Πληροφορίες για τις αρχαίες Κολωνίδες μας δίνει ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά. Σχετικώς αναφέρει:
"Γειτονική με την Κορώνη είναι η πόλη Κολωνίδες, για της οποίας τους κατοίκους λένε πως δεν είναι Μεσσήνιοι, αλλά τους έφερε από την Αττική ο Κόλαινος, τον οποίο οδήγησε στην αποικία, σύμφωνα με χρησμό, το πουλί κόρυδος (τσουτσουλάνος ή κατσιλέρος). Αυτοί με τον καιρό εξοικειώθηκαν με την διάλεκτο και με τις συνήθειες των Δωριέων. Η πολίχνη των Κολωνίδων βρίσκεται ψηλά, σε μικρή απόσταση από την θάλασσα."
Ο Παυσανίας αναφέρει τις Κολωνίδες ως "γειτονική πόλη" με την αρχαία Κορώνη (σημερινό Πεταλίδι), αν και την συνάντησε μετά το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου, το οποίο όπως λέει ο ίδιος, απείχε από την Κορώνη περίπου 80 στάδια (δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα). Επομένως γειτονική ήταν απλός η επικράτεια των δύο πόλεων, γιατί άλλη πόλη δεν υπήρχε ανάμεσα στις δύο.
Οι Μεσσήνιοι που ήταν σε αντιπαράθεση με τους Αχαιούς, μετά την νίκη των Ρωμαίων έναντι των Μακεδόνων (-197), ήταν έτοιμοι να αποσπάσουν από τους Αχαιούς την πολίχνη Κολωνίδα στα -183 και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην έσπευσε να την σώσει, αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία (Πλούταρχος, Φιλοπ. 18). Η Κολωνίδα αυτή, χρήσιμη στην αχαϊκή συμμαχία, ως γειτονική του "Αχαιών λιμένος" (αρχαία Κορώνη), πρέπει να είναι η ονομαζόμενη από τον Παυσανία Κολωνίδες.
Ο τύπος Κολωνίδες (σε πληθυντικό αριθμό) σημαίνει πως η "πόλη" ήταν διασκορπισμένοι σε περισσότερες αγροτικές κοινότητες. Σε μιά από αυτές ανήκαν ίσως και οι τάφοι που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Βουνάρια με πολλά αγγεία, μεταξύ των οποίων μιά πρόχους με παράσταση εφήβου, πολλοί σκύφοι, ασκοί, λάγυνοι ελληνιστικών χρόνων, λήκυθοι, μια πυξίδα πήλινη και δακρυδόχοι (Αρχ. Δελτίο 1970, 170 κπ.).
Ο Παυσανίας αναφέρει ως μυθικό ιδρυτή των Κολωνίδων τον βασιλιά των Αθηνών Κόλαινο. Ο Κόλαινος, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Κέκροπα, ίδρυσε στον Δήμο Μυρρινουσίων των Αθηνών τον ναό της "Αρτέμιδος Κολαινίδος" (Παυσανίας, Α΄ 31, 5). Πιστευόταν ότι ο Κόλαινος ήταν απόγονος του θεού Ερμή, και ότι μετά από χρησμό ίδρυσε τις Κολωνίδες. Ωστόσο η αναφορά στον Κόλαινο ως ιδρυτή των Κολωνίδων παραπέμπει χρονικά στην εποχή του χαλκού και πόλη με αυτό το όνομα δεν μας είναι γνωστή από αλλού. Δεν αποκλείεται η Κολωνίδες να ιδρύθηκαν μετά το -365 μαζί με την γειτονική Κορώνη. Την εποχή αυτή οι Μεσσήνιοι και ο Θηβαίος Επαμεινώνδας ιδρύουν πολίσματα σε οχυρές θέσεις με σκοπό να απομονώσουν την Ασίνη και την Μεθώνη που είχαν φιλοσπαρτιατικό παρελθόν.
Η τοποθεσία των Κολωνίδων
Σαν πιθανή θέση των αρχαίων Κολωνίδων συνήθως αναφέρονται η τοποθεσίες της Νέας Κορώνης και των Βουναρίων, που βρίσκονται πάνω σε λοφίσκους δίπλα από την θάλασσα. Ωστόσο τα όποια ευρήματα σε αυτήν την περιοχή είναι σχεδόν αποκλειστικά από τάφους. Επίσης η περιγραφή του Παυσανία που αναφέρει ότι οι Κολωνίδες ήταν σε ψηλό σημείο δεν φαίνεται να ταιριάζει στις περιοχές αυτές.
Είναι πολύ πιθανό οι Κολωνίδες να βρίσκονταν στον πολύ ψηλότερο λόφο του Καφειριού κοντά στην Λογγά, μια θέση με πολύ καλύτερη οχύρωση αλλά και πρόσβαση σε νερό.
Η οχυρή θέση της ακρόπολης του Καφειριού παρείχε έλεγχο της πεδιάδας στην περιοχή νότια της Λογγά. |
Στον λόφο Καφειριό, περ. 1 χλμ. ΝΔ. του χωριού Λογγά και 3 χλμ. από την θάλασσα στα Α., διεξήχθησαν έρευνες από τους Ν. Γιαλούρη και W.A.McDonald. Η θέση είχε υποστεί σημαντική διάβρωση, όπως έδειξαν οι δοκιμαστικές τομές, οι οποίες απεκάλυψαν ίχνη της ΥΕ εποχής, αλλά και των πρωτογεωμετρικών χρόνων.
Υπήρχε, πιθανόν, θολωτός τάφος της ΥΕ εποχής, κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, περίπου 500 μ. στα ΒΔ.
Μεταξύ της κεραμεικής γίνεται αναφορά σε όστρακα με πηλό χρώματος έντονου ερυθρού και με μαρμαρυγία (μίκκα), έναντι του καστανέρυθρου τοπικού πηλού. Όστρακα με παρόμοια σύσταση έχουν ανευρεθεί σε ΜΕ ΙΙΙ επιχώσεις στον Άγιο Στέφανο, σε ΜΜ ΙΙΙΒ επιχώσεις στα Κύθηρα και σε πρώιμες μυκηναϊκές επιχώσεις, οι οποίες περιείχαν και ΜΕ ΙΙΙ υλικό, στα Νιχώρια. Ο ερυθρός αυτός πηλός με την υψηλή περιεκτικότητα σε μαρμαρυγία είναι αρκετά κοινός στις Κυκλάδες και στη Β. Εύβοια και η ανεύρεσή του στη Ν. Πελοπόννησο, πιθανόν, φανερώνει εμπορικές επαφές με τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η θέση Καφειριό ασκούσε έλεγχο στην παράκτια πεδιάδα του Λογγά, όπως αναφέραμε ανωτέρω.
Υπήρχε, πιθανόν, θολωτός τάφος της ΥΕ εποχής, κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, περίπου 500 μ. στα ΒΔ.
Μεταξύ της κεραμεικής γίνεται αναφορά σε όστρακα με πηλό χρώματος έντονου ερυθρού και με μαρμαρυγία (μίκκα), έναντι του καστανέρυθρου τοπικού πηλού. Όστρακα με παρόμοια σύσταση έχουν ανευρεθεί σε ΜΕ ΙΙΙ επιχώσεις στον Άγιο Στέφανο, σε ΜΜ ΙΙΙΒ επιχώσεις στα Κύθηρα και σε πρώιμες μυκηναϊκές επιχώσεις, οι οποίες περιείχαν και ΜΕ ΙΙΙ υλικό, στα Νιχώρια. Ο ερυθρός αυτός πηλός με την υψηλή περιεκτικότητα σε μαρμαρυγία είναι αρκετά κοινός στις Κυκλάδες και στη Β. Εύβοια και η ανεύρεσή του στη Ν. Πελοπόννησο, πιθανόν, φανερώνει εμπορικές επαφές με τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η θέση Καφειριό ασκούσε έλεγχο στην παράκτια πεδιάδα του Λογγά, όπως αναφέραμε ανωτέρω.
Όπως απέδειξε η ανασκαφή του Βερσάκη η ακρόπολη του Καφειριού κατοικήθηκε και στους Κλασικούς, Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ήρθαν στο φως τα θεμέλια αρκετών κτηρίων που χρονολογούνται σε αυτές τις περιόδους.
Επίσης βρέθηκαν αρκετά χάλκινα και πήλινα αγαλματίδια Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων ενώ 1 χιλιόμετρο στα ανατολικά της ακρόπολης αναφέρεται η εύρεση Ρωμαϊκών μωσαϊκών δαπέδων ενώ πιθανολογείται και η ύπαρξη νεκροταφείου.
Η ακρόπολη του Καφειριού με έκταση 180Χ100 μέτρα βρισκόταν σε εξαιρετικά οχυρή θέση με πανοραμική θέα. Παρά την άσχημη κατάσταση διατηρήσεως, είναι φανερό ότι η θέση αυτή ήλεγχε την εξαιρετικώς εύφορη παράκτια πεδιάδα του Αγίου Ανδρέα Λογγά.
Επίσης εκεί που βρίσκεται το χωριό Λογγά πιθανώς υπήρχε οργανωμένος οικισμός μεταβυζαντινών χρόνων, +900 έως +1200. Από αυτόν σώζετε ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου, έξω από το χωριό.
Η ακρόπολη του Καφειριού με έκταση 180Χ100 μέτρα βρισκόταν σε εξαιρετικά οχυρή θέση με πανοραμική θέα. Παρά την άσχημη κατάσταση διατηρήσεως, είναι φανερό ότι η θέση αυτή ήλεγχε την εξαιρετικώς εύφορη παράκτια πεδιάδα του Αγίου Ανδρέα Λογγά.
Επίσης εκεί που βρίσκεται το χωριό Λογγά πιθανώς υπήρχε οργανωμένος οικισμός μεταβυζαντινών χρόνων, +900 έως +1200. Από αυτόν σώζετε ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου, έξω από το χωριό.
Δεξιά: Επιγραφή Αετωματική, επιτύμβια στήλη από το χωριό Κόμποι.Φέρει την επιγραφή Ονασιων, Μυρτις χαιρετε, -2ος έως -1ος αιώνας.
Η αγγειοπλαστική παράδοση στα Βουνάρια
Λέγεται ότι μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε και την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στην περιοχή του χωριού Βουνάρια.
Είναι γνωστή η φράση κορωναίικα πιθάρια και κορωναίικες τζάρες, διότι η περιοχή της Κορώνης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας ήταν περιζήτητα. Η εξαιρετική αντοχή τους οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού που ήταν κατασκευασμένα. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως σε βίαιη μετακίνησή τους.
Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών (η εξαίρετη πρώτη ύλη που υπήρχε στην περιοχή, χώμα από άργιλο, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού), σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.
Ο ανοιχτόχρωμος καστανός πηλός που υπήρχε σε διάφορα σημεία της περιοχής λεγόταν χώμα, λάσπη , γλίνα ή άργιλος. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας, «διαλεγμένο χώμα», χωρίς άμμο ή μικροαντικείμενα, το οποίο το εξόρυτταν από ορύγματα που άνοιγαν σε πλαγιά λόφου με το ειδικό χώμα. Αφού το μετέφεραν με ζώα και μέσα σε πανέρια στα εργαστήρια , το θρυμμάτιζαν με τον κόπανο και το αναμείγνυαν με νερό μέσα σε σουρές ή κουρούτες, όπου παρέμενε για 7-15 ημέρες. Έπειτα κοβόταν σε τετράγωνα και μεταφερόταν στην αποθήκη, όπου γινόταν το ζύμωμα του πηλού από τον πιθαρά με τα πόδια. Ξανακοβόταν σε κομμάτια, αποθηκευόταν και σκεπαζόταν με βρεγμένες λινάτσες. Σε αυτό το σημείο της επεξεργασίας του πηλού συχνά οι τεχνίτες πρόσθεταν κόκκους πέτρας, γνωστής ως λεπιδόχωμα ή λεπίδι που ενίσχυε τη στερεότητα των πιθαριών. Η εξόρυξή του γινόταν στις θέσεις Λιβαδάκι και Σκλαβηκό, δυτικά της Κορώνης. Η μείξη γινόταν σε πιθάρια που λέγονταν κουρούπες. Το μείγμα πηλού και λεπιδιού το έβγαζαν από την κουρούπα με το χέρι και το διαμόρφωναν σε λεπτά επίπεδα και μακρόστενα τμήματα που τοποθετούσαν μέσα σε λινάτσες στον ήλιο για να στεγνώσουν.
Κατόπιν ο πηλός αποθηκευόταν σε μεγάλα δοχεία μέσα στο εργαστήριο, ώστε να κρατήσει την επιθυμητή υγρασία για την κατασκευή του πιθαριού.
Η αγγειοπλαστική παράδοση στα Βουνάρια
Λέγεται ότι μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε και την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στην περιοχή του χωριού Βουνάρια.
Είναι γνωστή η φράση κορωναίικα πιθάρια και κορωναίικες τζάρες, διότι η περιοχή της Κορώνης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας ήταν περιζήτητα. Η εξαιρετική αντοχή τους οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού που ήταν κατασκευασμένα. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως σε βίαιη μετακίνησή τους.
Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών (η εξαίρετη πρώτη ύλη που υπήρχε στην περιοχή, χώμα από άργιλο, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού), σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.
Κατόπιν ο πηλός αποθηκευόταν σε μεγάλα δοχεία μέσα στο εργαστήριο, ώστε να κρατήσει την επιθυμητή υγρασία για την κατασκευή του πιθαριού.
Οι κυριότερες θέσεις κατασκευής πιθαριών στην περιοχή της Κορώνης ήταν 4: στα Βουνάρια, στους Κόμπους, στο Χαρακοποιό, στις Πετριάδες. Και άλλες 3 μικρότερες στο Αϊδίνι, στην Γκορτζόγλη και στις Κατινιάδες.
Σήμερα η τέχνη της κεραμικής στην περιοχή έχει ,δυστυχώς, εκλείψει. Ζουν ακόμη κάποιοι κάτοικοι που γνωρίζουν την τέχνη από τον παππού τους ή τον πατέρα τους, κανένα καμίνι όμως δεν καίει πλέον.
Φωτογαφίες από την δεκαετία του ΄60 και την παραγωγή των περίφημων "τζαρών" όταν ακόμα η πανάρχαια αγγειοπλαστική παράδοση στην περιοχή των Βουναρίων ήταν ακόμα ζωντανή.
Βιβλιογραφία
Σήμερα η τέχνη της κεραμικής στην περιοχή έχει ,δυστυχώς, εκλείψει. Ζουν ακόμη κάποιοι κάτοικοι που γνωρίζουν την τέχνη από τον παππού τους ή τον πατέρα τους, κανένα καμίνι όμως δεν καίει πλέον.
Φωτογαφίες από την δεκαετία του ΄60 και την παραγωγή των περίφημων "τζαρών" όταν ακόμα η πανάρχαια αγγειοπλαστική παράδοση στην περιοχή των Βουναρίων ήταν ακόμα ζωντανή.
Βιβλιογραφία
-THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION Reconstructing a Bronze Age Regional Environment Edited by William A. McDonald and George R. Rapp, Jr.
-Παπαχατζή: Παυσανία, Μεσσηνιακά
-Παπαχατζή: Παυσανία, Μεσσηνιακά
-Κατερίνα Κορρέ: "Τα κεραμικά του Ελληνικού χώρου"
ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Ακρόπολη Καφειριού: Αποτύπωση του 1962 από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION
ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Ακρόπολη Καφειριού: Αποτύπωση του 1962 από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION