Οι παρυφές της γεωμετρικής περιόδου σηματοδότησαν την έναρξη διαμορφωτικών αλλαγών στις κοινωνίες και τα κράτη του ελληνικού χώρου. Μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τον δεύτερο αποικισμό και την ίδρυση του θεσμού της πόλης-κράτους, έλαβαν χώρα και οι πρώτες μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Μείζονος σημασίας γεγονός για τη μετέπειτα πορεία της ιστορίας αποτέλεσε ο εικοσαετής Α Μεσσηνιακός Πόλεμος με πρωταγωνιστές Μεσσήνιους και Λακεδαιμόνιους, η έκβαση του οποίου μετέβαλε τις γεωπολιτικές ισορροπίες και έθεσε τις βάσεις της πολυθρύλητης στρατιωτικής ισχύος της Σπάρτης.
Ο -8ος αιώνας αποτέλεσε σημείο καμπής για τα ελληνικά κράτη των μετέπειτα αρχαϊκών χρόνων. Δύο από τα σημαντικότερα γεγονότα που είχαν ως εφαλτήριο εκείνο το διάστημα ήταν ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός και η διαμόρφωση του θεσμού της πόλης-κράτους. Ήδη από το τέλος του -9ου αιώνα η ανάπτυξη του εμπορίου και η αναζήτηση πρώτων υλών είχαν οδηγήσει ορισμένες ελληνικές πόλεις στη δημιουργία αποικιών στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου με σκοπό την εκμετάλλευση νέων πόρων και τη σύναψη εμπορικών σχέσεων μεταξύ αποικίας και μητρόπολης. Η δημογραφική έκρηξη όμως έδωσε συστηματική διάσταση στην αποικιακή εξάπλωση. Πολλές πόλεις αντιμετώπισαν προβλήματα στενότητας χώρου και έλλειψης καλλιεργήσιμων εκτάσεων, με συνέπεια την αποχώρηση μέρους του πληθυσμού.
Παράλληλα η πλειοψηφία των ελληνικών κρατών γνώρισαν πολλές και διαρθρωτικές αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική δομή τους. Ο δήμος απέκτησε σταδιακά ουσιαστικό ρόλο και καθορισμένες αρμοδιότητες στην πολιτική ζωή. Η αριστοκρατία εκμεταλλεύτηκε τον ευάλωτο θεσμό της βασιλείας και προώθησε θεσμικές μεταβολές που ευνόησαν την πολιτική της ανέλιξη και το μοίρασμα της εξουσίας. Καρπός αυτών των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων ήταν η σταδιακή μετατροπή των παραδοσιακών φυλετικών βασιλείων σε πόλεις-κράτη.
Μέσα από αυτές τις ζυμώσεις προέκυψαν ορισμένες πόλεις που εκμεταλλευόμενες τις συνθήκες (αναδιάταξη του γεωπολιτικού πεδίου, άνθιση εμπορίου, αύξηση πληθυσμού και στρατιωτικού δυναμικού) βρήκαν γόνιμο έδαφος για να ξεχωρίσουν έναντι των υπολοίπων. Στην Αθήνα, η πρόοδος στον οικονομικό τομέα συνοδεύτηκε από αξιοσημείωτη πολιτιστική δραστηριότητα και πολιτική οργάνωση, ενώ στην Πελοπόννησο δέσποζε η παρουσία της Κορίνθου και του Άργους. Η Κόρινθος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εμπορικούς κόμβους στη Μεσόγειο ενώ το Άργος συνιστούσε ισχυρή στρατιωτική δύναμη που η σφαίρα επιρροής του απλωνόταν πιθανόν από την Αργολίδα ως την Κυνουρία, τη χερσόνησο του Μαλέα και τα Κύθηρα, δηλαδή σχεδόν σε ολόκληρη την ανατολική Πελοπόννησο.
Ωστόσο οι ισορροπίες άλλαξαν από τη δυναμική είσοδο στο προσκήνιο της Σπάρτης, που έως τις αρχές του -8ου αιώνα είχε εξέλθει από την απομόνωση των προηγούμενων αιώνων θεμελιώνοντας μία δυναμική επεκτατική πολιτική που σήμανε τον κίνδυνο στους γείτονες Αρκάδες, Αργείους και Μεσσήνιους.
Η άνοδος της Σπάρτης
Η εγκατάσταση των Δωριέων στην κοιλάδα του Ευρώτα μέχρι τον -10ο αιώνα ήταν μία μακρά και αιματηρή διαδικασία καθώς τα προ-δωρικά στοιχεία της περιοχής, Λέλεγες και Αχαιοί, δεν φάνηκαν διατεθειμένα να υποχωρήσουν στην επίθεση των Ηρακλειδών. Εν τέλει οι Δωριείς υπερίσχυσαν και με βάση τις πολίχνες της Πιτάνης και των Λιμνών όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά, σύντομα καθυπέταξαν τους προ-δωρικούς συνοικισμούς της Μεσόας και της Κυνόσουρας. Οι τέσσερις αυτές κώμες αποτέλεσαν τον πρωταρχικό πυρήνα της δωρικής Σπάρτης. Ο υποταχθείς πληθυσμός που προέβαλε ισχυρή αντίσταση μετατράπηκε στους πρώτους είλωτες, το κατώτερο στρώμα της σπαρτιατικής κοινωνίας οι οποίοι καλλιεργούσαν τα εύφορα εδάφη της Λακεδαίμονας αποδίδοντας τακτική εισφορά στους επικυρίαρχους Δωριείς. Οι μη φέροντες εμπόδια πληθυσμοί στην δωρική επέλαση (ίσως και οι ακτήμονες Δωριείς) μετατράπηκαν σε περίοικους, που ήταν υποτελείς στη Σπάρτη χωρίς πολιτικά δικαιώματα πλην όμως έχοντας εσωτερική αυτονομία. Οι περίοικοι, εγκατεστημένοι σε οικισμούς πέριξ των τεσσάρων κωμών, συνιστούσαν την πρώτη γραμμή άμυνας του σπαρτιατικού κράτους σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης και επιτηρούσαν συνάμα τους ειλωτικούς οικισμούς προς αποφυγήν επανάστασης.
Η επικράτηση των εισβολέων στη Λακωνική δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς συμβιβασμούς και από την πλευρά των νικητών. Μέρος της προϋπάρχουσας αχαϊκής αριστοκρατίας παρέμεινε στην κατακτημένη γη και ενσωματώθηκε στις δωρικές φυλές. Εξάλλου το μοναδικό φαινόμενο της δικέφαλης βασιλικής παράδοσης που πήγαζε από τις φατρίες των Αγιαδών και των Ευρυπωντιδών, ίσως να εξηγείται από τον συγκερασμό της εξουσίας των ντόπιων Αχαιών και των κατακτητών Δωριέων.
Από το τέλος του -9ου αιώνα ξεκίνησε η μεθοδική διεύρυνση του σπαρτιατικού κράτους. Πρώτος στόχος έγιναν τα εδάφη νότια της Αρκαδίας, όπου οι Σπαρτιάτες επανεπιβεβαίωσαν την κυριαρχία τους στις περιοχές της Σελλασίας και της Πελλάνας μετά την δωρική κάθοδο. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε και η κατάκτηση της Αιγύτιδος χώρας με πρόφαση ότι η ηγεσία της συμμαχούσε με τους Αρκάδες, και ίσως της Σκιρίτιδος, οι κάτοικοι των οποίων μετατράπηκαν σε περιοίκους. Οι Σκιρίτες μάλιστα αποτέλεσαν σταδιακά επίλεκτο τμήμα του σπαρτιατικού στρατού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Σπάρτη αύξησε την επιρροή της και διασφάλισε τα εδάφη της από τυχόν επίθεση με προέλευση το βορρά.
Η άνοδος στο θρόνο του Αγιάδη βασιλιά Τήλεκλου, προς το μέσα του -8ου αιώνα, σήμανε τη μεταφορά της σπαρτιατικής επιθετικότητας από τα βόρεια, στα νοτιοανατολικά και στα κυριότερα αχαϊκά κέντρα της Λακωνικής που δεν είχαν καμφθεί από τη δωρική εισβολή. Οι Αμύκλες, περίπου πέντε χιλιόμετρα μακριά από τις σπαρτιατικές κώμες, ήταν η σημαντικότερη πόλη των εναπομεινάντων Αχαιών. Αν και η ηγεσία της πιθανότατα δεν προέβαλλε σοβαρή αντίσταση στην εγκατάσταση των Δωριέων, φαίνεται ότι ανάμεσα σε αυτήν και τη Σπάρτη αναπτύχθηκε αργότερα αντιπαλότητα που έφτασε ίσως κατά καιρούς σε ένοπλη αντιπαράθεση καθώς οι Αμυκλαίοι ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος. Εξού και η τελική απορρόφηση μάλλον, παρά κατάκτηση της περιοχής. Επί Τήλεκλου η πόλη εντάχθηκε ολοκληρωτικά στον συνασπισμό των τεσσάρων σπαρτιατικών οικισμών αποτελώντας την πέμπτη κώμη, με τον αχαϊκό πληθυσμό της να ενσωματώνεται στην πολιτεία της Σπάρτης αποκτώντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η εγκόλπωση των Αμυκλών στη σπαρτιατική κοινωνία διακρίνεται και από την επιβίωση αχαϊκών λατρειών με κυριότερη του Υακίνθου, που συνενώθηκε με του δωρικού Απόλλωνα.
Μετά τις Αμύκλες οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν δύο άλλα γειτονικά αχαϊκά κέντρα, την Φάριδα και τις Γερόνθρες, μετατρέποντάς τα σε περιοικίδες πόλεις και εδραιώνοντας την ισχύ τους στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Ευρώτα. Μάλιστα, υπό την ηγεσία του Ευρυπωντίδη βασιλιά Νικάνδρου ο σπαρτιατικός στρατός εισέβαλε σε περιοχές των Αργείων έχοντας σύμμαχο την πόλη της Ασίνης, γειτονικής τους Άργους.
Παράλληλα όμως με τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις, η Σπάρτη μετασχηματίστηκε κοινωνικά και πολιτικά. Το αν η διαμόρφωση του σπαρτιατικού πολιτεύματος ήταν έργο του ημι-μυθικού Λυκούργου ή αποτέλεσμα μακράς εξελικτικής διαδικασίας των αρχαιότερων δωρικών ηθών και εθίμων παραμένει ασαφές, χωρίς απαραίτητα να αποκλείεται ένας συνδυασμός των δύο υποθέσεων. Εκείνη την περίοδο πάντως η Σπάρτη απέκτησε σταθερά θεμέλια πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που τις επέτρεψαν να εμφανίσει με τον καιρό τη συμπαγή στρατιωτικής ταυτότητα. Κατορθώθηκε εξισορρόπηση των εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα στις βασιλικές φατρίες, την αριστοκρατία και τον δήμο χάρις στην κατανομή της εξουσίας σε τρία αντιπροσωπευτικά όργανα εξουσίας (βασιλείς, γερουσία και Απέλλα). Επιπλέον, καταπαύθηκαν προσωρινά οι αναταραχές που δημιουργήθηκαν από την ανισοκατανομή των εδαφών, με αναδασμό της γης (1), και διαιρέθηκαν οι τρεις δωρικές φυλές Υλλείς, Δυμάνες, Πάμφυλοι σε 27 φατρίες (ωβές), ίσως με σκοπό την ευκολότερη ενσωμάτωση των προδωρικών στοιχείων. Ταυτόχρονα άρχισε να αποκτά συγκροτημένη μορφή η περίφημη «αγωγή» των νέων, που θα προσέφερε τους αδάμαστους οπλίτες των κατοπινών αιώνων.
Η Μεσσηνία και οι αιτίες της αντιπαράθεσης
Ως τα μέσα του -8ου αιώνα οι Σπαρτιάτες προσαρτούσαν εδάφη και πληθυσμούς με τις διαδοχικές κατακτήσεις, αυξάνοντας τα όρια κυριαρχία τους και το έμψυχο δυναμικό του στρατού. Αντιθέτως οι άμεσοι ανταγωνιστές παρουσίαζαν στασιμότητα. Βόρεια του σπαρτιατικού κράτους, οι Αρκάδες ήταν σκληροτράχηλος αντίπαλος που το ορεινό έδαφος και οι δύσβατες απομακρυσμένες περιοχές τους αποτελούσαν ανέκαθεν αποθαρρυντικό σημείο για οποιονδήποτε εισβολέα. Ωστόσο το πλεονέκτημα αυτό των Αρκάδων συνιστούσε ταυτόχρονα και μειονέκτημα, διότι δεν ευνοούσε το συνασπισμό των αρκαδικών πόλεων και τη συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους. Συνεπώς δεν ήταν σε θέση να αναπτύξουν επεκτατική δραστηριότητα με αξιώσεις. Στα βορειοανατολικά, η ηγεσία της πιο ισχυρής δύναμης της Πελοποννήσου την εποχή εκείνη, του επίσης δωρικού Άργους, παρόλο που είχε αφουγκραστεί τη λακεδαιμονική επέκταση δεν φαινόταν πρόθυμη να απειλήσει ουσιαστικά τη σπαρτιατική κυριαρχία στη Λακωνική έως τότε. Το βάρος της προσοχής έπεφτε εντός της Αργολίδας (αντιπαράθεση με Ασίνη) και στον ανταγωνισμό με την ακμάζουσα Κόρινθο.
Οι Σπαρτιάτες ίσως δεν ένιωθαν να απειλούντο σοβαρά από Αρκάδες και Αργείους, όμως η απόπειρα κατάκτησης της κακοτράχαλης Αρκαδίας ήταν εντελώς ασύμφορη και η εμπλοκή σε πόλεμο με το ισχυρό Άργος δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα είχε νικηφόρα κατάληξη. Στα δυτικά του Ταϋγέτου και την εύφορη Μεσσηνία, η σπαρτιατική ηγεσία βρήκε τον αδύναμο κρίκο στη γεωπολιτική σκακιέρα της Πελοποννήσου. Οι Μεσσήνιοι ήταν κι αυτοί κράμα Δωριέων και Αχαιών που είχε δημιουργηθεί με την κάθοδο στην Πελοπόννησο των πρώτων, ωστόσο έλειπε η πολιτική συνοχή που είχε εδραιώσει η Σπάρτη στη Λακωνική. Η πλειοψηφία του δωρικού πληθυσμού της Μεσσηνίας είχε συγκεντρωθεί στην εύφορη κοιλάδα της Στενυκλάρου όπου δέσποζε η ομώνυμη πόλη και το βασίλειο των Αιπυτιδών, ενώ στην υπόλοιπη περιοχή υπήρχαν διάφορες ανεξάρτητες μικρές ηγεμονίες με το αχαϊκό στοιχείο να υπερέχει. Η αδυναμία συγκρότησης ενιαίας και συμπαγούς πολιτικής οντότητας ανάμεσα στους Μεσσήνιους, αντίστοιχη εκείνης που είχε διαμορφωθεί στην κοιλάδα του Ευρώτα, φυσικά δεν είχε περάσει απαρατήρητη από την ηγεσία της Σπάρτης. Συν τοις άλλοις, ένας λόγος που προέτασσε την επέκταση της σπαρτιατικής επικράτειας ήταν η έλλειψη χώρου και καλλιεργήσιμων εδαφών προς διάθεση του αυξανόμενου πληθυσμού μετά τις ενσωματώσεις των προδωρικών πληθυσμών. Η Σπάρτη δεν ακολούθησε την τακτική των υπερπόντιων αποικιών για την εκτόνωση του δημογραφικού προβλήματος, αλλά εκείνη της κατάκτησης νέων εδαφών όντας ένα κράτος της ενδοχώρας που ήθελε να διευρύνει την ισχύ του. Τα γόνιμα εδάφη που διαπερνούσε ο ποταμός Πάμισος αποτελούσαν στα μάτια των Λακεδαιμονίων μία εξαιρετικά θελκτική λεία.
Εξάλλου οι Σπαρτιάτες είχαν επιδείξει αξιοσημείωτη ικανότητα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις έως τότε, όπως και στη διαχείριση των κατακτημένων πληθυσμών προς όφελός τους.
Ο Τήλεκλος φρόντισε να κάνει εμφανείς τις προθέσεις της σπαρτιατικής πολιτικής με την κατάληψη της Δενθελιάτιδος, περιοχής που βρισκόταν στη μεσσηνιακή πλευρά του Ταϋγέτου αλλά μάλλον αποτελούσε κάτι σαν ουδέτερη ζώνη. Πλησίον του ποταμού Νέδωνα εγκατέστησε Λάκωνες αποίκους, ελέγχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πέρασμα για τη Μεσσηνία. Ωστόσο η μοίρα του Τήλεκλου δεν του επέτρεψε να δώσει συνέχεια στο επεκτατικό πρόγραμμα της Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια της κοινής γιορτής Μεσσήνιων και Σπαρτιατών στο ναό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος που βρισκόταν κοντά στην περιοχή της Δενθελιάτιδος, μία ομάδα Μεσσήνιων σκότωσαν τον Αγιάδη βασιλιά και τη συνοδεία του.
Στη σκιά του ξεσπάσματος
Εχοντας προφανώς αντιληφθεί τα σχέδια της σπαρτιατικής ηγεσίας, οι Μεσσήνιοι έδωσαν μία ηχηρή απάντηση στους γείτονές τους. Από την άλλη μεριά η δολοφονία Σπαρτιάτη βασιλιά δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη, πόσο μάλλον όταν έδινε ένα εξαιρετικό πάτημα στους Λακεδαιμόνιους για να αυξήσουν την επιθετικότητά τους. Ωστόσο, δεν κινήθηκαν αμέσως δυτικά, ενδεχομένως επειδή ο χαμός του βασιλιά τους από μεσσηνιακά χέρια επεσήμανε ότι είχαν να αντιμετωπίσουν έναν αποφασισμένο αντίπαλο. Πέραν τούτου γνώριζαν καλά την αιτία που οι σχέσεις των δύο πλευρών οδηγούντο βαθμιαία στα άκρα.
Ο γιος και διάδοχος του Τήλεκλου στον θρόνο των Αγιαδών, Αλκαμένης, κινήθηκε αρχικά προς τον νότο όπου και υπέταξε το Έλος, πόλη στα νοτιοανατολικά της Σπάρτης μετά από σθεναρή αντίσταση. Πιθανόν οι Αργείοι να έστειλαν στρατιωτική βοήθεια στην αχαϊκή πόλη, όπως είχαν πράξει κι οι Σπαρτιάτες στην Αργολίδα με την Ασίνη. Υπό τον Αλκαμένη λογικά, ενσωματώθηκαν επίσης τα εδάφη του δυτικού άκρου της Λακωνικής. Αποκτώντας σιγουριά στα νώτα τους και σημαντικά διευρυμένη βάση ισχύος, οι Σπαρτιάτες ήταν έτοιμοι να ασχοληθούν με τους υποψιασμένους πλέον, γείτονες στα δυτικά.
Είναι πολύ πιθανό ότι στη Στενύκλαρο, οι Μεσσήνιοι ζούσαν με τον κίνδυνο της επίθεσης. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο βασιλιάς Φίντας έστειλε μεσσηνιακή χορωδία σε εορταστικές εκδηλώσεις της Δήλου όπου θα παρευρίσκονταν Έλληνες από πολλές πόλεις, ώστε να γνωστοποιηθεί ότι η ελευθερία του λαού του βρισκόταν υπό την απειλή της Σπάρτης.
Τον Φίντα διαδέχθηκαν στο θρόνο οι γιοι του Αντίοχος και Ανδροκλής. Η διπολική αυτή μεσσηνιακή βασιλεία, που υπήρξε μάλλον για μοναδική φορά, αποδείχθηκε σημείο ρήξης στο εσωτερικό των Μεσσήνιων. Από την ερμηνεία των λεγομένων του Παυσανία και των πηγών του, ο Ανδροκλής πρέπει να εξέφραζε τη συντηρητική παράταξη που επεδίωκε εξομάλυνση της τεταμένης ατμόσφαιρας, σε αντίθεση με τον Αντίοχο που υποστήριζε μία πιο στιβαρή αντιμετώπιση της σπαρτιατικής πολιτικής. Κατά τον Παυσανία μάλιστα, αφορμή της εσωτερικής αντιπαράθεσης στάθηκε η παράδοση στη Σπάρτη ή μη, του Μεσσήνιου Ολυμπιονίκη Πολυχάρη, ο οποίος λόγω του θανάτου του γιου του από Λακεδαιμόνιο, σκότωνε όποιον εύρισκε στα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας. Η αντιμαχία των δύο βασιλιάδων έληξε με τη σύγκρουση των υποστηρικτών τους και το θάνατο του μετριοπαθή Ανδροκλή.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Οι αναταραχές στη Μεσσηνία δεν τελείωσαν, παρά το τραγικό αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Αντίοχος προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από τις εσωτερικές έριδες αλλά λίγους μήνες μετά αναφέρεται ότι πέθανε. Διόλου απίθανο να εξουδετερώθηκε από τους ηττημένους υποστηρικτές του αδερφού του. Οι κλυδωνισμοί της γειτονικής εξουσίας θα σήμαναν συναγερμό στη Σπάρτη, οι διοικούντες της οποίας ίσως έκριναν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για την επίθεση. Εξάλλου είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των βασικών περασμάτων προς τη Μεσσηνία χρόνια πριν, δείγμα του ότι η επιχείρηση για την κατάκτηση των εύφορων εδαφών της Στενυκλάρου ήταν έργο μεθοδευμένο και προσεκτικά σχεδιασμένο. Πέραν τούτων, οι Σπαρτιάτες διατείνονταν ότι δεν έπρεπε να παραμείνει ατιμώρητη η δολοφονία του Τήλεκλου καθώς και η ατιμία που είχε διαπράξει ο παλαιός Δωριέας βασιλιάς Κρεσφόντης κατά τη διανομή των εδαφών(2). Η τελευταία θέση δείχνει ότι η χρήση μυθολογικών γεγονότων με σκοπό την προπαγάνδα ήταν από αρκετά παλιά μέρος της στρατηγικής πολλών ελληνικών πόλεων, όπως και της Σπάρτης.
Την ηγεσία των πολεμικών επιχειρήσεων ανέλαβε ο Αγιάδης Αλκαμένης. Ο γιος του Τήλεκλου κατηύθυνε το στρατό του δυτικά ακολουθώντας πιθανότατα το πέρασμα από τον Ταΰγετο που οδηγούσε στη Δενθελιάτιδα. Η επιλογή του Αλκαμένη δεν στερείτο στρατηγικής. Στόχος ήταν η Άμφεια, μια ορεινή πόλη στα σύνορα Λακωνίας και Μεσσηνίας με άφθονες πηγές νερού. Η κατάληψη της Άμφειας συνιστούσε καίριο σημείο στην εξέλιξη του πολέμου, καθώς αναφέρεται ότι αποτελούσε ένα ισχυρό οχυρό σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση για ορμητήριο. Κατά το δεύτερο έτος της ένατης Ολυμπιάδας (-743), οι Λακεδαιμόνιοι αιφνιδίασαν τους κατοίκους της μεσσηνιακής πόλης καθώς η Σπάρτη δεν είχε κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. Ο στρατός του Αλκαμένη εισέβαλλε νύκτα σφαγιάζοντας τη φρουρά και το ανυποψίαστο σύνολο του πληθυσμού που δεν πρόλαβε καν να πάρει τα όπλα. Στους Μεσσήνιους τα νέα έφεραν πανικό, γεγονός που μαρτυρείται από την αδυναμία αντίστασης στα πέριξ και την εσπευσμένη συγκέντρωση του πληθυσμού στη Στενύκλαρο. Οι Σπαρτιάτες, έχοντας και την κάλυψη του οχυρού της Άμφειας, διεξήγαγαν αλλεπάλληλες επιδρομές στα μεσσηνιακά εδάφη στοχεύοντας κυρίως τις σοδειές των σιτηρών ώστε να πλήξουν τα αποθέματα των αμυνόμενων. Πέραν όμως του ορεινού άντρου οι προσπάθειες για την κατάκτηση άλλων πόλεων έπεφτε στο κενό αφού οι Μεσσήνιοι θα είχαν κλειστεί στα τείχη όντας πλέον προετοιμασμένοι ενώ οι πολιορκητικές τακτικές στον ελλαδικό χώρο ήταν ακόμα σε νηπιακό στάδιο. Ο βασιλιάς Ευφαής, που παραδίδεται ότι είχε διαδεχθεί στο θρόνο της Στενυκλάρου τον Αντίοχο, βλέποντας τον πόλεμο να παίρνει άσχημη τροπή, ενίσχυσε τις φρουρές σε διάφορες πόλεις, πιθανόν ρίχνοντας βάρος σε αυτές που ήταν κοντά στα σύνορα με τη Λακωνία. Παράλληλα αναφέρεται ότι οι Μεσσήνιοι ανταπάντησαν στις επιθέσεις των Σπαρτιατών κτυπώντας τις αγροτικές περιοχές πλησίον του Ταϋγέτου και δια θαλάσσης τις παράκτιες πόλεις της Λακωνίας, ενέργειες που είναι πολύ πιθανό να αντανακλούν τις προσπάθειες των Μεσσήνιων να ενεργοποιήσουν μηχανισμούς αντίστασης
Η τακτική των αμφίδρομων επιδρομών και η ανάλωση των δύο πλευρών σε αψιμαχίες αναμφίβολα δεν θα είχε καθοριστικά αποτελέσματα. Στη Μεσσηνία ο Ευφαής προετοίμαζε τον στρατό του για τη στιγμή που θα μετρούσε της δυνάμεις του με τους Αλκαμένη και Θεόπομπο. Οι Σπαρτιάτες ήταν σαφώς πιο ετοιμοπόλεμοι λόγω των χρόνιων προηγηθέντων επιχειρήσεων που είχαν διευρύνει τη βάση ισχύος τους και αυξήσει το έμψυχο δυναμικό τους. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα της Άμφειας, ο Ευφαής συγκέντρωσε τις δυνάμεις του με σκοπό να συναντήσει τους Σπαρτιάτες στο πεδίο της μάχης. Οι φρουρές των Λακεδαιμονίων θα ειδοποίησαν για τα εχθρικά σχέδια, με αποτέλεσμα οι δύο αντίπαλοι να συναντηθούν στην περιοχή που είχε στρατοπεδεύσει ο Ευφαής. Η τοποθεσία εξυπηρετούσε το αμυντικό σχέδιο που είχε στήσει ο Μεσσήνιος βασιλιάς καθώς μία χαράδρα εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να επιτεθούν κατά μέτωπο. Μετά από κάποιες αψιμαχίες μεταξύ του ολιγάριθμου ιππικού και των ελαφρά οπλισμένων των δύο πλευρών που δεν είχαν κάποια ουσιαστική κατάληξη, οι Μεσσήνιοι οχύρωσαν τα νώτα και τις πλευρές του στρατοπέδου με σταυρωτούς πασσάλους φέρνοντας σε αδιέξοδο την πορεία της σύγκρουσης.
Το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησης των δύο στρατών στο πεδίο της μάχης ήταν εντελώς ρευστό. Οι Σπαρτιάτες όντας οι επιτιθέμενοι ανέλαβαν ξανά την πρωτοβουλία. Τη θέση του Αλκαμένη πήρε ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο Πολύδωρος, ο οποίος μαζί με τον Θεόπομπο ηγήθηκαν της εκστρατείας. Οι Σπαρτιάτες είχαν επιστρατεύσει περίοικους καθώς και Κρήτες τοξότες για να εξουδετερώσουν το ευέλικτο ελαφρύ πεζικό του Ευφαή. Στο πλευρό τους είχαν τους Δρύοπες από την Ασίνη, την πόλη στην Αργολίδα που αποτελούσε σύμμαχο της Σπάρτης κατά του Άργους και οι κάτοικοι της οποίας είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά την καταστροφή της πατρίδας τους από τους Αργείους. Ο Ευφαής παρέταξε τον στρατό του στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη αναμέτρηση, μόνο που εκείνη την φορά η διστακτικότητα δεν εμφανίστηκε στο μεσσσηνιακό στρατόπεδο. Η παράταξη των δύο στρατών χωριζόταν σε τρία μέρη που βασίζονταν κατά το μάλλον στις ισάριθμες δωρικές φυλές. Στους Σπαρτιάτες οι δύο βασιλείς τάχθηκαν επικεφαλείς των άκρων με τον Ευρυκλέοντα από το γένος των Αιγειδών να κατέχει την ηγεσία του κέντρου.
Η σύγκρουση του βαρέως πεζικού των δύο πλευρών παραδίδεται ότι ήταν άγρια, με Λακεδαιμόνιους και Μεσσήνιους να έρχονται πρώτη φορά σε μάχη σώμα με σώμα μετά τα γεγονότα που είχαν κορυφώσει την μεταξύ τους αντιπαλότητα. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο Θεόπομπος όρμησε να σκοτώσει ο ίδιος τον Ευφαή. Αν και ο σπαρτιατικός στρατός υπερτερούσε σε αριθμό και πείρα η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη, με βαριές απώλειες εκατέρωθεν καθώς οι Μεσσήνιοι θα υπερέβαλλαν εαυτόν για να αποφύγουν τα γεγονότα της Άμφειας και την έως τότε μοίρα των νικημένων εχθρών της Σπάρτης. Οι δύο στρατοί αποχώρησαν την επόμενη μέρα δίχως καμία από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να κερδίσει τον τίτλο του νικητή. Στην ουσία όμως οι ισχυρότεροι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους είχαν αποτύχει.
Η πρώιμη οργάνωση του Σπαρτιατικού στρατού και η εμφάνιση της φάλαγγας
Η σταδιακή συγκρότηση του θεσμού της πόλης-κράτους στον ελληνικό χώρο, κυρίως στα κράτη της Στερεάς και της Πελοποννήσου, συνοδεύτηκε με μεταβολές και στη στρατιωτική οργάνωση των ελληνικών πόλεων. Ο ασύντακτος, ηρωικός τρόπος του μάχεσθαι εξελίχθηκε στον οπλιτικό πόλεμο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, με την οπλιτική φάλαγγα να αποτελεί τον βασικό τρόπο οργάνωσης του στρατού μίας ελληνικής πόλης. Ο τόπος που γεννήθηκε το νέο σύστημα μάχης παραμένει αβέβαιο, με το Άργος και τη Σπάρτη να θεωρούντο οι πιο πιθανοί πρωτογενείς φορείς.
Ήδη από τον -8ο αιώνα, οι Σπαρτιάτες είχαν κατορθώσει να συγκροτήσουν έναν αρκετά ισχυρό στρατό, πρόδρομο της γρανιτένιας δύναμης των κατοπινών αιώνων. Αυτό αποδεικνύει η εξαιρετική αποτελεσματικότητά του έως και τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Αρχικά η στρατιωτική οργάνωση της Σπάρτης βασιζόταν στις τρεις φυλές που διαιρείτο κάθε δωρική κοινωνία: τους Δυμάνες, τους Παμφύλους και τους Υλλείς. Στη συνέχεια καθιερώθηκε η οργάνωση με γνώμονα τις πέντε κώμες, όπως μαρτυρούν και οι ισάριθμοι σπαρτιατικοί λόχοι: Αρίμας ή Σαρίνας, Σίνης, Πλόας, Μεσσοάτης, Εδωλός ή Αιδωλός.
Ο οπλιτικός τρόπος μάχης θεωρείται ότι μεταφυτεύτηκε στη Σπάρτη μετά τις συγκρούσεις με το Άργος και ειδικότερα τη μάχη των Υσιών (-669), όπου οι παραταγμένοι σε φάλαγγα Αργείοι νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους. Βασιλιάς του Άργους την περίοδο έξαρσης της αντιπαλότητας με τη Σπάρτη ήταν ο Φείδων, ένας φιλόδοξος μονάρχης που οδήγησε τη δωρική πόλη στο ζενίθ της στρατιωτικής της ισχύος. Οι αρχαίοι συγγραφείς επεφύλασσαν αρκετές μνείες για το ρόλο του Άργους στον καινούργιο τρόπο μάχης ενώ και η ασπίδα «όπλον» διαδόθηκε από την Αργολίδα. Τα έως τώρα αρχαιολογικά ευρήματα επίσης συνηγορούν στην εμφάνιση της φάλαγγας τον -7ο αιώνα.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την εμφάνιση της φάλαγγας κατά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η παράταξη Σπαρτιατών και Μεσσήνιων χωριζόταν σε τρία μέρη, κάτι που υπενθυμίζει τη δωρική διαίρεση των τριών φυλών. Ωστόσο ο περιηγητής αναφέρει ως αιτία υπεροχής των Σπαρτιατών τον αριθμό και την οργάνωση του στρατού τους. Αν αληθεύουν κάποιες λεπτομέρειες της μάχης, χαρακτηριστικά στοιχεία της νοοτροπίας που διέκριναν την σπαρτιατική φάλαγγα της κλασικής περιόδου ενυπήρχαν στον στρατό της Σπάρτης από τον -8ο αιώνα. Είναι τολμηρό να θεωρηθεί ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υιοθετήσει (ή εισάγει) τη φάλαγγα στα χρόνια του Α Μεσσηνιακού Πολέμου. Εξάλλου οι περισσότερες πηγές του Παυσανία απείχαν μερικούς αιώνες από τα γεγονότα. Την εποχή εκείνη οι προσωπικές μονομαχίες και ο «ηρωικός» τρόπος μάχης χαρακτήριζαν ακόμα την εξέλιξη μίας σύρραξης. Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτή τη θεωρία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Αμυκλαίους (πρώτο μισό του -8ου αιώνα), οι Σπαρτιάτες ακολουθώντας υποτίθεται χρησμό των Δελφών ζήτησαν τη βοήθεια των Αιγειδών, αριστοκρατικής οικογένειας της Θήβας. Η βοιωτική πόλη θεωρείται μία από τις υποψήφιες περιοχές γέννησης της οπλιτικής φάλαγγας. Η παράδοση αναφέρει ότι οι Αιγείδες πράγματι κατήλθαν στη Λακωνία με αρχηγό τον Τιμόμαχο και συνέβαλαν στην επικράτηση της Σπάρτης. Η φατρία των Αιγειδών μάλιστα φαίνεται να ήταν ισότιμη με τις κυρίαρχες βασιλικές φατρίες της Σπάρτης, τους Αγιάδες και τους Ευρυπωντίδες, όπως υποδεικνύει και η ηγετική παρουσία του Αιγείδη Ευρυκλέοντα στον σπαρτιατικό στρατό κατά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο.
Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι η εμφάνιση της οπλιτικής φάλαγγας ήταν αποτέλεσμα οργανικής εξέλιξης των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που γνώρισαν τα ελληνικά κράτη από τον -8ο αιώνα και όχι κατόρθωμα κάποιας μεμονωμένης πόλης, αν και οι Αργείοι του Φείδωνα ενδεχομένως να αξιοποίησαν πρώτοι τις δυνατότητές της. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση που θέλει τους Σπαρτιάτες να είχαν εφαρμόσει έναν πρώιμο τύπο φάλαγγας στον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Βέβαια αυτή δεν είχε την –σχεδόν- ανίκητη μορφή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σπαρτιάτη οπλίτη-πολίτη των επόμενων αιώνων. Οι αποδιδόμενες στον Λυκούργο μεταρρυθμίσεις του -8ου αιώνα χρειάζονταν χρόνια για να αποκρυσταλλωθούν και ενίοτε να εμπλουτιστούν, από τους ιθύνοντες της σπαρτιατικής πολιτείας.
Η αντίσταση της Ιθώμης
Ο πόλεμος παρέμενε άκριτος, καθώς οι πρώτες απόπειρες των Λακεδαιμονίων να υποτάξουν τη Στενύκλαρο ύστερα από την αιφνίδια άλωση της Άμφειας δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον στο πεδίο της μάχης. Ούτε όμως και οι Μεσσήνιοι κατόρθωσαν να εξαλείψουν τον σπαρτιατικό κίνδυνο. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι οι δύο πλευρές μοιράζονταν μεγάλες δυσκολίες και σημαντικές απώλειες δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς με την ίδια ευκολία, ειδικότερα αν ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος. Η Σπάρτη είχε στιβαρή διοίκηση και εμπειροπόλεμο στρατό που μπορούσε να ανασύρει δυνάμεις από τις ήδη κατακτημένες περιοχές ή τους συμμάχους. Στη Στενύκλαρο η περίοδος μετά την αιματηρή μάχη στο φαράγγι επεφύλασσε δυσάρεστες εξελίξεις. Οι οικονομικοί πόροι εξαντλούντο λόγω των πολλών φρουρών στις πόλεις και ίσως την πρόσληψη μισθοφόρων. Ανάμεσα στις μεσσηνιακές κοινότητες εμφανίστηκε μεταδοτική ασθένεια και ομάδες δουλοπάροικων που αφουγκράζονταν τις αντιξοότητες του πολέμου αυτομολούσαν προς τη Σπάρτη. Η κατάσταση χειροτέρευε αφού οι μεσσηνιακοί οικισμοί στα πεδινά παρέμεναν εκτεθειμένοι στις επιδρομές των Λακεδαιμονίων. Τότε αναφέρεται ότι ο Ευφαής αποφάσισε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του καταφεύγοντας στο οχυρό που βρισκόταν στο όρος Ιθώμη, στρατηγικό σημείο το οποίο ήλεγχε τα εδάφη της Στενυκλάρου στον βορρά, και την πεδιάδα της Μακαρίας στον νότο. Το οχυρό της Ιθώμης ήταν ένα καλά προστατευμένο ανισόπεδο φρούριο σε δύσβατη τοποθεσία του ομώνυμου βουνού, που συνιστούσε ισχυρό καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές. Οι Μεσσήνιοι προχώρησαν σε μία σειρά εργασιών ώστε να επεκτείνουν τον πρωταρχικό περίβολο ενισχύοντας παράλληλα την οχύρωση. Η μεταβατική αυτή περίοδος αποτέλεσε ευκαιρία για ανασύνταξη. Οι Σπαρτιάτες δίσταζαν να επιτεθούν στο άντρο της Ιθώμης όμως ο κίνδυνος να ενισχυθούν οι αντίπαλοί τους από τους Αρκάδες ή ακόμα χειρότερα τους Αργείους, έδωσε τέλος στην αναβλητικότητα κατά το -730. Η σύγκρουση ήταν για άλλη μία φορά σκληρή και δίχως η πλάστιγγα να γέρνει προς κάποια από τις δύο πλευρές, όμως οι υπερασπιστές υπέστησαν μία μεγάλη απώλεια. Αυτή ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Ευφαή. Ο Μεσσήνιος βασιλιάς ανέλαβε την εξουσία σε μία πολύ δύσκολη περίοδο και αναδείχθηκε ηγετική μορφή της αντίστασης στην σπαρτιατική εισβολή. Τα χρόνια βασιλείας του ήταν όλα χρόνια πολέμου με τους Σπαρτιάτες και ο θάνατός του θα αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα στην ψυχολογία των Μεσσήνιων.
Επικράτησε διαμάχη για τη διαδοχή καθώς ο Ευφαής ήταν άτεκνος και ο μεσσηνιακός δήμος εξέλεξε βασιλιά έναν από τους πρωταγωνιστές του πολέμου, τον Αιπυτίδη Αριστόδημο. Ο Αριστόδημος επιχείρησε να ανυψώσει το ηθικό του λαού του εφαρμόζοντας επιθετική τακτική. Μικρές ομάδες από Μεσσήνιους εκτελούσαν επιδρομές στην σπαρτιατική επικράτεια πλήττοντας τα χωριά και την παραγωγή των Λακεδαιμονίων. Παράλληλα, αναφέρεται ότι η ηγεσία της Ιθώμης ήλθε σε επαφή με τις αρκαδικές πόλεις και το Άργος με σκοπό να στηρίξουν τον αγώνα ενάντια στη Σπάρτη. Οι Αρκάδες μάλιστα ακολούθησαν το παράδειγμα των επιδρομών στη Λακωνική, προφανώς κατόπιν της συμμαχίας τους με τον Αριστόδημο. Με τον καιρό η φλόγα του πολέμου αναζωπυρώθηκε και οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για την αποφασιστική σύγκρουση περί το -726. Οι Σπαρτιάτες επιστράτευσαν είλωτες και περίοικους, ενισχύοντας τον στρατό τους και με Κορίνθιους συμμάχους. Στο πλευρό των Μεσσήνιων τάχθηκε μεγάλη αρκαδική δύναμη όπως και επίλεκτοι από το Άργος και τη Σικυώνα, εχθροί της Σπάρτης και της Κορίνθου αντίστοιχα. Αξίζει να αναφερθεί η τακτική που παραδίδεται ότι ακολούθησαν οι Μεσσήνιοι, παρά την ενδεχομένως περιορισμένη αξιοπιστία της, λόγω της έλλειψης πρωτογενών πηγών.
Για να αποφύγει την περικύκλωση από τα σπαρτιατικά άκρα που ηγούντο οι Πολύδωρος και Θεόπομπος, ο Αριστόδημος επέκτεινε το μήκος της μεσσηνιακής παράταξης έχοντας στα νώτα του το βουνό της Ιθώμης. Αρχηγό της δύναμης που θα αντιμετώπιζε τους Λακεδαιμόνιους όρισε τον Κλέοννη, καθώς ο ίδιος με μία μεικτή ομάδα ελαφρά οπλισμένων Μεσσήνιων και Αρκάδων σαν κι αυτές που διεξήγαγαν τις επιδρομές, έμεινε πίσω στο βουνό. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, που ήταν αμφίρροπη όπως οι προηγούμενες, ο Αριστόδημος ενεργοποίησε την παγίδα του ρίχνοντας στον μύλο της μάχης την ομάδα των «ψιλών» οι οποίοι κατευθύνθηκαν στα πλάγια και το πίσω μέρος των Λακεδαιμονίων. Το βαρύ πεζικό των Σπαρτιατών δυσφορούσε από την επίθεση τους διότι ήταν ιδανικοί στο να προκαλούν φθορά και να υποχωρούν γρήγορα. Μεσσήνιοι τοξότες, σφεδονήτες, και ακοντιστές όπως και ορεσίβιοι Αρκάδες πολεμιστές ντυμένοι με δέρματα ζώων εκνεύρισαν με τη δράση τους τη σπαρτιατική παράταξη. Καθηλωμένοι ανάμεσα στην κύρια δύναμη του μεσσηνιακού στρατού και το ευκίνητο ελαφρύ πεζικό του Αριστόδημου, οι βαριά οπλισμένοι Λακεδαιμόνιοι επέλεξαν να καταδιώξουν τους ψιλούς διαπράττοντας ένα καίριο τακτικό σφάλμα. Έτσι αποτέλεσαν εύκολο στόχο για τους Μεσσήνιους που ανάγκασαν τις σπαρτιατικές δυνάμεις να υποχωρήσουν με σημαντικές απώλειες στη Λακωνία.
Η νίκη των Μεσσήνιων κάθε άλλο παρά σηματοδοτούσε την αποδέσμευση από την απειλή της Σπάρτης. Η απόφαση του Ευφαή να μεταφέρει τον λαό και μαζί τον πόλεμο στην Ιθώμη ίσως επιβλήθηκε από τις συνθήκες, ωστόσο η πάλη των υπερασπιστών έμοιαζε πλέον να διεξάγεται πρωτίστως με τον χρόνο και όχι στο πεδίο της μάχης με τους Σπαρτιάτες. Οι τελευταίοι έπραξαν το αυτονόητο και έσφιξαν τον κλοιό της πολιορκίας γύρω από το ορεινό φρούριο με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν δύσκολα χρόνια που έφεραν τους υπερασπιστές στα όρια της αντοχής τους.
Την απόγνωση που επικρατούσε στις τάξεις των συνωστισμένων Μεσσήνιων ενίσχυσε ο θάνατος του Αριστόδημου, με την παράδοση να αναφέρει ότι αυτοκτόνησε λόγω των τύψεων που ένιωθε εξαιτίας του χαμού της κόρης του μετά από έναν δελφικό χρησμό. Ακολούθως, η μεσσηνιακή ηγεσία έμεινε ακέφαλη και ο δήμος υποτίθεται ότι έχρισε στρατηγό κάποιον Δάμη, παρέχοντάς του απόλυτη εξουσία ώστε να επιχειρήσει την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για σωτηρία. Όμως αυτή η κίνηση αποδείχθηκε μάταιη καθώς λίγους μήνες μετά η απελπισία και η εξάντληση των Μεσσήνιων οδήγησαν στην απόφαση να συνθηκολογήσουν με τους Σπαρτιάτες εγκαταλείποντας την Ιθώμη.
Συνέπειες και σημασία του Α Μεσσηνιακού Πολέμου
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη σπαρτιατική εισβολή στην Άμφεια, ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Παρά την αναφερόμενη πεισματώδη αντίσταση των ανθρώπων της Μεσσηνίας, η έκβαση της σύγκρουσης με τους Σπαρτιάτες συγκέντρωνε εκ των προτέρων περισσότερες πιθανότητες να έχει άσχημη κατάληξη. Δυτικά του Ταϋγέτου δεν υφίστατο μία συγκροτημένη κρατική οντότητα αλλά μικρές ηγεμονίες που λειτουργούσαν αυτόνομα, γεγονός που στοίχισε στον αγώνα της Στενυκλάρου με την συμπαγή πολιτικά Σπάρτη. Οι ανομοιογενείς πολιτικά και απομονωμένοι γεωγραφικά Αρκάδες, δεν είχαν τις δυνατότητες να απειλήσουν σοβαρά τη σπαρτιατική εξάπλωση. Ως χαρακτηριστικό δείγμα της απουσίας κοινής πολιτικής μπορεί ίσως να μεταφραστεί η καθυστέρηση να εισέλθουν στον πόλεμο στο πλευρό των Μεσσήνιων. Το Άργος αποτελούσε τη μόνη δύναμη που μπορούσε να τελματώσει τον σπαρτιατικό επεκτατισμό, ωστόσο η ηγεσία του δεν φάνηκε πρόθυμη να παραμελήσει τον ανταγωνισμό με την Κόρινθο για να εστιάσει στη Λακωνία.
Κοντολογίς η Σπάρτη αξιοποίησε τα πλεονεκτήματα που είχε δρέψει από τις μέχρι τότε κατακτήσεις και τη συγκροτημένη πολιτική της, εκμεταλλευόμενη παράλληλα τις συνθήκες που επικρατούσαν στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Το αποτέλεσμα ήταν η ενσωμάτωση των εύφορων εδαφών του απομονωμένου βασιλείου της Στενυκλάρου και η υποδούλωση του πληθυσμού του.
Αρκετοί Μεσσήνιοι άφησαν τις πατρογονικές τους εστίες καταφεύγοντας στις γειτονικές αρκαδικές πόλεις ή το Άργος και τη Σικυώνα. Ορισμένοι έφτασαν στην Κάτω Ιταλία όπου και συμμετείχαν στην ίδρυση του Ρηγίου και αργότερα του Μεταποντίου. Ωστόσο το μεγαλύτερου μέρος του πληθυσμού παρέμεινε στον τόπο του και δέχθηκε τις επαχθείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλε το σπαρτιατικό ξίφος. Ο μεταγενέστερος ποιητής Τυρταίος παρομοίασε τους Μεσσήνιους είλωτες με γαϊδούρια από τις κακουχίες και την ταπείνωση που υπέμεναν, κάτι που δεν πρέπει να απείχε πολύ από την αλήθεια. Εντούτοις οι ηττημένοι διατήρησαν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο είδος αυτονομίας, διότι η Σπάρτη επεφύλαξε ένα ειδικό καθεστώς για τους υποταγμένους γείτονες. Οι Σπαρτιάτες καρπώθηκαν ένα μεγάλο μέρος από τα εύφορα εδάφη της Στενυκλάρου, με σκοπό την αποκατάσταση των ακλήρωτων πολιτών και υποβίβασαν σε είλωτες τους κατοίκους της συγκεκριμένων περιοχών. Ακολούθως στο υπόλοιπο τμήμα επιτράπηκε να υπάρχουν κοινότητες με τα δικαιώματα των περιοίκων. Μάλιστα στους συγγενείς του Ανδροκλή που είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά τον θάνατό του, εκχωρήθηκε η περιοικίδα πόλη της Υάμειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν προσαρτήθηκαν όλα τα μεσσηνιακά εδάφη παρά όσα ήταν αναγκαία για τη Σπάρτη, αφήνοντας παράλληλα μία σχετική ανεξαρτησία σε έναν σκληροτράχηλο αντίπαλο που ίσως δεν έπρεπε να εξωθήσει στα άκρα. Η σπαρτιατική ηγεσία προέβη σε μία ακόμα στρατηγική κίνηση, αφού μετοίκησε στο νότιο μέρος της μεσσηνιακής χερσονήσου τους Ασιναίους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά την καταστροφή της πόλης τους από το Άργος.
Η μακροχρόνια σύγκρουση με τους Μεσσήνιους άφησε τα σημάδια της και στη σπαρτιατική κοινωνία. Μετά τη λήξη του πολέμου, μερίδα Λακεδαιμονίων(3) που δεν είχαν μείνει ευχαριστημένοι από την κατανομή των κλήρων, ήρθαν σε ρήξη με το σπαρτιατικό καθεστώς. Πιθανόν η ζύμη αυτής της κοινωνικής ομάδας να προήλθε κυρίως από είλωτες που είχαν πολεμήσει στον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο αλλά στερήθηκαν ισότιμης μεταχείρισης κατά την κατανομή της μεσσηνιακής γης. Οι αντιφρονούντες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Σπάρτη με αποτέλεσμα να μετοικήσουν στην Κάτω Ιταλία και να ιδρύσουν τον Τάραντα, που εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Πέραν τούτων, ο Θεόπομπος και ο Πολύδωρος περιόρισαν τις αρμοδιότητες που είχε αποκτήσει ο δήμος, ενώ ο τελευταίος δολοφονήθηκε από μέλος της αριστοκρατίας επειδή αντιστάθηκε στις προσπάθειες των ευγενών να καρπωθούν περισσότερα προνόμια κατά τη διανομή των εύφορων γαιών της Μεσσηνίας.
Συμπερασματικά, κρίνοντας σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις τις εποχής, με την κατάκτηση της Στενυκλάρου η Σπάρτη κατόρθωσε σε λιγότερο από έναν αιώνα να διευρύνει εντυπωσιακά το μάχιμο δυναμικό και τα εδάφη της, αποτελώντας ήδη από το τέλος του -8ου αιώνα ένα από τα πιο ισχυρά και εκτενή κράτη του ελληνικού χώρου. Έκτοτε η δωρική πόλη απορρόφησε τους κοινωνικούς κραδασμούς και συνέχισε με ακόμα ευνοϊκότερες προϋποθέσεις την επεκτατική της πολιτική, διερχόμενη μέσα από συμπληρωματικές αλλαγές στην πολιτειακή της συγκρότηση οι οποίες σφυρηλάτησαν τον στρατοκρατικό της χαρακτήρα και ανέδειξαν τη Σπάρτη των κλασικών χρόνων.
Όσους αγώνες διεξήγαγαν στο μέλλον οι Μεσσήνιοι με σκοπό να αποτινάξουν τον σπαρτιατικό ζυγό αυτοί ήταν αγώνες υποτελών εναντίον επικυρίαρχων και όχι ελεύθερων εναντίον κατακτητών, έως τη λυτρωτική για τους ίδιους απελευθέρωση από τον Επαμεινώνδα, το- 369.
Η επικράτηση των εισβολέων στη Λακωνική δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς συμβιβασμούς και από την πλευρά των νικητών. Μέρος της προϋπάρχουσας αχαϊκής αριστοκρατίας παρέμεινε στην κατακτημένη γη και ενσωματώθηκε στις δωρικές φυλές. Εξάλλου το μοναδικό φαινόμενο της δικέφαλης βασιλικής παράδοσης που πήγαζε από τις φατρίες των Αγιαδών και των Ευρυπωντιδών, ίσως να εξηγείται από τον συγκερασμό της εξουσίας των ντόπιων Αχαιών και των κατακτητών Δωριέων.
Από το τέλος του -9ου αιώνα ξεκίνησε η μεθοδική διεύρυνση του σπαρτιατικού κράτους. Πρώτος στόχος έγιναν τα εδάφη νότια της Αρκαδίας, όπου οι Σπαρτιάτες επανεπιβεβαίωσαν την κυριαρχία τους στις περιοχές της Σελλασίας και της Πελλάνας μετά την δωρική κάθοδο. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε και η κατάκτηση της Αιγύτιδος χώρας με πρόφαση ότι η ηγεσία της συμμαχούσε με τους Αρκάδες, και ίσως της Σκιρίτιδος, οι κάτοικοι των οποίων μετατράπηκαν σε περιοίκους. Οι Σκιρίτες μάλιστα αποτέλεσαν σταδιακά επίλεκτο τμήμα του σπαρτιατικού στρατού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Σπάρτη αύξησε την επιρροή της και διασφάλισε τα εδάφη της από τυχόν επίθεση με προέλευση το βορρά.
Η άνοδος στο θρόνο του Αγιάδη βασιλιά Τήλεκλου, προς το μέσα του -8ου αιώνα, σήμανε τη μεταφορά της σπαρτιατικής επιθετικότητας από τα βόρεια, στα νοτιοανατολικά και στα κυριότερα αχαϊκά κέντρα της Λακωνικής που δεν είχαν καμφθεί από τη δωρική εισβολή. Οι Αμύκλες, περίπου πέντε χιλιόμετρα μακριά από τις σπαρτιατικές κώμες, ήταν η σημαντικότερη πόλη των εναπομεινάντων Αχαιών. Αν και η ηγεσία της πιθανότατα δεν προέβαλλε σοβαρή αντίσταση στην εγκατάσταση των Δωριέων, φαίνεται ότι ανάμεσα σε αυτήν και τη Σπάρτη αναπτύχθηκε αργότερα αντιπαλότητα που έφτασε ίσως κατά καιρούς σε ένοπλη αντιπαράθεση καθώς οι Αμυκλαίοι ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος. Εξού και η τελική απορρόφηση μάλλον, παρά κατάκτηση της περιοχής. Επί Τήλεκλου η πόλη εντάχθηκε ολοκληρωτικά στον συνασπισμό των τεσσάρων σπαρτιατικών οικισμών αποτελώντας την πέμπτη κώμη, με τον αχαϊκό πληθυσμό της να ενσωματώνεται στην πολιτεία της Σπάρτης αποκτώντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η εγκόλπωση των Αμυκλών στη σπαρτιατική κοινωνία διακρίνεται και από την επιβίωση αχαϊκών λατρειών με κυριότερη του Υακίνθου, που συνενώθηκε με του δωρικού Απόλλωνα.
Μετά τις Αμύκλες οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν δύο άλλα γειτονικά αχαϊκά κέντρα, την Φάριδα και τις Γερόνθρες, μετατρέποντάς τα σε περιοικίδες πόλεις και εδραιώνοντας την ισχύ τους στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Ευρώτα. Μάλιστα, υπό την ηγεσία του Ευρυπωντίδη βασιλιά Νικάνδρου ο σπαρτιατικός στρατός εισέβαλε σε περιοχές των Αργείων έχοντας σύμμαχο την πόλη της Ασίνης, γειτονικής τους Άργους.
Παράλληλα όμως με τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις, η Σπάρτη μετασχηματίστηκε κοινωνικά και πολιτικά. Το αν η διαμόρφωση του σπαρτιατικού πολιτεύματος ήταν έργο του ημι-μυθικού Λυκούργου ή αποτέλεσμα μακράς εξελικτικής διαδικασίας των αρχαιότερων δωρικών ηθών και εθίμων παραμένει ασαφές, χωρίς απαραίτητα να αποκλείεται ένας συνδυασμός των δύο υποθέσεων. Εκείνη την περίοδο πάντως η Σπάρτη απέκτησε σταθερά θεμέλια πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που τις επέτρεψαν να εμφανίσει με τον καιρό τη συμπαγή στρατιωτικής ταυτότητα. Κατορθώθηκε εξισορρόπηση των εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα στις βασιλικές φατρίες, την αριστοκρατία και τον δήμο χάρις στην κατανομή της εξουσίας σε τρία αντιπροσωπευτικά όργανα εξουσίας (βασιλείς, γερουσία και Απέλλα). Επιπλέον, καταπαύθηκαν προσωρινά οι αναταραχές που δημιουργήθηκαν από την ανισοκατανομή των εδαφών, με αναδασμό της γης (1), και διαιρέθηκαν οι τρεις δωρικές φυλές Υλλείς, Δυμάνες, Πάμφυλοι σε 27 φατρίες (ωβές), ίσως με σκοπό την ευκολότερη ενσωμάτωση των προδωρικών στοιχείων. Ταυτόχρονα άρχισε να αποκτά συγκροτημένη μορφή η περίφημη «αγωγή» των νέων, που θα προσέφερε τους αδάμαστους οπλίτες των κατοπινών αιώνων.
Η Μεσσηνία και οι αιτίες της αντιπαράθεσης
Ως τα μέσα του -8ου αιώνα οι Σπαρτιάτες προσαρτούσαν εδάφη και πληθυσμούς με τις διαδοχικές κατακτήσεις, αυξάνοντας τα όρια κυριαρχία τους και το έμψυχο δυναμικό του στρατού. Αντιθέτως οι άμεσοι ανταγωνιστές παρουσίαζαν στασιμότητα. Βόρεια του σπαρτιατικού κράτους, οι Αρκάδες ήταν σκληροτράχηλος αντίπαλος που το ορεινό έδαφος και οι δύσβατες απομακρυσμένες περιοχές τους αποτελούσαν ανέκαθεν αποθαρρυντικό σημείο για οποιονδήποτε εισβολέα. Ωστόσο το πλεονέκτημα αυτό των Αρκάδων συνιστούσε ταυτόχρονα και μειονέκτημα, διότι δεν ευνοούσε το συνασπισμό των αρκαδικών πόλεων και τη συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους. Συνεπώς δεν ήταν σε θέση να αναπτύξουν επεκτατική δραστηριότητα με αξιώσεις. Στα βορειοανατολικά, η ηγεσία της πιο ισχυρής δύναμης της Πελοποννήσου την εποχή εκείνη, του επίσης δωρικού Άργους, παρόλο που είχε αφουγκραστεί τη λακεδαιμονική επέκταση δεν φαινόταν πρόθυμη να απειλήσει ουσιαστικά τη σπαρτιατική κυριαρχία στη Λακωνική έως τότε. Το βάρος της προσοχής έπεφτε εντός της Αργολίδας (αντιπαράθεση με Ασίνη) και στον ανταγωνισμό με την ακμάζουσα Κόρινθο.
Οι Σπαρτιάτες ίσως δεν ένιωθαν να απειλούντο σοβαρά από Αρκάδες και Αργείους, όμως η απόπειρα κατάκτησης της κακοτράχαλης Αρκαδίας ήταν εντελώς ασύμφορη και η εμπλοκή σε πόλεμο με το ισχυρό Άργος δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα είχε νικηφόρα κατάληξη. Στα δυτικά του Ταϋγέτου και την εύφορη Μεσσηνία, η σπαρτιατική ηγεσία βρήκε τον αδύναμο κρίκο στη γεωπολιτική σκακιέρα της Πελοποννήσου. Οι Μεσσήνιοι ήταν κι αυτοί κράμα Δωριέων και Αχαιών που είχε δημιουργηθεί με την κάθοδο στην Πελοπόννησο των πρώτων, ωστόσο έλειπε η πολιτική συνοχή που είχε εδραιώσει η Σπάρτη στη Λακωνική. Η πλειοψηφία του δωρικού πληθυσμού της Μεσσηνίας είχε συγκεντρωθεί στην εύφορη κοιλάδα της Στενυκλάρου όπου δέσποζε η ομώνυμη πόλη και το βασίλειο των Αιπυτιδών, ενώ στην υπόλοιπη περιοχή υπήρχαν διάφορες ανεξάρτητες μικρές ηγεμονίες με το αχαϊκό στοιχείο να υπερέχει. Η αδυναμία συγκρότησης ενιαίας και συμπαγούς πολιτικής οντότητας ανάμεσα στους Μεσσήνιους, αντίστοιχη εκείνης που είχε διαμορφωθεί στην κοιλάδα του Ευρώτα, φυσικά δεν είχε περάσει απαρατήρητη από την ηγεσία της Σπάρτης. Συν τοις άλλοις, ένας λόγος που προέτασσε την επέκταση της σπαρτιατικής επικράτειας ήταν η έλλειψη χώρου και καλλιεργήσιμων εδαφών προς διάθεση του αυξανόμενου πληθυσμού μετά τις ενσωματώσεις των προδωρικών πληθυσμών. Η Σπάρτη δεν ακολούθησε την τακτική των υπερπόντιων αποικιών για την εκτόνωση του δημογραφικού προβλήματος, αλλά εκείνη της κατάκτησης νέων εδαφών όντας ένα κράτος της ενδοχώρας που ήθελε να διευρύνει την ισχύ του. Τα γόνιμα εδάφη που διαπερνούσε ο ποταμός Πάμισος αποτελούσαν στα μάτια των Λακεδαιμονίων μία εξαιρετικά θελκτική λεία.
Εξάλλου οι Σπαρτιάτες είχαν επιδείξει αξιοσημείωτη ικανότητα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις έως τότε, όπως και στη διαχείριση των κατακτημένων πληθυσμών προς όφελός τους.
Ο Τήλεκλος φρόντισε να κάνει εμφανείς τις προθέσεις της σπαρτιατικής πολιτικής με την κατάληψη της Δενθελιάτιδος, περιοχής που βρισκόταν στη μεσσηνιακή πλευρά του Ταϋγέτου αλλά μάλλον αποτελούσε κάτι σαν ουδέτερη ζώνη. Πλησίον του ποταμού Νέδωνα εγκατέστησε Λάκωνες αποίκους, ελέγχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πέρασμα για τη Μεσσηνία. Ωστόσο η μοίρα του Τήλεκλου δεν του επέτρεψε να δώσει συνέχεια στο επεκτατικό πρόγραμμα της Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια της κοινής γιορτής Μεσσήνιων και Σπαρτιατών στο ναό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος που βρισκόταν κοντά στην περιοχή της Δενθελιάτιδος, μία ομάδα Μεσσήνιων σκότωσαν τον Αγιάδη βασιλιά και τη συνοδεία του.
Στη σκιά του ξεσπάσματος
Εχοντας προφανώς αντιληφθεί τα σχέδια της σπαρτιατικής ηγεσίας, οι Μεσσήνιοι έδωσαν μία ηχηρή απάντηση στους γείτονές τους. Από την άλλη μεριά η δολοφονία Σπαρτιάτη βασιλιά δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη, πόσο μάλλον όταν έδινε ένα εξαιρετικό πάτημα στους Λακεδαιμόνιους για να αυξήσουν την επιθετικότητά τους. Ωστόσο, δεν κινήθηκαν αμέσως δυτικά, ενδεχομένως επειδή ο χαμός του βασιλιά τους από μεσσηνιακά χέρια επεσήμανε ότι είχαν να αντιμετωπίσουν έναν αποφασισμένο αντίπαλο. Πέραν τούτου γνώριζαν καλά την αιτία που οι σχέσεις των δύο πλευρών οδηγούντο βαθμιαία στα άκρα.
Ο γιος και διάδοχος του Τήλεκλου στον θρόνο των Αγιαδών, Αλκαμένης, κινήθηκε αρχικά προς τον νότο όπου και υπέταξε το Έλος, πόλη στα νοτιοανατολικά της Σπάρτης μετά από σθεναρή αντίσταση. Πιθανόν οι Αργείοι να έστειλαν στρατιωτική βοήθεια στην αχαϊκή πόλη, όπως είχαν πράξει κι οι Σπαρτιάτες στην Αργολίδα με την Ασίνη. Υπό τον Αλκαμένη λογικά, ενσωματώθηκαν επίσης τα εδάφη του δυτικού άκρου της Λακωνικής. Αποκτώντας σιγουριά στα νώτα τους και σημαντικά διευρυμένη βάση ισχύος, οι Σπαρτιάτες ήταν έτοιμοι να ασχοληθούν με τους υποψιασμένους πλέον, γείτονες στα δυτικά.
Είναι πολύ πιθανό ότι στη Στενύκλαρο, οι Μεσσήνιοι ζούσαν με τον κίνδυνο της επίθεσης. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο βασιλιάς Φίντας έστειλε μεσσηνιακή χορωδία σε εορταστικές εκδηλώσεις της Δήλου όπου θα παρευρίσκονταν Έλληνες από πολλές πόλεις, ώστε να γνωστοποιηθεί ότι η ελευθερία του λαού του βρισκόταν υπό την απειλή της Σπάρτης.
Τον Φίντα διαδέχθηκαν στο θρόνο οι γιοι του Αντίοχος και Ανδροκλής. Η διπολική αυτή μεσσηνιακή βασιλεία, που υπήρξε μάλλον για μοναδική φορά, αποδείχθηκε σημείο ρήξης στο εσωτερικό των Μεσσήνιων. Από την ερμηνεία των λεγομένων του Παυσανία και των πηγών του, ο Ανδροκλής πρέπει να εξέφραζε τη συντηρητική παράταξη που επεδίωκε εξομάλυνση της τεταμένης ατμόσφαιρας, σε αντίθεση με τον Αντίοχο που υποστήριζε μία πιο στιβαρή αντιμετώπιση της σπαρτιατικής πολιτικής. Κατά τον Παυσανία μάλιστα, αφορμή της εσωτερικής αντιπαράθεσης στάθηκε η παράδοση στη Σπάρτη ή μη, του Μεσσήνιου Ολυμπιονίκη Πολυχάρη, ο οποίος λόγω του θανάτου του γιου του από Λακεδαιμόνιο, σκότωνε όποιον εύρισκε στα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας. Η αντιμαχία των δύο βασιλιάδων έληξε με τη σύγκρουση των υποστηρικτών τους και το θάνατο του μετριοπαθή Ανδροκλή.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Οι αναταραχές στη Μεσσηνία δεν τελείωσαν, παρά το τραγικό αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Αντίοχος προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από τις εσωτερικές έριδες αλλά λίγους μήνες μετά αναφέρεται ότι πέθανε. Διόλου απίθανο να εξουδετερώθηκε από τους ηττημένους υποστηρικτές του αδερφού του. Οι κλυδωνισμοί της γειτονικής εξουσίας θα σήμαναν συναγερμό στη Σπάρτη, οι διοικούντες της οποίας ίσως έκριναν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για την επίθεση. Εξάλλου είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των βασικών περασμάτων προς τη Μεσσηνία χρόνια πριν, δείγμα του ότι η επιχείρηση για την κατάκτηση των εύφορων εδαφών της Στενυκλάρου ήταν έργο μεθοδευμένο και προσεκτικά σχεδιασμένο. Πέραν τούτων, οι Σπαρτιάτες διατείνονταν ότι δεν έπρεπε να παραμείνει ατιμώρητη η δολοφονία του Τήλεκλου καθώς και η ατιμία που είχε διαπράξει ο παλαιός Δωριέας βασιλιάς Κρεσφόντης κατά τη διανομή των εδαφών(2). Η τελευταία θέση δείχνει ότι η χρήση μυθολογικών γεγονότων με σκοπό την προπαγάνδα ήταν από αρκετά παλιά μέρος της στρατηγικής πολλών ελληνικών πόλεων, όπως και της Σπάρτης.
Την ηγεσία των πολεμικών επιχειρήσεων ανέλαβε ο Αγιάδης Αλκαμένης. Ο γιος του Τήλεκλου κατηύθυνε το στρατό του δυτικά ακολουθώντας πιθανότατα το πέρασμα από τον Ταΰγετο που οδηγούσε στη Δενθελιάτιδα. Η επιλογή του Αλκαμένη δεν στερείτο στρατηγικής. Στόχος ήταν η Άμφεια, μια ορεινή πόλη στα σύνορα Λακωνίας και Μεσσηνίας με άφθονες πηγές νερού. Η κατάληψη της Άμφειας συνιστούσε καίριο σημείο στην εξέλιξη του πολέμου, καθώς αναφέρεται ότι αποτελούσε ένα ισχυρό οχυρό σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση για ορμητήριο. Κατά το δεύτερο έτος της ένατης Ολυμπιάδας (-743), οι Λακεδαιμόνιοι αιφνιδίασαν τους κατοίκους της μεσσηνιακής πόλης καθώς η Σπάρτη δεν είχε κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. Ο στρατός του Αλκαμένη εισέβαλλε νύκτα σφαγιάζοντας τη φρουρά και το ανυποψίαστο σύνολο του πληθυσμού που δεν πρόλαβε καν να πάρει τα όπλα. Στους Μεσσήνιους τα νέα έφεραν πανικό, γεγονός που μαρτυρείται από την αδυναμία αντίστασης στα πέριξ και την εσπευσμένη συγκέντρωση του πληθυσμού στη Στενύκλαρο. Οι Σπαρτιάτες, έχοντας και την κάλυψη του οχυρού της Άμφειας, διεξήγαγαν αλλεπάλληλες επιδρομές στα μεσσηνιακά εδάφη στοχεύοντας κυρίως τις σοδειές των σιτηρών ώστε να πλήξουν τα αποθέματα των αμυνόμενων. Πέραν όμως του ορεινού άντρου οι προσπάθειες για την κατάκτηση άλλων πόλεων έπεφτε στο κενό αφού οι Μεσσήνιοι θα είχαν κλειστεί στα τείχη όντας πλέον προετοιμασμένοι ενώ οι πολιορκητικές τακτικές στον ελλαδικό χώρο ήταν ακόμα σε νηπιακό στάδιο. Ο βασιλιάς Ευφαής, που παραδίδεται ότι είχε διαδεχθεί στο θρόνο της Στενυκλάρου τον Αντίοχο, βλέποντας τον πόλεμο να παίρνει άσχημη τροπή, ενίσχυσε τις φρουρές σε διάφορες πόλεις, πιθανόν ρίχνοντας βάρος σε αυτές που ήταν κοντά στα σύνορα με τη Λακωνία. Παράλληλα αναφέρεται ότι οι Μεσσήνιοι ανταπάντησαν στις επιθέσεις των Σπαρτιατών κτυπώντας τις αγροτικές περιοχές πλησίον του Ταϋγέτου και δια θαλάσσης τις παράκτιες πόλεις της Λακωνίας, ενέργειες που είναι πολύ πιθανό να αντανακλούν τις προσπάθειες των Μεσσήνιων να ενεργοποιήσουν μηχανισμούς αντίστασης
Η τακτική των αμφίδρομων επιδρομών και η ανάλωση των δύο πλευρών σε αψιμαχίες αναμφίβολα δεν θα είχε καθοριστικά αποτελέσματα. Στη Μεσσηνία ο Ευφαής προετοίμαζε τον στρατό του για τη στιγμή που θα μετρούσε της δυνάμεις του με τους Αλκαμένη και Θεόπομπο. Οι Σπαρτιάτες ήταν σαφώς πιο ετοιμοπόλεμοι λόγω των χρόνιων προηγηθέντων επιχειρήσεων που είχαν διευρύνει τη βάση ισχύος τους και αυξήσει το έμψυχο δυναμικό τους. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα της Άμφειας, ο Ευφαής συγκέντρωσε τις δυνάμεις του με σκοπό να συναντήσει τους Σπαρτιάτες στο πεδίο της μάχης. Οι φρουρές των Λακεδαιμονίων θα ειδοποίησαν για τα εχθρικά σχέδια, με αποτέλεσμα οι δύο αντίπαλοι να συναντηθούν στην περιοχή που είχε στρατοπεδεύσει ο Ευφαής. Η τοποθεσία εξυπηρετούσε το αμυντικό σχέδιο που είχε στήσει ο Μεσσήνιος βασιλιάς καθώς μία χαράδρα εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να επιτεθούν κατά μέτωπο. Μετά από κάποιες αψιμαχίες μεταξύ του ολιγάριθμου ιππικού και των ελαφρά οπλισμένων των δύο πλευρών που δεν είχαν κάποια ουσιαστική κατάληξη, οι Μεσσήνιοι οχύρωσαν τα νώτα και τις πλευρές του στρατοπέδου με σταυρωτούς πασσάλους φέρνοντας σε αδιέξοδο την πορεία της σύγκρουσης.
Το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησης των δύο στρατών στο πεδίο της μάχης ήταν εντελώς ρευστό. Οι Σπαρτιάτες όντας οι επιτιθέμενοι ανέλαβαν ξανά την πρωτοβουλία. Τη θέση του Αλκαμένη πήρε ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο Πολύδωρος, ο οποίος μαζί με τον Θεόπομπο ηγήθηκαν της εκστρατείας. Οι Σπαρτιάτες είχαν επιστρατεύσει περίοικους καθώς και Κρήτες τοξότες για να εξουδετερώσουν το ευέλικτο ελαφρύ πεζικό του Ευφαή. Στο πλευρό τους είχαν τους Δρύοπες από την Ασίνη, την πόλη στην Αργολίδα που αποτελούσε σύμμαχο της Σπάρτης κατά του Άργους και οι κάτοικοι της οποίας είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά την καταστροφή της πατρίδας τους από τους Αργείους. Ο Ευφαής παρέταξε τον στρατό του στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη αναμέτρηση, μόνο που εκείνη την φορά η διστακτικότητα δεν εμφανίστηκε στο μεσσσηνιακό στρατόπεδο. Η παράταξη των δύο στρατών χωριζόταν σε τρία μέρη που βασίζονταν κατά το μάλλον στις ισάριθμες δωρικές φυλές. Στους Σπαρτιάτες οι δύο βασιλείς τάχθηκαν επικεφαλείς των άκρων με τον Ευρυκλέοντα από το γένος των Αιγειδών να κατέχει την ηγεσία του κέντρου.
Η σύγκρουση του βαρέως πεζικού των δύο πλευρών παραδίδεται ότι ήταν άγρια, με Λακεδαιμόνιους και Μεσσήνιους να έρχονται πρώτη φορά σε μάχη σώμα με σώμα μετά τα γεγονότα που είχαν κορυφώσει την μεταξύ τους αντιπαλότητα. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο Θεόπομπος όρμησε να σκοτώσει ο ίδιος τον Ευφαή. Αν και ο σπαρτιατικός στρατός υπερτερούσε σε αριθμό και πείρα η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη, με βαριές απώλειες εκατέρωθεν καθώς οι Μεσσήνιοι θα υπερέβαλλαν εαυτόν για να αποφύγουν τα γεγονότα της Άμφειας και την έως τότε μοίρα των νικημένων εχθρών της Σπάρτης. Οι δύο στρατοί αποχώρησαν την επόμενη μέρα δίχως καμία από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να κερδίσει τον τίτλο του νικητή. Στην ουσία όμως οι ισχυρότεροι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους είχαν αποτύχει.
Η πρώιμη οργάνωση του Σπαρτιατικού στρατού και η εμφάνιση της φάλαγγας
Η σταδιακή συγκρότηση του θεσμού της πόλης-κράτους στον ελληνικό χώρο, κυρίως στα κράτη της Στερεάς και της Πελοποννήσου, συνοδεύτηκε με μεταβολές και στη στρατιωτική οργάνωση των ελληνικών πόλεων. Ο ασύντακτος, ηρωικός τρόπος του μάχεσθαι εξελίχθηκε στον οπλιτικό πόλεμο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, με την οπλιτική φάλαγγα να αποτελεί τον βασικό τρόπο οργάνωσης του στρατού μίας ελληνικής πόλης. Ο τόπος που γεννήθηκε το νέο σύστημα μάχης παραμένει αβέβαιο, με το Άργος και τη Σπάρτη να θεωρούντο οι πιο πιθανοί πρωτογενείς φορείς.
Ήδη από τον -8ο αιώνα, οι Σπαρτιάτες είχαν κατορθώσει να συγκροτήσουν έναν αρκετά ισχυρό στρατό, πρόδρομο της γρανιτένιας δύναμης των κατοπινών αιώνων. Αυτό αποδεικνύει η εξαιρετική αποτελεσματικότητά του έως και τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Αρχικά η στρατιωτική οργάνωση της Σπάρτης βασιζόταν στις τρεις φυλές που διαιρείτο κάθε δωρική κοινωνία: τους Δυμάνες, τους Παμφύλους και τους Υλλείς. Στη συνέχεια καθιερώθηκε η οργάνωση με γνώμονα τις πέντε κώμες, όπως μαρτυρούν και οι ισάριθμοι σπαρτιατικοί λόχοι: Αρίμας ή Σαρίνας, Σίνης, Πλόας, Μεσσοάτης, Εδωλός ή Αιδωλός.
Ο οπλιτικός τρόπος μάχης θεωρείται ότι μεταφυτεύτηκε στη Σπάρτη μετά τις συγκρούσεις με το Άργος και ειδικότερα τη μάχη των Υσιών (-669), όπου οι παραταγμένοι σε φάλαγγα Αργείοι νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους. Βασιλιάς του Άργους την περίοδο έξαρσης της αντιπαλότητας με τη Σπάρτη ήταν ο Φείδων, ένας φιλόδοξος μονάρχης που οδήγησε τη δωρική πόλη στο ζενίθ της στρατιωτικής της ισχύος. Οι αρχαίοι συγγραφείς επεφύλασσαν αρκετές μνείες για το ρόλο του Άργους στον καινούργιο τρόπο μάχης ενώ και η ασπίδα «όπλον» διαδόθηκε από την Αργολίδα. Τα έως τώρα αρχαιολογικά ευρήματα επίσης συνηγορούν στην εμφάνιση της φάλαγγας τον -7ο αιώνα.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την εμφάνιση της φάλαγγας κατά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η παράταξη Σπαρτιατών και Μεσσήνιων χωριζόταν σε τρία μέρη, κάτι που υπενθυμίζει τη δωρική διαίρεση των τριών φυλών. Ωστόσο ο περιηγητής αναφέρει ως αιτία υπεροχής των Σπαρτιατών τον αριθμό και την οργάνωση του στρατού τους. Αν αληθεύουν κάποιες λεπτομέρειες της μάχης, χαρακτηριστικά στοιχεία της νοοτροπίας που διέκριναν την σπαρτιατική φάλαγγα της κλασικής περιόδου ενυπήρχαν στον στρατό της Σπάρτης από τον -8ο αιώνα. Είναι τολμηρό να θεωρηθεί ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υιοθετήσει (ή εισάγει) τη φάλαγγα στα χρόνια του Α Μεσσηνιακού Πολέμου. Εξάλλου οι περισσότερες πηγές του Παυσανία απείχαν μερικούς αιώνες από τα γεγονότα. Την εποχή εκείνη οι προσωπικές μονομαχίες και ο «ηρωικός» τρόπος μάχης χαρακτήριζαν ακόμα την εξέλιξη μίας σύρραξης. Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτή τη θεωρία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Αμυκλαίους (πρώτο μισό του -8ου αιώνα), οι Σπαρτιάτες ακολουθώντας υποτίθεται χρησμό των Δελφών ζήτησαν τη βοήθεια των Αιγειδών, αριστοκρατικής οικογένειας της Θήβας. Η βοιωτική πόλη θεωρείται μία από τις υποψήφιες περιοχές γέννησης της οπλιτικής φάλαγγας. Η παράδοση αναφέρει ότι οι Αιγείδες πράγματι κατήλθαν στη Λακωνία με αρχηγό τον Τιμόμαχο και συνέβαλαν στην επικράτηση της Σπάρτης. Η φατρία των Αιγειδών μάλιστα φαίνεται να ήταν ισότιμη με τις κυρίαρχες βασιλικές φατρίες της Σπάρτης, τους Αγιάδες και τους Ευρυπωντίδες, όπως υποδεικνύει και η ηγετική παρουσία του Αιγείδη Ευρυκλέοντα στον σπαρτιατικό στρατό κατά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο.
Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι η εμφάνιση της οπλιτικής φάλαγγας ήταν αποτέλεσμα οργανικής εξέλιξης των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που γνώρισαν τα ελληνικά κράτη από τον -8ο αιώνα και όχι κατόρθωμα κάποιας μεμονωμένης πόλης, αν και οι Αργείοι του Φείδωνα ενδεχομένως να αξιοποίησαν πρώτοι τις δυνατότητές της. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση που θέλει τους Σπαρτιάτες να είχαν εφαρμόσει έναν πρώιμο τύπο φάλαγγας στον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Βέβαια αυτή δεν είχε την –σχεδόν- ανίκητη μορφή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σπαρτιάτη οπλίτη-πολίτη των επόμενων αιώνων. Οι αποδιδόμενες στον Λυκούργο μεταρρυθμίσεις του -8ου αιώνα χρειάζονταν χρόνια για να αποκρυσταλλωθούν και ενίοτε να εμπλουτιστούν, από τους ιθύνοντες της σπαρτιατικής πολιτείας.
Η αντίσταση της Ιθώμης
Ο πόλεμος παρέμενε άκριτος, καθώς οι πρώτες απόπειρες των Λακεδαιμονίων να υποτάξουν τη Στενύκλαρο ύστερα από την αιφνίδια άλωση της Άμφειας δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον στο πεδίο της μάχης. Ούτε όμως και οι Μεσσήνιοι κατόρθωσαν να εξαλείψουν τον σπαρτιατικό κίνδυνο. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι οι δύο πλευρές μοιράζονταν μεγάλες δυσκολίες και σημαντικές απώλειες δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς με την ίδια ευκολία, ειδικότερα αν ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος. Η Σπάρτη είχε στιβαρή διοίκηση και εμπειροπόλεμο στρατό που μπορούσε να ανασύρει δυνάμεις από τις ήδη κατακτημένες περιοχές ή τους συμμάχους. Στη Στενύκλαρο η περίοδος μετά την αιματηρή μάχη στο φαράγγι επεφύλασσε δυσάρεστες εξελίξεις. Οι οικονομικοί πόροι εξαντλούντο λόγω των πολλών φρουρών στις πόλεις και ίσως την πρόσληψη μισθοφόρων. Ανάμεσα στις μεσσηνιακές κοινότητες εμφανίστηκε μεταδοτική ασθένεια και ομάδες δουλοπάροικων που αφουγκράζονταν τις αντιξοότητες του πολέμου αυτομολούσαν προς τη Σπάρτη. Η κατάσταση χειροτέρευε αφού οι μεσσηνιακοί οικισμοί στα πεδινά παρέμεναν εκτεθειμένοι στις επιδρομές των Λακεδαιμονίων. Τότε αναφέρεται ότι ο Ευφαής αποφάσισε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του καταφεύγοντας στο οχυρό που βρισκόταν στο όρος Ιθώμη, στρατηγικό σημείο το οποίο ήλεγχε τα εδάφη της Στενυκλάρου στον βορρά, και την πεδιάδα της Μακαρίας στον νότο. Το οχυρό της Ιθώμης ήταν ένα καλά προστατευμένο ανισόπεδο φρούριο σε δύσβατη τοποθεσία του ομώνυμου βουνού, που συνιστούσε ισχυρό καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές. Οι Μεσσήνιοι προχώρησαν σε μία σειρά εργασιών ώστε να επεκτείνουν τον πρωταρχικό περίβολο ενισχύοντας παράλληλα την οχύρωση. Η μεταβατική αυτή περίοδος αποτέλεσε ευκαιρία για ανασύνταξη. Οι Σπαρτιάτες δίσταζαν να επιτεθούν στο άντρο της Ιθώμης όμως ο κίνδυνος να ενισχυθούν οι αντίπαλοί τους από τους Αρκάδες ή ακόμα χειρότερα τους Αργείους, έδωσε τέλος στην αναβλητικότητα κατά το -730. Η σύγκρουση ήταν για άλλη μία φορά σκληρή και δίχως η πλάστιγγα να γέρνει προς κάποια από τις δύο πλευρές, όμως οι υπερασπιστές υπέστησαν μία μεγάλη απώλεια. Αυτή ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Ευφαή. Ο Μεσσήνιος βασιλιάς ανέλαβε την εξουσία σε μία πολύ δύσκολη περίοδο και αναδείχθηκε ηγετική μορφή της αντίστασης στην σπαρτιατική εισβολή. Τα χρόνια βασιλείας του ήταν όλα χρόνια πολέμου με τους Σπαρτιάτες και ο θάνατός του θα αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα στην ψυχολογία των Μεσσήνιων.
Επικράτησε διαμάχη για τη διαδοχή καθώς ο Ευφαής ήταν άτεκνος και ο μεσσηνιακός δήμος εξέλεξε βασιλιά έναν από τους πρωταγωνιστές του πολέμου, τον Αιπυτίδη Αριστόδημο. Ο Αριστόδημος επιχείρησε να ανυψώσει το ηθικό του λαού του εφαρμόζοντας επιθετική τακτική. Μικρές ομάδες από Μεσσήνιους εκτελούσαν επιδρομές στην σπαρτιατική επικράτεια πλήττοντας τα χωριά και την παραγωγή των Λακεδαιμονίων. Παράλληλα, αναφέρεται ότι η ηγεσία της Ιθώμης ήλθε σε επαφή με τις αρκαδικές πόλεις και το Άργος με σκοπό να στηρίξουν τον αγώνα ενάντια στη Σπάρτη. Οι Αρκάδες μάλιστα ακολούθησαν το παράδειγμα των επιδρομών στη Λακωνική, προφανώς κατόπιν της συμμαχίας τους με τον Αριστόδημο. Με τον καιρό η φλόγα του πολέμου αναζωπυρώθηκε και οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για την αποφασιστική σύγκρουση περί το -726. Οι Σπαρτιάτες επιστράτευσαν είλωτες και περίοικους, ενισχύοντας τον στρατό τους και με Κορίνθιους συμμάχους. Στο πλευρό των Μεσσήνιων τάχθηκε μεγάλη αρκαδική δύναμη όπως και επίλεκτοι από το Άργος και τη Σικυώνα, εχθροί της Σπάρτης και της Κορίνθου αντίστοιχα. Αξίζει να αναφερθεί η τακτική που παραδίδεται ότι ακολούθησαν οι Μεσσήνιοι, παρά την ενδεχομένως περιορισμένη αξιοπιστία της, λόγω της έλλειψης πρωτογενών πηγών.
Για να αποφύγει την περικύκλωση από τα σπαρτιατικά άκρα που ηγούντο οι Πολύδωρος και Θεόπομπος, ο Αριστόδημος επέκτεινε το μήκος της μεσσηνιακής παράταξης έχοντας στα νώτα του το βουνό της Ιθώμης. Αρχηγό της δύναμης που θα αντιμετώπιζε τους Λακεδαιμόνιους όρισε τον Κλέοννη, καθώς ο ίδιος με μία μεικτή ομάδα ελαφρά οπλισμένων Μεσσήνιων και Αρκάδων σαν κι αυτές που διεξήγαγαν τις επιδρομές, έμεινε πίσω στο βουνό. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, που ήταν αμφίρροπη όπως οι προηγούμενες, ο Αριστόδημος ενεργοποίησε την παγίδα του ρίχνοντας στον μύλο της μάχης την ομάδα των «ψιλών» οι οποίοι κατευθύνθηκαν στα πλάγια και το πίσω μέρος των Λακεδαιμονίων. Το βαρύ πεζικό των Σπαρτιατών δυσφορούσε από την επίθεση τους διότι ήταν ιδανικοί στο να προκαλούν φθορά και να υποχωρούν γρήγορα. Μεσσήνιοι τοξότες, σφεδονήτες, και ακοντιστές όπως και ορεσίβιοι Αρκάδες πολεμιστές ντυμένοι με δέρματα ζώων εκνεύρισαν με τη δράση τους τη σπαρτιατική παράταξη. Καθηλωμένοι ανάμεσα στην κύρια δύναμη του μεσσηνιακού στρατού και το ευκίνητο ελαφρύ πεζικό του Αριστόδημου, οι βαριά οπλισμένοι Λακεδαιμόνιοι επέλεξαν να καταδιώξουν τους ψιλούς διαπράττοντας ένα καίριο τακτικό σφάλμα. Έτσι αποτέλεσαν εύκολο στόχο για τους Μεσσήνιους που ανάγκασαν τις σπαρτιατικές δυνάμεις να υποχωρήσουν με σημαντικές απώλειες στη Λακωνία.
Η νίκη των Μεσσήνιων κάθε άλλο παρά σηματοδοτούσε την αποδέσμευση από την απειλή της Σπάρτης. Η απόφαση του Ευφαή να μεταφέρει τον λαό και μαζί τον πόλεμο στην Ιθώμη ίσως επιβλήθηκε από τις συνθήκες, ωστόσο η πάλη των υπερασπιστών έμοιαζε πλέον να διεξάγεται πρωτίστως με τον χρόνο και όχι στο πεδίο της μάχης με τους Σπαρτιάτες. Οι τελευταίοι έπραξαν το αυτονόητο και έσφιξαν τον κλοιό της πολιορκίας γύρω από το ορεινό φρούριο με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν δύσκολα χρόνια που έφεραν τους υπερασπιστές στα όρια της αντοχής τους.
Την απόγνωση που επικρατούσε στις τάξεις των συνωστισμένων Μεσσήνιων ενίσχυσε ο θάνατος του Αριστόδημου, με την παράδοση να αναφέρει ότι αυτοκτόνησε λόγω των τύψεων που ένιωθε εξαιτίας του χαμού της κόρης του μετά από έναν δελφικό χρησμό. Ακολούθως, η μεσσηνιακή ηγεσία έμεινε ακέφαλη και ο δήμος υποτίθεται ότι έχρισε στρατηγό κάποιον Δάμη, παρέχοντάς του απόλυτη εξουσία ώστε να επιχειρήσει την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για σωτηρία. Όμως αυτή η κίνηση αποδείχθηκε μάταιη καθώς λίγους μήνες μετά η απελπισία και η εξάντληση των Μεσσήνιων οδήγησαν στην απόφαση να συνθηκολογήσουν με τους Σπαρτιάτες εγκαταλείποντας την Ιθώμη.
Συνέπειες και σημασία του Α Μεσσηνιακού Πολέμου
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη σπαρτιατική εισβολή στην Άμφεια, ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Παρά την αναφερόμενη πεισματώδη αντίσταση των ανθρώπων της Μεσσηνίας, η έκβαση της σύγκρουσης με τους Σπαρτιάτες συγκέντρωνε εκ των προτέρων περισσότερες πιθανότητες να έχει άσχημη κατάληξη. Δυτικά του Ταϋγέτου δεν υφίστατο μία συγκροτημένη κρατική οντότητα αλλά μικρές ηγεμονίες που λειτουργούσαν αυτόνομα, γεγονός που στοίχισε στον αγώνα της Στενυκλάρου με την συμπαγή πολιτικά Σπάρτη. Οι ανομοιογενείς πολιτικά και απομονωμένοι γεωγραφικά Αρκάδες, δεν είχαν τις δυνατότητες να απειλήσουν σοβαρά τη σπαρτιατική εξάπλωση. Ως χαρακτηριστικό δείγμα της απουσίας κοινής πολιτικής μπορεί ίσως να μεταφραστεί η καθυστέρηση να εισέλθουν στον πόλεμο στο πλευρό των Μεσσήνιων. Το Άργος αποτελούσε τη μόνη δύναμη που μπορούσε να τελματώσει τον σπαρτιατικό επεκτατισμό, ωστόσο η ηγεσία του δεν φάνηκε πρόθυμη να παραμελήσει τον ανταγωνισμό με την Κόρινθο για να εστιάσει στη Λακωνία.
Κοντολογίς η Σπάρτη αξιοποίησε τα πλεονεκτήματα που είχε δρέψει από τις μέχρι τότε κατακτήσεις και τη συγκροτημένη πολιτική της, εκμεταλλευόμενη παράλληλα τις συνθήκες που επικρατούσαν στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Το αποτέλεσμα ήταν η ενσωμάτωση των εύφορων εδαφών του απομονωμένου βασιλείου της Στενυκλάρου και η υποδούλωση του πληθυσμού του.
Αρκετοί Μεσσήνιοι άφησαν τις πατρογονικές τους εστίες καταφεύγοντας στις γειτονικές αρκαδικές πόλεις ή το Άργος και τη Σικυώνα. Ορισμένοι έφτασαν στην Κάτω Ιταλία όπου και συμμετείχαν στην ίδρυση του Ρηγίου και αργότερα του Μεταποντίου. Ωστόσο το μεγαλύτερου μέρος του πληθυσμού παρέμεινε στον τόπο του και δέχθηκε τις επαχθείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλε το σπαρτιατικό ξίφος. Ο μεταγενέστερος ποιητής Τυρταίος παρομοίασε τους Μεσσήνιους είλωτες με γαϊδούρια από τις κακουχίες και την ταπείνωση που υπέμεναν, κάτι που δεν πρέπει να απείχε πολύ από την αλήθεια. Εντούτοις οι ηττημένοι διατήρησαν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο είδος αυτονομίας, διότι η Σπάρτη επεφύλαξε ένα ειδικό καθεστώς για τους υποταγμένους γείτονες. Οι Σπαρτιάτες καρπώθηκαν ένα μεγάλο μέρος από τα εύφορα εδάφη της Στενυκλάρου, με σκοπό την αποκατάσταση των ακλήρωτων πολιτών και υποβίβασαν σε είλωτες τους κατοίκους της συγκεκριμένων περιοχών. Ακολούθως στο υπόλοιπο τμήμα επιτράπηκε να υπάρχουν κοινότητες με τα δικαιώματα των περιοίκων. Μάλιστα στους συγγενείς του Ανδροκλή που είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά τον θάνατό του, εκχωρήθηκε η περιοικίδα πόλη της Υάμειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν προσαρτήθηκαν όλα τα μεσσηνιακά εδάφη παρά όσα ήταν αναγκαία για τη Σπάρτη, αφήνοντας παράλληλα μία σχετική ανεξαρτησία σε έναν σκληροτράχηλο αντίπαλο που ίσως δεν έπρεπε να εξωθήσει στα άκρα. Η σπαρτιατική ηγεσία προέβη σε μία ακόμα στρατηγική κίνηση, αφού μετοίκησε στο νότιο μέρος της μεσσηνιακής χερσονήσου τους Ασιναίους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Λακωνία μετά την καταστροφή της πόλης τους από το Άργος.
Η μακροχρόνια σύγκρουση με τους Μεσσήνιους άφησε τα σημάδια της και στη σπαρτιατική κοινωνία. Μετά τη λήξη του πολέμου, μερίδα Λακεδαιμονίων(3) που δεν είχαν μείνει ευχαριστημένοι από την κατανομή των κλήρων, ήρθαν σε ρήξη με το σπαρτιατικό καθεστώς. Πιθανόν η ζύμη αυτής της κοινωνικής ομάδας να προήλθε κυρίως από είλωτες που είχαν πολεμήσει στον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο αλλά στερήθηκαν ισότιμης μεταχείρισης κατά την κατανομή της μεσσηνιακής γης. Οι αντιφρονούντες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Σπάρτη με αποτέλεσμα να μετοικήσουν στην Κάτω Ιταλία και να ιδρύσουν τον Τάραντα, που εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Πέραν τούτων, ο Θεόπομπος και ο Πολύδωρος περιόρισαν τις αρμοδιότητες που είχε αποκτήσει ο δήμος, ενώ ο τελευταίος δολοφονήθηκε από μέλος της αριστοκρατίας επειδή αντιστάθηκε στις προσπάθειες των ευγενών να καρπωθούν περισσότερα προνόμια κατά τη διανομή των εύφορων γαιών της Μεσσηνίας.
Συμπερασματικά, κρίνοντας σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις τις εποχής, με την κατάκτηση της Στενυκλάρου η Σπάρτη κατόρθωσε σε λιγότερο από έναν αιώνα να διευρύνει εντυπωσιακά το μάχιμο δυναμικό και τα εδάφη της, αποτελώντας ήδη από το τέλος του -8ου αιώνα ένα από τα πιο ισχυρά και εκτενή κράτη του ελληνικού χώρου. Έκτοτε η δωρική πόλη απορρόφησε τους κοινωνικούς κραδασμούς και συνέχισε με ακόμα ευνοϊκότερες προϋποθέσεις την επεκτατική της πολιτική, διερχόμενη μέσα από συμπληρωματικές αλλαγές στην πολιτειακή της συγκρότηση οι οποίες σφυρηλάτησαν τον στρατοκρατικό της χαρακτήρα και ανέδειξαν τη Σπάρτη των κλασικών χρόνων.
Όσους αγώνες διεξήγαγαν στο μέλλον οι Μεσσήνιοι με σκοπό να αποτινάξουν τον σπαρτιατικό ζυγό αυτοί ήταν αγώνες υποτελών εναντίον επικυρίαρχων και όχι ελεύθερων εναντίον κατακτητών, έως τη λυτρωτική για τους ίδιους απελευθέρωση από τον Επαμεινώνδα, το- 369.
Ευάγγελος Σ. Καρατζής
Α Μεσσηνιακός Πόλεμος | Η θεμελίωση της σπαρτιατικής κυριαρχίας (-743/ -724)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος #207 του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία»
Σημειώσεις:
1. Ο Πλούταρχος πληροφορεί ότι ο Λυκούργος μοίρασε 9.000 κλήρους στους Σπαρτιάτες και 30.000 στους περίοικους, όμως μάλλον τους μισούς πρέπει να τους διένειμε ο Πολύδωρος μετά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Βοιωτός.
2. Η παράδοση ήθελε τον Κρεσφόντη έναν από τους τρεις Δωριείς κατακτητές της Πελοποννήσου. Κατά τη μοιρασιά των περιοχών, ο Κρεσφόντης πέτυχε να του δώσουν την εύφορη Μεσσηνία με τέχνασμα. Ακολούθως ο Τήμενος έλαβε την Αργολίδα και ο Αριστόδημος τη Λακωνία.
3. Η υπόθεση των Παρθενιών, την οποία διασώζουν με παραλλαγές αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, αποτυπώνει τις εσωτερικές συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν στην κοινωνία της Σπάρτης μετά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Υποτίθεται ότι οι Παρθενίες ήταν τέκνα Σπαρτιατών οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο και έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, με αποτέλεσμα τα παιδιά τους να οργανώσουν εξέγερση η οποία
ξεσκεπάστηκε. Κατά τον ιστορικό Θεόπομπο όμως οι Παρθενίες ήταν είλωτες που πήραν τη θέση στον σπαρτιατικό στρατό καθώς και τις γυναίκες, αποθανόντων Λακεδαιμονίων, στη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου.
Βιβλιογραφία:
1) John Nicolas Coldstream: GEOMETRIC GREECE 900-700 BC, Routledge, London, 2003
2) Συλλογικό: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971
3) Πλούταρχος: ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΛΟΙ, Κάκτος, Αθήνα, 1992
4) Nino Luraghi: THE ANCIENT MESSENIANS, Cambridge University Press, 2008
5) Paul Cartledge: SPARTA AND LAKONIA, Routledge, London, 2001
6) Κωνσταντίνος Κολιόπουλος: Η ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, Ποιότητα, Αθήνα, 2011
7) Συλλογικό: THE CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY, Cambridge University Press, 2006
8) Σαράντος Καργάκος: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗΣ, Gutenberg, Αθήνα, 2006
9) Παυσανίας: ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, Κάκτος, Αθήνα, 1992
10) Nicholas Sekunda: THE SPARTAN ARMY, Osprey Publishing, Oxford, 1998
Α Μεσσηνιακός Πόλεμος | Η θεμελίωση της σπαρτιατικής κυριαρχίας (-743/ -724)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος #207 του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία»
Σημειώσεις:
1. Ο Πλούταρχος πληροφορεί ότι ο Λυκούργος μοίρασε 9.000 κλήρους στους Σπαρτιάτες και 30.000 στους περίοικους, όμως μάλλον τους μισούς πρέπει να τους διένειμε ο Πολύδωρος μετά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Βοιωτός.
2. Η παράδοση ήθελε τον Κρεσφόντη έναν από τους τρεις Δωριείς κατακτητές της Πελοποννήσου. Κατά τη μοιρασιά των περιοχών, ο Κρεσφόντης πέτυχε να του δώσουν την εύφορη Μεσσηνία με τέχνασμα. Ακολούθως ο Τήμενος έλαβε την Αργολίδα και ο Αριστόδημος τη Λακωνία.
3. Η υπόθεση των Παρθενιών, την οποία διασώζουν με παραλλαγές αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, αποτυπώνει τις εσωτερικές συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν στην κοινωνία της Σπάρτης μετά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Υποτίθεται ότι οι Παρθενίες ήταν τέκνα Σπαρτιατών οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο και έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, με αποτέλεσμα τα παιδιά τους να οργανώσουν εξέγερση η οποία
ξεσκεπάστηκε. Κατά τον ιστορικό Θεόπομπο όμως οι Παρθενίες ήταν είλωτες που πήραν τη θέση στον σπαρτιατικό στρατό καθώς και τις γυναίκες, αποθανόντων Λακεδαιμονίων, στη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου.
Βιβλιογραφία:
1) John Nicolas Coldstream: GEOMETRIC GREECE 900-700 BC, Routledge, London, 2003
2) Συλλογικό: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971
3) Πλούταρχος: ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΛΟΙ, Κάκτος, Αθήνα, 1992
4) Nino Luraghi: THE ANCIENT MESSENIANS, Cambridge University Press, 2008
5) Paul Cartledge: SPARTA AND LAKONIA, Routledge, London, 2001
6) Κωνσταντίνος Κολιόπουλος: Η ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, Ποιότητα, Αθήνα, 2011
7) Συλλογικό: THE CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY, Cambridge University Press, 2006
8) Σαράντος Καργάκος: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗΣ, Gutenberg, Αθήνα, 2006
9) Παυσανίας: ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, Κάκτος, Αθήνα, 1992
10) Nicholas Sekunda: THE SPARTAN ARMY, Osprey Publishing, Oxford, 1998