Οι αρχαίες Φαρές αναφέρονται στα Ομηρικά έπη και ταυτίζονται από την αρχαιολογική έρευνα με την περιοχή του κάστρου της Καλαμάτας. Στην περιοχή της Καλαμάτας (θέση Ακοβίτικα) έχουν ανασκαφεί Πρωτοελλαδικά μέγαρα και που πιστοποιούν ακμαίο πολιτισμό στην περιοχή των αρχαίων Φαρών από την αρχή ακόμα της εποχής του Χαλκού. Οι αρχαίες Φαρές διατηρούν το ίδιο όνομα και στους ιστορικούς χρόνους ενώ μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας το -369 γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη.
Μυθολογία:
Σύμφωνα με το μύθο, ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο Φάρις, γιος του Ερμή και της Φυλοδάμειας. Κόρη του Φάρι ήταν η Τηλεγόνη, η οποία παντρεύτηκε τον Αλφειό και γέννησε τον Ορτίλοχο. Στην Ιλιάδα, ο Ορτίλοχος χαρακτηρίζεται από τον Όμηρο «πολλών ανδρών άναξ».
Στις Φαρές, στο ανάκτορο του Ορτίλοχου, συναντήθηκαν ο Ίφιτος, περίφημος τοξότης από τη μεσσηνιακή Οιχαλία, και ο νεαρός τότε Οδυσσέας, για να λύσουν με ανταλλαγή δώρων τις διαφορές τους. Η εχθρότητα είχε δημιουργηθεί όταν οι Μεσσήνιοι έκλεψαν από την Ιθάκη τριακόσια πρόβατα μαζί με τους βοσκούς τους (Οδύσσεια). Στη συνάντηση συμφιλίωσης που οργάνωσε ο Ορτίλοχος, ο Ίφιτος δώρισε στον Οδυσσέα το περίφημο τόξο του πατέρα του Εύρυτου, ενώ ο Οδυσσέας χάρισε στον Ίφιτο ένα ξίφος και ένα δόρυ. Με το τόξο που πήρε ο Οδυσσέας σκότωσε αργότερα τους μνηστήρες.
Γιος του Ορτίλοχου ήταν ο Διοκλής, που υπήρξε ηγεμόνας στις Φαρές και στην ανατολική Μεσσηνία, ενώ στη δυτική κυβερνούσε ο Νέστορας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι Φαρές ήταν μία από τις επτά πόλεις που πρόσφερε στον Αχιλλέα ο Αγαμέμνονας για να κατευνάσει το θυμό του.
Ο Διοκλής είχε γιους τον Κρήθωνα και τον ομώνυμο με τον παππού του Ορτίλοχο, οι οποίοι συμμετείχαν σε εφηβική ηλικία στην Τρωική Εκστρατεία και βρήκαν το θάνατο στην Τροία. Στο μέγαρο του Διοκλή φιλοξενήθηκαν ο γιος του Οδυσσέα Τηλέμαχος και ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος, κατά τη μετάβασή τους από την Πύλο στη Σπάρτη και κατά την επιστροφή τους.
Ιστορία Φαρών:
Αρχαϊκή- Κλασική- Ελληνιστική περίοδος:
Η καίρια θέση των Φαρών ως ενδιάμεσου σταθμού μεταξύ Πύλου και Σπάρτης και η ευφορία των μεσσηνιακών πεδιάδων στάθηκαν αφορμή για τους τέσσερις Μεσσηνιακούς Πολέμους, που έλαβαν χώρα από το -743 ως το -459. Νικητές σε αυτούς αναδείχτηκαν οι Σπαρτιάτες, με βαρύτατες όμως απώλειες. Η περιοχή κατοικήθηκε από περίοικους και ήταν εξαρτημένη από τη Σπάρτη, ιδιαίτερα την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στο Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο (-640/ -620) και στην απελευθέρωση της μεσσηνιακής γης και την ίδρυση της Μεσσήνης (-369) από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα.
Παρ' όλα αυτά, συνέχισε να αποτελεί περιοχή διεκδικούμενη από τους Λάκωνες, με αποτέλεσμα να αλλάζει διαρκώς χέρια, ανάλογα με το ποια πλευρά επικρατούσε σε κάθε φάση.
Το -393, κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού Πολέμου, κατέπλευσαν στον - κατά τον Στράβωνα - «ύφορμον θερινόν» (ασφαλή μόνο το καλοκαίρι) λιμένα των Φαρών ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων και ο σύμμαχός του Πέρσης σατράπης Φαρνάβαζος. Λεηλάτησαν την πόλη που, ως πόλη περιοίκων, ακολουθούσε στα πεδία των μαχών τους Σπαρτιάτες. Φοβούμενοι όμως την έλλειψη σιτηρών και το γεγονός ότι το λιμάνι των Φαρών δεν ήταν ασφαλές, έφυγαν για τη Φοινικούντα.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας επίσης επιδίκασε την περιοχή στους Μεσσήνιους, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338).
Ανάλογα έπραξαν ο Αντίγονος Β΄ Δώσων, μετά τη μάχη της Σελλασίας (-222), ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (-146), καθώς και η Ρωμαϊκή Σύγκλητος το -136/5.
Εν τω μεταξύ, οι Φαρές συμμετείχαν στην κοινοπολιτεία της Μεσσήνης ως τη διάλυσή της, το -182, οπότε συνήψαν συνθήκη συμμαχίας με την Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Ρωμαϊκή περίοδος:
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Φαρές θα συμμετάσχουν σε ομοσπονδιακό κράτος με πρωτεύουσα τη Μεσσήνη, χωρίς εντούτοις να έχουν απαλλαγεί οριστικά από τις λακωνικές διεκδικήσεις.
Ο Οκταβιανός Αύγουστος θα παραχωρήσει τις Φαρές στους Λάκωνες μετά τη νίκη του στο Άκτιο (-31), τιμωρώντας έτσι τους Μεσσήνιους γιατί είχαν πάρει το μέρος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας.
Στη συνέχεια, όμως, ο αυτοκράτορας Τιβέριος (+14/ +37) απέδωσε τις Φαρές, τη Θουρία και την περιοχή της Δενθελεάτιδας και πάλι στους Μεσσήνιους. Οριστική ρύθμιση των συνόρων έγινε την εποχή του Βεσπασιανού (+78 ).
Κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, οι Φαρές γνώρισαν περίοδο ακμής. Τη σημασία της πόλης μαρτυρούν και οι δύο επιστολές που έστειλε ο αυτοκράτορας Κόμμοδος (+177/8) στους κατοίκους των Φαρών, οι οποίες σώζονται αποσπασματικά, χαραγμένες σε λίθινη στήλη.
Μιά ερημική ακτή μες στους αιώνες[1][8]
O Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του δηλώνει ρητά ότι η πόλη των Φαρών απέχει 6 μόλις στάδια από τη θάλασσα (κάτι περισσότερο δηλαδή από χίλια μέτρα) και εβδομήντα στάδια (13 περίπου χιλ.) από την Aβία, στην περιοχή της σημερινής Παλιόχωρας, της Μικρής και της Μεγάλης Μαντίνειας, που βρισκόταν κοντά στο Αλμυρό. Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι οι Φαρές βρίσκονται δίπλα στις εκβολές του ποταμού Νέδοντα και απέχουν από τη θάλασσα 5 μόλις στάδια, λιγότερο δηλαδή από ένα χιλιόμετρο. H κατά ένα στάδιο (190 περίπου μέτρα) διαφορά της απόστασης της πόλης των Φαρών από τη θάλασσα που δίνει ο Παυσανίας, από εκείνη του Στράβωνα, οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι από τον -1ο αι. (χρόνος επίσκεψης του Στράβωνα) ως τα μέσα του +2ου αι. (χρόνος επίσκεψης του Παυσανία), η παραλία είχε απομακρυνθεί λόγω των προσχώσεων του Νέδοντα.
H παραλία της Kαλαμάτας κράτησε τη μορφή που είχε στην αρχαιότητα, ώς τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα σπίτια συνωστίζονταν γύρω στο κάστρο σε απόσταση μισής ώρας περίπου από τη θάλασσα, χωρίς οδική σύνδεση με αυτήν. H εικόνα της παραλίας εκείνη την εποχή ήταν «μια απέραντη ερημική ακτή, γεμάτη λίμνες, τέλματα και άναρχη βλάστηση, που διαδέχονταν τα πλούσια περιβόλια στις νότιες παρυφές της πόλης».
Στο δυτικό τμήμα αυτής της έκτασης, στη συνοικία της Aνάληψης, βρίσκονταν οι εκβολές του ποταμού Nέδοντα, ενώ στα ανατολικά έρρεε ο Kερεζένιας που κατέβαινε από τα Γιαννιτσάνικα. Aνατολικότερα από το «Πανελλήνιο» υπήρχε μια μεγάλη λίμνη γνωστή ως λίμνη «Λινάρδου». Στη συνοικία της Aνάληψης, κοντά στο ποτάμι υπήρχαν μαγαζιά, το Tελωνείο (η γνωστή Nτουάνα) και πολλά βυρσοδεψεία, τα Tαμπάκικα, ώς τα μέσα του 20ού αιώνα περίπου.
O Παυσανίας, ερχόμενος από τη Μεσσηνιακή Μάνη (τα σημερινά Καμποχώρια), εισήλθε στη Μεσσηνία από τα νότια, περνώντας πρώτα από τη Χοίρειο Νάπη, τη Χαράδρα του Χοίρου, που οι ντόπιοι ονομάζουν φαράγγι της Κοσκάρακας και Γουρνολάγκαδο, φυσικό όριο μεταξύ Λακωνίας και Μεσσηνίας. Πάνω από τη χαράδρα αυτή με τον χείμαρρο της Σάνταβας ή Αβουρο, ανάμεσα στα χωριά Πηγάδια και Βόρειο Γαϊτσών, βρισκόταν κατά μία άποψη ένα ιερό της Αρτέμιδος. Το φημισμένο όμως από τα αρχαϊκά χρόνια μεγάλο ιερό της Λιμνάτιδος φαίνεται ότι βρισκόταν στη θέση Βόλυμος (ή Βόλυμνος), δυο περίπου ώρες ΒΔ του χωριού Αρτεμισία, όπου κτίστηκε το 1910 το εκκλησάκι της Παναγιάς Βολυμνιώτισσας ή Καψοχεροβολούσας.
Η αρχαιολογική έρευνα
Tη συστηματική έρευνα των Φαρών την άρχισε ο Αλέξανδρος Πετρίδης με το βιβλίο του «Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμών, 1875».[1]
Στην αρχή του 20ου αιώνα ο Ανδρ. Σκιάς είχε βεβαιώσει την ύπαρξη θεμελίων πύργου σωζόμενου ύψους 2μ. και τείχους των Κλασικών χρόνων σε απόσταση 250 μέτρων νότια του κάστρου και είχε εκφράσει την άποψη πως το τείχος περιέβαλλε την ακρόπολη των Φαρών προχωρώντας προς τα βόρεια παρά την αριστερή όχθη του Νέδοντα.[2]
Πολύτιμα στοιχεία για τις αρχαίες Φαρές έδωσαν οι έρευνες του Αμερικανού αρχαιολόγου Richard Hope Simpson. Το 1957[3] στον λόφο "Τούρλες" που βρίσκεται 500μ. Β.Α. του κάστρου βρήκε αρκετά θραύσματα αγγείων της ΥΕΙΙΙ εποχής αλλά και των ιστορικών χρόνων (Γεωμετρικά και Κλασσικά). Μεγάλη συγκέντρωση προϊστορικών οστράκων βρέθηκαν μπροστά από τρείς θαλαμωτούς τάφους οι οποίοι είχαν καταρρεύσει, ενώ πιθανολογεί την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ακόμα θαλαμωτών τάφων στον λόφο. Τα ευρήματα του 1957 έδειχναν ότι ο λόφος "Τούρλες" ήταν το νεκροταφείο των Φαρών, με την ακρόπολη να βρίσκεται στον απέναντι οχυρό λόφο του κάστρου.
Το 1965[4] ο Richard Hope Simpson συνεχίζοντας της έρευνες στην περιοχή εντόπισε κεραμικά όστρακα της ΥΕΙΙΙ περιόδου στην νότια πλαγιά του κάστρου βεβαιώνοντας την Μυκηναϊκή εγκατάσταση. Στον λόφο "Τούρλες" και τέσσερα άνδηρα κάτω από την κορυφή εντοπίστηκε τοίχος που πιθανότατα ανήκε σε προϊστορικό κτήριο ενώ ο χώρος ήταν διάσπαρτος με αποτμήματα αγγείων καθημερινής/ οικιακής χρήσης της ΥΕΙΙΙ περιόδου δείχνοντας έτσι ότι εκτός από το νεκροταφείο στον λόφο υπήρχε και οικιστική εγκατάσταση.
Αφθονώτερα και σημαντικότερα λείψανα της αρχαίας πόλης απέδωσε η ανασκαφή του Ν. Γιαλούρη, παρά τις νότιες υπώρειες του κάστρου, στην πλατεία μεταξύ της εκκλησίας της Υπαπαντής και του μητροπολιτικού μεγάρου, όπου βρέθηκαν θεμέλια δημοσίων οικοδομημάτων της Ελληνιστικής πόλης. O Νίκος Γιαλούρης[1], έφερε στο φως τοίχους μεγάλου οικοδομήματος δημόσιου χαρακτήρα, διαστάσεων 100Χ 20μ. περίπου, κτισμένους με καλοδουλεμένα αγκωνάρια, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε στοά της αγοράς ή στο Γυμνάσιο των Φαρών. Στην περιοχή της Υπαπαντής βρισκόταν, όπως φαίνεται, το κέντρο της αρχαίας πόλης με την αγορά και τα συναφή δημόσια οικοδομήματα γύρω της. Η ανασκαφή του Γιαλούρη στην πλατεία της Υπαπαντής έφερε στο φως και θραύσματα αγγείων Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων.
Ως το 1937, στην οδό Υπαπαντής σωζόταν και η λεγόμενη Μεγάλη Πηγάδα, κτισμένη με αρχαία αγκωνάρια.
Τα ιερά των Αρχαίων Φαρών
Στα χρόνια του Παυσανία, +2ος αι. η πόλη εκτεινόταν κάτω από το κάστρο και βρισκόταν σε παρακμή, σε αντίθεση προς τη γειτονική Θουρία. Συνάντησε, λοιπόν, εδώ μόνο δύο ιερά. Το ένα ήταν αφιερωμένο στη λατρεία των ηρώων θεραπευτών Νικόμαχου και Γόργασου, γιων του Μαχάονα και της Αντίκλειας, και το άλλο στη λατρεία της θεάς Τύχης. Επίσης αναφέρει το ιερό άλσος του Καρνείου Απόλλωνος.
Tο ένα ήταν αφιερωμένο στη λατρεία των ηρώων θεραπευτών Νικόμαχου και Γόργασου, γιων του Μαχάονα και εγγονών του Ασκληπιού. Σύμφωνα με την μυθολογία η κόρη του Διοκλή Αντίκλεια παντρεύτηκε το γιο του Ασκληπιού, Μαχάονα. Ο Ασκληπιός λατρευόταν ώς θεός της ιατρικής στην αρχαιότητα και οι υιοί του συνέχισαν αυτήν την παράδοση. Ο Μαχάον υπήρξε ο φημισμένος ιατρός των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο. Οι γιοι της Αντίκλειας και του Μαχάονα, ο Νικόμαχος και ο Γόργασος, επίσης φημισμένοι θεραπευτές, διαδέχτηκαν τον Διοκλή στην διακυβέρνηση των Φαρών. Έτσι η πόλη απέκτησε την φήμη ιαματικού κέντρου το οποίο εξελίχθηκε σε ιερό, όπου λατρεύονταν οι δύο αυτοί Ασκληπιάδες μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Στον λόφο Τούρλες, ο Π. Θέμελης αναφέρει[1] ότι περισυνέλλεξε το 1966 θραύσματα πήλινων αναθηματικών πλακιδίων, που πρέπει να ανήκουν σε αποθέτη ιερού χθόνιου ήρωα των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων. Δεν αποκλείεται, ο λατρευτικός αποθέτης στη θέση αυτή στο λόφο Τούρλες, να σχετίζεται με ένα από τα ιερά που μνημονεύει ο Παυσανίας, κατά προτίμηση το ιερό των ηρώων ιατρών Νικόμαχου και Γόργασου.
Ιερό θεάς Τύχης
Tο δεύτερο ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Τύχης και περιελάμβανε ναό με άγαλμα που ο Παυσανίας αποκαλεί «αρχαίον» -για να το ξεχωρίσει προφανώς από τα πολύ κοινά και διαδεδομένα στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια αγάλματα Τύχης, που ακολουθούν έναν συγκεκριμένο τύπο.
Το τμήμα της σαρκοφάγου ρωμαϊκών χρόνων ήταν εντοιχισμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Σπηλαιώδη και από εκεί αποτοιχίστηκε. Στη συνέχεια συντηρήθηκε και εκτέθηκε στην περιοδική έκθεση "Μυθικοί Χοροί της Μεσσηνίας" στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (20 Ιουνίου 2014- 30 Σεπτεμβρίου 2019). O κατάλογος της έκθεσης MYTHICAL DANCES OF MESSENIA: (on line)
Τα δύο Ιερά Αθηνάς Νεδουσίας:
Σύμφωνα με πληροφορία του Στράβωνα (8.360), στις Φαρές υπήρχαν δύο ιερά της Αθηνάς Νεδουσίας:
"Παρά δε Φηράς Νέδων εκβάλλει ρέων δια της Λακωνικής, έτερος ων της Νέδας, έχει δ’ ιερόν επίσημον Αθηνάς Νεδουσίας. Kαι εν Ποιαέσση δ’ εστίν Αθηνάς Νεδουσίας ιερόν, επώνυμον τόπου τίνος Νέδοντος, εξ ου φάσιν οικίσαι Τήλεκλον Ποιάεσσαν και Εχειάς και Τράγων."
(Στράβων, 8, 360)
Ο Π. Θέμελης αναφέρει[5]: "Ο Στράβων (ε.α.) ομιλεί περί δύο ιερών της Νεδουσίας. Το πρώτον ευρίσκετο εις τας Φηράς και ήτο επίσημον, περιφανές, διακεκριμένον. Το δεύτερον ευρίσκετο εις την πόλιν ή την περιοχήν Ποιάεσσαν και είχε λάβει την επωνυμίαν εκ τόπου τινός, καλουμένου Νέδοντος. Το τελευταίον τούτο οδηγεί εις το συμπέρασμα, ως παρατηρεί ο Αποστολάκης, ότι θα πρέπει να τοποθετηθή εις σημείον παρά τον ποταμόν και μάλιστα βορειότερον ίσως του ομωνύμου των Φαρών. Εν τρίτον ιερόν της Νεδουσίας ευρίσκετο, κατά τον Στράβωνα και πάλιν98, εις την πόλιν Ποιήεσσαν της νήσου Κέας, ιδρυσαμένου Νέστορος κατά την εκ Τροίας επάνοδον.
Το πρώτον, το επίσημον ιερόν της Νεδουσίας Αθηνάς, υποθέτω ότι θα ευρίσκετο επί της ακροπόλεως των Φαρών (σημ. κάστρον Καλαμάτας), παρά την αριστεράν όχθην του χειμαρρώδους Νέδοντος, εις ην θέσιν εξακολουθεί να υπάρχη σήμερον το ηρειπωμένον εκκλησίδιον της Παναγίας Καλομάτας, εις την οποίαν μάλιστα οφείλει το όνομα, κατά τον Νικόλαον Πολίτην, η πόλις της Καλαμάτας. δεν υπάρχει πλέον κατάλληλος θέσις δια την ίδρυσιν ναού, αφιερωμένου εις την λατρείαν της πολεμικής ταύτης θεάς, έστω και αν υποθέσωμεν ότι ελατρεύετο αρχικώς υπό μορφήν, διάφορον της πολεμικής. Θεωρώ περιττόν να παραθέσω κατάλογον ιερών της Αθήνας, επί ακροπόλεων ευρισκομένων, ίνα στηρίξω την υπόθεσιν μου. Εις το χρησιμοποιούμενον υπό του Στράβωνος επίθετον του ιερού (επίσημον) νομίζω ότι διακρίνεται και μια έννοια, σχέσιν έχουσα προς την περίοπτον αυτού θέσιν επί της ακροπόλεως των Φαρών. προς τούτοις η σχέσις του επιθέτου της Παναγίας, ως Καλομάτας, προς το ομηρικόν επίθετον της Αθηνάς γλαυκώπις, αλλά και προς τα επίθετα οπτιλλέτις, οφθαλμίτις, οξυδερκής, δια των όποιων ελατρεύετο εις τας διαφόρους πόλεις της Λακωνικής και αλλαχού, δεν δύναται, πιστεύω, να είναι απολύτως τυχαία. δεν αποκλείεται η Νεδουσία (οπτιλλέτις) Αθήνα να επέζησε μέχρι των ημερών μας δια της Παναγίας Καλομάτας."
Το ιερό άλσος του Κάρνειου Απόλλωνα[6]
Εντός του κτήματος του Θεοδώρου Κωστέα εν θέσει Πέρα Καλαμίτσι, περί τα 15' ανατολικώς της συνοικίας των Αγίων Πάντων, περισυνελέγησαν τεμάχια ηγεμόνος καλυπτήρος με δισκοειδές μέτωπον, ανήκοντος προφανώς εις αρχαϊκόν κτήριον ή ναόν.
Εντός του ίδιου κτήματος είχεν ευρεθή υπό του Θ. Κωστέα προ τριών ετών ταφικός πίθος, περιέχων εν γεωμετρικόν ιππάριον, ύψ. 0,10μ. περίπου, και τέσσαρας χαλκάς περόνας (βλ. BCH 1960, Chronique, σ. 697). Βορειοανατολικώς, εις μικράν απόστασιν από του κτήματος, υπάρχει πηγή ύδατος.
Η απόστασις εκ της Καλαμάτας και η κατεύθυνσις προς την οποίαν οδηγεί η περιγραφή του Παυσανίου ευνοούν την αναζήτησιν του Ιερού του Καρνείου Απόλλωνος εις την θέσιν ταύτην (Βλ. Παυσανίου, Μεσσηνιακά 31, I: «Ολίγον δέ άπωτέρω Φαρών Απόλλωνος άλσος εστί Καρνείου και ύδατος εν αυτώ πηγή»).
Το οδικό δίκτυο[2,4,9]
Το 1965 ο Richard Hope Simpson εντόπιση ίχνη του αρχαίου οδικού δικτύου των αρχαίων Φαρών (Βλ. σχ.2). Η πρώτη διαδρομή οδηγεί από το κάστρο, περνάει από τους πρόποδες του λόφου "Τούρλες" και φτάνει στο ναό του αγίου Ιωάννη.
Η δεύτερη διαδρομή ξεκινάει από τον συνοικισμό του αγίου Κωνσταντίνου.
Συνεχίζει ως την θέση Κούτηβα όπου και διατηρείτε σε καλή κατάσταση (εικ. δεξιά). Ο δρόμος συνεχίζει και σβήνει στον δρόμο Καλαμάτας- Σπάρτης.
Παλαιότεροι αναφέρουν ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιούνταν από κάρα μέχρι τα τέλη του 19ου αι.
Η κύρια αρχαία οδική αρτηρία ήταν ο δρόμος που οδηγούσε από τις Φαρές παράλληλα με την κοίτη του Νέδοντα στην Σπάρτη.
Τον Αύγουστο του 1901 ο παραθερίζων τότε στην Καλαμάτα αρχαιολόγος της Υπηρεσίας Ανδρέας Ν. Σκιάς διενήργησε επισταμένη αυτοψία στον Νέδοντα και κατέγραψε και την πολύτιμη πληροφορία ότι οι επτά επιγραφές του Νέδοντος που εντόπισε σχετίζονται αλληλένδετα με την ύπαρξη «λαξευτής οδού», της οποίας περιέγραψε λεπτομερώς τέσσερα διασωθέντα, το 1901, τμήματα.
Η οδός σωζόταν σε τρία σημεία στην αριστερή βραχώδη όχθη του Νέδοντος, την οποία είχαν λαξεύσει σε δίοδο με πλάτος 1.80μ., κυμαινόμενο ύψος από την κοίτη περί τα 5μ. με 3μ., και με ισχυρές κλίσεις του οδοστρώματος, ώστε να σημειώνει:
«λίαν κεκλιμένη, έχουσα κλίσιν περίπου 18%, ώστε διάβασις αμάξης δι' αυτής είνε τελείως αδύνατος, δεν φαίνονται δε ουδαμού ίχνη τροχών...». Ένα τέταρτο σημείο λαξευμένης οδού σημειώνει στην απέναντι δεξιά όχθη, ενώ τα κατάλοιπα διασώζονταν αποσπασματικά σε συνολικό μήκος 400μ.
Επιγραφές
O Ανδρέας Σκιάς το 1911, εντόπισε στην αριστερή όχθη του Νέδοντα, βόρεια από το κάστρο της Καλαμάτας, στη θέση «Λιθωμένο Φίδι», αρχαϊκές επιγραφές χαραγμένες στα βράχια. Περιλαμβάνουν κυρίως ονόματα ανδρών, ενώ μια επιγραφή φαίνεται να σχετίζεται με τον θεό Πάνα, που έφερε εδώ το επίθετο «Κορθιάτας».
Ο Σκιάς επίσης εντόπισε δύο επιστολές του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (+161/ +180) και του συναυτοκράτορα γιού του Κόμμοδο που έστειλαν το +177/8 στις Φαρές, οι οποίες σώζονται αποσπασματικά χαραγμένες σε λίθινη στήλη. Οι επιστολές δίνουν θετική απάντηση σε υπόμνημα της Βουλής των Φαραίων, σχετικό μάλλον με συνοριακές διαφορές προς τους γείτονες Σπαρτιάτες· υπόμνημα που είχε μεταφέρει στη Ρώμη πρεσβεία Φαραίων με επικεφαλής πρεσβευτή.
Επιγραφή του -1ου αι. από την Καλαμάτα που φυλάγεται στο Εθνικό Μουσείο Αθηνών (αρ.4226) αποτελεί ανάθημα γυναικός ονόματι [Eυ]νομίας στο Δία. Πάνω από την επιγραφή εικονίζεται ανοιχτή δεξιά παλάμη σε ανάγλυφο.
Το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης
Όταν κτίστηκε το μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 1952 βρέθηκαν τάφοι της Κλασσικής εποχής στην περιοχή[3], ενώ υπάρχουν και τα απομεινάρια και άλλων τάφων στο πλάι του δρόμου κοντά στο μοναστήρι. Το νεκροταφείο των κλασσικών χρόνων βρισκόταν περίπου 500μ. Α. του λόφου του κάστρου όπου υπήρχε και η ακρόπολη των αρχαίων χρόνων, γεγονός που μας βοηθάει να καταλάβουμε περίπου και το μέγεθος της πόλης.
Το 1961[7] κατά την διάρκειαν οικοδομικών εργασιών ανακατασκευής της βορείας πτέρυγος κελίων της Μονής Καλογραιών Καλαμάτας και εις απόστασιν ολίγων μέτρων από του εκεί ευρισκομένου εκκλησιδίου του Αγίου Κωνσταντίνου ευρέθη διπλούς τάφος ημικατεστραμμένος, χριστιανικής πιθανώτατα εποχής, κατώθι του οποίου απεκαλύφθη έτερος κιβωτιόσχημος τάφος διαστάσεων 2,83μ.X 1.12μ. (Πίν.99γ) με κατεύθυνσιν από Βορρά προς Νότον υστέρων ρωμαϊκών χρονων (Σχεδ.5). Ούτος, παλαιόθεν συληθείς, ήτο πλήρης επιχώσεως περιεχούσης ρωμαϊκά τινα όστρακα. Αι πλευραί του τάφου αποτελούνται εκ μεγάλων ισομεγέθων ορθογωνίων πωρολίθων -διαστάσεων 1,30X 0,60X 0,35μ.- οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότητα προέρχονται εκ τμήματος του τείχους της πόλεως, του αποκαλυφθέντος κατά το παρελθόν έτος παρά την εκκλησίαν της Υπαπαντής. Το δάπεδον του τάφου σύγκειται εκ πηλίνων ορθογωνίων κεράμων, εκάστη των οποίων φέρει διαγωνίως εις σχήμα X διπλάς εγχαράκτους γραμμάς.
Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι της περιοχής:
Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμάτας χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική εποχή (-3200/ -2200) και έχουν εντοπιστεί στα Ακοβίτικα, περίπου 3 χλμ. νοτιοδυτικά της Καλαμάτας.
Ο χώρος περιλαμβάνει δύο Πρωτοελλαδικά Μέγαρα, ένα εκ των οποίων είναι κολοσσιαίων διαστάσεων.
Τα Μέγαρα της Πρωτοελλαδικής περιόδου υποδηλώνουν την ύπαρξη ακμαίου συνοικισμού όπου εμφανίζεται κάποιας μορφής κεντρικής εξουσίας κατά την - 3η χιλιετία, χίλια χρόνια περίπου πριν την εμφάνιση των διοικητικών μεγάρων της "Μυκηναϊκής" εποχής.
Μέχρι και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια πάντως, η σημασία του οικισμού εξακολουθεί να είναι μικρή για την ιστορία της περιοχής, σε σύγκριση π.χ. με τη γειτονική Θουρία όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι πολύ σημαντικότερα.
Στον κατάλογο πόλεων Συνέκδημος του Ιεροκλή, +535, διατηρούνταν ακόμη το αρχαίο όνομα Φαραί.
[2] Α. Σκιά, "Τοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ" Α.Ε.1911 σελ.107-118
[3] "Idintifying a Meycaean state", Richard Hope Simpson B.S.A. 1957
[4] "The seven cities offered by Agamemnon to Achilles", Richard Hope Simpson B.S.A. 1966. Επίσης βλ. -Further Explorations in Southwestern Peloponnese: 1964-1968 William A. McDonald and Richard Hope Simpson/ American Journal of Archaeology/ Vol.73, No.2 (Apr.,1969), pp.123-177
[5] Α.Δ.25 (1970) A Μελέται, σελ. 124-125 Π. Γ. Θέμελης
[6] Α.Δ.20 (1965) Χρονικά B2
[7] Α.Δ.17 (1961/2): Χρονικά, σελ.96
[8] Ν. Παπαχατζή: Παυσανία Μεσσηνιακά
[9] Γ.Α. Πίκουλα "Από το οδικό δίκτυο της Αρχαίας Μεσσηνίας: η οδός Λαγκαδά του Νέδοντος" Πρακτικά Δ΄Τοπικού Στνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010.
Το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης
Όταν κτίστηκε το μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 1952 βρέθηκαν τάφοι της Κλασσικής εποχής στην περιοχή[3], ενώ υπάρχουν και τα απομεινάρια και άλλων τάφων στο πλάι του δρόμου κοντά στο μοναστήρι. Το νεκροταφείο των κλασσικών χρόνων βρισκόταν περίπου 500μ. Α. του λόφου του κάστρου όπου υπήρχε και η ακρόπολη των αρχαίων χρόνων, γεγονός που μας βοηθάει να καταλάβουμε περίπου και το μέγεθος της πόλης.
Το 1961[7] κατά την διάρκειαν οικοδομικών εργασιών ανακατασκευής της βορείας πτέρυγος κελίων της Μονής Καλογραιών Καλαμάτας και εις απόστασιν ολίγων μέτρων από του εκεί ευρισκομένου εκκλησιδίου του Αγίου Κωνσταντίνου ευρέθη διπλούς τάφος ημικατεστραμμένος, χριστιανικής πιθανώτατα εποχής, κατώθι του οποίου απεκαλύφθη έτερος κιβωτιόσχημος τάφος διαστάσεων 2,83μ.X 1.12μ. (Πίν.99γ) με κατεύθυνσιν από Βορρά προς Νότον υστέρων ρωμαϊκών χρονων (Σχεδ.5). Ούτος, παλαιόθεν συληθείς, ήτο πλήρης επιχώσεως περιεχούσης ρωμαϊκά τινα όστρακα. Αι πλευραί του τάφου αποτελούνται εκ μεγάλων ισομεγέθων ορθογωνίων πωρολίθων -διαστάσεων 1,30X 0,60X 0,35μ.- οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότητα προέρχονται εκ τμήματος του τείχους της πόλεως, του αποκαλυφθέντος κατά το παρελθόν έτος παρά την εκκλησίαν της Υπαπαντής. Το δάπεδον του τάφου σύγκειται εκ πηλίνων ορθογωνίων κεράμων, εκάστη των οποίων φέρει διαγωνίως εις σχήμα X διπλάς εγχαράκτους γραμμάς.
Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι της περιοχής:
Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμάτας χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική εποχή (-3200/ -2200) και έχουν εντοπιστεί στα Ακοβίτικα, περίπου 3 χλμ. νοτιοδυτικά της Καλαμάτας.
Ο χώρος περιλαμβάνει δύο Πρωτοελλαδικά Μέγαρα, ένα εκ των οποίων είναι κολοσσιαίων διαστάσεων.
Τα Μέγαρα της Πρωτοελλαδικής περιόδου υποδηλώνουν την ύπαρξη ακμαίου συνοικισμού όπου εμφανίζεται κάποιας μορφής κεντρικής εξουσίας κατά την - 3η χιλιετία, χίλια χρόνια περίπου πριν την εμφάνιση των διοικητικών μεγάρων της "Μυκηναϊκής" εποχής.
Μέχρι και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια πάντως, η σημασία του οικισμού εξακολουθεί να είναι μικρή για την ιστορία της περιοχής, σε σύγκριση π.χ. με τη γειτονική Θουρία όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι πολύ σημαντικότερα.
Στον κατάλογο πόλεων Συνέκδημος του Ιεροκλή, +535, διατηρούνταν ακόμη το αρχαίο όνομα Φαραί.
[2] Α. Σκιά, "Τοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ" Α.Ε.1911 σελ.107-118
[3] "Idintifying a Meycaean state", Richard Hope Simpson B.S.A. 1957
[4] "The seven cities offered by Agamemnon to Achilles", Richard Hope Simpson B.S.A. 1966. Επίσης βλ. -Further Explorations in Southwestern Peloponnese: 1964-1968 William A. McDonald and Richard Hope Simpson/ American Journal of Archaeology/ Vol.73, No.2 (Apr.,1969), pp.123-177
[5] Α.Δ.25 (1970) A Μελέται, σελ. 124-125 Π. Γ. Θέμελης
[6] Α.Δ.20 (1965) Χρονικά B2
[7] Α.Δ.17 (1961/2): Χρονικά, σελ.96
[8] Ν. Παπαχατζή: Παυσανία Μεσσηνιακά
[9] Γ.Α. Πίκουλα "Από το οδικό δίκτυο της Αρχαίας Μεσσηνίας: η οδός Λαγκαδά του Νέδοντος" Πρακτικά Δ΄Τοπικού Στνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010.