"Οι αρχαίες Φαρές στο πολιτισμικό τοπίο της κοιλάδας του Παμίσου"
Η ιχνηλάτηση της ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητας των μεσσηνιακών Φαρών ως αρχαίας πόλης είναι συνυφασμένη με το πολιτισμικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους έως και την ύστερη αρχαιότητα υπό το πρίσμα των αντίστοιχων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Λαμβάνοντας υπόψη τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα και τις γραπτές πηγές, οι Φαρές εξετάζονται διαχρονικά ως ένα κέντρο ενταγμένο στο πολιτισμικό περιβάλλον του νοτιότερου τμήματος της ιδιαίτερα εύφορης κοιλάδας του Παμίσου, γνωστού ως Μακαρία1 (Εικ.1).
Η κατοίκηση στην προϊστορική Μακαρία διαπιστώνεται ήδη από την πρωτοελλαδική περίοδο σε αγροτοκτηνοτροφικές κυρίως κοινότητες2. Στο νότιο τμήμα της ράχης των Ελληνικών Θουρίας3, στον παρακείμενο γήλοφο των Καστρουλίων4, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή του Αριστοδημείου, της Λάμπαινας και του Μαυροματίου, δυτικά του Παμίσου5, αλλά και κοντά στην παραλία Μπούκα της Μεσσήνης6 έχει εντοπιστεί ΠΕ κεραμική, ενώ στα Ακοβίτικα, κοντά στην Καλαμάτα, έχουν ανασκαφεί τα οικοδομικά κατάλοιπα δύο μεγαρόσχημων πρωτοελλαδικών κτηρίων7. Δύο τύμβοι που ερευνήθηκαν στα Καστρούλια Άνθειας8 αλλά και διάσπαρτη ΜΕ κεραμική στην περιοχή της Εύας9 και της Θουρίας10 μαρτυρούν τη συνέχεια της κατοίκησης στη Μακαρία και τη διαμόρφωση μιας άρχουσας τάξης κατά τη μεσοελλαδική περίοδο.
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο ο πληθυσμός της Μακαρίας θα είχε αυξηθεί σημαντικά και οι Φαρές θα ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό οικιστικό κέντρο, ώστε να μνημονεύονται στον Όμηρο ως μία τις επτά πόλεις που υποσχέθηκε ο Αγαμέμνονας να χαρίσει στον Αχιλλέα για να εξευμενίσει την οργή του και να επιστρέψει στον πόλεμο11. Ο Παυσανίας αναφέρει ως οικιστή της πόλης τον Φάρι, γιο του Ερμή και της Φυλοδάμειας, και ως πρώτο ξακουστό βασιλιά τον Διοκλή12. Θα ήταν μια ευημερεύουσα και πολυπληθής πόλη και, σύμφωνα με τα ομηρικά κείμενα, θα διατηρούσε φιλικές σχέσεις με μέλη της μυκηναϊκής ελίτ, όπως τον Οδυσσέα, τον Ίφιτο, τον Τηλέμαχο και τον γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, που φιλοξενήθηκαν στην πόλη13. Οι Φαρές συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου και κατά τη διάρκεια της μάχης οι δίδυμοι γιοί του Διοκλή, Κρήθωνας και Ορσίλοχος, έπεσαν ηρωϊκά14.
Κατά την επικρατέστερη άποψη οι προϊστορικές Φαρές τοποθετούνται στον λόφο με το μεσαιωνικό κάστρο της Καλαμάτας, όπου εντοπίστηκε κεραμική της ΥΕΙΙΙ περιόδου15. Επιπλέον, όστρακα χρηστικής ΥΕΙΙΙ κεραμικής, κατάλοιπα μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων και οικοδομικά λείψανα, πιθανώς των προϊστορικών χρόνων, από τον λόφο Τούρλες, σε απόσταση 500 περίπου μέτρα ΒΑ του κάστρου, υποδεικνύουν τη χωροθέτηση του μυκηναϊκού νεκροταφείου της πόλης και την επέκταση της οικιστικής δραστηριότητας στον λόφο αυτό16. ΥΕ κεραμική από τα Περιβολάκια και τη Βέργα στις δυτικές παρυφές του Ταϋγέτου και του Καλαθίου όρους, ανατολικά της Καλαμάτας, πιθανότατα σχετίζεται με εγκαταστάσεις-παρατηρητήρια που επόπτευαν την κοιλάδα του Κάτω Παμίσου17.
Σημαντική οικιστική δραστηριότητα της μυκηναϊκής περιόδου ανατολικά του Παμίσου και βορειότερα των Φαρών εντοπίζεται στην περιοχή του σύγχρονου οικισμού Καλάμι και στη Θουρία. Οι πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας στο Καλάμι για τις ανάγκες του αυτοκινητόδρομου Τσακώνας- Καλαμάτας, έφεραν στο φως εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα και πλήθος κινητών ευρημάτων, που σαφώς πιστοποιούν την ύπαρξη ενός σημαίνοντος μυκηναϊκού οικιστικού κέντρου18 (Εικ.2). Λίγο βορειότερα, στην περιοχή της Θουρίας, ο μεγάλος αριθμός μυκηναϊκών ταφικών μνημείων στον λόφο Ελληνικά οδήγησε πολλούς μελετητές να ταυτίσουν τη θέση με την ομηρική Άνθεια ή με το Λεύκτρο των πινακίδων Γραμμικής Β από το Ανάκτορο του Νέστορος19. Επιπλέον, ΥΕ κεραμική που έχει εντοπιστεί ακόμη βορειότερα, στην περιοχή του Πηδήματος20, αλλά και δυτικότερα, στην περιοχή του Άρι21, υποδεικνύει την ανάπτυξη δύο ακόμα σημαντικών μυκηναϊκών οικιστικών εγκαταστάσεων πλησίον της κύριας οδικής αρτηρίας που από τα δυτικά διέσχιζε την κοιλάδα του Παμίσου και οδηγούσε προς τους οικισμούς της ανατολικής πλευράς της Μακαρίας22. Αντίστοιχα, στα δυτικά του Παμίσου, βάσει επιφανειακών ερευνών, ανιχνεύονται πιθανές μυκηναϊκές οικιστικές εγκαταστάσεις πλησίον των θαλαμωτών τάφων του Καρτερολίου23, στην περιοχή του Μαυροματίου Παμίσου24 αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Αριστοδημείου και της Εύας25.
Μετά την πτώση του μυκηναϊκού κόσμου και κατά την περίοδο των μακροχρόνιων μεσσηνιακών πολέμων που ακολούθησε, η κοιλάδα του Κάτω Παμίσου όπως και ολόκληρη η Μεσσηνία είχε μετατραπεί σε τμήμα της λακωνικής πολιτείας, που περιελάμβανε περιοίκους πόλεις, όπως τη Θουρία26 και τις Φαρές, και ένα μεγάλο πληθυσμιακό σύνολο ειλώτων (Εικ.3). Σε αυτή την περίοδο λειτουργεί το ιερό του Ποσειδώνα στα Ακοβίτικα Καλαμάτας27, το οποίο ανήκε στη δικαιοδοσία της Θουρίας ή των Φαρών. Τα ανασκαφικά ευρήματα του ιερού υποδεικνύουν οικιστική και θρησκευτική δραστηριότητα στην περιοχή από τα τέλη της μυκηναϊκής/ υπομυκηναϊκής περιόδου μέχρι και τον -9ο αι., εποχή κατά την οποία ξεκινά η λειτουργία του Ποσειδωνίου, που, με διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, συνεχίζεται μέχρι και τον -4ο αιώνα. Τα αναθήματα του ιερού με εμφανή λακωνικά χαρακτηριστικά πιστοποιούν την αυξημένη και ελεγχόμενη από την Σπάρτη οικονομική και θρησκευτική δραστηριότητα στη γεωμετρική και αρχαϊκή Μακαρία.
Ένα ακόμα φημισμένο ιερό σε μια νευραλγική θέση κοντά στα σύνορα Μεσσηνίας και Λακωνίας, αφιερωμένο στη λατρεία της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος και με διάρκεια χρήσης από τους πρωτογεωμετρικούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους, θεωρείται ότι θα πρέπει να τοποθετηθεί στην ορεινή θέση «Βόλιμνος», πλησίον του οικισμού Αρτεμισία του Ταϋγέτου28. Κατά την παράδοση, σε αυτό το ιερό δόθηκε η αφορμή για την έναρξη των μεσσηνιακών πολέμων, ενώ από τα ευρήματα ξεχωρίζουν τα χάλκινα αναθήματα με εμφανείς λακωνικές τεχνοτροπικές επιδράσεις.
Στο θρησκευτικό τοπίο που περιβάλλει τις Φαρές τουλάχιστον κατά τον -5ο έως και τον -3ο αι. εντάσσεται και η λατρεία γυναικείας θεότητας με ανάθεση ειδωλίων σε ένα αγροτικό ιερό, που πιθανότατα ανιχνεύεται εντός σπηλαίου στις δυτικές παρυφές του Ταΰγέτου, πλησίον της Μονής Δήμιοβας29. Η σύνδεση των Φαρών μέσω ορεινών περασμάτων30 με τα εν λόγω ιερά υπογραμμίζει τη στρατηγική θέση τους στη Μακαρία ως μιας πόλης κοντά στα σύνορα της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, που διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του διπλωματικού και πολιτικού περιβάλλοντος της κάθε εποχής.
Ένα από τα περάσματα προς το φημισμένο ιερό της Αρτέμιδος στον Βόλιμνο ενδεχομένως βρισκόταν εντός της κοίτης του ποταμού Νέδοντος31, καθώς εκεί έχουν εντοπιστεί τμήματα οδού λαξευμένης στους κατακόρυφους βράχους και επτά υστεροαρχαϊκές επιγραφές χαραγμένες στο μέτωπο των βράχων32 (Εικ.4). O Ανδρέας Σκιάς, που τις εντόπισε εκ νέου το 1901, θεωρεί ότι σχετίζονται με ονόματα ανδρών που χαράχθηκαν από τους λιθοτόμους και ότι η λαξευτή οδός θα ήταν διάβαση πεζοπορούντων πιστών προς κάποιο ιερό ιδρυμένο στη χαράδρα του ποταμού.
Από τη θέση «Πέρα Καλαμίτσι»33, 1 χλμ. περίπου ανατολικά των Φαρών, προέρχεται ένας ταφικός πίθος του -8ου αι. με χάλκινες περόνες και ένα χάλκινο ειδώλιο ίππου λακωνικής τεχνοτροπίας, που θα μπορούσε αρχικά να ήταν ανάθημα σε κάποιο υστερογεωμετρικό ιερό. Στην ίδια θέση έχει εντοπισθεί ένα γραπτό λακωνικό ακροκέραμο, που πιθανότατα προέρχεται από αρχαϊκό ναϊκό οικοδόμημα. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ευρήματα, καθώς και την ύπαρξη μικρής πηγής στην περιοχή έχει υποστηριχθεί ότι εκεί ενδεχομένως θα βρισκόταν το άλσος και πηγή του Καρνείου Απόλλωνα34, που περιληπτικά αναφέρει ο Παυσανίας.
Με την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα και την ίδρυση της πρωτεύουσας Μεσσήνης το -369, η Θουρία και οι Φαρές εξακολουθούν να είναι τα κύρια αστικά κέντρα της Μακαρίας εντός του νέου πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και θρησκευτικού τοπίου στη Μεσσηνία, που θα διαρκέσει μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής εποχής. Κατά την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Τσακώνας- Καλαμάτας αποκαλύφθηκε πλησίον των Αρφαρών ευρεία απόθεση ελληνιστικής κεραμικής35, ενώ στην περιοχή της Άνθειας ανεσκάφη ελληνιστική αγροικία, έκτασης περίπου 432 τ.μ., με αποθηκευτικούς και εργαστηριακούς χώρους36. Τα εν λόγω ευρήματα, καθώς και το επιβλητικό ρωμαϊκό οικοδόμημα κοντά στην Άνθεια, με πιθανή χρήση ως λουτρό,37 υποδεικνύουν συνεχή και οργανωμένη οικιστική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην υψηλής παραγωγικότητας ζώνη της Μακαρίας κατά την περίοδο της ελεύθερης Μεσσηνίας.
Η στρατηγική θέση των Φαρών κοντά στις ακτές του Μεσσηνιακού κόλπου ήδη από την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, στις αρχές του -4ου αι., σημειώνεται από τον Ξενοφώντα38, ο οποίος μνημονεύει την κατάπλευση του Αθηναίου ναυάρχου Κόνωνα και του Πέρση σατράπη Φαρνάβαζου στην πόλη, την οποία χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για να λεηλατήσουν τη γύρω περιοχή. Ο Στράβων39, τον -1ο αι., τοποθετεί τις Φαρές κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέδοντα, αριστερά του Παμίσου και σε απόσταση πέντε σταδίων από τη θάλασσα. Αναφέρει ότι διέθεταν εαρινό αγκυροβόλιο και ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας, το οποίο ενδεχομένως βρισκόταν στην ακρόπολη των Φαρών, στον λόφο όπου κτίστηκε αργότερα το μεσαιωνικό κάστρο της Καλαμάτας40. Ο Παυσανίας41, τον +2ο αι., τοποθετεί τις Φαρές σε απόσταση έξι περίπου σταδίων από τη θάλασσα, εβδομήντα σταδίων από την Αβία και ογδόντα σταδίων από τη Θουρία. Ο περιηγητής μνημονεύει την παραχώρηση της πόλης στους Λάκωνες από τον Οκταβιανό Αύγουστο, καθώς οι πολίτες της είχαν συνταχθεί με τον αντίπαλό του Αντώνιο42. Αναφέρει επίσης ιερό όπου τιμώνταν με θυσίες και αναθήματα οι θεραπευτές ήρωες Γόργασος και Νικόμαχος, γνωστοί στη μεσσηνιακή παράδοση ως εγγονοί του Ασκληπιού αλλά και ως εγγονοί του προϊστορικού βασιλιά Διοκλή. Ο Παυσανίας δεν είδε το ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας της εποχής του Στράβωνα αλλά το ιερό με το λατρευτικό άγαλμα της Τύχης, καθώς και το άλσος και την πηγή του Καρνείου Απόλλωνα, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τις Φαρές. Μνημονεύει επίσης την κώμη «Καλάμαι»43 και τον οικισμό «Λίμναι» με το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος. Μετά τον Παυσανία οι Φαρές φαίνεται ότι επεβίωσαν ως πόλη με το ίδιο όνομα τουλάχιστον μέχρι και τον +6ο αι., όπως πιστοποιείται από την αναφορά τους τόσο στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους όσο και στον Στέφανο Βυζάντιο44.
Οι τοπογραφικές πληροφορίες του Στράβωνα και του Παυσανία λειτούργησαν ως κύριο εργαλείο στα χέρια των νεότερων Ελλήνων και ξένων περιηγητών και μελετητών που ερευνούσαν τη μεσσηνιακή τοπογραφία από τον 17ο έως και τoν 20o αιώνα45. Οι περισσότεροι τοποθετούν τις αρχαίες Φαρές στην Καλαμάτα και κυρίως στην περιοχή του κάστρου και του ιστορικού κέντρου της πόλης46, άποψη η οποία υποστηρίζεται και από τα πορίσματα των επιφανειακών ερευνών αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα τόσο στο κάστρο της Καλαμάτας όσο και στην πλατεία Υπαπαντής και τη γύρω αυτής περιοχή που ήρθαν στο φως το 1901 και μεταξύ του 1950 και 1960 (Εικ.5).
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την πόλη της Καλαμάτας περιελάμβαναν λιγοστές επιτύμβιες στήλες, τετράγωνους πωρόλιθους αρχαίων κτηρίων εντοιχισμένους σε διάφορα τμήματα του μεσαιωνικού κάστρου, καθώς και τμήμα πιθανώς αρχαίου κτηρίου μήκους περίπου 10μ. κοντά στο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο ωστόσο δεν είχε παραμείνει ορατό47. Το 1901 ο Ανδρέας Σκιάς αποκάλυψε στην περιοχή της πλατείας Φραγκόλιμνας, πλησίον του ναού Αγίου Νικολάου Εφεσίου και σε απόσταση περίπου 250 μ. νότια από τη μεσαιωνική ακρόπολη της Καλαμάτας, ένα ορθογώνιο οικοδόμημα διαστάσεων 3,35Χ 2,42μ., σωζόμενο σε τέσσερεις δόμους πώρινων λιθόπλινθων, συνολικού ύψους 2μ.48. Θεώρησε ότι θα ήταν πύργος του τείχους των αρχαίων Φαρών πιθανότατα σύγχρονου με τις οχυρώσεις της Μεσσήνης, μολονότι κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών δεν εντόπισε κάποιο τμήμα τείχους εκατέρωθεν του πύργου. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη του πληροφορίες περί προγενέστερης εύρεσης και άλλων αρχιτεκτονικών καταλοίπων στην ίδια περιοχή, ο Σκιάς προσπάθησε να ιχνηλατήσει την πορεία του τείχους γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο και την πλατεία Υπαπαντής μέχρι την κοίτη του Νέδοντα.
Έκτοτε, υπάρχουν αναφορές για την εύρεση αρχαιολογικών ευρημάτων από το κάστρο και την πόλη της Καλαμάτας, που περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά και ταφικά κατάλοιπα, κεραμική αρχαϊκών έως και ρωμαϊκών χρόνων, χάλκινα ειδώλια, μια επιγραφή της περιόδου του Τιβερίου, μια επιτύμβια ανάγλυφη πλάκα με παράσταση νεκρόδειπνου, καθώς και ίχνη αρχαίων αρματοτροχιών σε βράχους στην ευρύτερη περιοχή του κάστρου49. Το 1960, κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφικών εργασιών υπό τη διεύθυνση του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Νικολάου Γιαλούρη, στο πλαίσιο εκτέλεσης έργων για την ανάπλαση της πλατείας Υπαπαντής στην Καλαμάτα, αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που τότε εκτιμήθηκε ότι πιθανότατα ανήκαν στην αγορά των αρχαίων Φαρών και που ο Γιαλούρης τοποθετεί στο τελευταίο τέταρτο του -4ου αι.50 (Εικ.6-9).
Το δημόσιο αυτό οικοδόμημα χωροθετείται στα νότια της πλατείας εντός της σημερινής οδού Χρυσοστόμου Θέμελη, καθώς και στην περιοχή της συμβολής της με την οδό Φάριος51. Εκτιμήθηκε τότε ότι το συνολικό μέγιστο μήκος του αποκαλυφθέντος τμήματος του κτηρίου θα ήταν 40μ. και το πλάτος του 9μ. Είχε τοίχους με ορθογώνιες λιθόπλινθους σε ισόδομο σύστημα δόμησης, που έσωζαν έναν έως τρεις δόμους, σε ύψος μέχρι και 1,5μ. περίπου. Επιπλέον, μεταξύ δύο τομών και σε 0,70μ. βαθύτερα αποκαλύφθηκε το θεμέλιο γωνίας άλλου κτηρίου κατασκευασμένου από μεγάλους αργούς λίθους. Ο Γιαλούρης αναφέρει την εύρεση πιθοειδών κατασκευών, ρωμαϊκών τάφων, καθώς και τοιχίων κτηρίων υστερορρωμαϊκών χρόνων σε ανασκαφικά στρώματα πάνω από το δημόσιο κτήριο. Τα διαταραγμένα ανασκαφικά στρώματα μέχρι του φυσικού εδάφους απέδωσαν κεραμική από την ύστερη κλασική έως και τη βυζαντινή περίοδο, καθώς και όστρακα γεωμετρικής-αρχαϊκής εποχής μαρτυρώντας έτσι τη διαχρονική χρήση του χώρου.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα των αρχαίων Φαρών επεκτείνονταν προς τα ανατολικά της πλατείας Υπαπαντής και τουλάχιστον μέχρι την περιοχή της Μονής Καλογραιών σε απόσταση 100- 150μ., όπου υπάρχουν ενδείξεις για τη χωροθέτηση του νεκροταφείου των Φαρών52. Μεταξύ του 1952 και του 1961 εντοπίσθηκαν εντός της μονής τάφοι που χρονολογούνται από την κλασική περίοδο έως και τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους. Σε έναν από αυτούς είχε χρησιμοποιηθεί κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο οικοδομικό υλικό πιθανότατα από το δημόσιο οικοδόμημα που αποκαλύφθηκε στην πλατεία Υπαπαντής. Στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο ανήκουν και τα λείψανα κτηρίου με πλινθόκτιστη ανωδομή και με απροσδιόριστη χρήση, που είναι ενσωματωμένα στον ερειπωμένο ναό του Αγίου Σώζοντα53 επί της 1ης παρόδου Αλαγονίας, αμέσως νότια του κάστρου και ΒΑ της Πλατείας Υπαπαντής, ενώ στον ναό του Αγίου Ιωάννη Σπηλαιώδη στο κάστρο Καλαμάτας βρέθηκε τμήμα σαρκοφάγου, πιθανόν του +2ου αιώνα, με ανάγλυφη παράσταση μαινάδας που χορεύει δίπλα σε Σειληνό54.
Από την πόλη και τα περίχωρα της Καλαμάτας αναφέρονται ήδη από τον 18ο αιώνα επιτύμβιες στήλες και επιγραφές κυρίως ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που πιστοποιούν τη συνεχιζόμενη ακμή της πόλης55 (Εικ.10). Ξεχωρίζουν το ψήφισμα της Στεφανίδος, του +30/1, το οποίο στην πίσω όψη φέρει διάταγμα του Διοκλητιανού του +301 56. Μία ακόμα επιγραφή περιλαμβάνει δύο επιστολές του Μάρκου Αυρηλίου και του Κόμμοδου του +177/8, απάντηση σε υπόμνημα της Βουλής των Φαραίων σχετικά μάλλον με συνοριακές διαφορές με τη γειτονική Σπάρτη57. Επιπλέον, αναθηματική προς τον Δία επιγραφή γυναίκας με το όνομα [Eυ]νομία αποτελεί μοναδική μαρτυρία για τη λατρεία του Δία στις Φαρές κατά τον -1ο αι.58.
Η οικιστική και θρησκευτική δραστηριότητα των Φαρών επεκτεινόταν και στον λόφο Τούρλες, όπως πιστοποιείται από κεραμική και επιτύμβιες στήλες που βρέθηκαν σε ταφή του -3ου/ -2ου αι. κάτω από το δάπεδο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου59. Επιπλέον, από τον ίδιο λόφο προέρχονται πήλινα αναθηματικά πλακίδια αρχαϊκών έως κλασικών χρόνων, που περισυνέλλεξε ο Π. Θέμελης και συσχέτισε με πιθανές τελετουργικές πρακτικές κάποιου ιερού, ενδεχομένως αυτού προς τιμή των ηρώων ιατρών Γόργασου και Νικόμαχου που μνημονεύει ο Παυσανίας60. Στον ίδιο λόφο, κατά τη διάρκεια κατασκευής της περιμετρικής οδού της Καλαμάτας την περίοδο 2012- 2015, αποκαλύφθηκαν δύο τμήματα υδραγωγείων με διάρκεια χρήσης από τους ρωμαϊκούς έως τους μεταβυζαντινούς χρόνους61, ενώ σε απόσταση περίπου 700μ., στη θέση Πέρα Καλαμίτσι, ανασκάφηκε πηγάδι, το οποίο, βάσει της κεραμικής εξωτερικά αυτού, θα μπορούσε να χρονολογηθεί στους ελληνιστικούς χρόνους62.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η ιχνηλάτηση της πολιτισμικής πορείας των Φαρών από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ύστερη αρχαιότητα πρέπει να συνεξετασθεί στο πλαίσιο του ευρύτερου οικιστικού, πολιτικού και θρησκευτικού τοπίου που είχε κάθε φορά διαμορφωθεί στην κοιλάδα του Παμίσου. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο οι Φαρές εντάσσονται στο ευρύτερο σύνολο οικιστικών εγκαταστάσεων της εύφορης κοιλάδας του Παμίσου, το οποίο ήταν σχετικά μικρότερο από αυτό της περιοχής της Πύλου63. Βρίσκονται ωστόσο σε μια κομβική θέση, που δύναται να εποπτεύει τις οδικές αρτηρίες τόσο προς τη δυτική Μεσσηνία όσο και προς την περιοχή της σύγχρονης Μάνης. Σύμφωνα με τις πινακίδες της Γραμμικής Β από το Ανάκτορο του Νέστορος, έχει προταθεί ότι, τουλάχιστον κατά την ΥΕΙΙΙΒ, οι Φαρές στη θέση του κάστρου της Καλαμάτας και στον γειτονικό λόφο Τούρλες ήταν ένα συνοριακό κέντρο στην περιοχή ra-u-ra-ti-ja, ανατολικά του Παμίσου, εντός της Εκείθεν Επαρχίας της πυλιακής επικράτειας, της οποίας τα ανατολικά-νοτιοανατολικά σύνορα διαμόρφωναν ο Ταΰγετος και ο ποταμός Νέδοντας64. Τόσο το Λεύκτρο κοντά στη Θουρία, ως πρωτεύουσα της Εκείθεν Επαρχίας, όσο και οι Φαρές και η οικιστική εγκατάσταση στο Καλάμι καταλαμβάνουν κομβικές θέσεις για την εποπτεία και τη διαχείριση της τοπικής αγροτικής, κτηνοτροφικής και βιοτεχνικής παραγωγής αλλά και των εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη, την Αίγυπτο, την ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή στο πλαίσιο του σύνθετου διοικητικού και οικονομικού συστήματος που είχε αναπτύξει η ομοσπονδιακή πυλιακή πολιτεία65.
Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης σπαρτιατικής κατοχής η Θουρία και οι Φαρές ως περίοικοι πόλεις εποπτεύουν και διαχειρίζονται για λογαριασμό της Σπάρτης την αγροτική παραγωγή σε μεγάλες πεδινές εκτάσεις, όπου ζουν είλωτες66. Η παρουσία διακριτών λακωνικών στοιχείων κυρίως στις επιγραφές και στα αναθήματα από τα μεσσηνιακά αρχαϊκά ιερά γύρω από τη Μακαρία, μεταξύ των οποίων και το Ποσειδώνιο στα Ακοβίτικα, υποδεικνύουν τουλάχιστον την ομοιογενή, φιλόδοξη και ανταγωνιστική θρησκευτική δραστηριότητα, πιθανότατα προερχόμενη από μια αριστοκρατική τάξη πολιτών, που είτε κατοικούσαν στις περίοικους πόλεις, όπως οι Φαρές και η Θουρία, είτε προέρχονταν από ανώτερα κοινωνικά στρώματα της ίδιας της Σπάρτης67.
Μετά την αποτίναξη του σπαρτιατικού ζυγού από τη Μεσσηνία διαμορφώνεται ένα είδος ομοσπονδιακού σχηματισμού, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι Φαρές και η Θουρία, υπό τη σφαίρα επιρροής της Μεσσήνης.
Τον -2ο αι. οι Φαρές, μαζί με τη Θουρία και την Αβία, εντάχθηκαν στον ομοσπονδιακό σχηματισμό της Αχαϊκής Συμπολιτείας απηχώντας ενδεχομένως μια προσπάθεια να διαφοροποιηθούν από την επιβαλλόμενη επιρροή της Μεσσήνης σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο68. Βρίσκονται κοντά στη συνοριακή γραμμή μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας και με παρακαταθήκη το ηρωικό παρελθόν των Μεσσήνιων προσπαθούν να σφυρηλατήσουν την ιδιαίτερη εθνική τους ταυτότητα ως μέρος της ευρύτερης μεσσηνιακής εθνικής ταυτότητας.
Οι συνεχείς μεσσηνιακές και λακωνικές διεκδικήσεις της Δενθελιάτιδος, της περιοχής δηλαδή με το περίφημο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στις δυτικές παρυφές του Ταϋγέτου, είναι αλληλένδετες με την τύχη των Φαρών μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο69. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα δημόσια οικοδομικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν στην πλατεία Υπαπαντής αλλά και με επιγραφικές μαρτυρίες, υπογραμμίζει την εξέχουσα θέση της πόλης και της ευρύτερης περιοχής για τη ρωμαϊκή διοίκηση και οικονομία. Μαζί με τη Θουρία και τη Μεσσήνη διαμορφώνουν το πεδίο δράσης της αναδεικνυόμενης ρωμαϊκής ελίτ, που διαχειρίζεται την αγροτική παραγωγή και το εμπόριο διάγοντας πολυτελή βίο και επιδιώκοντας την αυτοκρατορική εύνοια70.
Η περαιτέρω έρευνα και ανασκαφική διερεύνηση των Φαρών, τόσο στην πόλη της Καλαμάτας όσο και στην ευρύτερη περιοχή, είναι επιβεβλημένη για την περαιτέρω αποσαφήνιση των ιδιαίτερων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της αρχαίας πόλης.
Δημοσθένης Κοσμόπουλος
Οι αρχαίες Φαρές στο πολιτισμικό τοπίο της κοιλάδας του Παμίσου
Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2-5 Ιουνίου 2021. Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου- Ευγενία Γιαννούλη- Ελένη Ζυμή- Αιμιλία Μπάνου- Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ:393
1 Στράβ. Γεωγρ. 8.4.6.
2 McDonald- Hope Simpson 1964, 240.
3 Hope Simpson 1957, 243-245. McDonald- Hope Simpson 1964, 239. Hope Simpson 1966, 123. McDonald- Hope Simpson 1969, 158-159. Hope Simpson- Dickinson 1979, 163.
4 Rambach 2007, 137-141. Μαλαπάνη 2015, 231.
5 McDonald- Hope Simpson 1964, 235-236. McDonald- Hope Simpson 1969, 157-158. Hope Simpson- Dickinson 1979, 159-160.
6 McDonald – Hope Simpson 1964, 234.
7 Θέμελης 1970α, 303-311. Παπαθανασόπουλος 1970, 177-179. Καράγιωργα 1971, 126–129. Παπαχατζής 1998, 93 και 95. Kiderlen-Themelis 2010, 15–16 και 18.
8 McDonald- Hope Simpson 1961, 251. Rambach 2007, 137-148. Μαλαπάνη 2015, 231–233.
9 McDonald- Hope Simpson 1969, 158.
10 McDonald- Hope Simpson 1969, 159 και 160.
11 Όμ. Ιλ. Ι, 149-156 και 291–298. Hope Simpson 1957, 257-259. Θέμελης 2001, 3.
12 Παυσ. 4.30.2-3. Παπαχατζής 1998, 94-96.
13 Όμ. Οδύσ. γ, 485-489, ο, 185–188 και φ, 15-41. Hope Simpson 1957,257. Παπαχατζής 1998,94-96.
14 Όμ. Ιλ. Ε, 540-549.
15 Hope Simpson 1957, 242 και 253. McDonald- Hope Simpson 1961, 251. McDonald- Hope Simpson 1964, 237. Hope Simpson 1966, 116-118. Παπαχατζής 1998,94.Hope Simpson2014,36,39, 65.
16 Hope Simpson 1957, 242, 243. Hope Simpson 1966, 116–117. McDonald – Hope Simpson 1969, 160. Ταβουλαρέας 1983, 16. Hope Simpson 2014, 36, 39–40, 65. Μαλαπάνη 2015, 250. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα εκτίθεται χρυσό μυκηναϊκό επίραμμα, τυχαίο εύρημα από τον λόφο Τούρλες (αριθ. ευρ. 6991).
17 Hope Simpson 1966,116 και118–119.McDonald- Hope Simpson1969, 160. Hope Simpson 2014, 36.
18 Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2014, 734-735. Μαλαπάνη 2015, 54, 177, 189, 248, 250 και 260-262. Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 775–777. Τα ευρήματα από το Καλάμι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων γραπτά και χρηστικά αγγεία, πήλινα ειδώλια, υφαντικά βάρη και σκεύη, αποτμήματα τοιχογραφιών, χάλκινα και λίθινα μικροευρήματα, τα οποία υποδεικνύουν οργανωμένη οικιστική και βιοτεχνική δραστηριότητα.
19 Hope Simpson 1957, 243-245. McDonald- Hope Simpson 1961, 250-251. McDonald- Hope Simpson 1964, 239. Hope Simpson 1966,121-123. Bennet 2005, 155-159. Hope Simpson 2014, 35, 39, 40, 65. Παπαχατζής 1998, 100. Μαλαπάνη 2015, 76-77, 245–248, 261-266
20 McDonald- Hope Simpson 1964, 236. Hope Simpson 1966, 124. Hope Simpson 2014, 35.
21 McDonald- Hope Simpson 1969, 158. Hope Simpson 2014, 35.
22 McDonald- Hope Simpson 1969, 156 και 158. Hope Simpson 2014, 34-35.
23 Hope Simpson 1957, 246 και 255. McDonald-Hope Simpson 1961, 249–250. Hope Simpson 1966, 124. Hope Simpson 2014, 35 και39-40 και 66.
24 McDonald- Hope Simpson 1969, 158. Hope Simpson 2014, 26, 35 και 66.
25 McDonald- Hope Simpson 1964, 235–236. Hope Simpson 2014, 34–35 και 39–40.
26 Για τη Θουρία των ιστορικών χρόνων, πρβλ. Leake 1830, 354–356 και 359-361. Valmin 1930, 56–63. Hope Simpson 1966, 123. Παπαχατζής 1998, 100–105. Sachs 2006, 105–110. Luraghi 2008, 28–39.
27 Daux 1959, 639-640. Θέμελης 1969, 352–357. Θέμελης 1970β, 109–125. Παπαχατζής 1998, 92–93 και 96–97. Sachs 2006, 110-117. Luraghi 2008, 30-31, 113-115, 121-123, 133, 134, 237. Kiderlen- Themelis 2010, 15-16 και 20–36.
28 Hope Simpson 1966, 121. Παπαχατζής 1998, 48–49 και 108–109. Sachs 2006, 121–126. Luraghi 2008, 23-26. Koursoumis 2014, 191-218.
29 Το ιερό στο σπήλαιο Δήμιοβας πιθανότατα συσχετίζεται με την περίοικο πόλη «Καλάμαι», η οποία τοποθετείται στον σύγχρονο οικισμό Ελαιοχώρι (πρώην Γιάννιτσα), πλησίον της μονής Δήμιοβας, βλ. Roebuck 1941, 122-123. Θέμελης 1965, 207. Sachs 2006, 120. Luraghi 2008, 140. Koursoumis 2018, 157-164.
30 Για το οδικό δίκτυο του Ταϋγέτου και ιδιαίτερα στην περιοχή της Δενθελιάτιδας, πρβλ. Roebuck 1941, 14-15.Hope Simpson 1966, 116-121 και 125-126. Πίκουλας 1991,279-288. Sachs 2006,128-130.
31 Πίκουλας 2014, 288-289.
32 Κομνηνός 1874, 18. Πετρίδης 1875, 67–74. Weil 1876, 164-166. Röhl 1882, 29-30, αρ. 74. Müllensiefen 1882, 13, αρ. 17. Collitz- Bechtel 1905, 115-116, αρ. 4673. Δουκάκης 1905, 34-35. Σκιάς 1911, 107 και 110–115. IGV1, 1362. Παπαχατζής 1998, 94. Θέμελης 2001, 4. Πίκουλας 2014, 283–294. Ορισμένοι ερευνητές συσχετίζουν τις επιγραφές του Νέδοντα με πιθανή λατρεία του Πανός.
33 Κομνηνός 1874, 16-18. Δουκάκης 1905, 38. Γιαλούρης 1960, 108. Daux 1961, 697. Hood 1961, 10. Θέμελης 1965, 207. Hope Simpson 1966, 117 εικ. 3. Παπαχατζής 1998, 99. Θέμελης 2001, 4. Luraghi 2008, 115 και 127. Sachs 2006, 119-120. Ο Δουκάκης μνημονεύει την εύρεση αρχαιοτήτων στη θέση «Καλαμίτσι» το 1867 (μαρμάρινη λεκάνη και λίθινη κεφαλή ταύρου) χωρίς περαιτέρω στοιχεία χρονολόγησης. Πιθανόν πρόκειται για την «αρχαιολογική ανακάλυψη πλησίον των Καλαμών» που αναφέρεται συνοπτικά στο φύλλο 2069 της εφημερίδας «Αυγή», της 7-12-1867.
34 Παυσ. 4.31.1. Για τις λοιπές πιθανές θέσεις όπου τοποθετείται το ιερό του Καρνείου Απόλλωνα, πρβλ. Μελέτιος 1728, 373. Πετρίδης1875, 35–36 και 51–52. Δουκάκης 1905, 30 και 38.
35 Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 774.
36 Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2014, 732–734. Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 774–775.
37 Leake 1830, 356-357. Valmin 1930, 56 και 60. Παπαχατζής 1998, 102 και 104–105. Κοσμόπουλος 2013, 417.
38 Ξενοφ. Ελλ. 4.8.7. Παπαχατζής 1998, 91 και 96.
39 Στράβ. Γεωγρ. 8.4.1, 8.4.4–8.4.6.
40 Κομνηνός 1874, 18-19. Δουκάκης 1905, 34. Θέμελης 1970β, 124–125. Παπαχατζής 1998, 93. Θέμελης 2001, 4.
41 Παυσ. 4.3.2, 4.30.1-6 και 4.31.1-4.
42 Παπαχατζής 1998, 37 και 92. Luraghi 2008, 21–22.
43 Πετρίδης 1875, 26-31. Σκιάς 1911, 117. Παπαχατζής 1998, 105–108. Sachs 2006. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα η θέση της κώμης «Καλάμαι» πιθανότατα εντοπίζεται στην περιοχή του οικισμού Ελαιοχώρι (πρώην Γιάννιτσα) και όχι στην περιοχή του οικισμού Καλάμι, όπως θεωρούσαν παλαιότεροι περιηγητές της Μεσσηνίας.
44 Ιερ. Συνέκδ. 647.10. Στέφ. Βυζ. Εθν., λήμμα Φαραί. Παπαχατζής 1998, 96–97. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι στην Κρήτη υπήρχε ακόμα μία πόλη με το όνομα Φαρές, αποικία των μεσσηνιακών Φαρών.
45 Μελέτιος 1728, 372-373. Leake 1830, 343-346. Aldenhoven 1841, 185-186. Ραγκαβής 1853, 537-540. Πετρίδης 1875, 31-37. Δουκάκης 1905, 29-34.
46 Μέχρι την αποκάλυψη ασφαλών αρχαιολογικών δεδομένων, η θέση των αρχαίων Φαρών στη σύγχρονη Καλαμάτα είχε αμφισβητηθεί και ορισμένοι ερευνητές τις τοποθετούσαν στον οικισμό Γιάννιτσα (σύγχρονο Ελαιοχώρι). Για το ζήτημα της θέσης των αρχαίων Φαρών,
πρβλ. Κομνηνός 1874, 10-12, 14-15, 19–20. Δουκάκης 1905, 29-31. Pernice 1894, 355-367. Frazer 1898, 422-423. Valmin 1930, 40-51. Roebuck 1941, 123-124. Hope Simpson 1957, 242 και 253-254. Παπαχατζής 1998, 91–92 και 107-108. Θέμελης 2001, 4.
47 Πετρίδης 1875, 36. Σκιάς 1901, 3-4. Σκιάς 1902, 10. Σκιάς 1911, 108.
48 Σκιάς 1901, 4-5. Σκιάς 1902, 11-13. Δουκάκης 1905, 34. Σκιάς 1911, 108-110. Παπαχατζής 1998, 94. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν τον Αύγουστο του 1901 στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Δ. Καριζόπουλου, δίπλα στο νεκροταφείο και τη Φραγκόλιμνα. Κατά τον Σκιά, ενδεχομένως συσχετίζονται με το τμήμα κτηρίου μήκους περίπου 10 μ., το οποίο ήταν γνωστό ότι είχε εντοπιστεί τριάντα ή και περισσότερα χρόνια νωρίτερα κατά τη διάρκεια εκσκαφών για τις ανάγκες κατάχωσης της Φραγκόλιμνας εντός δύο οικοπέδων δυτικά της ιδιοκτησίας Καριζόπουλου (πιθανώς συσχετίζεται με τα ερείπια «ελληνικού ναού», που μνημονεύει ο Π. Κομνηνός: Κομνηνός 1874, 19). Ο Σκιάς είχε επίσης πληροφορηθεί ότι όταν γίνονταν οι εργασίες κατάχωσης της Φραγκόλιμνας βρέθηκε τμήμα τείχους με πώρινες λιθόπλινθους δίπλα στον δρόμο που με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο διερχόταν στα ανατολικά της Φραγκόλιμνας και θεώρησε ότι θα ήταν τμήμα «μακρών τειχών» από την πόλη των Φαρών μέχρι την παραλία. Ο Δουκάκης θεωρεί ότι στην περιοχή της Φραγκόλιμνας τοποθετείται το ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας και ότι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που εντόπισε ο Σκιάς στη θέση αυτή πιθανόν ανήκουν σε φράγκικα τείχη, στα οποία είχε ενσωματωθεί υλικό από τα ιερά της Αθηνάς Νεδουσίας και του Καρνείου Απόλλωνα και από άλλα οικοδομήματα.
49 Hope Simpson 1957, 242-243. Daux 1959, 632 και 635-636. Hood 1960, 11. McDonald – Hope Simpson 1964, 237. Hope Simpson 1966, 116-117.Ταβουλαρέας 1983, 15. Sachs 2006, 117–119. Hope Simpson 2014, 36. Η ανάγλυφη πλάκα με την παράσταση νεκρόδειπνου προέρχεται από περισυλλογή και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα με αριθ. ευρ. 395.
50 Παρασκευαΐδης 1960, 5-6. Ταβουλαρέας 1983, 12-15 και 36. Παπαχατζής 1998, 94.Θέμελης 2001,4. Ο Π. Θέμελης ερμηνεύει το κτήριο ως πιθανό γυμνάσιο ελληνιστικών έως ρωμαϊκών χρόνων. Τα ανασκαφικά δεδομένα και λοιπές πληροφορίες για τη σωστική αρχαιολογική έρευνα στην πλατεία Υπαπαντής προέρχονται από σχετική έκθεση και σχέδιο κάτοψης και τομών του ανασκαφικού χώρου, που απέστειλε ο Ν. Γιαλούρης στις 12-8-1960 στο τότε αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας. Περαιτέρω πληροφορίες προέρχονται από εκτενές δημοσίευμα του Μίλτη Παρασκευαΐδη στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 14-8-1960, από λοιπά δημοσιεύματα του μεσσηνιακού τύπου και από αναφορές του αρχαιοφύλακα Ι. Ταβουλαρέα. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στην Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας κ. Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά για την παραχώρηση πρόσβασης στο αρχείο της Εφορείας και για την αναδημοσίευση του σχεδίου που συνοδεύει την ανασκαφική έκθεση του Ν. Γιαλούρη.
51 Κατά τον Γιαλούρη οι αρχαιότητες εντοπίστηκαν σε βάθος περίπου από 1–1,5 μ. από την τότε επιφάνεια του εδάφους και εντός πέντε τομών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ι. Ταβουλαρέα το αρχικό πλάτος του δημόσιου κτηρίου θα ανερχόταν περίπου στα 20-22μ., το μήκος του 60-80μ. και θα επεκτεινόταν προς τα νότια στην περιοχή όπου το 1952-53 ανεγέρθηκε η Ιερατική Σχολή και αργότερα το νέο επισκοπικό μέγαρο. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων της σχολής βρέθηκαν στάμνος, λύχνοι και αγγεία ρωμαϊκής εποχής, βλ. Daux 1959, 632. Ταβουλαρέας 1983, 12-15 και 36.
52 Daux 1959, 632 και 636. Hope Simpson 1957, 243. Παπαθανασόπουλος 1962, 96 και 97. Daux 1962, 724. Ταβουλαρέας 1983, 12 και 36.
53 Μπακούρου 1988, 136. Kappas 2021, 91 υποσημ. 24.
54 Μηλίτση-Κεχαγιά 2015, 36.
55 Κομνηνός 1874, 19. Πετρίδης 1875, 36-37, 49 και 64-67. Δουκάκης 1905, 36-38. Σκιάς 1911, 115–116. IG V1, αρ. 1359-1361 και 1363-1368. Daux 1959, 636. Παπαχατζής 1998, 94. Κατά την επίσκεψή του στην Καλαμάτα το 1730, ο M. Fourmont εντόπισε επιγραφές οι οποίες ωστόσο δεν διασώθηκαν και η αυθεντικότητά τους έχει αμφισβητηθεί. Ο Κομνηνός, ο Πετρίδης και ο Δουκάκης παραθέτουν μαρτυρίες περί παλαιότερης εύρεσης επιγραφών σε ναούς και άλλα μέρη της πόλης, οι οποίες ωστόσο δεν είχαν διασωθεί εκτός από μία, που βρέθηκε κατά τις εκσκαφικές εργασίες για τη θεμελίωση της οικίας Δ. Κυριακού (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το λαογραφικό μουσείο Καλαμάτας, πλησίον και δυτικά της Υπαπαντής). Πρόκειται για την επιγραφή IG V1, 1366 του -2ου αι., που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα με αρ. ευρ. 400 (Εικ. 10).
56 Δουκάκης 1905, 37. Λάμπρου 1910, 93–94. Σκιάς 1911, 115-116. IG V1, 1359. Θέμελης 2001, 4. Η επιγραφή ήταν εντοιχισμένη στην κόγχη του ιερού βήματος του ναού Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη θέση Καρβούνι, στην αριστερή όχθη του Νέδοντα, σε μικρή απόσταση από το κάστρο Καλαμάτας, και βρίσκεται στο Eπιγραφικό Mουσείο με αρ. ευρ. 187. 57 IG V1, 1361. Θέμελης 2001, 4.
58 IG V1, 1363. Παπαχατζής 1998, 94. Θέμελης 2001, 4. Η επιγραφή φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με αρ. ευρ. 4226.
59 Μπακούρου 1988, 125. Από την εν λόγω ελληνιστική ταφή εκτίθενται στο Aρχαιολογικό Mουσείο Μεσσηνίας μια αετωματική επιτύμβια στήλη (αρ. ευρ. 6995), καθώς και τρία μυροδοχεία (αρ. ευρ. 6992, 6993, 6994) και δύο λύχνοι (αρ. ευρ. 7035, 7036).
60 Θέμελης 2001, 4. Luraghi 2008, 127. Ανάλογες τελετουργικές πρακτικές προγονολατρείας και ηρωολατρείας, στην περιοχή της Μακαρίας παρατηρούνται στους μυκηναϊκούς τάφους των Ελληνικών Θουρίας αλλά και στην περιοχή της Αίπειας, όπου κατά την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Τσακώνα-Καλαμάτα βρέθηκε πήλινο αναθηματικό πλακίδιο με ανάγλυφη παράσταση ιππέα, και μπορούν να συνεξετασθούν με ανάλογες πρακτικές από την αρχαία Μεσσήνη και τη Βοϊδοκοιλιά, που ανάγονται στους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους, βλ. Luraghi 2008, 35, 125–127, 134, 234, 235, 242-243. Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 775.
61 Καμίτση 2014, 793-794. Κάππας- Καμίτση 2015, 223-225. Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 777.
62 Κάππας- Καμίτση 2015, 225. Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020, 777.
63 Hope Simpson 1966, 126–131. Hope Simpson 2014, 29 και 35.
64 Hope Simpson 1957, 257–259. Bennet 2005, 155–156 και 159. Luraghi 2008, 28 και 110. Hope Simpson 2014, 54, 55, 63, 64, 65–66 και
69. Μαλαπάνη 2015, 241–248.
65 Μαλαπάνη 2015, 252–266.
66 Roebuck 1941, 30–31. Lazenby- Hope Simpson 1972, 86 και 93-94. Luraghi 2008, 33-39, 137-145 και 229–230.
67 Kiderlen- Themelis 2010, 31-36. Εκτός του Ποσειδωνίου στα Ακοβίτικα, άλλα ιερά με λακωνικές επιδράσεις τόσο ως προς τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των αναθημάτων όσο και τις επιγραφές είναι της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στον Βόλιμνο, του Κορύθου Απόλλωνα στη Λογγά, του Παμίσου στον Άγιο Φλώρο, το αρχαϊκό ιερό εντός του Ασκληπιείου της αρχαίας Μεσσήνης και το πιθανό ιερό στο Πέρα Καλαμίτσι. Πρβλ. επίσης Luraghi 2008, 117-127, 132-136 και 145-146.
68 Παπαχατζής 1998, 101. Luraghi 2008, 36-37, 263-264 και 267-268.
69 Για τη γεωγραφική έκταση, τις συνεχείς διεκδικήσεις της Δενθελιάτιδος και για την τελική διαιτησία που επισφραγίστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο με ορόσημα χαραγμένα σε βράχους επί των κορυφογραμμών μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας, πρβλ. Roebuck 1941, 118- 121. Παπαχατζής 1998, 37-40 και 92. Luraghi 2008,16-23. Κουρσούμης- Κοσμόπουλος 2013,55-75.Koursoumis2014,192-195.
70 Lazenby- Hope Simpson 1972, 96. Κοσμόπουλος 2013, 399-407, 417-421.
ABSTRACT. The ancient city of Pharai is mentioned by Homer and other authors, such as Strabo and Pausanias. In the Iliad, Pharai is one of the seven cities that Agamemnon promised to grant Achilles to appease his anger and persuade him to return to war. The information provided by Strabo and Pausanias was often used by scholars to identify the ancient city’s location and topography. The available archeological data allows us to securely place Pharai in the modern urban core of Kalamata, primarily in its historical centre, directly below and around the medieval castle. Ancient building remains and artifacts suggest continuous activity in the ancient city from Prehistory to the Late Roman period. Additionally, archaeological data from excavated sites and surface surveys in the lower valley of the Pamisos River informs us on this area’s cultural and social landscape, which affected the history of ancient Pharai.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ
Aldenhoven 1841: F. Aldenhoven, Itineraire descriptif de l’Attique et du Péloponnèse, avec cartes et plans topographiques, Athènes.
Bennet 2005: J. Bennet, Τα αρχεία με πινακίδες Γραμμικής Β και το βασίλειο του Νέστορα, στο: J. L. Davis (επιμ.), Πύλος η Aμμουδερή, Ιστορικό και αρχαιολογικό ταξίδι από την εποχή του Νέστορα έως τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, Αθήνα, 143–163.
Γιαλούρης 1960: Ν. Γιαλούρης, Αρχαιότητες Μεσσηνίας, ΑΔ, 16, Β΄ Χρονικά, 107–108.
Collitz – Bechtel 1905: Η. Collitz – F. Bechtel (επιμ.), Sammlung der Griechischen Dialekt-Inschriften, Vol. 3: Zweite Hälfte, Die Inschriften von Lakonien, Tarent, Herakleia am Siris, Messenien, Thera und Melos, Sicilien und Abu-Simbel, die Ionischen Inschriften, Göttingen.
Daux 1959: G. Daux, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1958. Sud du Péloponnèse, Pylos, BCH, 83:2, 631–649.
Daux 1961: G. Daux, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1960, BCH, 85, 697.
Daux 1962: G. Daux, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1961, BCH, 86, 724.
Δουκάκης 1905: Δ. Δουκάκης, Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και Καλαμάτας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του Καποδιστρίου, Αθήνα.
Frazer 1898: J. G. Frazer, Pausanias’s Description of Greece, vol. ΙΙΙ, London.
Θέμελης 1965: Π. Θέμελης, Αρχαιότητες και μνημεία Μεσσηνίας, ΑΔ, 20, Β΄2 Χρονικά, 207–208.
Θέμελης 1969: Π. Θέμελης, Ιερόν Ποσειδώνος εις Ακοβίτικα Καλαμάτας, ΑΑΑ, ΙΙ:3, 352–357
Θέμελης 1970α: Π. Θέμελης, Πρωτοελλαδικόν μέγαρον εις Ακοβίτικα Μεσσηνίας, ΑΑΑ, ΙΙΙ:3, 303–311.
Θέμελης 1970β: Π. Θέμελης, Αρχαϊκή επιγραφή εκ του ιερού του Ποσειδώνος εις Ακοβίτικα, ΑΔ, 25, Μελέται Α΄, 109-125.
Θέμελης 2001: Π. Θέμελης, Η πόλη των αρχαίων Φαρών, Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 18-11-2001, 3-4.
Hood 1960: M. S. F. Hood, Archaeology in Greece, 1960-1, AR, 7, 3-35.
Hood 1961: M. S. F. Hood, Archaeology in Greece, 1961-62, AR, 8, 3-31.
Hope Simpson 1957: R. Hope Simpson, Identifying a Mycenaean state, ABSA, 52, 231-259.
Hope Simpson 1966: R. Hope Simpson, The seven cities offered by Agamemnon to Achilles, ABSA, 61, 113-131.
Hope Simpson 2014: R. Hope Simpson, Mycenaean Messenia and the Kingdom of Pylos, Prehistory Monographs 45, Philadelphia.
Hope Simpson- Dickinson 1979: R. Hope Simpson- O. T. P. K. Dickinson, A Gazetteer of Aegean Civilization in the Bronze Age, Vol. 1: The Mainland and Islands, Studies in Mediterranean Archaeology LII, Göteborg.
Καμίτση 2014: Μ. Καμίτση, Αυτοκινητόδρομος «Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα», ΑΔ, 69, Β΄1β Χρονικά, 793-794.
Kappas 2021: M. Kappas, The afterlife of Byzantine monuments in the post-Byzantine Peloponnese: Three cases in Messenia, στο: E. Boeck (επιμ.), Afterlives of Byzantine Monuments in Post-Byzantine Times, Proceedings of the session held at the 12th International Congress of South-East European Studies, Bucharest 2–6 September 2019, Études byzantines et post-byzantines, Nouvelle série III (X), 83–115.
Κάππας – Καμίτση 2015: Μ. Κάππας – Μ. Καμίτση, Αυτοκινητόδρομος Κόρινθος–Τρίπολη Καλαμάτα, ΑΔ, 70, Β΄1 Χρονικά, 223–225.
Καράγιωργα 1971: Θ. Γ. Καράγιωργα, Ακοβίτικα, ΑΔ, 26, Β΄1 Χρονικά, 126–129.
Kiderlen- Themelis 2010: M. Kiderlen – P.G. Themelis, Das Poseidonheiligtum bei Akovitika in Messenien, Wiesbaden.
Κομνηνός 1874: Π. Α. Κομνηνός, Αρχαιολογικαί Διατριβαί, Τρίπολη.
Κοσμόπουλος 2013: Δ. Κοσμόπουλος, Η μεσσηνιακή γη και οι αγροτικές εγκαταστάσεις κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο: A. D. Rizakis- I. P. Touratsoglou (επιμ.), Villae Rusticae. Family and Market-Oriented Farms in Greece under Roman Rule, Proceedings of an International Congress held at Patrai, 23–24 April 2010, Μελετήματα 68, 398-421.
Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2014: Δ. Κοσμόπουλος - Μ. Βαλάκα, Αυτοκινητόδρομος Κόρινθος–Τρίπολη–Καλαμάτα, ΑΔ, 69, Β΄1β Χρονικά, 732–737.
Κοσμόπουλος- Βαλάκα 2020: Δ. Κοσμόπουλος- Μ. Βαλάκα, Νέες θέσεις και ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου «Κόρινθος–Τρίπολη–Καλαμάτα» στη Μεσσηνία, στο: Μ. Ξανθοπούλου -Α. Μπάνου- Ε. Ζυμή- Ε. Γιαννούλη- Ά. Β. Καραπαναγιώτου – Α. Κουμούση (επιμ.), Το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο 2 (ΑΕΠΕΛ2). Πρακτικά της Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης. Καλαμάτα 1-4 Νοεμβρίου 2017, Καλαμάτα, 773-783.
Κουρσούμης- Κοσμόπουλος 2013: Σ. Κουρσούμης- Δ. Κοσμόπουλος, Ager Denthaliatis. Παλαιά και νέα ορόσημα στην κορυφογραμμή του Ταϋγέτου, ΑΕ, 152, 55-75.
Koursoumis 2014: S. Koursoumis, Revisiting Mount Taygetos: The sanctuary of Artemis Limnatis, ABSA, 109, 191–222.
Koursoumis 2018: S. Koursoumis, Detecting the cult of a border sanctuary on the Messenian slopes of Mount Taygetos, στο: G. Vavouranakis– K. Kopanias – C. Kanellopoulos (επιμ.) Popular Religion and Ritual in Prehistoric and Ancient Greece and the Eastern Mediterranean, Oxford, 157–164.
Λάμπρου 1910: Σ. Π. Λάμπρου (επιμ.), Νέος Ελληνομνήμων, Ζ΄:Α΄, 31/3/1910, Αθήνα.
Lazenby – Hope Simpson 1972: J. F. Lazenby – R. Hope Simpson, Greco-Roman times: Literary tradition and topographical commentary, στο: W. A. McDonald – G. R. Rapp (επιμ.), The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis, 81–99.
Leake 1830: W. M. Leake, Travels in the Morea, vol. I, London.
Luraghi 2008: N.Luraghi,The Ancient Messenians.Constructions of Ethnicity and Memory, Cambridge.
Μαλαπάνη 2015: Ε. Μαλαπάνη, Η νεκρόπολη των Ελληνικών Άνθειας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την υστεροελλαδική περίοδο, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
McDonald – Hope Simpson 1961: W. A. McDonald – R. Hope Simpson, Prehistoric habitation in southwestern Peloponnese, AJA, 65:3, 221–260.
McDonald – Hope Simpson 1964: W. A. McDonald – R. Hope Simpson, Further exploration in Southwestern Peloponnese: 1962-1963, AJA,68:3, 229–245.
McDonald – Hope Simpson 1969: W. A. McDonald – R. Hope Simpson, Further explorations in southwestern Peloponnese: 1964–1968, AJA,73:2, 123–177.
Μελέτιος 1728: Μελέτιος Μήτρου, Γεωγραφία παλαιά και νέα, Βενετία.
Μηλίτση-Κεχαγιά 2015: Ε. Μηλίτση-Κεχαγιά (επιμ.), Μυθικοί χοροί της Μεσσηνίας, Καλαμάτα, Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, 20 Ιουνίου 2014 – 31 Οκτωβρίου 2016 [κατάλογος έκθεσης], Καλαμάτα.
Μπακούρου 1988: Α. Μπακούρου, 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ,43,Β1 Χρονικά,116–141.
Müllensiefen 1882: P. Müllensiefen, De Titolorum Laconicorum Dialecto, Strassburg.
Παπαθανασόπουλος 1970: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Ακοβίτικα Καλαμάτας, ΑΔ, 25, Β΄1 Χρονικά, 177–179.
Παπαθανασόπουλος 1962: Γ. Π. Παπαθανασόπουλος, Αρχαιότητες και μνημεία Μεσσηνίας, ΑΔ, 17, Β΄ Χρονικά, 92–99.
Παπαχατζής 1998: Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα.
Παρασκευαΐδης 1960: Μ. Παρασκευαΐδης, Ανεκαλύφθη το κέντρον των αρχαίων Φαρών, Η Καθημερινή, φύλλο 14704, 5–6.
Pernice 1894: E. Pernice, Aus Messenien, MDAI(A), XIX, 351–367.
Πετρίδης 1875: Α. Πετρίδης, Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμών. Λόγος εκφωνηθείς εν τη λέσχη Καλαμών «ο Δημακόπουλος» ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου, Καλαμάτα.
Πίκουλας 1991: Γ. Α. Πίκουλας, Η Δενθελιάτις και το οδικό της δίκτυο (Σχόλια στην IG V1, 1431), στο: Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Φιλιατρά-Γαργαλιάνοι 24–26 Νοεμβρίου 1989, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 18, Αθήνα, 279–288.
Πίκουλας 2014: Γ. Α. Πίκουλας, Από το οδικό δίκτυο της αρχαίας Μεσσηνίας: Η οδός στη Λαγκάδα του Νέδοντος, στο: Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8–11 Οκτωβρίου 2010, Πελοποννησιακά – Παράρτημα 31, Αθήνα, 283–294.
Ραγκαβής 1853: Ι. Ρ. Ραγκαβής, Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, τόμ. Β΄, Αθήνα.
Rambach 2007: J. Rambach, Investigations of two MH I burial mounds at Messenian Kastroulia (near Ellinika, Ancient Thouria), στο: F. Felten (επιμ.), Middle Helladic Pottery and Synchronisms, Proceedings of the International Workshop held at Salzburg,31October-2 November2004, Wien, 137-150.
Roebuck 1941: C. A. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago.
Röhl 1882: H. Röhl, Inscriptiones Graecae Antiquissimae praeter atticas in Attica repertas, Berlin.
Sachs 2006: G. Sachs, Die Siedlungsgeschichte der Messenier vom Beginn der geometrischen bis zum Ende der hellenistischen Epoche, Antiquitates 35, Hamburg.
Σκιάς 1901: Α. Σκιάς, Η θέσις των εν Μεσσηνία Φαρών, Ωρίων, 1, 3–5.
Σκιάς 1902: Α. Σκιάς, Η θέσις των εν Μεσσηνία Φαρών, Μεσσηνιακή Επετηρίς, 10–13.
Σκιάς 1911: Α. Σκιάς, Τοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ, ΑΕ, 107–118.
Ταβουλαρέας 1983: Γ. Π. Ταβουλαρέας, Καλαματιανά θέματα, Καλαμάτα.
Valmin 1930: Μ. Ν. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne, Lund.
Weil 1876: R. Weil, Aus Lakonien, MDAI(A), 1, 151–166.