.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Σπήλαιο Καταβόθρα Χώρας Τριφυλίας: Νεολιθικά ευρήματα ανασκαφής Σπυρίδωνος Μαρινάτου


Εισαγωγή

Η παρούσα μελέτη αποτελεί την οριστική δημοσίευση ενός αρχαιότατου (νεολιθικού) κεραμεικού συνόλου- ευρήματος από την ανασκαφή του Σπυρίδωνος Μαρινάτου το 1955 στο Σπήλαιο Καταβόθρα στην Χώρα Τριφυλίας (εικ.1)1. Το σύνολο αυτό, αν και μικρό σε όγκο, συνιστά σημαντική, και σπάνια, μέχρι στιγμής, μαρτυρία για τη διερεύνηση της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την ύστατη φάση του μεσσηνιακού νεολιθικού παραγωγικού σταδίου, στην κεντρικότερη, μάλιστα, περιοχή του μεταγενέστερου (μυκηναϊκού) βασιλείου της Πύλου.
Προσφέρεται, με καθυστέρηση έστω, αλλά με μεγάλη ευχαρίστηση, ως συμβολή στον παρόντα τιμητικό τόμο για τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Στυλ. Κορρέ, διάδοχο του Σπυρίδωνος Μαρινάτου στα μεσσηνιακά ερευνητικά πεδία, ως Διευθυντή των Ανασκαφών Πύλου της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και υπεύθυνο του Προγράμματος των συναφών δημοσιεύσεων2.


Α. Η Θέση- Η ανασκαφή- Η εξέλιξη της έρευνας
Το σπήλαιο, με το όνομα Καταβόθρα, εντοπίζεται στο χαμηλότερο Ν.-Ν.Δ. τμήμα της κωμοπόλεως Χώρας Τριφυλίας (του σημερινού Δήμου Πύλου-Νέστορος), σε απόσταση 210μ. περίπου (σε ευθεία γραμμή) από την Κεντρική Πλατεία (εικ.2).
Η είσοδός του, που βλέπει προς Β.Α., βρίσκεται επί της Οδού Αριστομένους Κοκκέβη, δίπλα ακριβώς στην οικία υπ’ αριθμ. 8 και απέναντι από την οικία υπ’ αριθμ. 13, σε τόπο με πυκνότατη βλάστηση (εικ.3). Διακρίνεται σήμερα με δυσκολία, όχι μόνον λόγω της συσσώρευσης, κατά την διάρκεια των αιώνων, επιχώσεων που διαμόρφωσαν σε υψηλότερο επίπεδο την επιφάνεια των σημερινών ασφαλτοστρωμένων οδών, αλλά και λόγω της μεγάλης ποσότητας ιλύος, που έχει πληρώσει, σε μεγάλο βαθμό, το μπροστινό μέρος του σπηλαίου (σπηλαιώδους καταβόθρας), καθιστώντας απαγορευτική, υπό τις σημερινές συνθήκες, την διείσδυση σε αυτό. Η πρόσβαση στο σπήλαιο εμποδίζεται πλέον και από πυκνότατο καλαμιώνα (2019).
Πληροφορίες για την μορφή του σπηλαίου λαμβάνουμε από τις ημερολογιακές καταγραφές και την ανασκαφική έκθεση του Σπ. Μαρινάτου του 1955 3, αλλά και από αφηγήσεις εντοπίων, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο υπόγειο σπήλαιο παλαιότερα, όταν αυτό ήταν προσιτό4.
Το σπήλαιο, διαμορφωμένο σε πέτρωμα με την τοπική ονομασία «άσπρη γλύνα», αποτελείται από το «ορατό επίγειο τμήμα» ή «επίγειο κοίλωμα» (εύρους 10- 11μ. και ικανού βάθους, με ύψος οροφής 3- 4μ. από την επιφάνεια της επίχωσης κατά το 1955) και το «υπόγειο» ή «κάτω σπήλαιο» (κατά Μαρινάτο).
Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, από το επίγειο έγκοιλο στενή είσοδος (διαστ. 1,50x 1,50μ. περίπου) προς το κάτω σπήλαιο δίδει πρόσβαση, μέσω διαδρόμου (στενωπού) κυμαινόμενου πλάτους 2-3 μ., σε αλλεπάλληλους υπογείους θαλάμους («αλώνια» κατά τους εντοπίους), έξι (6) τουλάχιστον, σε αποστάσεις 20- 30μ. μεταξύ τους, ακανονίστου κυκλικού (ή ελλειψοειδούς) σχήματος, διαμέτρου 10-12μ. και ύψους 3,5- 4μ. Θρυλείται (και δεν αποκλείεται να ισχύει) ότι το υπόγειο σπήλαιο, με την διαδοχή των θαλάμων, εκτείνεται προς Ν.Δ. μέχρι το 1ο 6/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Χώρας, σε απόσταση (ευθεία) 97μ. περίπου.
Η ανασκαφή του Σπυρίδωνος Μαρινάτου στην Καταβόθρα, εντός του προγράμματος των Ανασκαφών Πύλου του 1955, υπήρξε ολιγοήμερη, προκαταρκτικού (δοκιμαστικού) χαρακτήρα. Με βάση τις καταγραφές του ανασκαφέως και τις ενδείξεις στις πινακίδες που συνόδευαν τα κεραμεικά ευρήματα από το σπήλαιο, η πρώτη αυτή έρευνα διήρκεσε από τις 18 μέχρι και τις 20 Ιουλίου 1955. Περιορίσθηκε στο «επίγειο κοίλωμα» με την «γραφική είσοδο» και έφθασε σε απόσταση 15μ. «από του στομίου»5, χωρίς να επιτευχθεί η αποκάλυψη της «εισόδου προς το κάτω σπήλαιον».
Η ανασκαφή στο πρώτο (επίγειο) τμήμα του σπηλαίου προχώρησε με δυσκολία, λόγω της μεγάλης ποσότητας συσσωρευμένης ιλύος. Το υλικό από τα ανώτερα στρώματα της παχειάς επίχωσης, στην περιοχή αυτή, περιελάμβανε δείγματα ελληνιστικής κεραμεικής6. Στα βαθύτερα, όμως, στρώματα, «ἀριστερὰ τῷ εἰσερχομένῳ», στο επίπεδο του πυθμένα του σπηλαίου, σημειώθηκε ενδιαφέρον κεραμεικό σύνολο από μερικές δεκάδες οστράκων, το οποίο ο ανασκαφέας στην έκθεσή του, αναγνώρισε ως προϊστορικό, προέβαλε τα βασικά χαρακτηριστικά του και το απέδωσε, με επιφύλαξη, στη Νεολιθική7.
Μερικά έτη αργότερα (το 1962), ο ανασκαφέας, σε λήμμα εγκυκλοπαίδειας (για την Πύλο), σημείωσε, σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή του μυκηναϊκού ανακτόρου του Εγκλιανού, «ἴχνη τοῦ ἀνθρώπου […] ἐκ τῆς ὑστάτης Νεολιθικῆς περιόδου», χωρίς να αναφερθεί συγκεκριμένα στην Καταβόθρα8.
Μετά την ανασκαφή του Σπ. Μαρινάτου, αναφορές στο σπήλαιο και στην προκαταρκτική αναγνώριση κεραμεικού συνόλου της Νεολιθικής, από αυτό, έγιναν από τους Α.Κ. Ορλάνδο, G. Daux, W.A. McDonald και R. Hope Simpson9.
Το Σπήλαιο Καταβόθρα περιλαμβάνεται στο «Ευρετήριο Νεολιθικών οικισμών και θέσεων του Ελλαδικού χώρου», το οποίο συνέταξε και δημοσίευσε η Μ. Θεοχάρη στον τόμο Νεολιθικὴ Ἑλλὰς του Δημ. Ρ. Θεοχάρη το 1973 10. Ο Δημ. Θεοχάρης στο έργο του Νεολιθικὸς Πολιτισμός, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1981, θεώρησε ότι το σχολιασθέν από τον Μαρινάτο κεραμεικό σύνολο, από το σπήλαιο, ανήκε στην Αρχαιότερη Νεολιθική11.
Πρώτος ο W.W. Phelps, στη διδακτορική διατριβή του (1975, και πολύ αργότερα στη δημοσιευμένη μορφή της), ενέταξε την Καταβόθρα (έστω με ερωτηματικό) στον κατάλογο των θέσεων της Τελικής Νεολιθικής της Πελοποννήσου, για τον προσδιορισμό της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος12.
Ο Γ.Σ. Κορρές σε λήμμα για την Μεσσηνία, σε τόμο εγκυκλοπαίδειας, δημοσιευμένο το 1981, εξέτασε την προβληματική για την νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή Χώρας– Εγκλιανού13.
Ο Γ. Λώλος, έχοντας αρχίσει την επεξεργασία του νεολιθικού υλικού από το σπήλαιο, ήδη από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1990 14, στη συνέχεια, συγκεκριμένα στον ιστορικό-αρχαιολογικό οδηγό του για την πρωτεύουσα του Νέστορος και τη γύρω περιοχή (σε διαδοχικές εκδόσεις του κατά τη δεκαετία 1994-2004), προέβαλε δεόντως την Καταβόθρα, ως τοποθεσία των προχωρημένων Νεολιθικών χρόνων, μία εκ των 15 (16) σπουδαιότερων ιστορικών-αρχαιολογικών θέσεων της ευρύτερης περιοχής Χώρας– Εγκλιανού– Τραγάνας– Κορυφασίου15.


Στον κατάλογο των νεολιθικών θέσεων, γνωστών στην Ελλάδα μέχρι το 1996, που παρουσιάσθηκε στην έκθεση και στον τόμο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, το Σπήλαιο Καταβόθρα καταχωρίσθηκε ως θέση της Τελικής Νεολιθικής16.
Στη δημοσίευση των J.L. Davis κ.ά. των αποτελεσμάτων του πενταετούς Περιφερειακού Αρχαιολογικού Προγράμματος Πύλου (PRAP) του 1997 περιελήφθησαν σποραδικές αναφορές στην Καταβόθρα, ενώ επισημάνθηκε η ομοιότητα μικρού αριθμού άβαφων χονδροειδών οστράκων, από τις περισυλλογές, με μελανή την εσωτερική και ερυθρωπή την εξωτερική επιφάνεια, προς τη δεσπόζουσα ομάδα (την κατ’ ευφημισμόν «καπνιστή κεραμεική» του Μαρινάτου) στο κεραμεικό σύνολο της Καταβόθρας, χωρίς, όμως, να μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η Νεολιθική χρονολόγησή τους17. Μνεία της ανασκαφής στην Καταβόθρα υπήρξε και στον κατάλογο της έκθεσης «Οι Αρχαιολόγοι και οι Ανασκαφές, 1837-2011», που οργάνωσε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 2011 18.
Το Σπήλαιο Καταβόθρα δεν σημειώνεται στο χάρτη των «κυριότερων ανασκαμμένων θέσεων του Ελλαδικού χώρου με κατοίκηση κατά την -5η και -4η χιλιετία», ο οποίος περιελήφθη σε έκδοση με την επιμέλεια των Ν. Παπαδημητρίου και Ζ. Τσιρτσώνη (με την ευκαιρία έκθεσης στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα το 2010-2011)19.
Σε πρόσφατες (2012) γενικές επισκοπήσεις (του Γ.Σ. Κορρέ και της Αιμ. Μπάνου) των αρχαιολογικών δεδομένων για την προϊστορική και υστερότερη κατοίκηση στην Μεσσηνία, το Σπήλαιο Καταβόθρα καταγράφεται ως βεβαιωμένη νεολιθική θέση20.



Β. Τα Νεολιθικά ευρήματα`
Το νεολιθικό υλικό, το οποίο βρέθηκε στο «κατώτατον στρῶμα, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου», σύμφωνα με την ανασκαφική έκθεση και την σχετική ένδειξη, σε πινακίδα (βλ. παραπάνω), αποτελείται από 151 ευρήματα από πηλό, βάρους 2.465 κιλών, και δύο συγκολλώμενα κομμάτια γκριζοκάστανου πυριτόλιθου (εικ.19). Από τα πήλινα, 138 συνιστούν άβαφα θραύσματα, προερχόμενα από το σώμα ανοικτών ή ευρύστομων αγγείων των ύστατων Νεολιθικών χρόνων (π.χ. ΚΧ8, ΚΧ15, ΚΧ21, ΚΧ22, ΚΧ23-23α-44-44α, εικ.5-6, 9-10), με χονδρά τοιχώματα και βάσεις, όπως φαίνεται και από το σχηματολόγιο που καταρτίσθηκε (εικ.14). Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις οστράκων από αγγεία με λειασμένες επιφάνειες και λεπτά τοιχώματα (ΚΧ2, ΚΧ3, ΚΧ11, ΚΧ40, εικ.7-8, 5-6 και 11). Μερικά διατηρούν διακόσμηση από ανάγλυφη ψευδολαβή (ΚΧ40, εικ.7 και 11)21, κομβιόσχημη απόφυση (ΚΧ5, εικ.7 και 11)22, πεπλατυσμένα και πεπιεσμένα εξογκώματα στο χείλος (ΚΧ14, εικ.12-13)23, ή ανάγλυφες ευθύγραμμες ταινίες (ΚΧ21, ΚΧ22, ΚΧ23-23α-44-44α, ΚΧ73, ΚΧ64, ΚΧ102, εικ.9-11), οι οποίες ενδεχομένως στόλιζαν το μεγαλύτερο τμήμα των επιφανειών αποδίδοντας σύνθετα διακοσμητικά θέματα (βλ. ΚΧ23-23α-44-44α, ΚΧ64 και ΚΧ21) 24.
Γενικά, η νεολιθική κεραμεική που εντοπίσθηκε δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη φροντίδα ως προς την επεξεργασία των επιφανειών (με εξαίρεση, ίσως, την καλή συνήθως εξομάλυνση των εξωτερικών, τουλάχιστον, επιφανειών) ούτε εντυπωσιάζει λόγω των ξεχωριστών ή διαφορετικών σχημάτων αγγείων. Δείχνει να κατασκευάσθηκε σε μία περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η αγγειοπλαστική αποτελούσε όχι εξειδικευμένο έργο, αλλά ασχολία οποιουδήποτε επιθυμούσε (και γι’ αυτό επιχειρούσε) να εξοπλίσει το σπιτικό του με τα απαραίτητα πήλινα σκεύη, και όπως είναι πλέον γνωστό25, τέτοια περίοδος ήταν η Τελική Νεολιθική (-4500/ -3200 περίπου).
Περαιτέρω ανασκαφική διερεύνηση των επιχώσεων του σπηλαίου θα παρουσίαζε ενδιαφέρον, επειδή, ενδεχομένως, θα παρείχε πληρέστερη πληροφόρηση για τις χρονολογικές περιόδους χρήσης του χώρου, ενώ παράλληλα θα απαντούσε σε ερωτήματα σχετικά με την προέλευση της κεραμεικής που δημοσιεύεται εδώ. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα συγκεκριμένα νεολιθικά όστρακα παρουσιάζουν κακή κατάσταση διατήρησης των επιφανειών και των ακμών σπασίματος στα άκρα τους, θυμίζοντας περισσότερο ευρήματα υπαίθριου οικισμού, αφού δεν παρουσιάζουν την αναμενόμενη για τους μελετητές εικόνα της καλοδιατηρημένης από το κλειστό περιβάλλον των σπηλαίων κεραμεικής26. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το όνομα του σπηλαίου που υποδεικνύει ότι αυτό λειτουργούσε ως υπόγειος φυσικός οχετός, την περιγραφή του Σπ. Μαρινάτου για την κατάσταση που παρουσίαζαν οι επιχώσεις κοντά στην είσοδό του, όπου διενεργήθηκε το 1955 η ανασκαφική διερεύνηση, αλλά και την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το σπήλαιο, συμπεραίνουμε ότι, κατά καιρούς, γέμιζε από ποσότητα νερού και λάσπης, η οποία έφθανε εκεί έχοντας συμπαρασύρει αντικείμενα από τον εξωτερικό χώρο.

Κατά το Μαρινάτο27, είναι πιθανόν η ελληνιστική κεραμεική, που εντοπίσθηκε στο σπήλαιο (στα ανώτερα στρώματα της ερευνηθείσας επίχωσης) το 1955, να είχε διεισδύσει μαζί με το χώμα που παρασύρεται από το νερό της βροχής. Ανάλογη εικόνα, παρασυρμένου από νερά υλικού, παρουσιάζουν σύμφωνα με τη μακροσκοπική εξέταση και τα ανευρεθέντα νεολιθικά όστρακα αγγείων, τα οποία, όμως, θα μπορούσαν και να σχετίζονται με οικιστική δραστηριότητα στο πρώτο, «επίγειο τμήμα» του σπηλαίου («λίαν εὐρυστόμου»), κάτι που υποσημαίνεται από τα δεδομένα της στρωματογραφίας, ή μπροστά από αυτό.
Εξαιρουμένων των θραυσμάτων με ανάγλυφη διακόσμηση, η συγκριτική μελέτη με κεραμεικά ευρήματα από τη γύρω περιοχή δεν έχει αποδώσει ομοιότητες. Θέσεις, όπως το Σπήλαιο Νέστορος28, η Βοϊδοκοιλιά29, το Σπήλαιο Κουφιέρος Μεσσηνίας30, και ο Άγιος Δημήτριος Λεπρέου31, έχουν αποκαλύψει κεραμεικά σύνολα που αποδίδονται, βάσει της επεξεργασίας των επιφανειών τους, σε συγκεκριμένες διαγνωστικές κατηγορίες της Τελικής Νεολιθικής, αλλά διαφέρουν από αυτό της Καταβόθρας, το οποίο φαίνεται να προβάλει ως μεταγενέστερο32 και το οποίο βρίσκεται, ενδεχομένως, εγγύτερα χρονολογικά προς την αστρωματογράφητη κεραμεική από τα Νιχώρια Μεσσηνίας33 και τα θραύσματα αγγείων από το Τραγάνι Βαρθολομιού Ηλείας34. Περαιτέρω συγκρίσεις της κεραμεικής ομάδος της Καταβόθρας μπορούν να γίνουν με το κεραμεικό υλικό της Τελικής Νεολιθικής από το Σπήλαιο Κόκκορα Τρούπα κοντά στην Βελίκα Μεσσηνίας35.
Σημειώνεται ότι μαζί με την συγκεκριμένη κεραμεική ομάδα των προϊστορικών χρόνων βρέθηκαν και 13, μικρού μεγέθους, μάζες ψημένου πηλού (ΚΧ 138-150), οι οποίες διατηρούν στη μία ή και στις δύο επιφάνειές τους, περισσότερο ή λιγότερο ευδιάκριτα αποτυπώματα χόρτων ή ξύλων (εικ.15). Το μικρό πάχος των πήλινων θραυσμάτων υποδεικνύει ίσως ότι κάποτε κάλυπταν την ανωδομή (και όχι τη στέγη) φθαρτής κατασκευής οικιστικού ή αποθηκευτικού χαρακτήρα που ενδεχομένως είχε ιδρυθεί σε κοντινή προς το σπήλαιο θέση. Η διατήρηση των πήλινων μαζών σε συνδυασμό με το χρώμα των επιφανειών τους θα μπορούσε να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα καταστροφής της συγκεκριμένης κατασκευής από πυρκαγιά. Σύμφωνα με μία τέτοια ερμηνεία, τμήματα της πήλινης «επένδυσης» των τοίχων της, θα μπορούσαν να είχαν παρασυρθεί και καταλήξει μαζί με άλλα υλικά (π.χ. θραύσματα νεολιθικών αγγείων), στο σπήλαιο, αν και προβληματίζει η έλλειψη ιχνών φωτιάς στα νεολιθικά θραύσματα36. Ωστόσο, εξίσου πιθανό είναι οι μάζες αυτές να αποτελούν κατάλοιπο πήλινης επιφάνειας εργασίας ή «δαπέδου» που είχε διαμορφωθεί κοντά στην είσοδο, και επί του οποίου είχε λειτουργήσει κάποιο είδος εστίας37.
Ανάμεσα στα όστρακα της Καταβόθρας, εντοπίστηκε και ένα ανέλπιστο εύρημα: το τμήμα ενός πήλινου ειδωλίου38. Το ειδώλιο ΚΧ136 (εικ.16- 18) με σωζόμενο ύψος 3,5 εκ., διατηρεί τμήμα από τον περίπου κυλινδρικό, ελλειψοειδούς διατομής λαιμό και την κεφαλή, ανθρώπινης, πρόχειρα κατασκευασμένης και αφαιρετικά αποδοσμένης μορφής. Μικρή προσπάθεια καταβλήθηκε για την διαμόρφωση της άνω απόληξης της επιφάνειας της κεφαλής, ενώ στο πρόσωπο αποδίδεται πλαστικά μόνον η υπερμεγέθης ραμφόσχημη μύτη. Ενδιαφέρον προκαλούν οι μικρότατες, ακανόνιστου σχήματος κηλίδες, από βαφή χρώματος 10R 4/8 red (κατά Munsell 1994)39, οι οποίες διακρίνονται στην μύτη, στον λαιμό και στην άνω επιφάνεια της κεφαλής.


Γενικά, το ειδώλιο δεν παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα δημοσιευμένα που έχουν βρεθεί σε ελλαδικές νεολιθικές θέσεις. Κεφαλές σε υψηλούς λαιμούς πήλινων ανθρώπινων μορφών, επί των οποίων δηλώνεται ανάγλυφα η μύτη, έχουν εντοπισθεί, όσον αφορά στην Πελοπόννησο, κυρίως σε θέσεις της Μέσης Νεολιθικής40. Τμήματα πήλινων ειδωλίων (τα οποία φέρουν εγχάρακτη ή ανάγλυφη διακόσμηση), με λαιμό συμφυή με την κεφαλή όπου δηλώνεται υπερμεγέθης ή ραμφόσχημη μύτη έχουν εντοπισθεί στην περιοχή της Δράμας και χρονολογούνται από την Νεώτερη Νεολιθική έως την Πρώιμη Εποχή Χαλκού41. Το ειδώλιο της Καταβόθρας Χώρας παρουσιάζει σε σχέση με αυτά πολύ αμελή εργασία, και μεγάλη προχειρότητα στο πλάσιμο των όγκων, ενώ εντελώς διαφορετική είναι επίσης η μεγάλη, «γαμψή» και λεπτή μύτη που αποδίδεται με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπει συνειρμικά σε εικόνα πτηνού. Τα λιγοστά ίχνη βαφής που διατηρούνται στην επιφάνειά του δεν αρκούν για να συμπεράνουμε εάν το ειδώλιο ήταν καλυμμένο ολόκληρο με χρώμα ή εάν έφερε γραπτή ερυθρή διακόσμηση κατά τόπους. Είναι, επίσης, εξίσου πιθανό ότι η βαφή είχε χρησιμοποιηθεί για τη γραπτή δήλωση χαρακτηριστικών της εικονιζόμενης μορφής. Πάντως, η χρήση βαφής για την διακόσμηση ειδωλίων είναι συνήθης πρακτική που ασκείται κατά τη Μέση και Νεώτερη Νεολιθική, ενώ στη διάρκεια της επόμενης, Τελικής Νεολιθικής, σχεδόν εξαφανίζεται42. Στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου τα ΤΝ ειδώλια διακοσμούνται με χρώμα, η διακόσμησή τους γίνεται, κατά κανόνα43, μετά την όπτησή τους, με λευκή αλοιφή44 (κατ’ αναλογίαν της αλοιφωτής κεραμεικής που εμφανίζεται κατά την ίδια περίοδο).
Συμπερασματικά, η θεώρηση του υλικού της Καταβόθρας Χώρας υποδεικνύει την επικράτηση διαγνωστικών χαρακτηριστικών των ύστατων Νεολιθικών χρόνων. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται τα εξογκώματα στην άνω επιφάνεια του χείλους του ΚΧ14, η κομβιόσχημη απόφυση του ΚΧ5, η ψευδολαβή σε σχήμα «κλεψύδρας» στο ΚΧ40, η λαβή του ΚΧ2. Τα όστρακα ΚΧ21, 22, 23-23α-44-44α, 64, 73, 88, 102, που διατηρούν τμήματα από πλατιές, ανάγλυφες, αλλά χαμηλές ταινίες, συναντώνται, επίσης, ευρέως στην κεραμεική του τέλους της Νεολιθικής περιόδου, αν και ο συγκεκριμένος τρόπος διακόσμησης εμφανίζεται ήδη από την Νεώτερη Νεολιθική45. Το ΚΧ12β με το καλά στιλβωμένο (αν και φθαρμένο) μελανό επίχρισμά του πρέπει να συνιστά θραύσμα της κατηγορίας με έντονα στιλβωμένες επιφάνειες (heavy burnished variety), της Τελικής Νεολιθικής. Τέλος, το ειδώλιο ίσως αποτελεί παλαιότερο αντικείμενο (της Νεώτερης Νεολιθικής ή των αρχών της Τελικής Νεολιθικής ;) που διασώθηκε και χρησιμοποιήθηκε και κατά τα επόμενα χρόνια.


Γ. Μελέτη της προέλευσης και της τεχνολογίας της Νεολιθικής κεραμεικής από το σπήλαιο Καταβόθρα Χώρας
Από τη δημοσιευόμενη, εδώ, κεραμεική του σπηλαίου, επιλέχθηκαν 20 δείγματα για να υποβληθούν σε εργαστηριακές αναλύσεις στο Εργαστήριο Fitch της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, με στόχο τη διερεύνηση ερωτημάτων που αφορούν στην προέλευση των πρώτων υλών και στην τεχνολογία κατασκευής αυτής της κεραμεικής. Τελικός στόχος είναι η κατανόηση των επιλογών των αρχαίων κεραμέων στα διάφορα στάδια της κατασκευής, η αναγνώριση τεχνολογικών παραδόσεων και η ένταξή τους σε ευρύτερα κοινωνικά και γεωγραφικά πλαίσια.
Τα δείγματα, που επιλέχθηκαν μετά τη μακροσκοπική εξέταση της κεραμεικής, αντιπροσωπεύουν την υπάρχουσα ποικιλομορφία της κεραμεικής ύλης (χρώμα πηλού, τύπος, μέγεθος και πυκνότητα προσμίξεων) σε σχέση με χαρακτηριστικά όπως το χρώμα της επιφάνειας και του πυρήνα, το πάχος του τοιχώματος και το σχήμα του αγγείου. Με βάση τη φύση της κεραμεικής ύλης (ως επί το πλείστον χονδρόκοκκης) και τα ερωτήματα της έρευνας που αφορούν τόσο στην προέλευση όσο και στην τεχνολογία της κεραμεικής, η μέθοδος που κρίθηκε καταλληλότερη είναι η πετρογραφική ανάλυση με λεπτές τομές (thin sections) σε συνδυασμό με δοκιμές επανόπτησης46. Τα αναλυτικά αποτελέσματα για τη σύσταση και υφή της κεραμεικής ύλης θα συνδυασθούν με τις πληροφορίες από τη μακροσκοπική εξέταση τεχνολογικών χαρακτηριστικών όπως, η διαφοροποίηση του χρώματος στην επιφάνεια και στον πυρήνα, το πάχος του τοιχώματος και η επεξεργασία της επιφάνειας, προκειμένου να διερευνηθεί η προέλευση των αγγείων αλλά και η διαδικασία προετοιμασίας της πηλόμαζας, η χρήση βαφών ή επιχρισμάτων και η τεχνολογία της όπτησης.


Α) Χαρακτηρισμός της κεραμεικής ύλης
Όλα τα δείγματα που αναλύθηκαν αντιστοιχούν στον ίδιο τύπο κεραμεικής ύλης. Σε αυτό συνηγορούν τόσο η εξέταση των λεπτών τομών στο πολωτικό μικροσκόπιο (εικ.20- 21) όσο και η επανόπτηση των δειγμάτων σε οξειδωτικές συνθήκες και σε θερμοκρασία 900οC 47. Πρόκειται για κεραμεική ύλη χονδρόκοκκη με μη-ασβεστιούχα αργιλική βάση, ιδιαίτερα πλούσια σε οξείδια του σιδήρου, όπως μαρτυρά το έντονο ερυθρό χρώμα μετά από επανόπτηση σε οξειδωτικές συνθήκες. Ο κυρίαρχος τύπος μη-πλαστικών είναι τα θραύσματα κεραμεικής (grog), ενώ σε μικρότερη συχνότητα περιέχονται σε όλα τα δείγματα κόκκοι πυριτόλιθου καθώς και χαλαζία (μονο- και πολυκρυσταλλικού) και πολύ σπανιότερα λεπτά φυλλάρια μαρμαρυγία, κυρίως λευκού και λιγότερο συχνά βιοτίτη. Περιστασιακά εμφανίζονται επίσης πυκνά, σκούρα ερυθρά αργιλικά στοιχεία, στρογγυλευμένα- υποστρογγυλευμένα, που διαφοροποιούνται από τα εγκλείσματα κεραμεικής και πιθανότατα αποτελούν φυσικά συστατικά των αργίλων που χρησιμοποιήθηκαν (βλ. εικ.20, οργανικό υπόλειμμα απανθρακωμένο στο κεντρικό πάνω μέρος της φωτογραφίας). Πολύ σπάνια, και μόνο σε μερικά δείγματα, εμφανίζονται μεμονωμένα απανθρακωμένα φυτικά κατάλοιπα. Τα εγκλείσματα δεν ξεπερνούν τα 3,4 χιλιοστά, ενώ το μέσο μέγεθός τους είναι 0,2- 0,4 χιλιοστά. Η συχνότητα των εγκλεισμάτων κυμαίνεται από 35 ως 55%, ενώ η παρουσία κενών και πόρων καλύπτει συνήθως λιγότερο από το 5% της επιφάνειας των παρατηρούμενων λεπτών τομών. Η αργιλική λεπτόμαζα εμφανίζει καστανό έως φαιοκάστανο χρώμα (σε απλό πολωμένο φως) και κιτρινοκάστανο έως ερυθροκάστανο και σπάνια φαιό (σε παρατήρηση με πολωτή και αναλυτή). Στις περισσότερες περιπτώσεις, εμφανίζεται οπτικά ενεργή και σπανιότερα ελαφρώς ενεργή ή ανενεργή. Αυτό σημαίνει ότι η θερμοκρασία όπτησης ήταν τέτοια ώστε δεν επηρέασε καθόλου τη δομή των αργιλικών ορυκτών (άρα <750-800 ºC)48, και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις ξεπέρασε αυτά τα όρια προκαλώντας αλλαγές στην κρυσταλλική δομή των αργιλικών ορυκτών και κάποιου βαθμού υαλοποίηση της λεπτόμαζας. Με βάση την εμφανώς μη-ασβεστιούχα, και πλούσια σε σίδηρο, κεραμεική ύλη των δειγμάτων, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η υαλοποίηση θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί σε θερμοκρασίες που δε θα ξεπερνούσαν τους 900-950 οC49. Όσο για τα εγκλείσματα κεραμεικής, αυτά παραπέμπουν σε κεραμεικές ύλες με χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτές που τα φιλοξενούν, με κάποια διαφοροποίηση στην συχνότητα και κοκκομετρική διαβάθμιση των εγκλεισμάτων (που είναι συνήθως μονο- και πολυκρυσταλλικός χαλαζίας αλλά και κεραμεική). Συχνά η ομοιότητα με την κεραμεική ύλη που τα φιλοξενεί είναι τέτοια ώστε είναι δύσκολο να διακριθούν σαφώς. Αυτό που διακρίνει τα εγκλείσματα κεραμεικής και τα διαφοροποιεί από τα φυσικά αργιλικά στοιχεία (βλ. παραπάνω) είναι η εμφάνιση κενού περιμετρικά τέτοιων εγκλεισμάτων και το γεγονός ότι περιέχουν πόρους, όπως και η κεραμεική ύλη που τα φιλοξενεί.



Β) Προέλευση και τεχνολογία της κεραμεικής: πρώτες παρατηρήσεις
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις της μακροσκοπικής εξέτασης, μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα τόσο για την προέλευση των κεραμεικών όσο και για τις τεχνολογικές επιλογές των κεραμέων που τα παρήγαγαν αλλά και για πλευρές της οργάνωση της παραγωγής τους.
Τα θραύσματα των ορυκτών και πετρωμάτων που περιέχονται στην κεραμεική ύλη (μονο- και πολυκρυσταλλικός χαλαζίας και πυριτόλιθος), σε συνδυασμό με τη μη-ασβεστιούχα, και πλούσια σε οξείδια του σιδήρου, αργιλική της βάση, φαίνεται να υποδηλώνουν χρήση χερσαίων ιζημάτων και παραπέμπουν στους γνωστούς σχηματισμούς ερυθρών εδαφών (ερυθρογή ή terra rossa), που απαντώνται συχνά σε περιοχές της Μεσογείου, σε σχέση με ασβεστολιθικά ή δολομιτικά πετρώματα. Αν και η παρούσα μελέτη δεν έχει συνδυασθεί με έρευνα για τον εντοπισμό και τη δειγματοληψία πρώτων υλών, με βάση τους διαθέσιμους γεωλογικούς χάρτες του Ι.Γ.Μ.Ε., τεκμηριώνεται η εμφάνιση ασβεστολιθικών σχηματισμών διαφόρων περιόδων σε όλη την έκταση της Μεσσηνίας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του σπηλαίου50.
Αναφορά σε ανάλογες, αν και όχι παρόμοιες κεραμεικές ύλες, που συνδέονται με τη χρήση ερυθρών αργιλοχωμάτων γίνεται και στη μελέτη του Michael Galaty για την παραγωγή κεραμεικής κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ στην Μεσσηνία, με βάση μεγάλο αριθμό δειγμάτων από πολλές θέσεις της Δυτικής Μεσσηνίας51. Άρα, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των υπό μελέτη αγγείων είναι συμβατές με την τοπική γεωλογία, τοπική με την στενή και την ευρύτερη έννοια. Κατά την εξέταση των λεπτών τομών δεν εντοπίσθηκε καμμία ένδειξη για την ανάμιξη διαφορετικών αργιλικών υλικών για την παρασκευή της πηλόμαζας. Φαίνεται λοιπόν ότι οι προϊστορικοί αγγειοπλάστες συνέλεγαν ερυθρά αργιλοχώματα, πιθανότατα επιφανειακά, όπως μαρτυρεί η περιστασιακή παρουσία φυτικών καταλοίπων (ίσως ριζών), στα οποία πρόσθεταν κοπανισμένα παλιότερα κεραμεικά, η πηλόμαζα των οποίων είχε κατασκευασθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η μικροδιαφοροποίηση στην κοκκομετρία και στην κοκκομετρική διαβάθμιση που παρατηρείται από δείγμα σε δείγμα υποδηλώνει και μικροδιαφοροποιήσεις στο σχηματισμό των εδαφών, άρα και πιθανή χρήση διαφορετικών πηγών ερυθρών αργιλοχωμάτων από την ίδια ή και περισσότερες περιοχές με κοινή γεωλογία. Αν και δε μπορεί να αποκλειστεί, λοιπόν, η πιθανότητα διαφορετικής προέλευσης, η συνεπής χρήση του ίδιου τύπου αργιλοχώματος και της ίδιας πρόσμιξης (κοπανισμένης κεραμεικής) σίγουρα παραπέμπει σε κοινή συνταγή.
Η εικόνα της γενικής ομοιομορφίας, με έντονη εσωτερική μικροδιαφοροποίηση, φαίνεται να χαρακτηρίζει τις ενδείξεις και για τα υπόλοιπα κατασκευαστικά στάδια. Δυστυχώς, η σημαντική διάβρωση των οστράκων δεν επιτρέπει μελέτη σε βάθος των τεχνικών διαμόρφωσης των αγγείων και του τρόπου επεξεργασίας της επιφάνειάς τους. Η διακόσμηση της επιφάνειας φαίνεται επίσης ότι δεν είναι συχνό φαινόμενο, αν και περιστασιακά σώζονται διάφορες μορφές πλαστικής διακόσμησης. Η παρούσα δημοσίευση, ωστόσο, παρέχει πιο τεκμηριωμένες πληροφορίες για την όπτηση των υπό μελέτη αγγείων. Τόσο το χρώμα της επιφάνειας των αγγείων όσο και οι χρωματικές ζώνες στο εσωτερικό (πάχος) των τοιχωμάτων εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση, κάποιες φορές ακόμη και στο ίδιο όστρακο, ενώ είναι σπάνια η εμφάνιση καθαρών ερυθρών χρωμάτων που θα αντανακλούσαν πλήρη οξείδωση.
Συχνή επίσης είναι η παρουσία γκρίζου πυρήνα στις τομές των τοιχωμάτων. Αυτές οι ενδείξεις, σε συνδυασμό με την σχετικά χαμηλή θερμοκρασία όπτησης που συζητήθηκε παραπάνω, φαίνεται να αντανακλούν όπτηση των αγγείων σε ανοικτές φωτιές ή πρόχειρους λάκκους- κλιβάνους, όπου κεραμεικά και καύσιμα βρίσκονται σε επαφή, οι συνθήκες όπτησης είναι ευμετάβλητες, ο έλεγχος της θερμοκρασίας και των συνθηκών επιτυγχάνεται πιο δύσκολα και η διάρκεια της όπτησης είναι σύντομη.
Με βάση τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι τα υπό μελέτη αγγεία αποτελούν όλα προϊόν κοινής τεχνολογικής παράδοσης, που χαρακτηρίζεται από μια κοινή συνταγή για την παρασκευή της πηλόμαζας (με χρήση ερυθρών αργιλοχωμάτων και πρόσμιξη κοπανισμένης κεραμεικής), διαμόρφωση των αγγείων με απλά σχήματα και συνήθως χωρίς διακόσμηση, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη φροντίδα ή επένδυση χρόνου, και όπτηση σε μη τυποποιημένες συνθήκες, μάλλον σε ανοικτές φωτιές ή λάκκους. Ο περιορισμένος αριθμός των οστράκων της παρούσας ομάδος, αλλά και η έλλειψη απόλυτα ασφαλούς περιβάλλοντος δεν επιτρέπει περαιτέρω συζήτηση για την οργάνωση της παραγωγής της κεραμεικής σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια, η οποία όμως φαίνεται ότι χαρακτηριζόταν από μικρή επένδυση χρόνου και εργασίας αλλά και σχετικά χαμηλές απαιτήσεις σε τεχνικές δεξιότητες, άρα και σχετικά μικρή επένδυση στην εκμάθηση της τέχνης της αγγειοπλαστικής.
Στο τέλος της Νεολιθικής και στο πέρασμα προς την Εποχή του Χαλκού, τέτοιου είδους αγγεία εμφανίζονται και σε άλλες θέσεις (βλ. συζήτηση τυπολογικών χαρακτηριστικών, παραπάνω). Τα διαθέσιμα αναλυτικά δεδομένα είναι περιορισμένα αλλά υπάρχει ένα ενδιαφέρον τεχνολογικό χαρακτηριστικό που φαίνεται να είναι κοινό σε κεραμεική από θέσεις μιας αρκετά ευρύτερης περιοχής. Αφορά στην κοινή συνταγή για την παρασκευή της πηλόμαζας, με την χρήση ερυθρών αργιλοχωμάτων και την πρόσμιξη κοπανισμένης κεραμεικής. Τέτοια κεραμεική έχει εντοπισθεί στα Κύθηρα (από έναν αριθμό θέσεων, όπου αποτελεί την αποκλειστική κατηγορία κεραμεικής αυτής της περιόδου, Τελικής Νεολιθικής– Πρώιμης Εποχής Χαλκού Ι)52, αλλά και σε θέσεις όπου η ίδια συνταγή πηλόμαζας χρησιμοποιείται και σε άλλες κατηγορίες διακοσμημένης και ακόσμητης κεραμεικής (π.χ. Σπήλαιο της Δράκαινας53, Σπήλαιο Κουβελέικη Α' Λακωνίας54, Αλεπότρυπα Διρού Λακωνίας55).
Καθώς οι συνταγές παρασκευής πηλόμαζας δεν είναι δυνατόν να αντιγραφούν απλά και μόνο με την παρατήρηση των τελικών προϊόντων, των αγγείων56, η εκμάθηση και μετάδοσή τους στο χώρο προϋποθέτει απαραίτητα κοινωνική επαφή και συνύπαρξη. Επομένως, τέτοιου είδους πληροφορίες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην κατανόηση των τοπικών και ευρύτερων δικτύων επικοινωνίας και φαινομένων ανθρώπινων μετακινήσεων (π.χ. στο πλαίσιο δικτύων αναπαραγωγής) μέσα από τα οποία μεταδίδονταν και τέτοιου είδους τεχνολογικές γνώσεις και συνταγές57.


Kατάλογος διαγνωστικών Νεολιθικών οστράκων ανασκαφικής περιόδου 1955 58
ΚΧ 1: Τρία συγκολλώμενα όστρακα από το κατακόρυφο χείλος ανοικτού αγγείου. Διάμ.: 13,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,9 μήκ. x 5,2 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,45-0,55. Χρώμα: εξωτ. 5YR6/6 reddish yellow, εσωτ. 5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους <0,05-0,2. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Πλατιά, αβαθή ίχνη του εργαλείου εξομάλυνσης στην εξωτερική επιφάνεια και παρόμοια μικρότερου πλάτους στην εσωτερική. Πυρήνας: μία ερυθρόχρωμη ζώνη από το κέντρο έως την εξωτερική επιφάνεια και μία φαιού χρώματος από το κέντρο έως την εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 2: Όστρακο από το σώμα μεγάλου λεπτότοιχου ανοικτού αγγείου, που διατηρεί τμήμα από την κατώτερη απόληξη κατακόρυφα τοποθετημένης, ταινιωτής λαβής. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 5,6 μήκ. x 7,2 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,5-0,65. Διαστ. λαβής: 2,8 ύψος x 2,4 μέσο πλάτος. Πάχ. λαβής: 0,6-0,8. Χρώμα: εξωτ. 5YR5/4 reddish brown, εσωτ. 10YR5/3 brown και 2,5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,3. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες και λειασμένες. Χωρίς εξομάλυνση η εσωτερική επιφάνεια της λαβής. Πυρήνας: Σκούρος γκρίζος. Όπτηση: Σε σχετικά οξειδωτική ατμόσφαιρα. Δόθηκε για πετρογραφική ανάλυση.
ΚΧ 3: Μικρό όστρακο από το σώμα ανοικτού (;) αγγείου με λεπτά τοιχώματα, που διατηρεί μικρή, ταινιωτή, κατακόρυφα τοποθετημένη λαβή με οριζόντιο τρήμα. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,4 μήκ. x 4,1 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,45-0,6. Διαστ. λαβής: 3,0 μήκος x 2,6 πλάτος. Πάχ. λαβής: 0,6. Χρώμα: εξωτ. 2,5YR6/8 light red, εσωτ. 10YR3/2 very dark grayish brown. Μη πλαστικά: Μικρού μεγέθους ≤0,05. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Τμήμα της αρχικής λειασμένης επιφάνειας στο κάτω ήμισυ της λαβής. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος με την εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 4: Μικρό όστρακο από το σώμα λεπτότοιχου ανοικτού (;) αγγείου, που διατηρεί την γένεση μικρής, ταινιωτής, κατακόρυφα τοποθετημένης λαβής με οριζόντιο τρήμα. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,0 μήκ. x 2,65 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,6. Πλάτ. λαβής: 2,1. Πάχ. λαβής: 0,5-0,6. Χρώμα: εξωτ. 5YR6/8 reddish yellow, εσωτ. 10YR6/4 light yellowish brown. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,05-0,1. Ένα, μεγέθους 0,3. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες, φθαρμένες. Πυρήνας: Καστανόχρωμος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 5: Όστρακο από το σώμα χονδροειδούς αγγείου, που διατηρεί διακόσμηση από ανάγλυφο κομβίο ακανόνιστου κυκλικού σχήματος. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,7 μήκ. x 4,45 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,9. 'Υψος κομβίου: 0,7. Διάμ. κομβίου: 1,2-1,3. Χρώμα: εξωτ. 5YR5/6 yellowish red, εσωτ. 10YR4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,05-0,2. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Δύο εμπιέσεις στο κάτω μέρος της περιφέρειας του κομβίου (ίσως από τα δάκτυλα του κεραμέα που κόλλησαν στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου το κομβίο). Πυρήνας: Δύο χρωματικές ζώνες, μία καστανέρυθρη κοντά στην εξωτερική επιφάνεια και μία σκούρα γκρίζα κοντά στην εσωτερική. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 6: Όστρακο από το σώμα ανοικτού πιθανότατα αγγείου, που διατηρεί την γένεση (;) κατακόρυφα τοποθετημένης λαβής. Στο μέσον του σημείου ένωσης της λαβής με το τοίχωμα του αγγείου διακρίνεται μικρό κενό. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,9 μήκ. x 3,3 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,35. Πλάτ. γένεσης λαβής: 1,8. Χρώμα: εξωτ. 2,5YR7/3 pale yellow, εσωτ. 2,5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,2. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, φθαρμένη η εξωτερική. Πυρήνας: Σκούρος καστανός. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 7: Όστρακο από το χείλος ανοικτού, λεπτότοιχου αγγείου, που διατηρεί σε οριζόντια διάταξη (κάτω από το χείλος) απόφυση ορθογωνίου σχήματος. Διάμ.: 20,0-22,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,4 μήκ. x 3,9 πλάτ. Μέγ. σωζ. διαστ. απόφυσης: 2,55 μήκ. x 1,1 πλά. 'Υψ. απόφ.: 0,5. Πάχ. τοιχ.: 0,4-0,45. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR6/4 light brown, εσωτ. 2,5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Πολλά μικρά, μεγέθους 0,05-0,2. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, φθαρμένες. Πυρήνας: Γκριζωπός. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 8: Όστρακο από το χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 22,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 6,25 μήκ. x 4,8 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,65-0,8. Χρώμα: 10YR4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,15. Επιφάνειες: Πρόχειρα εξομαλυμένες, καλύτερα εξομαλυσμένη η εσωτερική. Πυρήνας: Σκούρος γκρίζος. Όπτηση: Σε αναγωγική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 9: Όστρακο από το ευθύγραμμο, έξω νεύον χείλος βαθιάς (ή μεσαίας) φιάλης. Διάμ.: 16,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,55 μήκ. x 4,9 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,7. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR5/4 brown, εσωτ. 10YR4/1 dark gray. Επίχρισμα: 7,5YR3/1 very dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,1. Επιφάνειες: Πρόχειρα εξομαλυμένες, με ίχνη μελανού επιχρίσματος (;). Πυρήνας: Γκρίζος. Όπτηση: Σε μικρής διάρκειας οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα, ή σε αναγωγική που συνοδεύθηκε από οξειδωτική ή μικτή. Δόθηκε για πετρογραφική ανάλυση.
ΚΧ 11: Μικρό όστρακο από το χείλος λεπτότοιχου, ανοικτού αγγείου. Διάμ.: 22,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 2,1 μήκ. x 2,9 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,4. Χρώμα: 2,5YR4/1 dark gray. Επίχρισμα: 7,5YR2,5/1 black. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους <0,05. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Ίχνη στιλβωμένου επιχρίσματος στην εσωτερική επιφάνεια. Πυρήνας: Γκρίζος. Όπτηση: Σε αναγωγική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 12 α: Όστρακο από το ευθύγραμμο χείλος ανοικτού χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 38,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,25 μήκ. x 2,7 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,3-1,35. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR6/6 reddish yellow, εσωτ. 2,5YR4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,2. Επιφάνειες: Eξομαλυμένες. Πυρήνας: Δύο χρωματικές ζώνες: μία καστανέρυθρη κοντά στην εξωτερική επιφάνεια και μία γκριζομέλανη κοντά στην εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 12β: Όστρακο από το κατακόρυφο χείλος ρηχής φιάλης, που διατηρεί καλά στιλβωμένο μελανό επίχρισμα. Διάμ.: 27,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,5 μήκ. x 2,5 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,65- 0,75. Χρώμα: εξωτ. 5YR5/6 yellowish red, εσωτ. 2,5Y4/1 dark gray. Επίχρισμα: 5YR2,5/1 black. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,3. Δεν διακρίνονται πολλά (προφανώς λόγω των σκουρόχρωμων επιφανειών). Επιφάνειες: Πολύ καλά εξομαλυμένες. Επιχρισμένες και στιλβωμένες, φθαρμένες κατά τόπους. Πυρήνας: Γκρίζος. Όπτηση: Σε μικρής διάρκειας οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα, ή σε αναγωγική που συνοδεύτηκε από οξειδωτική ή μικτή.
ΚΧ 13: Μικρό όστρακο από το έξω νεύον χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.:31,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 2,4 μήκ. x 3,7 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,1. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR6/4-6 light brown – reddish yellow, εσωτ. 5YR6/6 reddish yellow. Μη πλαστικά: Λίγα, μεγέθους 0,1. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Πυρήνας: Ανοικτός γκρίζος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 14: Μεγάλο όστρακο από το ασύμμετρο σώμα και το έσω νεύον χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου με ανάγλυφη διακόσμηση. Διάμ.: 36,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 6,9 μήκ. x 8,4 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,9-1,5. Χρώμα: εξωτ. 5YR6/6 reddish yellow, εσωτ. 5YR5/4 reddish brown. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,2. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Διακόσμηση: Έξεργα, επιμήκη, οριζόντια τοποθετημένα, τμήματα πηλού στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους. Πυρήνας: Ανοικτός γκρίζος. Δύο χρωματικές ζώνες, μία ερυθρόχρωμη κοντά στην εξωτερική επιφάνεια και μία γκριζόχρωμη κοντά στην εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα. Δόθηκε για πετρογραφική ανάλυση.
ΚΧ 15: Όστρακο από το έσω νεύον χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 40,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,7 μήκ. x 5,7 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,8-1,0. Χρώμα: εξωτ. 5YR5/4 reddish brown, εσωτ. 2,5YR5/4 reddish brown. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,2 και ένα, διαστάσεων 0,6 x 0,4. Επιφάνειες: Πρόχειρα εξομαλυμένες. Πυρήνας: Ερυθρόχρωμος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 16: Όστρακο από το χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 35,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,75 μήκ. x 4,2 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,9-1,1. Χρώμα: εξωτ. 2,5Y4/1 dark gray, εσωτ. 5YR5/4 reddish brown. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-1,25. Επιφάνειες: Πρόχειρα εξομαλυμένες. Πρόσθετο στρώμα πηλού στην εξωτερική επιφάνεια για τον σχηματισμό του χείλους. Πυρήνας: Ανοικτός γκρίζος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα που συνοδεύτηκε από πλήρως αναγωγική.
ΚΧ 17: Όστρακο από το χείλος χονδροειδούς αγγείου με παχιά τοιχώματα. Διάμ.: >42,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,45 μήκ. x 4,7 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,5-1,9. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR7/6 reddish yellow, εσωτ. 2,5YR4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,3. Επιφάνειες: Πρόχειρα εξομαλυμένες. Πυρήνας: Γκρίζος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 18: Όστρακο από το έσω νεύον χείλος ευρύστομου αγγείου. Διάμ.: 24,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,2 μήκ. x 2,8 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,8. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR5/4 brown, εσωτ. 2,5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,1. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Πυρήνας: Δύο χρωματικές ζώνες: μία καστανόχρωμη κοντά στην εξωτερική επιφάνεια και μία σκούρα γκρίζα κοντά στην εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 20: Όστρακο από το ελαφρώς έσω νεύον χείλος ευρύστομου χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 40,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,7 μήκ. x 3,2 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,9. Χρώμα: εξωτ. 7,5YR5/4 brown, εσωτ. 7,5YR6/6 reddish yellow. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,15. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, φθαρμένη η εξωτερική. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος με τις επιφάνειες. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 21: Μεγάλο όστρακο από το σώμα μεγάλου χονδροειδούς, πιθανότατα κλειστού, αγγείου με παχιά τοιχώματα. Διατηρεί υπολείμματα ανάγλυφης διακόσμησης. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 8,25 μήκ. x 5,5 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,85-2,00. Χρώμα: εξωτ. 10YR6/4 light yellowish brown. εσωτ. 2,5Y3/1 very dark gray. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,1-0,4. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Τμήματα πρόσθετων πήλινων διακοσμητικών στοιχείων (ενός δισκοειδούς και ενός επιμήκους), χαμηλού αναγλύφου, στην εξωτερική. Πυρήνας: Δύο χρωματικές ζώνες, μία ανοικτή καστανοκίτρινη κοντά στην εξωτερική και μία γκρίζα σκούρα κοντά στην εσωτερική. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 22: Όστρακο από το σώμα κλειστού χονδροειδούς αγγείου που διατηρεί ανάγλυφη διακόσμηση. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 5,5 μήκ. x 3,05 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,1. Χρώμα: 7,5YR6/4 light brown. Μη πλαστικά: Αρκετά, μεγέθους 0,05-0,5. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Τμήμα ανάγλυφης ταινίας στην εξωτερική. Πυρήνας: Διακρίνονται δύο χρωματικές ζώνες, μία ερυθροκάστανη κοντά στην εξωτερική επιφάνεια και μία καστανομέλανη κοντά στην εσωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Με εναλλαγές στην ατμόσφαιρα.
ΚΧ 23, 23α, 44, 44α: Τέσσερα συγκολλώμενα όστρακα από το σώμα μεγάλου χονδρότοιχου αγγείου με ανάγλυφη διακόσμηση. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 7,65 μήκ. x 6,75 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,15-1,25. Χρώμα: 2,5Y5/1- 5/2 gray – grayish brown. Μη πλαστικά: Διακρίνονται αρκετά μεγέθους 0,05-0,25. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Ανάγλυφες ταινίες στην εξωτερική. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος με τις επιφάνειες. Όπτηση: Μακράς διάρκειας σε σταθερή ατελώς αναγωγική ατμόσφαιρα, ή σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 24: Όστρακο από το σώμα μεγάλου χονδροειδούς, με παχιά τοιχώματα αγγείου, που διατηρεί τμήμα της κατώτερης απόληξης κατακόρυφης ταινιωτής λαβής. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 7,2 μήκ. x 4,5 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,45-1,55. Πάχ. λαβής: 1,3. Χρώμα: 7,5YR6/6 reddish yellow. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,3. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Διακρίνονται η κόλληση της λαβής με το τοίχωμα και η κόλληση κουλούρων που τοποθετήθηκαν η μία επάνω και πλάγια στην άλλη. Πυρήνας: Σκούρος γκρίζος. Όπτηση: Σε μικρής διάρκειας οξειδωτική ή μικτή, ή σε αναγωγική που συνοδεύεται από πλήρως οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 25: Τμήμα μεγάλης, ταινιωτής, κατακόρυφα τοποθετημένης λαβής, από χονδροειδές αγγείο. Ίσως συνανήκει με το ΚΧ 24. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 5,7 x 3,9. Πάχ. λαβής κατά το μέσον: 1,6. Χρώμα: 2,5YR5/6 red – 5 YR5/6 yellowish red. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,05-0,25. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Πυρήνας: Σκούρος γκρίζος. Όπτηση: Σε μικρής διάρκειας οξειδωτική ή μικτή, ή σε αναγωγική που συνοδεύεται από πλήρως οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 26: Όστρακο από το κατώτατο σώμα και την επίπεδη βάση χονδροειδούς αγγείου. Διάμ.: 16,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,2 μήκ. x 5,0 πλάτ. Πάχ. τοιχ. – βάσ.: 1,3-1,4. Χρώμα: εξωτ. 2,5YR5/6 red, εσωτ. 7,5YR2,5/1 black. Μη πλαστικά: Μεγέθους έως 0,15. Στην εσωτερική επιφάνεια, επίμηκες ίχνος εγκλείσματος διαστάσεων 0,9 x 0,25 και βάθους 0,2. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένη η εξωτερική, λιγότερο καλά η εσωτερική. Πυρήνας: Γκριζοκάστανος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 27: Όστρακο από το κατώτατο σώμα και την επίπεδη βάση αγγείου. Διάμ.: 14,0. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,45 μήκ. x 4,0 πλάτ. Πάχ. τοιχ. – βάσ.: 1,0-0,9. Χρώμα: 2,5YR6/8 light red. Μη πλαστικά: Λίγα, μεγέθους 0,1-0,35. Επιφάνειες: Φθαρμένες. Πυρήνας: Κιτρινέρυθρος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 28: Τμήμα ταινιωτής, οριζόντια (;) τοποθετημένης λαβής. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 2,7 μήκ.x 2,35 πλάτ. Πάχ. λαβής: 1,0. Χρώμα: εξωτ. 10YR6/4 light yellowish brown, εσωτ. 10YR5/3 brown. Μη πλαστικά: Λίγα, μεγέθους 0,05. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, με ίχνη λείανσης. Πυρήνας: Καστανόφαιος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.


ΚΧ 29: Τμήμα ταινιωτής, κατακόρυφα τοποθετημένης λαβής. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 2,0 μήκ.x 2,0 πλάτ. Πάχ. λαβής: 0,7-0,8. Χρώμα: 5YR6/6 reddish yellow. Μη πλαστικά: Λίγα, μεγέθους 0,15-0,2. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένη η άνω επιφάνεια, πρόχειρα εξομαλυμένη η κάτω. Πυρήνας: Ανοικτός γκρίζος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 40: Όστρακο από το σώμα ανοικτού, λεπτότοιχου αγγείου, που διατηρεί ψευδολαβή χαμηλού αναγλύφου. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,1 μήκ. x 4,7 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,5-0,6. Μέγ. σωζ. ύψος λαβής: 3,4. Πλάτ. λαβής κατά το μέσον: 2,1. Χρώμα: εξωτ. 5YR6/6 reddish yellow, εσωτ. 10YR4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,05-0,2. Επιφάνειες: Καλά εξομαλυμένες. Στην εσωτερική ίχνη λείανσης. Στην εξωτερική κατακόρυφα τοποθετημένη ψευδολαβή χαμηλότατου αναγλύφου, με μορφή «κλεψύδρας». Πυρήνας: Σκούρος γκρίζος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή μικρής διάρκειας, ή σε αναγωγική που συνοδεύεται από πλήρως οξειδωτική ή μικτή.
ΚΧ 64: Όστρακο από το σώμα μεγάλου χονδροειδούς αγγείου με διακόσμηση από ανάγλυφες ταινίες. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 5,9 μήκ. x 5,1 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,2. Χρώμα: εξωτ. 5YR6/6 reddish yellow, εσωτ. 7,5YR4/2 brown. Μη πλαστικά: Πολλά, μεγέθους 0,05-0,45. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, φθαρμένες. Στην εξωτερική δύο τεθλασμένες ανάγλυφες ταινίες που διασταυρώνονται σχηματίζοντας σχεδόν ορθή γωνία. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 73: Φθαρμένο όστρακο από το σώμα αγγείου με παχιά τοιχώματα και ανάγλυφη διακόσμηση. Φαίνεται να συνανήκει με τα ΚΧ 23, 23α, 44, 44α. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,15 μήκ. x 2,9 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,25. Χρώμα: 2,5Y6/2 light brownish gray. Μη πλαστικά: Αρκετά, μεγέθους 0,1. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες, φθαρμένες. Στην εξωτερική υπόλειμμα ανάγλυφης διακόσμησης. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.ΚΧ 88: Μικρό φθαρμένο όστρακο από το σώμα ανοικτού χονδροειδούς αγγείου με παχιά τοιχώματα και ανάγλυφη διακόσμηση. Μεγ. σωζ. διαστάσεις: 3,7 μήκ. x 2,9 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 1,65. Χρώμα: εξωτ. 2,5Y6/2 light brownish gray, εσωτ. 2,5Y4/1 dark gray. Μη πλαστικά: Διακρίνονται λίγα, μεγέθους 0,1. Επιφάνειες: Φθαρμένη η εξωτερική, με υπολείμματα ανάγλυφης διακόσμησης. Λειασμένη η εσωτερική. Πυρήνας: Σκούρος καστανός. Όπτηση: Σε ατελώς αναγωγική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 102: Όστρακο από το σώμα αγγείου με ανάγλυφη διακόσμηση. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,0 μήκ. x 3,0 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 0,9. Χρώμα: εξωτ. 2,5Y6/2 lighr brownish gray, εσωτ. 7,5YR6/4- 6/6 light brown - reddish yellow. Μη πλαστικά: Λίγα, μικρού μεγέθους (0,05-0,1). Επιφάνειες: Εξομαλυμένες και φθαρμένες. Πυρήνας: Ομοιόχρωμος με την εξωτερική επιφάνεια. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.
ΚΧ 135: Όστρακο από την χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση αγγείου. Διάμ.: 11. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 4,3 μήκ. x 5,1 πλάτ. Πάχ. βάσ.: 0,75 κατά το μέσον. Χρώμα: εξωτ. 2,5Y6/6-4 light yellowish brown, εσωτ. 7,5YR6/6 reddish yellow. Μη πλαστικά: Μεγέθους 0,05-0,2 και ένα μεγέθους 0,4, στρογγυλευμένο, καστανόχρωμο, που χαράσσεται με το νύχι. Επιφάνειες: Εξομαλυμένες. Πυρήνας: Καστανοκίτρινος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ατμόσφαιρα.
ΚΧ 136: Τμήμα από τον ελλειψοειδούς διατομής λαιμό και την αδρά διαμορφωμένη κεφαλή πήλινου ανθρωπόμορφου ειδωλίου. Αποδίδεται πλαστικά μεγάλη ραμφόσχημη μύτη. Μέγ. σωζ. διαστάσεις: 3,5 μήκ. x 2,0 πλάτ. Πάχ. τοιχ.: 2,6. Χρώμα: 7,5YR6/4-6/6 light brown – reddish yellow. Μη πλαστικά: Μεγέθους έως 0,2. Εξωτερική επιφάνεια: Πολύ πρόχειρα εξομαλυμένη, με ίχνη ερυθρού χρώματος απόχρωσης 10R4/8. Πυρήνας: Γκριζοκάστανος. Όπτηση: Σε οξειδωτική ή μικτή ατμόσφαιρα.


Σπήλαιο Καταβόθρα Χώρας Τριφυλίας
Νεολιθικά ευρήματα ανασκαφής Σπυρίδωνος Μαρινάτου, 1955
Γιάννος Λώλος- Αλεξάνδρα Μαρή- Ευαγγελία Κυριατζή
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Γεώργιο Στυλ. Κορρέ- ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Σημειώσεις:
1 Το κεραμεικό υλικό από την ανασκαφή του 1955 στην Καταβόθρα, αν και μικρό σε ποσότητα, ήλκυσε την προσοχή και το έντονο ενδιαφέρον του Γ. Λώλου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (φυλασσόμενο, τότε, στην Αποθήκη 2 του Αρχαιολογικού Μουσείου της Χώρας), λόγω της γενικής «πτωχικής» εμφάνισης και της σπανιότητάς του για την πυλιακή περιοχή. Η πρώιμη ενασχόλησή του με το κεραμεικό σύνολο από την θέση (βλ. Λώλος 1993), με την συναίνεση του Καθηγητή κ. Γ.Σ. Κορρέ, περιελάμβανε: α) Την πρώτη καταγραφή του υλικού (με αρίθμηση οστράκων), β) την ταξινόμησή του, κατά κατηγορίες κεραμεικής (wares), γ) την προκαταρκτική, συγκριτική εξέτασή του με άλλα νεολιθικά σύνολα από την ευρύτερη μεσσηνιακή περιοχή (κυρίως από το Σπήλαιο του Νέστορος και τα Νιχώρια) και δ) την εποπτεία της σχεδίασης αριθμού χαρακτηριστικώνοστράκων από την Lyla Brock, μέλος του Περιφερειακού Αρχαιολογικού Προγράμματος Πύλου-PRAP, τον Αύγουστο του 1992. Αργότερα, η ευθύνη της συνέχισης της μελέτης του νεολιθικού υλικού και της οριστικής δημοσίευσής του ανελήφθη από κοινού, από τον Γ. Λώλο και την Α. Μαρή, με την άδεια του Καθηγητή κ. Κορρέ και εν συνεχεία με σχετική απόφαση από την Γ.Δ.A.Π.Κ. του ΥΠ.ΠΟ.Α., και με ουσιώδη οικονομική ενίσχυση από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, προς το οποίο οφείλονται θερμές ευχαριστίες. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η Ε. Κυριατζή ανέλαβε, μέσω πετρογραφικών αναλύσεων και άλλων μεθόδων, τη διερεύνηση της σύστασης των κεραμεικών υλών και της τεχνολογίας κατασκευής των αγγείων. Διευκρινίζεται ότι για την τελική μορφή της παρούσας συλλογικής μελέτης, το βάρος της συμβολής φέρουν, προεχόντως: Για το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος (καθώς και για την Εισαγωγή και το Επίμετρο), ο Γ. Λώλος και η Α. Μαρή (υπεύθυνη, επίσης, για τον Κατάλογο και τη σχεδίαση των επιλεγέντων οστράκων), για το τρίτο μέρος η Ε. Κυριατζή, και τέλος, για την φωτογράφηση των αντικειμένων, ο Κ. Ξενικάκης.
2 Προς τον Καθηγητή κ. Γ.Σ. Κορρέ απευθύνονται θερμότατες ευχαριστίες για την παραχώρηση άδειας μελέτης και δημοσίευσης του νεολιθικού υλικού από την Καταβόθρα Χώρας (για την έκδοση σχετικής απόφασης από το ΥΠ.ΠΟ.Α.) και για την πολύπλευρη συνδρομή του κατά την εξέλιξη της μελέτης του υλικού. Ειλικρινείς ευχαριστίες εκφράζονται και στο φυλακτικό προσωπικό του Αρχαιολογικού Μουσείου Χώρας Τριφυλίας, ιδιαιτέρως στους Δ. Καγιά, Α. Φράγκο, Γ. Σαραντοπούλου και Μ. Μπάρκα, για την πρόθυμη παροχή διευκολύνσεων σε διαδοχικές φάσεις μελέτης του υλικού στο Μουσείο, από τον Γ. Λώλο και την Α. Μαρή, ήδη από την δεκαετία του 1990.
3 Μαρινᾶτος 1955, 245-246, και εδώ, ως Παράρτημα.
4 Με ορισμένους εξ αυτών, μεγάλης σχετικά ηλικίας, είχε συνομιλήσει ο Γ. Λώλος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην Χώρα.
5 Το επίγειο τμήμα του σπηλαίου περιγράφεται από τον Μαρινάτο (1955, 246) ως «λίαν εὐρύστομον».
6 Βλ. και ένδειξη σε πρόχειρη πινακίδα, στο υλικό: «Καταβόθρα Χώρας. Ανώτερα στρώματα. 18/19-7-55».
7 Μαρινᾶτος 1955, 246. Βλ. και ένδειξη σε πινακίδα, συνοδεύουσα το σύνολο των οστράκων: «Καταβόθρα Χώρας. Κατώτατον στρῶμα. Ἀριστερά τῆς εἰσόδου. 19/20-7-1955» (εικ. 4). Ορισμένα εξ αυτών είχαν ξεχωρισθεί από κάποιον, κατά το παρελθόν, με την ένδειξη «Selected».
8 Μαρινᾶτος 1962, 289.
9 Ορλάνδος 1956, 88. Daux 1956, 285. McDonald και Hope Simpson 1961, 256 σημ. 9.
10 Θεοχάρη 1973, 350, αρ. 106 (Πύλος).
11 Θεοχάρης 1981, 74. Ας σημειωθεί ότι ο Δημ. Θεοχάρης (ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων) και η Μαρία Θεοχάρη (ως φοιτήτρια: Μ. Παπαδοπούλου) συμμετείχαν στις Ανασκαφές Πύλου του 1955: βλ. Μαρινᾶτος 1955, 245.
12 Phelps 1975, 297· 2004, 104-105 (αρ. 47), με παραπομπή και σε νεώτερο, διευρυμένο κατάλογο, στο Σάμψων 1997, 352-356, επίσης 173, χάρτης 4: Final Neolithic Sites.
13 Κορρές 1981β, 456.
14 Λώλος 1993.
15 Λώλος 1994· 2004, 24, 25, 45, 58. Lolos 1998, 26, 49, 64.
16 Παπαθανασόπουλος 1996, 206 (αρ. 685), εικ. 60.
17 Davis κ.ά. 1997, 417, 430, 438-439.
18 Πετράκος 2011, 154 [202].
19 Παπαδημητρίου και Τσιρτσώνη 2010, 10-13.
20 Κορρές 2012, 426. Μπάνου 2012, 16 σημ. 3, 17, χάρτης 1: αρ. 2.
21 Οι ψευδολαβές εμφανίζονται από τα τέλη της Νεώτερης – αρχές της Τελικής Νεολιθικής κ.ε. Βλ. π.χ. Σάμψων 1993, 159. Για χρονολογικό πίνακα της Νεολιθικής, βλ. Παπαδημητρίου και Τσιρτσώνη 2010, 14.
22 Διακοσμητικές κομβιόσχημες ή ωοειδείς αποφύσεις εμφανίζονται στην επιφάνεια αγγείων ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (βλ. π.χ. Phelps 2004, 38. Vitelli 1993 και 2007).
23 Πρβλ. Μαρή 2001, 126 (2.10.2), εικ. 55:189, όπου πήλινα ωοειδή εξογκώματα κοσμούν την άνω επιφάνεια του χείλους νεολιθικού θραύσματος, από το Σπήλαιο του Ευριπίδη στην Σαλαμίνα.
24 Αυτού του είδους η διακόσμηση συναντάται ευρύτατα σε στρώματα της ΤΝ διαφόρων ελλαδικών θέσεων. Πρβλ. π.χ. Lambert 1981, εικ. 246. Phelps 2004, εικ. 57:1, 60:4, 6, 7, 10, 14, 99: 1, 2, 4, 5, 8, 9, 10-12, 100:4-5. Επίσης, Howell 1992: Cordon-decorated ware (Νιχώρια).
25 Vitelli 1995 και 1999.
26 Το φαινόμενο παρατήρησε πρώτη η Ε. Κυριατζή κατά την πραγματοποίηση πετρογραφικής ανάλυσης σε αριθμό δειγμάτων της κεραμεικής που παρουσιάζεται εδώ.
27 Μαρινᾶτος 1955, 246.
28 Σάμψων 1980. Κορρές κ.ά. 2014, 73-77.
29 Κορρές 1977, 1978, 1979, 1981α, 1982. Korres 1990.
30 Zachos 2008, 5, 35.
31 Zachos 2008, 16-35.
32 Νεολιθική κεραμεική έχει εντοπιστεί και στο Σπήλαιο Μαύρη Τρύπα, στη νήσο Σχίζα, νοτίως της Μεθώνης (Παπακωνσταντίνου 1981). Μικρή ποσότητα νεολιθικής χονδροειδούς κεραμεικής δεν αποκλείεται να περιλαμβάνεται στο επιφανειακό υλικό που περισυλλέχθηκε κατά την διενέργεια του Pylos Regional Archaeological Project (βλ. παραπάνω).
33 Howell 1992.
34 Rambach και Χατζῆ-Σπηλιοπούλου 2002.
35 Βλ. McDonald και Hope Simpson 1969, 156, πίν. 44a: 1, 7, 12, 46: 1. Phelps 2004, 105 (αρ. 46), 173, χάρτης
4. Το υλικό αποτελείται από 80 και πλέον όστρακα (επίσης, 6 κομμάτια πηλοκονιάματος). Τα περισσότερα ανήκουν σε ακόσμητα, χονδροειδή αγγεία (πολλά θραύσματα παχέων τοιχωμάτων), ενώ εντοπίζονται κάποια με καστανό επίχρισμα (με στίλβωση) εξωτερικά, ένα με μικρή μαστοειδή απόφυση και ένα θραύσμα τοιχώματος κλειστού αγγείου, με οριζόντια ανάγλυφη ταινία (μετά από εξέταση του υλικού, από το σπήλαιο, από τον Γ. Λώλο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, στην Καλαμάτα, τον Αύγουστο του 2016, με την συνεργασία των αρχαιολόγων Χριστίνας Μαραμπέα και Λίτσας Μαλαπάνη (από την ΕΦ.Α. Μεσσηνίας).
36 Χρήση πασσαλόπηκτων κατασκευών διαφόρων λειτουργιών, με πλεκτά τοιχώματα καλυμμένα από στρώση πηλού, πιστοποιείται στην Ν. Ελλάδα, στην Αττική, σε στρώματα της Μέσης και της Νεώτερης Νεολιθικής στην Νέα Μάκρη, βλ. Παντελίδου-Γκόφα 1991, 126, 131, 154-155, 163, 166-167. Κατάλοιπα πασσαλόπηκτων κατασκευών (από τις οποίες όμως απουσιάζουν θραύσματα πηλού με αποτυπώματα κλαδιών ή χόρτων) έχουν επίσης εντοπιστεί σε αρκετές θέσεις της Αρχαιότερης και Νεώτερης Νεολιθικής, στις περιοχές Μερέντας (Κακαβογιάννη κ.ά. 2009· Kakavogianni κ.ά. 2016) και Καλυβίων Μαρκοπούλου (Ραυτοπούλου και Τσώνος 2015), Παλλήνης – Γέρακα (Σταϊνχάουερ 2009, 315), και βόρειας Αττικής (Παλαιολόγος και Στεφανοπούλου 2015). Κατάλοιπα πλίνθινων τοιχίων επάνω σε λίθινους τοίχους έχουν διαπιστωθεί και στον οικισμό Γυαλού Σπάτων (Γκινάλας κ.ά. 2015).
37 Αρκετά θραύσματα ψημένων πήλινων μαζών που δείχνουν να σχετίζονται με παρόμοιες πήλινες επιφάνειες, εντοπίσθηκαν και στα νεολιθικά στρώματα του Σπηλαίου Πανός Μαραθώνος κατά την σωστική ανασκαφική διερεύνηση που διενήργησε εκεί η αρχαιολόγος Αλεξάνδρα Μαρή της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας Σπηλαιολογίας, από το 2014 έως και το 2018. Για κυκλική διαμόρφωση (εστία) σε στρώμα της Τελικής Νεολιθικής εντός του Σπηλαίου του Νέστορος στην χερσόνησο του Κορυφασίου, βλ. Κορρές κ.ά. 2014, 69-70, εικ. 8β.
38 Την ιδιαιτερότητα του θραύσματος ΚΧ 136 είχε επισημάνει ο Γ. Λώλος, από την αρχή της ενασχόλησής του με το υλικό της Καταβόθρας, αλλά το είχε ερμηνεύσει τότε διαφοροτρόπως (Λώλος 1993, 4): «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το θραύσμα ΚΧ 136. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για τμήμα ογκώδους απόφυσης-λαβής με αιχμηρή απόληξη, που φαίνεται να ενσωματώνει και κάποια ζωομορφικά στοιχεία, όπως συμβαίνει με λαβές Υστερονεολιθικών αγγείων».
39 Τα περισσότερα κατάλοιπα βαφής εντοπίσθηκαν στην πλαϊνή δεξιά (κοιτάζοντας το πρόσωπο του ειδωλίου) επιφάνεια, μεταξύ της μύτης και του πίσω μέρους της κεφαλής. Ελάχιστα ίχνη διατηρούνται επίσης στη βάση του λαιμού και στην κεφαλή.
40 Βλ. Phelps 2004, εικ. 79: 1-2. Talalay 1993, 112, πίν. 12a, 13a, 16a, 17a, όπου εικονίζονται τέτοια ειδώλια από την Ακράτα και το Φράγχθι.
41 Elster και Renfrew 2003, 430, εικ. 11.22, 478, 480, εικ.13.1.6b. Renfrew κ.ά.1986,237,εικ.9.23-9.24.
42 Talalay 1993, 68.
43 Εξαίρεση αποτελούν τα πήλινα ειδώλια με ίχνη ερυθρής βαφής από το Σπήλαιο Κουβελέϊκη Α' Λακωνίας. Ευχαριστούμε θερμά την αρχαιολόγο της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Χρυσάνθη Κονταξή για την πληροφορία.
44 Πρβλ. πήλινα σανιδόμορφα από το Σπήλαιο Αλεπότρυπας Διρού Λακωνίας (εξέταση από Α. Μαρή. Βλ. επίσης Παπαθανασόπουλος κ.ά. 2011, 226).
45 Π.χ. Phelps 2004, 116. Σάμψων 1993, 154-158.
46 Για λεπτομερή περιγραφή των τεχνικών αυτών και του τρόπου εφαρμογής τους, βλ. Whitbread 1995, 390-391. Κυριατζή 2000, 90-92. Kiriatzi κ.ά. 2011, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
47 Μετά την εξέταση της αργιλικής λεπτόμαζας των δειγμάτων στο πολωτικό μικροσκόπιο θεωρήθηκε ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αρχική θερμοκρασία όπτησης δεν υπερέβη τους 900 οC.
48 Maniatis και Tite 1981.
49 Maniatis και Tite 1981.
50 Perrier 1980.
51 Galaty 1999, 65 (Fabric 1a).
52 Broodbank και Kiriatzi 2007, 248-250.
53 Kiriatzi (υπό δημοσίευση).
54 Kiriatzi 2002.
55 Pentedeka 2005.
56 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, στην κεραμεική με πρόσμιξη κοπανισμένης κεραμεικής, το μέγεθος των θραυσμάτων κοπανισμένης κεραμεικής δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό και είναι δύσκολα ορατό με γυμνό οφθαλμό.
57 Gosselain 2000.
58 Οι διαστάσεις δίνονται σε εκατοστά του μέτρου. Τα χρώματα των επιφανειών αποδίδονται σύμφωνα με το Munsell Soil Color Charts (1994) και μετρήθηκαν σε εξωτερικό χώρο, κατά τις πρωινές ώρες συννεφιασμένων φθινοπωρινών ημερών.

SUMMARY: THE KA TAVOTHRA CAVE IN CHORA, TRIPHYLIA. NEOLITHIC FINDS FROM THE EXCAVATION BY SPYRIDON MARINATOS, 1955
This contribution is the definitive publication of a rather “humble” group of 151 clay (mostly pottery) finds brought to light in July 1955 by Spyridon Marinatos in the front “overground” part of a large underground cave, with a succession of circular chambers, aptly called Katavothra (Sink-hole) inside the modern town of Chora in Triphylia, Western Messenia (one of four caves with evidence of occupation in Late-Final Neolithic times in the wider geographical area, see figs. 1-4).The paper consists of three parts, accompanied by a Catalogue of all diagnostic Neolithic potsherds from the 1955 excavation (now deposited in the Archaeological Museum of Chora) and an Appendix, reproducing Sp. Marinatos’s original excavation report on Katavothra, in the Proceedings of the Archaeological Society of Athens (PAE) for 1955.
The first part of the paper discusses the site, the 1955 excavation and the history of research relating to this rare Neolithic ceramic group in the Pylian territory. The second part is a full treatment: of a total 138 sherds, mostly from plain coarsish (open or wide-mouthed) vases, assignable to the very end of the Final Neolithic period (ca. 4500-3200 B.C.) and closely comparable to material from Nichoria and other sites (figs. 5-14); also of an intriguing group of 13 masses of baked clay (fig. 15), and of a partly preserved clay figurine (figs. 16-18).
The third part of the paper is a specialized analytical study, achieved through the examination of thin sections and other methods, of the provenance and ceramic technology of the Neolithic group from the Katavothra Cave in Chora.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bασιλοπούλου, Β., και Σ. Κατσαρού-Τζεβελέκη, επιμ. 2009. Από τα Μεσόγεια στον Αργοσαρωνικό. Β' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Το έργο μιας δεκαετίας, 1994 – 2003. Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα, 18-20 Δεκεμβρίου 2003. Μαρκόπουλο Μεσογαίας: Δήμος Μαρκοπούλου Μεσογαίας.
Broodbank, C., και E. Kiriatzi. 2007. «The first ‘Minoans’ of Kythera re-visited: Technology, Demography and Landscape in the Early Bronze Age Aegean.» AJA 112:241-274.
Γκινάλας, Μ., Μ. Στάθη, και Ζ. Ζγουλέτα. 2015. «Προϊστορικός οικισμός στην περιοχή Γυαλού Σπάτων.» Στο Πρακτικά ΙΕ' Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής, 17-20 Οκτωβρίου 2013, Δημαρχιακό Μέγαρο Δήμου Κρωπίας, 337-352. Καλύβια Θορικού: Εταιρεία Μελετών Νοτιοανατολικής Αττικής.
Daux, G. 1956. «Chronique des fouilles.» BCH 80:219-432.
Davis, J., S.E. Alcock, J. Bennet, Y.G. Lolos, και C.W. Shelmerdine. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project. Part I: Overview and the Archaeological Survey.» Hesperia 66(3):391-494.
Elster E.S., και C. Renfrew. 2003. Prehistoric Sitagroi: Excavations in Northeast Greece, 1968-1970. Vol. 2, The Final Report. Monumenta Archaeologica 20. California: University of California.
Θεοχάρη, Μ.Δ. 1973. «Εὑρετήριο Νεολιθικῶν Οἰκισμῶν καὶ Θέσεων τοῦ Ἑλλαδικοῦ Χώρου.» Στο Νεολιθικὴ Ἑλλάς, Δ.Ρ. Θεοχάρης, 347-350. Ἀθῆναι: Ἐθνικὴ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος.
Θεοχάρης, Δ.Ρ. 1981. Νεολιθικὸς Πολιτισμός. Σύντομη ἐπισκόπηση τῆς Νεολιθικῆς στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
Galaty, M. L. 1999. Nestor’s Wine Cups – Investigating Ceramic Manufacture and Exchange in a Late Bronze Age “Mycenaean” State. BAR-ΙS 766. Oxford: J. & E. Hedges.
Gosselain, O.P. 2000. «Materialising Identities: An African perspective.» JAMT 7 (3):186-217.
Howell, R. J. 1992. «Final Neolithic Phase.» Στο Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Vol. II, The Bronze Age Occupation, επιμ. W. McDonald και N. Wilkie, 8-14. Minneapolis: The University of Minnesota Press.
Κακαβογιάννη, Ο., Ε. Τσελεπή, και Χ. Κατσαβού. 2009. «Οικισμός της Αρχαιότερης Νεολιθικής και οικία της Νεότερης Νεολιθικής εποχής στη Μερέντα.» Στο Βασιλοπούλου και Κατσαρού-Τζεβελέκη 2009, 143-157.
Kakavogianni, O., E. Tselepi, K. Dimitriou, C. Katsavou, και K. Douni. 2016. «The Neolithic and Early Bronze Age settlement in Merenta, Attica, in its regional context.» Στο The Human Face of Radiocarbon. Reassessing chronology in Prehistoric Greece and Bulgaria 5000-3000 cal BC, επιμ. Z. Tsirtsoni, 437-451.
Travaux de la Maison de l’Orient et de la Mediterranée 69. Lyon: Maison de l’Orient et de la Mediterranée.
Kiriatzi, E. 2002. «Petrographic analysis of Neolithic pottery from the Kouveleiki A Cave; a preliminary report.» Αδημοσίευτη έκθεση. Fitch Laboratory, British School at Athens.
_. Υπό δημοσίευση. «Pottery traditions and people in Neolithic “Drakaina Cave”, Kephalonia, Western
Greece. An integrated petrological and technological study.» Στο Drakaina Cave on Kephalonia Island,
Western Greece: A place of Social Activity during the Neolithic, επιμ. G. Stratouli. IΝSTAP Academic Press. Kiriatzi, E., Μ. Georgakopoulou, και A. Pentedeka 2011. «Pottery Production and Importation at Bronze Age Kolonna: the ceramic fabrics and the island’s landscape.» Στο Ägina Kolonna, Forschungen und Ergebnisse. Band V, Pottery Production and Supply at Bronze Age Kolonna, Aegina: An Integrated Archaeological and Scientific Study of a Ceramic Landscape, επιμ. W. Gauss και E. Kiriatzi, 69-156. Wien: Österreichische Akademie der Wissenschaften.
Κορρές, Γ.Σ. 1977. «Ἐργασίαι, ἔρευναι καὶ ἀνασκαφαὶ ἀνά τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:229-295.
_. 1978. «Ἔρευναι καὶ ἀνασκαφαὶ ἀνὰ τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:323-360.
_. 1979. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:138-155.
_. 1981α. « Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς.» ΠΑΕ:194-240.
_. 1981β. «Μεσσηνία.» Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαιδεία 21:455-464.
_. 1982. «Ἀνασκαφαὶ ἀνὰ τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:120-187.
_. 2012. «Μεσσηνία, Ιστορικό και Αρχαιολογικό Περίγραμμα.» Στο Αρχαιολογία: Πελοπόννησος, επιμ. Α. Βλαχόπουλος, 426-439. Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.
Κορρές, Γ.Σ., Α. Σάμψων, και Σ. Κατσαρού. 2014. «Τὸ σπήλαιον Νέστορος στὴν Βοϊδοκοιλιὰ Πύλου. Ἡ ἔρευνά του καὶ ἡ προκαταρκτικὴ ἐξέταση τῶν παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων εὑρημάτων.» Στο Πρακτικὰ Δ' Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν (Καλαμάτα, 8-11 Ὀκτωβρίου 2010), επιμ. Ι. Γιανναροπούλου, 49-90. Πελοποννησιακὰ Παράρτημα 31. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
Korres, G.S. 1990. «Excavations in the region of Pylos.» Στο ΕΥΜΟΥΣΙΑ. Ceramic and Iconographic Studies in Honour of Alexander Cambitoglou, επιμ. J.-P. Descoeudres, 1-11. MeditArch Suppl. 1. Sydney: Meditarch.
Κυριατζή, E. 2000. «Κεραμική Τεχνολογία και Παραγωγή: η Κεραμική της Ύστερης Εποχής Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης.» Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Lambert, N. 1981. La Grotte préhistorique de Kitsos (Attique). Paris: Éditions A.D.P.F. – École Française d’Athènes.
Lolos, Y.G. 1998. The Capital of Nestor and its Environs, Sandy Pylos. Athens: Oionos.
Λώλος, Γ.Γ. 1993. «Μελέτη Νεολιθικής κεραμεικής από το Σπήλαιο Καταβόθρα στην Χώρα Τριφυλίας.»
Αδημοσίευτη έκθεση προόδου (5 σελίδων), ως παράρτημα αιτήματος, για επιχορήγηση, του Γ.Σ. Κορρέ προς το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου. Αθήνα.
_. 1994. Η πρωτεύουσα του Νέστορος και η γύρω περιοχή. Πύλος ημαθόεις. Αθήνα: Οιωνός.
_. 2004. Η πρωτεύουσα του Νέστορος και η γύρω περιοχή. Πύλος ημαθόεις.3ηέκδοση. Αθήνα: Οιωνός.
Maniatis, Y., και M.S. Tite. 1981. «Technological Examination of Neolithic-Bronze Age Pottery from Central and Southeast Europe and from the Near East.» JAS 8:59-76.
Μαρή, Α. 2001. «Η Νεολιθική Εποχή στον Σαρωνικό. Μαρτυρίες για την χρήση του Σπηλαίου του Ευριπίδη στην Σαλαμίνα με βάση την κεραμεική της Νεώτερης και Τελικής Νεολιθικής.» Διδακτορική
διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Μαρινᾶτος, Σ. 1955. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:245-255.
_. 1962. «Πύλος.» Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Συμπλήρωμα Δ':287-292.
_. 2014. Ἀνασκαφαὶ Μεσσηνίας, 1952-1966. Ἐπιμέλεια – Σχέδια Σπ. Ἰακωβίδη. Βιβλιοθήκη τῆς Ἐν
Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 292. Ἀθῆναι: Ἡ Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
McDonald, W.A., και R. Hope Simpson. 1961. «Prehistoric Habitation in Southwestern Peloponnese.» AJA 65:221-260.
_. 1969. «Further Explorations in Southwestern Peloponnese.» AJA 73:123-177.
Μπάνου, Α. 2012. «Μεσσηνία: Οι προϊστορικοί χρόνοι.» Στο Μεσσηνία: Συμβολές στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της, επιμ. Α.Ν. Δουλαβέρας και Ι.Κ. Σπηλιοπούλου, 13-75. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Ὀρλάνδος, Α.Κ. 1956. Τὸ Ἔργον τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας κατὰ τὸ 1955. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Παλαιολόγος, Δ., και Μ. Στεφανοπούλου. 2020. «Η προϊστορική τοπογραφία στη βόρεια Αττική: πρόσφατες ανακαλύψεις.» Στο Papadimitriou κ.ά. 2020, 127-138. Oxford: Archaeopress.
Παντελίδου-Γκόφα, Μ. 1991. Ἡ Νεολιθικὴ Νέα Μάκρη. Τὰ οἰκοδομικά. Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 119. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Παπαδημητρίου, Ν., και Ζ. Τσιρτσώνη, επιμ. 2010. Η Ελλάδα στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο των Βαλκανίων κατά την 5η και 4η χιλιετία π.Χ. Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή.·
Papadimitriou, N., J.C. Wright, S. Fachard, Ν. Polychronakou-Sgouritsa, και E. Andrikou, επιμ. 2020. Athens and Attica in Prehistory. Proceedings of the International Conference, Athens, 27-31 May 2015. Oxford: Archaeopress.
Παπαθανασόπουλος, Γ.Α., επιμ. 1996. Νεολιθικός πολιτισμός στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή– Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Παπαθανασόπουλος, Γ.Α., Β. Κατσιπάνου-Μαργέλη, και Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη. 2011. Το Νεολιθικό Διρό.
Σπήλαιο Αλεπότρυπα. Τόμ. Ι. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα - Κέντρο Νεολιθικών Μελετών Διρού.
Παπακωνσταντίνου, Ε. 1981. «Μεθώνη.» ΑΔ Β1:156.
Pentedeka, A. 2005. «Technological and provenance study of black burnished Neolithic pottery from Alepotrypa, Diros cave, Laconia.» Αδημοσίευτη έκθεση. Fitch Laboratory, British School at Athens.
Perrier, R. 1980. Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδος, 1:50.000. Φύλλο Φιλιατρά. Αθήνα: Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών.
Πετράκος, Β.Χ. 2011. Ἡ Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία. Οἱ Ἀρχαιολόγοι καὶ οἱ Ἀνασκαφὲς 1837-2011, Κατάλογος Ἐκθέσεως. Βιβλιοθήκη τῆς Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 270. Ἀθῆναι: Ἡ Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Phelps, W.W. 1975. «The Neolithic Pottery Sequence of Southern Greece.» Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Λονδίνου.
_. 2004. The Neolithic Pottery Sequence in Southern Greece. BAR-IS 1259. Oxford: Archaeopress.
Raftopoulou, S., και I. Tsonos. 2020. «A Neolithic site at Kalyvia Thorikou (Mesogeia): Preliminary report on the architectural remains.» Στο Papadimitriou κ.ά. 2020, 105-114.
Rambach, J., και Γ. Χατζῆ Σπηλιοπούλου. 2002. «Μία πρώιμη παιδικὴ ταφὴ σὲ πίθο ἀπὸ τὸ Τραγάνι Βαρθολομιοῦ.» Στο Πρακτικά τοῦ Στ' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000), τόμ. Β', 341-355. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
Renfrew, C., Μ. Gimbutas, και E.S. Elster. 1986. Excavations at Sitagroi. A prehistoric village in Northeast Greece. Vol. 1. Monumenta Archaeologica 13. California: University of California.
Σάμψων, Α. 1980. «Σπήλαιο τοῦ Νέστορος.» ΠΑΕ:175-187.
_. 1993. Σκοτεινή Θαρρουνίων, Το σπήλαιο, ο οικισμός και το νεκροταφείο. Αθήνα.
_. 1997. Το Σπήλαιο των Λιμνών στα Καστριά Καλαβρύτων: Μια Προϊστορική θέση στην Ορεινή Πελοπόννησο. Επιστημονικές εκδόσεις 7. Αθήνα: Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών.
Σταϊνχάουερ, Γ. 2009. «Ανασκαφές στην Αττική Οδό στην περιοχή της Παλλήνης.» Στο Βασιλοπούλου και Κατσαρού-Τζεβελέκη 2009, 309-316.
Talalay, L.E. 1993. Deities, dolls and devices. Neolithic figurines from Franchthi Cave, Greece. Bloomington – Indianapolis: Indiana University Press.
Vitelli, K.D. 1993. Franchthi Neolithic Pottery. Vol. 1, Classification and ceramic phases 1 and 2. Bloomington– Indianapolis: Indiana University Press.
_. 1995. «Pots, Potters and the Shaping of Greek Neolithic Society.» Στο Τhe Emergence of Pottery,
Technology and Innovation in Ancient Societies, επιμ. W.K. Barnett και J.W. Hoopes, 55-63. Washington– London: Smithsonian Institution Press.
_. 1999. Franchthi Neolithic Pottery. Vol. 2, The Later Neolithic Ceramic Phases 3 to 5. Bloomington – Indianapolis: Indiana University Press.
_. 2007. The Neolithic pottery from Lerna. Princeton: The American School of Classical Studies at Athens.
Whitbread, I.K. 1995. Greek Transport Amphorae: A petrological and archaeological study. British School at Athens, Fitch Laboratory Occasional Paper 4. Athens: The British School at Athens.
Zachos, K. 2008. Ayios Dhimitrios, A prehistoric settlement in the Southwestern Peloponnesos: The Neolithic and Early Helladic Periods. BΑR-IS 1770. Oxford: Archaeopress.




Printfriendly