασίας και σφραγιδόλιθοι. Ο είς είναι εκ κυάνου χρυσόδετος, αλλά παρουσιάζει μόνον πυροστρόβιλον εκ δελφίνων ως γλυφήν. Είς πεπιεσμένος κύλινδρος εκ σαρδίου φέρει έλαφον γονατίζουσαν. Εις αμυγδαλοειδής σάρδιος φέρει τετράφυλλον. Έτερος φέρει βούν βεβλημένου και μυκώμενον επωδύνως. Οι δύο κάλλιστοι ευρέθησαν εντός του σκάμματος της θόλου. Ο εις, πεπιεσμένος κύλινδρος εξ ιάσπιδος, είναι η παλαιοτέρα από απόψεως ρυθμού και τέχνης λίθος. Φέρει πτερωτόν γρύπα κρατούντα διά του ράμφους νεκράν έλαφον. Ο ρυθμός ανάγεται εις χρόνους ολίγον μεταγενεστέρους του 1500. Πρωτοφανές και μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος είναι το θέμα της τελευταίας σφραγίδος, πεπιεσμένου κυλίνδρου έξ αμεθύστου. Δύο πολεμισταί μονομαχούν διά τεσσάρων ξιφών. Τα δύο βραχύτερα διασταυρούνται προ των κοιλιών των, τα έτερα δύο μακρότερα (το εν φαίνεται καλώς) απειλούν τους λαιμούς των. Το σύμπλεγμα εσχεδιάσθη θαυμασίως, όπως καλύψη τον ορθογώνιον χώρον της σφραγίδος. Η αυστηρά συμμετρία των μορφών δίδει την εντύπωσιν θεαματικού αγωνίσματος μάλλον παρά πραγματικής μάχης. Δυστυχώς και η τέχνη και η διατήρησις της σφραγίδος είναι μέτρια. Ο πίναξ 148β δίδει φωτογραφίας εκ των πρωτοτύπων, μη υπαρχόντων εισέτι αποτυπωμάτων.
Η παρατήρησις, ότι εις την Πύλον οι θολωτοί τάφοι ευρίσκονται ανά ζεύγη, ελειτούργησε και ενταύθα καλώς (και μάλιστα δύο φοράς).
Ολίγα μέτρα προς Β. του τάφου ανεκαλύφθη ο προφανώς κατά τι παλαιότερος, εν πάση δε περιπτώσει μικρότερος και πτωχότερος αδελφός του. Δεν έχει ανώφλιον, αλλ΄ η θύρα (βλέπουσα προς Β.) διατηρείται τετειχισμένη έως άνω (εικ. δεξιά) είς ύψος 1.83μ. Η θόλος είναι εκτισμένη διά προχείρων λίθων, ουχί διά των ωραίων πλακωτών του τάφου 1 (μελίστρες είς την γλώσσαν των εντοπίων, υπάρχουσαι είς εν λατομείον περί τα 4 χιλιόμ. απέχον).
Έχει διάμετρον 4.90- 5μ. και το δάπεδον (φυσικός βράχος ως και είς τον τ.1) δεν ελαξεύθη οριζοντίως, αλλά φέρει την φυσικήν κλίσιν από Α. προς Δ. Ουδέν ευρέθη κατά χώραν.
Μία πυρά μετά τέφρας, λειψάνων οστών και κτερισμάτων, έκειτο παρά την Δ. πλευράν της θόλου. Τα τεμάχια ενός μεγάλου τριώτου αμφορέως μετά κισσοειδούς διακοσμήσεως δεικνύουν, ότι ο τάφος κατάγεται τουλάχιστον εκ του 1500, αλλ΄ υπάρχει και πολλή κεραμεική ΥΕ ΙΙΙΑ-Β. Τα ευρήματα ήσαν: Τεμάχια χαλκών σκευών και όπλων, ων μεταξύ ήλοι επίχρυσοι. Ψήφοι διάφοροι και εις σφραγιδόλιθος αμεθύστου φέρων βούν τρέχοντα και μυκώμενον επωδύνως. Δεκάδες λίθινων βελών, τινών ωραιοτάτων, έκ πολυχρώμων ή διαφανών λίθων και άλλα μικρά αντικείμενα.
Το σπουδαιότατον των ευρημάτων είναι πεντηκοντάς περίπου χαυλίων, ήτις ελπίζεται οτι θα αποτελέση ολόκληρον κράνος. Η οπισθία πλευρά των χαυλιοδόντων δεικνύει κατεργασίαν, ήτις παρουσιάζει περίπλοκον την τοποθέτησιν των χαυλίων επί του κράνους και ουχί τόσον απλήν, όσον μέχρι τούδε ενομίζετο.
Εις απόστασιν 500 περίπου μέτρων προς τα ΒΔ. της ακροπόλεως Καταρραχάκι, εις την θέσιν Ακόνα, εντός αγρού του Ηλία Ζωντανού, υπάρχει τύμβος. Είναι ο πρώτος ο οποίος εσημειώθη κατά την πρώτην άφιξίν μου εις Κουκουνάραν, διότι ευρίσκεται εις το άκρον του χωρίου. Η εφετινή δοκιμή απέδειξεν αμέσως ότι πρόκειται περί θολωτού τάφου, όστις όμως έχει συμπέσει τόσον παραδόξως και επικινδύνως (πίν.150α), ώστε η ανασκαφή του διεκόπη διά τον φόβον δυστυχήματος. Ο τάφος (Ακόνας 1= Κουκουνάρας 6) εχει την είσοδον προς Ν. Ενώ δεν διατηρείται ανώφλιον, η θόλος υπεράνω τούτου διατηρείται εις ύψος άνω του μέτρου (πίν.150α) και κατά τοιούτον περίεργον τρόπον, ώστε επί πολλάς ημέρας ενομίζομεν, ότι πρόκειται περί ελλειψοειδούς τάφου, ως ο του Θορικού. Οταν εφθάσαμεν εν μέτρον βαθύτερον ο τάφος ήρχισε να επανακτά κυκλικότητα, αλλ΄ η ανασκαφή διεκόπη εις το σημείον τούτο.
Μόλις εις απόστασιν 15μ. προς Νότον ανεκαλύφθη και ενταύθα διά της πρώτης δοκιμής το έτερον μέλος του ζεύγους. Ο νέος τάφος (Ακόνας 2= Κουκουνάρας 7) εχει την είσοδον προς Β., ης μόνον τμήμα του ανωτέρου μέρους ευρέθη τετειχισμένον (εικ. άνω). Η θόλος διατηρείται εις μικρόν μόνον ύψος ολίγον άνω του μέτρου. Έχει διάμ. 5.40, το δε στόμιον βάθος 2.30 και πλάτος 1.20μ.
Ουδέν ευρέθη κατά χώραν. Ο τάφος είχε πολλάκις καθαρθή κατά την Μυκηναϊκήν εποχήν. Μεθ’ έκαστον καθαρμόν ηνάπτετο πυρά εις εν μέρος του τάφου, εις ην έθετον κρέατα (αφθονία ζωικών οστών) και βαλάνους δρυός, ων εύρομεν πολλάς απηνθρακωμένας. Ως γνωστόν, εις Ελληνικούς χρόνους ο χρησμός της Πυθίας προς την Σπάρτην ονομάζει τους γειτονικούς Αρκάδας βαλανηφάγους. Μικροί λάκκοι ηνοίγοντο εις το δάπεδον, οι οποίοι εδέχοντο τα οστά παλαιοτέρων νεκρών, ενδεχομένως και κανέν κτέρισμα. Εν μόνον κρανίον ευρέθη σχεδόν ακέραιον και τριών ακόμη οι θόλοι. Έν μόνον μικρόν αλάβαστρον ευρέθη ακέραιον. Η υπόλοιπος κεραμεική είναι κυρίως ΥΕ ΙΙΙΑ-Β πλην ολίγων τεμαχίων εκ μειζόνων αγγείων, άτινα είναι ΥΕ II.
Περί τα 30 λίθινα βέλη ευρέθησαν εντός του τάφου, ων το ήμισυ ευθύς μετά την είσοδον, σχεδόν το έτερον ήμισυ εις την έναντι της εισόδου άκραν του δαπέδου και ελάχιστα ανά την υπόλοιπον θόλον. Ευρέθησαν ωσαύτως σφονδύλια στεατίτου, τεμάχιον κέρατος ελάφου, 15 ψήφοι υάλου και μάζης διαφόρων σχημάτων και περίεργος φακοειδής σφραγιδόλιθος. Αποτελείται εξ ερυθράς γεώδους ουσίας, σύρματα δε αργύρου προφανώς, τοποθετημένα εντός της ζύμης, παριστούν τας φλεβώσεις του σαρδώνυχος. Έφερε γλυφήν, ίσως βοός. Ευρέθησαν εισέτι αρκετά χάλκινα. Μία μικρά αιχμή ακοντίου (μόλις 9 έκ. μήκος) ομοιάζει προς παιδικόν άθυρμα. Εν γλωσσοειδές μαχαίριον (μήκους 0.19μ.) και έτερον μονόστομον (μήκ. περί τά 0.28μ.) διατηρούνται καλώς, αλλ΄ έχουσι συστραφή (το γλωσσοειδές εθραύσθη εις δύο) σκοπίμως, ίνα καταστώσιν ανάξια συλήσεως. Εν μονόστομον μαχαίριον και εν εγχειρίδιον (μήκος 17έκ.), ου οί τρεις ήλοι φέρουν επένδυσιν αργύρου μετά μικράς προσμείξεως χρυσού (ήλεκτρον), ήτις προεφύλαξε τούτους από της όξειδώσεως.
Εις τα πέριξ της Κουκουνάρας, περί τα 3 χιλιόμ. ανατολικώτερον πλησίον των χωρίων Κρεμμύδια και Φουρτζή, εις τα πέριξ του χωρίου Χανδρινού και εις την περιφέρειαν Μεθώνης εξηκριβώθησαν και άλλοι τύμβοι, ων τινες τουλάχιστον κρύπτουν θολωτούς τάφους. Είναι φανερόν, ότι οι τοπικοί πρίγκιπες εις την περιφέρειαν Πύλου κατεσκεύαζον έκαστος θολωτόν τάφον διά την οικογένειάν του. Ολίγοι εκ των τάφων τούτων δύνανται να ονομασθούν βασιλικοί.
1. Την ανασκαφήν της Πύλου παρηκολούθησαν ο κ. Σπ. Ιακωβίδης και η δεσπ. Μ. Παντελίδου ως σχεδιασταί. Επισκέπται παραμείναντες αρκετάς ημέρας υπήρξαν ωσαύτως ο κ. Per Alin (Σουηδία) και Η. Muhlestein (Ελβετία) και εκ Βερολίνου οι κύριοι Eggers και Braschen. Ετίμησαν ωσαύτως την ανασκαφήν δι’ επισκέψεως ο νομάρχης Μεσσηνίας κ. Τσαμούλας και πρόκριτοι της Πύλου, ως και επισκέπται και φοιτηταί ξένοι τε και ημέτεροι.
Οι ανασκαφές του 1960
Kατα την ανασκαφήν Κουκουνάρας ανεσκάφησαν πλήρως οι δύο θολωτοί τάφοι Γουβαλάρη 1 (Κουκ. 4) και 2 (Κουκ.5), ως δίδυμοι αδελφοί πλησίων αλλήλων ευρεθέντες. Αμφότεροι ευρέθησαν εις κατάστασιν πλήρους αναμοχλεύσεως ακέραιον δε αγγείον ούδε εν εξήχθη. Τα περισυλλεγέντα όστρακα, ευτυχώς, αποδίδουν, έστω και ελλιπή, πολύ περισσότερα αγγεία από όσα είχομεν ελπίσει. Αμφότεροι οι τάφοι χρονολογούνται εις την ΥΕ Ι εποχήν και εχρησιμοποιήθησαν μέχρι της YE IIIΒ. Ο τάφος Α (2), ο μεγαλύτερος και ίσως ελαφρώς νεώτερος, υπήρξεν επί πλέον καά την Ελληνικήν εποχήν θέατρον εντατικής λατρείας των νεκρών, οποίαν είς ουδένα έτερον τάφον μέχρι τουδε εξηκριβώσαμεν. Τα κατ' αυτόν περιεγράφησαν ήδη είς την έκθεσιν του παρελθόντος έτους. Ενδιαφέρον είναι να προστεθή ενταύθα αυτολεξεί η ακόλουθος παράγραφος του ημερολογίου της Τετάρτης 19 Αυγούστου 1959: «Εύρομεν επιμήκη πυράν, της οποίας το περιεχόμενον είναι εκπληκτικός αριθμός οστών από πελωρίων διαστάσεων μηριαίων οστών (αγρίου βοός) μέχρι σιαγόνων και οστών μόσχων, χοίρων, οπλών ιπποειδών, οσταρίων μικροτάτων ζώων, πτηνών και παγούρων. Η πυρά έχει μήκος 2μ...» κλπ.
Η περιγραφή αύτη, γενομένη εις ανύποπτον εποχήν, αντιστοιχεί προς την παρά Παυσανία IV 31,7 περιγραφήν θυσίας επί των ημερών του προσφερομένης έτι εν Μεσσήνη είς το μέγαρον των Κουρήτων: Κουρήτων μέγαρον, ένθα ζώα τα πάντα ομοίως καθαγίζουσιν. αρξάμενοι γάρ από βοών τε και αιγών καταβαίνουσιν εις τους όρνιθας αφιέντες εις την φλόγα.
Κυρούνται ούτως οι λόγοι του Παυσανίου ανασκαφικώς και συγχρόνως αποδεικνύεται, ότι το είδος τούτο της θυσίας ήτο μεσσηνιακός τρόπος εναγισμού ουχί αποκλειστικού εις την λατρείαν των Κουρήτων.
Εκ των μέχρι τού δε ικανοποιητικώς ανασυσταθέντων αγγείων εξ αμφοτέρων των τάφων εν είναι πρόχους αμαυρόχρωμος και μετά λοξοτμήτου λαιμού, καθαρώς ΜΕ παραδόσεως (πίν. 151α,). Υπάρχουν μερικά αγγεία YE I εποχής, άλλα φαινόμενα εισηγμένα και άλλα όντα εντόπιαι απομιμήσεις. Εν εκ των τελευταίων αγγείων της περιόδου ταύτης είναι ο ωραίος πίθος (πίν. 151α2) μετά στροβιλοροδάκων. Ευρέθη εντός του πεταλοειδούς σκάμματος της θόλου του τάφου 2 εντός πυράς, ήτις περιείχε και δύο ελληνικά όστρακα. Πολυάριθμα φυλλάρια χρυσού, λίθινα βέλη, χαύλιοι εκ κράνους και μικρά διάφορα κοσμήματα, εκ της Μυκηναϊκής εποχής πάντα ευρέθησαν ομού.
Η ανασυγκροτηθείσα ήδη κεραμεική αντιπροσωπεύει πάσας τας υπολοίπους μυκηναϊκάς περιόδους. Εκ της πρωίμου περιόδου του Ανακτορικού ρυθμού, περί το 1500, προέρχονται αξιόλογοι τρίωτοι πίθοι (πίν. 151β) φέροντες ως κύριον θέμα το κισσοειδές μετά του Waz, τους διπλούς μακρούς μίσχους και την κυματοειδή γραμμήν. Εξειλιγμένου αναλόγου ρυθμού, ανήκοντος ήδη είς την πρώιμον ΙΙΙΑ περίοδον, είναι μία άλλη σειρά αγγείων, ων παραδείγματα είναι αβαθής φιάλη και πιθοκρατήρ του πίν. 152α.
Εις περισσότερον προχωρημένην φάσιν της περιόδου ταύτης και της επομένης (IIIB) ανήκουν τα περισσότερα των συγκροτηθέντων αγγείων ο πιν 152β παρουσιάζει δύο κωνικά ρυτά (το μεγαλύτερον μετρεί ύψος 0,37 άνευ λαβής) και ραμφόστομος πρόχους μετά πτηνών ασυνήθους πρωτοτυπίας. Εις τον ζωγραφικόν ρυθμόν ανήκουν και ολόκληρος σειρά άλλων αγγείων, κυρίως κρατήρων, οι οποίοι δυστυχώς είναι πολύ ελλιπείς. Ο πίν. 153α παρουσιάζει εν εξ αυτών. Φέρει πτηνά ζωγραφούμενα εις τον πατροπαράδο τον Μεσοελλαδικόν ρυθμόν τον ενθυμίζοντα αγγεία της Μήλου ή των βασιλικών λάκκων των Μυκηνών εις την μίαν πλευράν. Άλλο εικόνιζε πάλιν πτηνά κομίζοντα εις τα ράμφη αντικείμενα άτινα δύνανται να ερμηνευθούν και ως ρίζαι και ως έρια, ίσως δ΄ έχουν και βαθυτέραν έννοιαν. Τα όστρακα της Ελληνικής εποχής (εκ της λατρείας των νεκρών) δεν κατέστη δυνατόν να μελετηθούν επαρκώς. Συνεκροτήθη εν τούτοις, εξ ολοκλήρου η μεγάλη κυλινδρική πυξίς, ης τεμάχια εδημοσιεύθησαν εις την περυσινήν έκθεσιν. Τα αγγεία δεν ήσαν δύο ώς εκεί αναφέρεται, αλλ' ευτυχώς εν μόνον, εφ ώ και επετεύχθη πλήρης ανασυγκρότησις (πίν. 153β). Το αγγείον φαίνεται ανατολικής προελεύσεως, αν και ακριβή παράλληλα δεν εύρομεν μέχρι τούδε. Ομοία το σχήμα πυξίς υπάρχει εξ Ευβοίας, τινα όμως εκ των κοσμημάτων του αγγείου έχουν τα παράλληλά των επί αττικών αγγείων του ανατολίζοντος ρυθμού.
Οι ανασκαφές του 1961
Η Κουκουνάρα είναι σπουδαίον κέντρον πολιτισμού από της παλαιοτέρας μέχρι της νεωτέρας Μυκηναϊκής εποχής. Η επανάληψις των ανασκαφών εσκόπει κυρίως να προλάβη τυχόν καταστροφάς δύο νέων θολωτών τάφων, οίτινες είχον επισημανθή.
Ο εις εξ αυτών ανεκαλύφθη τυχαίως εις θέσιν Πολλά Δένδρα, περί το χιλιόμετρον προς Α. του χωρίου Κουκουνάρας. Ο ιδιοκτήτης Νικ. Σταματελόπουλος (εκ του χωρίου Στενωσιά) θέλων να φυτεύση ελαίας προσέκρουσεν επί της θύρας του τάφου, ης κατέστρεψεν εν μέρει την αριστεράν παραστάδα, χωρίς να προξενήση άλλην ζημίαν. Η ανασκαφή έδειξεν, ότι επρόκειτο περί μικρού και πτωχού θολωτού τάφου υστερωτέρας Μυκηναϊκής εποχής. Η διάμετρος της θόλου, τελείως κυκλικής, είναι 4.75μ., οι δε τοίχοι διατηρούνται το πολύ μέχρις 1.20 εις ύψος. Εις το Ν. μέρος ανοίγεται το κτιστόν στόμιον, όπερ έχει βάθος 1.85, άνοιγμα δε 1.10 εις το έξω και 0.95 εις το έσω μέρος. Διατηρεί λείψανα τειχίσεως, όσα αφήκεν ο Σταματελόπουλος.
Οι λίθοι είναι μικροί πλακωτοί και η εργασία αρκούντως επιμελής. Ο τάφος είχε χρησιμοποιηθή πολλάκις. Ένδεκα έως δώδεκα κρανία ευρέθησαν, αλλά πάντα εις κακήν κατάστασιν. Μόνον εις νεκρός οκλάζων ευρέθη σχετικώς άθικτος, αλλά και ούτος άνευ κρανίου. Υπέρ τον σκελετόν έκειτο μικρά πλάξ και επ’ αυτής κρανίον μικρού κυνός. Ο τάφος περιείχε μερικά μικρά αγγεία, αλλ’ επειδή η διαβρωτική δύναμις του ερυθρού πηλού, ού ήτο πλήρης, είναι πολύ μεγάλη, οστά και αγγεία ήσαν εις λίαν ψαθυράν κατάστασιν. Πάντως τινά εξ αυτών θα συγκροτηθούν. Πάντα φαίνονται ανήκοντα εις την τρίτην Μυκηναϊκήν περίοδον (το Νότ. ήμισυ του τάφου εικ. κάτω).
Ο έτερος τάφος είχεν επισημανθή εις το αντίθετον άκρον του ορίζοντος, ήτοι περί τα 2 χλμ. προς Δ. του χωρίου, εις θέσιν καλουμένην Παλαιοχώρια.
Η ονομασία είναι χαρακτηριστική, διότι πράγματι λείψανα τοίχων, έρμακες λίθων καί όστρακα επί της επιφανείας προέδιδον συνοικισμόν. Είχον μάλιστα περισυλλέξει και τεμάχιον ασαμίνθου κατά την επίσκεψίν μου του 1959.
Η εφετινή δοκιμή επεβεβαίωσε τας παρατηρήσεις επιφανείας. Ο επισημανθείς τάφος, επί μικρού τεχνητού τύμβου, απεδείχθη απλούς κυκλικός περίβολος μιμούμενος θολωτόν τάφον, χωρίς να είναι. Οι τοιούτοι τάφοι έχουσι μεν μίαν είσοδον, άλλ’ ο κύκλος αυτών δεν αποτελεί θόλον. Υψούται, συνήθως διά μιας και μόνης σειράς λίθων είς πάχος, μέχρις ύψους 50-70 εκατοστών. Αι πενιχραί ταφαί καλύπτονται διά χώματος, επ’ αυτού δε τοποθετούνται μερικαί πλάκες και χώμα, ώστε να σχηματίζεται μικρός τύμβος.
Επιπολαιοτέρα παρατήρησις δύναται να απατήση και να θεωρηθούν οι τάφοι ούτοι θολωτοί (εικ. κάτω).
O παρών τάφος (ιδιοκτήτης Αθανάσιος Νικολακόπουλος), oν επρόδιδεν ήπιος τύμβος, είχε την είσοδον προς Ν., πλάτους 1μ. εις τo έξω μέρος, 0.90 εις τo έσω και βάθους 1.45. Ο εσωτερικός κύκλος, ελαφρώς ακανόνιστος, είχε διάμετρον από 3.40 μέχρι 3.60 και απετελείτο από 3-4 σειράς επαλλήλων μικρών λίθων. Ουδαμού το ύψος είναι μεγαλύτερον των 50 εκ., το δε πλάτος φθάνει μέχρι 0.30. Ουδεμία ενδόκλισις παρατηρείται. Είς εν- δύο σημεία, ούσα ασθενεστάτη, είναι προφανώς τυχαία. Οι ταφικοί ούτοι περίβολοι, αποτελούντες τον έσχατον εκφυλισμόν του θολωτού τάφου, είναι αρκούντως κοινοί είς την Πυλιακήν περιοχήν. Υπάρχουν μάλιστα και λαξευτοί περίβολοι της αυτής μορφής, αποτελούντες και ούτοι υποκατάστατον των λαξευτών θαλαμωτών τάφων, αλλά περί τούτων πάντων ευρύτερος λόγος δεν είναι τού παρόντος.
Το περιεχόμενον του τάφου ήτο πενιχρόν και ανήκει είς την μεταγενεστέραν Μυκηναϊκήν αρχαιότητα, ίσως φθάνουσαν και μέχρι της υποδιαιρέσεως ΙΙΙγ (τεμάχια ευρυστόμου αγγείου με κυματοειδή γραμμήν υπό το χείλος.
Επειδή όμως η κεραμεική είναι είς αθλίαν κατάστασιν λόγω της διαβρώσεως και ακαθάριστος εισέτι, η ακριβεστέρα χρονολόγησις θα είναι δυνατή μετά τον καθαρισμόν και αποκατάστασιν των αγγείων). Αι ταφαί δεν ευρέθησαν κατά χώραν, αλλά τα οστά, θρυμματισμένα και διαβεβρωμένα, έκειντο διάσπαρτα ή κατά μικρούς σωρούς ανά το δάπεδον. Έναντι της εισόδου, είς το βάθος του τάφου, έκειτο η μεγαλυτέρα ανακομιδή: Επτά κρανία μετ’ άλλων οστών εν σωρώ. Εμετρήθησαν εν συνόλω δέκα επτά θόλοι κρανίων. Ελάχιστα ήσαν τα αγγεία, ων πρακτικώς ακέραια (εικ. κάτω) είναι μικρά πρόχους χονδροειδούς ερυθρωπού πηλού, ψευδόστομος αμφορεύς, έφ’ ου διακρίνονται ολίγαι μαύραι ταινίαι και μικρά μόνωτος κύλιξ μετά χαμηλού ποδός. Ευρέθη μία μοναδική φακοειδής σφραγίς στεατίτου μετά δύο αντινώτων κεφαλών κριού και -εύρημα περίεργον- το ήμισυ (κατά μήκος) μικροτάτου λίθινου πελέκεως, μήκους τριών εκατοστών, εκ καστανόχρου ιάσπιδος επιμελέστατα λελεασμένου.
Περί τα 50μ., προς Ν. του τάφου ευρίσκεται η ισόπεδος κορυφή του υψώματος, μετά θέας ωραίας και αναπεπταμένης προς το Κορυφάσιον, την Σφακτηρίαν και τον κόλπον του Ναυαρίνου. Εκεί, εντός αγρού του Γεωργίου Δαρσαλάκη (χωρίον Χανδρινού) ηνοίξαμεν μίαν μόνην τάφρον από Β. προς Ν. με ενδιαφέροντα αποτελέσματα (πίν.135α). Απεκαλύφθησαν τα θεμέλια μεγάλου και πολυσυνθέτου οικήματος. Η τάφρος, μήκους 26μ., έδειξε τουλάχιστον εννέα συνεχομένους χώρους, έξ ών εις, ούτινος ηδυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν το περίγραμμα άνευ βλάβης του νεαρού ελαιοφύτου, έχει διαστάσεις 6x 8 μέτρα. Είς το παραπλεύρως δωμάτιον, φαινόμενον ισομεγέθες εύρομεν μίαν ασάμινθον κατά χώραν (πίν.136α). Έχει μήκος 1.30 και φέρει δύο λαβάς εις τας στενάς πλευράς. Ήτο πλήρης μελανής οργανικής ουσίας.
Εις το προς Α. συνεχόμενον δωμάτιον έκειντο πίθοι, ών εις ήτο ακέραιος (πίν.135β), ετέρου δε διετηρείτο μόνον ο πυθμήν. Ευρέθησαν κωνικά σφονδύλια εκ πηλού ή στεατίτου, τεμάχια δύο ή τριών εισέτι ασαμίνθων και πλήθος κεραμεικής της τελευταίας (ΙΙΙβ) Μυκηναϊκής περιόδου. Αφθονούν αι άγραφοι υψίποδες κύλικες και χονδροειδής οικιακή κεραμεική. Σπουδαία είναι πάντως η παρουσία και χρήσις ασαμίνθων ού μόνον εις το ανάκτορον Εγγλιανού, αλλά και εις μικρότερα μέγαρα (εύρομεν άλλοτε ασάμινθον εις το μέγαρον Ικλαίνης, ΠΑΕ 1954, 311, εικ.8). Τούτο θα εσήμαινεν ιδιαιτέρως στενήν επαφήν μεταξύ Πύλου και Κρήτης, ήν τελευταίως υπεστήριξε διά μακράς μελέτης o Καθ. Μ. Nilsson- (Opuscula Selecta III, 489).
Αι ανασκαφαί του 1959 διεξήχθησαν από 5 Αυγούστου μέχρι 4 Σεπτεμβρίου και περιωρίσθησαν εις την περιοχήν Κουκουνάρας, η οποία από του παρελθόντος ήδη έτους παρουσίασε σπουδαίας Μυκηναϊκάς αρχαιότητας1. Η νέα ανασκαφή εβεβαίωσεν οριστικώς την ύπαρξιν ακμαίου Πρωτομυκηναϊκού συνοικισμού, του οποίου τα ίχνη παρακολουθούνται τουλάχιστον μέχρι της Μυκηναϊκής ΙΙΙΒ εποχής. Τα αποτελέσματα εν συντομία υπήρξαν τα ακόλουθα:
Η φυσική ακρόπολις, περί το χιλιόμετρον προς Α. του χωρίου Κουκουνάρα, Καταρραχάκι ονομαζομένη, ηρευνήθη ευρύτερον. Απεδείχθη ότι το πέρυσιν ευρεθέν «αψιδωτόν» μέγαρον έχει σχήμα ακανόνιστον, διότι πάσαι αί πλευραί, πλην τμήματος της Νοτίας, δεν είναι ευθύγραμμοι (εικ. κάτω).
Διά λόγους τεχνικούς η ανασκαφή του κτίσματος δεν επερατώθη τελείως, πρέπει δε να διεξαχθή όταν τα χώματα θα είναι μαλακώτερα, ίνα μη σημειωθούν ζημίαι. Εξηκριβώθη, ότι το κτίσμα έχει δύο περιόδους, αμφοτέρας της ΥΈI και της πρωίμου ΥΕII περιόδου. Προ της Δ. πλευράς αυτού υπάρχει ευθύς τοίχος μήκους 3.92μ., πλάτους 75 έκ. φέρων βάσιν κίονος κατά χώραν. Ετέρα βάσις, ουχί όμως κατά χώραν, ευρέθη εντός του μεγάρου. Αί δοκιμαί έδειξαν, ότι προς Δ. υπάρχει και έτερον κτίσμα ουχί εκτεταμένον, αλλά προχωρούν εις μέγα βάθος. Πέριξ προς Β. και Ν. υπάρχουν λείψανα τοίχων, εν μέρει διά μεγάλων λίθων εκτισμένα, αλλά κατεστραμμένα πλέον. Επρόκειτο περί ενδιαφέροντος πρωίμου Μυκηναϊκού συνοικισμού, όπου όμως οι αρχαιολόγοι έφθασαν αργά.
Μέχρι και της παρούσης γενεάς ενθυμούνται οι κάτοικοι, ότι μετεκομίζοντο εντεύθεν λίθοι εις την Κουκουνάραν. Το ήδη ανασκαφέν κτίσμα παρουσιάζει μέγιστον μήκος 10.80 και πλάτος 5.50μ., αλλά το παρακείμενον προς Δ. δυνατόν να ήτο μεγαλύτερον.
Κατά το Ν. άκρον της ακροπόλεως υπάρχει είδος φυσικού χάσματος, το οποίον προφανώς εχρησίμευσεν ως λάκκος απορριμμάτων. Περιέχει αρίστης ποιότητος κεραμεικήν της Μυκηναϊκής ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περιόδου, ήτις προφανώς είναι εισηγμένη.
Η υπόλοιπος δραστηριότης της εφετινής περιόδου αφιερώθη εις την ανακάλυψιν και έρευναν περαιτέρω τάφων. Ήδη έφθασαν τον αριθμόν των επτά οι θολωτοί τάφοι, επί πλέον δε απεδείχθη, ότι τινές των τύμβων κρύπτουν πολλούς έκαστος, αλλά υποτυπώδεις θολωτούς τάφους, πτωχούς και ανήκοντας εις τας προχωρημένας φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής. Τα αποτελέσματα έν συνάψει είναι τα ακόλουθα:
Συνεπληρώθη ο καθαρισμός του πέρυσι κατά το πλείστον ανασκαφέντος θολωτού τάφου Κουκουνάρας 2 (Τσουμπρή). Η εικών δεν μετεβλήθη. Ο τάφος είχε συληθή επανειλημμένως, ώστε ούτε αγγείον ούτε σκελετός ευρέθη, πλην ασημάντων θραυσμάτων. Τρία χρυσά ορθογώνια λεπτά ελάσματα, αργυρούν σύρμα και δύο λίθινα βέλη, ομού μετά τεμαχίου σφραγιδόλιθου εξ ορείας κρυστάλλου υπήρξαν τα μόνα ευρήματα.
Αί νέαι έρευναι εστράφησαν κυρίως εις την ολίγα μέτρα προς Ανατολάς της ακροπόλεως Καταρραχάκι και τού αυτόθι συνοικισμού απέχουσαν περιοχήν.
Κατ’ ευθείαν γραμμήν η απόστασις είναι μόνον 20-30 μέτρα, αλλά το βαθύ ρεύμα του Αράπη καθιστά ταύτην προσιτήν δι’ επιπόνου ατραπού. Η περιοχή, γνωστή ως Γουβαλάρη, εμποιεί εντύπωσιν ως έκ των εκεί πυκνών τεχνητών τύμβων. Εις, ό περισσότερον περίοπτος (ηριθμήθη ώς τύμβος 1), δεν έδωκεν εφέτος αποτελέσματα, αν και πολλά στιβαρά εργαλεία εθραύσθησαν εναντίον των εγκάτων του, των οποίων τα χώματα έχουν αφάνταστον σκληρότητα κατά την ξηράν εποχήν. Έτερος τύμβος, 6 ύπ’ αρ. 2, απέδειξεν ότι έκρυπτε τρεις μικρούς θολωτούς τάφους, των οποίων η διάμετρος δεν φθάνει τα 3 μέτρα.
Είναι πρόχειρα και άτεχνα κατασκευάσματα, άνευ θύρας, οι δε νεκροί εθάπτοντο είτε άνωθεν, είτε ανοιγομένης οπής εις τα πρόχειρα τοιχώματα της θόλου.
Ουδείς εκ των τριών τάφων απέδωκε σκελετόν ουδέ καν κρανίον ώστε υπέθεσα ότι τα ολίγα οστά, τα οποία, τεθραυσμένα ήδη και ελλιπή, έκειντο εδώ και εκεί, πιθανόν να προέρχωνται έξ ανακομιδής λειψάνων αλλού που τεθαμμένων. Ο περισσότερον ενδιαφέρων εκ των τριών τάφων ήτο ο 1 (ο Δυτικώτατος), ο οποίος έφερεν εις το Β. μέρος πλακοειδή λίθον κατά πλάτος όρθιον ιστάμενον και προ αυτού μικρούς λίθους κυκλικώς (εικ. άνω), οίτινες όμως ουδέν εκάλυπτον. Τα ευρήματα ήσαν μαχαιρίδιον λεπτότατον και τεμάχιον άλλου έκ χαλκού, χαλκή περόνη μήκους 10.2 έκ. φέρουσα εις την κεφαλήν οπήν (άνευ κρίκου), βέλος έκ ξανθού πυρίτου, πήλινα σφονδύλια και τεμάχια χειροποιήτου κεραμεικής, τα πλείστα εκ του τάφου 1, ου η διάμετρος είναι 2.75 και το μέγιστον σωζόμενον ύψος 1.15μ.
Τρεις ή τέσσαρες όμοιοι τύμβοι υπάρχουν ακόμη, οίτινες θα παράσχωσι πληρεστέραν εικόνα εάν ανασκαφούν. Προς Δ. τούτων, χωριζόμενος από την ακρόπολιν διά του ρεύματος του Αράπη, υπάρχει στενόμακρος επίπεδος χώρος εκτεινόμενος από Β. προς Ν. Εκεί εδοκιμάσαμεν εις μέρος όπου τινές λίθοι ήσαν ορατοί, απέδειξαν δ’ ότι επρόκειτο περί θολωτού τάφου, του μεγαλυτέρου και πλουσιωτέρου μέχρι της στιγμής εις την περιοχήν (Γουβαλάρη 1= Κουκουνάρας 4). Ο τάφος ήτο σεσυλημένος, αλλ’ ίχνη του άλλοτε πλούτου του διετηρήθησαν αρκετά, επί πλέον δέ παρουσίασεν ούτος το καλύτερον μέχρι τούδε παράδειγμα εντατικής λατρείας των νεκρών κατά την Ελληνικήν εποχήν.
Ο δρόμος κείται προς Ν. Η θύρα διετηρήθη κακώς, άνευ ανωφλίου και έφερε μόνον τους κατωτάτους δόμους (ύψος 1.10μ.) της άλλοτε τειχίσεως. Η θόλος έχει διάμ. 6.25μ. και το δάπεδον αποτελείται έκ του φυσικού βράχου, αρκούντως σκληρού, ο οποίος ελαξεύθη επιμελώς και κατέστη οριζόντιος. Μεταγενεστέρως ελάξευσαν έτι βαθύτερον και τον δρόμον και το κατώφλιον της θύρας και πεταλοειδές τμήμα του δαπέδου της θόλου εις βάθος 0.50μ. Το σκάμμα της θόλου έχει μήκος 4.50 και πλάτος από 1.40 μέχρι 1.90μ. Ουδεμίαν άλλην ερμηνείαν βλέπω, πλην της δοθείσης ήδη διά τα παρεμφερή σκάμματα άλλων τάφων ήτοι ότι εγένοντο όπως διευκολύνουν την είσοδον άρματος ή νεκρικής αμάξης. Η εύρεσις δύο εσφαγμένων ίππων εις τον δρόμον του τάφου του Μαραθώνος ίσως δεν είναι άσχετος προς την τελευταίαν υπηρεσίαν την οποίαν προσέφερον, να σύρουν μέχρι του τάφου την άμαξαν του νεκρού.
Η θόλος διατηρείται μέχρις ύψους 2.20μ. και μετά την αφαίρεσιν των πρώτων 50εκ. επιχώσεως ήρχισαν να φαίνωνται οστά ζώων. Εντός ολίγου παρουσιάσθη ολόκληρος σκελετός ελάφου, ως νομίζω (εικ. άνω). Πέριξ τούτου και καθ’ όλην την επίχωσιν, μέχρι του δαπέδου, υπήρχεν απειρία οστών εκ βοών, χοίρων, αρνίων, κέρατα ελάφων και 16 οπλαί εξ ιπποειδών ή ελάφων. Ευρέθησαν εισέτι το κέλυφος μιας χελώνης και απειρία οστράκων καρκίνων. Άν και λείψανα μιας χελώνης ευρέθησαν εις τον τάφον 2 Κουκουνάρας, καρκίνων δε όστρακα είς πολλούς άλλους, είναι άγνωστον αν κατετίθεντο υπό ανθρώπων ή εισέδυσαν έως εκεί. Μία ανθρωπίνη χείρ καλής διατηρήσεως ευρέθη ωσαύτως είς τα Ελληνικά στρώματα. Πυράς και θυσιών λείψανα υπήρχον παντού, κυρίως όμως μεγάλη πυρά μετά όγκων τέφρας έκειτο είς την ΒΔ. πλευράν παρά τον τοίχον της θόλου και επ΄ αυτού του δαπέδου. Κέραμοι, τεμάχια πίθων μεγάλων, ομηρικοί σκύφοι και τέλος τα λείψανα ενός ανατολίζοντος αγγείου (τεχνοτροπίας Λακωνικής;) ευρέθησαν εντός της θόλου, κυρίως περί την μνημονευθείσαν πυράν (εικ. κάτω).
Ούτε αγγείον, ούτε σκελετός, αλλά μόνον τεμάχια ολίγων κρανίων ευρέθησαν εντός του τάφου. Ευρέθησαν αρκετά όστρακα, ώστε ίσως θα καταστή δυνατή η ανασυγκρότησις ενός ή δύο αμφορέων πρωίμου Ανακτορικού ρυθμού με φυλλοειδή ή ροδακοειδή διακόσμησιν, αίτινες δίδουν και την χρονολογίαν του τάφου. Τον πάλαι πλούτον αυτού αποδεικνύει απειρία χρυσών φυλλαρίων, εξ ων ήτο κατάσπαρτος όλος ο τάφος. Ευρέθησαν ωσαύτως αφθονία ψήφων εκ λίθων ημιπολύτιμων, δεκάδες χαυλίων εκ κράνους ή κρανών και αφθονία λίθινων βελών. Τα πολυτιμότατα των ευρημάτων ήσαν χρυσή ψήφος λεπτής σπειροειδούς και κοκκιδωτής εργασίας και σφραγιδόλιθοι. Ο είς είναι εκ κυάνου χρυσόδετος, αλλά παρουσιάζει μόνον πυροστρόβιλον εκ δελφίνων ως γλυφήν. Είς πεπιεσμένος κύλινδρος εκ σαρδίου φέρει έλαφον γονατίζουσαν. Εις αμυγδαλοειδής σάρδιος φέρει τετράφυλλον. Έτερος φέρει βούν βεβλημένου και μυκώμενον επωδύνως. Οι δύο κάλλιστοι ευρέθησαν εντός του σκάμματος της θόλου. Ο εις, πεπιεσμένος κύλινδρος εξ ιάσπιδος, είναι η παλαιοτέρα από απόψεως ρυθμού και τέχνης λίθος. Φέρει πτερωτόν γρύπα κρατούντα διά του ράμφους νεκράν έλαφον. Ο ρυθμός ανάγεται εις χρόνους ολίγον μεταγενεστέρους του 1500. Πρωτοφανές και μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος είναι το θέμα της τελευταίας σφραγίδος, πεπιεσμένου κυλίνδρου έξ αμεθύστου. Δύο πολεμισταί μονομαχούν διά τεσσάρων ξιφών. Τα δύο βραχύτερα διασταυρούνται προ των κοιλιών των, τα έτερα δύο μακρότερα (το εν φαίνεται καλώς) απειλούν τους λαιμούς των. Το σύμπλεγμα εσχεδιάσθη θαυμασίως, όπως καλύψη τον ορθογώνιον χώρον της σφραγίδος. Η αυστηρά συμμετρία των μορφών δίδει την εντύπωσιν θεαματικού αγωνίσματος μάλλον παρά πραγματικής μάχης. Δυστυχώς και η τέχνη και η διατήρησις της σφραγίδος είναι μέτρια. Ο πίναξ 148β δίδει φωτογραφίας εκ των πρωτοτύπων, μη υπαρχόντων εισέτι αποτυπωμάτων.
Η παρατήρησις, ότι εις την Πύλον οι θολωτοί τάφοι ευρίσκονται ανά ζεύγη, ελειτούργησε και ενταύθα καλώς (και μάλιστα δύο φοράς).
Ολίγα μέτρα προς Β. του τάφου ανεκαλύφθη ο προφανώς κατά τι παλαιότερος, εν πάση δε περιπτώσει μικρότερος και πτωχότερος αδελφός του. Δεν έχει ανώφλιον, αλλ΄ η θύρα (βλέπουσα προς Β.) διατηρείται τετειχισμένη έως άνω (εικ. δεξιά) είς ύψος 1.83μ. Η θόλος είναι εκτισμένη διά προχείρων λίθων, ουχί διά των ωραίων πλακωτών του τάφου 1 (μελίστρες είς την γλώσσαν των εντοπίων, υπάρχουσαι είς εν λατομείον περί τα 4 χιλιόμ. απέχον).
Έχει διάμετρον 4.90- 5μ. και το δάπεδον (φυσικός βράχος ως και είς τον τ.1) δεν ελαξεύθη οριζοντίως, αλλά φέρει την φυσικήν κλίσιν από Α. προς Δ. Ουδέν ευρέθη κατά χώραν.
Μία πυρά μετά τέφρας, λειψάνων οστών και κτερισμάτων, έκειτο παρά την Δ. πλευράν της θόλου. Τα τεμάχια ενός μεγάλου τριώτου αμφορέως μετά κισσοειδούς διακοσμήσεως δεικνύουν, ότι ο τάφος κατάγεται τουλάχιστον εκ του 1500, αλλ΄ υπάρχει και πολλή κεραμεική ΥΕ ΙΙΙΑ-Β. Τα ευρήματα ήσαν: Τεμάχια χαλκών σκευών και όπλων, ων μεταξύ ήλοι επίχρυσοι. Ψήφοι διάφοροι και εις σφραγιδόλιθος αμεθύστου φέρων βούν τρέχοντα και μυκώμενον επωδύνως. Δεκάδες λίθινων βελών, τινών ωραιοτάτων, έκ πολυχρώμων ή διαφανών λίθων και άλλα μικρά αντικείμενα.
Το σπουδαιότατον των ευρημάτων είναι πεντηκοντάς περίπου χαυλίων, ήτις ελπίζεται οτι θα αποτελέση ολόκληρον κράνος. Η οπισθία πλευρά των χαυλιοδόντων δεικνύει κατεργασίαν, ήτις παρουσιάζει περίπλοκον την τοποθέτησιν των χαυλίων επί του κράνους και ουχί τόσον απλήν, όσον μέχρι τούδε ενομίζετο.
Εις απόστασιν 500 περίπου μέτρων προς τα ΒΔ. της ακροπόλεως Καταρραχάκι, εις την θέσιν Ακόνα, εντός αγρού του Ηλία Ζωντανού, υπάρχει τύμβος. Είναι ο πρώτος ο οποίος εσημειώθη κατά την πρώτην άφιξίν μου εις Κουκουνάραν, διότι ευρίσκεται εις το άκρον του χωρίου. Η εφετινή δοκιμή απέδειξεν αμέσως ότι πρόκειται περί θολωτού τάφου, όστις όμως έχει συμπέσει τόσον παραδόξως και επικινδύνως (πίν.150α), ώστε η ανασκαφή του διεκόπη διά τον φόβον δυστυχήματος. Ο τάφος (Ακόνας 1= Κουκουνάρας 6) εχει την είσοδον προς Ν. Ενώ δεν διατηρείται ανώφλιον, η θόλος υπεράνω τούτου διατηρείται εις ύψος άνω του μέτρου (πίν.150α) και κατά τοιούτον περίεργον τρόπον, ώστε επί πολλάς ημέρας ενομίζομεν, ότι πρόκειται περί ελλειψοειδούς τάφου, ως ο του Θορικού. Οταν εφθάσαμεν εν μέτρον βαθύτερον ο τάφος ήρχισε να επανακτά κυκλικότητα, αλλ΄ η ανασκαφή διεκόπη εις το σημείον τούτο.
Μόλις εις απόστασιν 15μ. προς Νότον ανεκαλύφθη και ενταύθα διά της πρώτης δοκιμής το έτερον μέλος του ζεύγους. Ο νέος τάφος (Ακόνας 2= Κουκουνάρας 7) εχει την είσοδον προς Β., ης μόνον τμήμα του ανωτέρου μέρους ευρέθη τετειχισμένον (εικ. άνω). Η θόλος διατηρείται εις μικρόν μόνον ύψος ολίγον άνω του μέτρου. Έχει διάμ. 5.40, το δε στόμιον βάθος 2.30 και πλάτος 1.20μ.
Ουδέν ευρέθη κατά χώραν. Ο τάφος είχε πολλάκις καθαρθή κατά την Μυκηναϊκήν εποχήν. Μεθ’ έκαστον καθαρμόν ηνάπτετο πυρά εις εν μέρος του τάφου, εις ην έθετον κρέατα (αφθονία ζωικών οστών) και βαλάνους δρυός, ων εύρομεν πολλάς απηνθρακωμένας. Ως γνωστόν, εις Ελληνικούς χρόνους ο χρησμός της Πυθίας προς την Σπάρτην ονομάζει τους γειτονικούς Αρκάδας βαλανηφάγους. Μικροί λάκκοι ηνοίγοντο εις το δάπεδον, οι οποίοι εδέχοντο τα οστά παλαιοτέρων νεκρών, ενδεχομένως και κανέν κτέρισμα. Εν μόνον κρανίον ευρέθη σχεδόν ακέραιον και τριών ακόμη οι θόλοι. Έν μόνον μικρόν αλάβαστρον ευρέθη ακέραιον. Η υπόλοιπος κεραμεική είναι κυρίως ΥΕ ΙΙΙΑ-Β πλην ολίγων τεμαχίων εκ μειζόνων αγγείων, άτινα είναι ΥΕ II.
Περί τα 30 λίθινα βέλη ευρέθησαν εντός του τάφου, ων το ήμισυ ευθύς μετά την είσοδον, σχεδόν το έτερον ήμισυ εις την έναντι της εισόδου άκραν του δαπέδου και ελάχιστα ανά την υπόλοιπον θόλον. Ευρέθησαν ωσαύτως σφονδύλια στεατίτου, τεμάχιον κέρατος ελάφου, 15 ψήφοι υάλου και μάζης διαφόρων σχημάτων και περίεργος φακοειδής σφραγιδόλιθος. Αποτελείται εξ ερυθράς γεώδους ουσίας, σύρματα δε αργύρου προφανώς, τοποθετημένα εντός της ζύμης, παριστούν τας φλεβώσεις του σαρδώνυχος. Έφερε γλυφήν, ίσως βοός. Ευρέθησαν εισέτι αρκετά χάλκινα. Μία μικρά αιχμή ακοντίου (μόλις 9 έκ. μήκος) ομοιάζει προς παιδικόν άθυρμα. Εν γλωσσοειδές μαχαίριον (μήκους 0.19μ.) και έτερον μονόστομον (μήκ. περί τά 0.28μ.) διατηρούνται καλώς, αλλ΄ έχουσι συστραφή (το γλωσσοειδές εθραύσθη εις δύο) σκοπίμως, ίνα καταστώσιν ανάξια συλήσεως. Εν μονόστομον μαχαίριον και εν εγχειρίδιον (μήκος 17έκ.), ου οί τρεις ήλοι φέρουν επένδυσιν αργύρου μετά μικράς προσμείξεως χρυσού (ήλεκτρον), ήτις προεφύλαξε τούτους από της όξειδώσεως.
1. Την ανασκαφήν της Πύλου παρηκολούθησαν ο κ. Σπ. Ιακωβίδης και η δεσπ. Μ. Παντελίδου ως σχεδιασταί. Επισκέπται παραμείναντες αρκετάς ημέρας υπήρξαν ωσαύτως ο κ. Per Alin (Σουηδία) και Η. Muhlestein (Ελβετία) και εκ Βερολίνου οι κύριοι Eggers και Braschen. Ετίμησαν ωσαύτως την ανασκαφήν δι’ επισκέψεως ο νομάρχης Μεσσηνίας κ. Τσαμούλας και πρόκριτοι της Πύλου, ως και επισκέπται και φοιτηταί ξένοι τε και ημέτεροι.
Οι ανασκαφές του 1960
Kατα την ανασκαφήν Κουκουνάρας ανεσκάφησαν πλήρως οι δύο θολωτοί τάφοι Γουβαλάρη 1 (Κουκ. 4) και 2 (Κουκ.5), ως δίδυμοι αδελφοί πλησίων αλλήλων ευρεθέντες. Αμφότεροι ευρέθησαν εις κατάστασιν πλήρους αναμοχλεύσεως ακέραιον δε αγγείον ούδε εν εξήχθη. Τα περισυλλεγέντα όστρακα, ευτυχώς, αποδίδουν, έστω και ελλιπή, πολύ περισσότερα αγγεία από όσα είχομεν ελπίσει. Αμφότεροι οι τάφοι χρονολογούνται εις την ΥΕ Ι εποχήν και εχρησιμοποιήθησαν μέχρι της YE IIIΒ. Ο τάφος Α (2), ο μεγαλύτερος και ίσως ελαφρώς νεώτερος, υπήρξεν επί πλέον καά την Ελληνικήν εποχήν θέατρον εντατικής λατρείας των νεκρών, οποίαν είς ουδένα έτερον τάφον μέχρι τουδε εξηκριβώσαμεν. Τα κατ' αυτόν περιεγράφησαν ήδη είς την έκθεσιν του παρελθόντος έτους. Ενδιαφέρον είναι να προστεθή ενταύθα αυτολεξεί η ακόλουθος παράγραφος του ημερολογίου της Τετάρτης 19 Αυγούστου 1959: «Εύρομεν επιμήκη πυράν, της οποίας το περιεχόμενον είναι εκπληκτικός αριθμός οστών από πελωρίων διαστάσεων μηριαίων οστών (αγρίου βοός) μέχρι σιαγόνων και οστών μόσχων, χοίρων, οπλών ιπποειδών, οσταρίων μικροτάτων ζώων, πτηνών και παγούρων. Η πυρά έχει μήκος 2μ...» κλπ.
Η περιγραφή αύτη, γενομένη εις ανύποπτον εποχήν, αντιστοιχεί προς την παρά Παυσανία IV 31,7 περιγραφήν θυσίας επί των ημερών του προσφερομένης έτι εν Μεσσήνη είς το μέγαρον των Κουρήτων: Κουρήτων μέγαρον, ένθα ζώα τα πάντα ομοίως καθαγίζουσιν. αρξάμενοι γάρ από βοών τε και αιγών καταβαίνουσιν εις τους όρνιθας αφιέντες εις την φλόγα.
Κυρούνται ούτως οι λόγοι του Παυσανίου ανασκαφικώς και συγχρόνως αποδεικνύεται, ότι το είδος τούτο της θυσίας ήτο μεσσηνιακός τρόπος εναγισμού ουχί αποκλειστικού εις την λατρείαν των Κουρήτων.
Εις περισσότερον προχωρημένην φάσιν της περιόδου ταύτης και της επομένης (IIIB) ανήκουν τα περισσότερα των συγκροτηθέντων αγγείων ο πιν 152β παρουσιάζει δύο κωνικά ρυτά (το μεγαλύτερον μετρεί ύψος 0,37 άνευ λαβής) και ραμφόστομος πρόχους μετά πτηνών ασυνήθους πρωτοτυπίας. Εις τον ζωγραφικόν ρυθμόν ανήκουν και ολόκληρος σειρά άλλων αγγείων, κυρίως κρατήρων, οι οποίοι δυστυχώς είναι πολύ ελλιπείς. Ο πίν. 153α παρουσιάζει εν εξ αυτών. Φέρει πτηνά ζωγραφούμενα εις τον πατροπαράδο τον Μεσοελλαδικόν ρυθμόν τον ενθυμίζοντα αγγεία της Μήλου ή των βασιλικών λάκκων των Μυκηνών εις την μίαν πλευράν. Άλλο εικόνιζε πάλιν πτηνά κομίζοντα εις τα ράμφη αντικείμενα άτινα δύνανται να ερμηνευθούν και ως ρίζαι και ως έρια, ίσως δ΄ έχουν και βαθυτέραν έννοιαν. Τα όστρακα της Ελληνικής εποχής (εκ της λατρείας των νεκρών) δεν κατέστη δυνατόν να μελετηθούν επαρκώς. Συνεκροτήθη εν τούτοις, εξ ολοκλήρου η μεγάλη κυλινδρική πυξίς, ης τεμάχια εδημοσιεύθησαν εις την περυσινήν έκθεσιν. Τα αγγεία δεν ήσαν δύο ώς εκεί αναφέρεται, αλλ' ευτυχώς εν μόνον, εφ ώ και επετεύχθη πλήρης ανασυγκρότησις (πίν. 153β). Το αγγείον φαίνεται ανατολικής προελεύσεως, αν και ακριβή παράλληλα δεν εύρομεν μέχρι τούδε. Ομοία το σχήμα πυξίς υπάρχει εξ Ευβοίας, τινα όμως εκ των κοσμημάτων του αγγείου έχουν τα παράλληλά των επί αττικών αγγείων του ανατολίζοντος ρυθμού.
Οι ανασκαφές του 1961
Η Κουκουνάρα είναι σπουδαίον κέντρον πολιτισμού από της παλαιοτέρας μέχρι της νεωτέρας Μυκηναϊκής εποχής. Η επανάληψις των ανασκαφών εσκόπει κυρίως να προλάβη τυχόν καταστροφάς δύο νέων θολωτών τάφων, οίτινες είχον επισημανθή.
Ο εις εξ αυτών ανεκαλύφθη τυχαίως εις θέσιν Πολλά Δένδρα, περί το χιλιόμετρον προς Α. του χωρίου Κουκουνάρας. Ο ιδιοκτήτης Νικ. Σταματελόπουλος (εκ του χωρίου Στενωσιά) θέλων να φυτεύση ελαίας προσέκρουσεν επί της θύρας του τάφου, ης κατέστρεψεν εν μέρει την αριστεράν παραστάδα, χωρίς να προξενήση άλλην ζημίαν. Η ανασκαφή έδειξεν, ότι επρόκειτο περί μικρού και πτωχού θολωτού τάφου υστερωτέρας Μυκηναϊκής εποχής. Η διάμετρος της θόλου, τελείως κυκλικής, είναι 4.75μ., οι δε τοίχοι διατηρούνται το πολύ μέχρις 1.20 εις ύψος. Εις το Ν. μέρος ανοίγεται το κτιστόν στόμιον, όπερ έχει βάθος 1.85, άνοιγμα δε 1.10 εις το έξω και 0.95 εις το έσω μέρος. Διατηρεί λείψανα τειχίσεως, όσα αφήκεν ο Σταματελόπουλος.
Οι λίθοι είναι μικροί πλακωτοί και η εργασία αρκούντως επιμελής. Ο τάφος είχε χρησιμοποιηθή πολλάκις. Ένδεκα έως δώδεκα κρανία ευρέθησαν, αλλά πάντα εις κακήν κατάστασιν. Μόνον εις νεκρός οκλάζων ευρέθη σχετικώς άθικτος, αλλά και ούτος άνευ κρανίου. Υπέρ τον σκελετόν έκειτο μικρά πλάξ και επ’ αυτής κρανίον μικρού κυνός. Ο τάφος περιείχε μερικά μικρά αγγεία, αλλ’ επειδή η διαβρωτική δύναμις του ερυθρού πηλού, ού ήτο πλήρης, είναι πολύ μεγάλη, οστά και αγγεία ήσαν εις λίαν ψαθυράν κατάστασιν. Πάντως τινά εξ αυτών θα συγκροτηθούν. Πάντα φαίνονται ανήκοντα εις την τρίτην Μυκηναϊκήν περίοδον (το Νότ. ήμισυ του τάφου εικ. κάτω).
Ο έτερος τάφος είχεν επισημανθή εις το αντίθετον άκρον του ορίζοντος, ήτοι περί τα 2 χλμ. προς Δ. του χωρίου, εις θέσιν καλουμένην Παλαιοχώρια.
Η ονομασία είναι χαρακτηριστική, διότι πράγματι λείψανα τοίχων, έρμακες λίθων καί όστρακα επί της επιφανείας προέδιδον συνοικισμόν. Είχον μάλιστα περισυλλέξει και τεμάχιον ασαμίνθου κατά την επίσκεψίν μου του 1959.
Η εφετινή δοκιμή επεβεβαίωσε τας παρατηρήσεις επιφανείας. Ο επισημανθείς τάφος, επί μικρού τεχνητού τύμβου, απεδείχθη απλούς κυκλικός περίβολος μιμούμενος θολωτόν τάφον, χωρίς να είναι. Οι τοιούτοι τάφοι έχουσι μεν μίαν είσοδον, άλλ’ ο κύκλος αυτών δεν αποτελεί θόλον. Υψούται, συνήθως διά μιας και μόνης σειράς λίθων είς πάχος, μέχρις ύψους 50-70 εκατοστών. Αι πενιχραί ταφαί καλύπτονται διά χώματος, επ’ αυτού δε τοποθετούνται μερικαί πλάκες και χώμα, ώστε να σχηματίζεται μικρός τύμβος.
Επιπολαιοτέρα παρατήρησις δύναται να απατήση και να θεωρηθούν οι τάφοι ούτοι θολωτοί (εικ. κάτω).
O παρών τάφος (ιδιοκτήτης Αθανάσιος Νικολακόπουλος), oν επρόδιδεν ήπιος τύμβος, είχε την είσοδον προς Ν., πλάτους 1μ. εις τo έξω μέρος, 0.90 εις τo έσω και βάθους 1.45. Ο εσωτερικός κύκλος, ελαφρώς ακανόνιστος, είχε διάμετρον από 3.40 μέχρι 3.60 και απετελείτο από 3-4 σειράς επαλλήλων μικρών λίθων. Ουδαμού το ύψος είναι μεγαλύτερον των 50 εκ., το δε πλάτος φθάνει μέχρι 0.30. Ουδεμία ενδόκλισις παρατηρείται. Είς εν- δύο σημεία, ούσα ασθενεστάτη, είναι προφανώς τυχαία. Οι ταφικοί ούτοι περίβολοι, αποτελούντες τον έσχατον εκφυλισμόν του θολωτού τάφου, είναι αρκούντως κοινοί είς την Πυλιακήν περιοχήν. Υπάρχουν μάλιστα και λαξευτοί περίβολοι της αυτής μορφής, αποτελούντες και ούτοι υποκατάστατον των λαξευτών θαλαμωτών τάφων, αλλά περί τούτων πάντων ευρύτερος λόγος δεν είναι τού παρόντος.
Το περιεχόμενον του τάφου ήτο πενιχρόν και ανήκει είς την μεταγενεστέραν Μυκηναϊκήν αρχαιότητα, ίσως φθάνουσαν και μέχρι της υποδιαιρέσεως ΙΙΙγ (τεμάχια ευρυστόμου αγγείου με κυματοειδή γραμμήν υπό το χείλος.
Επειδή όμως η κεραμεική είναι είς αθλίαν κατάστασιν λόγω της διαβρώσεως και ακαθάριστος εισέτι, η ακριβεστέρα χρονολόγησις θα είναι δυνατή μετά τον καθαρισμόν και αποκατάστασιν των αγγείων). Αι ταφαί δεν ευρέθησαν κατά χώραν, αλλά τα οστά, θρυμματισμένα και διαβεβρωμένα, έκειντο διάσπαρτα ή κατά μικρούς σωρούς ανά το δάπεδον. Έναντι της εισόδου, είς το βάθος του τάφου, έκειτο η μεγαλυτέρα ανακομιδή: Επτά κρανία μετ’ άλλων οστών εν σωρώ. Εμετρήθησαν εν συνόλω δέκα επτά θόλοι κρανίων. Ελάχιστα ήσαν τα αγγεία, ων πρακτικώς ακέραια (εικ. κάτω) είναι μικρά πρόχους χονδροειδούς ερυθρωπού πηλού, ψευδόστομος αμφορεύς, έφ’ ου διακρίνονται ολίγαι μαύραι ταινίαι και μικρά μόνωτος κύλιξ μετά χαμηλού ποδός. Ευρέθη μία μοναδική φακοειδής σφραγίς στεατίτου μετά δύο αντινώτων κεφαλών κριού και -εύρημα περίεργον- το ήμισυ (κατά μήκος) μικροτάτου λίθινου πελέκεως, μήκους τριών εκατοστών, εκ καστανόχρου ιάσπιδος επιμελέστατα λελεασμένου.
Περί τα 50μ., προς Ν. του τάφου ευρίσκεται η ισόπεδος κορυφή του υψώματος, μετά θέας ωραίας και αναπεπταμένης προς το Κορυφάσιον, την Σφακτηρίαν και τον κόλπον του Ναυαρίνου. Εκεί, εντός αγρού του Γεωργίου Δαρσαλάκη (χωρίον Χανδρινού) ηνοίξαμεν μίαν μόνην τάφρον από Β. προς Ν. με ενδιαφέροντα αποτελέσματα (πίν.135α). Απεκαλύφθησαν τα θεμέλια μεγάλου και πολυσυνθέτου οικήματος. Η τάφρος, μήκους 26μ., έδειξε τουλάχιστον εννέα συνεχομένους χώρους, έξ ών εις, ούτινος ηδυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν το περίγραμμα άνευ βλάβης του νεαρού ελαιοφύτου, έχει διαστάσεις 6x 8 μέτρα. Είς το παραπλεύρως δωμάτιον, φαινόμενον ισομεγέθες εύρομεν μίαν ασάμινθον κατά χώραν (πίν.136α). Έχει μήκος 1.30 και φέρει δύο λαβάς εις τας στενάς πλευράς. Ήτο πλήρης μελανής οργανικής ουσίας.
Εις το προς Α. συνεχόμενον δωμάτιον έκειντο πίθοι, ών εις ήτο ακέραιος (πίν.135β), ετέρου δε διετηρείτο μόνον ο πυθμήν. Ευρέθησαν κωνικά σφονδύλια εκ πηλού ή στεατίτου, τεμάχια δύο ή τριών εισέτι ασαμίνθων και πλήθος κεραμεικής της τελευταίας (ΙΙΙβ) Μυκηναϊκής περιόδου. Αφθονούν αι άγραφοι υψίποδες κύλικες και χονδροειδής οικιακή κεραμεική. Σπουδαία είναι πάντως η παρουσία και χρήσις ασαμίνθων ού μόνον εις το ανάκτορον Εγγλιανού, αλλά και εις μικρότερα μέγαρα (εύρομεν άλλοτε ασάμινθον εις το μέγαρον Ικλαίνης, ΠΑΕ 1954, 311, εικ.8). Τούτο θα εσήμαινεν ιδιαιτέρως στενήν επαφήν μεταξύ Πύλου και Κρήτης, ήν τελευταίως υπεστήριξε διά μακράς μελέτης o Καθ. Μ. Nilsson- (Opuscula Selecta III, 489).
Οι ανασκαφές του 1963
Αι ανασκαφαί του 1963 εν Πύλω διεξήχθησαν εις περιωρισμένην κλίμακα, διότι δυστυχώς αι διατυπώσεις της απαλλοτριώσεως Περιστεριάς δεν ήχθησαν εις πέρας εγκαίρως, του πράγματος οφειλομένου εις ανεξήγητον ραθυμίαν των τοπικών αρχών Κυπαρισσίας. Κατόπιν τούτου αι μέν ανασκαφαί Περιστεριάς- Ελληνικού, απαιτούσαι πολυμελέστερον επιστημονικόν προσωπικόν, αφέθησαν διά το επόμενον έτος, διεξήχθη δε περιορισμένη ανασκαφή 20 περίπου ημερών εις Κουκουνάραν.
Η Κουκουνάρα είναι σπουδαίον Μυκηναϊκόν κέντρον, το οποίον ήκμασεν από της πρωίμου μέχρι της υστάτης Μυκηναϊκής εποχής. (Είναι ο μόνος τόπος, ένθα αι ανασκαφαί απέδωκαν σκύφον μετά κυματοειδούς γραμμής, τυπικού ρυθμού «Σιταποθήκης», ενώ παντού αλλαχού η κεραμεική σταματά εις τον ρυθμόν 3Β) Ο σκοπός της εφετινής ανασκαφής ήτο διπλούς, ήτοι: πρώτον να υποστηλωθή και να ανασκαφή ο μικρός θολωτός τάφος Ακόνας 1. Δεύτερον να ερευνηθώσιν εκ νέου τα χώματα τα εξαχθέντα εκ του τάφου Γουβαλάρη 1. Ο τάφος ούτος, ο μέγιστος της Κουκουνάρας, ήτο αναμφιβόλως ο σπουδαιότατος πάντων των άλλων, ανήκων εις τον τοπικόν βασιλέα. Τούτο αποδεικνύεται και εκ των περισωθέντων ευρημάτων και εκ της εντατικής λατρείας, ήτις κατά τους Ελληνικούς χρόνους ησκείτο εντός αυτού. Παραπλεύρως του τάφου τούτου ανεκαλύφθη έτερος, μικρότερος και αρχαϊκώτερος, ο τάφος Γουβαλάρη 2, όστις περιείχε και ούτος τα λείψανα σημαντικών ευρημάτων (κυρίως άνω των 50 χαυλιοδόντων κάπρου ανηκόντων εις κράνος) και αξιόλογον κεραμεικήν. Δυστυχώς συνέβη σοβαρόν ατύχημα εν τω Μουσείω Πύλου, διότι διά λόγους ασχολιάστους ο συγκολλητής κ. Άργύρης Μαρίνης, όστις εκαθάριζε καί συνεκόλλα τα αγγεία κατά τάφους, διετάχθη αποτόμως υπό της Αρχαιολ. Υπηρεσίας να εγκαταλείψη το Μουσείον. Ακολούθως, λόγω ανακατατάξεως του Μουσείου, τα αγγεία, προτού ακόμη συγκολληθώσι πλήρως και καταγραφώσι, μετεκινήθησαν επανειλημμένως και ανεμείχθησαν μεταξύ των, εκτεθέντα εική εντός δύο ή τριών προθηκών υπό του εκεί αποσταλέντος Επιμελητού, χωρίς ούτος να ζητήση άδειαν ή τουλάχιστον οδηγίας του υπευθύνου ανασκαφέως. Έκτοτε η συστηματική προσπάθειά μου, τη βοήθεια και των ημερολογίου και της μνήμης του ανασκαφέως, κατώρθωσε τον ασφαλή χωρισμόν μεταξύ των δύο τάφων πάντων μεν των μικρών ευρημάτων, αρκετών δε και εκ των κυριωτέρων αγγείων. Δυστυχώς δεκάδες των ανασυσταθέντων μικρών αγγείων υπέστησαν ανεπανόρθωτον σύγχυσιν και δεν θα καταστή δυνατή η μετά βεβαιότητος διανομή αυτών μεταξύ των τάφων Γουβαλάρη 1 και 2.
Εσκέφθην ως εκ τούτου, να κοσκινίσω εφέτος (διά τρίτην φοράν) τα χώματα εκ του τάφου Γουβαλάρη 1, όστις ειχεν ανασκαφή τω 1959. Αν τυχόν ανευρίσκοντο νέα όστρακα, αποδεικνυόμενα ότι ανήκουσιν εις ωρισμένα αγγεία, τα αγγεία ταύτα ταυτίζονται ως ανήκοντα εις τον τάφον 1. Επί πλέον αγγεία τινα, ως οι κρατήρες και η πρόχους των πτηνών ή η Λακωνίζουσα κυλινδρική πυξίς των λεόντων, είναι από πολλών απόψεων τόσον σπουδαία, ώστε η τυχόν εύρεσις νέων οστράκων ανηκόντων εις ταύτα θα απεζημίονε διά την δαπάνην και τον κόπον.
Η έρευνα δύναται να θεωρηθή επιτυχούσα, αν και πολύ ολίγα όστρακα ανευρέθησαν, ουδέν δ’ εξ αυτών ανήκει εις τα αξιόλογα αγγεία. Τρία όμως όστρακα απεδείχθη ήδη ότι ανήκουσιν εις ισάριθμα αγγεία, ων ούτως επετεύχθη η κατανομή εις τον τάφον Γουβαλάρη 1. Επί πλέον ανευρέθη ωραιοτάτη φακοειδής γλυπτή λίθος εκ λευκού χαλκηδονίου (πίν.89α). Η οπισθία αυτής επιφάνεια έχει απορραγή αρχαιόθεν, παρασύρασα και ελάχιστον μέρος της εμπρόσθιας. (Διά τούτο και διέφυγε την προσοχήν μας κατά την αρχικήν ανασκαφήν, διότι δίδει την εντύπωσιν κοινού χάλικος.) Η παράστασις όμως διατηρείται πρακτικώς ακεραία, ανερχομένων ούτω νυν των εκ του τάφου σφραγίδων εις επτά, ων μία χρυσόδετος. Φωτογράφησις και επεξεργασία των ευρημάτων Κουκουνάρας εκ προηγουμένων ετών εγένετο αρκετή κατά το 1963, διότι παρεσχέθησαν αι σχετικαί ευκολίαι.
Τας κυρίας γραμμάς της εργασίας ταύτης θα εκθέσωμεν κατωτέρω, αφού προηγουμένως εκτεθή η γενομένη ανασκαφή του τάφου 1 Ακόνας.
Ο τάφος ούτος, έκδηλος εντός των αγρών διότι διετηρείτο ο τύμβος αυτού μέχρι τριών μέτρων ύψους, δεν ανεσκάφη άμα τη ανακαλύψει του, διότι οι τοίχοι της θόλου εκρέμαντο απειλητικοί (Έργον κλπ. 1959, σ.123 και εικ.131).
Εφέτος η Υπηρεσία Αρχαιοτήτων επί τη αιτήσει μου απέστειλε τον κ. X. Σφακιανάκην, όστις λίαν επιδεξίως υπεστήλωνε την θόλον συν τη προόδω της ανασκαφής (πίν.87α). Ούτω κατέστη δυνατή η πλήρης ανασκαφή του τάφου, ούτινος τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά είναι τα εξής: Δρόμος δεν είναι γνωστόν αν υπήρχε, πάντως θα ήτο υποτυπώδης. Ο θάλαμος είναι προσιτός διά στομίου, του οποίου τα τοιχώματα συγκλίνουσιν (πίν.87β) εμφανώς προς τα άνω, γεγονός όπερ πρέπει να θεωρηθή δείγμα μεταγενεστέρας ηλικίας του τάφου. Πράγματι δε οι δύο τάφοι της Ακόνας (περί του τάφου 2 όρα Έργον κλπ. 1959, σ.123-125) ανήκουσιν εις τους χρονολογικώς τελευταίους της Κουκουνάρας, μετά το -1400. Το βάθος του στομίου μετρει 2.40μ. και διατηρείται εις ύψος μέχρις 1.95μ., όπερ πρέπει να ήτο και το αρχικόν. Ανώφλιον δεν υπάρχει, διότι κατέστρεψε τούτο ο ιδιοκτήτης του αγρού, χωρίς να υποπτεύση ότι επρόκειτο περί τάφου. Κατά την βεβαίωσίν του (ακριβή προφανώς) ο τάφος έφερε δύο ανώφλια. Εις την πρόσοψιν το πλάτος του στομίου είναι 1.32 κάτω και 1μ. άνω. Έσωτερικώς το στόμιον έχει παραμορφωθή λόγω μετακινήσεως των τοιχωμάτων της θόλου. Κάτω είναι 1.20μ. ευρύ, ενώ άνω μόλις φθάνει τα 66 έκ. (όρα σχέδ. εικ.1).
Η θόλος έχει διάμετρον 6.20μ., οι τοίχοι διατηρούνται μέχρις ύψους 2.50μ., η δε ενδόκλισις είναι ανώμαλος λόγω παραμορφώσεως των τοιχωμάτων (σχέδ. εικ.1). Απέναντι της εισόδου, ήτις βλέπει προς Ν., ηνοίχθη λάκκος ορθογώνιος σύρριζα προς τον τοίχον της θόλου. Έχει μήκος 2.20, πλάτος 0.90 και βάθος 0.95μ. Προωρίζετο προς ταφήν του κυρίου ή κυρίων μελών της οικογένειας, αλλ’ η ανόρυξις του λάκκου τούτου υπέσκαψε τα θεμέλια του τάφου, ού η θόλος εις το σημείον ακριβώς τούτο υπεχώρησε πρώτη, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη και προ της ανασκαφής του τάφου. Ο λάκκος ήτο κενός οστών, ών μόνον ίχνη ευρέθησαν. Είς την επίχωσιν αυτού ανευρέθη ενδιαφέρουσα φακοειδής σφραγίς εκ πρασινωπού χαλκηδονίου παριστώσα νεανικήν μορφήν πηδώσαν επί σεσαγμένου αιγάγρου (πίν.89β). Εις τον πυθμένα του λάκκου ανευρέθη χαλκούν γλωσσοειδές μαχαίριον μήκους 0.185.
Αριστερά τω εισερχομένω, ήτοι εις το δυτ. μέρος της θόλου και εις ύψος 70-80 εκ. από του δαπέδου ευρέθη ο σκελετός ημισείας ελάφου, διότι μόνον το ήμισυ των οστών, δύο οπλαί και εν κέρας υπήρχον άθικτα κατά χώραν, καλύπτοντα χώρον μήκους 1.60μ. Επρόκειτο περί μεγαλοπρεπούς ζώου, διότι το κέρας είχε μήκος 0.90μ. και τα μηριαία οστά ήσαν παχύτατα. Το εκλεκτόν θήραμα φαίνεται ότι διενεμήθη μεταξύ δύο τάφων, ο δ’ έλαφος ούτος δεικνύει τον πλούτον του θηράματος κατά την περιοχήν της Δυτ. Πελοποννήσου, ήτις παρέμεινε θηραματοβριθής μέχρι της εποχής του Ξενοφώντος και του Παυσανίου. Παρά το Ν. άκρον του ελάφου ανευρέθη μικρά Υστερογεωμετρική πρόχους σχεδόν άθικτος, ολίγον δέ περαιτέρω έκειντο ομού τα τεμάχια ετέρου αγγείου της αυτής εποχής, άτινα απήρτισαν το ήμισυ περίπου διώτου αβαθούς σκύφου (πίν.90). Η θυσία του ελάφου και η τελευταία επίσκεψις του τάφου χρονολογούνται ούτω εις τους περί το -700 χρόνους.
Δύο εισέτι μικρά υστερομυκηναϊκά αγγεία έξ απλού πηλού ευρέθησαν καθ’ όλην την έκτασιν του τάφου. Το εν είναι κύαθος (ενίοτε και λύχνος) και το άλλο μικρόν κυλινδρικόν ποτήριον (πίν.91). Ανευρέθησαν εισέτι μέτριος αριθμός οστράκων, πάντων υστερομυκηναϊκών και συνήθως αγράφων, εξ ων είναι ενδεχόμενον να απαρτισθώσιν ολίγα μικρά αγγεία.
Ήδη εις το ύψος του ελάφου, ήτοι 80 εκ. υπέρ το δάπεδον, έκειντο πέντε τουλάχιστον κρανία, πάντα εις την περιφέρειαν του τάφου. Είς ύψος 50 εκ. από του δαπέδου ή και ολιγώτερον περισυνελέγησαν έτερα οκτώ κρανία, ων τα τρία υπέρ τον λάκκον. Τινά έξ αυτών ήσαν παιδικά, τα δε κείμενα ιδίως παρά τον έλαφον ήσαν ισχυρότατα κεκαυμένα. Άλλων οστών ελάχιστα ίχνη υπήρχον. Ζωικά όμως οστά, πλήν των του ελάφου, συνελέγησαν και άλλα, ιδίως αιγοπροβάτων.
Η καύσις των κρανίων πρέπει να ερμηνευθή ως συμβάσα κατά τας εντός του τάφου γενομένας θυσίας και ίσως και καθαρμούς. Τα ίχνη της πυράς εξετείνοντο πανταχού του τάφου, ακόμη και είς τον πυθμένα του λάκκου. Κυρίως όμως εντατικά ευρέθησαν εις το Δυτ. ήμισυ της θόλου, παρά τον έλαφον, αλλ’ είς χαμηλότερου επίπεδον. Δύο παχέα στρώματα τέφρας υπήρχον εκεί, ων το κατώτατον ευθύς υπέρ το δάπεδον της θόλου. Τα δύο στρώματα τέφρας εχώριζε λεπτόν στρώμα γης ισχυρότατα κεκαυμένης και ερυθρωπής (πίν.88β).
Πάντα τα ευρεθέντα κρανία και λείψανα ανθρωπίνων οστών ήσαν Μυκηναϊκά. Ουδεμία ένδειξις μεταγενεστέρας ταφής προέκυψεν, ο δέ τάφος εσυχνάζετο μόνον προς προσφοράν θυσιών. Εφόσον τινά των κρανίων ευρέθησαν εις ύψος 80 εκ. υπέρ το δάπεδον, είναι προφανές ότι η ανακομιδή των οστών κατά την περιφέρειαν του τάφου, εν μέρει τουλάχιστον, οφείλεται είς τους μεταγενεστέρους επισκέπτας τους προσενεγκόντας τας θυσίας. Πιθανώτατα πρόκειται περί οικογένειας ή οικογενειών, αι οποίαι επίστευον ότι ο τάφος ανήκεν εις προγόνους των.
Ευρήματα εκ προηγουμένων ανασκαφών
Αι επί τέλους παρασχεθείσαι κατά το 1963 ευκολίαι εργασίας εν τω μουσείω Πύλου επέτρεψαν την μελέτην των ευρημάτων Κουκουνάρας εκ των προγενεστέρων ανασκαφών. Διά πρώτην φοράν κατέστη δυνατόν να ληφθώσιν αποτυπώματα των σφραγίδων επί γύψου (πίν.92). Αύται είναι αι ακόλουθοι:
1) Πεπιεσμένος κύλινδρος έξ αμεθύστου. Δύο πολεμισταί χιαστί, γυμνοί τα άνω σώματα, προφανώς όμως φέροντες κράνη, μονομαχούσι διά τεσσάρων ξιφών. Οι σφαιρικοί μύκητες των λαβών είναι εμφανείς. Τα εν τω μέσω διασταυρούμενα ξίφη είναι βραχύτερα, αί "παραξιφίδες" των μετά το 1500 Μυκηναίων πολεμιστών. Εργασία της Μυκ. IΙΙ Α-Β εποχής. Γουβαλάρη τάφος 1.
2) Πεπιεσμένος κύλινδρος εξ ερυθρωπού ιάσπιδος. Πτερωτός γρύψ προς αριστ. (νοούνται πάντοτε τα αποτυπώματα, ίνα η περιγραφή είναι σύμφωνος προς τας ενταύθα παρεχομένας εικόνας) κρατών είς το ράμφος έλαφον. Λεπτή εργασία της Μυκ. Ι-ΙΙ εποχής. Γουβαλάρη τάφος 1.
3) Πεπιεσμένος κύλινδρος εκ σαρδώνυχος. Έλαφος προς δεξιά, γονατίζων και πετρωμένος υπο βέλους είς το πλευράν. Μυκ. II εποχής. Γουβαλάρη τάφος 1.
4) Πεπιεσμένη άτρακτος (κοινώς αμυγδαλόσχημος) έξ ηλιοτροπίου ή ανάλογου λίθου. Βούς προς δεξιά οδυνηρώς μυκώμενος. Υπό την κοιλίαν αυτού βέλος. Μυκ. II εποχής. Γουβαλάρη τάφος 1.
5) Πεπιεσμένη άτρακτος εκ σαρδίου. Τετράφυλλον εκ κόκκων κριθής, δύο πρόσθετοι κόκκοι και δύο στάχυς. Μυκ. ΙΙ-ΙΙΙ εποχής. Γουβαλάρη τάφος 1.
6) Χρυσόδετος σφραγίς εκ φαιού πορώδους λίθου, ίσως ευτελούς ποιότητος λαζουρίτου. Τέσσαρες δελφίνες περί κοινόν κέντρον έν σχήματι πυροστροβίλου. Μυκ. IΙΙ A- Β εποχής. Γουβαλάρη τάφος1.
7) Φακοειδής σφραγίς εκ λευκού φλεβωτού χαλκηδονίου. Η οπισθία πλευρά έχει απορραγή ασφαλώς υπό την επήρειαν του πυρός των θυσιών, παρασύρασα και μικρά τμήματα της εμπροσθίας περιφέρειας. Δύο αίγαγροι τρέχοντες προς δεξιά. Αρίστη εργασία της Μυκ. I εποχής. Πιθανώς εισήχθη εκ Κρήτης, ένθα υπάρχει ο αίγαγρος. Γουβαλάρη τάφος 1 (ευρέθη τω 1963, πίν. 89α).
8) Πεπιεσμένη άτρακτος εξ αμεθύστου. Βούς προς δεξ., υψών επωδύνως την κεφαλήν και μυκώμενος, διότι βέλος και ακόντιον έχουν εμπαγή εις την λαγόνα αυτού. Μυκ. II εποχής. Γουβαλάρη τάφος 2.
9) Μικρά φακοειδής σφραγίς εκ πρασινωπού χαλκηδονίου. Αίγαγρος προς άριστ. έφ’ ού πήδα νεανική μορφή. Επειδή το ζώον είναι σεσαγμένον, πρόκειται ουχί περί κυνηγετικής, αλλ’ ίσως θρησκευτικής ή και μυθολογικής σκηνής. Εργασία Μυκ. IΙΙ A- Β εποχής. Ακόνας τάφος 2, πίν.89β.
Αι ευρεθείσαι άνευ γλυφών λίθοι ως και αι ψήφοι περιδέραιων εκ διαφόρων υλικών δεν αναφέρονται λεπτομερώς ενταύθα. Μνημονευτέα μόνον είναι περίεργος απόπειρα, όπως κατασκευασθή μία φακοειδής ψήφος εκ τεχνητού πολυτίμου λίθου, ως θα έλέγομεν σήμερον. Το βασικόν υλικόν είναι μάζα ή πηλός ερυθρός, σύρματα δ’ αργυρά εγκατεσπαρμένα εντός της μάζης μιμούνται τας φλεβώσεις του σαρδώνυχος (πίν.92,θ).
Εκ των αγγείων (τινά εκ των σπουδαιοτέρων εμνημονεύθησαν και απεικονίσθησαν ήδη, Έργον κλπ. 1960, σ.146- 8) θα μνημονεύσωμεν ιδιαιτέρως ενταύθα την ομάδα των φερόντων πτηνά. Πρόκειται περί δύο κρατήρων καί μιας πρόχου (ήτις μνημονεύεται ήδη, Έργον 1960, σ.147, εικ.159 δι’ ολίγων λέξεων). Ολόκληρος η ομάς είναι πρώιμος (Μυκ. IΙΙΑ) και δεν αποκλείεται να είναι έργον του αυτού εργαστηρίου, ίσως και τεχνίτου. Η σπουδαιότης των αγγείων τούτων είναι πολλαπλή: Αφ’ ενός μεν συνάπτονται προς παλαιοτέραν παράδοσιν, φθάνουσαν μέχρι τής ΜΕ περιόδου (πβ. τα πτηνά επί Μηλιακών αγγείων Evans, Palace κλπ. I, 589, εικ.405 και 557, εικ.404 και επί αγγείων εκ των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών). Αφ’ ετέρου όμως παρουσιάζουσιν έκδηλον συγγένειαν προς τα πτηνά επί της περιφήμου σειράς των Κυπρομυκηναϊκών κρατήρων (κυρίως όρα Καραγεωργην, AJA 62, 1958, σ.383 εξ. και 64, 1960, σ.278 έξ.). Τούτο είναι ιδιαιτέρως σπουδαίον, διότι ουτω των κρατήρων τούτων της Κύπρου η καταγωγή παρουσιάζεται νύν πιθανώτερον Ελλαδική και δη εκ μιάς περιοχής, ήτις και εξ άλλων λόγων υπετέθη ως αποικίσασα την Κύπρον (Πρακτικά Ακαδ. Αθηνών 36, 1961, σ.5 έξ.).
Τα θέματα των παραστάσεων, ων η ανάπτυξις εικονίζεται επί του πίνακος 93 είναι τα εξής: Ο πρώτος κρατήρ επί της μιάς πλευράς παρουσιάζει συνεχή σπείραν, επί δε της ετέρας ζωφόρον εικονίζουσαν δύο δολιχόδειρα πτηνά, ένα ιχθύν, ένα τροχόν και μίαν διπλήν σπείραν εις συμπύκνωσιν ενθυμίζουσαν τον ομώνυμον ρυθμόν (close style). To πρώτον μάλιστα πτηνόν φέρει και νεοσσόν, νοούμενον πιθανώς επί της ράχεως, ως συμβαίνει επί ελεφάντινης πόρπης ευρεθείσης τελευταίως εν Κνωσώ (πίν.93α).
Ο δεύτερος κρατήρ, κολοβός τον πόδα, φέρει ζωφόρους πτηνών επ’ αμφοτέρων των πλευρών. Η μία φέρει δύο πτηνά μετά σώματος επιμήκους, απαρτιζομένου εκ δύο σφαιροειδών μερών (πίν.93β). Η ετέρα και κυρία φέρει δύο επιμήκη ωσαύτως πτηνά εικονιζόμενα εν πτήσει (πτέρυγες εν υποτυπώδει παραστάσει) και κρατούντα εις τα ράμφη ανά εν περίεργον αντικείμενον, όπερ δύναται να είναι έριον ή ρίζα ή κλάδος φυτού. Ενώ τα σώματα των πτηνών εις τον πρώτον κρατήρα πληρούνται υπό στοιχείων της χλωρίδος, ενταύθα ο τεχνίτης εφήρμοσεν αρχιτεκτονικά θέματα (τρίγλυφον και ημιρόδακες) (πίν.93γ).
Το τρίτον αγγείον, σφαιρική πρόχους ραμφόστομος, φέρει δι’ ερυθρωπού εξιτήλου χρώματος επί των ώμων τρία πτηνά. Τα δύο πρώτα διατηρούνται καλώς, εξ αυτών δε το πρώτον φέρει κατά το σώμα τέσσαρα ωοειδή αντικείμενα, πιθανώς θέλοντα να δηλώσωσι πραγματικά ωά (θήλυ αμφισβητούμενον υπό δύο αρρένων;) (πίν.93δ).
Ο πειρασμός να αναγνωρίσωμεν την μυθολογικήν σημασίαν εις τας παραστάσεις ταύτας είναι μέγας. Την Μυκηναϊκήν μυθολογίαν ανεζήτησαν ήδη επί των διατηρούμενων παραστάσεων ο Nilsson, η Vermeule, ο Schaeffer, η Banti, ο Καραγεώργης και άλλοι ακόμη. Ο τελευταίος ειδικώτερον αναζητεί μετά καλών επιχειρημάτων μυθολογικήν έννοιαν και ως προς τα πτηνά των Κυπρομυκηναϊκών κρατήρων (AJA 62, 1958, σ.384). Ο γερανός και η στρουθοκάμηλος έχουσι τα περιγράμματα και τους μακρούς λαιμούς των πτηνολογικών συνθέσεων επί των ημετέρων αγγείων. Τους νεοσσούς επί της ράχεως αυτών συνηθίζουσι να φέρωσιν οι κύκνοι. Φαίνεται λίαν πιθανή μία μυθολογική ή μάλλον λαογραφική απήχησις παραμυθιών, βασιζομένων επί ιστορικών γεγονότων.
Τα ωά των στρουθοκαμήλων ήσαν περιζήτητα δώρα διά τους βασιλείς και τους προύχοντας της Κίνας, της Αιγύπτου και του Κρητομυκηναϊκού κόσμου. Η συλλογή τούτων συνεδέετο προς σημαντικόν κίνδυνον διά την επιθετικότητα του άρρενος, δυναμένου να φονεύση και άνθρωπον. Εντεύθεν δυνάμεθα ίσως να συμπεράνωμεν παραστάσεις λαογραφικού ενδιαφέροντος ως η παρούσα η του πελωρίου πτηνού, όπερ επί Κυπρομυκηναϊκού κρατήρος καταδιώκει δύο μορφάς φευγούσας έφ’ άρματος (AJA 62, 1958, πίν.98,1).
Τα κάρφη τα φερόμενα εις τα ράμφη των γιγαντιαίων πτηνών επί του ημετέρου κρατήρος δυνατόν να προϋποθέτουν ανάλογον παραμύθιον, ένθα θαυματουργοί ρίζαι ως το μώλυ ή αρωματικαί βοτάναι ώς η κασσία και το κινάμωμον επιστεύοντο ανιχνευόμεναι υπό ορνέων. Εις τους Ανατολικούς μύθους του Σεβάχ Θαλασσινού τα όρνεα ανακαλύπτουν και μεταφέρουν εις τας φωλεάς των πολυτίμους λίθους, τα αυτά δ’ επαναλαμβάνει ο Μάρκο Πόλο.
Τα παραμύθια ταύτα ήσαν κοινή περιουσία της Ανατολής. Ο Ηρόδοτος μας ομιλεί περί του χρυσού των Αριμασπών, τον οποίον ούτοι αφήρουν κινδυνεύοντες υπό των γρυπών. Ο λιβανωτός συνελέγετο διά σημαντικών κινδύνων λόγω πτερωτών και αλκίμων θηρίων ομοίων προς νυκτερίδας. Το δε κινάμωμον, όπερ άγνωστον που εφύετο, εκομίζετο υπό μεγάλων ορνίθων εις τας φωλεάς των, οπόθεν το εξήρπαζον οι Αραβες (Ηρόδ. IΙΙ 111).
Τοιούτου είδους θρύλοι και παραμύθια πρέπει να υπήρχον και ανά τον Κρητομυκηναϊκόν κόσμον. Τα παρόντα αγγεία, διατηρούντα απηχήσεις των λαογραφικών τούτων στοιχείων, είναι προς τοις άλλοις και κατά τούτο πολύτιμα και άξια ειδικής μελέτης.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ
Πρακτικά τής Αρχαιολογικής Εταιρείας 1958, 1959, 1960, 1961, 1963