Ο λόφος της Περιστεριάς στην Τριφυλία, με τους πλούσιους και χρυσοφόρους τάφους και τα πυκνά οικιστικά κατάλοιπα, υπήρξε το πλουσιότατο κέντρο της Δυτικής Πελοποννήσου κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο και επί πλέον ήταν το «πάρισον των Μυκηνών για τη Δυτική Πελοπόννησο».
Οι ανασκαφές στην Περιστεριά ξεκίνησαν τον Σεπτέμβρη του 1960 υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με επικεφαλής τον Σπ. Μαρινάτο και συνεχίστηκαν συστηματικά ως το 1965. Το 1976, μετά από εντεκάχρονη διακοπή, οι ανασκαφικές εργασίες επαναλήφθησαν με τον Γ. Κορρέ έως και το 1978.
Ο Αρχαιολογικός χώρος
Ο επιβλητικός λόφος της Περιστεριάς, απέχει 1 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, και 7 χλμ. ΒΑ της Κυπαρισσίας στη Βόρεια Μεσσηνία. Βρίσκεται δίπλα στη νότια όχθη του ποταμού Κυπαρισσήεντα σε απόσταση 4,5 χλμ. από τις εκβολές του και δεσπόζει μέχρι την είσοδο του Μεσσηνιακού Αυλώνα, που συνδέει την κοιλάδα Σουλιμά με τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, βρίσκεται δηλ. πάνω σε αυτήν την σημαντική υδάτινη οδό, που συνδέει την Άνω Μεσσηνία με τη Δυτική Πελοπόννησο.
Ο λόφος της Περιστεριάς, φυσικά οχυρός υψώνεται απότομος από τις τρεις πλευρές του και έχει ομαλή πρόσβαση μόνο από τη νότια πλευρά, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους.
Στη βορειοδυτική πλευρά στα ριζά του λόφου υπάρχει και πλούσια πηγή (Δροσοπηγή) που, αναμφισβήτητα ήταν βασική αιτία για την κατοίκηση της θέσης. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει παχύτατο στρώμα κροκαλών, πράγμα που υποδηλώνει ότι σε παλαιότερη γεωλογική εποχή ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι κροκάλες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό οικοδομικό υλικό για τα μνημεία της Περιστεριάς.
Η συνέχεια κατοίκησης στους γειτονικούς λόφους Κοκοράκου, τύμβος του -2200, και Καράγενη καθ’ όλη τη Μεσοελλαδική εποχή και σε όλα τα Μυκηναϊκά χρόνια υποδηλώνει τη σημασία της περιοχής, που με κέντρο την Περιστεριά συγκέντρωσε μεγάλο πλούτο και δύναμη, όπως καταφαίνεται από την πυκνή της κατοίκηση και τους πολύχρυσους θολωτούς τάφους.
Τα ευρήματα δείχνουν, πως ο λόφος, με τα κτίσματά του ταφικά και μη, χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή έως και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ φάσης, ενώ σε ένα σημείο του, στα νοτιανατολικά πάνω από τη Μυκηναϊκή Νοτιοανατολική Οικία βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά δηλ. χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, -2000, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από τον μεγάλο, αναστηλωμένο σήμερα, θολωτό τάφο 1. Πρόκειται για:
Α. Τον μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και χαμηλότερα από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, ευθύς κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και
Β. Την Ανατολική Οικία, στα ανατολικά του.
Ο μικρός χρυσοφόρος τάφος
Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με αποστρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και λεπτότατες ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή. Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν:
- Από την διπλή ταφή: ένα πυριτολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μόνωτη κύλικα, και ένα κεκαμμένο χάλκινο ξίφος τύπου Α, το οποίο και αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτση, Εγκλιανού, Νιχωρίων)
- Από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής.
Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου.
Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.
Η Ανατολική οικία
Σύγχρονη με τον μικρό χρυσοφόρο τάφο, είναι η λεγόμενη, Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αυτό αποτελείται από πολλούς χώρους, των οποίων οι τοίχοι σώθηκαν σε ύψος έως και 1μ. καθότι χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου παρακείμενου τάφου (θολωτός τάφος 1).
Βρέθηκαν κατά βάση αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελο τύπου Κεφτί με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα. Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (ΥΕΙ) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1.
Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο Βόρειο τμήμα του λόφου:
α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν επίσης δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και
β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων. Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος των θολωτών τάφων του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στην Δυτική παρυφή του λόφου.
Ο μικρότερος σε μέγεθος θολωτός τάφος, διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θάλαμο. Τα ευρήματα αλλά και τα στοιχεία πρωιμότητας στη κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη ΥΕΙ φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου.
Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή.
Από τον θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, -1.600/ -1.500. Kύπελλο τύπου Keftiu που φέρει ελαφρά πρόσμιξη αργύρου, ως εκ τούτου το χρώμα του είναι λευκότερο από των λοιπών χρυσών αντικειμένων που βρέθηκαν στον τάφο 3 της Περιστεριάς. Διακοσμείται από δυο ανάγλυφες σειρές συνεχιζόμενης σπείρας και από ομόκεντρους κύκλους στον πυθμένα. Προέρχεται. Παράλληλα είναι φυσικά τα αντίστοιχα εξαιρετικής τέχνης κύπελλα των Μυκηνών και κύπελλα από τον τάφο του Senenmut στις Θήβες της Αιγύπτου. Έχουν πάρει το όνομά τους από το λαό που απεικονίζεται σε αιγυπτιακές ταφικές τοιχογραφίες από τις Θήβες φέροντας δώρα μεταξύ των οποίων και τα κύπελλα του εν λόγω σχήματος.
Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μόνωτος κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermeyr κύπελλο τύπου Περιστεριάς.
Επίσης βρέθηκαν πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση αντοπών ψυχών (χρυσαλίδων), ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σαρδίου καθώς και ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο.
Από το θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, -1600/ -1500. Το κύπελλο έχει σχήμα που ανήκει στην κατηγορία ‘Keftiu’ και μια μεσαία ανάγλυφη ζώνη και ατέρμονες σπείρες που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του. Ο πυθμένας εμφανίζει ομόκεντρους κύκλους και το σπάνιο στοιχείο μιας κεντρικής στρογγυλής οπής.
Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την ΥΕΙ/ ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-βορειοδυτικό τμήμα του «Κύκλου», δηλ. του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν τον δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τις χρυσές γλαύκες (κουκουβάγιες). Επειδή και στον Κακόβατο, που είναι αντίστοιχο σε αξία και χρονολόγηση Μυκηναϊκό κέντρο της προϊστορικής Τριφυλίας, βρέθηκαν ίδιες χρυσές γλαύκες, ο Σπύρος Μαρινάτος τα ταύτισε με ένα από τα εμβλήματα της βασιλικής οικογένειας των Νειλήδων. Μετά την πτώση των Μυκηναϊκών κέντρων, το -1100 περίπου, πολλοί Τριφύλιοι κατέφυγαν στην Αθήνα και λόγω της πνευματικής τους αξίας και ικανότητος αναγνωρίσθησαν ώς πρώτοι Άρχοντες των Αθηνών. Ο ηγέτης τους Μέλανθος ανακηρύχθηκε Βασιλιάς των Αθηνών, όπως αργότερα ο γιός του Κόδρος, ο θρυλικός τελευταίος Βασιλεύς των Αθηνών, όπως βεβαιώνει ο ιστορικός Στράβων. Είναι λοιπόν πάρα πολύ πιθανόν το έμβλημα των γραμμάτων και του πολιτισμού αλλά και της θεάς Αθηνάς, η κουκουβάγια να μεταφέρθηκε στην Αθήνα από την Τριφυλία.
Ο Νότιος θολωτός τάφος 1
Κατά την Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο Νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλ. χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.
Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (ΥΕΙ) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την ΥΕΙΙΙΑ:1 φάση, δηλ. χρησιμοποιήθηκε κατά το -16ο και το -15ο αιώνα. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο.Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς.
Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους ηγεμόνες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλ. άρχουσα τάξη αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.
Ο Θολωτός τάφος 2
Στο τέλος της ΥΕΙ και στην αρχή της ΥΕΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2.
Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της ΥΕΙ φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την ΥΕ ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50μ. ανέρχεται σε 10,60μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α.
Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ηλέκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά.
Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της ΥΕΙ φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την ΥΕΙΙ περίοδο, όταν κατέρρευσε η θόλος του, και μετά εγκαταλείφθηκε. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού καθώς και πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εύρεση χανδρών από ήλεκτρο, υλικό εισηγμένο από τη Βαλτική και γνωστό και από άλλες ανασκαφικές θέσεις της Μεσσηνίας. Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά.
Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-νοτιοανατολικό τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο «Κύκλος» μέχρι σήμερα παραμένει μια προβληματική κατασκευή, που η λειτουργία της δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Ο πρώτος ανασκαφέας, Σπ. Μαρινάτος είχε υποστηρίξει ότι είναι πιθανόν να αποτελούσε περίβολο τύμβου, που κάλυπτε τους θολωτούς τάφους 2 και 3.
Η υπόθεση αυτή, διαψεύστηκε από τις πιο πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της δεκαετίας του 1970 επί Γ. Κορρέ, όποτε και διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για δύο ανεξάρτητα τόξα, που βαίνουν απλώς επί της ίδιας περιφέρειας. Είναι πιο πιθανό ότι ο «Κύκλος» κατασκευάστηκε για να διαχωριστεί ο παλιότερος χώρος του νεκροταφείου των δυναστών από τον χώρο κατοίκησης που εκτείνεται προς νότο και ανοικοδομήθηκε σε φάση μεταγενέστερη της χρήσης των τάφων.
Ο Θολωτός τάφος 1
Ο νεότερος από τους Βασιλικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (ΥΕΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους.
Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10μ., πλάτους 2,33μ., μήκους 6., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι.
Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά κατά τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της στερείται της επίστρωσης πηλού που παρείχε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή).
Ο τάφος δηλ. είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια.
Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
Ο νεότερος από τους Βασιλικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (ΥΕΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους.
Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10μ., πλάτους 2,33μ., μήκους 6., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι.
Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά κατά τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της στερείται της επίστρωσης πηλού που παρείχε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή).
Ο τάφος δηλ. είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια.
Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
Μολονότι οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων.
Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο. Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί.
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης στο δυτικό και νότιο τμήμα του λόφου, όπως δείχνουν τα οικιστικά κατάλοιπα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές:
α) ένα σύνολο δωματίων, εντοπίστηκε δυτικά του περιβόλου του θολωτού τάφου 1, στο κέντρο σχεδόν του λόφου, που όμως είχε καταστραφεί τελείως και μόνο τα θεμέλια απέμειναν, ορατά ως σήμερα,
β) μπροστά από την είσοδο του τάφου 3, στο δυτικό τμήμα του «Κύκλου» χτίστηκε η Δυτική Οικία, με δύο οικοδομικές φάσεις, που χρησιμοποιήθηκε και κατά την επόμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο και
γ) η Νοτιοανατολική Οικία, στο νοτιοανατολικό τμήμα του λόφου, που περιλάμβανε ευρύχωρα δωμάτια από πλακωτούς ασβεστόλιθους και ολοίτροχους λίθους. Οι διαστάσεις των χώρων της δεν είναι σαφείς γιατί κατά τα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια (εποχή Νέρωνα) μια άλλη οικία κατάλαβε την έκταση, που κάλυπτε η προγενέστερη μυκηναϊκή.
Η πρώτη οικία φαίνεται πως χτίστηκε κατά τη μεταβατική φάση της Υστεροελλαδικής Ι-ΙΙ περιόδου, όπως μαρτυρούν οι μεγάλες ποσότητες κεραμικής κυρίως κυλίκων
Βρέθηκαν επίσης πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια και ειδώλια ζώων. Η καταστροφή της μυκηναϊκής οικίας τοποθετείται στην πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ εποχή.
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περίοδο είχε κατοικηθεί και το Βορειοδυτικό τμήμα του λόφου. Τα κτίρια της περιόδου αυτής ήταν εξαιρετικά καλοχτισμένα με τοίχους πάχους ως και 1μ. Οι τοίχοι ήταν αμφιπρόσωποι, με προσόψεις από μεγάλους λίθους αμυγδαλίτες, ενώ στη μέση είχαν γεμιστεί με αργούς λίθους. Φαίνεται, πως αντικατέστησαν άλλα παλαιότερα κτίσματα. Κατά τον ανασκαφέα (Γ. Κορρέ) θεωρείται πιθανό, ότι αποτέλεσαν το κεντρικό κτίριο της κατοικίας του τοπάρχη της Περιστεριάς. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν πέρα από μεγάλες ποσότητες κεραμικής και 4 πήλινα ειδώλια σχήματος Φ, καθώς και πήλινα ειδώλια ζώων. Η συχνή παρουσία πήλινων ειδωλίων σε οικίες της φάσης αυτής (ΝΑ Οικία, ΒΔ κτίριο) αποτελεί ένδειξη για την άσκηση λατρείας.
Η παρακμή
Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β εποχή, -1400/ -1300, η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του.
Η παρακμή του σπουδαίου αυτό Μυκηναϊκού κέντρο πιθανότατα συνδέεται με την μοίρα των αντίστοιχων μυκηναϊκών κέντρων βόρεια του ποταμού της Νέδας, όπου οι πόλεις στην θέση "Κλειδί" αλλά και του "Κακόβατου" εγκαταλείπονται την ίδια περίοδο, -1400.
Αυτό πιθανότατα έχει να κάνει με την εμφάνιση (ή επανεμφάνιση) των Μινύων στην βόρεια Τριφυλία, οι οποίοι ιδρύουν την περίφημη Μινυακή εξάπολη. Την ίδια εποχή και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων νότια της Περιστεριάς, ιδρύεται σε ορεινό και προστατευμένο σημείο καινούργιο πόλισμα με ισχυρά τείχη. (Αρχαιολογικός χώρος Μουριατάδας στον λόφο του "Ελληνικού"). Πιθανότατα οι Μυκηναίοι της εποχής αυτής οχυρώνονται απέναντι στον εκ βορρά κίνδυνο. Επίσης δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι από αυτήν την περίοδο και μετά, -1400/ -1300, το ανάκτορο στο Άνω Εγκλιανό γίνεται το γνωστό μεγάλο διοικητικό κέντρο της περιοχής.
Λιμενικές Εγκαταστάσεις
Τα ευρήματα αυτά μας δείχνουν ότι στην Περιστεριά υπήρχε μεγάλη Μυκηναϊκή πόλη που ήταν κέντρο εμπορίου. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε την ύπαρξη λιμένος.
Δυτικά του αρχαιολογικού χώρου και σε απόσταση 5 χιλιομέτρων υπάρχει ένας φυσικός όρμος, ένα χιλιόμετρο νότια του αρχαίου ποταμού Κυπαρισσήεντα (σήμερα επονομαζόμενου ρέμα Καλού Νερού). Ένα στενό φυσικό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια οδηγούν σε ένα απάνεμο και φυσικό όρμο. Εάν αφαιρεθούν οι προσχώσεις των χιλιετηρίδων, έχουμε ένα ιδανικό προστατευμένο λιμάνι. Στην μιά πλευρά των βράχων είναι εμφανή λείψανα προϊστορικών λιμενικών εγκαταστάσεων.
- Σπυρίδωνος Μαρινάτου: Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1960, 1961, 1962, 1964 και 1965.
- Σπυρίδωνος Μαρινάτου: "Ανασκαφαί Μεσσηνίας 1952-1966". Σπύρος Ιακωβίδης (επιμέλεια).
- Γεωργίου Στυλ. Κορρέ: Αρχαιολογικό Δελτίο 31 1976, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1976, 1977, 1978.
Επίσης:
Ο Αρχαιολογικός χώρος της Περιστεριάς, Τριφυλία
Περιστεριά: Οι "Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου" του Γ. Κορρέ
Οι ανασκαφές του Σπ. Μαρινάτου στην Περιστεριά
Περιστεριά: Οι ανασκαφές Κορρέ, 1976
Περιστεριά: Ο Μεσοελλαδικός τύμβος Κοκοράκου
Ο Αρχαιολογικός χώρος της Περιστεριάς, Τριφυλία
Περιστεριά: Οι "Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου" του Γ. Κορρέ
Οι ανασκαφές του Σπ. Μαρινάτου στην Περιστεριά
Περιστεριά: Οι ανασκαφές Κορρέ, 1976
Περιστεριά: Ο Μεσοελλαδικός τύμβος Κοκοράκου