Η Τραγάνα είναι οικισμός του δήμου Τριφυλίας, νοτίως της Μαραθόπολης και Χώρας. Στην Τραγάνα έχει ανασκαφεί Προϊστορικός οικισμός της Μυκηναϊκής εποχής και δύο θολωτοί τάφοι. Οι πρώτες έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Α. Σκιά και Κ. Κουρουνιώτη, ενώ συστηματική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε αργότερα από τον Σπ. Μαρινάτο (δεκαετία 1950). Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν από τον Γ. Κορρέ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980.
Σε διάφορα σημεία του σύγχρονου χωριού Τραγάνα βρέθηκαν αποσπασματικά λείψανα του Μυκηναϊκού οικισμού στον οποίο ανήκαν οι τάφοι. Η Τραγάνα είναι μιά σημαντική προϊστορική θέση με σημαντικά οικιστικά κατάλοιπα, θολωτούς τάφους, πολυάριθμα και πλούσια κινητά ευρήματα.
Ο Προϊστορικός Οικισμός:
Οι Θολωτοί τάφοι:
Οι θολωτοί τάφοι βρίσκονται στην τοποθεσία Βιγλίτσα περίπου 700 μ. ΝΑ του χωρίου Τραγάνα. Η θέση Τραγάνα - Βιγλίτσα είναι ένας ψηλός λόφος, που δεσπόζει επάνω από μία εύφορη, προσχωσιγενή πεδιάδα. Η περιοχή δοασχίζεται από ποταμό, που υπήρχε εκεί από τους προϊστορικούς χρόνους.
Ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τον Σκιά, τον Κουρουνιώτη και τον Μαρινάτο, ενώ λεπτομερής επανεξέταση της θέσεως καθώς και κοσκίνισμα των χωμάτων πέριξ των τάφων (1976-1983) έγιναν από τον καθηγητή Κορρέ. Επάνω στο λόφο αποκαλύφθηκαν οι δύο θολωτοί τάφοι της ίδιας περιόδου, -1600/ -1500. Φαίνεται ότι είχαν κτισθεί επάνω σε πρωιμότερα κατάλοιπα οικιστικών εγκαταστάσεων.
Ο Θολωτός Τάφος Α
Ο Θολωτός τάφος Α έχει διάμετρο θαλάμου 7,30μ. είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής, ο δρόμος του ήταν επενδεδυμένος με λίθους και το μήκος του ανέρχεται εις 9,30μ.
Σαφώς κατεσκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ, -1500, καθώς ένας πιθαμφορεύς από τον τάφο αυτό, φαίνεται να φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο αγγειογράφο με πρόχου από τον λακκοειδή τάφο Ι των Μυκηνών.
Ο τάφος Α ήταν υπόγειος μέχρι και του ανωφλίου του και υπέργειος κατά το ανώτερον ήμισυ της θόλου, γύρω από την οποία δεν σχηματιζόταν τύμβος. Καθώς δεν υφίστατο τύμβος, η συνοχή και ασφάλεια της θόλου επιτυγχάνετο, προφανώς, χάρις εις την επίστρωσή της με πηλό.
Ανευρέθησαν ΥΕ ΙΙ, -1500, αγγεία και καλής ποιότητος ΥΕ ΙΙΙΑ, -1400, καθώς επίσης και θησαυρός χάλκινων αντικειμένων από λάκκο στο στόμιο, τα οποία πρέπει να χρονολογούνται επίσης μεταξύ των δύο αυτών περιόδων. Δεν υπάρχει σαφής ένδειξη για την χρήση του τάφου κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ, αλλά σαφώς εχρησιμοποιήθη εκ νέου για σειρά ταφών από την ΥΕ ΙΙΙΓ, -1200, έως την Υπομυκηναϊκή περίοδο, -1100, και ακόμη την Πρωτογεωμετρική, -1100/ -900.
Από τα ευρήματα του Τάφου Α που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας, ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο Α προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του -12ου αιώνα, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Στα ευρήματα, τέλος, από την πρόσφατη έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του θολωτού τάφου Α.
Ο Προϊστορικός Οικισμός:
Στη θέση «Βορούλια», σε απότομη πλαγιά περίπου 800 μ. Β-ΒΑ της Τραγάνας, έχουν εντοπιστεί ίχνη κατοίκησης προϊστορικού οικισμού, που χρονολογούνται από τη Μεσοελλαδική έως και τη Μυκηναική περίοδο, -2200 έως το -1100.
Μεταξύ άλλων, στο φως ήρθε ένα οικοδόμημα του -1600, σύγχρονο των θολωτών τάφων με αποθηκευτική προφανώς χρήση, αφού μέσα σε αυτό βρέθηκαν περισσότερα από 100 ακέραια αγγεία Μυκηναϊκών χρόνων για την αποθήκευση τροφών. Σύμφωνα με μία άποψη, η απόθεση αυτή συνδέεται με λατρευτικές πράξεις (αναθήματα). Η σημασία της θέσεως αυτής έχει ήδη διατυπωθεί από τους Μαρινάτο, Dickinson, Κορρέ και Λώλο, οι οποίοι συμφωνούν ότι η απόθεση της οικίας των Βορουλίων περιέχει κεραμεικό υλικό ομοιογενούς χρονολόγησης αντιπροσωπεύει το οποίο χρονολογείται στην ΥΕ Ι περίοδο.
Συμφώνως με τον καθηγητή Κορρέ, υπάρχουν αγγεία με την αμαυρόχρωμη τεχνική, η οποία ευρίσκεται στο τελικό της στάδιο, καθώς επίσης και τα τελευταία ομοιώματα της μινυείου κεραμεικής και απαντώνται ήδη τα νέα δείγματα της μυκηναϊκής αγγειογραφίας, ενώ παραλλήλως συνυπάρχουν περισσότεροι του ενός τύποι των κυπέλλων Κεφτί (τύπος Ι και ΙΙ, καθώς και ενδιάμεσος). Τα κύπελλα Κεφτί ευρίσκουν τα παράλληλά τους, ως προς το σχήμα και την διακόσμηση, στα αντίστοιχα αγγεία των Κυθήρων.
Συμφώνως με τον καθηγητή Κορρέ, υπάρχουν αγγεία με την αμαυρόχρωμη τεχνική, η οποία ευρίσκεται στο τελικό της στάδιο, καθώς επίσης και τα τελευταία ομοιώματα της μινυείου κεραμεικής και απαντώνται ήδη τα νέα δείγματα της μυκηναϊκής αγγειογραφίας, ενώ παραλλήλως συνυπάρχουν περισσότεροι του ενός τύποι των κυπέλλων Κεφτί (τύπος Ι και ΙΙ, καθώς και ενδιάμεσος). Τα κύπελλα Κεφτί ευρίσκουν τα παράλληλά τους, ως προς το σχήμα και την διακόσμηση, στα αντίστοιχα αγγεία των Κυθήρων.
Οι Θολωτοί τάφοι:
Οι θολωτοί τάφοι βρίσκονται στην τοποθεσία Βιγλίτσα περίπου 700 μ. ΝΑ του χωρίου Τραγάνα. Η θέση Τραγάνα - Βιγλίτσα είναι ένας ψηλός λόφος, που δεσπόζει επάνω από μία εύφορη, προσχωσιγενή πεδιάδα. Η περιοχή δοασχίζεται από ποταμό, που υπήρχε εκεί από τους προϊστορικούς χρόνους.
Σε μικρή κατ'ευθείαν απόσταση είναι η θάλασσα, η οποία πρέπει να βρισκόταν πιο κοντά στον λόφο πριν γίνουν οι προσχώσεις. Η Μυκηναϊκή πυξίδα με την παράσταση πλοίου που βρέθηκε στον τάφο Α, ίσως δίνει το στίγμα για την ενασχόληση των κατοίκων της περιοχής με τη θάλασσα.
Ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τον Σκιά, τον Κουρουνιώτη και τον Μαρινάτο, ενώ λεπτομερής επανεξέταση της θέσεως καθώς και κοσκίνισμα των χωμάτων πέριξ των τάφων (1976-1983) έγιναν από τον καθηγητή Κορρέ. Επάνω στο λόφο αποκαλύφθηκαν οι δύο θολωτοί τάφοι της ίδιας περιόδου, -1600/ -1500. Φαίνεται ότι είχαν κτισθεί επάνω σε πρωιμότερα κατάλοιπα οικιστικών εγκαταστάσεων.
Ο Θολωτός Τάφος Α
Ο Θολωτός τάφος Α έχει διάμετρο θαλάμου 7,30μ. είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής, ο δρόμος του ήταν επενδεδυμένος με λίθους και το μήκος του ανέρχεται εις 9,30μ.
Σαφώς κατεσκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ, -1500, καθώς ένας πιθαμφορεύς από τον τάφο αυτό, φαίνεται να φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο αγγειογράφο με πρόχου από τον λακκοειδή τάφο Ι των Μυκηνών.
Ο τάφος Α ήταν υπόγειος μέχρι και του ανωφλίου του και υπέργειος κατά το ανώτερον ήμισυ της θόλου, γύρω από την οποία δεν σχηματιζόταν τύμβος. Καθώς δεν υφίστατο τύμβος, η συνοχή και ασφάλεια της θόλου επιτυγχάνετο, προφανώς, χάρις εις την επίστρωσή της με πηλό.
Ανευρέθησαν ΥΕ ΙΙ, -1500, αγγεία και καλής ποιότητος ΥΕ ΙΙΙΑ, -1400, καθώς επίσης και θησαυρός χάλκινων αντικειμένων από λάκκο στο στόμιο, τα οποία πρέπει να χρονολογούνται επίσης μεταξύ των δύο αυτών περιόδων. Δεν υπάρχει σαφής ένδειξη για την χρήση του τάφου κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ, αλλά σαφώς εχρησιμοποιήθη εκ νέου για σειρά ταφών από την ΥΕ ΙΙΙΓ, -1200, έως την Υπομυκηναϊκή περίοδο, -1100, και ακόμη την Πρωτογεωμετρική, -1100/ -900.
Πρόσφατες έρευνες στην περιοχή της Βιγλίτσας κατέδειξαν ότι η περιοχή γύρω από τον τάφο 1 είχε κατοικηθεί ήδη στους ΠΕ χρόνους, -3200, και επίσης, παρείχαν αξιόπιστες ενδείξεις για την ύπαρξη τοπικής βιοτεχνίας οψιανού.
Από τα ευρήματα του Τάφου Α που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας, ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο Α προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του -12ου αιώνα, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Στα ευρήματα, τέλος, από την πρόσφατη έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του θολωτού τάφου Α.
Ο Θολωτός τάφος Β
Ο Θολωτός τάφος Β είχε διάμετρο θαλάμου 7,20 μ. κτίσθηκε πιθανότατα κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση, -1600 και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν μέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής, -1100.
Ο τάφος Β έχει δρόμο χωρίς λίθινη επένδυση, αλλά η κατασκευή του είναι γενικώς καλή.
Ο τάφος Β έχει δρόμο χωρίς λίθινη επένδυση, αλλά η κατασκευή του είναι γενικώς καλή.
Η θόλος του τάφου πεπεριβάλετο από τεχνητώς σχηματιζόμενο τύμβο μέχρι ενός σημείου, περίπου έως το μέσον, υπεράνω του οποίου το ανώτερο τμήμα της θόλου ήταν μάλλον ελεύθερο.
Ο θολωτός τάφος Β είχε διαταραχθεί σε μεγάλο βαθμό αφού χρησιμοποιήθηκε κατά την Ελληνιστική εποχή, -323 έως -31, ως κατοικία ή αγροικία, όπως μαρτυρούν η κτιστή εστία και τα οικιακά και αποθηκευτικά αγγεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του.
Έτσι η χρονολόγηση του τάφου καθίσταται προβληματική (αναφέρονται κάποια ΥΕ Ι όστρακα, τα οποία όμως είναι δυνατόν να προέρχονται από τον οικισμό). Ως προς την χρονολόγηση του τάφου Β, ο Λώλος, θεωρεί ότι κύπελλο με ευθέα τοιχώματα και διακόσμηση πτυχώσεων σε πρώιμη μορφή, το οποίο αναφέρεται ως προερχόμενο από τον τάφο Β της Τραγάνας, χρονολογείται στην ΥΕ Ι, -1600. Επί τη βάσει αυτού του αγγείου, χρονολογεί την κατασκευή του τάφου και την πρώτη χρήση του στην ΥΕ Ι, πιθανόν όχι πολύ πριν το τέλος αυτής της περιόδου.
Ο Θολωτός τάφος Β περιείχε λάκκο με δύο ακέραιες καύσεις, προφανώς μικρών κοριτσιών, οι οποίες συνοδεύονταν από κοσμήματα και κεραμεική χρονολογούμενα πιθανόν στην ΥΕ ΙΙΙΑ, -1400.
Πρόκειται για μία από τις πιο χαρακτηριστικές και "ευανάγνωστες" απεικονίσεις πλοίου της Μυκηναϊκής εποχής που έχουμε στη διάθεση μας. Η παράσταση σώζεται πολύ καλά, ιδιαίτερα μετά από την πρόσφατη συμπλήρωση του αγγείου με την εύρεση κάποιων οστράκων που έλλειπαν. Έτσι λύθηκαν και πολλά προβλήματα αποκατάστασης που προέκυπταν από τις προηγούμενες ελλιπείς δημοσιεύσεις (Κουρουνιωτης 1914, Σακελλαράκης 1971).
Πρόκειται για πλοίο με ιδιαίτερα μακρύ σκάφος. Η καρίνα αποδίδεται με μία παχειά γραμμή που στην πρύμνη καμπυλώνεται προς τα πάνω και απολήγει σε ένα σχεδόν τριγωνικό εξόγκωμα.
Η πλώρη είναι διαφορετικά διαμορφωμένη, με τη στείρα κάθετη προς την καρίνα, το άκρο της οποίας προεξέχει δημιουργώντας μια μικρή εμβολοειδή προεξοχή.
Παράλληλα προς την καρίνα, με μια δεύτερη οριζόντια γραμμή μικρότερου πάχους, αποδίδεται η κουπαστή. Οι μεταξύ τους κάθετες ραβδώσεις αποδίδουν μάλλον τους νομείς. Ικρίο υπάρχει τόσο στην πλώρη όσο και στην πρύμνη του πλοίου. Επάνω στο πλωραίο ικρίο απεικονίζεται πτηνό, που αποτελεί ίσως το έμβλημα του πλοίου.
Η πλώρη είναι διαφορετικά διαμορφωμένη, με τη στείρα κάθετη προς την καρίνα, το άκρο της οποίας προεξέχει δημιουργώντας μια μικρή εμβολοειδή προεξοχή.
Παράλληλα προς την καρίνα, με μια δεύτερη οριζόντια γραμμή μικρότερου πάχους, αποδίδεται η κουπαστή. Οι μεταξύ τους κάθετες ραβδώσεις αποδίδουν μάλλον τους νομείς. Ικρίο υπάρχει τόσο στην πλώρη όσο και στην πρύμνη του πλοίου. Επάνω στο πλωραίο ικρίο απεικονίζεται πτηνό, που αποτελεί ίσως το έμβλημα του πλοίου.
Στο μέσο του πλοίου υψώνεται κατάρτι. Ο τρόπος απόδοσης του πανιού είναι πολύ ενδιαφέρων παρόμοιος με αυτόν που υπονοείται και σε ένα από τα πλοία της στήλης από το Δράμεσι: ενώ έχουμε συνηθίσει στις παραστάσεις της εποχής (σφραγιδόλιθοι, τοιχογραφία Θήρας) να αποδίδεται η κατενώπιον όψη του ορθογώνιου πανιού, εδώ ο καλλιτέχνης διατηρεί και για το πανί την πλευρική οπτική γωνία που χρησιμοποιεί για το πλοίο. Έτσι το πανί αποδίδεται φουσκωμένο από τον άνεμο μαρτυρώντας και την κατεύθυνση του πλοίου. Τόσο η επάνω όσο και η κάτω άκρη του ακουμπούν στο κατάρτι.
Στην κορφή του καταρτιού υπάρχει ένα μόνο ζεύγος δακτυλίων. Από τον δακτύλιο που βρίσκεται δεξιά ξεκινά ένας πρότονος που απολήγει στο ικρίο της πλώρης, ενώ από αυτόν που βρίσκεται στα δεξιά ξεκινούν δύο επίτονοι που απολήγουν στο ικρίο της πρύμνης. Δύο ακόμα σκοινιά, προοριζόμενα για τον χειρισμό της άνω κεραίας (κερουλκοί), ξεκινούν από το πάνω μέρος του πανιού, εκεί όπου θα πρέπει να εννοήσουμε την κεραία, και απολήγουν επίσης στο πίσω μέρος του πλοίου, ένα στο ικρίο και ένα στο κατάστρωμα. Η κάτω κεραία ίσως έχει ήδη αντικατασταθεί με συστολείς, όπως δείχνει και ο μικρός αριθμός δακτυλίων και σκοινιών.
Στην κορφή του καταρτιού υπάρχει ένα μόνο ζεύγος δακτυλίων. Από τον δακτύλιο που βρίσκεται δεξιά ξεκινά ένας πρότονος που απολήγει στο ικρίο της πλώρης, ενώ από αυτόν που βρίσκεται στα δεξιά ξεκινούν δύο επίτονοι που απολήγουν στο ικρίο της πρύμνης. Δύο ακόμα σκοινιά, προοριζόμενα για τον χειρισμό της άνω κεραίας (κερουλκοί), ξεκινούν από το πάνω μέρος του πανιού, εκεί όπου θα πρέπει να εννοήσουμε την κεραία, και απολήγουν επίσης στο πίσω μέρος του πλοίου, ένα στο ικρίο και ένα στο κατάστρωμα. Η κάτω κεραία ίσως έχει ήδη αντικατασταθεί με συστολείς, όπως δείχνει και ο μικρός αριθμός δακτυλίων και σκοινιών.
Το πηδάλιο αποδίδεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ως ένα μεγάλου μεγέθους κουπί, με ιδιαίτερα πλατύ, τριγωνικό το κάτω άκρο του. Στο άκρο του στελέχους παριστάνεται το δοιάκι.
Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Βιβλιογαφία και πηγές:
-Αντωνίου Μαρία: "Οι σχέσεις της ΝΔ- Δ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"
-Αφροδίτη Χασιακού: "Μεσοελλαδική κεραμεική από την Μεσσηνία"
-Κέλλη Ειρήνη: "Η θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα των μυκηναίων στην ανατολική Μεσόγειο"
-Ιστότοπος ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α.
Ο Αρχαιολογικός χώρος σήμερα
Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Βιβλιογαφία και πηγές:
-Αντωνίου Μαρία: "Οι σχέσεις της ΝΔ- Δ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"
-Αφροδίτη Χασιακού: "Μεσοελλαδική κεραμεική από την Μεσσηνία"
-Κέλλη Ειρήνη: "Η θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα των μυκηναίων στην ανατολική Μεσόγειο"
-Ιστότοπος ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΡΑΓΑΝΑΣ
Τραγάνα, θολωτός τάφος Α: Πιθαμφορείς Ανακτορικού ρυθμού, -1600 έως -1200 |
Τραγάνα, Μυκηναϊκός οικισμός: Αριστερά: Πιθαμφορέας. Μέσον και δεξιά: Μόνωτοι ημισφαιρικοί κύαθοι. Χρονολόγηση -1600 |
Ο Αρχαιολογικός χώρος σήμερα