Ο αθλητισμός ως μέσον εκπαίδευσης των πολιτών και προβολής της δύναμης της πόλης-κράτους ήταν ένας από τους σπουδαιότερους κοινωνικούς θεσμούς της αρχαίας Ελλάδας. Η σημασία του γίνεται φανερή στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες που εξέφραζαν αλλά και διαμόρφωναν έως ένα σημείο την κοινή συνείδηση της ελληνικότητας. Το στάδιο ήταν ο χώρος τέλεσης των αθλητικών αγώνων και το Γυμνάσιο ήταν ο χώρος στον οποίο λάμβανε χώρα η συστηματική σωματική και πνευματική καλλιέργεια των εφήβων, δηλαδή ο χώρος που διαμορφώνονταν μέσω της πολυδιάστατης εκπαίδευσης τα χαρακτηριστικά των πολιτών κάθε αρχαίας πόλης. Η υλική μαρτυρία αυτών των κοινωνικών θεσμών και αντιλήψεων είναι τα επιβλητικά ερείπια των γυμνασίων και σταδίων στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Όπως και οι δραματικοί αγώνες, για πολλά χρόνια, η αθλητική εκπαίδευση και οι αθλητικοί αγώνες στεγάζονταν σε απλούστατες υποδομές. Μόλις την ελληνιστική εποχή μετά τον -4ο αι., με την ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής τυπολογίας των ειδικών κτηρίων το γυμνάσιο και το στάδιο συστηματοποιήθηκαν ως βασικές μονάδες δημόσιου χαρακτήρα που οργάνωναν, ως μέσα μνημειακού σχεδιασμού, είτε τα πανελλήνια ιερά (Ολυμπία, Δελφοί, Δήλος) είτε το σύνολο της πόλης. Η κατανόηση του δημόσιου χώρου μιας τέτοιας πόλης γίνεται εφικτή, με σπάνια πληρότητα, στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Μεσσήνης1. Ευτυχώς, σε αυτήν την περίπτωση η σύγχρονη Ελλάδα μέσω των επεμβάσεων του ιδρύματος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Α. Ορλάνδου και κυρίως του νυν διευθυντή των ανασκαφών Π. Θέμελη διέσωσε και ανέδειξε ένα σπουδαίο αρχαιολογικό τόπο παγκόσμιας εμβέλειας.
Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των επεμβάσεων μεγάλης κλίμακας, που συντελέστηκαν στον αρχαιολογικό χώρο τη δεκαετία του 2000, ξεχωριστή σημασία έχει το έργο αποκατάστασης του σταδίου και των στοών του2.
Το μνημείο αυτό (εικ.1), λόγω του μεγάλου ποσοστού διατήρησης του υλικού και της μεγάλης του κλίμακας, αποτέλεσε μια σπάνια ευκαιρία ανασύστασης ενός ακέραιου αρχαίου αρχιτεκτονήματος. Το έργο βασίστηκε στη μελέτη γραφικής αποκατάστασης του Γυμνασίου, στην οποία κατέληξε η αρχιτεκτονική μελέτη των καταλοίπων των κατασκευών και των διάσπαρτων λίθων τους (Μπιλής- Μαγνήσαλη 2000). Στόχος του άρθρου είναι να παρουσιαστεί σύντομα το μνημείο και το έργο αποκατάστασης του έως το 2006. Η εργασία αυτή είναι πρωτότυπη.
Το συγκρότημα του Γυμνασίου3 δεσπόζει στο νοτιότερο άκρο του αρχαιολογικού χώρου με άξονα Βορρά- Νότου. Καταλαμβάνει έκταση 30 στρεμμάτων και περιλαμβάνει στάδιο, στοές, πρόπυλο, παλαίστρα και διάφορα αναθηματικά και ταφικά μνημεία. Η κατάσταση διατήρησής του, η παρουσία πολλών μνημειακών ενοτήτων και το φυσικό, ανέγγιχτο από οχλούσες ανθρώπινες δραστηριότητες, τοπίο συνθέτουν ένα σύνολο, το οποίο προσφέρει μεγάλη αισθητική απόλαυση και σπάνια αρχαιογνωστική εμπειρία. Ο χώρος του οριοθετείται από τρεις στοές, δωρικού ρυθμού, που σχηματίζουν ένα Π. Στο σύνολο συνυπάρχουν οι μεγάλες προθέσεις, που υπηρετούν το μεγαλείο της πόλεως ή των ευεργετών της και η οικονομία της κατασκευής.
Το στάδιο μόνο κατά ένα μέρος του έχει λίθινες κερκίδες, χωρητικότητας 5.000 θέσεων, ενώ το υπόλοιπο διαμορφωνόταν, πιθανότατα, με χωμάτινα πρανή. Το στάδιο εδράζεται κυρίως σε χώμα και σποραδικά σε βράχο. Σχηματίζεται από 18 λίθινες κερκίδες, οι οποίες εκτείνονται σε 19 σειρές εδωλίων.
Μεταξύ στοών και ανώτερης σειράς εδωλίων του σταδίου σχηματίζεται πλατεία, η οποία ακολουθεί όπως γίνεται φανερό τις στοές με ελαφριά κλίση προς το στάδιο. Έτσι, η περίμετρος του σταδίου κορυφωνόταν βορειοανατολικά και όχι στον άξονα. Πάντως, η κλίση του αγωνιστικού χώρου ήταν διαφορετική. Το γεγονός αυτό επέβαλε τη σταδιακή μεταβολή της υψομετρικής διαφοράς της πρώτης από την τελευταία σειρά εδωλίων κατά τρόπον λίαν ομαλό. Αξίζει να σημειωθεί οτι ο άξονας του σταδίου είναι παράλληλος με την ανατολική στοά.
Τη ρωμαϊκή εποχή, όπως και σε άλλα στάδια, το πλησιέστερο στη σφενδόνη μέρος του αγωνιστικού χώρου μετασκευάσθηκε σε αρένα. Για τον σκοπό αυτό απλώς προστέθηκε στα μισά του μήκους ένας ευτελούς κατασκευής τοίχος ημικυκλικής κατόψεως, ο οποίος συνεχιζόταν και επί του ποδίου των κερκίδων.
Οι στοές είναι δωρικού ρυθμού με ιωνικό γείσο. Η ιδιομορφία αυτή δεν είναι σπάνια σε κτήρια μεγάλης κλίμακας. Οι στοές ήταν απλές ανατολικά και δυτικά, ενώ η βόρεια ήταν διπλή με επίσης δωρική κιονοστοιχία στο εσωτερικό. Ο στυλοβάτης τους σώζεται σε μήκος περίπου 200μ., ενώ το θεμέλιό του εκτείνεται σε μήκος επιπλέον 110μ. Στο μνημείο έστεκαν στη θέση τους 59 πρώτοι σφόνδυλοι των στοών και επίσης 17 σφόνδυλοι της εσωτερικής κιονοστοιχίας.
Η κύρια αιτία φθοράς του Γυμνασίου (εικ.2) ήταν η διαβρωτική δράση του νερού, η οποία σε συνδυασμό με την απουσία υποδομών προκάλεσε, ήδη από την αρχαιότητα, όπως διαπιστώθηκε, μεγάλης κλίμακας παραμορφώσεις. Το Γυμνάσιο είναι τοποθετημένο στην κοίτη ρέματος. Για την κατασκευή έγινε εκτροπή του ρέματος μέσω κτιστού αγωγού, ο οποίος διέρχεται δυτικά της δυτικής στοάς του Γυμνασίου κάτω από την αρχαία οδό, που καταλήγει στο Πρόπυλο του Γυμνασίου. Αρχικά η ελλιπής συντήρηση του συστήματος σε χρόνους παρακμής είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες νερού να ρέουν επιφανειακά μέσω της οδού και από εκεί στο Γυμνάσιο προκαλώντας έντονες φθορές, όπως διαπιστώνεται από την καταγραφή των αρχαίων επισκευών. Στη συνέχεια με την οριστική εγκατάλειψη της πόλης το ρέμα τελικά διέσχισε το συγκρότημα, ακολουθώντας την αρχική φυσική του πορεία, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη επίχωση, η οποία συνέβαλλε στην προστασία και διατήρηση του λίθινου υλικού του μνημείου. Τα αποτελέσματα μαρτυρούν το είδος της δράσης του νερού: σκαπτική κατά την επιφάνεια και υπογείως, μεταφορική, διαλυτική. Η δράση αυτή, στο διάβα μερικών μόνο αιώνων απέπλυνε το έδαφος, υπέσκαψε την κατασκευή, μετακίνησε τμήματα αυτής και προκάλεσε έντονη καθίζηση είτε εκτεταμένα και ομοιόμορφα είτε έντονα κι ανομοιόμορφα σε θέσεις με λιγότερη συνοχή, όπως οι ακραίες. Σε ορισμένα σημεία παρατηρήθηκαν καταβυθίσεις που έφταναν έως και το 1,00μ. Είναι σαφές ότι το φαινόμενο των καθιζήσεων ξεκίνησε ήδη από την αρχαιότητα. Σε αρκετές περιοχές του σταδίου παρατηρούνται πρόχειρες επισκευές, που μαρτυρούν αστοχία της ευστάθειας του συστήματος λόγω ανομοιόμορφης συμπεριφοράς θεμελιώσεως. Στην τελική εικόνα διατάραξης και φθοράς συνέβαλε και η ανθρώπινη δραστηριότητα, που αν και όχι τόσο εντατική, υποβάθμισε το μνημείο. Τέλος, σε μικροκλίμακα, ο λίθος (ιζηματογενής ασβεστόλιθος τοπικής προέλευσης) με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (έντονες φλεβώσεις αργιλοπυριτικής σύστασης και έντονες διακλάσεις με ποικίλο προσανατολισμό) παρουσιάζει αλλοιώσεις εξ αιτίας της διαλυτικής επίδρασης του νερού της βροχής. Η κατάσταση διατήρησης της επιφάνειας των σφονδύλων που έστεκαν στο μνημείο ήταν κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα της διάβρωσης των σφονδύλων από το φως και το νερό. Στην καλύτερη, από πλευράς διάβρωσης, κατάσταση βρίσκονταν όσα αρχιτεκτονικά μέλη αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή.
Η ραδινότητα των κιόνων, το μεγάλο μήκος των στοών καθώς και η περιορισμένη χρήση συνδέσμων και γόμφων συνέτειναν στην ευπάθεια των κατασκευών.
Το μέγεθος της καταστροφής βέβαια εντάθηκε από τον συνήθη προσπορισμό οικοδομικών υλικών, ήδη από τα αρχαία κτήρια. Από την έρευνα έγινε σαφές ότι η κιονοστοιχία στην αρχαιότητα είχε ήδη αναστηλωθεί χωρίς τη χρήση σιδηρών συνδέσμων.
Η κατάσταση διατήρησης του σταδίου πριν το έργο αποκατάστασης ήταν αρκετά κακή. Το ερείπιο, αν και διατηρούσε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του στην περιοχή που καταλάμβανε, είχε περιοχές εντελώς κατεστραμμένες και περιοχές με έντονες μετακινήσεις εδωλίων ή παραμορφώσεις (εικ.2-3). Ουσιαστικά το σύνολο εκτός από σχεδόν τις τρεις πρώτες σειρές εδωλίων που βρισκόταν σε μικρότερη παραμόρφωση είχε υποστεί καθιζήσεις και μετακινήσεις. Επίσης, πλείστα εδώλια ήταν αναχρησιμοποιημένα στον τοίχο της αρένας όπως και σε πρόχειρο αναλημματικό τοίχο δομημένο εξ ολοκλήρου από αυτά.
Το λίθινο τμήμα του κοίλου αποτελείται από τη σφενδόνη και τα δύο ευθύγραμμα σκέλη του. Η σφενδόνη του σταδίου αποτελείται από 9 κερκίδες, οι οποίες ανά τρεις σχηματίζονται από διαφορετικά κέντρα κύκλων. Ενώ υπάρχει μια συμμετρική διάθεση στη γενική εικόνα του σταδίου, στη λεπτομέρειά της είναι μια ασύμμετρη κατασκευή. Στο στάδιο διαπιστώνεται4, επίσης, ότι ισχύει η τυπική προοδευτική διεύρυνση του πλάτους του αγωνιστικού χώ ρου, φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλά στάδια όπως και της Αθήνας, πιθανώς ως λειτουργικό στοιχείο του σχεδιασμού της σφενδόνης για την εξυπηρέτηση των θεατών. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο σχεδιασμός του σταδίου παρουσιάζει μια μεταβατική κατάσταση από το ορθογώνιο σχήμα (Ολυμπία, Επίδαυρος, Πριήνη) σε εκείνο με σφενδόνη (Αθήνα, Νικόπολη). Κάποιοι άξονες κλιμάκων5 αποτελούν δέσμη ευθειών με κέντρο, το οποίο βρίσκεται στον άξονα του σταδίου. Άλλο σημείο αποτελεί κέντρο χάραξης άλλων κλιμάκων6.
Οι κερκίδες (εικ.4) διαμορφώνονται, ως προς την κονίστρα, σε λίθινο πόδιο, το οποίο εδράζεται σε ευθυντηρία από μικρούς και πρόχειρα κατεργασμένους λίθους. Το πόδιο σχηματίζεται από ψηλούς λίθινους ορθοστάτες τοποθετημέ νους σε μία στρώση ύψους 80 εκ. στην κεντρική περιοχή, ενώ στις πλευρές σχηματίζεται από δύο στρώσεις. Η στέψη του σχηματίζεται από τις πλάκες του διαδρόμου της 1ης σειράς εδωλίων.
Τα εδώλια, οι πλάκες των δαπέδων και οι λίθοι των κλιμάκων εδράζονται σε λατύπη και χώμα και σποραδικά σε πρόχειρες υποδομές από αργολιθοδομή με πηλόχωμα. Τα καθίσματα ως προς τη διατομή τους είναι δύο τύπων. Μονόλιθα αυτοτελή εδώλια τα οποία εδράζονται στις πλάκες δαπέδου και πολύλιθα, πλακοειδή εδώλια, τα οποία είναι ενσωματωμένα με το δάπεδο της υπερκείμενης σειράς και εδράζονται σε ορθογωνισμένους λίθους μικρού μεγέθους. Τετράγωνοι τόρμοι, που εμφανίζονται αδιάλειπτα σε αποστάσεις 3,50μ. κατά μήκος της δεύτερης και πρώτης αντίστοιχα σειράς εδωλίων, σχετίζονται με κινητό περίφραγμα, που το αποτελούσαν ξύλινοι στύλοι και δίχτυ, διαμόρφωση που ανήκε στην πρώτη ρωμαϊκή φάση της αρένας7.
Στο ανατολικό τμήμα του κοίλου διατηρείται μια ειδικά διαμορφωμένη περιοχή, στην οποία βρίσκονται προεδρίες, οι θέσεις του ιερέα και των αγωνοθετών.
Στην κονίστρα, ίχνη αφετηρίας αγώνων (ύσπληγα, όπως παρατηρείται στην Επίδαυρο, την Κω, τη Ρόδο και τη Νεμέα)8 ή δείκτες αποστάσεων και περιμετρική αύλακα δεν εντοπίστηκαν.
Για την εκτέλεση του έργου αποκατάστασής του, διαπιστώθηκε ότι η επέμβαση έπρεπε να λάβει ως ιδιαίτερα δεδομένα τη μεγάλη κλίμακα του μνημείου, τις παραμορφώσεις της κατασκευής, την ανομοιόμορφη κατάσταση διατήρησης με μεγάλες διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή και την έντονη δράση του νερού ακόμη και σήμερα. Η αναστήλωση ακολούθησε το γενικότερο πλαίσιο αρχών που απορρέει από τις διεθνείς συμβάσεις των αποκαταστάσεων και με βασικές προσθήκες έτσι όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί από το έργο της ΕΣΜΑ9 και αφορούν τα αρθρωτά λίθινα μνημεία: α) ο σεβασμός στην υλική υπόσταση των λίθων και στη μορφική και δομική αυτοτέλεια των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, β) αυτοπροστασία του ερειπίου, γ) αναστρεψιμότητα των επεμβάσεων, και δ) συνέπεια στο αρχαίο δομικό σύστημα. Βασικά ζητήματα της μελέτης και του έργου10: α) η αξιολόγηση της κατάστασης και των απαραμόρφωτων περιοχών και ιδιαίτερα των περιοχών που προσεγγίζουν με ακρίβεια το θεωρητικό σχέδιο των κλίσεων, της γεωμετρίας του μνημείου κ.ά., β) η προσεκτική παρατήρηση και τεκμηρίωση των παραμορφώσεων, η ανάδειξη της γεωμετρίας του κτηρίου με προσεκτικές ανατάξεις κατά μικρές σε έκταση περιοχές, αφού πρώτα αξιολογήθηκαν οι φθορές και αποφασίστηκε το μέγεθος των επεμβάσεων, γ) η απομάκρυνση πρόχειρων κατασκευών ή επισκευών ύστερα από την τεκμηρίωσή τους. Κάποιες περιοχές κοντά στο πόδιο παρέμειναν ως μάρτυρες. Οι επεμβάσεις, έγιναν χωρίς χρήση συνδετικών υλικών.
Αξιοποιήθηκε το σύστημα διευθέτησης του ρέματος, ο αγωγός, ο οποίος είχε κατασκευαστεί από τον ανασκαφέα πριν από την έναρξη των αναστηλωτικών εργασιών. Αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των μεγάλων καθιζήσεων για την ανατοποθέτηση των εδωλίων στις αρχικές κατά κανόνα ή ομόλογες θέσεις. Τα βήματα της εργασίας οργανώθηκαν ανά κερκίδα και με συμμετρική ανάπτυξη ώστε κατά τη διάρκεια του έργου το σύνολο να είναι αισθητικά ισορροπημένο και ευσύνοπτο για τους επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου. Η επέμβαση εκτελέστηκε λίθο προς λίθο με αξιολόγηση τόσο των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων όσο και της γενικότερης χάραξης του σταδίου, τα σχέδια της οποίας εκπονήθηκαν πριν από το έργο και μετά την ανίχνευση των γεωμετρικών χαράξεων.
Στην αρχαία κατασκευή παρατηρούνται λαξευτοί ασβεστόλιθοι εν ξηρώ, συναρμοζόμενοι όπου υπάρχουν υποδομές αργολιθοδομές με πηλόχωμα. Στην αναστήλωση χρησιμοποιήθηκαν για τις κλίμακες διαμορφωμένοι ασβεστόλιθοι από νέο υλικό τοπικού λατομείου παρόμοιας σύστασης με το αρχαίο και εν ξηρώ συναρμοζόμενο. Για τις λιθοπληρώσεις χρησιμοποιήθηκαν αδρανή λατομείου και για τις συγκολλήσεις ράβδοι τιτανίου με τσιμεντοκονίαμα λευκού τσιμέντου και χαλαζιακή άμμο. Βασική αρχή του έργου αποτέλεσε η ευέλικτη οργάνωση του εργοταξίου με γερανοφόρα οχήματα χωρίς την ανάπτυξη ικριωμάτων ή άλλων πιο περίπλοκων ανυψωτικών μηχανημάτων. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου το μνημείο ήταν ελεύθερο από οποιαδήποτε εργοταξιακή αισθητική όχληση.
Πλήθος λίθων αναδιατάχθηκαν στην αρχική τους θέση ή σε ομόλογες θέσεις αφού προηγήθηκε εξαντλητική αποτύπωση του ερειπίου. Τα διάσπαρτα εδώλια αποτυπώθηκαν και ταξινομήθηκαν ανάλογα με τα γεωμετρικά ή μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Στο ανώτερο επίπεδο της κερκίδας 7 υπήρχε πρόχειρος αγροτικός αναλημματικός τοίχος που ήταν κατασκευασμένος εξολοκλήρου από εδώλια του σταδίου. Κατά τη διάρκεια του έργου διαλύθηκε και τα εδώλια, αφού αναγνωρίστηκαν, επέστρεψαν στην αρχική τους θέση.
Πλήθος θραυσμάτων λίθων συγκολλήθηκαν και έδωσαν αυτοτελείς λίθους. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός διάσπαρτων εδωλίων (267 λίθοι) εντοπίστηκε και τεκμηριώθηκε κατά τις εργασίες αποχωμάτωσης της κονίστρας και αναστηλώθηκε.
Από τη μελέτη των εδωλίων πλήθος στοιχείων προέκυψε κατά τη διάρκεια του έργου. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι λίθοι αναγνωρίστηκαν και έτσι έγινε εφικτή η επανένταξή τους στο μνημείο. Τα ύψη τους κυμαίνονται στα 40εκ. Η χαρακτηριστική προεξοχή της πίσω όψης τους είναι ποικίλου βάθους και πλάτους. Τα εδώλια στις κερκίδες 1-4 και 15-18 στην πίσω όψη διαμορφώνονται απλά με άπεργο, γεγονός που επηρεάζει τη σχέση εδωλίου- δαπέδου υπερκείμενης σειράς και φυσικά το ύψος των εδωλίων. Σε κάποιες κλίμακες (π.χ. 4-5, 6-7) παρουσιάζονται απολαξεύσεις των ακραίων εδωλίων από την τροποποίηση των λίθων για την ένταξή τους στο στάδιο. Μεγάλο πλήθος στοιχείων βοήθησαν στην ομαδοποίηση των εδωλίων βάσει των χαρακτηριστικών και της γεωμετρίας τους ή της κατάστασης διατήρησης τους, όπως η παρουσία έντονων αλάτων, η διατήρηση του λίθου ως θραύσματος ή ακέραιου και η κατεύθυνση της γεωλογικής δομής του πετρώματος μέσα στον λίθο.
Η κατάσταση των ορθοστατών του ποδίου (κατάργηση συνδέσμων Π και ανατοποθέτηση των λίθων χωρίς συνδέσμους) μας έδειξε ότι οι επεμβάσεις και οι επισκευές ύστερων εποχών έφτασαν έως το πόδιο (εικ.5). Πλήθος αρχαίων απολαξεύσεων φανερώνει τη διάθεση διαχείρισης των ομβρίων υδάτων σε ύστερη εποχή.
Στο νότιο τμήμα της ανατολικής πλευράς του σταδίου υπάρχει ειδική διαμόρφωση για την τοποθέτηση ενός θρόνου και συνεχόμενων προεδριών. Οι προεδρίες και ο θρόνος είναι απλού σχεδίου και δεν διαθέτουν επιγραφές. Είναι κυρίως από τοπικό κυανόλευκο ασβεστολιθικό πέτρωμα καθώς και ερυθρό. Λίθους ερυθρής απόχρωσης έχουμε, επίσης, στα εδώλια πλακοειδούς τύπου στο ανατολικό και δυτικό άκρο του σταδίου. Η περιοχή της προεδρίας διαπιστώθηκε ότι είναι ουσιαστικά αδιατάρακτη, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν επαρκώς θεμελιωμένη και δεν αναδιατάχτηκε κατά τα έργα επισκευών της αρχαιότητας. Εντούτοις στο πόδιο στη θέση αυτή διευρυμένοι αρμοί και ατελείς επαφές των λίθων στην πλακόστρωση ήταν το αποτέλεσμα σκόπιμων αλλά εντελώς άτεχνων και βιαστικών μετακινήσεων, ώστε η κατασκευή να ακολουθήσει τη χάραξη της αρένας. Κατά την αναστήλωση εντοπίστηκαν λίθοι και ανατοποθετήθηκαν στην αρχική θέση11.
Έντονη διατάραξη του ποδίου στην περιοχή των κερκίδων 3 και 4 με βύθιση και εκκεντρότητα από την κατακόρυφο επέβαλε την ανάταξη του ποδίου. Αφού έγινε αναλυτική καταγραφή του συνόλου, διαλύθηκε το πόδιο και ανατοποθετήθηκαν οι λίθοι του με ιδιαίτερη προσοχή λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής τους. Βασική αρχή της επέμβασης ήταν η επανένταξη της περιοχής στη γενική χάραξη, λαμβάνοντας όμως ως δεδομένο τη διατήρηση της ευρύτερης περιοχής του ποδίου ως είχε.
Για τη μελέτη της γραφικής αποκατάστασης των στοών και στη συνέχεια την εκτέλεση του έργου αποκατάστασής τους τεκμηριώθηκε ο στυλοβάτης, με όλα τα οικοδομικά ίχνη και τις φθορές. Η δυτική στοά διατηρούσε τον στυλοβάτη της σε μήκος 52μ. και το θεμέλιό του σε επιπλέον 25μ. Στους 27 κίονες, από το βόρειο άκρο της, οι πρώτοι σφόνδυλοι βρίσκονταν στην αρχική τους θέση (in situ). Επίσης εντοπίστηκε το γωνιακό επιστύλιο και το γωνιακό γείσο της βορειοδυτικής γωνίας.
Η βόρεια στοά διατηρούσε τον στυλοβάτη της εξωτερικής κιονοστοιχίας σε μήκος 70 μ. εκτός από το τμήμα που είχε καταστρέψει ο χείμαρρος μήκους 12μ. Οι 29 πρώτοι κορμοί από τους 43 εξωτερικούς κίονες βρίσκονταν στην αρχική τους θέση. Η εσωτερική κιονοστοιχία δεν έχει ενιαίο θεμέλιο. Σε αυτή οι 20 πρώτοι σφόνδυλοι βρίσκονταν στην αρχική τους θέση επάνω στις κυλινδρικές βάσεις τους, ενώ τρεις μόνο ήσαν διάσπαρτοι. Η ανατολική στοά διατηρεί τον στυλοβάτη της σε μήκος 66 μ. Το θεμέλιό της συνεχίζει σε μήκος περίπου 80μ. Στους πρώτους τέσσερις κίονες, από το βόρειο άκρο της, σώζονταν οι πρώτοι σφόνδυλοι στην αρχική τους θέση. Σε έκταση 25 μεταξονίων βρέθηκε η στοά, σχεδόν πλήρης, κατακεκλιμένη μπροστά από τον στυλοβάτη. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής κατά μήκος του θεμελίου της κιονοστοιχίας της στοάς βρέθηκε μεγάλο πλήθος υλικού της, κυρίως σφονδύλων σε διαρκώς αυξανόμενο βάθος προς Νότον. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο χώρος μπροστά από τις στοές είχε ήδη υποστεί μεγάλη διάβρωση πριν από την κατάρρευση των στοών στην ανατολική και τη δυτική στοά στις περιοχές πέρα από το λίθινο τμήμα του σταδίου. Από τους κίονες των στοών αποτυπώθηκαν 464 σφόνδυλοι, από τους οποίους οι 76 βρίσκονταν στην αρχική τους θέση, 67 κατακλιμένοι εμπρός από τον στυλοβάτη της ανατολικής στοάς και 321 διάσπαρτοι, από τους οποίους μεγάλο πλήθος (144) εντοπίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Κατά τη διάρκεια του έργου έγινε ανάταξη-εξομάλυνση του στυλοβάτη όπου παρουσίαζε βυθίσεις στη δυτική στοά. Επίσης έγινε μεγάλο πλήθος προτοποθετήσεων κιόνων που είχαν τεκμηριωθεί.
Από τα κιονόκρανα μελετήθηκαν 35, από αυτά τα τρία ανήκουν στην εσωτερική κιονοστοιχία της βόρειας στοάς. Από τη ζωφόρο μελετήθηκαν 13 μέλη. Από τα γείσα μελετήθηκαν δύο, το ένα από αυτά είναι γωνιακό.
Για τη σίμη εντοπίσθηκαν, από τη συλλογή των ευρημάτων των ανασκαφών των στοών στο μουσείο, επτά θραύσματα, από τα οποία έγινε η αναπαράσταση του μέλους.
Ύστερα από τη λεπτομερέστατη χωροστάθμηση του στυλοβάτη του στωικού συγκροτήματος διαπιστώθηκε ότι, πέρα από τις διαταράξεις, οι στοές παρουσιάζουν σταθερή κλίση, η οποία είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού. Η κλίση για τη βόρεια στοά είναι μεγέθους 0,68%, για τη δυτική 1,8% και για την ανατολική 1,2%. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται εντονότερα στη δυτική στοά και στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής, ενώ στη βόρεια, όπου η κλίση είναι ηπιότερη δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή. Το σύνολο κορυφώνεται στη βορειοανατολική γωνία. Στην κλίση οφείλονται κάποιες από τις απολαξεύσεις του στυλοβάτη για την έδραση των κιόνων. Άλλες βέβαια μαρτυρούν την ανατοποθέτηση μεγάλης έκτασης των στοών για την αποκατάσταση βλαβών ήδη από την αρχαιότητα.
Ο στυλοβάτης (εικ.6) σχηματίζεται από πλάκες ύψους περίπου 18εκ., πλάτους περίπου 65εκ. και ποικίλου μήκους. Η έδραση των κιόνων γίνεται μόνο σε μία πλάκα, ενώ προγενέστερα ίχνη στον στυλοβάτη δηλώνουν εδράσεις σε ζεύγη λίθων (πάνω σε αρμούς, δηλαδή). Η άνω επιφάνεια των πλακών είναι επιμελώς λαξευμένη. Παρουσιάζει, όμως, πλήθος από ίχνη γομφώσεων, τα οποία μαρτυρούν προγενέστερη χρήση αρκετών πλακών σε άλλο κτήριο, επισκευή του υπάρχοντος και επέκτασή του. Αγκώνες για τη μεταφορά και τοποθέτηση των πλακών παρατηρούνται σε αρκετές από τις πλάκες, κυρίως όμως της δυτικής στοάς. Αυτοί βρίσκονται στη μέση του μήκους της πρόσθιας όψης και έχουν πλάτος περίπου 11εκ., ύψος 8εκ. και βάθος μόλις 3εκ.
Η θεμελίωση εκτείνεται σε μεγαλύτερο μήκος από τον στυλοβάτη. Ο τρόπος δομής και το υλικό της είναι αργολιθοδομή τοπικού πετρώματος. Το βάθος της ακολουθεί το σταθερό έδαφος, το οποίο φτάνει τα 2μ. Η ανώτερη στρώση της, η ευθυντηρία, είναι δομημένη με λαξευμένους λίθους οι οποίοι σχηματίζουν το επίπεδο έδρασης του στυλοβάτη. Στο κατεστραμμένο νότιο άκρο της ανατολικής στοάς η ευθυντηρία αποτελείται από ακανόνιστους λαξευμένους λίθους που φέρουν μοχλοβόθρια με ασυνήθιστα μεγάλη πυκνότητα ως προς τα μήκη των λίθων του στυλοβάτη, επίσης ένδειξη επανάχρησης του υλικού. Σε όλο το μήκος των στοών, στο ύψος της ευθυντηρίας και σε επαφή με αυτήν, υπάρχει αύλακα διευθέτησης των ομβρίων. Η στάθμη και η κλίση της ακολουθούν εκείνες της ευθυντηρίας. Το πλάτος της είναι 65εκ. Αποτελείται από λίθους που συνδέονται μεταξύ τους με σύστημα εγκοπών. Γενικά, η πρόσθια αφανής όψη της είναι αδιαμόρφωτη. Το άνω όριο της πρόσθιας όψης έχει σαφώς ορισμένη ακμή, εκτός από περιοχές μικρής έκτασης, όπου οι αύλακες δεν έχουν αυτή τη λεπτομέρεια (περίπτωση επισκευής). Η επιφάνεια που εφάπτεται στην ευθυντηρία είναι λεία κατεργασμένη. Σε τακτά διαστήματα υπάρχουν λεκάνες καθίζησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τήρηση σταθερής αξονικά απόστασης στην τοποθέτησή τους στην περιοχή της βορειοανατολικής γωνίας, ενώ ακολουθεί διαφορετικό ρυθμό δυτικότερα. Η αύλακα ακολουθεί την κλίση του στυλοβάτη από τη βορειοανατολική γωνία προς τα νότια άκρα των στοών και φέρεται από ανεξάρτητη θεμελιώση παρόμοιας κατασκευής με εκείνη του στυλοβάτη.
Ίχνη δαπέδου δεν βρέθηκαν. Η διαμόρφωση του στυλοβάτη έχει άλλοτε σαφή όρια, όπως στην περιοχή της βορειοανατολικής γωνίας και άλλοτε ασαφή, αποκλείοντας τη γενική πλακόστρωση και υποδεικνύοντας επίσης επεκτάσεις. Ίχνη χυτού δαπέδου δεν έχουν εντοπισθεί.
Ο τοίχος της βόρειας στοάς αποτελείται από λίθους σε στρώσεις. Η δομή του διαφέρει στα δύο του τμήματα, εκατέρωθεν του χειμάρρου. Στο ανατολικό τμήμα οι λιθόπλινθοι εμφανίζονται σε στρώσεις, οι οποίες κατά τόπους είναι 3 έως 5, ύψους 30- 50εκ., με μήκη που φτάνουν και τα 2,45μ.
Ο τυπικός κίονας (εικ.7) έχει ύψος 3,82μ. Το ύψος ταυτίζεται με 12 αρχαίους πόδες. Η κάτω διάμετρος των εξωτερικών κιονοστοιχιών είναι κατά μέσο όρο 52 εκ. με μείωση περίπου 2.3%. Η αναλογία του ύψους του κίονα προς την κάτω διάμετρο είναι 7,1. Ο κίονας έχει 20 αβαθείς ραβδώσεις. Ο εσωτερικός κίονας της βόρειας στοάς έχει ύψος 4,95 μ., κάτω διάμετρο 59 εκ., άνω διάμετρο 51εκ. και εδράζεται σε κυλινδρική βάση διαμέτρου 66 εκ. και ύψους 31 εκ. Ο εσωτερικός κίονας έχει επίσης 20 αβαθείς ραβδώσεις. Οι κίονες των στοών αποτελούνται από δύο ή τρεις σφονδύλους ενώ σώζονται και κάποιοι μονόλιθοι. Αναθύρωση κυμαινόμενου πλάτους παρατηρείται στις επιφάνειες έδρασης των σφονδύλων.
Οι σφόνδυλοι συνδέονται μεταξύ τους και με τον στυλοβάτη με ζεύγη γόμφων ή κεντρικό πόλο. Ζεύγη γόμφων παρουσιάζονται στην έδραση των περισσότερων κάτω σφονδύλων. Πόλοι εμφανίζονται σε περιορισμένη έκταση, σε μετασκευή και επέκταση του νότιου τμήματος της ανατολικής στοάς. Οι εντορμίες των γόμφων, όπου αυτές παρατηρούνται είναι 4× 4εκ. στις άνω έδρες και 2× 2εκ. στις κάτω, γεγονός που σχετίζεται με την τεχνική της μολυβδοχόησης. Οι εντορμίες των πόλων, όπου αυτές παρατηρούνται είναι 7× 7εκ.
Το θεωρητικό μεταξόνιο της δυτικής στοάς είναι 191,5εκ., της βόρειας 192,5εκ. και της ανατολικής 192,5εκ. Τα μεταξόνια στη βορειοανατολική γωνία διευρύνονται κατά το ήμισυ του πλάτους του επιστυλίου και παρουσιάζονται γωνιακοί κανόνες στα επιστύλια που σώζονται επίσης. Η κατάσταση του υλικού δεν επιτρέπει μέτρηση έντασης. Παρατηρούνται αρκετά οικοδομικά ίχνη στο μνημείο. Στον στυλοβάτη υλοποιούνται τα μεταξόνια με χάραξη λεπτής γραμμής στην άνω επιφάνεια των λίθων του μεταξύ της εξωτερικής ακμής και του σημείου έδρασης του κίονα. Στους λίθους του θεμελίου της εσωτερικής κιονοστοιχίας υλοποιείται το μεταξόνιο και ο κατά μήκος άξονας τοποθέτησης των κιόνων. Οι βάσεις με τη σειρά τους φέρουν και αυτές ίχνη για την ορθή τοποθέτησή τους και την ορθή τοποθέτηση των κιόνων, που φέρουν αντίστοιχα ίχνη.
Τα κιονόκρανα έχουν γενικές διαστάσεις 60× 60 εκ. με ύψος κατ’ ελάχιστον 23εκ. λόγω κυμαινόμενου ύψους υποτραχηλίου, το οποίο φτάνει μέχρι και τα 55εκ.
Οι ιμάντες είναι τρεις και έχουν τη μορφή ταινιών που προβάλλει η μία από την άλλη. Το υποτραχήλιο δεν διακρίνεται με εγκοπή. Ανακουφιστικό προσκεφάλαιο, ύψους 1εκ., στην άνω έδρα του κιονόκρανου παραλαμβάνει την κλίση των επιστυλίων και το προστατεύει από τα υπερκείμενα φορτία. Τα εσωτερικά κιονόκρανα έχουν γενικές διαστάσεις 70× 70 εκ. και είναι αναλογικά μεγαλύτερα από τα εξωτερικά, δωρικού ρυθμού επίσης.
Τα επιστύλια έχουν ύψος 33,5εκ. και πλάτος 45εκ. είναι ολόσωμα, χωρίς αντίθημα. Οι επιφάνειες ώσεως φέρουν αναθύρωση πλάτους 4εκ. Δεν φέρουν ίχνη γόμφωσης των λίθων της ζωφόρου. Σε αρκετά επιστύλια της βόρειας στοάς υπάρχουν εγκοπές για συνδέσμους Π και πελεκίνους. Στην ανατολική στοά δεν παρουσιάζονται σύνδεσμοι. Μετρήθηκαν 46 επιστύλια, σε αυτά περιλαμβάνονται και τα τέσσερα επιστύλια των εσωτερικών γωνιών στα σημεία συμβολής των στοών.
Η ταινία, οι κανόνες και οι σταγόνες διαφέρουν ελαφρά από στοά σε στοά. Οι σταγόνες είναι ημικυλινδρικές. Η βόρεια στοά σε σχέση με τις άλλες έχει μεγαλύτερο κανόνα και οι σταγόνες είναι αραιότερα διατεταγμένες. Η ταινία της εσωτερικής όψης δεν προεξέχει αλλά σχηματίζεται από σταδιακή μείωση του πλάτους. Οι επιφάνειες είναι λαξευμένες με μικρή ξοΐδα. Οι ακμές των όψεων σχηματίζονται με ζώνες λαξευμένες με λάμα πλάτους περίπου 1εκ.
Η ζωφόρος σχηματίζεται από λίθους με μετόπες και συμφυή τρίγλυφα, οι οποίοι δεν απαρτίζο νται από συγκεκριμένο πλήθος στοιχείων. Η ζωφόρος έχει ύψος 43,6εκ., πλάτος 25εκ. Το ύψος της ταινίας είναι 4εκ. Σε κάθε μεταξόνιο υπάρχουν τρία τρίγλυφα. Τα αρχιτεκτονικά μέλη της ζωφόρου ενώνονται με συνδέσμους σχήματος Π. Στην άνω επιφάνειά τους υπάρχουν μοχλοβόθρια για την τοποθέτηση των γείσων. Στην εσωτερική επιφάνεια της ζωφόρου απολάξευση ύψους 20εκ. και βάθους 4εκ. επιτρέπει την τοποθέτηση του μοναδικού γνωστού στοιχείου της στέγης, της μηκίδας. Ίχνη για δοκοθήκες δεν παρατηρούνται.
Το γείσο εμφανίζεται με διαφορετική προβολή στην κάθε στοά. Στη βόρεια στοά έχει πλάτος προβολής 12εκ., ενώ στη δυτική και την ανατολική έχει πλάτος 16εκ., γεγονός που συνδυάζεται με τη σχέση της αύλακας απορροής των ομβρίων και του στυλοβάτη. Το γενικό πλάτος του είναι περίπου 55εκ. Η άνω έδρα είναι καλά λαξευμένη και έχει κλίση 11°.
Η ανασύνθεση της σίμης προέκυψε από τη μελέτη θραυσμάτων που εντοπίσθηκαν στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου. Τα τμήματά της είχαν πλάτος 64εκ.
Τρία τεμάχια σίμης αντιστοιχούσαν στο κάθε μεταξόνιο. Το ύψος της ήταν 19εκ. και είχε ιωνικό κυμάτιο στο άνω όριο, μία οριζόντια ταινία στο κάτω όριο, ενώ στο κέντρο τη διακοσμούσε λεοντοκεφαλή-υδρορρόη, με βλαστόσπειρες εκατέρωθεν.
Καταλήγοντας, το στωικό οικοδόμημα είναι αποτέλεσμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού, που υπέστη επισκευές, τροποποιήσεις και επεκτάσεις. Τα δωμάτια της δυτικής στοάς κατάργησαν την οδό του δυτικού πρόπυλου καθιστώντας μάλιστα τα ταφικά μνημεία της οδού αθέατα. Ο τρόπος με τον οποίο διατάσσονται τα δωμάτια δείχνει ότι προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου προσθετικά, είναι, δηλαδή, προσθήκες στον στεγασμένο χώρο της στοάς. Τα ευρήματα από τα δωμάτια αυτά σχετίζονται με τη μεταγενέστερη εξέλιξη του συγκροτήματος.
Τα δύο τμήματα της βόρειας στοάς, στα οποία διαχωριζόταν από το ρέμα, παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στην ποιότητα της κατασκευής τους. Το πίσω όριο του στυλοβάτη είναι κανονικό στο ανατολικό τμήμα, ενώ στο δυτικό ακανόνιστο. Ο αναλημματικός τοίχος διαφοροποιείται επίσης ως προς τον τρόπο κατασκευής του. Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλύονται τα θέματα της συμβολής των στοών στις δύο γωνίες. Η ορθή σχεδιαστική επίλυση της γωνίας σε σχέση με την εξέλιξη του κανόνα γίνεται μόνο βορειοανατολικά, όπου παρατηρείται γενικότερα πιο επιμελημένη κατασκευή. Αντίθετα, βορειοδυτικά δεν παρατηρείται γωνιακός κανόνας. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι οι δύο γωνίες δεν κατασκευάσθηκαν μαζί ή, τουλάχιστον, από τον ίδιο αρχιτέκτονα.
Ως προς την εξέλιξη του Γυμνασίου, επιγραμματικά, μπορούμε να επισημάνουμε ότι το Στάδιο κατασκευάστηκε τον -3ο αι. Την εποχή της ρωμαιοκρατίας μετατράπηκε σε αρένα και μάλιστα με δύο φάσεις. Στο σύνολο του Γυμνασίου παρατηρήθηκαν επισκευές και εκτεταμένες ανατοποθετήσεις. Στην οριστική δημοσίευσή του Γυμνασίου θα αναλυθεί διεξοδικά η μελέτη καθώς και το έργο αποκατάστασής του.
Η ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου έδειξε ότι παρά την ευρύτατη έκταση του μνημείου, με ήπιες μεθόδους και μεθοδικότητα έγιναν μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του, επαναφέροντας, όσο αυτό ήταν δυνατό, την αρχική γεωμετρία της κατασκευής του. Το συγκεκριμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα επαύξησε ουσιωδώς τον κτηριακό πλούτο της Μεσσήνης (εικ.2, 8).
ΜΑΡIΑ ΜΑΓΝHΣΑΛΗ, Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π., M.Sc.
"Tο Στάδιο και οι Στοές της Αρχαίας Μεσσήνης. Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση και η αναστύλωση"*
Στο: ΗΡΩΣ ΚΤΙΣΤΗΣ μνήμη ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
"Tο Στάδιο και οι Στοές της Αρχαίας Μεσσήνης. Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση και η αναστύλωση"*
Στο: ΗΡΩΣ ΚΤΙΣΤΗΣ μνήμη ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
* Η συμμετοχή στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή μας, Χ. Μπούρα, αποτελεί μεγάλη τιμή. Η χαρισματική διδασκαλία του στο Ε.Μ.Π. ενέπνεε την αγάπη στα μνημεία και την ιστορία τους. Πάντα μας παρότρυνε να δημοσιεύουμε τα έργα άμεσα. Με αυτή την ευκαιρία παρουσιάζω περιληπτικά το έργο αποκατάστασης του σταδίου στην Αρχαία Μεσσήνη και των στοών του. Το έργο αυτό αποτελεί καρπό της συνεργασίας μου με τον σύντροφο μου στη ζωή και την εργασία Θ. Μπιλή. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το προσωπικό του έργου και της εταιρείας Μεσσηνιακών Σπουδών, την Αρχαιολογική Εταιρεία και ιδιαίτερα τον καθηγητή Π. Θέμελη για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε για την μελέτη και την έως και το 2006 επίβλεψη του έργου.1. Η πρώτη επιστημονική μελέτη του χώρου έγινε από την περίφημη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή του Μορέως και τον A. Blouet, το 1828, η οποία δημοσιεύτηκε το 1831 και περιελάμβανε σχέδια και κείμενο. Στις αρχές του 20ού αιώνα προχώρησε σε νέα έρευνα ο Γ. Οικονόμος (1909-1925) χωρίς ωστόσο συνέχεια. Από το 1957 έως το 1974 ανέλαβε τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο Α. Ορλάνδος, χωρίς όμως να ασχοληθεί με το στάδιο, η αποκάλυψη του οποίου αποτελεί έργο του Π. Θέμελη. Για το Γυμνάσιο όπως και πλήθος άλλων μνημείων της αρχαίας Μεσσήνης είχε διενεργηθεί φωτογραμμετρική αποτύπωση από τον Καθηγητή πριν από την ολοκληρωτική αποκάλυψή του.
2. Το έργο ακολούθησε την εγκεκριμένη μελέτη από το ΥΠ.Π): «Αποκατάσταση του σταδίου της αρχαίας Μεσσήνης και των στοών του» των Θ. Μπιλή και Μ. Μαγνήσαλη, Αθήνα 2001. Η μελέτη χρησιμοποίησε τη νέα λεπτομερή τοπογραφική αποτύπωση που έγινε από τους ίδιους σε συνεργασία με τον τοπογράφο μηχανικό Θ. Χατζηθεοδώρου. Βλ. επίσης, Θ. ΜΠΙΛΗΣ- Μ. ΜΑΓΝΗΣΑΛΗ, «Αποκατάσταση Σταδίου Αρχαίας Μεσσήνης στο: Εταιρεία Έρευνας και Προώθησης της Επιστημονικής Αναστήλωσης των Μνημείων (ΕΤΕΠΑΜ)», Πρακτικά Ημερίδας: Τεχνικές Αναστήλωσης, υλικά και προβλήματα εφαρμογής» Θεσσαλονίκη, 20/11/2010.
3. Η βιβλιογραφία για το Γυμνάσιο παρουσιάζεται στο P. THEMELIS, «Das Stadion und das Gymnasion von Messene», Nikephoros 22, 2009, 2009, 59-77. Η γραφική αποκατάσταση των στοών του Γυμνασίου της αρχαίας Μεσσήνης παρουσιάστηκε στο Ε.Μ.Π. από τη γράφουσα στις 18.06.2015 στο πλαίσιο των Μαθημάτων εμβάθυνσης στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής.
4. Ο σχεδιασμός του οικοδομήματος ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. Το εύρος της κονίστρας μεταξύ των κερκίδων 4 και 14 είναι 28,42 μ., ενώ μεταξύ των κερκίδων 1 και 18 είναι 31,14μ.
5. Οι κλίμακες των κερκίδων 4-5, 7-8, 8-9, 9-10 και 10-11.
6. Οι άξονες των κλιμάκων 11-12, 12-13 και οι ευθείες ε1 (νότια πλευρά κλίμακας 4-5), ε2 (βόρεια πλευρά κλίμακας 13-14) αποτελούν δέσμη ευθειών με κέντρο (σημείο Β) το οποίο αποτελεί το κέντρο χάραξης των κύκλων που απαρτίζουν τον σχεδιασμό της κερκίδας 11.
7. Ο τρόπος προσαρμογής των κινητών στοιχείων παρουσιάστηκε σε διάλεξη στο Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θ. Μπιλής- Μ. Μαγνήσαλη, «Το στάδιο της Αρχαίας Μεσσήνης».
8. Βλ. P. VALAVANIS, Hysplex, The starting Mechanism in Ancient Stadia, University of California Press 1999.
9. Η συμβολή της τεχνογνωσίας των έργων της ΕΣΜΑ στα αναστηλωτικά έργα της περιφέρειας είναι ένα φαινόμενο που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990.
10. Κατά την αξιολόγηση των αναστηλωτικών έργων, ιδίως της περιφέρειας, στο μέλλον θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι στην Ελλάδα, όπου οι θεσμικές διαδικασίες εξαντλούνται στις αδειοδοτήσεις, το μερίδιο ευθύνης που επωμίζονται τα άτομα που εμπλέκονται στα έργα είναι δυσανάλογα μεγάλο.
11. Επιπλέον η ταύτιση της κατεύθυνσης του ποδίου του υπολοίπου σταδίου και ιδιαίτερα στις γειτονικές προς Βορρά κερκίδες με εκείνη της νησίδας της προεδρίας αποδεικνύει ότι οι πλάκες του προς αποκατάσταση δαπέδου μπροστά από την προεδρία έπρεπε να επιστρέψουν στην αρχική τους θέση.
2. Το έργο ακολούθησε την εγκεκριμένη μελέτη από το ΥΠ.Π): «Αποκατάσταση του σταδίου της αρχαίας Μεσσήνης και των στοών του» των Θ. Μπιλή και Μ. Μαγνήσαλη, Αθήνα 2001. Η μελέτη χρησιμοποίησε τη νέα λεπτομερή τοπογραφική αποτύπωση που έγινε από τους ίδιους σε συνεργασία με τον τοπογράφο μηχανικό Θ. Χατζηθεοδώρου. Βλ. επίσης, Θ. ΜΠΙΛΗΣ- Μ. ΜΑΓΝΗΣΑΛΗ, «Αποκατάσταση Σταδίου Αρχαίας Μεσσήνης στο: Εταιρεία Έρευνας και Προώθησης της Επιστημονικής Αναστήλωσης των Μνημείων (ΕΤΕΠΑΜ)», Πρακτικά Ημερίδας: Τεχνικές Αναστήλωσης, υλικά και προβλήματα εφαρμογής» Θεσσαλονίκη, 20/11/2010.
3. Η βιβλιογραφία για το Γυμνάσιο παρουσιάζεται στο P. THEMELIS, «Das Stadion und das Gymnasion von Messene», Nikephoros 22, 2009, 2009, 59-77. Η γραφική αποκατάσταση των στοών του Γυμνασίου της αρχαίας Μεσσήνης παρουσιάστηκε στο Ε.Μ.Π. από τη γράφουσα στις 18.06.2015 στο πλαίσιο των Μαθημάτων εμβάθυνσης στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής.
4. Ο σχεδιασμός του οικοδομήματος ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. Το εύρος της κονίστρας μεταξύ των κερκίδων 4 και 14 είναι 28,42 μ., ενώ μεταξύ των κερκίδων 1 και 18 είναι 31,14μ.
5. Οι κλίμακες των κερκίδων 4-5, 7-8, 8-9, 9-10 και 10-11.
6. Οι άξονες των κλιμάκων 11-12, 12-13 και οι ευθείες ε1 (νότια πλευρά κλίμακας 4-5), ε2 (βόρεια πλευρά κλίμακας 13-14) αποτελούν δέσμη ευθειών με κέντρο (σημείο Β) το οποίο αποτελεί το κέντρο χάραξης των κύκλων που απαρτίζουν τον σχεδιασμό της κερκίδας 11.
7. Ο τρόπος προσαρμογής των κινητών στοιχείων παρουσιάστηκε σε διάλεξη στο Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θ. Μπιλής- Μ. Μαγνήσαλη, «Το στάδιο της Αρχαίας Μεσσήνης».
8. Βλ. P. VALAVANIS, Hysplex, The starting Mechanism in Ancient Stadia, University of California Press 1999.
9. Η συμβολή της τεχνογνωσίας των έργων της ΕΣΜΑ στα αναστηλωτικά έργα της περιφέρειας είναι ένα φαινόμενο που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990.
10. Κατά την αξιολόγηση των αναστηλωτικών έργων, ιδίως της περιφέρειας, στο μέλλον θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι στην Ελλάδα, όπου οι θεσμικές διαδικασίες εξαντλούνται στις αδειοδοτήσεις, το μερίδιο ευθύνης που επωμίζονται τα άτομα που εμπλέκονται στα έργα είναι δυσανάλογα μεγάλο.
11. Επιπλέον η ταύτιση της κατεύθυνσης του ποδίου του υπολοίπου σταδίου και ιδιαίτερα στις γειτονικές προς Βορρά κερκίδες με εκείνη της νησίδας της προεδρίας αποδεικνύει ότι οι πλάκες του προς αποκατάσταση δαπέδου μπροστά από την προεδρία έπρεπε να επιστρέψουν στην αρχική τους θέση.