.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Άνω Πόλη Kυπαρισσίας

Η παλιά πόλη της Κυπαρισσίας είναι κτισμένη στους πρόποδες ενός μικρού λόφου τον οποίο στεφανώνουν τα ερείπια του κάστρου της πόλης. Πρόκειται για έναν ιστορικό οικισμό με καλντερίμια και παλιούς λιθόστρωτους δρόμους, που αποτελούν ένα εντυπωσιακό σε μήκος οδικό δίκτυο φτιαγμένο γύρω στο 1500- 1600 από ντόπια λαξεμένη πέτρα. Σε κάποια σημεία τους τα δρομάκια αυτά φτάνουν σε πλάτος τα 10 μέτρα. Τα μεσαιωνικά σοκάκια και τα παλιά αρχοντικά συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό που συμπληρώνεται από το κάστρο, έργο των Βυζαντινών χρόνων. 
Εδώ σώζονται επίσης 14 κρήνες διαφόρων εποχών, οι περισσότερες σε καλή κατάσταση. 
Η παλιά πόλη έχει κηρυχθεί ιστορικός διατηρητέος οικισμός από το υπουργείο Πολιτισμού το 1979 «γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς ιστορίας της αρχιτεκτονικής με τον έντεχνο συνδυασμό παραδοσιακής και νεοκλασικής μορφολογίας των οικοδομημάτων (σαχνισιά, ξύλινες νεοκλασικές παραστάδες και γείσο, αετώματα, μπαλκόνια με μεταλλικά φουρούσια, ημικυκλικά τόξα από λαξευτή πέτρα κλπ). Το 1998 η Άνω Πόλη Κυπαρισσίας, που περιλαμβάνει το μεσαιωνικό κάστρο, χαρακτηρίστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού αρχαιολογικός χώρος.




Η Κυπαρισσία ή Αρκαδιά σύμφωνα με την παλαιότερη ονομασία της, αναπτύσσεται αμφιθεατρικά στις υπώρειες του όρους Ψυχρό ή Αιγάλεω μέχρι τη θάλασσα συνδυάζοντας ημιορεινό γεωφυσικό ανάγλυφο και παραθαλάσσια θέση. Λόγω της επίκαιρης θέσης της η περιοχή γνώρισε συνεχή κατοίκηση ήδη από τα προϊστορικά χρόνια.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η πόλη κατοικήθηκε από πλήθη Αρκάδων που εγκαταστάθηκαν εκεί πιεζόμενα από τις επιδρομές των Σλάβων στην Πελοπόννησο και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κόμβο.
Από τον 1204 και μετά η Κυπαρισσία καταλαμβάνεται από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας ακολουθώντας τη μοίρα της ευρύτερης περιοχής της νότιας Πελοποννήσου. 
Στην περίοδο της Α΄ Τουρκοκρατίας (1459-1685) η πόλη γνωρίζει οικονομική άνθηση και συνακόλουθα οικιστική ανάπτυξη. Ερείπια κτισμάτων στο ανατολικό τμήμα του εξωτερικού περιβόλου του Κάστρου αποτελούν την απαρχή του οικισμού της Άνω Πόλης που σιγά-σιγά θα επεκταθεί και εκτός της οχύρωσης στα ανατολικά και νότια του Κάστρου. 
 Ο οικισμός της Άνω Πόλης διατηρεί σε κάποιο βαθμό την πολεοδομική οργάνωση μιας τυπικής πόλης όψιμης μεταβυζαντινής εποχής: διαθέτει πυκνή δόμηση, στενά σοκάκια και λιθόστρωτους δρόμους. 
Μέσα στον οικισμό σώζονται ενδιαφέροντα δείγματα οικιών, εκκλησιαστικά μνημεία, κοσμικά κτίρια, κρήνες κ.ά.
Οι περισσότερες εκκλησίες αποτελούν απλοϊκά δείγματα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής που υπέστησαν ανακαινίσεις τη νεότερη εποχή μετά την εισβολή του Ιμπραήμ.
Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Τριάδας χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 19ου αι., αλλά η ανατολική του όψη με πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο μαρτυρά παλαιότερο πυρήνα που ανάγεται πιθανόν στο β΄ μισό του 15ου αιώνα.



 Ο Άγιος Δημήτριος στο νεκροταφείο και τα Εισόδια της Θεοτόκου αποτελούν δείγματα της νεοκλασικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα. 
 Τα έργα υποδομής που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της κυριαρχίας των Οθωμανών μαρτυρούνται από διάφορα ερείπια κτιρίων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα στην Άνω Πόλη και κοντά στο Κάστρο. 
Πρόκειται για το χαμάμ (μικρό οθωμανικό λουτρό) και το τζαμί του «Σουλτάνου Σουλεϊμάν» που βρίσκεται ανατολικά του Κάστρου.


Η Ενετική πύλη 
Ένα ενδιαφέρον μνημείο, κατάλοιπο της παρουσίας των Ενετών (1685-1715) στην πόλη είναι η πύλη του πάρκου των Εισοδίων εγχάρακτη τη χρονολογία 1787.
Οι σωζόμενες κρήνες του οικισμού μπορούν να καταταγούν σε δύο ομάδες: η πρώτη περιλαμβάνει κρήνες που ανήκουν στην περίοδο της κυριαρχίας των Οθωμανών και η δεύτερη στη νεότερη εποχή. 
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι δύο κρήνες κοντά στην είσοδο του Κάστρου, η Σταφιδόβρυση, η παλαιότερη εντοιχισμένη κρήνη της Πίσω Ρούγας και η Παζαρόβρυση. 
Οι νεότερες κρήνες απηχούν τη νεοκλασική τεχνοτροπία της εποχής. 
Τα σπίτια του οικισμού της Άνω Πόλης είναι συνήθως διώροφα, κεραμοσκεπή με δίρριχτες ή τετράρριχτες στέγες και ορθογώνια ανοίγματα με ξύλινα κουφώματα.
Σπάνιο δείγμα επιρροής της βορειοελλαδικής αρχιτεκτονικής παράδοσης στην Κυπαρισσία αποτελεί η οικία με το σαχνισί στην οδό Ελένης Χαμέρη με πλήθος ξυλόγλυπτων διακοσμητικών στοιχείων.

Το Κάστρο
Το κάστρο της Κυπαρισσίας βρίσκεται στην κορυφή βραχώδους λόφου, στο βορειοανατολικό άκρο του ιστορικού πυρήνα της σημερινής πόλης και σε επίκαιρη θέση ελέγχου της θάλασσας αλλά και του περάσματος προς τις πεδιάδες της Τριφυλίας και της Άνω Μεσσηνίας.



 
Ονομάζεται και κάστρο της Αρκαδιάς λόγω του εποικισμού της περιοχής από Αρκάδες κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Το 1205 το κάστρο καταλαμβάνεται από τους Φράγκους, ενώ από το 1430 εντάσσεται στο Δεσποτάτο του Μορέως στο οποίο και παραμένει έως την κατάληψή του από τους Τούρκους το 1460. Την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715) το κάστρο παρακμάζει καθώς δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους νέους κατακτητές
 Έχει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη με διαγώνιο διαχωριστικό τείχος, που χωρίζει το βόρειο (εσωτερικό) από το νότιο (εξωτερικό) περίβολο. 
 Ο αρχικός πυρήνας του κάστρου προϋπήρχε του 13ου αιώνα και έχει ενσωματώσει αρχαίο οικοδομικό υλικό της Κλασσικής και Ελληνιστικής περιόδου.
  Με την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων το οχυρό υπέστη επιμέρους μη συστηματικές μετασκευές και συμπληρώσεις (πεταλόσχημος προμαχώνας της βορειοανατολικής γωνίας του εσωτερικού περιβόλου, σκάρπα στα σωζόμενα τμήματα του διαχωριστικού τείχους, κανονιοθυρίδες). Τετράγωνο κτήριο που στεγαζόταν με ημισφαιρικό θόλο σώζεται παραπλεύρως της κατεστραμμένης πύλης εισόδου του εσωτερικού περιβόλου και έχει ταυτιστεί με τζαμί.


O Oθωμανός «ταξιδιώτης του κόσμου» Εβλιά Τσελεμπί περιηγήθηκε την Πελοπόννησο το έτος 1668. O πλούτος των πληροφοριών που καταγράφει κάνει το έργο του μια σημαντική και σχετικά αξιόπιστη πηγή λεπτομερειακών γεωγραφικών, ιστορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, οικονομικών και λαογραφικών στοιχείων του 17ου αιώνα. Στην Κυπαρισσία, συγκεκριμένα, αφιερώνει μια σχετικά εκτενή περιγραφή, όπου κάνει μνεία για την ύπαρξη δύο βρυσών:


"Αρκαδία-Κυπαρισσία: Αφού άλλαξε αμέτρητους κατακτητές, έπεσε τελικά το 906 (1500-1) στα χέρια του Σουλτάνου Μπαγιεζίτ Βελή. Είναι χάσι του πασά του εγιαλετιού του Μοριά και βοεβοδαλίκι. Είναι καζάς με βαθμό τριακόσια άσπρα. Υπάρχει κεντουχάς, σερντάρης των γενιτσάρων, μουχτεσίμπης, μπατζντάρης, μιμάρης, αγάς του χαρατσιού, κετχουντάς της πόλης, φρούραρχος και πενήντα φρουροί του κάστρου, που μοιάζουν με τους λεβέντες της Αλγερίας. Το φρούριο, πέτρινο και γερό σε σχήμα αμυγδάλου, βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, δίπλα στη θάλασσα και επιβλέπει τη γύρω περιοχή. Χτισμένο πάνω σε βράχια έχει περίμετρο δύο χιλιάδες βήματα και διπλά χοντρά τείχη. Γύρω του δεν υπάρχει τάφρος. Και στους οχτώ προμαχώνες του είναι στημένα τρομερά κανόνια. 
Στο εσωτερικό βρίσκει κανείς ογδόντα κεραμοσκέπαστα σπίτια. Η διπλή σιδερένια πύλη του βλέπει προς την ανατολή. Το τζαμί του Σουλτάνου Σουλεϊμάν βρίσκεται στη μεσαία πύλη, που έχει επίσης την ίδια κατεύθυνση. Είναι διακοσμημένο με τον παλιό τρόπο. Εκεί μια μεγάλη βρύση ξεδιψά τους πιστούς με το νερό της.
Δεξιά:Τα ερείπια του τζαμιού στο εσωτερικό του κάστρου
Το βαρόσι: Τα σπίτια του φτάνουν τα τριακόσια. Έχουν σκεπές από κεραμίδια και γερούς πέτρινους τοίχους σαν αυτούς του κάστρου και μικρά παράθυρα σαν πολεμίστρες. 


Oι κάτοικοι φοβούνται τους Ευρωπαίους και δεν κυκλοφορούν στο δρόμο. Μια φορά τους επιτέθηκαν οι Βενετοί, που κατέστρεψαν ένα σημείο της πόλης, που σήμερα είναι αραιοχτισμένη. Μέσα στην πόλη υπάρχει αγορά με πενήντα καταστήματα, άγρια πλατάνια και κληματαριές. Είδα ένα τζαμί, ένα μεντρεσέ, δύο σχολεία, ένα χάνι κι ένα χαμάμ, που άλλοτε λειτουργεί κι άλλοτε όχι. O αέρας φυσά από τη θάλασσα, αλλά κατά τις δυο το μεσημέρι ο τόπος καίει ολόγυρα.



Oι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες είναι όμορφοι κι έχουν στητά κορμιά. Ακούσαμε ένα νέο, που έφεγγε από ομορφιά σαν τις αχτίδες του ήλιου, να απαγγέλλει το εδάφιο του Κορανίου: “εμείς πλάσαμε τον άντρα και του δώσαμε ανθρώπινη μορφή”. Αυτός ο νέος γεννήθηκε εδώ και μετά το θάνατο του πατέρα του μεγάλωσε κοντά στο Ζεκερία Εφέντη. 
 Παρότι η πόλη είναι παραλιακή, το πόσιμο νερό είναι καλό ".

Κρήνη Κάστρου
Είναι εντοιχισμένη στο τείχος του εξωτερικού περιβόλου του Κάστρου Κυπαρισσίας και βρίσκεται σε απόσταση 10μ. από την κρήνη της οδού Πίσω Ρούγας. Oι διαστάσεις της είναι 2,35μ. πλάτος, 2,30μ. ύψος, είναι δηλαδή τετράγωνης διατομής. Είναι κτισμένη με μεγάλους λαξευτούς πωρόλιθους που κατά το παρελθόν έχουν ασβεστωθεί.
Στην επιφάνειά της σχηματίζεται εσοχή, βάθους 0,63μ. και ανοίγματος 1,30μ., που επιστέφεται από οξυκόρυφο τόξο εγγεγραμμένο στο τετράγωνο, το οποίο βαίνει σε παραστάδες ικανού πλάτους. Το τόξο πατά σε γείσα από πωρόλιθο και στο κέντρο του τυμπάνου του σχηματίζεται μικρή κόγχη με τόξο διπλής καμπυλότητας. Ακριβώς επάνω από την κόγχη υπάρχει επιμήκης λίθος με χαραγμένη ισλαμική επιγραφή:

"Η βρύση μέσα στην αγορά έχει νερό σαν του ποταμού Κεβσέρ, χωρίς δεύτερο στο βιλαέτι του Μοριά. Αυτό είναι το χρονόγραμμά της: Φωνή απ’ τον ουρανό είπε το χρονόγραμμα τούτης της κρήνης του Κεβσέρ: Πιες κι ευχήσου για τη γενναιόδωρη ψυχή του Χουσεΐν. Έτος 1016 (1607-8)". 
(Εβλιά Τσελεμπί, 1668)
Στην άνω απόληξή της η κρήνη στέφεται με γείσο, ενώ σε μικρή απόσταση από τη βόρεια παραστάδα, στην τοιχοποιία του Κάστρου και λίγο ψηλότερα από τη στάθμη του εδάφους, διαμορφώνεται μικρή κόγχη με τόξο διπλής καμπυλότητας, πανομοιότυπη με αυτή της κρήνης. Λιθόστρωτο μονοπάτι οδηγεί από την κρήνη της Πίσω Ρούγας σε αυτή του Κάστρου.

Η μαρτυρία του Τούρκου περιηγητή ότι η κρήνη του Κάστρου βρίσκεται «μέσα στην αγορά» επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι η Άνω Πόλη Κυπαρισσίας, όπου είναι ευδιάκριτα ακόμη τα ίχνη της οθωμανικής αρχιτεκτονικής (γύρω από το πλάτωμα του Κάστρου διατηρούνται χαμάμ, τζαμί, οικίες με σαχνισί, κρήνες) έχει τα κοινά γνωρίσματα των πόλεων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.
"Το κέντρο της πόλης οργανωνόταν με ουσιώδους κοινωνικής λειτουργίας κτίσματα, όπως τζαμιά, μεντρεσέδες (ιεροσπουδαστήρια), ιμαρέτια (φιλανθρωπικά ιδρύματα), χαμάμ (λουτρά), σκεπαστές και υπαίθριες αγορές (bedesten, ars, i, bazaar), κρήνες, κλπ."
Η πρώτη βρύση που κατά τον Τσελεμπί υπήρχε μέσα στο Κάστρο έχει καταστραφεί, ενδιαφέρον είναι όμως ότι διασώζονται στην Παλιά Πόλη της Κυπαρισσίας και νεότερες κρήνες, όπως η νεότερη κρήνη της Πίσω Ρούγας, η κρήνη Πηγαδούλια και η Παζαρόβρυση, η οποία σύμφωνα με τον Λιακόπουλο ενδέχεται να είναι και αυτή της Τουρκοκρατίας, αφού φέρει εντοιχισμένες δύο πλάκες, μάλλον οθωμανικές, διακοσμημένες με σχέδιο «αστέρος Δαυΐδ», εγγεγραμμένου.
Στην οθωμανική αρχιτεκτονική, τις κρήνες, εκτός από το λειτουργικό τους σκοπό και τον κοινωνικό τους ρόλο, επιβάλλουν και θρησκευτικοί λόγοι, καθώς η εκπλήρωση των κανόνων υγιεινής ήταν συνυφασμένη με τις επιταγές της θρησκείας. Μπορούν να διακριθούν σε τρεις τύπους: O πρώτος είναι το σιντριβάνι, που είναι απαραίτητο στο κέντρο της αυλής του τζαμιού, στα παλάτια και αλλού. O δεύτερος τύπος, «Sebil», είναι μια μνημειώδης θολωτή κατασκευή που υπάρχει συχνά στον εξωτερικό μαντρότοιχο του τζαμιού. Αλλά ο πιο κοινός και ευκολοσύχναστος τύπος κρήνης είναι ο τρίτος, «Ces,me», που είναι είτε μια μνημειώδης θολωτή κατασκευή περίοπτη ή και εντοιχισμένη, είτε μια απλή εντοιχισμένη βρύση με μαρμάρινη πλάκα και γούρνα. Oι βρύσες τύπου «Ces,me» αποτελούσαν κατά τον 18ο αιώνα το είδους των βακουφίων (Vakif, Vakf), των ευαγών δηλαδή ιδρυμάτων που ήταν κοινωνική προσφορά των οικονομικά ισχυρότερων προς την κοινότητα.
Oι τέσσερις κοινόχρηστες κρήνες Oθωμανικής περιόδου που σώζονται στην παλαιά πόλη της Κυπαρισσίας ανήκουν στον τρίτο τύπο.

Βρύση οδού Χαμέρη στην Πίσω Ρούγα της Άνω Πόλης

Είναι εντοιχισμένη στη δυτική όψη ενός ερειπωμένου, τετράγωνης κάτοψης, διώροφου, τούρκικου σπιτιού. Η δεξαμενή, που είναι ορθογώνιας διατομής, έχει πλάτος 2,13μ. και ύψος 1,75μ. Στην όψη της είναι διαμορφωμένη ελαφρά οξυκόρυφη τοξωτή εσοχή, βάθους 0,40μ., πλάτους 1,23μ. και ύψους 1μ. εγγεγραμμένη σε ορθογώνιο πλαίσιο. Η γένεση του τόξου τονίζεται με εξέχοντες εν είδει πεσσοκράνου πωρόλιθους. Στην όψη έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο λαξευτοί πωρόλιθοι και μόνο το μέτωπο του τόξου έχει πληρωθεί με αργούς λίθους. Από πολύπλευρο άνοιγμα, που είναι διαμορφωμένο στον τοίχο, που οριοθετεί την τοξωτή εσοχή στα ανατολικά, γίνεται εμφανής η ύπαρξη δεύτερου ορθογώνιου χώρου, στον πίσω τοίχο του οποίου υπάρχει η εσοχή απ’ όπου έρεε το νερό. Στα βόρεια της δεξαμενής και σε επαφή με αυτήν ανοίγεται στο πάχος του τοίχου του ίδιου σπιτιού μικρή, ορθογώνιας διατομής κόγχη. Σήμερα η βρύση της οδού Χαμέρη είναι επιχωμένη και άρα η αρχική στάθμη του δρόμου θα πρέπει να ήταν χαμηλότερα.

Σταφιδόβρυση

Βρίσκεται στην «Πάνω Ρούγα» της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας και υδρεύεται με δικό της νερό. Πρόκειται για ορθογώνιας διατομής κτίσμα ύψους 3,30μ., πλάτους 2μ. και βάθους 0,95μ. Στην κύρια όψη της, που είναι η δυτική, σχηματίζεται σε ύψος 0,70μ. από τη βάση της εσοχή με την προσθήκη σε αυτήν τόξου, το οποίο βαίνει σε παραστάδες και εγγράφεται σε ορθογώνιο. Στο κέντρο του διαμορφωμένου σε εσοχή τμήματος ανοίγονται δύο κόγχες, εκ των οποίων αυτή που βρίσκεται χαμηλότερα επιστέφεται με τόξο διπλής καμπυλότητας. Προφανώς το νερό έρεε από τη χαμηλότερη κόγχη. Η βρύση είναι κτισμένη με αργολιθοδομή και μόνο για τους θολίτες του τόξου και τα επίκρανα των παραστάδων έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευτοί πωρόλιθοι. Η μορφή της έχει αλλοιωθεί σημαντικά από μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως τα επιχρίσματα. Είναι μεν η λιγότερο επιμελημένη από τις τέσσερις βρύσες της εποχής της Τουρκοκρατίας που έχουν διασωθεί στην πόλη, διατηρεί όμως στοιχεία (τόξο διπλής καμπυλότητας, κ.ά.) που παραπέμπουν σε αυτή την περίοδο.

Τούρκικη βρύση στην οδό Πίσω Ρούγας





Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του Κάστρου Κυπαρισσίας και πρόκειται για τετράπλευρη θολωτή δεξαμενή, που έχει πλάτος 3μ., πάχος 1,10μ. και ύψος 2,35μ. Είναι κτισμένη με μεγάλους, λαξευτούς πωρόλιθους, διαφόρων μεγεθών, τοποθετημένους κατά το ισόδομο σύστημα. Ως συνδετικό έχει χρησιμοποιηθεί ισχυρό ασβεστοκονίαμα με άμμο ποταμού και μεγάλη πυκνότητα χαλικιών. Η πιο επιμελημένη πλευρά, η πρόσοψη, είναι η νότια. Στην ορθογώνια επιφάνειά της σχηματίζεται εσοχή, η οποία στέφεται από οξυκόρυφο, διπλής καμπυλότητας τόξο εγγεγραμμένο στο ορθογώνιο. Το τόξο αυτό αποτελείται από δύο ζώνες θολιτών, εκ των οποίων η εσωτερική εισέχει της όψης του κτίσματος και κοσμείται με ανάγλυφα κομβία. Το τόξο πατά σε λίθινα γείσα, χαμηλά δε στο τύμπανό του είναι διαμορφωμένες δύο μικρές κόγχες με τόξο διπλής καμπυλότητας. Ανάμεσά τους υπάρχει λίθινη, ορθογώνια πλάκα, στο κέντρο της οποίας διακρίνεται η οπή του σωλήνα του νερού.
Μπροστά της, στο επίπεδο του εδάφους, είναι κατασκευασμένη λίθινη γούρνα με οπή απορροής των υδάτων. Στους νεότερους χρόνους παραπλεύρως της γούρνας τοποθετήθηκε σιδερένια βρύση. O περιβάλλων χώρος νότια της κρήνης είναι πλακοστρωμένος. Σύμφωνα με τα μορφολογικά της στοιχεία, θα μπορούσε να αναχθεί στον 16ο αιώνα, στην πρώτη δηλαδή περίοδο μετά την τουρκική κατάκτηση, και συνεπώς θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες της Άνω Πόλης. Αρκετή ομοιότητα παρουσιάζει με την κρήνη Χατζή Μουσταφά,6 που βρίσκεται έξω από το χωριό της Αρχαίας Κορίνθου, στο δρόμο που οδηγεί στο Κάστρο του Ακροκορίνθου. Η κρήνη αυτή φέρει μαρμάρινη επιγραφή η οποία χρονολογεί την ανέγερσή της στο έτος 1515.













Printfriendly