.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Μεσσηνιακά: Εντυπώσεις από μία εκδρομή. 1953


Α.

Ν᾿ ἀντικρύσης τὴν ἄνω Μεσσηνία ἀπὸ τὴν κορυφογραμμή τῶν Χράνων καὶ νὰ τὴν διασχίσης μὲ τὸ σιδηρόδρομο ἀπὸ τὴ Δεσύλλα ὡς τὴ Σκάλα, καὶ κατόπιν νὰ προχωρήσης στην κάτω Μεσσηνία, τὴ Μακαρία πεδιάδα τοῦ Παμίσου, καὶ νὰ φτάσης ὡς τὴν Καλαμάτα, εἶναι ὅ,τι ὡραιότερο μπορεῖς νὰ ἰδῆς περνῶντας τοὺς κάμπους καὶ τὰ βουνὰ τῆς ῾Ελλάδος. 
Η περιγραφή δὲν εἶναι ἱκανὴ νἀποδώση τὶς εἰκόνες τις φυσικές, οὔτε νὰ ἐκφράση τις ζωηρές συγκινήσεις ἀπὸ τ᾿ ἀλλεπάλληλα θεάματα. Η Μεσσηνία εἶναι κατάφυτος κάμπος μὲ δέντρα μικρὰ καὶ μεγάλα, ὅλα καρποφόρα, πράσινα σὲ διάφορες ἀποχρώσεις, καὶ κατάσπαρτος ἀπὸ χωριὰ καὶ κωμοπόλεις, πολύ κοντὰ τὸ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο -κάμπος πυκνοφυτεμένος καὶ πυκνοκατοικημένος. 
Γύρω-γύρω βουνὰ καὶ στὴ μέση τὰ δίδυμα βουνὰ τοῦ Βουρκάνου- Ιθώμη καὶ Εὔα μὲ τὴν περίφημη μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Βουρκανιώτισσας, στην κορυφὴ τῆς Ιθώμης τὸ καθολικό, καὶ στὴν ἀνατολική πλαγιὰ τῆς Εὔας τὸ μετόχι, τὸ λευκάζον σῆμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν πρασίνων κυμάτων τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. 
Μακαρία πεδιάδα βλέπεις ποὺ παράγει ἄφθονα ὅλους τοὺς καρπούς, ἀλλὰ οἱ κάτοικοί της φτωχοί και δυστυχισμένοι συνεχῶς ἐργάζονται καὶ συνεχῶς παραπονοῦνται, γιατὶ τὰ κυριώτερα προϊόντα τους δὲν ἔχουν τιμὲς ἱκανοποιητικές, Σύκα καὶ σταφίδα, τὰ πιὸ γλυκά προϊόντα, τοὺς ρουφοῦν τὸν ἱδρῶτα καὶ τοὺς ποτίζουν μὲ φαρμάκια καὶ ἀπογοητεύσεις. Ρώτησα, ἔμαθα τὶς αἰτίες. Μερικὲς αἰτίες εἶναι σχεδὸν ἀκατανίκητες, ὅπως ἡ κονιορτοποιημένη ιδιοκτησία, ὁ συναγωνισμὸς τῶν ξένων ὁμοειδῶν προϊόντων, οἱ θεομηνίες. Μερικὲς ὀφείλονται στὴν ἔλλειψη ἀληθινῆς προστασίας ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἐμπόρων. Μερικές πάλι ὀφείλονται στὴν ἀβελτηρία καὶ τὴν κακομοιριὰ τῶν ἴδιων τῶν παραγωγών. Δὲν ζητοῦν τὸ δίκιο τους ὅσο καὶ ὅπως πρέπει, δὲν ἐπωφελοῦνται ἀπὸ τὶς προστατευτικές διατάξεις τῶν νόμων, δὲν φροντίζουν νὰ καταπολεμήσουν τὴν ἐκμετάλλευση τῶν κακῶν ἐμπόρων μὲ τὴν ὀργάνωση τοῦ συνεταιρισμοῦ. Μὲ τὸ συνεταιρισμὸ θὰ μποροῦσαν νὰ πωλοῦν τὰ προϊόντα κατ᾿ εὐθεῖα στὸ ἐξωτερικὸ καὶ νὰ προμηθεύωνται ὅλα τἀναγκαιοῦντα εἴδη γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ γιὰ τὴ ζωή τους σὲ καλὲς τιμές, ὥστε νὰ περιορίσουν τὸ κακό. Δυστυχῶς τὴ νομικὴ αὐτὴ προστασία τοῦ κράτους τὴν ἔχουν τόσο παραμελήσει καὶ τόσο διαφθείρει μὲ τὶς ἰδιοτέλειές τους, ὥστε σχεδὸν κανεὶς δὲν πιστεύει στὴ συνεταιριστικὴ ἰδέα.
Τὶ ἀντίθεση ὅμως μεταξὺ τῆς στερήσεως τῶν κατοίκων καὶ τῆς ἀφθονίας τῶν προϊόντων! Φυτὰ μικρὰ καὶ μεγάλα ποὺ στολίζουν τὸν κάμπο καὶ τοὺς λόφους παρέχουν παντοειδῆ προϊόντα. ᾿Ελιές, συκές, σταφίδες, ἀμπέλια, μουριές, αχλαδιές, μηλιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, φραγκοσυκιές, φοινικκιές, μπανανιές, χαρουπιές, καὶ στὰ βουνὰ βελανιδιές, καστανιές, κουμαριές. Καὶ τὰ σιτηρά, καὶ τὰ ρύζια, καὶ τὰ λεγόμενα ζαρζαβρτικά, καὶ τὰ πεπόνια καὶ καρπούζια καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ δὲν ἔχουν μετρημό. Πρέπει νὰ προσθέσω καὶ τἄκαρπα πλατάνια, τις ροδοδάφνες, τὰ κυπαρίσσια, τις μυρτιές, τὶς λυγαριὲς καὶ τὰ σκίντα ποὺ συμπληρώνουν τη διακόσμηση τῶν κοιλάδων καὶ τῶν πλαγιῶν καὶ δίνουν ἀκόμη ἕνα χαρούμενο τόνο στη φαιδρότητα τοῦ μεσσηνιακού τοπίου.
Τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ ἡ ξακουσμένη γιὰ τὰ σῦκα της καὶ τὰ μεταξωτά μαντήλια της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μελαχροινά κορίτσια της, Καλαμάτα μὲ τὸ βυζαντινὸ κάστρο της, μὲ τὴ μαγευτική παραλία της, μὲ τὴ δικαιολογημένη περηφάνεια της, γιατὶ ἐλευθερώθηκε πρώτη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἑλληνικές πόλεις στις 23 Μαρτίου 1821, ἤτοι πρὶν ἀπὸ τὴν ὡρισμένη ἡμέρα γιὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως, μὲ τὶς προτομὲς τῶν ἡρώων τοῦ 21 Παπαφλέσσα, Περτρόμπεη, Αναγνωσταρᾶ, μὲ τοὺς κήπους της καὶ τὰ ἐργοστάσια της, μὲ τὸ μεγαλόπρεπο ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ μὲ τὸ χείμαρρό της Μέδοντα, ποὺ τὴν διασχίζει καὶ κάποτε τὴν πλημμυρίζει, εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις μας. Πνευματική κίνηση ὅμως δὲν ἔχει ὅπως θὰ ἔπρεπε, οὔτε ὅπως εἶχε προπολεμικά. Πέθανε ὁ Πότης ὁ Ψαλτήρας, ἔφυγαν ὁ Κώστας ὁ Γεωργούλης, ὁ Βασ. Δεδούσης, ὁ Ἀχιλλέας Γεωργιάδης, ὁ Ἠλίας Κούτσης, ὁ Φ. Λαμπρόπουλος κ.λ.π. Υπάρχει, εἶν᾿ ἀλήθεια, ὁ φιλότιμος Σύλλογος πρὸς διάδοσιν τῶν Γραμμάτων καὶ ἡ Λαϊκὴ Σχολὴ μὲ σχετικῶς καλὴ βιβλιοθήκη καὶ καλλιεργεῖται ὡς κάποιο βαθμό ἡ πνευματικό της. Εν ἀπὸ τὰ δείγματα τῆς ἐργασίας των εἶναι ἡ ἵδρυση τοῦ μουσείου Καλαμῶν στὸ ἀπὸ τὸν Γ. Κυριακὸ χαρισμένο σπίτι του. Εἶχα τὴν εὐτυχία νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ μαζὶ μὲ τὸν κ. Γιάννη Αναπλιώτη, τὸ συγγραφέα τοῦ ὡραίου βιβλίου «Στα χρόνια τῆς Κουγκέστας». Ο κ. Αναπλιώτης μοῦ ἐτόνισε τη συμβολή τοῦ μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος πρωτοστατεῖ σὲ κάθε προοδευτικὸ πνευματικὸ ἔργο, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ ἐκκλησιαστικό. Γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ μουσείου καὶ γιὰ τόσα ἄλλα πολὺ ἐβοήθησε ἡ συμπαράσταση καὶ πρωτοβουλία τοῦ ἱεράρχου. Ανεβήκαμε τὴ σκάλα καὶ ὁ συμπαθητικός φύλακας μᾶς ἔδειχνε τὰ συγκεντρωμένα καὶ τοποθετημένα μὲ φροντίδα καὶ ἱερὴ λαχτάρα λείψανα τοῦ παρελθόντος. Προϊστορικὰ εὑρήματα ἀπὸ διάφορα μέρη, ἐπίσης κλασσικῆς ἐποχῆς ἀρχαιότητες καὶ βυζαντινὰ κειμήλια καὶ ἀντικείμενα τέχνης, μαζὶ μὲ τὴν χρυσοποίκιλτη περικεφαλαία τοῦ Πετρόμπεη καὶ ἄλλα κειμήλια τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀγῶνος τοῦ εἴκοσι ἕνα περιέχει τὸ νεοσύστατο αὐτὸ μουσεῖο, ποὺ δὲν τὸ εἶδε δυστυχώς κανένας ἀρχαιολόγος οὔτε βυζαντινολόγος γιὰ νὰ μελετήση τὰ περιεχόμενα καὶ νὰ τὰ καταγράψη σὲ κατάλογο. Ιδιαίτερη εντύπωση μοῦ ἔκαμαν δύο ἀμφορεῖς ποὺ τοὺς βρῆκαν κάποιοι ψαράδες στὴ θάλασσα ποιός ξέρει ποιός ἀρχαιοκάπηλος τοὺς μετέφερε για πούλημα καὶ βούλιαξε τὸ καράβι του ἢ τοὺς πέταξε γιὰ ἀβαρία σὲ κίνδυνο τρικυμίας. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ μουσεῖο περάσαμε ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ ναὸ τῶν Δώδεκα ἀποστόλων, ἀξιόλογο γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική του -ἐσωτερικὰ ὅμως χωρὶς διακόσμηση, χωρὶς ἱστόρηση. Παχύ στρῶμα ἀσβεστοκονιάματος καλύπτει ὅλους τοὺς τοίχους. Καταλήγουμε στο καφενεῖο, ὅπου βρίσκουμε τὸ διευθυντὴ τῆς «Σημαίας» κ. Μαρκόπουλο καὶ συζητοῦμε γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τοῦ κάστρου καὶ τοῦ μουσείου, γιὰ τὴν ἔλλειψη ἐρχαιολογικῆς ἐρεύνης ὄχι μόνο στην Καλαμάτα, ἡ ὁποία βρίσκεται στη θέση τῶν ἀρχαίων Φαρῶν, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ἄλλα μέρη τῆς Μεσσηνίας, προϊστορικῆς, κλασισἰκῆς, βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς σημασίας.  Κάθε τόσο φωνάζουμε στὴ «Σημαία», μοῦ εἶπε, ἀλλὰ ποιός μᾶς ἀκούει; Αφοῦ δὲν ἔφτειασαν ἀκόμη τις γέφυρες τοῦ Παμίσου κοντὰ στὸ Νησὶ καὶ στὴ Βαλύρα, τί περιμένετε;
Τὴν ἄλλη μέρα πῆρα τὸ λεωφορείο γιὰ τὴν ᾿Ανδροῦσα. Πέρασα ἀπὸ τὸ Νησὶ μὲ τὸ εὔφορο περίγυρο καὶ μάλιστα μὲ τοὺς ὀρυζώνες του, μὲ τὴν Παλαιὰ Βρύση του (που δυστυχῶς ἐχάλασε καὶ μόνο μὲ ἀντλία τῆς ἀποσποῦν λίγο νερό) μὲ τὴν πανηγυρίστρα του γύρω ἀπὸ τὸ Μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Βουρκάνου. Τὸ λεωφορείο προχωρεῖ καὶ σὲ λίγο περνάει σύραριζα στοὺς λόφους ὅπου ἀνακαλύφθηκαν τάφοι μυκηναϊκῆς ἐποχῆς, πιὸ πέρα τὸ χωριὸ Τρίοδος (Αλῆ Τσελεπῆς, ὅπου ἔχει στρωθῆ τὸ ἀεροδρόμιο (δυστυχῶς ἡ ἀεροπορικὴ συγκοινωνία ἔχει διακοπή. Εἴδαμε μόνο ἕνα ἀεροπλάνο μεγάλο ποὺ εἶχε προσγειωθῆ ἀναγκαστικῶς καὶ ἐπισκευαζόταν). Διασχίζουμε τὴ Βρωμόβρυση, περνοῦμε πλαϊ ἀπὸ τὸ ᾿Αϊδίνι καὶ προχωρῶν· τας βλέπουμε ἕνα χωματόλοφο ἀρκετὰ ψηλὸ μὲ κάτι πελώριες πέτρες στην κορφή, μεταφερμένες προφανῶς ἀπὸ ἀλλοῦ ἀλλὰ γιὰ ποιὸ σκοπό; Μήπως εἶναι μνημείο μεγαλιθικό; 
Σε λίγο φθάνομε στὴν Ανδροῦσα, τὴν ἄλλοτε εὔανδρη καὶ δυνατὴ μὲ τὸ κάστρο της τό βυζαντινὸ καὶ τὸ ὑδραγωγείο της ποὺ τῆς ἔφερνε τὸ θαυμάσιο νερὸ ἀπὸ τὸ Ἀντρομονάστηρο ἀπὸ δυὸ ὧρες δρόμο μακρυά. Τώρα τὸ κάστρο εἶναι ἐρειπωμένο ὀρθώνεται μόνο στο ἀνατολικὸ μέρος καὶ τὸ ὑδραγωγείο χαλασμένο, τὰ νερὰ γλυφὰ καὶ τὰ σπίτια παλιά. Εἰκόνα ἐγκαταλείψεως. Στὸ σημεῖο ποὺ κατέληγε τὸ ὑδρα γωγεῖο καὶ χυνόταν τὸ νερὸ ἀπὸ κρουνοὺς ὑπάρχει ἐπιγραφὴ τούρκικη -οἱ κάτοικοι δὲν ξέρουν τὴ σημασία της. Αναζητῶ τὸν πύργο τοῦ Κουμουντούρου καὶ τριγυρίζω τὴν κωμόπολη μαζὺ μὲ τὸν κ. Κατσιάρα, τὸν φιλοπρόοδο δάσκαλο. Δὲν ὑπάρχει πύργος τοῦ Κουμουντούρου πιά. Τόν χάλασαν, μοῦ λέει, γιὰ νὰ χτίσουν μὲ τὰ ὑλικά του τὸ δημόσιο κτήριο που στεγάζει τις δημόσιες υπηρεσίες.
Κρίμα! Γιατὶ ἐξαφάνισαν ἕνα μνημεῖο; Ὁ πύργος ἦταν παλιός, χτισμένος μὲ θόλους, καμάρες καὶ ὑψωνόταν σὰν ἕνα στολίδι γιὰ τὴν ᾿Ανδροῦσα, ποὺ ἄλλοτε ἦταν τὸ κυριώτερο ἀστικόν κέντρον τῆς νοτίας Πελοποννήσου καὶ πρωτεύουσά της. Ανιχνεύοντας τὸ κάστρο φτάσαμε στο λόφο ὅπου καταλήγει το φρύδι που ξεκινάει ἀπὸ τὸ πηγάδι Σωληνάρι. Στο λόφο αὐτὸ εἴδαμε πέτρες σκαλισμένες -ἕνα κιονόκρανο πολὺ μεγάλο καὶ μερικοὺς σπονδύλους. Υστερα βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο κοντὰ στοὺς τούρκικους στάβλους καὶ κατόπιν ἐπήγαμε στο νεκροταφεῖο ὅπου εἶδαμε τὸ ζαντινὸ ναΐσκο τοῦ Αγίου Γεωργίου. Ἀπὸ ἀρχιτεκτονικὴ ἄποψη εἶναι ἕνα κομψοτέχνημα -ἴσως ἰδιωτικὴ ἐκκλησία τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν ἢ Παλαιολόγων. Εσωτερικῶς ἡ εἰκονογράφηση ἔχει ἐντελῶς καταστραφή. Ενας ὅμιλος μὲ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα ὑπὸ τὴν προεδρεία τοῦ κ. Θεοχάρη ὑπόσχεται πολλά. Πλὴν ὅμως ἔχει καταργηθῇ τὸ ἄλλοτε ἀκμαῖο σχολαρχεῖο καὶ ὕστερα ἡμιγυμνάσιο, καὶ ὄχι μόνο ἡ Ἀνδροῦσα ἀλλὰ καὶ τὰ γύρω χωριὰ μένουν χωρίς μέση πνευματικὴ ἐστία. Μὲ θλίψη ποὺ μοῦ σφίγει τὴν καρδιὰ ἀφήνω τὴν Ανδροῦσα καὶ περνώντας τὸ λόφο τοῦ Αη Θανάση (στην κορφή του ο ναΐσκος τοῦ Αγίου Αθανασίου τοῦ νέου τοῦ ἐξ Ανδρούσης, ποὺ ἔζησε γύρω στα 1300 καὶ ἐχρημάτισε δυὸ φορὲς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) καὶ φθάνω στὴν Καλογερόρραχη (ἢ μᾶλλον, κατὰ τὴ διόρο 1300 και έχει θωση τοῦ Κεφάλα, Καλογραιόρραχη, γιατὶ ὁ τόπος ἦταν μοναστηριακὸς καὶ ἀνῆκε στο μοναστήρι καλογραιῶν τῆς Οσίας Μαρίνας-Σιαμαρίνας). Ἐκεῖ καθὼς καὶ στὸ πλαγινό χωριό Σιάμαρι ἔμεινα πολλὲς ἡμέρες, ἔχοντάς τα ὡς κέντρα ἐξορμήσεως καὶ κάνοντας διάφορες εκδρομὲς στοὺς γύρω ἀρχαιολογικούς χώρους. Οδηγούς γιὰ τοὺς δρόμους καὶ τὰ μονοπάτια εἶχα τοὺς κ. κ. Πότην Σαχ.... καὶ Γιώργη Φλῶρο.
Μεταξὺ τῶν δύο χωριῶν ὑπάρχει κοιλὰς γραφική, κατάφυτη, μὲ βρύσες στα φρύδια καὶ ρυακι στὸ βάθος, καὶ στὴ μέση ἡ ὡραιότατη ἐκκλησία τῆς Σιαμαρίνας, ποὺ κατὰ τὴν ζωντανὴ παράδοση τῶν κατοίκων ἦταν ἄλλοτε γυναικομονάστηρο (καλογραιομονάστηρο), ὅπως μιὰ ὥρα καὶ κάτι βορειοδυτικά, πίσω ἀπὸ τὸ βουνό τοῦ Ψωριάρη, ἀνάμεσα στα κοντοβούνια, σὲ τοποθεσία ἐπίσης ὡραία σώζεται ἄλλο μοναστήρι μὲ τὰ κελλιά γύρω του ἀκέραια, τὸ ἀνδρομονάστηρο. Τῆς Σαμαρίνας τὰ κελλιὰ ἔχουν καταστραφή καὶ μὲ τὶς πέτρες τους ἔχουν κτισθῆ οἱ γύρω μάντρες τῶν κτημάτων. Οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο κατοικεῖται, Δὲν ὑπάρχουν οὔτε καλογριὲς οὔτε καλόγηροι. Η παράδοση ἐπιμένει ὅτι τὸ Ἀντρομονάστηρο τὸ ἔκτισεν Ανδρόνικος ὁ Παλαιολόγος καὶ τὴ Σιαμαρίνα (Οσία Μαρίνα ἢ Σάντα Μαρία ἢ Σάντα Μαρίνα κατὰ φραγκικὴν μετάφραση) ἡ βασίλισσα γυναίκα του. Σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἐπὶ λοφίσκου ὑπάρχουν οἱ Αϊλάζαροι καὶ στὰ δυὸ μοναστήρια, ποὺ ἦταν τὰ κοιμητήρια, καὶ σώζονται ἀκόμη ὀστᾶ ἀνθρώπινα, ὑπόλοιπα τῆς ἐν τῷ κόσμω ζωῆς. 
Καὶ τὰ δυὸ ὄμορφα βυζαντινά κειμήλια, οἱ ἐκκλησίες τῆς Σιαμαρίνας καὶ τοῦ Ανδρομοναστήρου ἔχουν ἐγκαταλειφθῆ στὴ βαθμιαία φθορὰ τοῦ χρόνου. Πρόχειρες καὶ ἀπειρόκαλες ἐπισκευὲς τῶν προθύμων καὶ εὐσεβῶν περιοίκων ἀντὶ νὰ σώζουν ἀσχημίζουν τὰ κτίσματα, καὶ οἱ θαυμάσιες τοιχογραφίες ξεφτίζουν σιγά σιγά. Αλλες ἔχουν ἀφανισθῆ ὁλότελα, ἄλλες ἔχουν διαβρωθῆ. Ελάχιστες σώζονται ἀκέραιες. Πικρές σκέψεις ἔρχονται στὸ νοῦ. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καμμιὰ ἐπίβλεψη, καμμιὰ φροντίδα; Ἂν τὸ ἁρμόδιο υπουργεῖο ἀδρανεί ἢ δὲν ἀντέχει, λόγω τῶν πολλῶν δαπανῶν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, νὰ ἔλθη ἐπίκουρο στη δυστυχία τῶν δυὸ αὐτῶν βυζαντινῶν μνημείων, ἡ ἐκκλησία τοὐλάχιστον δὲν φροντίζει διὰ τὰ τοῦ οἴκου της; Αλλα ἐκκλησιαστικά κτίσματα καὶ ζωγραφήματα ὡραιότερα ἀπὸ τὴ Σιαμαρίνα καὶ τὸ Ανδρομονάστηρο δὲν ὑπάρχουν εἰς τὴν Μεσσηνίαν οὔτε παλαιὰ οὔτε σύγχρονα καὶ ἡ μητρόπολις τῆς Μεσσηνίας τὸ ξέρει βέβαια αὐτό. Λοιπόν, τί κάμνει; Δὲν φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν περρίσωση τῶν δυὸ κοσμημάτων της; Σ' αὐτὰ νὰ προσθέσουμε καὶ τρίτο, τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Βουρκάνουν, ποὺ εἶναι χτισμένο στα 1608 στην κορυφὴ τῆς Ἰθώμης καὶ εἶναι ἱστορημένο τὸν ἴδιο χρόνο ἀπὸ τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς Μόσχους (Γεώργιο καὶ Δημήτριο Μόσχο τους περιφήμους ζωγράφους τῆς τουρκοκρατημένης Ελλάδος. Η δραστηριότης καὶ πρωτοβουλία τοῦ μητροπολίτου κ. Χρυσοστόμου δὲν θὰ θτάση ὡς τὰ σεπτὰ μνημεῖα τῆς ἐπαρχία τους; 

B.
Ἡ Ἀνδροῦσα κτισμένη στὸ μέσον τῆς Μεσσηνιακῆς πεδιάδος ἐπάνω σὲ ὕψωμα, ὄχι πολύ ψηλό, ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο ἐξώστη, ἀπὸ ὅπου ἀγναντεύει κανεὶς τὴ Μακαρία. Τοποθεσία δεσπόζουσα, μακρυὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὥστε νὰ μὴ φοβᾶται τοὺς κουρσάρους, ὠχυρωμένη μὲ κάστρο ψηλό δώδεκα μέτρων, ἦταν καλὰ διαλεγμένη γιὰ πρωτεύουσα τῆς Μεσσηνίας καὶ γιὰ κέντρο ἀστικό.


Η Καλογερόρραχη, δεύτερο ψηλότερο σκαλοπάτι, ξάγναντο μοναδικό ἀπὸ ὅπου τὸ θέαμα πρὸς τὰ γύρω εἶναι ὑπέροχο. Πρὸς τὸ βορρᾶ τὰ δίδυμα βουνὰ τῆς Ιθώμης, ἐπιβλητικά, μὲ βλάστηση ἀραιά, με περηφάνεια καὶ δύναμη ἀναπαύουν τα κορμιά τους. Δυτικῶς σειρὰ λόφων καὶ βουνῶν τὰ κοντοβούνια. Πρὸς τὸ νότο ὁ κάμπος ἁπλώνεται κυματοειδής καὶ κλείνεται ἀπὸ τὴ βουνοσειρὰ τοῦ Λυκοδήμου, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος χαμηλώνει ὁμαλὰ στὸ θρυλικό Μανιάκι, ὅπου ὁ ἥρως τῆς Μεσσηνίας Παπαφλέσσας ανανέωσε πρὸς τὸν Ἰμπραὴμ τὸν ἄθλο τοῦ Λεωνίδα πρὸς τὸν Ξέρξη. Πιὸ ὑπέροχο τὸ θέαμα εἶναι πρὸς τὴν ᾿Ανατολή, ὅπου ἁπλώνεται ἡ Μακαρία ἐπίπεδη, πυκνοφυτεμένη, κατάσπαρτη ἀπὸ χωριά και χωρισμένη στὰ δύο ἀπὸ τὸν Πάμισο, καὶ τειχισμένη μὲ τὶς ἀπότομες καὶ ψηλές πλαγιές
τῶν προβάσεων τοῦ Ταϋγέτου, ποὺ συνεχίζουν τὶς ἄλλες πλαγιές τῆς ἐπάνω Μεσσηνίας, προχωροῦν πρὸς τὴ θάλασσα, παρακάμπτουν καὶ φράζουν ἀπὸ τ᾿ ἀνατολικὰ τὴν Καλαμάτα, σχίζουν τη θάλασσα στὰ δύο -Μεσσηνικό καὶ Λακωνικό κόλπο- καὶ καταλήγουν κάτω βαθυὰ στὸ Ταίναρο, ὅπου τελειώνει πιὰ ἡ γῆ καὶ βρίσκεται, κατά τοὺς ἀρχαίους, τὸ στόμα τοῦ Αδη. Νοτιο-ανατολικά προβάλλει, σχεδόν στα πόδια μας, ἡ γραφική ὄψη τῆς Ανδρούσας μὲ τὸ ἐπιβλητικό κάστρο καὶ τὸ μνημειῶδες ὑδραγωγεῖο της μὲ τὴν ἐπιγραφή του τὴν ἀραβική, τὴν ὡς τώρα ἀμετάφραστη. Τοῦ ὑδραγωγείου σώζονται δῶ καὶ κεῖ τμήματα ἐρειπωμένα κατὰ μῆκος τῆς διαδρομῆς ἀπὸ τὴν Ανδροῦσα ὡς τὸ Ἀντρομονάστηρο.


Ἀπὸ τὴν Ἀνδροῦσα τὸ βλέμμα για να γυρίση πρὸς τὴν Ἰθώμη ἀντίκρυσε τὸ λατομεῖο τῆς Γαδίστρας, τοὺς Αγίους Αναργύρους, παλιά βυζαντινὴ ἐκκλησία που κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα της πηγάζει βρύση δροσερή, ἔπειτα τὸ χείμαρρο Σιμιζόρεμα ἢ Λυγίδι στὸ σημεῖο ὅπου βγαίνοντας ἀπὸ τὴ βαθειὰ χαράδρα τῆς Μπαρουτοσπηλιᾶς ἁπλώνεται σὲ πλατειὰ κατάφυτη στις ὄχθες κοίτη. Το νερό του πηγάζει ἀπὸ τὴν Αρσινόη τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης καὶ ἐνισχύεται στο διάβα του με νερὰ ἀπὸ ἄλλες πηγές, μεταξὺ τῶν ὁποίων φημισμένη στα περίχωρα εἶναι ἡ πηγὴ στὴν τοποθεσία Καλαμάκι στο λόφο Κακοπέτρι. Τὸ λατομεῖο τῆς Γαδίστρας τροφοδότησε καὶ τροφοδοτεῖ τὶς πέτρινες ἀπὸ ἀσβεστόλιθο οἰκοδομὲς τῆς Ανδρούσας καὶ τῶν ἄλ λων χωριῶν τοῦ κάμπου.
Απέναντι ἀπὸ τὴ Μπαρουτοσπηλιά ὑπάρχει καὶ δεύτερο, ἀρχαῖο λατομεῖο ἀπὸ χωμοτόπετρα μαλακὴ στὸ πελέκημα καὶ ὅμως ἀνθεκτικὴ καὶ κατάλληλη γιὰ οἰκοδομές. Πῆγα καὶ εἶδα τὸ λατομεῖο αὐτὸ ποὺ ὑψώνεται στὸ χεῖλος τῆς χαράδρας. Τοποθεσία φοβερή, άγρια καὶ μεγαλοπρεπὴς σὲ δέκα λεπτῶν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Καλογερόρραχη. Αγναντέψαμε τὴ Μπαρουτυσπηλιὰ καὶ τὴν πλαϊνή της μελισσοσπηλιά, τὴ δυσπρόσιτη και μικρὴ ὡσὰν στόμα λέοντος ἢ μάτι κύκλωπος, ὅπου οι μέλισσες ἔχουν ἀσφαλῆ κατοικία καὶ ἀπὸ ὅπου σὲ καιροὺς ἀφθονίας τὸ μέλι ἐκχύνεται παρέχοντας σε ριψοκινδύνους περιοίκους εὐκαιρία για γλυκό τρύγητό.
Απὸ τὸ λατομεῖο τῆς χωματόπετρας, κατὰ τὸν Κεφάλαν, οἱ ἀρχαῖοι Μεσσήνιοι έκοβαν τοὺς κυβολίθους καὶ τοὺς μετέφεραν μὲ τροχήλατα οχήματα στην νεόκτιστη πόλη τους (-369/ 367) -ίχνη τροχηλασίας στὸ ἀπέναντι Κακοπέτρι σώζονται ἀκόμη -καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἔκτισαν τὴ νοτία πλευρά τοῦ τείχους της. Ἀπὸ τὸ λατομεῖο τοῦτο φαίνεται πὼς ἔχουν μεταφερθή μερικοὶ κυβόλιθοι τῆς Σιαμαρίνας. Δὲν εἶναι μόνο τὸ θέαμα τοῦ λατομείου ἀξιοθαύμαστο, ἀλλὰ καὶ τὰ σωζόμενα ἴχνη τῶν ἐργαλείων μὲ τὰ ὁποῖα πελεκοῦσαν κι' ἔκοβαν τὴν πέτρα.
Επιστρέφοντας ἀπὸ κεῖ πρὸς τὴν Καλογερόρραχη ἀκολουθήσαμε μιὰ μικρή χούνη καὶ φτάσαμε στην παλαιά βρύση ποὺ ἔχει τὸ παράξενο όνομα Ζερνίκους. Μερὸ ἄφθονο, δροσερό, νόστιμο, χωνευτικό. Ποτίζονται μποστάνια, καὶ λαχανικά, έχουν ὅμως ἐξαφανισθῆ τὰ ὄμορφα περιβόλια με τις λεμονοπορτοκαλιές. Γύρω ἀπὸ τὴ βρύση ὁλόκληρο το στεφάνι τῶν λοφίσκων είναι κατάσπαρτο με παλαιά τούβλα και κεραμίδια, δείγματα παλιού συνοικισμοῦ, ποὺ δὲν ἀποκλείεται τονομά του να σχετίζεται με τόνομα τῆς βρύσης. Πάντως τὸ χωριὸ αὐτὸ φαίνεται πώς θὰ ἦταν ἐρημωμένο πρὶν ἀπὸ τὴν τουρκοκρατία ἢ κατὰ τὴ διάρκειά της στους πρώτους αἰῶνες, γιατί είναι γνωστό πως τὸ νερὸ τῆς βρύσης τὸ κουβάλησαν μὲ ὑδραγωγεῖο οἱ Τοῦρκοι στην Ανδρούσα, ἐκτὸς ἂν ὑποθέσουμε ὅτι αἰτία τῆς ἐρημώσεως ἦταν ἡ στέρηση του νερού.
Παρόμοιο χωριὸ ὑπῆρχε ἐπάνω στὸν τραπεζοειδή μακρουλό λόφο ποὺ ἄνο μάζεται και σήμερα Παλιοχώρι και βρίσκεται ανάμεσα στην Καλογερόράχη καὶ στὸ Σιάμαρι. Η κοιλὰς τῆς Σιαμαρίνας τὸ χωρίζει ἀπὸ τὴν Καλογερόρραχη καὶ ἡ κοιλάς Πλατανάκια ή Παυλόρεμα τὸ χωρίζει ἀπὸ τὸ Σιάμαρι. Ο λόφος απλώνεται ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότον καὶ καταλήγει στην τοποθεσία μὲ τὸ παράξενο ὄνομα Ζαμπέσα, ἐκεῖ κόβεται ἀπότομα καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φρύδι σαν πελώριο μάτι ἀνοίγεται ή Βαθειά Σπηλιά -μὲ δύο εἰσόδους- κατάλληλη τώρα για στάνη ποιμνίων καὶ παλαιὰ γιὰ κατοικία πρωτογόνων ἀνθρώπων. Στὸ Παλιοχώρι σώζονται ἀκόμα καὶ ἐρείπια σπιτιῶν καὶ μιᾶς ἐκκλησίας μικρῆς, τοῦ Αϊ Λιά. Οι χωρικοί μνημονεύουν τὴν παράδοση ὅτι στὸ Παλιοχώρι ἦταν ἀρχικῶς τὸ Σιάμαρι, ὕστερα μετατοπίσθηκε στὰ Κουκούρια, ύστερα στ' Αλώνια και τελευταία στη σημερινή θέση, ἀπὸ ὅπου πάλι τραβιέται πρὸς τὰ χάνια, τὰ ὁποῖα γειτονεύουν μὲ τὸ Παλιοχώρι. Έτσι παρακολουθοῦμε τὴν περιπλάνηση ὁλόκληρου χωριοῦ, ποὺ ἐγκατέλειψε την πρώτη κοιτίδα του, άφησε την περίφημη βρύση του που βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν Αϊ-λιὰ καὶ ὀνομάζεται ὡς τὰ σήμερα Σιαμαρόβρυση, καὶ ἔκλωσε στους γύρω μικρολόφους καὶ τώρα τείνει νὰ ξαναγυρίση στην πρώτη καθέδρα. Ποιός ξέρει γιατί ἀναγκαζόταν κάθε φορὰ στὸ διάβα τῶν αἰώνων νὰ ἐγκαταλείπῃ τὴ θέση του; Ίσως κάποια ἐπιδημία φοβερή, ἀρρώστεια αγιάτρευτη. Τὄνομα τοῦ γειτονικοῦ βουνού Ψωριάρη δείχνει ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εἶχαν κάποτε απομονώσει έναν ἢ πολλούς ψωριάρηδες. Το Παλιοχώρι φαίνεται πως ἔχει μακρόχρονη ιστορία, γιατί ἀπὸ κάτι εὑρήματα ποὺ ξεχώθηκαν στη θέση Αγκορτσούλες πήλινα δοχεῖα ἀρχαίας τέχνης μὲ ἕνα τρυπητό πυροδοχεῖο (μὲ τὸ ὁποῖο κουβαλοῦσαν ἀναμμένα κάρβουνα) –μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς ἔχει κατοικηθῆ πρὶν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐποχή. Παρόμοια ευρήματα εἶχαν βρεθῆ σὲ ἄλλη θέση, στὸν Παλιόλαζο, κοντά στα Χάνια, καὶ εἶχαν μεταφερθῇ στὸ μουσείο τοῦ Μαυροματιοῦ, ὅπου τὰ εἶχα ἰδεῖ πρὶν ἀπὸ εἰκοσιτέσσερα χρόνια, ἡ σημερινὴ ὅμως κατάσταση τοῦ μουσείου δὲν μοῦ ἐπέτρεψε νὰ τὰ ξαναϊδῶ. Λείπουν ἢ εἶναι κάπου παραπεταμένα πίσω ἀπὸ τὰ ἀνακατωμένα ἀρχαιολογικὰ ἀντικείμενα; Ποιός ξέρει; Πάντως, τὸ μουσεῖο κατάλογο τῶν περιεχομένων του δὲν ἔχει.

Γ΄.
Τὸ ζήτημα ἂν τὸ Σιάμαρι πῆρε τὄνομά του ἀπὸ τὴ Σιαμαρίνα ἢ αὐτὴ ἀπὸ τὸ Σιάμαρι δὲν εἶναι λυμένο ὁριστικά. Ο ἀρχαιολόγος Gabriel Millet κάνει λόγο γιὰ τὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία που βρίσκεται στο Σιάμαρι (ὰ Samari) ἀποφεύγοντας τὴν ὀνομασία Σαμαρίνα[1]. Τὸ γνήσιο ὄνομα τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς δὲν εἶναι βεβαιωμένο. Τὰ Οσία Μαρίνα, Οσία Μαρία, Σάντα Μαρίνα εἶναι εὔλογες, μὰ ὄχι ἀποδειγμένες δικαιολογίες τῆς παραγωγῆς τοῦ ὀνόματος τῆς Σιαμαρίνας.
Λειτουργιέται καὶ γίνεται πανηγύρι κατὰ τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ἤτοι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Αλλά τοιχογραφία σχετικὴ δὲν σώζεται, ἐνῶ στὸ Ἀντρομονάστηρο σώζεται στο βόρειο τοίχο κοντὰ στὴν πύλη τῆς προθέσεως στὴ θέση, ὅπου συνήθως ζωγραφίζεται ἢ στήνεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπωνύμου τῆς ἐκκλησίας Αγίου, ἡ τοιχογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ ὄντως στὸ μοναστήρι αὐτὸ γίνεται πανηγύρι καὶ λειτουργία την 6ην Αὐγούστου ἑορτὴν τῆς Μεταμορφώσεως. Στη Σαμαρίνα, στὴν ἴδια θέση μιὰ παλιὰ τοιχογραφία παριστάνει ἕναν ἀρχάγγελο, ποὺ θὰ σχετίζεται ἴσως μὲ τὸ γνήσιο ἐπώνυμο τῆς ἐκκλησίας. Ἰδοὺ ἕνα πρόβλημα γιὰ τοὺς βυζαντινολόγους.
Στὴν ὄμορφη κοιλάδα ποὺ σαν χλοερὰ παλάμη κρατεῖ ὡς κόσμημα τὴ Σιαμαρίνα (βλ. εἰκόνα στὴν ἀρχὴ ἐκτὸς κειμένου) πῆγα δυό φορές, ἕνα πρωΐ κι' ἕνα ἀπόγευμα, ἐφοδιασμένος μὲ μιὰ παλιά φωτογραφική μηχανή. Η ἀπὸ τὸ φρύδι τοῦ λόφου πρώτη ματιά θέλγεται ἀπὸ τὸ ἤμερο τοπίο καὶ ἀπὸ τὸ χαριτωμένο τρούλλο. Εκείνο όμως ποὺ προξενεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι τὰ μεγαλοπρεπῆ δυτικά προπύλαια μὲ τὸ μοναδικὸ στὸ εἶδος του καμπαναριό. Κατεβαίνουμε στην κοιλάδα καὶ τὰ θαυμάζουμε ἀπὸ κοντά. Δυὸ πεσσοί-παραστάδες στὴν ἄκρη καὶ δυὸ κίονες στη μέση ὑπο βαστάζουν τρεῖς καμάρες, ποὺ ἀποτελοῦν μιὰ μνημειακὴ ἁψίδα. Ἀπ᾿ αὐτὲς ἡ μεσαία εἶναι λίγο πλατύτερη καὶ ψηλότερη καὶ ἐπάνω της στηρίζεται τὸ κωδωνοστάσιο μὲ τὰ τέσσερα δίλοβα παράθυρα, λαμπρόν παράδειγμα κωδωνοστασίων, καθώς σημειώνει ὁ βυζαντινολόγος Γ. Σωτηρίου[2]. Δυό ἁψιδωτές θύρες ἀκόμη ἀνοίγουν εἴσοδο ἀπὸ τὸ βοριά κι᾿ ἀπὸ τὸ νότο δίνοντας ἔτσι στα προπύλαια (ἢ ἐξωνάρθηκα) ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια.
Αλλὰ πρὸ τοῦ 13ου αἰῶνος οἱ βυζαντινοί δεν χρησιμοποιοῦσαν κωδωνοστάσια οὔτε κώδωνας μεγάλους. Στα 1200 ἡ μεγάλη Αγία Σοφία τῆς Πόλης δὲν εἶχε καμπάνα, ἐνῶ στὰ χρόνια τοῦ Ανδρονίκου Παλαιολόγου ὁ Πατριάρχης Ιωσήφ ἔμπαινε στὴ μεγάλη ἐκκλησία ὑπὸ τὸν ἦχο τῶν κωδών νων[3]. Τὸ κωδωνοστάστιο λοιπόν εἶναι φερμένο ἀπὸ τὴ Δύση μαζί μὲ τοὺς σταυροφόρους. Ο Millet τή Σιαμαρίνα τὴν ἀνεβάζει στον 11ο αἰῶνα[4] καὶ σημειώνει ὅτι τὸ κωδωνοστάσιο τὸ ἐπρόσθεσαν κατόπιν οἱ Φράγκοι[5], ὅπως καὶ στὴ μικρὴ Μητρόπολι τῶν Αθηνῶν. Ο Charles Diehl λέγει ὅτι ἡ Σιαμαρίνα καὶ ἡ Καπνικαρέα τῶν Αθηνῶν εἶναι ἴσως του 12ου αἰῶνος[6].


Αν τὸ κωδωνοστάσιο δὲν εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη -γιατί φαίνεται οργανικά συνδεμένο μὲ τὸ ὅλο ἀρχιτεκτόνημα κι᾿ ὄχι σὰν ἐπικόλλημα ὑστερώτερο -τότε πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἐκτίσθηκε το 13ο αἰῶνα, ἴσως ἐπὶ Ανδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔστειλε κατὰ παρακίνηση τοῦ Ανδρουσιανοῦ Πατριάρχου Αθανασίου[7], ἐκλεκτὸν ἀρχιτέκτονα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ κτίση τὸ θαυμάσιο αὐτὸ κομψοτέχνημα, καθὼς καὶ τὸ Ανδρομονάστηρο, σύμφωνα μὲ τὴν τοπική παράδοση. Η ὕπαρξη παλαιοτέρων στοιχείων ἀρχιτεκτονικών ,του 11ου ἢ 12ου αιώνος, δὲν ἀποκλείεται να θεωρηθῆ ὡς ἐπιβίωση λόγῳ τοῦ συντηρητικοῦ πνεύματος τοῦ ἀρχιτέκτονος.
Πάντως νομίζω ὅτι θὰ ἔλυε ὁριστικῶς τὸ πρόβλημα τῆς χρονολογήσεως τοῦ μνημείου ἡ ἑρμηνεία τῶν μονογραμμάτων ποὺ εἶναι χαραγμένα στα μαρμάρινα χωρίσματα τῶν γραφικών διλόβων παραθύρων καὶ μάλιστα στις τέσσερες γωνίες τοῦ σκαλισμένου σταυροῦ. Τριγυρίζοντας ἀπ᾿ ἔξω τὴν ἐκκλησία τ᾿ ἀντιγράψαμε καὶ τὰ παρουσιάζουμε στους βυζαντινολόγους γιὰ νὰ τὰ ἑρμηνεύσουν. Ισως εἶναι κτιτορικά. Στην κεντρική κόγχη τοῦ ἱεροῦ εἶναι δυὸ δυὸ γράμματα ὅμοια:

Στο βόρειο παράθυρο τοῦ νάρθηκος σὲ ὅμοιο σταυρὸ ὑπάρχουν τὰ γράμματα:


Τὰ ἴδια ἀκριβῶς γράμματα στὴν ἴδια διάταξη εἶναι στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας ἐπὶ τοῦ τέμπλου μέσα στὴν ἐκκλησία. Στὸ νότιο παράθυρο τοῦ νάρθηκος ἔχουν χαραχθῆ τὰ γράμματα:


Υπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἐπιγραφὴ ἐπάνω σὲ μιὰ σκαλισμένη πέτρα, ποὺ εἶναι χτισμένη στο νότιο τοῖχο, κατὰ τρόπο ποὺ μᾶλλον οἱ κτίστες ἤθελαν νὰ τὴν κρύψουν καὶ νὰ τὴν παραμελήσουν, γιατὶ εἶναι ἀρχαία ἑλληνική, εἰδωλολατρική, καὶ γι' αὐτὸ ἡ πέτρα εἶναι τοποθετημένη ἀνάποδα, ὥστε καὶ τὰ γράμματα φαίνονται ἀνάποδα. Η ἐπιγραφὴ ἐφθαρμένη καὶ δυσ ανάγνωστη. Διακρίνονται μόνο μερικά γράμματα:


Ἡ πέτρα αὐτὴ δὲν εἶναι τὸ μόνο ἀρχαῖο λείψανο. Πολλὲς μεγάλες πλάκες εἶναι ἐντειχισμένες ὅλες ἀνάποδα ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς διάφορες γλυφὲς ποὺ σώζονται δῶ κι᾿ ἐκεῖ. Μὲ τὸ ἀναποδογύρισμα οἱ χριστιανοὶ ἀνέ τρεπαν συμβολικῶς τὴν εἰδολολατρικὴ ἀξία καὶ σημασία καὶ τὰ ἔκαναν δεκτὰ στὴ χριστιανικὴ τέχνη τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ λείψανα. Τις μεγάλες αὐτὲς πλάκες παρμένες ἕτοιμες ἀπὸ τὴν ἀρχαία τέχνη τὶς ἐπλαισίωσαν μὲ ζῶνες ἀπὸ τοῦβλα βυζαντινά, κι᾿ ἔτσι ἔδωκαν βυζαντινὸ χρῶμα στὴν ὄψη τοῦ τοίχου. Ἀλλ᾿ ἀπὸ ποῦ προέρχονται αὐτὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ λείψανα; Πρόβλημα κι᾿ αὐτό. Ἡ ἐκδοχὴ ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης (σημερινοῦ Μαυροματιοῦ) ποὺ ἀπέχει μιάμιση ώρα, δὲν μοῦ φαίνεται πιθανή. Τὸ Παλιοχώρι (παλιό Σιάμαρι), στην περιοχὴ τοῦ ὁποίου βρίσσκεται ἡ τοποθεσία αὐτή, ἔχουμε λόγους να πιστεύουμε πὼς ἔχει προχριστιανικὴ ἡλικία καὶ πὼς δὲν ἀποκλείεται οἱ ἀρχαῖοι κάτοικοί του νὰ εἶχαν κτίσει στὴν ὄμορφη αὐτὴ κοιλάδα κάποιο ναὸ πρὸς τιμὴν κάποιου θεοῦ, ἢ ἔστω καὶ ἄλλο κτίσμα. Η σημασία τῆς δυσανάγνωστης ἐπιγραφῆς εἶναι προβληματική. Απὸ τὰ τελευταῖα γράμματά της προσφέρεται ἴσως μιὰ δικαιολογία σὲ κείνους που τοποθετοῦν ἐκεῖ ναὸ ἀρχαῖο τῆς θεᾶς Ρέας: ΘΕ (Α). Ρ(ΕΑ). Οἱ χριστιανοὶ ἐσυνήθιζαν νὰ κτίζουν στὰ θεμέλια τῶν ἁρχαίων ναῶν τις δικές τους ἐκκλησίες.
Τὸ σχῆμα τοῦ κυρίως ναοῦ εἶναι σταυροειδὲς καὶ ὁ χαριτωμένος τρούλλος του στηρίζεται στοὺς δυό κίονες καὶ στοὺς πεσσοὺς τοῦ τέμπλου Η μέ τοῦβλα διακόσμηση τοῦ τρούλου καὶ τῶν τοίχων εἶναι λιτὴ καὶ ἁπλῆ, δὲν ὑπάρχουν ὁδοντωτές κυματοειδεῖς ζῶνες ἢ φρύδια οὔτε κοσμήματα ποικίλα. Τα διάφορα επίπεδα τῆς στέγης ποὺ σαν σκαλοπάτια ὁδηγοῦν τὸ βλέμμα τοῦ θεατή, εἰς τὴν ἀνατολικὴ ἰδίως πλευρά, πρὸς τὸν τρούλλο, ἔχουν διάταξη ὁμαλὴ καὶ ρυθμικὴ ἐμπνέοντας ἕνα αἰσθημα γαλήνης καὶ ὑπομονῆς τὴν ὁποία συμβολίζει καὶ τὸ παριστάμενο κυπαρίσσι ἐπισκιάζοντας μιὰ κάθετη λωρίδα ἐπάνω στὴ λευκάζουσα πρόβαση τῆς μεσαίας κόγχης, ἡ ὁποία μᾶς παρατηρεῖ μὲ τὰ δυὸ μάτια τοῦ ὡραίου διλόβου παραθύρου της. Σταθήκαμε ἀρκετὴ ὥρα καὶ θαυμάσαμε την κάθετη καθὼς καὶ τὴν ὁριζόντια ἁρμονία τῶν ἀρχιτεκτονικῶν γραμμῶν τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς, ὅπου τὰ δυὸ παράθυρα στις πλάγιες κόγχες μὲ τὸ δίλοβο τῆς μεσαίας ἀποτελοῦν μία ενότητα ὑποδοχῆς καὶ ταπεινόφρονης έλξεως ποὺ ἀνταποκρίνεται ἀνασταλτικὰ καὶ μαλακώνει τὴν ἐπιβλητικὴ πρόβαση τοῦ τρούλλου, τοῦ ἀετώματος καὶ τῆς μεσαίας κόγχης. Καὶ μᾶς κάνει ἐντύπωση ή υπερνίκηση τοῦ χριστιανικοῦ τρούλλου ἀπάνω στὸ ἀέτωμα, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ ἔναντι τῶν εἰδωλολατρικῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ὑψηλότερο στέγασμα είχαν τὸ τριγωνικὸν ἀέτωμα.


Ο σταυροειδής ναός τῆς Σιαμαρίνας ἔχει πρὸς τὰ δυτικὰ ἐπαυξηθῆ μὲ νάρθηκα, ὁ ὁποῖος ἐπιμηκύνεται μὲ τὸ μνημειώδες πρόστωον, εἶδος ἐξωνάρθηκος ἀνοικτοῦ καὶ στὶς τρεῖς πλευρές, καὶ στολίζεται μὲ τὸ λαμπρό και δωνοστάσιο καὶ μὲ δύο δίλοβα ὡραῖα παράθυρα -ἕνα στο βόρειο καὶ ἕνα στο νότιο τοίχο του.
Δὲν εἶχε μόνο τη μεγαλόπρεπη εἴσοδο τοῦ νάρθηκος ἀπὸ τὰ δυτικά, ἀλλὰ κι᾿ ἀπὸ τὸ βοριά εἶχε εἴσοδο κι' ἀπὸ τὸ νότο μὲ ἀψιδωτή πύλη υποστηριγμένη μὲ δύο κίονες ή νοτία καὶ μὲ ἕνα ή βορινή. Οι κίονες τώρα εἶναι πεσμένοι κάτω καὶ ἡ πύλη έχει φραχθῆ μὲ τοῖχο κακοφτιασμένο σαν ἀταίριαστο μπάλωμα. Τὰ δυὸ αὐτὰ μπαλώματα ἐβάλθηκαν στη νεώτερη ἐποχὴ ἀπὸ εὐσεβεῖς περιοίκους, ἀλλὰ ἡ καλαισθησία καὶ ἡ ὀρθὴ θρησκευτικὴ ἀντίληψη ἀπαιτεῖ ἀπακατάσταση του μνημείου στην αρχική μορφή, ἀφοῦ ὑπάρχουν οἱ κίονες ὡσὰν πλαγιασμένοι -πληγωμένοι φρουροί. Νὰ φύγουν τὰ μπαλώματα καὶ νὰ ξαναγίνουν τἀνοίγματα κι᾿ ἂς κλείνουν μὲ ξύλινες θύρες. Στὸ βορινὸ τοῖχο τοῦ ναοῦ ὑπάρχει προσθήκη -ἕνα χαμηλότερο κτίσμα, σὰν πλαγιονάρθηξ, κλειστὸς ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη, μ' ἕνα μικρὸ παράθυρο βορινό καὶ μιὰ στενὴ καὶ χαμηλή εἴσοδο ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ.
Ἀπὸ τὰ δυτικά προπύλαια του μπήκαμε στὸ νάρθηκα. Στους τοίχους ἔχουν φθαρῆ οἱ τοιχογραφίες. Μόνο στο βορινό τοίχο διακρίναμε τὸ ζωηρό κεφάλι τοῦ ἀλόγου τοῦ Αγίου Γεωργίου καὶ λίγα ἴχνη τοῦ δράκοντος. Στο δάπεδο, τὸ πλακοστρωμένο σὲ νεώτερη εποχή, σώζονται σὲ μερικὰ σημεῖα μικρές λωρίδες μὲ ψηφιδωτά κοσμήματα. Τέτοια εἴδαμε καὶ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ. Ἀπόδειξη ὅτι καὶ τὰ τρία εἶχαν ὡραία ψηφιδωτή ἐπιφάνεια. Κολλητὰ στὸ νότιο τοίχο τοῦ νάρθηκος ὑπάρχει τάφος ἢ κενοτάφιο μὲ ὀστᾶ. Αγνωστο ποιὸ ἐπίσημο πρόσωπο ἐστήριζαν στὴ ζωὴ αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Θὰ ἦταν ἀσφαλῶς πολὺ ἐπίσημο, γιατὶ τῶν κοινῶν θνητῶν τὰ κόκκαλα τὰ ἐτοποθετοῦσαν στὸν Αϊ- Λάζαρο, που σώζεται ἀκόμη σ' ἕνα γειτονικό λοφίσκο. Η παράδοση λέει ὅτι εἶναι τῆς κτιτόρισσας, ἀλλὰ ποιός ξέρει τίνος γένους εἶναι τὰ ὀστᾶ; ῎Αλλωστε δὲν ἔχει ἀκόμη ἐξακριβωθῆ τὸ κτιτορικὸ πρόσωπο. Ονομα καὶ δόξα σκεπάσθηκαν κάτω ἀπὸ τὸν πέπλο τῆς λήθης. Αλίμονο! Πόσο θὰ θέλαμε νὰ γνωρίζουμε τίνος ἦταν αὐτὸς ὁ τάφος, αὐτὰ τἀπομεινάρια τα σωματικά! Κύριος οἶδε τὄνομά του καὶ τὴν ψυχή του.
Μὲ κάποια θλιβερή σκέψη μπαίνουμε στὸ ναὸ καὶ μὲ μιᾶς ἕνα αἴσθημα κατανύξεως καὶ θαυμασμού μᾶς κυριεύει. Υψώνουμε τα βλέμματα πρὸς τὴν Πλατυτέρα καὶ πρὸς τὸν τροῦλλο, ὁ ὁποῖος ἐφάπτεται στα τόξα τῶν τεσσάρων ἁψίδων, κι᾿ αὐτὲς πάλι στηρίζονται μὲ τὶς ἄκρες τους στοὺς δυὸ κίονες καὶ στοὺς δύο πεσσοὺς τοῦ τέμπλου. Έτσι σχηματίζεται σταυρός συμμετρικός, ποὺ οἱ βραχίονές του ἔχουν σχεδὸν τὸ ἴδιο μῆκος. (Ανατο λικὸς καὶ δυτικός 2 μέτρα καὶ 35 δακτ., βορινὸς καὶ νότιος 2 μέτρα καὶ 12 δάκτ.).
Τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ ἀρχιτεκτονική ἄποψη εἶναι ὅτι τὰ τέσσαρα ὑποστηρίγματα τῶν ἀψίδων ποὺ ὑποβαστάζουν τὸν τροῦλλο δὲν εἶναι τέσσερες κολῶνες (κίονες), ἀλλὰ μόνον δύο καὶ δύο πεσσοὶ τοῦ τέμπλου μαρμάρινοι ποὺ ὑψώνονται μέχρι τῶν ἀψίδων κι' ἔτσι ὁ τροῦλλος πλησιάζει πρὸς τὸ ἅγιο βῆμα. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἐντύπωση στὸν βυζαντινολόγο Gabriel Millet εἶναι τὰ μικρὰ θολωτὰ ἡμισφαίρια Calottes), τὰ ὁποῖα θεωρεῖ ὡς ἐπίδραση Κωσταντινουπολίτικη στὴν ἀρχι τεκτονικὴ τῆς κυρίως Ἑλλάδος. Ἡ γνώμη του αὐτὴ ἐνισχύει τὴν τοπική παράδοση, ποὺ δέχεται ὅτι τὴ Σιαμαρίνα τὴν ἔκτισε ἡ βασίλισσα τῆς Πόλης μὲ τεχνίτες ἴσως Κωσταντινουπολίτες.
Παρατηρώντας τὸ μαρμάρινο τέμπλο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ πεσσοὺς καὶ μιὰ ὁριζόντια συνδετική μαρμάρινη δοκό, θαυμάζουμε τὸ γλυπτό διάκοσμο. Οἱ δυὸ πεσσοὶ ἔχουν μέσα σὲ τοξωτή κορνίζα ἀπὸ μάρμαρο γλυπτὸ περίτεχνο, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ πλεκτές ταινίες, τὴν τοιχογραφία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἕνας καὶ τῆς Παναγίας ὁ ἄλλος. Ἐπάνω στὴν ὁριζόντια δοκὸ ὑπάρχουν ἀνάγλυφα ζῶα - πτερωτός λέων πρὸς τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄπτερος πρὸς τὸ μέρος τῆς Παναγίας, ποὺ κρατοῦν κάτω ἀπὸ τὰ νύχια τους καὶ οἱ δυὸ τὰ θηράματά τους, ἀπὸ ἕνα λαγὸ ὁ καθένας. Περίεργος γλυπτικός διάκοσμος σ' αὐτὴ τὴ θέση τοῦ τέμπλου ποὺ ἐγὼ τουλάχιστον ὅμοιό του δὲν ἔχω ἰδεῖ πουθενά, Δυστυχῶς ὅλες οἱ πλάκες τοῦ φίλμ, ποὺ τραυήχθηκαν στὸ ἐσωτερικό, δὲ βγῆκαν καλές, χάλασαν. Κάτω ἀπὸ τὴν τοιχογραφία τῆς Παναγίας εἶναι σκαλισμένα τὰ γράμματα:


Όμοια ἢ ἄλλα πιθανὸν νὰ ἦσαν καὶ στῆς ἄλλης τοιχογραφίας τὴν ἀντίστοιχη θέση, ἀλλὰ τὸ μέρος εἶναι κατεστραμμένο. Στὸν ἀριστερό τοῖχο κοντὰ στὴν πύλη τῆς προθέσεως σώζεται τοιχογραφία, που παριστάνει ἀρχάγγελον. Στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ διακρίνεται ή πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν Παναγία καὶ πιὸ κάτω ὁ Χριστὸς νεκρὸς μὲ τὴν ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ βυζαντινὰ γράμματα: Ο τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα μου ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ. Στὴν ἁψίδα ἐπάνω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς προσθέσεως εἴδαμε τὴν τοιχογραφίαν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ στὴν ἄλλη ἀψίδα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν ἄλλη πλαγία πύλη είναι ἡ τοιχογραφία ὅπου ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ λαμπρό του πρόσωπο καὶ τὴ φλογερή ματιά του παρουσιάζεται κατεβασμένος εἰς τὸν Αδην. 
Απέναντι ἀπὸ τὴν τοιχογραφία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὑπάρχει τοιχογραφία, πολὺ ἐφθαρμένη ἡ ὁποία μοῦ ἐφάνηκε πὼς εἶναι ἡ Ὑπαπαντή. Στὸ νότιο τοίχο, στὸ μέσον καὶ πρὸς τὰ κάτω σώζονται σὲ μιὰ τοιχογραφία οι τρεῖς μορφὲς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Γρηγορίου, τοῦ Ιω. Χρυσοστόμου και τοῦ Μεγ. Βασιλείου. Δεξιὰ τοῦ Μεγ. Βασιλείου εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Αγιος Αντώνιος.
Γενικῶς ὅλος ὁ ναὸς εἶναι καταστόλιστος μὲ τοιχογραφίες, ἀλλὰ ἡ φθορὰ τοῦ χρόνου τὶς ἔχει παραπολὺ ἀμαυρώσει. Η διατήρηση τουλάχι στον τῶν σωζομένων, ποὺ κινδυνεύουν ἀπὸ τὸ ξέφτισμα, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθῆκον καὶ τὸ μέλημα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τῶν περιοίκων χωρικών.
Δὲν πρέπει νὰ φύγη κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Σιαμαρίνας, ἂν δὲν ἰδῆ τὶς δυὸ τράπεζες τοῦ ἁγίου βήματος, τὴν ἁγία τράπεζα τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τὴν ἄλλη τῆς προθέσεως. Αποτελοῦνται ἀπὸ μιὰ κολῶνα καὶ μιὰ πλάκα μαρμάρινη ἡ καθεμιά. Μὰ τὸ ἐκπληκτικώτερο εἶναι ποὺ καὶ οἱ δυὸ εἶναι σκαλισμένες καὶ παρουσιάζουν ὡραῖα γλυπτά κοσμήματα, ποὺ μοιάζουν πολὺ μὲ τὸ παναγιάρι μὲ τὸ ὁποῖο σφραγίζουν τὰ πρόσφορα.
Ενας φίλος Καλογερορραχίτης μοῦ εἶπε πώς κάποιος ξένος ἀρχαιολόγος, ἀφοῦ περιεργάσθηκε τὴ Σιαμαρίνα πολλὴ ὥρα, στὸ τέλος εἶπε : "Ας ἦταν δυνατὸ νὰ ἀντικρύσουν τὰ μάτια μου τὴν Σιαμαρίνα ὅπως βγῆκε τὴν πρώτη φορὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ τεχνίτη, κι' ἂς πέθαινα! ᾿Εκεῖνος ὁ ξένος είχε δίκαιο.

Δ΄.
Παρακινημένος ἀπὸ τὴν ὀνομασία Ελληνοκκλησιὰ ποὺ ἔδωκαν στὸ Σιάμαρι, ἀνέβηκα ἕνα πρωὶ στὸ βουνό ψωριάρη, ὅπου στο φρύδι του εἶδα τὴν περίφημη Ελληνοκκλησιά -ἐρείπιο ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ναοῦ, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἦταν ναός, γιατί φαίνονται μὲν πολλοὶ καὶ μεγάλοι κυβόλιθοι σκαλισμένοι καὶ σωρωμένοι σὲ μιὰ τοποθεσία κατάλληλη για ναό, μὰ καὶ γιὰ πολεμόπυργος, δὲν φαίνονται ὅμως οὔτε κίονες οὔτε ἄλλα ἀρχιτεκτονικά μέλη ἀρχαίου ναοῦ. Απαιτεῖται μιὰ ἔστω καὶ πρόχειρη ἀνασκαφὴ γιὰ νὰ ἐξακριβωθῇ ἡ ἀλήθεια τῆς κοινῆς δοξασίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν πιστεύουν ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε ἑλληνικὴ εἰδωλοκατρικὴ ἐκκλησία, καὶ τὴ λὲν Ἑλληνοκκλησιά.
Ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς Ελληνοκκλησιᾶς ὡς τὴν κυρφὴ τοῦ βουνοῦ ἡ ἀπόσταση εἶναι μικρή. Ανεβαίνοντας συναντήσαμε ένα γκρεμισμένο κάστρο μὲ ἀπελέκητες μεγάλες πέτρες ποὺ περιβάλλει τὴν μακρουλὴ κορυφή. Σὲ διάφορα διαστήματα οἱ πέτρες τοῦ κάστρου εἶναι περισσότερες καὶ καλύπτουν ἔκταση κόπως πλατύτερη, καὶ τοῦτο μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὡς ἔνδειξη ὅτι σ᾽ αὐτὰ τὰ σημεῖα ὑπῆρχαν πύργοι. Στὴν περιτειχισμένη τοῦ βουνοῦ κορυφή παλαιὰ κεραμίδια καὶ τοῦβλα, ποὺ εἴδαμε, δείχνουν ὅτι κάποτε ὑπῆρχε συνοικισμός. Τὸ πρόχειρο αὐτὸ τείχισμα μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὡς προτείχισμα στρατηγικῆς σημασίας γιὰ τὸ μεγάλο κάστρο τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης, γιατὶ οἱ πρόποδες τοῦ βουνοῦ αὐτοῦ φτάνουν ὡς τοὺς λόφους, ὅπου ἀνυψώνεται τὸ νότιο τμῆμα τοῦ μεγάλου κάστρου.
Κατάφυτη καὶ βαθειὰ κοιλάδα χωρίζει τὸν Ψωριάρη ἀπὸ τὸ ἀπέναντι κοντοβούνια καὶ στὴ μέση φαντάζει τὸ μεγαλόπρεπο Αντρομονάστηρο[9] μὲ τὰ σωζόμενα χωρὶς μοναχοὺς κελλιά του, μὲ τὸν ψηλὸ πολεμικό του πύργο, τὸν ὡραῖο του τροῦλλο, μὲ τὸ κρυσταλλένιο γάργαρο νερό, που πηγάζει κάτω ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα, τὸ θαυμάσιο νερό, ποὺ τὸ εἶχαν ἄλλοτε διοχετεύσει μὲ ὑδραγωγεῖο στὴν Ανδροῦσα.


Τὰ χαράματα τῆς 6 Αὐγούστου ξεκινήσαμε και μαζί μας σχεδὸν ὅλοι οἱ Σιαμαραῖοι, ὅπως κι᾿ ἀπὸ τ᾽ ἄλλα τὰ γύρω χωριά, καὶ προχωρούσαμε πρὸς τὸ μοναστήρι. Περάσαμε ἀπὸ τὴν τοποθεσία Βραχνά, ὅπου ὑπάρχουν δυὸ κρυόβρυσες μ' ἕναν πελώριο πλάτανο σε μικρή απόσταση πιό πάνω ἀπὸ τὸ δρόμο. Αφθονα τοῦβλα καὶ κεραμίδια καὶ θεμέλια σπιτιών, καθώς καὶ οἱ δυὸ βρύσες, εἶναι ἀρκετὲς ἐνδείξεις ὅτι ἐκεῖ κάποτε ὑπῆρχε κάποιο χωριό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὠνομαζόταν Βραχνά. Ἀφοῦ προχωρήσαμε στο δρόμο, γαϊδουροκαβαλλαρία ἐννοεῖται, γιατί αὐτοκινητόδρομος δὲν ὑπάρχει, κατὰ μῆκος τῆς ὄχθης τοῦ ποταμιοῦ Μάμη καὶ διαβήκαμε στο τέλος τὸ στενό γεφύρι ποὺ δὲν ἦταν καθαυτό γεφύρι, παρὰ ἡ βάση τοῦ ὑδραγωγείου τοῦ γκρεμισμένου -ἐφθάσαμε στοὺς δυὸ κρουνοὺς τῆς πηγῆς καὶ ὕστερα μπαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐπίσημη βόρεια πύλη προχωρήσαμε στο εξωτερικό προαύλιο καὶ σὲ λίγο περνῶντας ἀπὸ τὴ μεγάλη πύλη τοῦ συγκροτήματος τῶν κελλιών, βρεθήκαμε στὸ ἐσωτερικό προαύλιο καὶ εἴδαμε τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ. Πλῆθος κόσμου περιπατοῦσε δῶθε- κεῖθε, ἄλλοι ἅπλωναν τα πανηγυριώτικα εμπορεύματά τους, ἄλλοι ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία κι' ἄλλοι πήγαιναν πίσω ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα γιὰ νὰ κατεβοῦν στὴ δεξαμενὴ τοῦ νεροῦ καὶ νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ ἅγιασμένο νερό.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνας μοναχὸς τῆς μονῆς τοῦ Βουρκάνου χτυποῦσε τὴν καμπάνα τραυῶντας τὸ σχοινί της σημαίνοντας τὸν ὄρθρο. Είδα τὸ μικρὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὴν ἁπλῆ πύλη τοῦ νάρθηκος καὶ θυμήθηκα τὴ μεγαλόπρεπη αψιδωτή εἴσοδο τῆς Σιαμαρίνας μὲ τὸ λαμπρό της κωδωνοστάσιο. Μπαίνοντας μέσα στὸ ναό, ὅπου συνωστίζονταν οἱ πιστοί γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν τοιχογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, ἐκοίταζα τὸν τροῦλλο καὶ τὸ τέμπλο καὶ τὶς τοιχογραφίες. Οἱ ἀψίδες ποὺ ὑποστηρίζουν τὸν τρούλλο ἀκουμποῦν ἐπάνω σὲ τέσσερες κολώνες, οι τοιχογραφίες περισσότερο έφθαρμένες ἀπὸ τὶς τοιχογραφίες τῆς Σιαμαρίνας καὶ τὸ τέμπλο δὲν ἔχει πολυτέλεια γλυπτού διακόσμου. Γενικῶς ὅμως οἱ ὁμοιότητες εἶναι περισσότερες κι᾿ ἂν δὲν εἶναι σύγχρονο τὸ Αντρομονάστηρο μὲ τὴ Σιαμαρίνα, ὅπως λέει ή παράδοση, πάντως δὲν εἶναι πολὺ μεταγενέστερο.
Μετὰ τὴν ἀπόλυση, ἐφούντωσε τὸ πανηγύρι, γενικό φαγοπότι, ὁ ἐπιτρεπόμενος μπακαλιάρος καὶ ἄφθονο γλυκό κρασί. Σε λίγο τα τραγούδια καὶ ὁ χορὸς ἀντηχοῦσαν στὴν κοιλάδα. Παράξενος συνδυασμὸς τοῦ θρησκευτικού καθήκοντος μὲ τὸ κοσμικό γλέντι, ποὺ κάποτε καταλήγει σε συμπλοκή αἱματηρή. Στα τραγούδια καὶ τὸ χορὸ ἔμπαιναν οἱ ὑποψήφιες νύφες καὶ οἱ ὑποψήφιοι γαμπροί, χωρὶς ν' ἀποκλείωνται καὶ οἱ ἄλλοι. Το πανηγύρι διαλύθηκε στις τέσσερες τὸ ἀπόγευμα καὶ σὲ λίγο ἐρημιὰ καὶ ἡσυχία ἐβασίλευε στην περιοχὴ ἐκείνη τοῦ μοναστηριοῦ, τὴ στολισμένῃ μὲ πλουσία βλάστηση καὶ ἄφθονα νερὰ καὶ περικλεισμένη ὁλόγυρα μὲ βουνά. Αγρια ομορφιά, μεγαλόπρεπη καὶ δυνατή, ποὺ τὴ δυναμώνει τὸ καστρογυρισμένο μοναστήρι μὲ τὰ πολλὰ κελλιά καὶ τὸν πύργο.
Επιστρέφοντας σκεφτόμουνα τι κρίμα νὰ μὴ ἔχη γίνει ἕνας αὐτοκινητόδρομος καλὸς ἀπὸ τὴν Ανδροῦσα ὡς τὸ Αντρομονάστηρο, ὥστε νὰ εἶναι εὔκολο νὰ γίνωνται ἐκδρομὲς ὡς τὴ Σιαμαρίνα καὶ τὸ Αντρομονάστηρο τὰ δυὸ χριστιανικά αριστουργήματα τῆς Μεσσηνίας.

E'
Ἰδιαίτερη θέση θέλω νὰ δώσω στη γνώμη τοῦ ἐξαιρετικοῦ Σουηδοῦ ἀρχαιολόγου Mattias Natan Valmin, ὁ ὁποῖος ἐπερπάτησε ὅλη τὴ Μεσσηνία κορφὴ σὲ κορφὴ καὶ δὲν ἄφησε ἐρείπιο ἀνεξέταστο καὶ ἔγραψε τὴν ἐξαιρετικὴ μελέτη του Etudes topographiques sur LA MESSENIE ANCIΕΝΝΕ, ὅπου ἐπισυνάπτεται πολύτιμος χάρτης τῆς ἀρχαίας Μεσσηνίας σχεδιασμένος ἀπὸ τὸν ἴδιον.
Στο βιβλίο του λοιπὸν αὐτὸ ὁ Valmin γράφει: 
«Δυτικῶς τοῦ Παμίσου βλέπει κανεὶς στις κοιλάδες γύρω ἀπὸ τὴ μικρὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία, τὴν ὀνομαζομένη Σαμαρίνα, κάμποσα συντριμμένα ἀπομεινάρια ἀρχαίων βάζων, καὶ ἔχουν ἐκεῖ εὑρεθῆ τάφοι μὲ βάζα μυκηναϊκά[10]. Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποχρεωθοῦμε νὰ ἀναζητήσουμε ένα συνοικισμὸ ἀρκετὰ ἐκτεταμένο, ἴσως μιὰ πόλη, γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Αλλὰ φυσικὰ εἴμεθα μακριὰ ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζουμε ἄν αὐτὰ εἶναι τὰ ἴχνη τῆς Ανθείας. Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησία (τῆς Σαμαρίνας, ἐννοεῖται) εἶναι χτισμέ νη ἐπάνω σ᾽ ἕνα ἀρχαῖο ναὸ καὶ μὲ λίθους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ ναὸ αὐτό. Βλέπει κανεὶς ἐκεῖ ὀρθοστάτες καὶ ογκολίθους τοῦ ἐπιστυλίου. Υπάρχουν κίονες μονολιθικοὶ ἀπὸ καθαρὸ ἀσβεστόλιθο, ἀλλ᾽ ἐπίσης καὶ ἄλλοι μεγαλύτεροι ἀπὸ ἀσβεστόλιθο σκουρότερο. Ἐξ ἄλλου παρετήρησα ὅτι ὁ στυλοβάτης, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔχει στηριχθῆ ἡ ἐκκλησία, φαίνεται πὼς ἔχει ἀνανεωθῆ, σὲ τρόπον ποὺ μποροῦμε νὰ ἀναζητήσουμε ἐκεῖ δυὸ ναοὺς διαφορετικῶν ἐποχῶν. Στο νότιο τοῖχο ἔχει κατασκευασθῆ ἕνα μέρος τῆς στεφάνης (corniche) με πωρόλιθο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου βλέπει κανεὶς ζωγραφικά κοσμήματα ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς».
Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς δείχνουν ὅτι ἡ ἀρχαιολογικὴ ἐπιστήμη δὲν εἶπε ἀκόμη τὴν τελευταία της λέξη. Εἴτε ἡ μυκηναϊκή 'Ανθεια εἴτε ἄλλη, πάντως μιὰ πόλη ὑπῆρξε κοντὰ στὴ Σιαμαρίνα και μάλιστα στη θέση Παλιοχώρι, καὶ μιὰ ἀνασκευή ἀσφαλῶς θ᾿ ἀνακαλύψη πολλὰ πράματα.
Ακόμη ἔχω νὰ προσθέσω ἐδῶ ὅτι τὰ γράμματα στις γωνίες τῶν σταυρῶν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ τέμπλου δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν κτιτορικὸν χαρακτῆρα, καθ· ὅσον στὸ λεξικὸ τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας τοῦ Cabrol στὴ λέξη Antimensium ἀναφέρονται διάφοροι συνδυασμοί γραμμάτων ποὺ εἶναι ἀρχικὰ λέξεων ὁλοκλήρων φράσεων. λ. χ. Τ Κ Π Γ = Τόπος Κρανίου Παράδεισος Γέγονε. ΤΞΔΦ= Τοῦτο Ξύλον Δαίμονες Φρίττουσι, ΕΕΕΕ= Ελένης Εὕρεσις Εβραίων Ελεγχος ἢ Ελένη Εὕρατο Εύρημα Ἐλέους, ΡΡ P P = Ρηρῶς Ρήτορες Ρητορεύουσι Ρῆμα. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ συνδυασμὸς ΦΧΦΠ ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ τέμπλο τῆς Σιαμαρίνας καθὼς καὶ σ᾽ ἕνα σταυρὸ ἑνὸς παραθύρου καὶ σημαίνει: Φῶς Χριστοῦ Φαῖνε Πᾶσι. Δὲν ἀναφέρει ὅμως ὁ Babrol τὸ συνδυασμό
Καὶ γιὰ νὰ τελειώνω μὲ τὰ δύο αὐτὰ βυζαντινὰ μνημεῖα, σημειώνω ὅτι ὁ ἀρχαιολόγος Φρ. Βερσάκης ἔχει γράψει μια μικρή μελέτη γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῶν δύο οὐτῶν μνημείων καὶ ἰδίως γιὰ τὰ σχήματά των. Ὁ Βρεσάκης δέχεται ὅτι τὸ Αντρομονάστηρο είναι μεταγενέστερο, καὶ ὅτι οἱ νάρθηκες καὶ τῶν δύο εἶναι μεταγενέστερες προσθήκες, ἀλλὰ τοῦτο δὲν φαίνεται ἀκριβές. Ο Millet τοὺς θεωρεί συγχρόνους μὲ τοὺς κυρίως ναοὺς καὶ μόνο τὸ βόρειο πλαγιονάρθηκα καὶ τὸ κωδωνοστάσιο τῆς Σιαμαρίνας τὰ θεωρεῖ ὅτι εἶναι μεταγενέστερες προσθῆκες.

ΣΤ΄.
Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἑλληνοκκλησιά (Σιάμαρι) μὲ δυὸ συνοδοὺς ἕνα ἡλιόλουστο μὰ δροσερὸ ἀπὸ τὸν ἄνεμο ἀπόγευμα, πήραμε το δρόμο γιὰ τὰ κοντοβούνια. Περάσαμε πάλι ἀπὸ τὸ Ἀντρομονάστηρο καὶ προχωρήσαμε ὥς τὸ διάσελο τῶν Γεωργάνων, ἀπ' ὅπου ἀγναντέψαμε ἕνα τμῆμα τοῦ κάμπου τῆς ἄνω Μεσσηνίας. Ἀπὸ κεῖ φτάσαμε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ Κεφαληνοῦ καὶ ἀντικρύσαμε ψηλὰ τὴν κορυφὴ Λυκοβούνι ἢ Λυκοβούνιστα, ὅπου σώζονται ἴχνη παλαιοῦ τειχίσματος καὶ συνοικισμοῦ.
Η πορεία μας ἐσυνεχίσθηκε καί, ἀφοῦ περάσαμε τὸ χωριό Λούμι, ἀνεβήκαμε στο πιο ψηλό χωριὸ τῆς Ἰθώμης Χρύσοβα (Χρύσαφα;). Ἀπὸ κεῖ ἡ θέα ἦταν ἐξαιρετική. Τὰ δυὸ βουνὰ τοῦ Βουρκάνου (ἡ ἀρχαία Ιθώμη καὶ Εὔα) φαίνονται ἀπὸ μακρυὰ σὰν δύο γίγαντες πρόμαχοι στο κέντρο τῆς Μεσσηνίας μὲ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς στὴν κορφὴ καὶ τὸ χωριὸ Μαυρομάτι στὰ πόδια. Αλλὰ πλέον πανοραματικὴ εἶναι ἡ θέα ἀπὸ τὴ θέση Παζαράκι καὶ ἀπὸ τὸ Καγκέλι, ὅπου ἐφθάσαμε, ἀφοῦ περάσαμε την περίφημη κρήνη Κροστιχὴ καὶ εὐφρανθήκαμε ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο κρουσταλλένιο νερό της. Από κεῖ ἀγναντέψαμε ὅλη τὴν ἐπάνω Μεσσηνία καὶ τὴν μεγάλη κοιλάδα τοῦ Δωρίου. Μιὰ πρόβαση τοῦ βουνοῦ Καγκέλι πρὸς τὰ κάτω φθάνει ὡς τὸ χωριό Βασιλικό κι᾿ ἐπάνω στον τελευταῖο λόφο ὁ Σουηδός ἀρχαιολόγος Mattias Natan Valmim ἔκαμε ἀνασκαφές κι᾿ ἀνακάλυψε τὸ ἀρχαῖο Δώριο καὶ κατασκεύασε εἰδικὸ μουσεῖο γιὰ τὰ πλούσια ευρήματά του στο χωριό Βασιλικό. Κάτω στην κοιλάδα μεταξὺ τοῦ λόφου τοῦ Δωρίου καὶ τῆς κεφαλόβρυσης Κόκλα διακρίνονται δύο τύμβοι μυκηναϊκοί, τοὺς ὁποίους ἔχω ἐπισκεφθῆ πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ μιὰ ἄλλη περιοδεία.
Τὸ χωριὸ Χρύσοβα, ποὺ τ᾿ ὄνομά του πιθανὸν νὰ εἶναι παραφθορά τοῦ ὀνόματος Χρύσαφα, εἶναι σήμερα πολύ μικρό ἔχει δὲν ἔχει τριάντα σπίτια. Λίγο πιο πέρα ὅμως σὲ τοποθεσία πιὸ ἐπίπεδη, πιὸ ξάγναντη καὶ πιὸ κοντὰ σὲ μεγάλες βρύσες μὲ ἄφθονα νερά, σώζονται τὰ ἐρείπια παλαιοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ ἦταν τὸ Παλιό Χρύσοβα, τὸ ὁποῖον ἔπαθε καταστροφὴ πενήντα περίπου χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ 1821. Στο παλιό Χρύσοβα είδα καὶ τὰ ἐλάχιστα ἐρείπια μιᾶς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, κάτω ἀπὸ τὸ ἅγιο βήμα τῆς ὁποίας ἔτρεχε τὸ νερὸ τῆς Μεγάλης Βρύσης. Στὴν ἴδια θέση ἐφαίνοντο πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια οἱ τοῖχοι παλαιοῦ μεγάρου, ποὺ λόγῳ τῆς γειτονιᾶς τοῦ νεροῦ οἱ χωρικοί τό ὠνόμαζαν λουτρό, ποὺ δὲν ἀποκλείεται ἄλλωστε νὰ ἦταν ἕνα τμῆμα τοῦ μεγάρου. Αὐτὸ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα θὰ ἦταν ἡ κατοικία τοῦ ἰδιοκτήτου ἢ τοῦ ἄρχοντος τοῦ χωριοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν βυζαντινῶν καὶ τῆς φραγκοκρατίας. Το χωριό Χούσοβα εἶναι τόσο ὑγιεινὸ καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψη κατάλληλο γιὰ θεραπευτικό κέντρο, ὥστε τὸ εἶχαν ἐκλέξει γιὰ νὰ κτίσουν το σανατόριον Ιθώμης, ἀλλὰ οἱ πιὸ ἔξυπνοι Αρκάδες κατάφεραν νὰ κτισθῆ στὴ Βυτίνα μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, Σανατόριον Ιθώμης! Ἐκεῖ ζοῦν δύο γέροντες ὁ Θανάσης 97 καὶ ὁ Λεγώνης 94 ἐτῶν. Ολα τὰ σπίτια ἀνήκουν στὸ ἴδιο γένος, γενάρχης ὁ καπετάν Γεωργάκης Δεδούσης. Ὁ μπάρμπα Λεγώνης μοῦ διηγήθηκε τὸν τραγικό του θάνατο. Ενας ἀπόγονος τοῦ Γεωργάκη ἕκτης γενεᾶς ἔφτειασε τὸ τραγούδι του. Τὸ παραθέτω :
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Τῆς Κροστιχῆς τὰ κρύα νερά, τῆς Κιάφας τὰ ρουμάνια,
τῆς Μακρυράχης τα πουλιὰ καὶ τ᾿ ῞Αγιο- Λιᾶ τὰ κέδρα
κλαῖνε κι᾿ ἀναστενάζουνε, πικρὰ μοιρολογᾶνε.
Αγὰς ἀπ᾿ τοῦ Κεφαληνοῦ μ᾽ ἑξῆντ᾽ Αρβανιτάδες 
ἐπῆρε μπάλα τά χωριά να κυνηγήση κλέφτες. 
Τοὺς κλέφτες ποὺ τοῦ ἁρπάξανε τὴν ὄμορφή του κόρη. 
Στὴν Τρανηλάκκα φτάσανε κι' ἐκεῖ τοὺς καρτεροῦσαν 
οἱ σταυραετοὶ τοῦ Χρύσοβα κι᾿ ὁ καπετάν Γεωργάκης. 
«Ποῦ πᾶς, ἀγά, στὰ μέρη μας καὶ θὲς νὰ τὰ πατήσης; 
Τῆς Αρκαδιᾶς τὰ σύνορα οἱ ἀγάδες τῆς Αντρούσας 
δὲν κάνει νὰ διαβαίνουνε καὶ δὲ θὰν τὰ περάσης».
Βροντᾶν τὰ καριοφίλια τους κι᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ λόγγοι. 
Αστράφτουν τα βαριά σπαθιά, λάμπουν τὰ γιαταγάνια. 
Μὲ τὸν Κεφαληναῖο ἀγὰ πολέμησε ο Γεωργάκης, 
Ἐσκότωσε τ᾽ ἀσκέρι του, τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι 
καὶ τὄκρυψε στ' ἁρμάρι του πεσκέσι νὰ τό στείλη 
στῆς Αρκαδιᾶς τὸν Ἀλενὴ Μουλαχαλὴλ ἐφέντη. 
Μὰ ἡ Τουρκοποῦλα ἀντίκρυσε το πατρικό κεφάλι 
καὶ στέλνει μήνυμα κρυφό στο μπέη τῆς Αντρούσας. 
Μεμέτ ἀγὰς ὁλονυχτὶς κινάει μὲ τετρακόσιους 
ἐπάτησε τὸ Χρύσοβα, βρίσκει τὴν Τουρκοπούλα, 
βρίσκει τοῦ ἀγᾶ τὴν κεφαλὴ κρυμμένη μέσ' στ' ἁρμάρι. 
Βάνει φωτιὰ στὸ Χρύσοβα καὶ πιάνει τὸ Γεωργάκη. 
Τὸν ἔβαλε στα σίδερα, τὸν πῆγε στὴν Ἀντροῦσα. 
Σὰν τ᾿ ἄκουσ᾽ ὁ Μουλαχαλήλ, πασχίζει νὰ γλυτώση 
τῆς Κιάφας τὸν ἀρματολό, τὸν καπετάν Γεωργάκη. 
Γράμματα στέλνει στὸν πασά και περισσὰ πεσκέσια. 
Τοῦ κάκου πᾶν τὰ γράμματα, τοῦ κάκου τὰ πεσκέσια.
Καθώς τόνε πηγαίνανε τῆς Κροστιχῆς τὸ δράκο 
στὸν καϊμακάμη τοῦ Νησιοῦ γιὰ νὰ τὸν παραδώσουν, 
στὴν Πιπερίτσα στάθηκαν κι᾿ ἐκεῖ τόνε κρεμάσαν 
ἀπ᾿ τὴν ἐλιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς κι᾿ ἄρχισαν νὰ λιανίζουν. 
Αλλος τὰ πόδια πελεκάει κι᾿ ἄλλος τὰ χέρια κόβει. 
Κι᾿ ἕνας ποὺ τὸν ἐγνώριζε, πολὺ τόνε λυπήθη. 
Μιὰ ντουφεκιὰ τοῦ ἔρριξε, μέσ' στὴν καρδιὰ τὸν βρῆκε.
Τῆς Κροστιχῆς τὰ κρύα νερά, κι᾿ ὅλα τὰ Κοντοβούνια 
κλαῖνε κι᾿ ἀναστενάζουνε, παρηγοριὰ δὲν ἔχουν.
Ἔτσι ἔγινε ἡ καταστροφὴ τοῦ τοῦ παλιοῦ χωριοῦ καὶ σκορπίσθηκαν οἱ κάτοικοι, ἀλλὰ λίγο αργότερα ξαναγύρισαν. Ο καπετάν Γεωργάκης είχε δυὸ γυιούς, τὸ Δημητράκη καὶ τὸ Θανάση. Αὐτὸς ὁ Δημητράκης μὲ τὸ γυιό του τὸ Γεωργάκη παρουσιάζονται ὡς κάτοικοι τοῦ Χρύσοβα κι᾿ ἀγοράζουν ἕνα κτῆμα (κσιφλίκι) στὴν περιοχὴ τοῦ Χρύσοβα. Ο μπαρμπα Λεγώνης μοῦ ἔδειξε ἕνα κιτάπι χρονολογίας 1209 τῆς Εγείρας (ἤτοι 1790) μετα φρασμένο στην Αθήνα το 1839 ἀπὸ τὸ βασιλικό διερμηνέα, ὅπου ἐδιάβασα ὅτι ἐνώπιον τοῦ Μεχμὲδ- Ἐμὶν τοποτηρητοῦ τοῦ διοικητοῦ τῆς ἐπαρχίας Αρκαδιᾶς (Κυπαρισσίας) παρουσιάσθηκε ὁ Μουλαχαλήλ-Αλή. Αλενῆ κάτοι· κος Αρκαδιᾶς καὶ ὁ Δημητράκης μὲ τὸν γυιό του Γεωργάκη «κάτοικοι τοῦ τσιφλικίου Χρύσοβα» καὶ ὁ πρῶτος εἶπε καὶ ὡμολόγησε τὰ ἑξῆς: «Τό ὅπερ ἔχω κατὰ σειρὰν διαδοχικὴν ἰδιόκτητον ἀμπέλιον μὲ τὸν λαχανόκηπόν του τεσσαράκοντα περίπου στρεμμάτων εἰς τὴν θέσιν Κομπρὶτ καὶ τὰ πέριξ τοῦ ρηθέντος τσιφλικίου ἔχοντα ὅρια. . . . τὰ ἐπώλησε εἰς τόν παρόντα Γεωργάκην Δεδούσιαν διὰ γρόσια χίλια εκατόν...». 
Ἀπ᾿ αὐτόν κατάγονται ὅλοι οἱ σημερινοί Χρυσοβαῖοι.
Αὐτός ὁ Γεωργάκης, μοῦ διηγήθηκε ὁ μπαρμπα Λεγώνης, εἶναι ὁ παπούλης μας, ἐζοῦσε ἀκόμα στὴν Ἐπανάσταση τοῦ εἴκοσι ἕνα καὶ ἐπολέμησ σε σὲ πολλὲς μάχες καθώς και στο Μανιάκι μαζὶ μὲ τὸν Παπαφλέσσια. Ο πρῶτος γυιός του ὁ Κανέλλος ἦταν κι᾿ αὐτός καπετάνιος καὶ πολέμησε στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 21 καὶ τόν ἀναφέρουν τὰ ἀρχεῖα τοῦ Αγῶνος καὶ τὰ Λεξικά.

Ζ΄.
Απὸ τὸ Χρύσοβα πήραμε το δρόμο γιὰ τὴν ἀρχαία Μεσσήνη. Περάσαμε πάλι ἀπὸ τὸ Λούμι καὶ τὸ Κεφαληνοῦ καὶ πρὶν ἀνεβοῦμε στοὺς Γεωργάνους, ἐστρίψαμε ἀριστερά, προσπεράσαμε το βουνό Κοχύλι καὶ φτάσαμε στὸ χωριὸ Ζερμπίσια, ὅπου εἶναι τὰ μεταλλεῖα τοῦ μαγγανίου καὶ ἕνα κεφαλάρι μὲ ἄφθονο καὶ νόστιμο νερό, ὕστερα προχωρήσαμε νοτιοανατολικά καὶ φτάσαμε στις Πόρτες (βορεινή πύλη τοῦ κάστρου) τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης, ποὺ τὸ ἔκτισε ὁ Ἐπαμεινώνδας καὶ σώζεται περίφημα. Τις πόρτες καὶ τὰ ἀρχαῖα κτίρια ποὺ ἀνακαλύφθηκαν μὲ τὶς ἀνασκαφές, τἄχω ἐπισκεφθῆ πολλὲς φορές, ἀπό τότε ἀκόμη ποὺ ἤμουν μαθητὴς τοῦ Γυμνασίου. ῎Εχουν γραφή τόσο πολλὰ γι᾿ αὐτὰ καὶ εἶναι τόσο γνωστά, ὥστε περιττεύει κανούργια δική μου περιγραφή. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχω νὰ προσθέσω εἶναι ὅτι τὰ ἀρχαῖα αὐτὰ ἐρείπια γειτονεύουν μὲ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν ἀντικειμενικὴ καὶ μνημειακὴ ἱστορία τοῦ τόπου. Εἶν᾿ ἀλήθεια ὅτι οἱ ἀνασκαφὲς δὲν εἶναι πλήρεις καὶ ὅτι ἡ ἀρχαία Μεσσήνη δὲν ἔχει ἀποκαλυφθῆ ὁλόκληρη. Αλλ᾿ ἀπό τό μικρό μέρος ποὺ ἔχει ἐρθῆ στό φῶς βλέπουμε ὅτι ὁ περιηγητής Παυσανίας εἶναι ἀψευδής μάρτυς τοῦ μεγαλείου της. Εἶναι κρίμα ποὺ ἔχει τόσον καιρό διακοπῆ τό ἔργο τῆς ἀρχαιολογικῆς σκαπάνης. Ἡ ἐγκατάλειψη αὐτὴ μοῦ φαίνεται ἀκατανόητη. Εὐτυχῶς ποὺ τώρα κτίζεται τουριστικός ξενών.
Οταν έφτασα στο Μαυρομάτι ποὺ εἶναι κτισμένο γύρω ἀπό τήν περίφημη κρήνη Καλλιρόη ἣ Αρσινόη, εἶδα πάλι τὶς ἀρχαιότητες καὶ τὸ μικρὸ μουσεῖο καὶ κατόπιν ἐπῆγα μὲ ἄλλο συνοδό στο μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Βουρκάνου, ποὺ εἶναι κτισμένο στὴν ἀνατολική πλαγιά τοῦ βουνοῦ Αγίου Βασιλείου. Ἐκεῖ βρῆκα τὸν σεβάσμιο ἡγούμενο Γαλακτίωνα, ὁ ὁποῖος μὲ δέχθηκε μὲ πολλὴ φιλοφρόνηση καὶ μοῦ ἐπέτρεψε να ρίξω μια ματιὰ στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ἡ βιβλιοθήκη είναι φτωχὴ καὶ κινδενεύει νὰ καταστραφῆ ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου. Εχει ἀνάγκη συντηρήσεως καὶ ταξινομήσεως. Ἔχει πολλὰ βιβλία ἔντυπα καὶ τὰ περισσότερα μὲ θρησκευτικό περιεχόμενο. Χειρόγραφα ἐλάχιστα. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ἕνας κῶδιξ νόμων. Στὴν προτελευταία σελίδα ἐδιάβασα: «Ἐτελειώθη ὁ παρὼν ἐκκλησιαστικός Βασιλικός τε καὶ πολιτικός νόμος διὰ συνδρομῆς καὶ ...καὶ ἐξόδου τοῦ πανεντιμωτάτου καὶ πανευγενεστάτου καὶ ἀρίστου αὐθέντου κυκῦ Πέτρου τρουπάκη τοῦ ἐκ Φύτλης καὶ γένους τῶν παλαιολόγων· παρ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἱερομονάχου Ανθίμου» καὶ στὴν τελευταία σελίδα προσθέτει ὁ βιβλιογράφος "ἐν ἔτει αψμέ"=1743. Στὴν ἀρχὴ τῶν τμημάτων τοῦ βιβλίου ἔχει θαυμάσιες βινιέττες καὶ τὰ ἀρχικὰ κεφαλαῖα ἐπίσης εἶναι ὑπέροχα φιλοτεχνημένα. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ παράκλησή του στὴν Παναγία σὲ τρεῖς στίχους :
«Τὸν ἐμπόνως γράψαντα, τὸν κεκτημένον,
τὸν ἀναγινώσκοντα μετ᾿ εὐλαβείας,
τοὺς τρεῖς τούτους φύλαττε, ὦ Παναγία».
Σὲ ἄλλο χειρόγραφο ἡμερολόγιο τῆς μονῆς ὑπάρχει τὸ σημείωμα: «Μονή Βουλκάνων 1625 Μαρτίου Ε΄. Μὴν ὑποφέροντας οἱ πατέρες εἰς τὸ καθολικὸν ἠγόρασαν τοποθεσίαν ὑποκάτωθεν τοῦ Αγίου Βασιλείου κατὰ Ἀνατολὰς εἰς τὴν μάνα τοῦ νεροῦ, ὁποῦ ἦταν ἐπίπεδος τόπος, τὸν ὁποῖον τόπον τὸν ἠγόρασαν ἀπὸ τὸν μπαμπᾶ τοῦ μὲρ ἐφέντη μεμέταγα ἀπὸ Ανδροῦσαν διὰ γρόσια δέκα χιλιάδας πεντακόσια καὶ μᾶς παραχωρήσαν τὰ ὅρια μὲ τὸν κατὶ ἐφέντη τῆς ᾿Ανδρούσας μὲ τοὺς ραγιάδες του ἀπὸ χωρίο Λέζι, τὰ ὁποῖα ὅρια ἀπὸ τὸν ἀπόβραχον πρὸς τὴν βρυσοῦλα... κ.λ.π.».
Ἡ τοποθεσία λοιπόν, ὅπου ἀργότερα ἐκτίσθηκε τοῦτο τὸ μετόχι, ἦταν ἐπὶ τουρκοκρατίας τσιφλίκι μὲ ραγιάδες, καὶ παληότερα θὰ ἦταν βέβαια τιμάριον τῶν Βουργουνδίων Φράγκων καὶ πιὸ παλιὰ βυζαντινόν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἕνα πύργο στὴ νοτιοανατολική γωνία τοῦ περιβόλου τῶν κελλιῶν. Τὰ κελλιὰ καὶ ὁ ναὸς ἐκτίσθηκε ἀργότερα, ὅπως δείχνει ἄλλο ση μείωμα χειρόγραφου.
«κώδιξ 906 σελ. 143.
Ανιστορήθη ὁ θεῖος οὗτος καὶ πάνσεπτος ναὺς τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς ἐπονομαζομένης τὸ γενέσιον τῆς ἐπονομαζομένης Βουλκανίτισας, Μετόχι, διὰ συνδρομῆς καὶ κόπου πολλοῦ καὶ ἐξόδων παρὰ τοῦ ἐντιμοτάτου κυρίου κυρίου Δημητρίου Καραντζᾶ τοῦ καταγομένου ἐπαρχίας Φαναρίου ἀρχιερατεύοντος παρὰ τοῦ Παναγιωτάτου καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου κυρίου Παϊσίου ἀπὸ Ἀδὰμ ΖΣΜ, ἀπὸ δὲ Χριστοῦ αψλβ ἐν μηνὶ Ἀπριλίῳ καὶ ἀνεκαινίσθη ἐκ βάθρων γῆς ὁ παρὼν ναὸς αψα δι᾿ ἐξόδων τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου»
Δηλαδὴ τὸ 1701 ἔκτισαν οἱ μοναχοὶ μ᾿ ἔξοδά τους τὸ ναὸ μετόχι (ὅπου διαμένουν τώρα ἀπὸ πολλὰ χρόνια) καὶ ἡ διακόσμησή του (ἀνιστόρηση) ἔγινε τὸ 1732 ἤτοι τὸ 7140 (ΖΣΜ) ἀπό κτίσεως κόσμου.
Τὸ καθολικὸν εἶχε κτισθῆ στὴν κορυφὴ τῆς Ἰθώμης τὸ 1608, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν κτιτορικὴ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶναι στὸ δυτικὸ τοῖχο τοῦ κυρίως ναοῦ γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο Δημήτριο Μόσχο, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του ἔκαμε τὴ διακόσμηση τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς τοῦ καθολικοῦ. Ἡ ἐπιγραφὴ ἔχει ἀντιγραφῆ στὸν ἴδιο κώδικα μὲ τὴν προηγούμενη: 
«κώδιξ 906, σελ. 144
Ανηγέρθη ἐκ βάθρων καὶ ἀνιστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναὸς οὗτος τῆς Θεομήτορος τοῦ ἐπικαλουμένου ὄρους Βουλκάνου διὰ ἐξόδων καὶ κόπου πολλοῦ τοῦ ὁσιωτάτου ἐν Ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῦ πατρὸς κυρίου κυρίου Νεκταρίου ἐπὶ τῆς πατριαρχείας τοῦ πατριαρχικοῦ σταυροπηγίου κυρίου κυρίου Νεοφύτου διά χειρὸς ἡμῶν τῶν ἐλαχίστων ζωγράφων Δημητρίου καὶ Γεωργίου τοῦ ἐπίκλην μόσχου ἐν ἔτει ἀπὸ θείας οἰκονομίας τοῦ κόσμου αχη» ἤτοι τὸ 1608.
Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ βλέπουμε πὼς τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Βουρκάνου ἐκτίσθηκε τὸ 1608 καὶ ἀνιστορήθη ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικοὺς ζωγράφους Δημήτριο καὶ Γεώργιο Μόσχο. Ὁ ναὸς ἦταν ἀρχικῶς ἀφιερωμένος εἰς τὸ Γενέσιον (γέννησις τῆς Θεοτόκου). Επομένως, ἀργότερα θὰ ἔγινε μετατροπὴ καὶ ἄρχισε νὰ πανηγυρίζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Μὲ συγκίνησιν ἀντικρύσαμε κι' ἕνα μολυβδόβουλλον τοῦ 1797 τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε' τοῦ ἐθνομάρτυρος, ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ γράμματα τοῦ κειμένου ἔχουν ἀμαυρωθῆ ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ εἶναι δυσανάγνωστα. Ήταν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅταν μὲ ἄλλη συνοδεία ξεκίνησα τα χαράματα κι᾿ ἀνέβηκα στην κορυφή τῆς Ἰθώμης (υψόμετρο 800μ.), ὅπου παλαιὰ ὑπῆρχε ἡ ἀκρόπολις τῶν Μεσσηνίων καὶ ὁ βωμὸς (ἴσως καὶ ναός) τοῦ Ἰθωμάτα Διός. Ἡ ἀκρόπολις αὐτὴ εἶχε κυκλώπειο τεῖχος καὶ τοῦτο εἶναι τὸ τεῖχος ποὺ πολιορκοῦσαν οἱ Σπαρτιᾶται κατὰ τοὺς Μεσσηνιακούς πολέμους. Αργότερα (-369) ἐπισκευάσθηκε ἀπὸ τὸν Επαμεινώνδα καὶ τοῦ ἐπισκευασμένου αὑτοῦ κάστρου σώζονται ἀρκετὰ ἐμφανῆ λείψανα. Ἡ ἀνάβαση ἦταν κουραστική, ἐπειδὴ γιὰ συντομία πήραμε τὸ ἀπότομα ἀνηφορικό μονοπάτι, ὅταν φτάσαμε ὅμως στὴν κορφή, ἀποζημιωθήκαμε μὲ τὸ μοναδικὸ καὶ ὑπέροχο ἀγνάντεμα όλοτρόγυρα στὴν ἄνω καὶ κάτω Μεσσηνία, στα κοντοβούνια, στὴν Πυλία καὶ στὸν κόλπο τὸ Μεσσηνιακό, πέρα μακρυὰ τὰ βουνὰ καὶ τὶς κοιλάδες τῆς Τριφυλίας, χωριά, ποτάμια, δρόμοι, περιβόλια, ἀντίκρυ μακρυὰ τὸ Πενταδάκτυλο (Ταΰγετο, τὸ Τετράζι (Νόμια).
Ὁ ἥλιος κι᾿ ὁ ἀέρας ἐκεῖ πάνω εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐχάριστοι καθώς καὶ τὸ νερὸ τῆς βρύσης Κλεψύδρας, που κλέβει σταλαματιά- σταλαματιὰ τὸ νερὸ ἀπὸ τοὺς πελωρίους βράχους. Περπατήσαμε ἀπὸ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τὸ πλάτωμα τῆς κορυφῆς, εἴδαμε τὰ ἀπομεινάρια τοῦ παλαιοῦ κάστρου, ἐθαυμάσαμε μιὰ τεράστια πλατειὰ πέτρα μὲ ἀρκετὸ ὕψος καὶ φαντασθήκαμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ὁ βωμὸς τοῦ Ιθωμάτα Διός, ὅπου ὁ ἥρως Αριστομένης ἔθυσε δυὸ φορὲς ἑκατομφόνια. Τέλος μπήκαμε μέσα στον περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ, εἴδαμε τὰ παλαιὰ κελλιὰ καὶ προσκυνήσαμε μέσα στὴν κατακοσμημένη ἐκκλησία τὴ φορητὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἱστορημένη κατά τὴν παράδοση ἀπὸ τὸ Λουκά.
Κατόπιν ἐθαυμάσαμε τις λαμπρές τοιχογραφίες τῶν ἀδελφῶν Μόσχων ποὺ διατηροῦνται σὲ ἀρκετὰ καλὴ κατάσταση, οἱ περισσότερες. Πολλές ὅμως ἄρχισαν νὰ φθείρωνται ἢ ἔχουν κι᾿ ὅλας φθαρῆ ὁλότελα. Βρισκόμαστε στὸν κυρίως ναό. Η στέγη του εἶναι ἁψιδωτή (καμαρωτή) καὶ στὸ μέσον εἶναι ζωγραφισμένος μέσα σὲ κύκλο ὁ Παντοκράτωρ καὶ ἑκατέρωθεν ἡ Παναγία μεταξὺ δύο ἀγγέλων καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής μεταξύ δύο ἀγγέλλων. Οἱ ἄλλες τοιχογραφίες εἶναι μέσα οὲ τετράπλευρα πλαίσια, σύμφωνα μὲ τὸ εἰς τὴν ἔναντι σελίδα σχεδιάγραμμα.
Ενδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ διακόσμηση τοῦ νάρθηκος. Οταν πρωτομπαίνει κανεὶς στὸ ναό, ἀντικρύζει ἐπάνω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ κυρίως ναοῦ μιὰ μεγάλη τοιχογραφία που παριστάνει τῆ Δευτέρα παρουσία. Αριστερὰ στὸν βλέποντα ὁ Παράδεισος, δεξιὰ ἡ κόλαση καὶ στὴ μέση ἡ ζυγαριὰ τῶν ψυχῶν, παραπάνω ἡ Ετοιμασία τοῦ θρόνου καὶ στὴν κορυφὴ τὸ Τρίμορφο Παναγία-Χριστὸς-Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καὶ πλῆθος ἀγγέλων. Οἱ σκηνές τῆς κολάσεως ἐνθυμίζουν τὴ φυλλάδα «Ἡ Παναγία στην κόλαση». Οἱ ἄλλοι τοῖχοι είναι ζωγραφισμένοι σὲ τρεῖς ζῶνες. Ενα χώρισμα μεταγενέστερο ἔχει ἀποχωρίσει τὸ νότιο τμῆμα τοῦ νάρθηκος κι᾿ ἔχει ἀποτελεσθῆ χωριστὸ διαμέρισμα μὲ ὑψηλότερο δάπεδο καὶ στὴ μέση τοῦ δαπέδου ἀνοίγεται ὀπὴ σὲ σχῆμα μεγάλου πιθαριοῦ, ἀγνώστου χρήσεως. Στὴν ἄνω ζώνη οἱ τοιχογραφίες Ιστοροῦν τὸν Ακάθιστον Ὕμνο κι᾿ ἔχουν ἐπιγραφὲς τὶς ἀρχικές φράσεις τῶν οἴκων λ.χ. Αγγελος πρωτοστάτης, Θεοδρόμον ἀστέρα, ῞Ολος ἦν ἐν τοῖς κάτω, Ρήτορας πολυφθόγγους, Τεῖχος εἰ τῶν παρθένων κ.λ.π, Στὶς ἄλλες ζώνες διάφορες σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Χριστοῦ καὶ πολλοὶ ἅγιοι καὶ ἅγιες εἴτε ἀπομονωμένοι, εἴτε σὲ συμπλέγματα. Αξιοσημείω τες εἶναι ἡ Μὴ μου ἅπτου, ὦ γίνε (ἀνορθόγραφο ἀντὶ γύναι), ἡ Επὶ σοὶ χαίρει Κεχαριτωμένη, ὁ Ἐνταφιασμὸς μὲ τὴν ἐπιγραφὴ Ο ἀναπεσὼν τὰ σύμβολα προδηχνὺς καὶ ἡ Βρεφοκτονία ὑπὸ τοῦ Ηρώδου. Μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὁ Ἰω. ὁ Δαμασκηνός, ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ Κυπριανοῦ καὶ τῆς Ἰουστίνης.
Υπάρχουν ἀκόμη καὶ δύο παρεκκλήσια ἢ πλάγια κλίτη, τὸ βόρειο ἐν τελῶς ἀνεξάρτητο καὶ τό νότιο ποὺ συγκοινωνεῖ μὲ τὸν κυρίως ναὸ μὲ δύο θύρες. Τὸ βόρειο είναι σκοτεινὸ ὡσὰν κρύπτη καὶ τὶς τοιχογραφίες του δὲν μπόρεσα νὰ τὶς παρατηρήσω, γιατὶ δὲν εἶχα ἀρκετὸ φῶς. Μπαίνοντας μέσα κυριεύεσαι ἀπὸ κάποιο μυστήριο καὶ ἡ ψυχή σου γονατίζει προσευχομένη. Τὸ νότιο κλίτος ἢ παρεκκλήσιο ἀντιθέτως εἶναι φωτισμένο πιὸ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τὸν κυρίως ναό, γιατὶ ἔχει καὶ εἴσοδο ἀπὸ τὸ νότο, ἀπὸ τὴν ὁποία μπαί νει πλούσιο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἐδῶ οἱ τοιχογραφίες εἶναι πιὸ χτυπητές Στὸ βόρειο τεῖχο του εἶναι ζωγραφισμένα στὴν ἄνω ζώνη τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ τὴ σειρὰ καὶ φαίνεται πὼς θὰ εἶναι παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Νικολάου. Στὴν ἴδια ζώνη καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀποστόλου Ανδρέου -δεμένου ἐπάνω σὲ δένδρο σὲ σχῆμα σταυροῦ.


Στο νότιο παρεκκλήσιο καθώς καὶ στὸ ἱερὸ βῆμα ὑπάρχουν τοιχογραφίες σὲ τρεῖς ζῶνες, ποὺ ἡ ἀπαρίθμησή τους θὰ κούραζε Γενικὴ ἐντύπωση ἀπ᾿ ὅλες ἀρίστη. Νομίζω πώς οἱ βυζαντινολόγοι πρέπει νὰ φροντίσουν νὰ τὶς φωτογραφήσουν καὶ νὰ κάμουν κατάλληλες ἐργασίες διατηρήσεως, γιατὶ θὰ εἶναι κρίμα νὰ τὶς χαλάση ὁ χρόνος. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας ἔχει τὸ λόγο καὶ τὴ δύναμη.
Ἐβγήκαμε καὶ καθίσαμε ἐν μέσῳ τῶν πανηγυριστῶν καὶ ἐφάγαμε. Τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς ἡ ἀνάβαση τῶν προσκυνητῶν ἔγινε πυκνότερη. Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ φύγουμε. Απὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἰθώμης ἀποχαιρετήσαμε τὴ Μεσσηνία.

Β. Ιθωμήτης
Μεσσηνιακά: Εντυπώσεις από μία εκδρομή. Περιοδικό Μορφές, τ.83-84-85-86. 1953

[1.] Gabriel Millet «L'école grecque dans l'architecture Byzantine». 
[2.] Γ. Σωτηρίου «Χριστιανικὴ καὶ Βυζαντινὴ ἀρχαιολογίας 1942, σ. 237.
[3.] Παχυμέρης Ι. S.
[4.] G. Millet «L'école grecque dans l'architecture Byzantiue» σελ. 5. «Ο τύπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Σιάμαρι εἶναι πολλαπλασιασμένος στη δυτική Μάνη. Σε μια τέτοια ἐκκλησία στὸ Βαμβακά εἶναι χαραγμένη κατὰ τὸν Traquaire ἐπάνω σ' ένα μάρμαρο ή χρονολογική Ενδειξη 1075 (υποσημ. 8).
[5.] Στὸ ἴδιο σύγγραμμα σελ. 136. 
[6.] Charles Diehl «Manuel d'ari Byzantins, σελ. 66.
[7.] Ο άγιος Αθανάσιος ὁ νέος ἔγινε Πατριάρχης δυο φορές, στα 1989-1310 καὶ στὰ 1304-1810.
[9.] Στὰ βιβλία τὸ βρῆκα γραμμένο καὶ Ανδρικομονάστηρο, Ανδρειομονάστηρο καὶ ᾿Αδριομονάστηρο.
10. Εννοεῖ ἴσως τὰ βάζα ποὺ εἶχαν μεταφερθῆ στὸ μουσεῖο τοῦ Μαυροματιοῦ (βλ. σελ.262 προηγ. τεύχους).




Printfriendly