1 Γεωγραφική τοποθέτηση και χρονολόγηση
Η Μάλθη βρίσκεται στη Μεσσηνία, περίπου 1,5 χιλιόμετρα δυτικά του σιδηροδρομικού σταθμού του Βασιλικού, στη ΝΑ γωνία της κοιλάδας Σουλιμά [εικ.2]. Πρόκειται για θέση στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεγάλη οχυρωμένη ακρόπολη, Κάτω Πόλη και δύο θολωτοί τάφοι στους πρόποδες της δυτικής πλαγιάς1.
Η κεραμική αλλά και η αρχιτεκτονική της ακρόπολης εντάσσονται χρονολογικά στη ΜΕ, την ΥΕΙΙ και την πρώιμη ΥΕΙΙΙ Β φάση. Η Μάλθη της ΜΕΙ περιόδου αποτελούσε έναν απλό σχηματισμό μικρών οικιών και καλυβών, ενώ η πραγματική «πόλη» διαμορφώθηκε κατά τη ΜΕΙΙ περίοδο (κατά Valmin2), στη διάρκεια της οποίας κατασκευάστηκε και ο οχυρωματικός περίβολος [εικ.25]. Θα σημειώσουμε εδώ την ένσταση του Darcque, ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι ο οχυρωμένος οικισμός της Μάλθης δεν είναι ΜΕ, αλλά ΥΕΙΙΙ 3. Σύμφωνα με άλλους, η οχύρωση και η συνολική διαμόρφωση της Μάλθης χρονολογείται στη ΜΕΙΙΙ φάση4. Τέλος, ο οικισμός της ΥΕ φάσης χαρακτηρίζεται από την επισκευή ορισμένων οικιών της ΜΕ περιόδου, αλλά και από την κατασκευή κάποιων νέων κτιρίων, στη Ν πλευρά του οικισμού5. Οι θολωτοί τάφοι της Μάλθης χρονολογούνται στην πρώιμη ΥΕΙΙΙ Β περίοδο6.
2 Τα κτίρια
Η «πόλη» της Μάλθης ουσιαστικά κτίστηκε στο σύνολό της τη ΜΕΙΙ περίοδο, σύμφωνα με τον Valmin, οπότε και κατασκευάστηκε ο οχυρωματικός περίβολος του οικισμού, με πύλες, οχυρά και ισχυρά τοιχώματα7. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η κατοίκηση ήταν συνεχιζόμενη. Έτσι, τα κτίρια που μας αφορούν στην παρούσα εργασία δεν αποτελούν κατασκευές της ΜΕΙΙΙ περιόδου, αλλά της προγενέστερης ΜΕΙΙ. Ωστόσο, θα συμπεριληφθούν στην περιγραφή μας, καθώς διαθέτουν στην πλειονότητά τους στρώμα της ΜΕΙΙΙ περιόδου, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν σε χρήση στην τελευταία αυτή φάση της Μεσοελλαδικής. Η Μάλθη, λοιπόν, διαμόρφωσε κατά τη ΜΕΙΙ τα χαρακτηριστικά της, τα οποία θα λέγαμε και διατήρησε χονδρικά μέχρι και την ΥΕΙΙΙ Β. Έτσι, στην παράγραφο αυτή θα γίνει μία συνολική παρουσίαση της ΜΕΙΙΙ περιόδου στον οικισμό, ενώ θα περιγραφούν αναλυτικά τα κτίρια που επισκευάστηκαν ή κατασκευάστηκαν την επόμενη χρονική περίοδο, την Υστεροελλαδική.
Η ΜΕ ΙΙΙ φάση
Η Οικία Α και ο περιβάλλον χώρος
Στο κεντρικό τμήμα του οικισμού της Μάλθης εντοπίστηκε η Οικία Α [εικ.26], η οποία κατασκευάστηκε κατά τη ΜΕΙΙ φάση και κατοικήθηκε μέχρι και την ΥΕΙΙΙ.
Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα 5 μεγάλων δωματίων. Συνολικά, το μήκος της Οικίας Α είναι 13μ. (Α και Δ), ενώ το πλάτος είναι 9,60μ. (Α τμήμα) και 11μ. (Δ τμήμα). Το κτίριο χωριζόταν σε δύο μέρη, τα οποία δεν είχαν απευθείας επικοινωνία μεταξύ τους. Το μεγάλο δωμάτιο Α1 (μήκος 8μ. και πλάτος 6μ.) διέθετε στο κέντρο τετράγωνη λίθινη βάση για ξύλινο κίονα, ο οποίος στήριζε τη στέγη.
Επιπλέον, το δωμάτιο αυτό διέθετε εστία (ή βωμό, σύμφωνα με τον ανασκαφέα)8, διαμέτρου 1,75μ., κοντά στη Β γωνία του δωματίου. Κατασκευαστικά, η εστία διέθετε βάση αποτελούμενη από δύο λίθινες πλάκες. Στις πλευρές των δύο πλακών, ήταν τοποθετημένες περιμετρικά σε ημικύκλιο, μικρότερες όρθιες πλάκες. Μεταξύ της εστίας και του Β τοίχου του κτιρίου εντοπίστηκαν τρεις φολίδες οψιανού (τρίτο στρώμα, ΜΕ), καθώς και ένας μεγάλος λίθος σχήματος οβάλ, το κέντρο του οποίου είχε λεπτή οπή. Συνολικά στο δωμάτιο εντοπίστηκαν δώδεκα στρώματα κεραμικής, τα οποία φθάνουν μέχρι και την ΥΕΙΙΙ φάση9.
Τα υπόλοιπα δωμάτια της Οικίας Α είναι τα: Α3, Α5, Α7, Α8. Από τους χώρους αυτούς, αξιοσημείωτα ευρήματα αποτελούν οι δύο τάφοι (XXIII και XXΙV) της ΥΕ Ι περιόδου, οι οποίοι εντοπίστηκαν στο κέντρο και στο νότιο τοίχο του δωματίου Α5.
Επιπλέον, στη Ν γωνία του δωματίου Α8 εντοπίστηκε εστία οβάλ σχήματος, οριοθετημένη στις τρεις πλευρές της από λίθους (μήκος 1μ. και πλάτος 0,75μ.). Η εστία καλυπτόταν από στάχτη και άνθρακα, και το κοκκινωπό στρώμα που εντοπίστηκε αποτελούσε προφανώς το δάπεδο κατά την ΥΕ κατοίκηση, οπότε και χρονολογείται η εστία10.
Στα Ν της Οικίας Α εντοπίστηκε η Οικία Α 18 [εικ.26], η οποία αποτελούνταν από ένα μόνο δωμάτιο, μήκους 3,80μ (Β και Ν), και πλάτους 3μ. (Β) και 2 μ. (Ν). Τα ανώτερα στρώματα της Οικίας Α 18 περιλάμβαναν κεραμική της ΥΕ ΙΙΙ-ΙΙ περιόδου11.
Στα Α του παραπάνω κτιρίου εντοπίστηκε ο ορθογώνιος Χώρος Α19 (μήκος 5,60μ. στα Β και 5 μ. στα Ν, και πλάτος 2μ.), ο οποίος οριοθετούνταν από τον τοίχο Α4 και από το Β τμήμα του χώρου Α15- Α17 [εικ.26]. Κοντά στο Ν τοίχο εντοπίστηκε κυκλική βάση κίονα, γεγονός που αποδείκνυε ότι ο Χώρος Α19 ήταν στεγασμένος.
Επιπλέον, διέθετε δύο εισόδους, μία στη Β γωνία και μία στη ΝΑ. Το ανώτερο στρώμα του χώρου αυτού περιείχε κεραμική της ΥΕ και της ΜΕ περιόδου12.
Στα Α του Χώρου Α 19 εντοπίστηκαν δύο χώροι, τα δωμάτια Α20- 21[εικ.26], τα οποία αποτελούν τμήμα του διαδρόμου της εισόδου. Ο διάδρομος αυτός είχε σχήμα S. Πάνω από τα βαθύτερα στρώματα της ΠΕ περιόδου εντοπίστηκε το στρώμα της ΥΕ περιόδου, το οποίο περιείχε κεραμική από όλες τις φάσεις της13.
Το Ν τμήμα αυτού του συγκροτήματος, το οποίο ο Valmin ονομάζει «ανάκτορο», υπάρχει ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, ο χώρος Α17, ο οποίος περιφράσσεται από τον τοίχο στη Ν πλευρά, από τον τοίχο στην Α πλευρά, όπου βρίσκεται και η είσοδος του τριγωνικού δωματίου Α23, καθώς και από τους τοίχους στη Β και πλευρά [εικ.26]. Ο ανοιχτός χώρος Α17 έχει μήκος 11μ. (στα Α και Δ), και πλάτος 6μ. στο Α άκρο και 4,40μ. στο άκρο. Διέθετε τρεις εισόδους, μία στη Ν πλευρά, μία στη ΒΑ γωνία, η οποία οδηγεί στο διάδρομο σχήματος S που ειπώθηκε παραπάνω, και μία στο μέσο της Α πλευράς. Στην περιοχή δε βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, ωστόσο ο χώρος Α17 ήταν επιστρωμένος με ένα παχύ στρώμα από λίθους, το οποίο χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ περιόδου. Κάτω από αυτό υπήρχε ένα πρώιμο, αρχικό στρώμα από λίθους, αναμεμιγμένο με όστρακα όλων των προ-μυκηναϊκών φάσεων14.
Τα εργαστήρια (Βόρειος Τομέας)
Το Β τμήμα του οικισμού παρουσιάζει ένα διαφορετικό χαρακτήρα. Τα κτίρια στην περιοχή αυτή καλύπτουν τη μισή πλευρά, ενώ η άλλη μισή είναι ανοιχτός χώρος.
Τα αντικείμενα που βρέθηκαν στα κτίρια αυτά αποδεικνύουν ότι στο Β τμήμα του οικισμού λειτουργούσαν εργαστήρια αγγειοπλαστικής, μεταλλουργίας και αλέσματος15.
Συγκεκριμένα, στα Β της περιοχής των εργαστηρίων βρίσκονται τα δωμάτια Α34 και Α35 [εικ.27]. Το πρώτο δωμάτιο, Α34, είναι μεγάλο και έχει μήκος 5,40μ. (Α και Δ) και 4μ. πλάτος. Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν στο ανώτερο στρώμα είναι: κεραμική της Μυκηναϊκής περιόδου, το εγχειρίδιο Νο182 και τεμάχια σιδήρου.
Κάτω από το στρώμα αυτό βρέθηκαν όστρακα της ΜΕ περιόδου, ένα λίθινο βαρίδιο, φολίδες πυριτόλιθου και δύο σφονδύλια16. Το δεύτερο και μικρότερο δωμάτιο, Α35, βρίσκεται στην Α πλευρά του Α34. Η στρωματογραφία του είναι ακριβώς ίδια με εκείνη του προηγούμενου δωματίου, ενώ ο Α και ο Ν τοίχος πρέπει να ανήκουν στην τελευταία φάση της ΜΕ περιόδου, όπως αποδεικνύεται από την κεραμική. Άλλα ευρήματα δεν εντοπίστηκαν στο δωμάτιο αυτό. Το κατώτερο στρώμα περιείχε Πρωτο-Μινυακή κεραμική, καθώς και όστρακα της ΥΕΙΙ- ΙΙΙ φάσης17.
Στα Β των παραπάνω δωματίων εντοπίστηκε το πιο περίπλοκο αρχιτεκτονικό συγκρότημα της περιοχής. Το συγκρότημα αυτό περιλάμβανε δύο σειρές δωματίων, τα οποία πρέπει να ήταν έντεκα ή δώδεκα στο σύνολό τους [εικ.27]. Με εξαίρεση το τμήμα Α36, οι Α πλευρές του σχημάτιζαν μία ελαφρώς καμπυλωτή γραμμή, η οποία οριοθετούσε το στενό δρομάκι Α51 και Α56, καθώς και τη πλευρά του ανοιχτού χώρου. Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σύμφωνα με τον ανασκαφέα του, αποτελεί ένα ενιαίο κτίριο και χρονολογείται τη ΜΕΙΙΙ περίοδο. Κάποιοι τοίχοι του σώζονται σε μεγαλύτερο ύψος από τους υπόλοιπους, και, σύμφωνα με τον Valmin, αυτό επιβεβαιώνει ότι το συγκρότημα επισκευάστηκε στα σημεία αυτά και κατοικήθηκε μέχρι και το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα που εντοπίστηκαν στους συγκεκριμένους χώρους. Το υπόλοιπο κτίριο φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε στη διάρκεια της ΥΕ περιόδου18.
Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν τα δωμάτια Α36-37, τα οποία, σε συνδυασμό με τον χώρο Α38 στα Δ, διαμορφώνουν έναν κτίσμα που δεν επικοινωνεί απευθείας με το υπόλοιπο συγκρότημα, την Οικία Α36-37 [εικ.27]. Σχετικά με τους άλλους χώρους, το δωμάτιο Α35 και, θεωρητικά, το δωμάτιο Α31 ανήκαν ενδεχομένως στην ίδια οικία (Α38). Το μήκος συνολικά του κτιρίου Α36-37 είναι 6,40μ. (Α και Δ), ενώ το πλάτος του Α36 είναι περίπου 3μ. και του Α37 2,40μ (Α) και 3μ (Δ). Στο κέντρο του Α τοίχου του Α36 υπήρχε εστία ημικυκλικού σχήματος, και μερικώς περιστοιχισμένη από όρθιες λίθινες πλάκες. Στο δωμάτιο Α37 βρέθηκαν δύο μεγάλοι πίθοι. Η είσοδος του σπιτιού βρισκόταν στα Δ. Η θύρα, στον τοίχο του Α37, πιθανότατα βρισκόταν μεταξύ δύο μεγάλων λίθων, οι οποίοι είχαν μεταξύ τους απόσταση 80 εκ. Στο τοίχο του δωματίου αυτού, η θύρα που οδηγεί στο εσωτερικό δωμάτιο είναι στενότερη (70 εκ.). Το κτίριο ήταν καλυμμένο από ένα λεπτό στρώμα χώματος, το οποίο περιείχε καμένα κομμάτια ξύλου. Επιπλέον, εντοπίστηκαν ίχνη αιθάλης στις εσωτερικές πλευρές των τοίχων. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την έλλειψη λίθων που παρατηρήθηκε στα ανώτερα στρώματα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τοίχοι της συγκεκριμένης οικίας ήταν από ξύλο19. Με βάση τα στοιχεία από την κεραμική, το κτίριο κατασκευάστηκε κατά τη ΜΕ περίοδο και κατοικήθηκε μέχρι και το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου20. Τέλος, ο ανοιχτός χώρος Α38, ο οποίος φαίνεται ότι δεν ήταν στεγασμένος, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσθια αυλή της Οικίας Α36-37, κατά τη διάρκεια της ΥΕ περιόδου21.
Συνεχίζοντας την περιγραφή μας, θα προχωρήσουμε στα δωμάτια Α41, Α42 και Α43, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους [εικ.27]. Το δωμάτιο Α41 είναι ορθογώνιο και έχει μήκος 4,40μ (Β και Ν) και πλάτος 3,40 (Α και Δ). Στο μέσο του Α τοίχου βρίσκεται μία θύρα, η οποία οδηγεί στο δωμάτιο Α42. Ο δεύτερος αυτός χώρος έχει ίδιο μήκος με τον προηγούμενο (Β και Ν). Στη ΒΑ γωνία του υπήρχε ένα άνοιγμα, το οποίο οδηγούσε σε ανοιχτό χώρο, καθώς και σε εργαστήριο μεταλλουργίας, τον χώρο Α43. Ο τελευταίος αυτός χώρος δεν είναι ένα κανονικό δωμάτιο, καθώς αποτελούνταν από δύο μόνο τοίχους, στα Ν και Δ. Οι τοίχοι αυτοί είναι τουλάχιστον τρεις φορές παχύτεροι από τους υπόλοιπους τοίχους του κτιρίου22. Στο άκρο του τοίχου υπήρχε εστία. Τα δωμάτια Α41, Α42 και Α43 ήταν σε χρήση από τη ΜΕΙΙ μέχρι και το τέλος της ΥΕ περιόδου. Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν σε αυτά επιβεβαιώνουν ότι οι χώροι αυτοί ανήκαν σε μεταλλουργούς και κεραμείς23.
Εργαστήρια φαίνεται ότι ήταν και τα δύο παρακείμενα δωμάτια Α46 και Α47.
Πρόκειται για δύο χώρους που έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις (το μήκος του Α46 είναι 5,40μ. και του Α47 5μ, ενώ το πλάτος 4μ. και 3,60μ. αντίστοιχα) και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μίας θύρας, πλάτους 60 εκ, στον μεσότοιχο. Η κεραμική που εντοπίστηκε στα δωμάτια επιβεβαιώνει ότι οι χώροι χρησιμοποιήθηκαν από τη ΜΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο, ενώ βρέθηκαν και άλλα αντικείμενα, όπως κέρνοι και ακονόπετρες, εργαλεία από οψιανό, σφονδύλια κ.α.24.
Στα Β αυτού του συγκροτήματος εργαστηρίων (Α41, Α42, Α46, Α47), βρισκόταν το δωμάτιο Α48 [εικ.27]. Η είσοδός του, πλάτους 1μ., είχε τοποθετηθεί στη Β πλευρά του. Το σχήμα του δωματίου ήταν τραπεζοειδές, ενώ στη ΝΑ γωνία του εντοπίστηκε εστία. Το δωμάτιο χρονολογήθηκε στη ΜΕ περίοδο, ενώ βρέθηκαν κα ορισμένα όστρακα της ΥΕ φάσης25.
Στα Α του δωματίου Α 48, βρίσκονταν τα δωμάτια Α49 και Α52 [εικ.27]. Στους χώρους αυτούς εντοπίστηκε μόνον ένας μικρός αριθμός οστράκων, τα οποία χρονολογούνται από τη ΜΕ έως και την ΥΕ περίοδο. Το δωμάτιο Α49 είχε πρόσβαση στον ανοιχτό χώρο (προαύλιο;) Α51 26.
Στη Β πλευρά του Α52 βρισκόταν το σχεδόν τετράγωνο δωμάτιο Α55 [εικ.27], το οποίο είχε διαστάσεις 2,30x 2,60μ. Οι τοίχοι του δωματίου αυτού, ιδιαίτερα στη Β γωνία του, ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους. Η είσοδός του βρισκόταν στην Α πλευρά και είχε πλάτος 80 εκ. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του, το κτίσμα αυτό ενδεχομένως να αποτελούσε κάποιο είδος «οχυρού». Κτίστηκε κατά ΜΕΙΙ φάση, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί εάν ήταν σε χρήση την ΥΕ περίοδο27.
Τα δωμάτια Α50, Α53, Α54 και Α61 κατοικήθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια της ΜΕ περιόδου. Για τα δωμάτια αυτά δεν υπάρχει κάποια αξιοσημείωτη αναφορά στη δημοσίευση, με εξαίρεση το τελευταίο, και για το λόγο αυτό δε θα σταθούμε σε αυτά για λόγους οικονομίας χώρου. Σχετικά με το δωμάτιο Α61, θα σημειώσουμε ότι στο εσωτερικό του εντοπίστηκε πλήθος μικρών ευρημάτων, όπως: ένα μαχαίρι από πυριτόλιθο, λίθινα βαρίδια, σφονδύλια, ακονόπετρες, θραύσματα αποθηκευτικών πίθων, φολίδες πράσινου πυριτόλιθου, οστά (αλόγου ή μουλαριού). Όλα τα παραπάνω ευρήματα χρονολογούνται από τη ΜΕΙΙ μέχρι και την ΥΕΙΙΙ περίοδο28.
Συνεχίζοντας, στη πλαγιά της ακρόπολης εντοπίστηκε η σκάλα Β70, τα δωμάτια Β66, Β71, ο περιτοιχισμένος χώρος Β83, καθώς και οι σκάλες Β67-68 και Β 64 [εικ.28]. Η σκάλα Β70 είχε πλάτος 2μ. στο χαμηλό Ν τμήμα της και 1μ. στο ψηλότερο Β τμήμα. ιακλαδιζόταν σε δύο μέρη, εκ των οποίων το Α χρησιμοποιούνταν, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, από όσους εισέρχονταν από την είσοδο του Ν τοίχου, ενώ το περιτοιχιζόταν στις δύο πλευρές του από στενούς τοίχους. Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν στη σκάλα Β70, χρονολογούνται στη ΜΕ, την ΥΕ Ι και ΙΙ φάση, ενώ φαίνεται ότι η σκάλα παρέμεινε σε χρήση μέχρι και το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου29.
Τα δωμάτια Β66, Β71, καθώς και ο περιτοιχισμένος χώρος Β83 [εικ.28] χρονολογούνται από τη ΜΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο, ωστόσο δε θα μας απασχολήσουν καθώς οι πληροφορίες για τους χώρους αυτούς είναι λιγοστές.
Σχετικά με τη σκάλα Β67- 68 [εικ.28], θα αναφέρουμε ότι πρόκειται για κατασκευή μήκους 8μ. τουλάχιστον, και πλάτους περίπου 2μ, η χρήση της οποίας ξεκινά τη ΜΕ και φθάνει μέχρι και την ΥΕ περίοδο30. Τέλος, η σκάλα Β64 [εικ.28] αποτελεί μία ορθογώνια περιοχή, η οποία περιτοιχίζεται στα και Ν από τοίχους, ενώ στα Β βρίσκεται ο Ν τοίχος της σκάλας. Στο Α άκρο βρίσκεται ένας ψηλός ΜΕ τοίχος. Το μήκος της σκάλας είναι 4μ (Α και Δ), ενώ το πλάτος της είναι 2μ στα Δ και 1,40μ. στα Α. Όπως και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, η σκάλα χρονολογείται από τη ΜΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο31.
Ανατολικός Τομέας
Στην Α πλαγιά του οικισμού εντοπίστηκε αριθμός οικιών, οι οποίες φαίνεται ότι συγκροτούσαν μία ξεχωριστή, «κλειστή» περιοχή [εικ.29]. Ο τομέας αυτός βρισκόταν εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από το Α οχυρό C38 στο οχυρό Α26, και διαιρέθηκε από τον ανασκαφέα του σε διαμερίσματα Η περιγραφή των διαμερισμάτων αυτών θα γίνει στη συνέχεια.
Το πρώτο κτίριο με το οποίο θα ασχοληθούμε είναι η Οικία C55-58 [εικ.29].
Πρόκειται για κτίριο μήκους 13μ. (Β και Ν) και πλάτους το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 και 2μ. Είχε δύο εισόδους και αποτελούνταν από το μεγάλο δωμάτιο C55 και τα δύο μικρότερα C56 και C57. Η κεραμική που εντοπίστηκε στα δωμάτια αυτά χρονολογεί το κτίριο από τη ΜΕΙΙ μέχρι και την ΥΕΙΙΙ περίοδο32.
Στα Α του δωματίου C55 και του οχυρού A26 βρίσκεται η αξιοσημείωτη σε μέγεθος Οικία C50- C53 [εικ.29]. Πρόκειται για κτίριο μήκους 15μ., το οποίο αποτελείται από δύο δωμάτια (C52, C53) και ένας προθάλαμος ή πρόδομος (C50)33. Τα δωμάτια είχαν το ίδιο μήκος, περίπου 6μ. Συγκεκριμένα, το δωμάτιο C53 είχε μήκος 6,10μ. (Β και Ν) , και 5,45 στα Δ. Στο μέσο του Β τοίχου υπήρχε θύρα, τοποθετημένη σε δύο εμφανώς φθαρμένους λίθους, οι οποίοι αποτελούσαν το κατώφλι. Στο μέσο του τοίχου εντοπίστηκε εστία ημικυκλικού σχήματος, διαμέτρου 1,20μ. Στα Ν της εστίας και πολύ κοντά σε αυτήν, βρέθηκε μεγάλος πίθος από κόκκινο πηλό, ενώ μεταξύ της εστίας και του Β τοίχου εντοπίστηκε ένας ακόμα πίθος από πηλό γαλαζωπού χρώματος. Από τα ευρήματα της κεραμικής, το δωμάτιο C53 φαίνεται ότι βρισκόταν σε χρήση κατά τη ΜΕΙΙ και ΙΙΙ, καθώς και κατά την ΥΕΙ περίοδο. Τα κατώτερα στρώματα περιείχαν κεραμική της ΠΕΙΙ και ΙΙΙ φάσης. Τέλος, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, το δωμάτιο αυτό πιθανώς να είναι λίγο μεταγενέστερο σε σχέση με το μεγαλύτερο δωμάτιο C52. Όπως φαίνεται και στην κάτοψη, ο τοίχος του δωματίου C52 έχει μεγαλύτερο πάχος, το οποίο κυμαίνεται από 1,25 μέχρι 0,45μ., και πιθανότατα να αποτελούσε τον εξωτερικό τοίχου του κτιρίου34.
Το δωμάτιο C52, πρέπει να διέθετε, σύμφωνα με τον Valmin, υποστηρίγματα για την οροφή, καθώς οι διαστάσεις του ήταν ιδιαίτερα μεγάλες (6,40μ. στα Β και Ν, και 4,40-5μ. στα Α και Δ). Ας σημειωθεί ότι οι μεταγενέστεροι ένοικοί του, της ΥΕ περιόδου, κατασκεύασαν τους τοίχους που σχηματίζουν ορθή γωνία, οι οποίοι προφανώς και αποτελούσαν υποστηρίγματα της στέγης. Ωστόσο, αναφορικά με την περίοδο που μας απασχολεί, δεν εντοπίστηκαν βάσεις κιόνων. Το δωμάτιο αυτό διέθετε τέσσερις εισόδους, όχι απαραίτητα σύγχρονες μεταξύ τους, μία στο Ν τοίχο και τρεις στον Α. Όλες οι θύρες διέθεταν κάθετα λίθινα στοιχεία, τα οποία σώζονται σε ύψος 70 εκ. περίπου. Το πλάτος όλων των θυρών είναι 80 εκ., εκτός από την κεντρική, η οποία έχει πλάτος μόνον 60 εκ. και είναι η θύρα που οδηγεί στο δωμάτιο C50. Επιπλέον, η ΝΑ γωνία του δωματίου C52 διαθέτει θύρα, η οποία οδηγεί στο μονοπάτι C49. Τέλος, η κεραμική που εντοπίστηκε στο δωμάτιο αυτό χρονολογείται από την ΠΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο, και αποτελείται από κίτρινη και γκρι Μινυακή κεραμική, πολλά όστρακα πίθων, αμαυρόχρωμη κεραμική κ.λ.π., ενώ φαίνεται ότι το κτίριο ανακατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους της πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου. Τέλος, ο ανασκαφέας επισημαίνει ότι η Οικία C50- C53 πρέπει να αποτελούσε ένα από τα πιο καλοκτισμένα κτίρια του οικισμού, καθώς φαίνεται ότι οι τοίχοι του παρέμειναν όρθιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εγκατάλειψη του οικισμού, στο τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου35.
Στη ΝΑ πλευρά του οικισμού εντοπίστηκαν δύο ακόμη δωμάτια, το C28 και το C29 [εικ.29], τα οποία έχουν προσανατολισμό προς Β και Ν. Το Β δωμάτιο C29 δε διέθετε Β τοίχο, και για το λόγο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, σαν προθάλαμος, πρόδομος του μικρότερου δωματίου C28. Η κεραμική του κατώτερου στρώματος στους χώρους αυτούς χρονολογείται στη ΜΕΙΙΙ περίοδο36.
Λίγο βορειότερα, η Οικία C23-25 [εικ.29] αποτελεί ένα ακόμη κτίριο που είναι σε χρήση κατά τη ΜΕΙΙΙ περίοδο. Αποτελείται από τρία δωμάτια: το μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο C23, και τα μικρότερα C24 και C25. Το C23 έχει μήκος 5,50μ. (Β και Ν) και πλάτος 2,25μ. Είχε δύο εισόδους, μία στο κέντρο του Ν τοίχου και μία στη ΒΑ γωνία. Ήταν κατασκευασμένες από μεγάλους όρθιους λίθους, στοιχείο που έχουμε συναντήσει ξανά στη Μάλθη. Στη ΒΑ γωνία του δωματίου, σε απόσταση 1μ. από τον τοίχο, βρέθηκε ένας μεγάλος σωρός από λίθους, οι οποίοι σχημάτιζαν γωνία. Στη γωνία αυτή βρέθηκαν τα όστρακα ενός αποθηκευτικού πίθου πολύ μεγάλου σε μέγεθος, και στα Ν αυτού εντοπίστηκε εστία. Στο Β τοίχο του δωματίου βρέθηκε ένας ακόμη πίθος. Τα μικρά δωμάτια C24 και C25 θεωρήθηκαν από τον Valmin ως αποθηκευτικοί χώροι. Τα ευρήματα του κτιρίου συνολικά χρονολογούνται από τη ΜΕΙΙ, ενώ βρέθηκαν ελάχιστα όστρακα της ΥΕ περιόδου37.
Συνεχίζοντας, θα ασχοληθούμε με την περιοχή C48, η οποία έχει διαστάσεις 5,40x 3,20μ. [εικ.29]. Πρόκειται για έναν χώρο στο κέντρο του οποίου εντοπίστηκε βάση κίονα, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η περιοχή C48 ήταν στεγασμένη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον αριθμό των κεραμιδιών που βρέθηκαν στο χώρο. Ο Valmin υποστηρίζει ότι ο χώρος αυτός δεν αποτελούσε κάποιο δωμάτιο, διότι ο τοίχος αντιστήριξης που εντοπίστηκε κατά μήκος της Ν πλευράς δε φαίνεται να αποτελεί έναν τυπικό τοίχο οικίας. Επιπλέον, είναι πιθανό να διέσχιζε το χώρο ένας αγωγός νερού, ο οποίος περνούσε από τη ΒΑ γωνία του τοίχου, κατευθυνόταν μέσω της διόδου C49 και κατέληγε στη δεξαμενή C42. Στο χώρο C48 βρέθηκαν όστρακα τα οποία εντάσσονται κατά κύριο λόγο στη ΜΕ περίοδο, ενώ εντοπίστηκαν και ελάχιστα όστρακα της ΥΕ 38.
Στα Ν της περιοχής C48 βρέθηκε η Οικία C11- C21 [εικ.30], η οποία αποτελούνταν από επτά δωμάτια και δύο μικρές προσθήκες. Ο Α τοίχος της οικίας ήταν ενσωματωμένος στο τείχος της πόλης, ενώ ο προσανατολισμός του κτιρίου ήταν Β-Ν. Το μήκος του είναι 12μ., ενώ το πλάτος του ποικίλει μεταξύ 9 και 4μ. Το δωμάτιο C21, όπου βρισκόταν και η είσοδος, πιθανώς να αποτελούσε ένα είδος προθαλάμου. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν όστρακα της ΜΕΙΙ (και πιθανώς της ΜΕΙΙΙ) φάσης. Το κεντρικό δωμάτιο C16-17 είχε διαστάσεις 4,80 x 3,40μ., και χωριζόταν από τα δωμάτια C14-15 με έναν εσωτερικό τοίχο, μήκους 2μ. (Όπως φαίνεται και στην κάτοψη, κατά την ΥΕ περίοδο το δωμάτιο C16-17, όπως και τα C14 C15 διαιρέθηκαν το καθένα σε δύο, με την προσθήκη ενός τοίχου). Στο κέντρο του δωματίου C16-17 εντοπίστηκε εστία, πιθανώς κυκλικού σχήματος, μερικώς καλυμμένη από τον μεταγενέστερο ΥΕ τοίχο. Επιπλέον, κοντά στη Β και Ν γωνία του δωματίου εντοπίστηκαν τα θραύσματα μεγάλων αποθηκευτικών πίθων. Στο χώρο εντοπίστηκαν πολλά ακόμη όστρακα (αμαυρόχρωμα, πρωτο-μινυακά, μινυακά κ.λ.π.), τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές της ΜΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο.
Επίσης, εντοπίστηκαν αντικείμενα όπως σφονδύλια, στιλβωτήρες και οστέινες βελόνες. Στα Ν της οικίας υπήρχε το δωμάτιο C11, σχετικά απομονωμένο από το υπόλοιπο κτίριο, το οποίο είχε σχήμα τραπεζοειδές. Οι διαστάσεις του είναι 3,60x 2μ. και η κεραμική που βρέθηκε σε αυτό δε διαφοροποιείται από εκείνη των προηγούμενων δωματίων. Επομένως και το δωμάτιο αυτό χρονολογείται από τη ΜΕ μέχρι την ΥΕ περίοδο. Συνεχίζοντας, τα δωμάτια στα του κτιρίου είναι τα C12, C13, C18. Από αυτά, μόνο το τελευταίο (C18) διέθετε τέσσερις τοίχους, επομένως τα υπόλοιπα δύο πρέπει να αποτελούσαν ανοιχτούς στεγασμένους χώρους. Στο δωμάτιο C18 βρέθηκε ένα αγγείο το οποίο έμοιαζε με πύραυνο. Βρέθηκαν ακόμη όστρακα της ΥΕ περιόδου, χειροποίητη κεραμική και δύο σφονδύλια. Τα δωμάτια C12, C13 θα έπρεπε ενδεχομένως να ομαδοποιηθούν, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, με τα μικρότερα C19, C20. Οι διαστάσεις των δωματίων C12, C13, C19, C20 είναι 3x 2,50μ., 3x 2μ., 1x 1,25μ. και 1x 1,50μ. αντίστοιχα. Ελάχιστα όστρακα (μινυακά και αμαυρόχρωμα) εντοπίστηκαν στους χώρους αυτούς39.
Νότιος Τομέας
Στο Ν τμήμα του οικισμού, μεταξύ της δεξαμενής C4 και της Ν κεντρικής πύλης, εντοπίστηκε η Οικία C1- C2 [εικ.31]. Πρόκειται για ένα κτίριο, το οποίο, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα του οικισμού. Βρέθηκαν μόνο δύο τοίχοι σε σχήμα Τ, ωστόσο εντοπίστηκε μία σειρά λίθων, οι οποίοι ενδεχομένως να αποτελούσαν τον τρίτο τοίχο, στα Δ. Η Οικία C1- C2 έχει προσανατολισμό Β-ΒΑ και Ν-Ν . Η κατασκευή των τοίχων είναι ισχυρή και στέρεα. Ο εσωτερικός διαχωριστικός τοίχος έχει μήκος 4μ. Τα δύο δωμάτια που διαμορφώνει ο τοίχος αυτός δεν έχουν την ίδια κάτοψη και διαστάσεις. Το είναι σχεδόν τετράγωνο (4- 4,50μ. κάθε πλευρά), ενώ το Α έχει πλάτος 2μ. Ακριβώς στον κεντρικό άξονα κάθε δωματίου υπήρχε μία βάση κίονα, σχήματος ελαφρώς κυλινδρικού και διαμέτρου 35εκ. και στις δύο περιπτώσεις. Επιπλέον, σε κάθε ένα από τα δύο δωμάτια, κοντά στον ενδιάμεσο διαχωριστικό τοίχο, εντοπίστηκε από μία μεγάλη επίπεδη λίθινη πλάκα.
Πάνω σε αυτές υπήρχε ένα παχύ στρώμα στάχτης και κάρβουνα. Σύμφωνα με τον Valmin, οι πλάκες αυτές αποτελούσαν εστίες ή βωμούς για προσφορές και θυσίες ζώων. Η κεραμική που εντοπίστηκε στους δύο χώρους χρονολογεί την κατασκευή του κτιρίου στη ΜΕΙΙ, φάση στην οποία ανήκουν τόσο ο οχυρωματικός περίβολος, όσο και ο ταφικός κύκλος του οικισμού της Μάλθης. Γενικότερα, η κεραμική περιλαμβάνει αμαυρόχρωμα αγγεία, χειροποίητα, μινυακά, αποθηκευτικούς πίθους κ.λ.π., ενώ εντοπίστηκαν και άλλα ευρήματα, όπως σφονδύλια, οστά ζώων και ανθρώπων, ακονόπετρες κ.λ.π. Τα ανώτερα στρώματα έχουν αποκαλύψει κατά κύριο λόγο όστρακα της ΥΕ περιόδου. Ο ανασκαφέας έχει δώσει στο κτίριο C1-C2 την ονομασία «Ιερό» και συζητά την πιθανότητα να αποτελεί τον χώρο τίμησης και λατρείας των νεκρών προγόνων της Μάλθης40.
Νοτιοδυτική πλαγιά
Στη Ν πλαγιά του οικισμού εντοπίστηκε το δωμάτιο Β17 [εικ.32], το οποίο οριοθετείται από το τείχος του οικισμού, τη δυτική πλευρά του οχυρού Β21 (ΜΕΙΙ), και έναν τοίχο που ξεκινά από Ν πύλη και έχει προσανατολισμό προς τα ΒΑ. Το μήκος του δωματίου αυτού είναι 3,40μ. και το πλάτος του 3,05 στα Ν και 2μ στα Β.
Στο κέντρο υπήρχε βάση κίονα, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη στέγης στο δωμάτιο. Η κεραμική που εντοπίστηκε στο δωμάτιο χρονολογείται από ΜΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο41.
Δυτικά του δωματίου Β17 εντοπίστηκαν δύο χώροι, οι Β18 και Β19, οι οποίοι σχηματίζουν μία αυλή, χωρισμένη στα δύο από έναν τοίχο [εικ.32]. Το δωμάτιο Β18 έχει σχεδόν τριγωνικό σχήμα, και οι διαστάσεις του είναι 6μ. στα Β και Ν, και 4μ. στα Α και Δ. Δεν εντοπίστηκαν κεραμίδια, επομένως πρόκειται για μη στεγασμένο χώρο. Η κεραμική που εντοπίστηκε χρονολογείται από την ΠΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο. Το δωμάτιο Β19 είναι μικρότερο, και οι διαστάσεις του είναι 6μ. στα Α και Δ, και 2,40-2μ. στα Β και Ν. Πιθανότατα να ήταν στεγασμένο, καθώς βρέθηκαν ορισμένα κεραμίδια. Η κεραμική δε διαφοροποιείται από εκείνη του δωματίου Β18 42.
Ορισμένα κτίρια που βρίσκονται στη Ν πλαγιά δε θα περιγραφούν στο παρόν κείμενο, καθώς η χρήση τους περιορίζεται στη ΜΕ ΙΙ φάση.
Δυτικός Τομέας
Στο τομέα του οικισμού, και συγκεκριμένα στις Α πλευρές των αποθηκευτικών δωματίων που εντοπίστηκαν κατά μήκος του οχυρωματικού περιβόλου43, βρέθηκαν ορισμένα κτίρια, τα οποία εντάσσονται στο χρονολογικό ορίζοντα του ενδιαφέροντός μας. Θα ξεκινήσουμε από τα δωμάτια Β86, Β87, Β89, τα οποία πιθανότατα αποτελούσαν μία ενιαία οικία [εικ.33]. Ο χώρος Β89 ίσως ήταν προθάλαμος. Η επικοινωνία μεταξύ των δωματίων Β86, Β87 δεν είναι ευδιάκριτη, καθώς δεν υπάρχει θύρα στο λεπτό διαχωριστικό τοίχο. Το συνολικό μήκος του κτιρίου είναι 8 μ. (Α και Δ), ενώ το μήκος των δωματίων Β 86 και Β 87 είναι 7μ. (Β και Ν). Η χρονολόγηση του κτιρίου αυτού προσδιορίζεται στο τέλος της ΜΕ περιόδου44.
Η Οικία Β 94 [εικ.33] αποτελεί ένα ακόμη κτίριο που βρισκόταν σε χρήση κατά τη ΜΕΙΙΙ περίοδο. Το μήκος του έφθανε τα 4μ. (Α και Δ), και το πλάτος του τα 3μ. Η θύρα της οικίας αυτής βρισκόταν στο Ν τοίχο και είχε πλάτος 66 εκ. Στη Β γωνία του δωματίου εντοπίστηκε εστία, ενώ περίπου στο κέντρο του βρέθηκε κυκλική λίθινη πλάκα, πιθανότατα βάση κίονα. Κοντά στη ΝΑ γωνία ήταν τοποθετημένος ένας πίθος. Με βάση την κεραμική που βρέθηκε στο χώρο, η Οικία Β 94 κτίστηκε τη ΜΕ ΙΙ φάση, και φαίνεται ότι καταστράφηκε ή κατεδαφίστηκε σκόπιμα στις αρχές της ΥΕ περιόδου45.
Τέλος, θα αναφέρουμε την Οικία 99-101 [εικ.33], η οποία πιθανότατα κτίστηκε στο τέλος της ΜΕ περιόδου. Τα λιγοστά ευρήματα που εντοπίστηκαν στο χώρο μαρτυρούν ότι το κτίριο δεν παρέμεινε σε χρήση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, δεν κατοικήθηκε καθόλου κατά την ΥΕ περίοδο. Το κτίριο περιλαμβάνει τρία δωμάτια: το μεγάλο Β100 είχε διαστάσεις 7x 6μ., το Β101, το οποίο είχε διαστάσεις 5x 4μ., και το στενό Β99, διαστάσεων 1,25x 4μ. Η είσοδός του βρισκόταν στα Β. Το δωμάτιο Β100 πιθανότατα να ήταν αποθηκευτικός χώρος, καθώς στη ΝΑ γωνία του βρέθηκε αποθηκευτικός πίθος46.
Βόρειος Τομέας
Στο Βόρειο Τομέα, εκατέρωθεν της Β εισόδου D53 του οικισμού, εντοπίστηκαν μεγάλα κτίρια της ΜΕ περιόδου, τα οποία θα περιγράψουμε στη συνέχεια. Καταρχήν, στα της εισόδου εντοπίστηκε η Οικία D54-55 [εικ.34]. Το μήκος του κτιρίου πιθανώς να ήταν 13 μ. (Β και Ν), ενώ το πλάτος του ήταν 3μ. στο Β άκρο, και 5,30μ. στο Ν. Ο μισός Α τοίχος κτίστηκε από μεγάλους λίθους, ορισμένοι από τους οποίους ξεπερνούν το 1μ. Ο τοίχος αυτός διακόπτεται περίπου στο κέντρο του, και μεσολαβεί άνοιγμα μήκους 2μ. Στο Β τμήμα του Α τοίχου έχει διατηρηθεί ένα μικρό τμήμα εσωτερικού διαχωριστικού τοίχου, ο οποίος πιθανώς σχημάτιζε ένα ακόμη δωμάτιο, το D54. Εκτός από αυτόν τον εσωτερικό τοίχο, δεν έχει εντοπιστεί κάποια βάση κίονα ή άλλο υποστήριγμα για τη στέγη. Στη Ν γωνία του, το κτίριο διέθετε μάλλον κάποιο άνοιγμα, ενώ οι υπόλοιπες θύρες βρίσκονται στο τοίχο και οδηγούν στα δωμάτια D56 και D57. Οι τοίχοι της Οικίας D54-55 ενσωματώνονται στον οχυρωματικό περίβολο του οικισμού, επομένως η χρονολόγησή της προσδιορίζεται στη ΜΕΙΙ φάση. Εκτός από 5 όστρακα της ΥΕ περιόδου, όλα τα υπόλοιπα χρονολογούνται στη ΜΕ περίοδο. Μεταξύ των υπολοίπων ευρημάτων συγκαταλέγονται σφονδύλια, λίθινα βαρίδια ακονόπετρες, ένα όστρεο, καθώς και η απόληξη μιας οστέινης βελόνας47.
Στα του παραπάνω κτιρίου εντοπίστηκε η Οικία D57, 60-62 [εικ.34]. Το μήκος του κτιρίου αυτού είναι 13μ (Α και Δ ), ενώ το πλάτος του ποικίλει μεταξύ 4,60μ. και 3,30μ. Το κτίριο διαθέτει τέσσερα τουλάχιστον δωμάτια. Στη ΝΑ γωνία υπήρχε ένα φαρδύ άνοιγμα μήκους 1,40μ., αλλά και μία στενή θύρα, (80 εκ.) στον Α τοίχο.
Βρέθηκαν τα ίχνη και τρίτης θύρας στο τοίχο. Στη ΒΑ γωνία του δωματίου D57 εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ενός πίθου, ενώ δύο άλλοι ήταν τοποθετημένοι κατά μήκος του Ν τοίχου. Δύο λίθινα πώματα βρέθηκαν στο Δ τοίχο, και ένα τρίτο στο κέντρο του Ν τοίχου. Στα υπήρχαν τα δύο μικρά δωμάτια D60 και D61. Το D61 δε διέθετε θύρα, και πιθανώς να αποτελούσε, σύμφωνα με τον μελετητή, κάποιον μικρό αποθηκευτικό χώρο. Τέλος, το τέταρτο δωμάτιο, D62, είναι σχεδόν τετράγωνο και οι πλευρές του έχουν μήκος σχεδόν 3,20μ. Εισερχόταν κανείς σε αυτό μόνο μέσω του δωματίου D60 48.
Στα Ν του Βόρειου Τομέα βρίσκεται το δωμάτιο D72 [εικ.34]. Οι διαστάσεις της ήταν 3x 2,60μ. Η είσοδος βρισκόταν στα ΝΑ και είχε πλάτος 1,25μ. Έξω ακριβώς από το Ν τοίχο βρέθηκε ένας μικρός πίθος. Στο δωμάτια δεν εντοπίστηκαν θραύσματα κεραμιδιών, και πιθανώς η στέγη, σύμφωνα με τον Valmin, ήταν κατασκευασμένη από φθαρτά υλικά. Ο ανασκαφέας υποστηρίζει ότι το δωμάτιο D72, το οποίο χρονολογείται στη ΜΕ περίοδο, ήταν πιθανότατα μια μικρή αποθήκη49.
Τέλος, θα αναφέρουμε συνοπτικά τους παρακάτω χώρους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο Βόρειο και Βορειοανατολικό Τομέα του οικισμού και εντάσσονται στη ΜΕΙΙΙ φάση που μας ενδιαφέρει. Καταρχήν, εντοπίστηκε το κτίριο D24-26 [εικ.35], μέσα στο οποίο βρέθηκε το πώμα ενός πίθου, καθώς και άλλα όστρακα πίθων. Ο ανασκαφέας θεωρεί ότι πρόκειται για μικρό αποθηκευτικό χώρο50. Λίγο βορειότερα, βρίσκεται το κτίριο D29 [εικ.35]. Κοντά στο κέντρο του τοίχου βρέθηκε ένας πίθος. Στο χώρο εντοπίστηκαν πεσμένα κεραμίδια, αποδεικνύοντας ότι το δωμάτιο ήταν στεγασμένο51. Στο ΒΑ τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου εντοπίστηκε η Οικία D18-21 [εικ.35]. Το μήκος της είναι περίπου 10μ. (Β και Ν), ενώ ένας διαχωριστικός τοίχος χωρίζει την οικία σε δύο ίσα μέρη: το πλάτος του Β άκρου είναι 1-1,80μ., ενώ το πλάτος του Ν άκρου είναι 1,80μ στα Β και 3,60μ. στα Ν. Κοντά στο Ν τοίχο του δωματίου D18 βρέθηκε ένας αποθηκευτικός πίθος. Πίθος, όπως και πλήθος άλλων οστράκων, βρέθηκε επίσης στο κέντρο του δωματίου D20 52. Ολοκληρώνοντας το Βόρειο Τομέα της ΜΕ Μάλθης, θα συμπεριλάβουμε την Οικία D3-7, η οποία βρίσκεται στα ΒΑ του οχυρωματικού περιβόλου [εικ.35]. Το κτίριο χωρίζεται σε τέσσερα δωμάτια, τα οποία έχουν πλάτος (Β και Ν): 3μ., 1,20μ., 3,20μ. και 1,40μ. Σύμφωνα με τον Valmin, οι χώροι D1-2 αποτελούν το «πρόπυλο». Στο κυρίως δωμάτιο D4, στο οποίο εισερχόταν κανείς μέσω του δωματίου D5, εντοπίστηκε εστία, στο κέντρο του τοίχου. Η επιφάνεια της εστίας ήταν καλυμμένη με επίπεδες λίθινες πλάκες, ενώ γύρω από αυτήν ήταν τοποθετημένες τρεις όρθιες πλάκες, οι οποίες σχημάτιζαν ημικύκλιο. Ο ανασκαφέας παραλληλίζει την εστία με εκείνη του δωματίου Α1, την οποία έχει χαρακτηρίσει ως «βωμό». Κοντά στο κέντρο του δωματίου βρέθηκε πίθος, όπως επίσης και στη ΝΑ γωνία. Στο κέντρο σχεδόν του δωματίου εντοπίστηκε η λίθινη βάση ξύλινου, πιθανώς, κίονα. Τέλος, στο στενό δωμάτιο D5 βρέθηκαν επίπεδες λίθινες πλάκες, με τις οποίες προφανώς και ήταν επιστρωμένο το δάπεδο. Στα ανώτερα στρώματα εντοπίστηκε πλήθος πεσμένων κεραμιδιών. Μεταξύ των τύπων κεραμικής που βρέθηκαν στην Οικία D3-7 συγκαταλέγεται η μονόχρωμη ΜΕ, η μινυακή, η αμαυρόχρωμη, η ΥΕ κ.λ.π.53.
Η ΥΕ φάση
Η ΥΕ Μάλθη δε διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από την προγενέστερη ΜΕ. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην εισαγωγική παράγραφο του κεφαλαίου, η κατοίκηση στον οικισμό ήταν συνεχής, επομένως η ΜΕ πόλη μετατράπηκε σταδιακά σε ΥΕ, Μυκηναϊκή πόλη. Οι αλλαγές που παρατηρούνται στον τομέα της οικιστικής αρχιτεκτονικής είναι οι ακόλουθες:
α. Επισκευή και ανακατασκευή των ΜΕ οικιών.
β. Προσθήκες νέων τοίχων στις ΜΕ οικίες.
γ. Κατασκευή νέων οικιών.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις θα εξεταστούν με λεπτομέρεια στη συνέχεια.
Επισκευή και ανακατασκευή των ΜΕ οικιών
Στο κεντρικό τμήμα του οικισμού δεν έχει παρατηρηθεί κάποια επισκευή ή ανακατασκευή ΜΕ κτιρίου, πιθανώς διότι οι κατασκευές στην περιοχή αυτή ήταν ιδιαίτερα γερές54.
Στην Α πλαγιά, το δωμάτιο C52 επιδέχθηκε την προσθήκη δύο εσωτερικών τοίχων, οι οποίοι σχημάτιζαν ορθή γωνία [εικ.36]. Οι τοίχοι αυτοί σχημάτισαν το δωμάτιο C51, το οποίο είχε διαστάσεις 4,70x 2μ. Η προσθήκη των τοίχων αυτών προσδιορίζεται χρονολογικά, με βάση την κεραμική, στην ΥΕ Ι φάση55.
Στην Οικία C14-17 [εικ.36] προστέθηκε ένας τοίχος με προσανατολισμό Β-Ν, καθώς και ένας μικρότερος εγκάρσιος σε αυτόν. Οι δύο αυτοί τοίχοι διαίρεσαν το χώρο σε τέσσερα δωμάτια. Η προσθήκη χρονολογείται στην ΥΕΙ φάση56.
Στο δωμάτιο C 44 [εικ.36] προστέθηκε ο Β τοίχος, μειώνοντας το πλάτος του δωματίου στα Β και Ν, στα 1,60-2μ. Ο τοίχος χρονολογείται στη ΥΕ περίοδο57.
Κατά την ΥΕΙ φάση κτίστηκαν δύο τοίχοι στη αψιδωτή Οικία Β1 [εικ.37]. Ο ένας κτίστηκε στη Δ πλευρά και σχημάτιζε ένα νέο Ν άκρο, ενώ ο άλλος εντοπίστηκε κοντά στο κέντρο της οικίας. Οι δύο αυτοί τοίχοι δημιούργησαν δύο νέες εισόδους: η μία, πλάτους 55εκ. βρισκόταν μεταξύ του κεντρικού ΥΕ τοίχου και του Α τοίχου, και η άλλη μεταξύ των δύο νέων ΥΕ τοίχων. Η κατασκευή αυτή πιθανώς να χρησίμευε ως υποστήριγμα για τη στέγη. Στην ΥΕΙ φάση χρονολογείται και η ημικυκλική εστία που εντοπίστηκε στη Β πλευρά του κεντρικού τοίχου. Το μέγιστο μήκος του κτιρίου στα Β και Ν κατά την ΥΕ περίοδο ήταν 5μ. 58.
Προσθήκες νέων τοίχων στις ΜΕ οικίες
Μία σημαντική προσθήκη νέων τοίχων πραγματοποιήθηκε στην κεντρική περιοχή του οικισμού, όπου διαμορφώθηκαν, κατά την ΥΕ περίοδο, τα δωμάτια Α6 και Α9. [εικ.38]. Ο τοίχος που σχηματίζει τα δωμάτια αυτά σώζεται σε ύψος 45 εκ. και έχει πάχος περίπου 1μ. Το δωμάτιο Α9, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, αποτελεί ένα πραγματικό οχυρό, το οποίο ήταν τοποθετημένο ακριβώς στη Β πλευρά της πύλης του επονομαζόμενου «ανακτόρου». Το ΥΕ οχυρό έχει μήκος 2,50μ. (Β και Ν) και πλάτος 2,20μ. Η κεραμική που εντοπίστηκε στο χώρο αυτό χρονολογείται και στις τρεις φάσεις της ΥΕ περιόδου. Το δωμάτιο Α6 έχει διαστάσεις 4x 3 και η είσοδός του βρισκόταν στα Ν 59.
Στα Α της Οικίας C55-58 κτίστηκε δωμάτιο, όμοιο με προστώο, το οποίο διαμόρφωνε τους χώρους C54 και C59-60 [εικ.39]. Το μήκος του C54 είναι 3μ. και το πλάτος του 1μ. Το Β τμήμα του νέου δωματίου έχει μήκος 8,60 μ. και πλάτος 1-1,30μ. Η χρονολόγηση της νέας κατασκευής προσδιορίζεται, με βάση την κεραμική, στην ΥΕΙ-ΙΙ φάση60.
Τέλος, έξω από τον Α τοίχο της κεντρικής περιοχής και του Α23, διαμορφώθηκε η περιοχή C27, η οποία οριοθετείται από τον προγενέστερο ΜΕ τοίχο στα και το νέο ΥΕ τοίχο στα Α [εικ.39]. Οι διαστάσεις της περιοχής αυτής είναι 10x 5μ. 61.
Κατασκευή νέων οικιών
Τα κτίρια που αποτελούν τις νέες κατασκευές της ΥΕ περιόδου συγκροτούν τρία αρχιτεκτονικά συγκροτήματα: το Μυκηναϊκό μέγαρο Β85, την Οικία Β52-57, την Οικία Β33- Β38 και Β45. Σε αυτά τα νέα συγκροτήματα, μπορούν να προστεθούν τα κτίρια Β69, με το παράρτημά του Β72, και Β5.
Το Μυκηναϊκό μέγαρο Β85 [εικ.40] είναι το μοναδικό κτίριο αυτού του τύπου που εντοπίστηκε στη ακρόπολη της Μάλθης. Βρίσκεται στο κέντρο περίπου του οχυρωματικού περιβόλου, πλησίον των ΜΕ δωματίων Β86 και Β87. Αποτελείται από ένα δωμάτιο, το οποίο έχει προσανατολισμό Β-Ν και είσοδο στα Ν. Οι τοίχοι του έχουν πάχος 1μ στη Β πλευρά, 80 εκ. στη και Ν πλευρά, και σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,58μ. Η θύρα στο κέντρο του Ν τοίχου είναι κατασκευασμένη από μεγάλες λίθινες πλάκες, τοποθετημένες όρθια. Το πλάτος της είναι 1μ., ενώ το κατώφλι της αποτελείται από τέσσερις μεγάλες λίθινες πλάκες. Το μήκος του δωματίου είναι 5,60μ. (Β και Ν) και το πλάτος του 4,40μ. Στο κέντρο εντοπίστηκαν τέσσερις ασύμμετρες λίθινες πλάκες, οι οποίες αποτελούσαν τις λίθινες βάσεις των κιόνων του δωματίου.
Μεταξύ αυτών υπήρχε εστία, σχήματος οβάλ, η οποία είχε μήκος 1μ. και πλάτος 80 εκ. Από την εστία περισυλλέχθηκε στάχτη, κάρβουνα και καμένα οστά μικρών ζώων.
Στη Β γωνία του δωματίου βρέθηκαν τα όστρακα ενός πίθου. Το δωμάτιο ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα πεσμένων λίθων, και κάτω από αυτό βρέθηκαν σπασμένα, τα λεπτά κεραμίδια της οροφής. Το μήκος τους έχει υπολογιστεί χονδρικά στα 66 εκ., το πλάτος στα Δ 28 εκ. και το πάχος στα 25 εκ.62.
Πίσω από το Μυκηναϊκό μέγαρο Β85 υπήρχε η μικρή αυλή Β80, καθώς και η Ν προσθήκη Β73 [εικ.40]. Οι διαστάσεις της ήταν 5x 4μ. Στα Ν , η αυλή οριοθετείται από μία κατασκευή διαστάσεων 2,40x 2,20μ., η οποία πιθανώς στήριζε κάποιο μικρό οχυρό. Στα Ν της αυλής υπήρχε το δωμάτιο Β63, διαστάσεων 4,20x 2,50μ.
Στον Α τοίχο του δωματίου αυτού εντοπίστηκε εστία, πάνω στην επιφάνεια της οποίας ήταν τοποθετημένες τέσσερις λίθινες πλάκες. Άλλη μία εστία βρέθηκε στη Ν γωνία, η οποία επίσης αποτελούνταν από λίθινες πλάκες, μικρότερου μεγέθους. Τα κεραμίδια που εντοπίστηκαν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη στέγης στο δωμάτιο Β63. Εκτός από την κεραμική, στο χώρο εντοπίστηκε μία φολίδα οψιανού, δύο σφονδύλια και οστά ζώων63.
Σχετικά με τους υπόλοιπους χώρους που κτίστηκαν κατά την ΥΕ περίοδο, ο Valmin αναφέρει ότι το δωμάτιο Β79 πιθανώς να αποτελούσε τον προθάλαμο της αυλής Β80, και το Β74 τον προθάλαμο του Β62 (το οποίο ήταν μία απλή οικία) [εικ.40]. Το μήκος του προθαλάμου Β79 ήταν 4μ. στα Δ, 5μ. στα Α και το πλάτος του ήταν 2,80μ. Στα Ν υπήρχε μία μεγάλη θύρα, πλάτους 1,40μ., η οποία οδηγούσε στο δωμάτιο Β74. Το μήκος του τελευταίου ήταν 5μ. στα Α και Δ, ενώ το πλάτος του ήταν 2μ. στο Α και 2,50μ. στο Δ τμήμα. Η πλευρά του δωματίου Β74 ήταν ταυτόχρονα και η Α πλευρά της αποθήκης Β75, η οποία βρισκόταν σε χρήση κατά την ΥΕ περίοδο. Στη Ν γωνία του δωματίου υπήρχε άνοιγμα (στο ΜΕ τοίχο), το οποίο οδηγούσε στην αποθήκη Β75 64.
Η στενή θύρα στο Ν τοίχο του δωματίου Β74 οδηγούσε στο δωμάτιο Β62 [εικ.40], οι διαστάσεις του οποίου ήταν 6,60x 4,50μ. Ο τοίχος του δωματίου ήταν ταυτόχρονα και ο Α τοίχος της αποθήκης Β60-61. Η ΒΑ γωνία του δωματίου προφανώς αποτελούσε την είσοδο. Κοντά στο κέντρο του Α τοίχου βρέθηκε εστία, κατασκευασμένη από επίπεδες λίθινες πλάκες, πλάτους 1μ. Στα εντοπίστηκε αποθηκευτικός πίθος, όπως επίσης και κοντά στη ΝΑ γωνία. Εντοπίστηκε επίσης πλήθος οστράκων της ΥΕ περιόδου, καθώς και άλλα αντικείμενα, όπως φολίδες πυριτόλιθου, ακονόπετρες, λίθινα βαρίδια, σφονδύλια κ.λ.π.65.
Στα Α του Μυκηναϊκού μεγάρου Β85 εντοπίστηκαν τα δωμάτια Β81, Β82 και Β84, τα οποία σχηματίστηκαν από την κατασκευή δύο τοίχων, μήκους 6-7μ. [εικ.40]
Το Β82 έχει διαστάσεις 7x 3μ. Στη ΒΑ γωνία του εντοπίστηκε εστία κατασκευασμένη με λίθινες πλάκες, και κοντά στη Β γωνία βρέθηκε ένας αποθηκευτικός πίθος με το λίθινο πώμα του. Επιπλέον, εντοπίστηκαν ορισμένα όστρακα της ΥΕΙΙΙ περιόδου. Στα Β του δωματίου αυτού, η περιοχή Β84 αποτελεί έναν διάδρομο, πλάτους 1,25μ.66.
Στα Ν της περιοχής Β81 εντοπίστηκαν δύο ενδιαφέροντα δωμάτια: το Β72 και το Β69 [εικ.40]. Το πρώτο δωμάτιο είχε διαστάσεις 4,25μ. στα Α και Δ, 4,20μ. στο Α άκρο και 3,30μ. στο άκρο. Στο κέντρο του Α τοίχου βρέθηκε πίθος, ενώ τα κεραμίδια πιστοποιούν την ύπαρξη στέγης στο δωμάτιο. Μεταξύ του δωματίου αυτού και της σκάλας Β67-68 ήταν κτισμένη η Οικία Β69, η οποία έχει ονομαστεί από τον ανασκαφέα «Ιερό του διπλού Πέλεκυ». Σύμφωνα με τις μελέτες, το δωμάτιο Β72 αποτελούσε ένα είδος προθαλάμου στο χώρο που μόλις αναφέραμε. Το Ιερό του "διπλού Πέλεκυ", περιλαμβάνει δύο τμήματα: μία ορθογώνια «αυλή» και ένα μικρό δωμάτιο. Η «αυλή» έχει διαστάσεις 5x 2μ. Το Α τμήμα του δαπέδου είναι περίπου 2μ. ψηλότερο από το Δ. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους. Στην «αυλή» εισερχόταν κανείς από τα ανώτερα σημεία της ακρόπολης, μέσω της σκάλας Β67. Το Α τμήμα του κτιρίου ήταν το μικρότερο δωμάτιο που βρέθηκε στον οικισμό: το μήκος του ήταν 1μ. (Α και Δ) και το πλάτος του ήταν 80 εκ. Ο μικρός αυτός χώρος ήταν κτισμένος με τους μεγαλύτερους και πιο καλά κατεργασμένους λίθους, συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο κτίριο της ακρόπολης. Μέσα σε αυτόν βρέθηκε μεγάλος αριθμός αγγείων, τα οποία έφταναν σε ύψος το 1μ. Τα περισσότερα από αυτά ήταν σπασμένα. Όλα ανήκουν στην τελευταία φάση της ΥΕ περιόδου. Το σημαντικότερο εύρημα στο χώρο αυτό ήταν ο χάλκινος διπλός Πέλεκυς Νο863, ο οποίος εντοπίστηκε στο άνοιγμα του δωματίου, κοντά στο άκρο του Β τοίχου. Δ εν επρόκειτο, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, για χρηστικό αντικείμενο, επομένως η χρήση του ήταν αναθηματική. Επιπλέον, τα αγγεία που βρέθηκαν στο χώρο έχουν χαρακτηριστεί ως «προσφορές». Στην «αυλή» βρέθηκαν επίσης 2 πήλινα σφονδύλια.
Με βάση τα παραπάνω ευρήματα, το δωμάτιο αυτό πιθανότατα αποτελούσε ένα είδος μικρού ιερού, το οποίο βρισκόταν σε χρήση κατά την ΥΕ περίοδο67.
Ένα ακόμη κτίριο της ΥΕ περιόδου είναι η Οικία Β52- Β57 [εικ.41]. Κτίστηκε στη Ν πλαγιά της ακρόπολης. Σε αυτήν ανήκει και το δωμάτιο Β46. Το κτίριο έχει προσανατολισμό Β-Ν και διαστάσεις του είναι: το μήκος φθάνει τα 12μ., ενώ το πλάτος στο Ν άκρο είναι 10,50μ., και στο Β άκρο 4μ. Η κεντρική αυλή Β53 έχει διαστάσεις 8x 3μ. Στο δωμάτιο Β56 εντοπίστηκε ένας πίθος, πέντε λίθινα πώματα, ένας κέρνος, 4 ακονόπετρες, καθώς και όστρακα της ΥΕ, αλλά και της ΜΕ περιόδου.
Στο μικρό δωμάτιο Β55 βρέθηκε εστία στη ΒΑ γωνία, αλλά και βάση κίονα κοντά στο κέντρο. Στο δωμάτιο αυτό ανήκε, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, ο προθάλαμος Β54. Στο δωμάτιο αυτό εντοπίστηκαν πολλά θραύσματα πίθων. Τέλος, στα ΝΑ του κτιρίου εντοπίστηκε το δωμάτιο Β46, διαστάσεων 4,80x 4-5μ., μέσα στο οποίο βρέθηκε πίθος. Ο Valmin υποστηρίζει ότι ο χώρος αυτός αποτελεί παράρτημα της Οικίας Β52- Β57 68.
Το τελευταίο κτίριο της ΥΕ που θα μας απασχολήσει είναι η Οικία Β 33-38 και Β45, η οποία αποτελείται από τέσσερα μεγάλα δωμάτια και δύο μικρότερα [εικ.41].
Έχει προσανατολισμό Β-Ν και διαστάσεις 12,60x 7,55μ. Η περιοχή Β32 αποτελεί ένα είδος αυλής, και από αυτήν εισέρχεται κανείς στο κτίριο, από θύρα πλάτους 70εκ., η οποία οδηγεί στον προθάλαμο Β33. Στα Ν του προθαλάμου υπήρχε το στενό δωμάτιο Β34. Στο δωμάτιο Β36 βρέθηκε εστία, ενώ στο μεγάλο Β 38 βρέθηκαν δύο πίθοι με το πώματά τους. Προφανώς το δωμάτιο αυτό ήταν ο αποθηκευτικός χώρος της οικίας. Ένας τρίτος πίθος εντοπίστηκε στα Δ του δωματίου Β34 69.
3 Κεντρική αποθήκευση
Στα Β της δεξαμενής C42 και ακριβώς δίπλα στο τείχος της πόλης εντοπίστηκε μία σειρά πέντε αποθηκευτικών δωματίων ή στάβλων, οι χώροι C62-69 [εικ.42]. Το συνολικό μήκος τους είναι 7μ. (Β και Ν), ενώ το πλάτος τους ποικίλει μεταξύ 1,80- 3μ. Στα δωμάτια αυτά εντοπίστηκαν μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι και όστρακα διαφόρων τύπων κεραμικής (αμαυρόχρωμη, χειροποίητη κ.λ.π.), τα οποία χρονολογούν την κατασκευή και χρήση των κτιρίων αυτών κατά τη ΜΕ περίοδο. Μάλιστα, τα δωμάτια C66-68 φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν κατά τη ΜΕΙΙΙ φάση, καθώς για το κτίσιμό τους χρησιμοποιήθηκαν μικρότεροι λίθοι. Επιπλέον, το δωμάτιο C62 πιθανότατα να αποτελούσε στάβλο για τα βοοειδή. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν ελάχιστα όστρακα, ιδιαιτέρως φθαρμένα70. Με βάση αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το συγκρότημα C62-69 δεν ήταν κάποια οικία, αλλά δωμάτια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κοινόχρηστοι αποθηκευτικοί χώροι.
Ωστόσο, τα δωμάτια που έχουν αναγνωριστεί ως κεντρικοί αποθηκευτικοί χώροι βρίσκονται κατά μήκος του οχυρωματικού περιβόλου, και είναι τα εξής: Β28, Β29, Β40, Β41, Β50, Β51, Β58, Β59, Β60-61, Β75, Β76-78, Β88, Β95-96, Β100, Β108, Β109, Β110. [εικ.43, 44, 45, 46]. Πρόκειται για μία σειρά τετράγωνων και σχεδόν ιδίου μεγέθους δωματίων (6x 5μ. περίπου).
Η είσοδος κάθε δωματίου βρισκόταν στο κέντρο της πρόσθιας στενής πλευράς. Ορισμένα από τα δωμάτια αυτά χωρίζονταν από εσωτερικό τοίχο, πιθανότατα λόγω των ιδιαίτερων αποθηκευμένων προϊόντων, τα οποία απαιτούσαν λιγότερο χώρο. Μέσα στα δωμάτια αυτά βρέθηκε μεγάλος αριθμός αποθηκευτικών πίθων με τα λίθινα πώματά τους, γεγονός που δεν αφήνει αμφιβολίες για την αποθηκευτική χρήση των χώρων αυτών. Ο ανασκαφέας έχει συγκροτήσει τρεις ομάδες δωματίων, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Η πρώτη και μεγαλύτερη ομάδα περιλαμβάνει δώδεκα δωμάτια, από το Β28 στα Ν μέχρι και το Β88 στα Β [εικ.43, 44]. Τα δωμάτια αυτά χαρακτηρίζονται από τους γερούς, πάχους 60 εκ., τοίχους, οι οποίοι αποτελούνται από προσεκτικά επιλεγμένους ή κατεργασμένους λίθους. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα δωμάτια Β95- Β100, και διαφοροποιείται από την προηγούμενη λόγω των λεπτότερων τοίχων τους, πάχους 40 εκ. [εικ.45]. Η τρίτη ομάδα, η οποία χωρίζεται από την προηγούμενη μέσω ενός μακρύ τοίχου, περιλαμβάνει τα τρία μικρότερα δωμάτια Β108, Β109, Β110 [εικ.46].
Τα δωμάτια αυτά δε διαθέτουν τέσσερις τοίχους, αλλά τρεις, και πιθανότατα να χρησιμοποιούνταν για άλλους σκοπούς και όχι για αποθήκευση. Ωστόσο, ο Valmin τα έχει εντάξει στις κεντρικές αποθήκες, καθώς είναι τα τελευταία δωμάτια που ολοκληρώνουν τη σειρά των αποθηκών, στο οχυρωματικό περίβολο71. Επιπλέον, ας σημειωθεί ότι στη Β πλευρά του δωματίου Β109 εντοπίστηκε πήλινος φούρνος, κατασκευασμένος πάνω σε λίθινη βάση διαμέτρου 2μ. Τα τοιχώματά του είχαν πάχος 8-10 εκ., και διέθεταν οπές, τουλάχιστον επτά, διαμέτρου 5-7 εκ.72.
Οι αποθήκες του οχυρωματικού περιβόλου χρονολογούνται στη ΜΕ περίοδο. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη στρωματογραφία, καθώς και από το γεγονός ότι βρέθηκαν ορισμένοι ΜΕ τάφοι κάτω από τους διαχωριστικούς τοίχους που διέθεταν ορισμένα δωμάτια. Η χρήση τους πρέπει να φθάνει μέχρι και την ΥΕ περίοδο73.
Κεντρικοί αποθηκευτικοί χώροι έχουν εντοπιστεί και στο Βόρειο Τομέα του οικισμού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μία σειρά τριών συμμετρικών δωματίων, περίπου των ίδιων διαστάσεων, τα οποία είναι: D43-46, D39-41, D36-38 [εικ.47, 48]. Τα κτίρια αυτά χρονολογούνται στην ΜΕΙΙ φάση, ενώ τα δωμάτια D42, D47, D48, D27, D33 και D34 φαίνεται ότι αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες. Η πρώτη από τις αποθήκες, D43-46, έχει διαστάσεις 5-5,30μ.x 4,30μ. Η είσοδος βρίσκεται στη Ν γωνία και έχει πλάτος 80 εκ. Στα Ν κατασκευάστηκε το δωμάτιο D47. Μέσα σε αυτό εντοπίστηκε εστία σχήματος οβάλ, αλλά και δύο αποθηκευτικοί πίθοι. Στα Ν του δωματίου D 47 κατασκευάστηκε το δωμάτιο D48, διαστάσεων 4-5μ.x 2,40-2,80μ. Στο κέντρο του Ν τοίχου βρισκόταν η είσοδος, ενώ στο εσωτερικό του δωματίου εντοπίστηκε κυκλική εστία, διαμέτρου 1μ. Τα δωμάτια D43-46
χρονολογούνται στη ΜΕΙΙ φάση, ενώ τα δωμάτια D47και D48 αποτελούν προσθήκες της ΜΕΙΙΙ φάσης74. Η δεύτερη αποθήκη, D39-41, κτίστηκε πάνω από τα λείψανα του ΠΕ δωματίου D 40, κα οι τοίχοι του ενώνονταν με τον οχυρωματικό περίβολο. Το μήκος του κτιρίου αυτού στα Β και Ν είναι 5,20-5,60μ. (ανατολική πλευρά), και το πλάτος του 4,20μ. Η κεραμική που εντοπίστηκε χρονολογεί το κτίριο στη ΜΕ περίοδο75. Τέλος, η τρίτη αποθήκη, D36-38, έχει διαστάσεις 6μ. στα Β και Ν, 5μ στο Β άκρο και 4,25μ. στο Ν άκρο. Η είσοδος πιθανώς βρισκόταν στο Δ τμήμα του Ν τοίχου. Η κεραμική του δωματίου αυτού χρονολογείται από την ΠΕ μέχρι και την ΥΕ περίοδο76.
4 Έργα κοινής ωφέλειας
Στον οικισμό της Μάλθης εντοπίστηκαν σημαντικά έργα κοινής ωφέλειας. Θα ξεκινήσουμε από τον οχυρωματικό περίβολο της ακρόπολης, η κατασκευή του οποίου χρονολογείται στη ΜΕΙΙ φάση, ενώ η χρήση του φθάνει μέχρι και το τέλος της ΥΕ περιόδου. Η περιοχή που οριοθετούσε ο οχυρωματικός περίβολος έχει μέγιστο μήκος 138, 80μ., και μέγιστο πλάτος 82,40μ. Ο προσανατολισμός του ήταν Β-ΒΑ και Ν-Ν , ακολουθώντας τον προσανατολισμό του λόφου. Το συνολικό μήκος του φθάνει τα 420μ., ενώ το πάχος του ποικίλει μεταξύ 3,55μ και 1,60μ. Ο οχυρωματικός περίβολος σώζεται σε ύψος 1μ., σε κάποια σημεία του. Τα υλικά κατασκευής του ποικίλουν. Συνολικά, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν ογκόλιθοι όχι ιδιαίτερα μεγάλοι, καθώς σε ελάχιστα σημεία ξεπερνούσαν το 1μ. μήκος. Στις προσόψεις, οι ογκόλιθοι ήταν καλά συνενωμένοι, ενώ ο χώρος μεταξύ των ογκολίθων ήταν γεμισμένος με άτακτα ριγμένους λίθους διαφόρων μεγεθών. Εντοπίστηκαν πέντε πύλες (ή απλώς ανοίγματα), διαφορετικού πλάτους. Οι δύο ή τρεις από αυτές αποτελούν πραγματικές πύλες, ενώ οι υπόλοιπες είναι απλές είσοδοι-έξοδοι. Η κυρίως πύλη της Β πλευράς του οχυρωματικού περιβόλου είναι η D53 [εικ.49].
Δεν είναι πολύ μεγάλη, καθώς το πλάτος είναι 1,55μ., ενώ το ύψος της είναι 4,50μ. διασχίζοντας κανείς την πύλη αυτή, φθάνει σε έναν ανοικτό ορθογώνιο χώρο, μήκους 12μ. και πλάτους 5μ. Η κυρίως πύλη της Ν πλευράς βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη Β πύλη και αποτελεί, σύμφωνα με τον ανασκαφέα την κεντρική είσοδο της ακρόπολης. Παρά το γεγονός ότι σώζεται ελάχιστα, η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται καταρχήν από το γεγονός ότι έχουν βρεθεί ίχνη τροχών στην περιοχή αυτή. Επιπλέον, ο οχυρωματικό περίβολος στη Ν πλευρά είναι κατεστραμμένος και οι ογκόλιθοι βρέθηκαν ριγμένοι στην πλαγιά. Προφανώς, λοιπόν, το σημείο αποτελούσε την εστία των εχθρικών επιθέσεων. Σχετικά με την κεντρική Ν πύλη δε διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες. Στη Ν γωνία του οχυρωματικού περιβόλου εντοπίστηκε μία ακόμη είσοδος, η Β18 [εικ.50], η οποία πρέπει να είναι όμοια με την είσοδο D77 στα της ακρόπολης [εικ.51]. Η Α πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου είναι η πιο κατεστραμμένη. Σε ορισμένα σημεία του, η εξωτερική πλευρά διαθέτει εγκάρσιους τοίχους, οι οποίοι διασχίζουν κατηφορικά την πλαγιά. Οι τοίχοι αυτοί εντοπίζονται στα σημεία C38, D1 και D8 [εικ.52, 53]. Ο D8 σχηματίζει μία στενή πύλη πλάτους 80 εκ., στην οποία εισέρχεται κανείς διασχίζοντας το διάδρομο D9. Ο διάδρομος D8 αποτελεί μία ακόμη είσοδο-έξοδο, όμοια με την D77. Στα B εντοπίστηκε οχυρό, για την προστασία της εισόδου. Περίπου έντεκα μέτρα προς τα Ν εντοπίστηκε το οχυρό D1, σχεδόν, τετράγωνο στο σχήμα, και διαστάσεων 3x 2,80μ. Η Β πλευρά του ήταν ενωμένη με τον οχυρωματικό περίβολο, ενώ το δωμάτιο δε διέθετε τοίχο, αλλά μία σειρά από στενές λίθινες πλάκες, οι οποίες μοιάζουν με κατώφλι. Για την είσοδο C38 δε δίδονται πληροφορίες. Τέλος, η Α πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου ανακατασκευάστηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της χρήσης του, όπως για παράδειγμα στην περιοχή C11, όπου πραγματοποιήθηκε μια επιδιόρθωση κατά την ΥΕ περίοδο77.
Στη Μάλθη εντοπίστηκαν δρόμοι και σκαλοπάτια, κατασκευές οι οποίες διευκολύνουν τη μετακίνηση και την πρόσβαση στις περιοχές της ακρόπολης.
Επιγραμματικά θα αναφέρουμε καταρχήν τους δρόμους A26, A51, A56, C35, C38, C49, C120, τους οποίους ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει στην κάτοψη [εικ.54, 55] Οι δρόμοι αυτοί δεν αποτελούσαν τυχαίους σχηματισμούς μεταξύ των οικιών, αλλά ήταν σχεδιασμένοι για να οδηγούν σε συγκεκριμένους προορισμούς. Για παράδειγμα, ο δρόμος C35 οδηγούσε από την πύλη και το οχυρό C38 στο δωμάτιο C48, στα Ν του C52 78. Επίσης, από τη Ν κεντρική πύλη εντοπίστηκε δρόμος, ο οποίος διέσχιζε την περιοχή μεταξύ του Ιερού του διπλού Πέλεκυ στην Α πλευρά και των οβάλ κτιρίων. Στα Ν των κτιρίων αυτών, ο δρόμος διακλαδιζόταν προς τα Δ, διέσχιζε τις περιοχές Β5, Β7, Β6, έφθανε στον ανοικτό χώρο και στρεφόταν προς τη σκάλα Β23, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη Β18 79 [εικ.56]. Στην ακρόπολη εντοπίστηκαν και πολλές κατασκευές σκαλοπατιών. Από αυτές θα απομονώσουμε τη ΜΕ σκάλα Β23 [εικ.56], η οποία διαφοροποιείται από οποιαδήποτε άλλη στον οικισμό, καθώς ήταν κατασκευασμένη όχι μόνο για ανθρώπους, αλλά και για ζώα. Το
συνολικό μήκος της ήταν 14μ., και περιλαμβάνει 13 σκαλοπάτια, τα οποία ποικίλουν σε πλάτος από 1,40μ. μέχρι 2μ. Η σκάλα έχει σχήμα S και είναι επιστρωμένη με λίθινες πλάκες μόνο σε μερικά σημεία80.
Στην Α πλευρά του οικισμού, ενσωματωμένα στην εσωτερική πλευρά του τείχους εντοπίστηκαν τα δωμάτια C6- C9 [εικ.57]. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, οι χώροι αυτοί λειτουργούσαν ως στάβλοι, εργαλειοθήκες ή αποθήκες, και για το λόγο αυτό θα τους εντάξουμε στα έργα κοινής ωφέλειας γενικά, ως κοινόχρηστα δωμάτια, και όχι συγκεκριμένα ως κεντρικούς αποθηκευτικούς χώρους. Το δωμάτιο C9, διαστάσεων 4,40x 2,25μ., πιθανώς να αποτελούσε αποθηκευτικό χώρο, καθώς εντοπίστηκαν θραύσματα αποθηκευτικών πίθων κοντά στη Ν γωνία. Το δωμάτιο C8 είναι σχεδόν τετράγωνο και οι διαστάσεις του είναι 1,50x 1,50μ. Το δωμάτιο C7 έχει διαστάσεις 4x 1,75μ., ενώ το C6, διαστάσεων 8x 3,50μ., διαθέτει ένα φυσικό άνοιγμα στη πλευρά του, το οποίο οδηγεί στο μεγάλο δωμάτιο C5, το οποίο πρέπει να ήταν ένα περιφραγμένος ανοικτός χώρος. Τα δωμάτια C7- C9 πιθανώς να ήταν στεγασμένα, καθώς το μέγεθός τους επέτρεπε μία τέτοια κατασκευή. Τα υπόλοιπα δεν είχαν στέγη και πιθανώς να ήταν στάβλοι για τα οικόσιτα ζώα. Η κεραμική που εντοπίστηκε στους χώρους αυτούς πιθανότατα μεταφέρθηκε εκεί από τα νερά της βροχής81.
Στη Μάλθη εντοπίστηκαν δεξαμενές και αγωγοί ή κανάλια νερού, κατασκευές που σαφώς εντάσσονται στα έργα κοινής ωφέλειας της ακρόπολης. Μία δεξαμενή, η οποία μάλιστα πιθανότατα σχετίζεται με τους στάβλους C6- C9, είναι η C4 [εικ.58].
Η δεξαμενή αυτή βρίσκεται μεταξύ των στάβλων και του νεκροταφείου, θέση που αποδεικνύει ότι δεν κατασκευάστηκε για τις ανάγκες των κατοίκων του οικισμού. Η δεξαμενή C4 είναι μία κοιλότητα στο έδαφος, μήκους 7μ, μέγιστου πλάτους 2,40μ. και βάθους 1,50μ. Το κανάλι για το νερό, το οποίο διαπερνά το βράχο, είναι μερικώς φυσικό, μερικώς τεχνητό. Η δεξαμενή γέμιζε με το νερό της βροχής, ενώ θα μπορούσε να ανιχνευτεί ένας αγωγός, ο οποίος οδηγούσε σε αυτήν. Η χρονολόγησή της είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, ωστόσο ο ανασκαφέας υποστηρίζει ότι, με βάση τα όστρακα που βρέθηκαν στον πυθμένα της, η δεξαμενή διαμορφώθηκε κατά τη ΜΕΙΙ φάση και χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τη ΜΕΙΙΙ, ενώ δε φαίνεται να ήταν σε χρήση στην ΥΕ περίοδο82. Τέλος θα απομονώσουμε ένα ακόμη κανάλι νερού, το οποίο εντοπίστηκε στη Ν πλευρά της ακρόπολης, και με το έργο αυτό θα ολοκληρώσουμε την περιγραφή των έργων κοινής ωφέλειας στη Μάλθη. Το κανάλι αυτό φαίνεται ότι διέσχιζε το βράχο Β14 σε μία απόσταση 30μ., μέσα σε μία φυσική ρωγμή του βράχου, και κατέληγε στη ΜΕ δεξαμενή Β15 [εικ.56] Μέσα στη δεξαμενή βρέθηκαν όστρακα, τα οποία χρονολογούνται από την ΠΕ, μέχρι την ΥΕ περίοδο83.
ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ
"Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΩΝ ΦΑΣΕΩΝ (ΜΕΙΙΙ- ΥΕΙΙΙΑ1), Διερεύνηση της εμφάνισης και διαμόρφωσης των κοινωνικών και πολιτικών ιεραρχικών δομών."
Βιβλιογραφία McDonald, W. A. and Hope Simpson, R., 1961.
McDonald, W. A. and Hope Simpson, R., 1969.
Valmin, M. Natan, 1938.
1 McDonald and Hope Simpson 1961: 234 και McDonald and Hope Simpson 1969: 141.
2 Η χρονολόγηση του Valmin έχει αμφισβητηθεί. 5στόσο, δε μπορούμε παρά να παραθέσουμε τα ανασκαφικά αποτελέσματα με τις χρονολογήσεις που έδωσε ο ανασκαφέας.3 Dickinson 2003: 106.
4 Treuil, Darcque, Poursat, Touchais 1996: 285.
5 Valmin 1938: 23.
6 McDonald and Hope Simpson 1961: 234.
7 Valmin 1938: 404.
8 Valmin 1938: 79-80.
9 Ο.π.: 81-83.
10 Valmin 1938: 84-91.
11 Ο.π.:91.
12 Ο.π.:92.
13 Ο.π.:93.
14 Ο.π.:94.
15 Valmin 1938: 97.
16 Ο.π.:99.
17 Ο.π.:99.
18 Ο.π.:99.
19 Valmin 1938:100.
20 Ο.π.:101.
21 Ο.π.:101.
22 Στη δημοσίευση τουValmin δεν έχει καταγραφεί το πάχος των τοίχων των δωματίων Α41 καιΑ42.
23 Valmin 1938: 102-103.
24 Valmin 1938: 104.
25 Ο.π.:105.
26 Ο.π.:105.
27 Ο.π.:105-106.
28 Ο.π.:107-108.
29 Valmin 1938: 108-110.
30 Ο.π.:112.
31 Ο.π.:112.
32 Valmin 1938: 114.
33 Για τον προθάλαμο ή πρόδομο C 50 δε γίνεται αναφορά στη δημοσίευση της ανασκαφής. Για το λόγο αυτό, το παρόν κείμενο δε διαθέτει κάποια πληροφορία ή περιγραφή σχετικά με αυτόν το χώρο.34 Valmin 1938: 116.
35 Valmin 1938: 115-117.
36 Ο.π.:117.
37 Ο.π.:118.
38 Valmin 1938: 119.
39 Valmin 1938: 123-125.
40 Ο.π.:126-131.
41 Valmin 1938: 138.
42 Ο.π.:139.
43 Η περιγραφή των αποθηκευτικών δωματίων θα γίνει στη σχετική με την κεντρική αποθήκευση παράγραφο 3.44 Valmin 1938: 151.
45 Valmin 1938: 152-153.
46 Ο.π.:154-155.
47 Valmin 1938: 158.
48 Ο.π.:159.
49 Ο.π.:159.
50 Ο.π.:166.
51 Ο.π.:165.
52 Valmin 1938: 166.
53 Ο.π.:168-169.
54 Valmin 1938: 170.
55 Ο.π.:170.
56 Ο.π.:170.
57 Ο.π.:171.
58 Ο.π.:171.
59 Valmin 1938: 171-172.
60 Ο.π.:172-173.
61 Ο.π.:173.
62 Valmin 1938: 174.
63 Ο.π.:175.
64 Ο.π.:175.
65 O.π.:176-177.
66 Valmin 1938:177. Η δημοσίευση δεν περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το χώρο Β81.
67 Ο.π.:178-179.
68 Valmin 1938: 180-183.
69 Ο.π.:183-184.
70 Valmin 1938: 122.
71 Ο.π.:140-141.
72 Ο.π.:157.
73 Valmin 1938: 141-157.
74 Ο.π.:161.
75 Ο.π.:162-163.
76 Ο.π.:164.
77 Valmin 1938: 16-23.
78 Ο.π.:119.
79 Ο.π.:132.
80 Ο.π.:132, 139-140.
81 Valmin 1938: 125.
82 Ο.π.:126.
83 Ο.π.:135.