Καρναβάλι. Η παλαιότερη Ελληνική γιορτή γεννήθηκε στην αρχαία Ανδανία.
Καρναβάλι λοιπόν... Ή «Κάρνα» - «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών; Η λέξη «καρ» (Οδύσσεια Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αυτή; Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη «κάρνος» σημαίνει «κριός». Ο Κάρνος ήταν ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από την επικράτηση των Δωριέων στη νότια Πελοπόννησο. Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο στο Ιερό Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στην αρχαία Ανδανία.
Το Άλσος αυτό βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνιακά 2,2).
Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί». Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Το ρήμα «βαλλίζω» σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός». Η έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, προς τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
Η έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, φορώντας τα κέρατα του Θεού ή το κριόμορφο προσωπείο του Οι ιέρειες έκαναν χρήση του ιερατικού σκεύους «κέρνος», το οποίο ήταν ένα στρογγυλό κατασκεύασμα από πηλό (κι αργότερα από μάρμαρο ή και ορείχαλκο) με μια μεγάλη κεντρική εσοχή και περιφερειακές μικρές εσοχές και δυο κέρατα σαν κηροστάσια στα δυο πλευρά. Όπως μας πληροφορούν οι σχετικές παραστάσεις της αγγειογραφίας, μέσα στις εσοχές του κέρνου - τους κοτυλίσκους - οι λατρευτές έβαζαν δείγματα από τα κυριότερα προϊόντα της γης (μέλι, λάδι, γάλα, τυρί, στάρι, κριθάρι, φακές, κ.ο.κ.) και στη συνέχεια οι ιέρειες τοποθετούσαν τον κέρνο επάνω στο κεφάλι τους και χόρευαν τόσο επιδέξια, ώστε το σκεύος έμενε στη θέση του χωρίς να πέσει, όπως ακριβώς πολλές γυναίκες και άνδρες σήμερα χορεύουν στα γλέντια με ποτήρια ή και κανάτες στο κεφάλι.
Επισημαίνουμε ότι ακόμη και το ρήμα «κερνώ», δηλαδή προσφέρω σε κάποιον ποτό ή φαγητό στα πλαίσια της πατροπαράδοτης ελληνικής φιλοξενίας, ανάγεται στην ετυμολογία του «κάρνου» Η γιορτή αυτή λοιπόν, από την αρχαία Ανδανία σύντομα μεταλαμπαδεύτηκε σε όλη την Ελλάδα και επιβιώνει ακμαία ως τις μέρες μας.
Για τις τελετές του Καρνάσειου άλσους διαφωτιστικότατη είναι η κατά το 1858 ανευρεθείσα στο χωριό Κωνσταντίνους μεγάλη επιγραφή του -93. Το χώρο του ιερού άλσους κατέχει σήμερα το χωριό Δεσύλλα, δίπλα στο οποίο βρέθηκε ωραιότατο ψηφιδωτό των ρωμαϊκών χρόνων.
Το Άλσος αυτό βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνιακά 2,2).
Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί». Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Το ρήμα «βαλλίζω» σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός». Η έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, προς τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
Η έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, φορώντας τα κέρατα του Θεού ή το κριόμορφο προσωπείο του Οι ιέρειες έκαναν χρήση του ιερατικού σκεύους «κέρνος», το οποίο ήταν ένα στρογγυλό κατασκεύασμα από πηλό (κι αργότερα από μάρμαρο ή και ορείχαλκο) με μια μεγάλη κεντρική εσοχή και περιφερειακές μικρές εσοχές και δυο κέρατα σαν κηροστάσια στα δυο πλευρά. Όπως μας πληροφορούν οι σχετικές παραστάσεις της αγγειογραφίας, μέσα στις εσοχές του κέρνου - τους κοτυλίσκους - οι λατρευτές έβαζαν δείγματα από τα κυριότερα προϊόντα της γης (μέλι, λάδι, γάλα, τυρί, στάρι, κριθάρι, φακές, κ.ο.κ.) και στη συνέχεια οι ιέρειες τοποθετούσαν τον κέρνο επάνω στο κεφάλι τους και χόρευαν τόσο επιδέξια, ώστε το σκεύος έμενε στη θέση του χωρίς να πέσει, όπως ακριβώς πολλές γυναίκες και άνδρες σήμερα χορεύουν στα γλέντια με ποτήρια ή και κανάτες στο κεφάλι.
Επισημαίνουμε ότι ακόμη και το ρήμα «κερνώ», δηλαδή προσφέρω σε κάποιον ποτό ή φαγητό στα πλαίσια της πατροπαράδοτης ελληνικής φιλοξενίας, ανάγεται στην ετυμολογία του «κάρνου» Η γιορτή αυτή λοιπόν, από την αρχαία Ανδανία σύντομα μεταλαμπαδεύτηκε σε όλη την Ελλάδα και επιβιώνει ακμαία ως τις μέρες μας.
Για τις τελετές του Καρνάσειου άλσους διαφωτιστικότατη είναι η κατά το 1858 ανευρεθείσα στο χωριό Κωνσταντίνους μεγάλη επιγραφή του -93. Το χώρο του ιερού άλσους κατέχει σήμερα το χωριό Δεσύλλα, δίπλα στο οποίο βρέθηκε ωραιότατο ψηφιδωτό των ρωμαϊκών χρόνων.
ΠΗΓΗ: Ιστότοπος meropitopik