Από ένα ταξίδι στην Μεσσηνία (1960)
Δύο κοριστάκια παίζουν κούνια κάτω από το πλατάνι ενός σταθμού. Η αυτοκινητάμαξα περιμένει τη διασταύρωση εμπρός σ' ένα από εκείνα τα μικρά πέτρινα γεφύρια, πού, στημένα πάνω από χαράδρες και ποτάμια χαρίζουν τόση γραφικότητα στο τοπίο ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και στον Μεσσηνιακό κάμπο.
Σεμνής Καρούζου
"Οἱ γλαῦκες τῆς Πύλου". Ἐλευθερἱα, 25 Ἰουνίου 1960.
Στο B.Α.Ε.272, Αρχαιολογικά Θέματα τόμος Ι, έκδ. Βασιλείου Χ. Πετράκου, σελ. 332
1. Παυσ. Μεσσηνιακὰ 4, 13. 3.
2. Ομ. γ 4871.
Δύο κοριστάκια παίζουν κούνια κάτω από το πλατάνι ενός σταθμού. Η αυτοκινητάμαξα περιμένει τη διασταύρωση εμπρός σ' ένα από εκείνα τα μικρά πέτρινα γεφύρια, πού, στημένα πάνω από χαράδρες και ποτάμια χαρίζουν τόση γραφικότητα στο τοπίο ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και στον Μεσσηνιακό κάμπο.
Το ένα κοριτσάκι κουνάει διαδοχικά το άλλο, γελαστό και χαρούμενο, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των ταξιδιωτών. Έξαφνα παρουσιάζεται ο μικρός γυιός του σταθμάρχη, ζωηρός και δραστήριος ύστερ από το μεσημεριανό ύπνο. Τραβάει ίσια κατά τον οδηγό και, στηλώνοντας τη ματιά στους τροχούς, προσπαθεί να τη λειτουργία των, τα κίνητρά των∙ μια σχεδόν ανδρική περιέργεια καθρεφτίζεται στα αστραφτερά παιδικά μάτια.
Στις δύο αυτές εικόνες είναι σαν να εκφράζωνται τα δυό αντιθετικά, μόνιμα γνωρίσματα του Μωριά: το ειδύλλιο και η σοβαρότητα, η ζεστή ομορφιά του τοπίου και η μανία για την έρευνα, η δημιουργική ενέργεια και η αναζήτηση του νέου. Ύστερα από μερικά ακόμη γεφύρια και σκοτεινές διαβάσεις μέσ’ από τα βουνά ξανοίγεται μπροστά μας ένας ολοπράσινος κάμπος, πλαισιωμένος γύρω από βουνά. Ψηλά κυπαρίσσια ορθώνουν από πέρα μακριά το υπερήφανο ανάστημά των σαν έκφραση μιάς ύπαρξης κατάμονης σιωπηλής. Σφίγγεται αμέσως η καρδιά του ανθρώπου. Κάπου εδώ ήταν η Στενύκληρος, που η καρπερή πεδιάδα της ετάραζε τα φρένα των αρχαίων Σπαρτιατών και ονειρεύονταν πάντα να την αποκτήσουν μαζί με την άλλη Μεσσηνία. Το κατόρθωσαν στο τέλος, με πόσους όμως αγώνες!
Ιστορικές μορφές τυλιγμένες με την αχλύ του μύθου ζωντανεύουν έξαφνα μπροστά μας. Ο Αριστόδημος και ο Αριστομένης, ο Κρεσφόντης και ο Αίπυτος. "Η παράδοση για τους Μεσσηνιακούς πολέμους είναι στο μεγάλο μέρος της θρύλος" (Μπένγκστον). Το αισθανόμαστε περισσότερο στο τέταρτο βιβλίο του Παυσανία, στα Μεσσηνιακά. Έχει τόσο κυριευτεί ο περιηγητής από τις θρυλικές αφηγήσεις, ώστε παραιτήθηκε από κάθε περιγραφή των μνημείων και προχώρησε προς τη δραματικήν αφήγηση των πολέμων, στην εξιστόρηση των γεγονότων, όπως σώθηκαν μέσα από τους αιώνες έως τις ημέρες του.
Αυτός που δέχεται συχνά και όχι άδικα τον ψόγο του ψυχρού κατορθώνει έξαφνα εδώ να μεταδίνει την ανατριχίλα προφητειών ή μαντικών ονείρων, σαν το ακόλουθο: Όταν ήλθε η ώρα να πέσει η Μεσσήνη, όταν πολλές νύχτες ούρλιαζαν τα σκυλιά, για να φύγουν έπειτα αθρόα προς το στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων, όταν ο Αριστόδημος είδε μπροστά στο βωμό του Ιθωμάτα Δία να πεθαίνουν «αυτόματα» τα κριάρια που θα εθυσίαζε, τότε τη νύχτα που έπεσε να αναπαυτή, ήλθε να τον ταράξει ένα όνειρο. Παρουσιάστηκε μαυροντυμένη το φάντασμα της κόρης του, αυτής που την είχε θυσιάσει για την πατρίδα. Προχώρησε μπροστά, του πήρε τα όπλα και, αντί γι' αυτά του εφόρεσε ένα χρυσό στεφάνι και ένα λευκό ιμάτιο:
"Έχοντος δε Αριστοδήμου τά τε άλλα αθύμως και τον όνειρον ηγουμένου προλέγειν οι του βίου τελευτήν, ότι οι Μεσσήνιοι τών επιφανών τας εκφοράς εποιούντο εστεφανωμένων και ιμάτια επιβεβλημένων λευκά,... ".1
Είχε έλθει να τον στολίσει η νεαρή κόρη για να είναι το ξόδι του επίσημο και αρχοντικό, όπως άρμοζε στη γενιά του.
Στις δύο αυτές εικόνες είναι σαν να εκφράζωνται τα δυό αντιθετικά, μόνιμα γνωρίσματα του Μωριά: το ειδύλλιο και η σοβαρότητα, η ζεστή ομορφιά του τοπίου και η μανία για την έρευνα, η δημιουργική ενέργεια και η αναζήτηση του νέου. Ύστερα από μερικά ακόμη γεφύρια και σκοτεινές διαβάσεις μέσ’ από τα βουνά ξανοίγεται μπροστά μας ένας ολοπράσινος κάμπος, πλαισιωμένος γύρω από βουνά. Ψηλά κυπαρίσσια ορθώνουν από πέρα μακριά το υπερήφανο ανάστημά των σαν έκφραση μιάς ύπαρξης κατάμονης σιωπηλής. Σφίγγεται αμέσως η καρδιά του ανθρώπου. Κάπου εδώ ήταν η Στενύκληρος, που η καρπερή πεδιάδα της ετάραζε τα φρένα των αρχαίων Σπαρτιατών και ονειρεύονταν πάντα να την αποκτήσουν μαζί με την άλλη Μεσσηνία. Το κατόρθωσαν στο τέλος, με πόσους όμως αγώνες!
Ιστορικές μορφές τυλιγμένες με την αχλύ του μύθου ζωντανεύουν έξαφνα μπροστά μας. Ο Αριστόδημος και ο Αριστομένης, ο Κρεσφόντης και ο Αίπυτος. "Η παράδοση για τους Μεσσηνιακούς πολέμους είναι στο μεγάλο μέρος της θρύλος" (Μπένγκστον). Το αισθανόμαστε περισσότερο στο τέταρτο βιβλίο του Παυσανία, στα Μεσσηνιακά. Έχει τόσο κυριευτεί ο περιηγητής από τις θρυλικές αφηγήσεις, ώστε παραιτήθηκε από κάθε περιγραφή των μνημείων και προχώρησε προς τη δραματικήν αφήγηση των πολέμων, στην εξιστόρηση των γεγονότων, όπως σώθηκαν μέσα από τους αιώνες έως τις ημέρες του.
Αυτός που δέχεται συχνά και όχι άδικα τον ψόγο του ψυχρού κατορθώνει έξαφνα εδώ να μεταδίνει την ανατριχίλα προφητειών ή μαντικών ονείρων, σαν το ακόλουθο: Όταν ήλθε η ώρα να πέσει η Μεσσήνη, όταν πολλές νύχτες ούρλιαζαν τα σκυλιά, για να φύγουν έπειτα αθρόα προς το στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων, όταν ο Αριστόδημος είδε μπροστά στο βωμό του Ιθωμάτα Δία να πεθαίνουν «αυτόματα» τα κριάρια που θα εθυσίαζε, τότε τη νύχτα που έπεσε να αναπαυτή, ήλθε να τον ταράξει ένα όνειρο. Παρουσιάστηκε μαυροντυμένη το φάντασμα της κόρης του, αυτής που την είχε θυσιάσει για την πατρίδα. Προχώρησε μπροστά, του πήρε τα όπλα και, αντί γι' αυτά του εφόρεσε ένα χρυσό στεφάνι και ένα λευκό ιμάτιο:
"Έχοντος δε Αριστοδήμου τά τε άλλα αθύμως και τον όνειρον ηγουμένου προλέγειν οι του βίου τελευτήν, ότι οι Μεσσήνιοι τών επιφανών τας εκφοράς εποιούντο εστεφανωμένων και ιμάτια επιβεβλημένων λευκά,... ".1
Είχε έλθει να τον στολίσει η νεαρή κόρη για να είναι το ξόδι του επίσημο και αρχοντικό, όπως άρμοζε στη γενιά του.
Βαδίζοντας πέρα από τον κόσμο του θρύλου και των ονείρων η σημερινή έρευνα σταματάει με πραγματιστική νηφαλιότητα στα αίτια των πολυχρονίων αγώνων: Από τον 8ο κιόλας αιώνα η δυνατή αύξηση του πληθυσμού της Σπάρτης ωδήγησε στη μόνιμη εκείνη ανάγκη γης, που κυριάρχησε πάνω σ' όλη τη σπαρτιατική ζωή και στη σπαρτιατική πολιτική έως τα μέσα του 6ου αιώνα. Στο πείσμα της κάθε ορθολογιστικής ερμηνείας, έχει νικήσει η φαντασία, η καρδιά μας είναι με το μέρος των υπερασπιστών της Πάτριας γης και μένουμε πάντα όλοι, όπως στα μαθητικά μας θρανία, πιστοί σύμμαχοι των Μεσσηνίων.
Διαφορετικές πρέπει να ήταν οι σχέσεις των γειτόνων στα πανάρχαια χρόνια, όταν η «κοινή» της μυκηναϊκής τέχνης είχε γίνει μια πανελλήνια έκφραση. Οι περισσότεροι από τους βασιλιάδες που ενέμονταν τα μικρά κρατίδια και κατοικούσαν στα μνημειακά ανάκτορα ήταν αναμεταξύ των φίλοι και συγγενείς. Το αισθανόμαστε όταν βρεθούμε πάνω στο ψήλωμα εκείνο της μυκηναϊκής Πύλου και, αφού η ματιά μας αγκαλιάσει το γαλάζιο μεγαλείο του ουρανού και της θάλασσας, για να σταθή έπειτα στη μητέρα γή, μελετήσουμε τα ερείπια του ανακτόρου του Νέστορος. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία. Ένα τόσο σπουδαίο αρχιτεκτονικό σύνολο από οικοδομήματα, στολισμένα με τοιχογραφίες πρώτης ποιότητας, εφοδιασμένο με πιθάρια για την αποθήκευση του λαδιού και των σιτηρών, με δωμάτιο λουτρού για την περιποίηση των ξένων και για την καθαριότητα των ενοίκων, δεν μπορεί να είναι άλλο παρά εκείνο όπου έζησε ο «γερήνιος ιππότης», η λευκή και συναρπαστική μορφή του ακμαίου γέροντα της Ιλιάδας.
Η συγκινητική παρουσία του κ. Μπλέγκεν θυμίζει όλο το έργο του σεμνότατου αυτού σπουδαίου αρχαιολόγου, που έχει γίνει πιά Έλληνας. Αποτέλεσμα μιας θερμής συνεργασίας με τον μακαρίτη Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη η ανακάλυψη του ανακτόρου στάθηκε το στεφάνωμα μιας ζωής αφιερωμένης στην αναζήτηση και στην ανάσταση των παλαιότατων πολιτισμών της χώρας. Είναι μια καλοτυχία να ακούει κανείς από το στόμα του την περιγραφή των κτιρίων, για τη θέση όπου συνήθιζε να κάθεται ο Νέστωρ, τους «ξεστούς, λευκούς λίθους», για το δωμάτιο όπου βρέθηκαν οι κοσμοξάκουστες πήλινες πινακίδες με την καταγραφή των σκευών και άλλων αποκτημάτων του ανακτόρου, αυτές που κατάφερε να διαβάσει ο Βέντρις -«Τόσος χαλκός»- μ' αυτή τη φράση κάποιας από τις πινακίδες είχε τελειώσει άλλοτε, πριν από τον πρόωρο θάνατό του, μια διάλεξή του στην Αγγλικήν Αρχαιολογική σχολή. Τονίζοντας ότι έτσι ακριβώς θα λεγόταν και σήμερα, ύστερ΄ από 3.500 χιλιάδες χρόνια, ύμνησε απλά και ήρεμα, χωρίς ρητορικές εξάρσεις την προαιώνια καταγωγή, την αθανασία της ελληνικής γλώσσας.
Ὅμως, ἂν ο προφορικὸς λόγος ἀνάγεται σὲ τόσο μακρινὴν ἀρχαιότητα, ο γραπτός, περιορισμένος μέσα στοὺς τοίχους τοῦ ἀνακτόρου, χωρὶς ἀνταύγεια, ξεχάστηκε μαζὺ μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἔτσι, ύστερ᾿ ἀπὸ αἰῶνες ἀγραφίας, χρειάστηκε νὰ πάρουν οἱ Ἕλληνες μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα ἀπὸ τὸν Κόσμο τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο.
Μιὰ νύχτα γαλήνιου ὕπνου ὄχι μακριὰ ἀπ᾿ τὸ ἀνάκτορο, στὴ Χώρα, φέρνει κοντὰ στοὺς Θεοὐς, στὸν θεὸ ποὺ τὸν λησμονοῦμε, γιατὶ καὶ αὐτὸς μᾶς ἔχει ἀπαρνηθῆ ὅσους ζοῦμε στὶς μεγάλες πολιτεῖες. (Δὲν εἴμαστε φυσικά, σύμφωνοι, ὅσοι σεβόμαστε τὴν ἱστορία τοῦ τόπου μας, τὴν ἀρχαία καὶ τὴ νεώτερη, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ παλαιότερου ὀνόματος Λιγοῦδιστα σε Χώρα, ὅπως καὶ γιὰ καμμιὰν ἀπὸ τὶς βιαστικὲς καὶ ἀμελέτητες ἀλλαγὲς τοπωνυμιῶν. Ἀλλὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ μιλήσουμε ἄλλοτε.)
Δὲν εἶναι ἀνεξήγητο ὅτι στὸν Ἄνω Ἐγκλιανό -ἔτσι λέγεται ἡ θέση τοῦ ἀνακτόρου, τουλάχιστο ἔως ὅτου... τὴν ἀλλάξουν καὶ αὐτὴν- φέρνουμε στὴ μνήμη, μαζὶ ἀπὸ τὸν Νέστορα καὶ τὴν κόρη του, ἴσως γιατὶ μ᾿ αὐτὴν εἶναι δεμένη στὴν Ὀδύσσεια καὶ του Τηλεμάχου η μορφῆ. Εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰθάκη θέλοντας νὰ μάθει ἀπὸ τὸν συμπολεμιστὴ τοῦ πατέρα του γιὰ τὶς τύχες του ύστερ᾿ ἀπὸ τὸ κούρσεμα τῆς Τροίας, ἂν ἐζοῦσε ἀκόμη, ἢ τὸν εἶχαν καταπιεῖ τὰ ζωντανὰ τῆς θάλασσας ἢ σπαράξει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Μπροστὰ στὸν λουτῆρα, στὴν πήλινη «ἀσάμινθο» ποὺ σώζεται στὴ θέση της πῶς νὰ μὴ θυμηθῆ κανεὶς τὸ λουτρὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἑτοίμασε η «καλὴ Πολυκάστη»; Ἀφοῦ τὸν ἔλουσε καὶ τὸν ἔχρισε μὲ λάδι, τοῦ ἐφόρεσε τὸ φάρος καὶ τὸν χιτώνα, ὅταν βγῆκε ἔξω ἔμοιαζε μὲ τοὺς ἀθάνατους θεούς.
Ἔγινε τοῦτο στὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ του, γιατὶ σὲ λίγο θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴν Πύλο. Ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄρμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Νέστορας ἐτράβηξε γιὰ τὴ Σπάρτη.
Ἕνα παράξενο πουλί, ζαλισμένο ἀπὸ τὸ φῶς, κάθεται ἀκίνητο στὸ κλωνάρι μιᾶς ἐλιᾶς, μὲ μαζεμένα τὰ φτερά του. Νὰ εἶναι μιὰ κουκουβάγια; Ὄχι, λένε οἱ ἐργάτες τῆς ἀνασκαφῆς, εἶναι μπούφος, ἕνας μικρὸς μποῦφος ποὺ σὲ λίγο καιρὸ θὰ γίνει πελώριος. Κρῖμα! Μιὰ κουκουβάγια ζωντανὴ, αὐτὴν θὰ περιμέναμε ἐδῶ, ἀφοῦ στὸ ἀνάκτορο καὶ στὴ γύρω περιοχὴ βρέθηκαν οἱ μικρὲς χρυσὲς ἐκεῖνες ποὺ ξαφνιάζουν μέσα σὲ μιὰ προθήκη τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου, γιατὶ εἶναι οἱ μόνες γλαῦκες ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ ἐποχὴ (εἱκ.1). Ἔχουν τὸ τυπικὸ σχῆμα ποὺ συναντοῦμε ύστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στὴν ἀττικὴ ἀγγειογραφία. Κοιτάζουν μπροστά, ἐνῶ τὸ σῶμα παρασταίνεται ἀπὸ τὰ πλάγια, μιὰ σοφὴ συμβατικὴ λύση ποὺ ἀναδείχνει τὴν σύσταση του κορμιοῦ.
Μόλις λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ -600 παρουσιάζονται σὲ ἀγγεῖα τοῦ ζωγράφου τοῦ Νέσσου οἱ πρῶτες γλαῦκες, στὰ κορινθιακὰ λίγο παλαιότερα, ἀλλὰ σποραδικά. Στὴν Ἀθήνα ἔμελλε νὰ συνδεθῆ μόνιμα τὸ πουλὶ αὐτὸ μὲ τὴν παρθένα Θεὰ καὶ μὲ τὴν ἀποτύπωσή του στὰ νομίσματα νὰ γίνει τὸ μόνιμο σύμβολα τῆς θαυμαστῆς πολιτείας. Πῶς ὄμως νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ σχέση τῆς ἀθηναϊκῆς γλαύκας μὲ τὶς μακρινὲς ἐκεῖνες τῆς Πύλου, ποὺ τὶς χωρίζουν τόσοι αἰῶνες, στερημένοι ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς γλαυκας;
Τοὺς παλαιοὺς μὲ τοὺς νεώτερους χρόνους, τῆς ἀρχαιότητας, τὴν Πύλο μὲ τὴν Ἀθἠνα, τοὺς γεφυρώνει ἕνα όνομα. Νηλέας λεγόταν ὁ πατέρας τοῦ Νέστορα, Νηλεῖδαι λέγονταν οἱ βασιλιάδες τῆς Ἀθήνας. Ἀπό τὴ γενεὰ αὐτὴ καταγόταν ὁ Κόδρος ποὺ σκοτώθηκε θεληματικὰ γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Δωριέων.
Χάρη στὴ σπουδὴ καὶ τὴν καλύτερη γνώση τῆς πρώιμης τέχνης ξέρουμε σήμερα τὶ σημαίνει αὐτό. Ἀπείραχτοι ἀπὸ τὸ σάλο τῶν βόρειων ἐπιδρομῶν μπόρεσαν οἱ Ἀθηναίοι, αὐτοὶ οἱ αὐτόχθονες Ἵωνες, νὰ διαμορφώσουν ἕναν ρυθμὸ γεμᾶτον ἀκρίβεια, πνεῦμα καὶ μεγαλείο, τὸν πρωτογεωμετρικό καὶ τὸν γεωμετρικό, νὰ γίνουν γιὰ αἰῶνες ἡ καλλιτεχνικὴ μητρόπολη τῆς Ἑλλάδας.
Ο Κόδρος ἦταν, πιστεύουν ὄχι ἀβάσιμα οἱ εἰδικοί, ἕνας ἀπὸ τοὺς φυγάδες ἐκείνους τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἦλθε στὴν Ἀθήνα ύστερ᾿ ἀπὸ τὴν κατάρρευοη τῶν Μυκιναϊκών παλατιῶν. Αὐτοί, ἀπόγονοι τοῦ παλαιοῦ Νηλέα καὶ τοῦ Νέστορα, θὰ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ τὶς γλαῦκες, σύμβολο ἴσως μιᾶς ὀνομαστῆς γενιᾶς.
Μόνο ἅμα μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα ἔμελλε νὰ πάρει τὸ παράξενο πουλὶ πνεῦμα καὶ ζωή, ἀκόμη καὶ ματιὰ διαπεραστική. Δίπλα στὶς πρῶτες ἀθηναϊκὲς γλαῦκες οἱ χρυσὲς τῆς Πύλου εἶναι ἀνέκφραστες σχεδὸν ἄψυχες, ἀπρόσωπες, χωρὶς μυστήριο καὶ σιωπηλὴ γνώση.
Συγκρίνοντας τες ἔτσι ψυχρά, ἀντικειμενικά, ἐρχόμαστε στὴν ὡμολογημἑνη καὶ ἀνομολόγητη ἀντίθεση τῶν ἀρχαιολόγων τῆς ἀρχαϊκῆς καὶ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς πρὸς τὴ μυκηναϊκὴ τέχνη. Τὴν ἐκτιμοῦν, προσπαθοῦν νὰ τὴ γνωρίοουν, μένουν ὄμως ξένοι, ἴσως καὶ ἄδικοι πρὸς αὐτήν. Γεμᾶτοι ἀπὸ ἄλλα ὁράματα, χαίρονται τὴν καλλιγραμμία, τὸ περιεχόμενο, τὴν ποιότητα, ἀκόμη καὶ τὴν μαγεία τῆς μυκηναϊκῆς τέχνης. Ἀναζητοῦν, όμως, πάντα τὴν ἀνθρώπινη ζεστασιά, τὴν ἀνώτερη τροφὴ τοῦ πνεύματος, τὴ δροσιά, ἀλλὰ καὶ τὴ βαθειὰ θρησκευτικότητα ποὺ χαρίζουν οἱ κακοπινές μεγάλες ἐποχές.
Ἄν μᾶς συγκινοῦν οἱ γλαῦκες τῆς Πύλου εἶναι ὄχι τόσο γιατί συνδέουν τὴν μυκηναϊκὴ Πελοποννήσο μὲ τὴν Ἀθῆνα, ὅσο γιατὶ θυμίζουν τις ἄλλες ἐκεῖνες, τὶς ὑστερότερες ἀθηναϊκές, ποὺ ἔχουν τὴ διαπεραστική ματιὰ τῆς θεᾶς καὶ τὴ σοφία τοῦ Σωκράτη.
Διαφορετικές πρέπει να ήταν οι σχέσεις των γειτόνων στα πανάρχαια χρόνια, όταν η «κοινή» της μυκηναϊκής τέχνης είχε γίνει μια πανελλήνια έκφραση. Οι περισσότεροι από τους βασιλιάδες που ενέμονταν τα μικρά κρατίδια και κατοικούσαν στα μνημειακά ανάκτορα ήταν αναμεταξύ των φίλοι και συγγενείς. Το αισθανόμαστε όταν βρεθούμε πάνω στο ψήλωμα εκείνο της μυκηναϊκής Πύλου και, αφού η ματιά μας αγκαλιάσει το γαλάζιο μεγαλείο του ουρανού και της θάλασσας, για να σταθή έπειτα στη μητέρα γή, μελετήσουμε τα ερείπια του ανακτόρου του Νέστορος. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία. Ένα τόσο σπουδαίο αρχιτεκτονικό σύνολο από οικοδομήματα, στολισμένα με τοιχογραφίες πρώτης ποιότητας, εφοδιασμένο με πιθάρια για την αποθήκευση του λαδιού και των σιτηρών, με δωμάτιο λουτρού για την περιποίηση των ξένων και για την καθαριότητα των ενοίκων, δεν μπορεί να είναι άλλο παρά εκείνο όπου έζησε ο «γερήνιος ιππότης», η λευκή και συναρπαστική μορφή του ακμαίου γέροντα της Ιλιάδας.
Η συγκινητική παρουσία του κ. Μπλέγκεν θυμίζει όλο το έργο του σεμνότατου αυτού σπουδαίου αρχαιολόγου, που έχει γίνει πιά Έλληνας. Αποτέλεσμα μιας θερμής συνεργασίας με τον μακαρίτη Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη η ανακάλυψη του ανακτόρου στάθηκε το στεφάνωμα μιας ζωής αφιερωμένης στην αναζήτηση και στην ανάσταση των παλαιότατων πολιτισμών της χώρας. Είναι μια καλοτυχία να ακούει κανείς από το στόμα του την περιγραφή των κτιρίων, για τη θέση όπου συνήθιζε να κάθεται ο Νέστωρ, τους «ξεστούς, λευκούς λίθους», για το δωμάτιο όπου βρέθηκαν οι κοσμοξάκουστες πήλινες πινακίδες με την καταγραφή των σκευών και άλλων αποκτημάτων του ανακτόρου, αυτές που κατάφερε να διαβάσει ο Βέντρις -«Τόσος χαλκός»- μ' αυτή τη φράση κάποιας από τις πινακίδες είχε τελειώσει άλλοτε, πριν από τον πρόωρο θάνατό του, μια διάλεξή του στην Αγγλικήν Αρχαιολογική σχολή. Τονίζοντας ότι έτσι ακριβώς θα λεγόταν και σήμερα, ύστερ΄ από 3.500 χιλιάδες χρόνια, ύμνησε απλά και ήρεμα, χωρίς ρητορικές εξάρσεις την προαιώνια καταγωγή, την αθανασία της ελληνικής γλώσσας.
Ὅμως, ἂν ο προφορικὸς λόγος ἀνάγεται σὲ τόσο μακρινὴν ἀρχαιότητα, ο γραπτός, περιορισμένος μέσα στοὺς τοίχους τοῦ ἀνακτόρου, χωρὶς ἀνταύγεια, ξεχάστηκε μαζὺ μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἔτσι, ύστερ᾿ ἀπὸ αἰῶνες ἀγραφίας, χρειάστηκε νὰ πάρουν οἱ Ἕλληνες μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα ἀπὸ τὸν Κόσμο τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο.
Μιὰ νύχτα γαλήνιου ὕπνου ὄχι μακριὰ ἀπ᾿ τὸ ἀνάκτορο, στὴ Χώρα, φέρνει κοντὰ στοὺς Θεοὐς, στὸν θεὸ ποὺ τὸν λησμονοῦμε, γιατὶ καὶ αὐτὸς μᾶς ἔχει ἀπαρνηθῆ ὅσους ζοῦμε στὶς μεγάλες πολιτεῖες. (Δὲν εἴμαστε φυσικά, σύμφωνοι, ὅσοι σεβόμαστε τὴν ἱστορία τοῦ τόπου μας, τὴν ἀρχαία καὶ τὴ νεώτερη, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ παλαιότερου ὀνόματος Λιγοῦδιστα σε Χώρα, ὅπως καὶ γιὰ καμμιὰν ἀπὸ τὶς βιαστικὲς καὶ ἀμελέτητες ἀλλαγὲς τοπωνυμιῶν. Ἀλλὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ μιλήσουμε ἄλλοτε.)
Δὲν εἶναι ἀνεξήγητο ὅτι στὸν Ἄνω Ἐγκλιανό -ἔτσι λέγεται ἡ θέση τοῦ ἀνακτόρου, τουλάχιστο ἔως ὅτου... τὴν ἀλλάξουν καὶ αὐτὴν- φέρνουμε στὴ μνήμη, μαζὶ ἀπὸ τὸν Νέστορα καὶ τὴν κόρη του, ἴσως γιατὶ μ᾿ αὐτὴν εἶναι δεμένη στὴν Ὀδύσσεια καὶ του Τηλεμάχου η μορφῆ. Εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰθάκη θέλοντας νὰ μάθει ἀπὸ τὸν συμπολεμιστὴ τοῦ πατέρα του γιὰ τὶς τύχες του ύστερ᾿ ἀπὸ τὸ κούρσεμα τῆς Τροίας, ἂν ἐζοῦσε ἀκόμη, ἢ τὸν εἶχαν καταπιεῖ τὰ ζωντανὰ τῆς θάλασσας ἢ σπαράξει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Μπροστὰ στὸν λουτῆρα, στὴν πήλινη «ἀσάμινθο» ποὺ σώζεται στὴ θέση της πῶς νὰ μὴ θυμηθῆ κανεὶς τὸ λουτρὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἑτοίμασε η «καλὴ Πολυκάστη»; Ἀφοῦ τὸν ἔλουσε καὶ τὸν ἔχρισε μὲ λάδι, τοῦ ἐφόρεσε τὸ φάρος καὶ τὸν χιτώνα, ὅταν βγῆκε ἔξω ἔμοιαζε μὲ τοὺς ἀθάνατους θεούς.
Ἔγινε τοῦτο στὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ του, γιατὶ σὲ λίγο θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴν Πύλο. Ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄρμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Νέστορας ἐτράβηξε γιὰ τὴ Σπάρτη.
δύσετο τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.2
Ἐπισκοπῶντας τὸ σχέδιο τοῦ ἀνακτόρου ἀπὸ τὸ μικρὸ χωμάτινο ὕψωμα, τὸ διαμορφωμένο γιὰ τὸ σκοπόν αὐτό, φέρνουμε τὴ σκέψη μας πρὸς τὴν τιτανικὴν ὀχύρωση τῆς Τίρυνθος, στὰ διαδοχικὰ προπύλαια, στὶς θύρες ποὺ θὰ ἦταν βαρειὲς, ἀσήκωτες ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια. Ἦταν μήπως τόσο εἰρηνικὲς ἐδῶ στὴν Πύλο οἱ συνθῆκες, ὥστε περίσσευε ἡ ὀχύρωση ἢ συμβαίνει κάτι ἄλλο; Ο κ. Μπλέγκεν πιστεύει τὸ δεύτερο. Ὄχι μόνο πρέπει νὰ ὑπῆρξε περίβολος στὰ ἀρχαῖα χρόνια, ἀλλὰ σωζόταν ἕως τὰ νεώτερα. Τὰ ἀγκωνάρια του, όμορφα πελεκημένα, ἦταν ὅ,τι χρειάζονταν γιὰ τὰ κοντινά, παραθαλάσσια Κάστρα των οἱ Βενετσᾶνοι. Ἐκεῖ πάνω, στὰ παραμυθένια κάστρα τῆς Πύλου, τῆς Μεθώνης καὶ τῆς Κορώνης, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναζητήσουμε τὰ ἀγκωνάρια τοῦ Νέστορα, ξαναεργασμένα, μεταμορφωμένα ἀπὸ τὶς νέες ὀχυρωματικὲς ἀνάγκες καὶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση νέων ρυθμῶν.
Ἕνα παράξενο πουλί, ζαλισμένο ἀπὸ τὸ φῶς, κάθεται ἀκίνητο στὸ κλωνάρι μιᾶς ἐλιᾶς, μὲ μαζεμένα τὰ φτερά του. Νὰ εἶναι μιὰ κουκουβάγια; Ὄχι, λένε οἱ ἐργάτες τῆς ἀνασκαφῆς, εἶναι μπούφος, ἕνας μικρὸς μποῦφος ποὺ σὲ λίγο καιρὸ θὰ γίνει πελώριος. Κρῖμα! Μιὰ κουκουβάγια ζωντανὴ, αὐτὴν θὰ περιμέναμε ἐδῶ, ἀφοῦ στὸ ἀνάκτορο καὶ στὴ γύρω περιοχὴ βρέθηκαν οἱ μικρὲς χρυσὲς ἐκεῖνες ποὺ ξαφνιάζουν μέσα σὲ μιὰ προθήκη τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου, γιατὶ εἶναι οἱ μόνες γλαῦκες ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ ἐποχὴ (εἱκ.1). Ἔχουν τὸ τυπικὸ σχῆμα ποὺ συναντοῦμε ύστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στὴν ἀττικὴ ἀγγειογραφία. Κοιτάζουν μπροστά, ἐνῶ τὸ σῶμα παρασταίνεται ἀπὸ τὰ πλάγια, μιὰ σοφὴ συμβατικὴ λύση ποὺ ἀναδείχνει τὴν σύσταση του κορμιοῦ.
Μόλις λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ -600 παρουσιάζονται σὲ ἀγγεῖα τοῦ ζωγράφου τοῦ Νέσσου οἱ πρῶτες γλαῦκες, στὰ κορινθιακὰ λίγο παλαιότερα, ἀλλὰ σποραδικά. Στὴν Ἀθήνα ἔμελλε νὰ συνδεθῆ μόνιμα τὸ πουλὶ αὐτὸ μὲ τὴν παρθένα Θεὰ καὶ μὲ τὴν ἀποτύπωσή του στὰ νομίσματα νὰ γίνει τὸ μόνιμο σύμβολα τῆς θαυμαστῆς πολιτείας. Πῶς ὄμως νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ σχέση τῆς ἀθηναϊκῆς γλαύκας μὲ τὶς μακρινὲς ἐκεῖνες τῆς Πύλου, ποὺ τὶς χωρίζουν τόσοι αἰῶνες, στερημένοι ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς γλαυκας;
Τοὺς παλαιοὺς μὲ τοὺς νεώτερους χρόνους, τῆς ἀρχαιότητας, τὴν Πύλο μὲ τὴν Ἀθἠνα, τοὺς γεφυρώνει ἕνα όνομα. Νηλέας λεγόταν ὁ πατέρας τοῦ Νέστορα, Νηλεῖδαι λέγονταν οἱ βασιλιάδες τῆς Ἀθήνας. Ἀπό τὴ γενεὰ αὐτὴ καταγόταν ὁ Κόδρος ποὺ σκοτώθηκε θεληματικὰ γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Δωριέων.
Χάρη στὴ σπουδὴ καὶ τὴν καλύτερη γνώση τῆς πρώιμης τέχνης ξέρουμε σήμερα τὶ σημαίνει αὐτό. Ἀπείραχτοι ἀπὸ τὸ σάλο τῶν βόρειων ἐπιδρομῶν μπόρεσαν οἱ Ἀθηναίοι, αὐτοὶ οἱ αὐτόχθονες Ἵωνες, νὰ διαμορφώσουν ἕναν ρυθμὸ γεμᾶτον ἀκρίβεια, πνεῦμα καὶ μεγαλείο, τὸν πρωτογεωμετρικό καὶ τὸν γεωμετρικό, νὰ γίνουν γιὰ αἰῶνες ἡ καλλιτεχνικὴ μητρόπολη τῆς Ἑλλάδας.
Ο Κόδρος ἦταν, πιστεύουν ὄχι ἀβάσιμα οἱ εἰδικοί, ἕνας ἀπὸ τοὺς φυγάδες ἐκείνους τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἦλθε στὴν Ἀθήνα ύστερ᾿ ἀπὸ τὴν κατάρρευοη τῶν Μυκιναϊκών παλατιῶν. Αὐτοί, ἀπόγονοι τοῦ παλαιοῦ Νηλέα καὶ τοῦ Νέστορα, θὰ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ τὶς γλαῦκες, σύμβολο ἴσως μιᾶς ὀνομαστῆς γενιᾶς.
Μόνο ἅμα μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα ἔμελλε νὰ πάρει τὸ παράξενο πουλὶ πνεῦμα καὶ ζωή, ἀκόμη καὶ ματιὰ διαπεραστική. Δίπλα στὶς πρῶτες ἀθηναϊκὲς γλαῦκες οἱ χρυσὲς τῆς Πύλου εἶναι ἀνέκφραστες σχεδὸν ἄψυχες, ἀπρόσωπες, χωρὶς μυστήριο καὶ σιωπηλὴ γνώση.
Συγκρίνοντας τες ἔτσι ψυχρά, ἀντικειμενικά, ἐρχόμαστε στὴν ὡμολογημἑνη καὶ ἀνομολόγητη ἀντίθεση τῶν ἀρχαιολόγων τῆς ἀρχαϊκῆς καὶ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς πρὸς τὴ μυκηναϊκὴ τέχνη. Τὴν ἐκτιμοῦν, προσπαθοῦν νὰ τὴ γνωρίοουν, μένουν ὄμως ξένοι, ἴσως καὶ ἄδικοι πρὸς αὐτήν. Γεμᾶτοι ἀπὸ ἄλλα ὁράματα, χαίρονται τὴν καλλιγραμμία, τὸ περιεχόμενο, τὴν ποιότητα, ἀκόμη καὶ τὴν μαγεία τῆς μυκηναϊκῆς τέχνης. Ἀναζητοῦν, όμως, πάντα τὴν ἀνθρώπινη ζεστασιά, τὴν ἀνώτερη τροφὴ τοῦ πνεύματος, τὴ δροσιά, ἀλλὰ καὶ τὴ βαθειὰ θρησκευτικότητα ποὺ χαρίζουν οἱ κακοπινές μεγάλες ἐποχές.
Ἄν μᾶς συγκινοῦν οἱ γλαῦκες τῆς Πύλου εἶναι ὄχι τόσο γιατί συνδέουν τὴν μυκηναϊκὴ Πελοποννήσο μὲ τὴν Ἀθῆνα, ὅσο γιατὶ θυμίζουν τις ἄλλες ἐκεῖνες, τὶς ὑστερότερες ἀθηναϊκές, ποὺ ἔχουν τὴ διαπεραστική ματιὰ τῆς θεᾶς καὶ τὴ σοφία τοῦ Σωκράτη.
"Οἱ γλαῦκες τῆς Πύλου". Ἐλευθερἱα, 25 Ἰουνίου 1960.
Στο B.Α.Ε.272, Αρχαιολογικά Θέματα τόμος Ι, έκδ. Βασιλείου Χ. Πετράκου, σελ. 332
1. Παυσ. Μεσσηνιακὰ 4, 13. 3.
2. Ομ. γ 4871.