O Wilhelm Dörpfeld τα Χριστούγεννα του 1912. |
Η επιστημονική του θέση στο ζήτημα της ομηρικής τοπογραφίας συσκότισε σε μεγάλο βαθμό άλλες πτυχές της πληθωρικής του προσωπικότητας και προπάντων την παθιασμένη σχέση του με την Ελλάδα και την αγάπη του για τη δεύτερη πατρίδα του, τη Λευκάδα. Ο δεσμός του με τον Ελληνικό πολιτισμό, με την αρχαιότητα, αλλά και με την Ελλάδα των ημερών του, τον εντάσσει σ’ έναν ευρύτερο κύκλο φιλελλήνων, αυτών που όχι μόνο αγάπησαν, αλλά και μόχθησαν για την αποκάλυψη του παρελθόντος της με πείσμα και επιστημονικό ήθος.
Ο Wilhelm Dörpfeld γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1853 στην πόλη Βarmen της Πρωσσίας, κοντά στο Wuppertal, και πέθανε στις 25 Απριλίου του 1940 στη Λευκάδα. Σπούδασε αρχιτέκτων στην Τεχνική Ακαδημία του Βερολίνου, το μετέπειτα Πολυτεχνείο. H σχέση του με την αρχαιολογία ξεκίνησε όταν, ήδη τελειόφοιτος φοιτητής, κατάφερε να ερμηνεύσει προβλήματα των Προπυλαίων της Ακρόπολης.
Το γεγονός εντυπωσίασε τον καθηγητή του Friedrich Adler, ο οποίος τον προσέλαβε στο γραφείο του. Πτυχιούχος πλέον, στο τέλος του 1876, βρέθηκε να συνεργάζεται με τον Adler, ο οποίος μαζί με τον Ernst Curtius είχε αναλάβει τη διεύθυνση των μεγάλων γερμανικών ανασκαφών που είχαν ξεκινήσει στην αρχαία Ολυμπία. Ένα χρόνο αργότερα προσλαμβάνεται βοηθός στην Ολυμπία. Η αποδοχή της πρόσκλησης αυτής υπήρξε ορόσημο για τη ζωή του. Αφιερώνεται στο εξής αποκλειστικά στη μελέτη του αρχαίου κόσμου και ιδιαίτερα στην αρχαιολογία. Γρήγορα διακρίνονται οι εξαιρετικές του ικανότητες και ορίζεται τεχνικός διευθυντής των ανασκαφών για το διάστημα 1878-81.
Τέτοια υπήρξε η συμβολή του Dörpfeld στην Ολυμπία, ώστε το 1882, μόλις 29 ετών, η Φιλοσοφική Σχολή του Würzburg του απονέμει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Ανάλογες πανεπιστημιακές τιμές τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Παράλληλα, του προσφέρεται θέση στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και η θέση υψηλού επόπτη των ανασκαφών της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Η αρχαία Ολυμπία είχε ήδη έρθει στο προσκήνιο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος με την αποκάλυψη των μνημείων και των άλλων ευρημάτων του ιερού του Διός. Για τη στέγαση των κινητών ευρημάτων χτίζεται μεταξύ 1883 και 1885 το πρώτο Μουσείο της Ολυμπίας, το λεγόμενο Παλιό Μουσείο, με σχέδια από τον Adler και αναπροσαρμογή τους από τον Dörpfeld.
Με τρομερή ταχύτητα εξελίσσεται η άνοδός του, οφειλόμενη στην ευφυΐα του, τη μεθοδική του σκέψη και το πρωτοπόρο πνεύμα του, όπως και στην ακαταμάχητη εργατικότητά του. Πρόκειται για μία δράση τέτοιου βεληνεκούς, που αφήνει τον σημερινό σχολιαστή της ζωής του άναυδο. Σε μέγιστο βαθμό εκπλήσσει το εύρος της απασχόλησής του, ο όγκος των θεμάτων που καλείται να λύσει, ο αριθμός των έργων, στα οποία συμμετέχει ή διευθύνει, αλλά και η συγγραφική του δραστηριότητα. Στην Ολυμπία, στην οποία κατά καιρούς θα επανέλθει, γνωρίζεται με τον Heinrich Schliemann, ο οποίος και εντυπωσιάζεται μαζί του. Η σχέση αυτή θα είναι αποφασιστική για το μέλλον του, γιατί θα στρέψει μεγάλο μέρος των ενδιαφερόντων του στην ομηρική αρχαιολογία.
Σημαντική για τη συνέχεια των ερευνών του θα είναι η παραμονή του στην Αθήνα, με τον διορισμό του, αρχικά ως αρχιτέκτονα και αργότερα, το 1887, ως διευθυντή στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, θέση που θα κρατήσει για εικοσιπέντε χρόνια, ώς το 1912.
Το 1883 παντρεύεται την κόρη του Adler, την Άννα, η οποία και θα τον συνοδεύσει στο έργο του μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, το 1915. Θα εγκατασταθούν στην Αθήνα αγοράζοντας σπίτι κάτω από τον Λυκαβηττό, όπου θα κατοικήσουν με τα τρία παιδιά τους για ένα διάστημα, έως ότου ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση του κτιρίου στην οδό Φειδίου 1, όπου και σήμερα στεγάζεται το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας, έργο σε σχέδια του ιδίου. Tην Αθήνα την θεωρούσε πλέον δεύτερη πατρίδα του, πριν την ανταλλάξει αργότερα με τη Λευκάδα, οριστικά
και αμετάκλητα.
Το 1896 προτείνει να ιδρυθεί στην Αθήνα γερμανικό σχολείο, το οποίο χτίστηκε με δικά του σχέδια και πήρε το όνομά του, αυτό που έχει ώς σήμερα: Dörpfeld Gymnasium.
Με αφετηρία την Αθήνα αρχίζει μία έντονη δράση προς πολλές γεωγραφικές κατευθύνσεις. Στην Τροία καταφέρνει να βάλει σε τάξη το χάος του ερασιτέχνη ανασκαφέα, να ξεχωρίσει τα ανασκαφικά στρώματα και να τα χρονολογήσει.
Αποδεικνύεται πρωτοπόρος στις ανασκαφικές μεθόδους, στη δυνατότητα διάκρισης των χρονικών περιόδων μέσω της μελέτης της στρωματογραφίας του ανεσκαμμένου εδάφους. Αναπτύσσει κριτήρια διάκρισης των αρχιτεκτονικών λειψάνων παρατηρώντας τις διαφορές στα υλικά και την τεχνοτροπία των οικοδομημάτων, επομένως γίνεται ικανός να τεκμηριώνει τη χρονική ακολουθία και να αποκαθιστά την ιστορία ενός χώρου. Για την τεκμηρίωση των δεδομένων στηρίχτηκε και στη φωτογραφία, που η χρήση της έως εκείνα τα χρόνια δεν είχε ιδιαίτερα δοκιμαστεί στην αρχαιολογική έρευνα. Σειρές από αρχαιολογικές φωτογραφίες, αλλά και φωτογραφίες τοπίου, οφείλονται στον ίδιο όπως και οι χάρτες και τα σχέδια για την Ολυμπία των ρωμαϊκών χρόνων.
Αριστερά στην ακρόπολη της Τροίας και δεξιά στην αγορά των Αθηνών |
Πείθει τον επιστημονικό κόσμο ότι όντως ο λόφος του Χισαρλίκ είναι η ακρόπολις της Τροίας με αλλεπάλληλα χρονολογικά στρώματα και ότι η Τροία ΙΙ ήταν κύρια πόλη που καταστράφηκε από σεισμό, αλλά δεν ήταν η προσδοκώμενη μυκηναϊκή.
Με τον ίδιο τον Schliemann θα συνεχίσει στη μυκηναϊκή ακρόπολη της Τίρυνθας (1884-85), στην οποία θα επανέλθει και αργότερα. Στην Τίρυνθα αναγνωρίζει τα προϊστορικά στρώματα, αυτά που ο Schliemann είχε θεωρήσει ως βυζαντινά, ταυτίζει το μυκηναϊκό ανάκτορο και προχωρεί στη στερέωσή του.
Παράλληλα, συμμετέχει στις μεγάλες ανασκαφές της Ακρόπολης από το 1882 έως το 1886, ως συνεργάτης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Έλληνα ανασκαφέα Π. Καββαδία. Ερευνά τα προπερίκλεια Προπύλαια, τον Παρθενώνα, Προπαρθενώνα και τον Αρχέγονο Παρθενώνα, την κάτοψη του αρχαίου ναού της Αθηνάς, που βρίσκεται μεταξύ Ερεχθείου και Παρθενώνα, ο οποίος έκτοτε είναι γνωστός και ως ναός Dörpfeld. Aασχολείται και με το Ερέχθειο, τον Ναό της Νίκης, τη Χαλκοθήκη αλλά και με το θέατρο του Διονύσου.
Επιπρόσθετα, ενώ οι δύο μεγάλοι πόλοι των ενδιαφερόντων του έχουν ήδη διαφανεί, δηλαδή η αθηναϊκή τοπογραφία και ο κόσμος του Ομήρου, δημοσιεύει και πορίσματα ανασκαφών και ευρημάτων για πολλά μέρη της Αττικής,της Βοιωτίας, της Πελοποννήσου, αλλά και της Κέρκυρας και της Λευκάδας.
Μακρόχρονη και πολύμοχθη υπήρξε η ενασχόλησή του με τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης για τον εντοπισμό του Διονυσίου εν Λίμναις, το οποίο ταύτισε με το Λήναιον, ιδιαίτερα όμως με την περιοχή μεταξύ της Πνύκας και του λόφου της Ακρόπολης, στους ανατολικούς πρόποδες της Πνύκας, προκειμένου να προσδιορίσει τη θέση της περίφημης αρχαίας κρήνης, της Εννεακρούνου, χωρίς όμως επιτυχία. Αλλά και οι έρευνες στην αρχαία Αγορά δεν κατέληξαν σε αποδεκτά από την έρευνα συμπεράσματα.
Συγχρόνως εργάζεται στις ανασκαφές της Ελευσίνας με τον Δημήτρη Φίλιο μεταξύ 1883-90, ενώ το 1886 πάλι με τον Schliemann, στον Ορχομενό, για περιορισμένη έρευνα στον θολωτό τάφο. Επισκέπτεται μάλιστα την Κρήτη μαζί του, αλλά η ανασκαφή στην Κνωσό, τη σημασία της οποίας είχε ο Dörpfeld διαγνώσει, ναυάγησε.
Στην Τροία επανέρχεται το 1893-94, μετά τον θάνατο του Schliemann το 1890.
Τότε ανακαλύπτει την Τροία VI, το στρώμα, που ο Schliemann ονειρευόταν να βρει. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Αμερικανός αρχαιολόγος Carl Blegen θα αναθεωρήσει την άποψή του και θα ταυτίσει τη μυκηναϊκή Τροία με το στρώμα VIIa και όχι με το VI, το οποίο είχε καταστραφεί από σεισμό. Ο Dörpfeld, παρόλο που συνεργάστηκε μαζί του ως σύμβουλός του, θα επιμείνει στη δική του, λανθασμένη όμως, ταύτιση.
Ως διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου συνεργάζεται σε πολλές ελληνικές ανασκαφές. Συμμετέχει σε ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στον Πειραιά, στην Ελευσίνα, στην Επίδαυρο, στο Αμφιάρειο του Ωρωπού, στις Μυκήνες.
Αριστερά στην Πάφο της Κύπρου και δεξιά στους Επιζεφύριους Λοκρούς |
Για λογαριασμό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου ερευνά στο Σούνιο, τον ναό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα και τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα της Κορίνθου, καταλήγοντας με τις μετρήσεις του στην αποκατάσταση της κάτοψής του. Παράλληλα, στο διάστημα αυτό δραστηριοποιείται και στο Καβείριο των Θηβών, αλλά ελέγχει και διάφορα σημεία της Αθήνας. Είναι αναρίθμητοι οι χώροι της αθηναϊκής τοπογραφίας που ανασκάπτει ή επιβλέπει ως σύμβουλος – Δ. πλευρά του λόφου της Ακρόπολης, Ν. πλευρά της Ακρόπολης (Στοά Ευμένους, Χορηγικό Μνημείο του Νικία, θέατρο του Διονύσου, Ολυμπιείο, Βιβλιοθήκη του Αδριανού ) – και στη συνέχεια εκθέτει τις απόψεις του σε εμπεριστατωμένα άρθρα.
Συγχρόνως, δημοσιεύει πολλές μελέτες για διάφορα θέματα που αφορούν στην ελληνική αρχαιολογία, οι οποίες είναι πολύτιμες λόγω του συνθετικού τους χαρακτήρα.
Το 1906 επανέρχεται στη διεύθυνση των ανασκαφών της Ολυμπίας, ενώ το 1907 αναζητεί την Πύλο του βασιλιά Νέστορα στην Τριφυλία και όχι στη Μεσσηνία. Στον Κακόβατο της Τριφυλίας, όπου αποκαλύπτει τρεις μεγάλους θολωτούς τάφους, πιστεύει ότι βρίσκεται το παλάτι του Νέστορα. Ωστόσο μετά από νεώτερες ανασκαφές μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας πιστεύει ότι η θέση αυτή ίσως είναι ο λόφος του Εγκλιανού στη Μεσσηνία.
Ο Dörpfeld στις ανασκαφές του Κακοβάτου Τριφυλίας το 1907 |
Η σχέση του με τη Μικρά Ασία όχι μόνον δεν διακόπτεται, αλλά αναλαμβάνει διευθυντής ανασκαφών της αρχαίας Περγάμου από το 1900 έως το 1911, έχοντας πλέον ολοκληρώσει την έρευνα της αθηναϊκής τοπογραφίας. Αποκαλύπτει με μεγάλο επιτελείο συνεργατών τα κύρια δημόσια οικοδομήματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι χρησιμοποίησε εργάτες ντόπιους Περγαμηνούς αλλά και από την Ελλάδα, γεγονός που καθρεφτίζει τη σημασία που έδινε στη φιλική σχέση των λαών και στην εξάπλωση μιας πολιτισμικής επικοινωνίας.
Από το 1882 άρχισε να απασχολείται με το θέατρο του Διονύσου, ενώ παράλληλα είχε
πραγματοποιήσει μετρήσεις και μελέτη στο θέατρο της Επιδαύρου και στο μικρό θέατρο του
Πειραιά: Goessler 1951. Καρπός του ενδιαφέροντός του για το ελληνικό θέατρο, σε συνδυασμό με την επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχονται από τον Βιτρούβιο, θα αποτελέσει η μονογραφία για το ελληνικό θέατρο, που εκδίδεται αργότερα: Dörpfeld – Reisch 1896.
Στην Κέρκυρα αναλαμβάνει έρευνα και ανασκάπτει το περίφημο αρχαϊκό ιερό της Αρτέμιδος Γοργούς. Τότε, επιχορηγείται από τον Γερμανό αυτοκράτορα και θαυμαστή του, Γουλιέλμο Β´, ο οποίος και εν μέρει παρακολούθησε τις ανασκαφές των ετών 1911-14. Μελετά και τον ιδιότυπο υστεροαρχαϊκό ναό στο Καρδάκι του Μον Ρεπό, αφιερωμένο σε άγνωστη θεότητα και άλλα
σημεία της Κέρκυρας. Ιδιαίτερα τον απασχολεί η ταύτιση της ομηρικής Σχερίας, που την τοποθετεί στη ΒΔ Κέρκυρα, στη θέση Κεφάλι. Στην Κέρκυρα θα επανέλθει μεταξύ 1932-33.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η παρουσία του στην Ελληνική κοινωνία. Από τη διευθυντική θέση στο Γερμανικό Ινστιτούτο, όπου υπηρέτησε για 25 χρόνια, θα δραστηριοποιηθεί κοινωνικά ως γνήσιος φιλέλληνας σε μεγάλο βαθμό. Οι διαλέξεις του στην Αθήνα γίνονται περιώνυμες, διότι όχι μόνο γνώριζε όλες τις πέτρες της Αθήνας, αλλά είχε και το χάρισμα του απλού και καθαρού λόγου και τον ενθουσιασμό του γνήσιου επιστήμονα. Οργανώνει εβδομαδιαίες ξεναγήσεις για το κοινό κάθε χειμώνα μέχρι τον Απρίλιο, ξεναγώντας στην Αθήνα.
Από την άνοιξη του 1888 ξεκινά μακρύτερες, τακτικές περιηγητικές διαδρομές στην Πελοπόννησο. Πρόκειται για τα περίφημα Dörpfeld-Reisen που έγιναν δημοφιλή στους επιστήμονες και φιλάρχαιους. Κατά τις περιηγήσεις αυτές έρχεται ο ίδιος και η συντροφιά του σε επαφή με τον απλό λαό, τους χωρικούς ιδιαίτερα, στα σπίτια των οποίων φιλοξενούνταν, και τους κερδίζει όλους με τη σεμνότητά του, την προσήνεια και την ευγένειά του.
Με τα μέτρα της εποχής δεν ήταν βέβαια καθόλου εύκολες και ξεκούραστες οι εκπαιδευτικές αυτές επισκέψεις. Συμμετείχε πολύς κόσμος, φιλάρχαιοι, ιστορικοί και αρχαιολόγοι, και όλοι αποκόμιζαν γνώσεις από τις επισκέψεις στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στο Ιόνιο, στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Ενώ ποτέ δεν σπούδασε αρχαιολογία, ήταν σε θέση να ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα της τέχνης. Ήταν ακόμα σε θέση να επιλύει και φιλολογικά προβλήματα, λόγω της μεγάλης γνώσης του γύρω από την ιστορική γεωγραφία και την αρχαία γραμματεία. Για τον ίδιο η γνώση είχε ευρύτερα όρια, με την ιστορία, τη φιλολογία, την αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική να συναποτελούν μία ενότητα.
O Wilhelm Dörpfeld σε θολωτό τάφο των Μυκηνών (Σεπτέμβριος του 1891). |
Η σχέση του με τον Schliemann υπήρξε πάντως καθοριστική για τις πνευματικές του αναζητήσεις. Ο Όμηρος και η ιστορική αλήθεια του έπους θα τον συνοδεύσουν έως το τέλος της ζωής του. Άλλωστε, η γενικότερη ανθρωπιστική παιδεία, η ανασκαφική του εμπειρία και η βαθιά του σχέση με τον Όμηρο θα οδηγήσουν στη μετάφραση της Οδύσσειας το 1924. Με τη μελέτη της Τροίας και της Τίρυνθας είχε οικειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό το Ομηρικό έπος, ώστε κάνει μερικά χρόνια αργότερα σκοπό της ζωής του την ανεύρεση της πατρίδας του Οδυσσέα, της Ιθάκης.
Το ζήτημα της ταύτισης της Ιθάκης τον είχε απασχολήσει ήδη όταν ήταν στην Τίρυνθα το 1894 με τον Schliemann, και μαζί μάλιστα είχαν προγραμματίσει ανασκαφές στην Ιθάκη.
Η περιπλάνησή του όμως στην Ιθάκη και οι δοκιμαστικές τομές που έκανε το 1898 τον απογοήτευσαν ως προς την τοπογραφική επαλήθευση των ομηρικών στοιχείων. Επισκέπτεται στη συνέχεια τη Λευκάδα, πρώτη φορά το 1900 και εκφράζεται υπέρ της ταύτισής της με την πατρίδα του Οδυσσέα. Στη Λευκάδα θα επιβεβαιώσει κατά τη γνώμη του τον Όμηρο και μέχρι τέλους της ζωής του θα παραμείνει πεπεισμένος για τη θεωρία του ότι η Λευκάδα υπήρξε η Ομηρική Ιθάκη.
Στην πεδινή ζώνη του Νυδρίου θεώρησε ότι αναγνώρισε το βασιλικό παλάτι στο κτίριο P και το βασιλικό νεκροταφείο στους τάφους στο Στενό. Προσδιορίζει την Ομηρική πόλη της Ιθάκης στο Νυδρί, ταυτίζει το βουνό Νήριτον με το ορεινό συγκρότημα Ελάτης-Σταυρωτά, το βουνό Νήιον με τον Σκάρο, εντοπίζει το λιμάνι της Ιθάκης στον Βλυχό, το λιμάνι του Φόρκυος στον όρμο Σύβοτα, τη Μελάνυδρο κρήνη στο Μαυρονέρι του Νιοχωρίου, τον κήπο του Λαέρτη στη θέση Κρήνη του Πασά, το χοιροστάσιο του Εύμαιου στην κοιλάδα κάτω από τα χωριά Μαραθονοχώρι και Εύγηρος στη Χοιροσπηλιά, το νησάκι της Αστερίδας στο Αρκούδι.
Με μεγάλες προσπάθειες – και χορηγίες του Ολλανδού αρχαιολόγου και μαικήνα Goekoop αρχικά, στη συνέχεια Γερμανών ιδιωτών και τέλος του ιδίου του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β ´ – ανασκάπτει νεκροταφεία της εποχής του Χαλκού, μεγάλα ταφικά σύνολα στην πεδιάδα γύρω από το Νυδρί. Πρόκειται για ένα νεκροταφείο με 33 ταφικούς τύμβους που περιέκλειαν έναν κύριο τάφο και δύο-τρεις δευτερεύουσες ταφές, τους λεγόμενους βασιλικούς τάφους στο Στενό, τον ταφικό κυκλικό τύμβο με 14 ταφές στους πρόποδες του λόφου Σκάρος και τον ορθογώνιο ταφικό περίβολο με 10 ταφές στο Στενό για τους βασιλικούς συγγενείς και προνομιούχους αστούς (στην έρευνα διακρίνονται τα τρία μεγάλα σύνολα αντίστοιχα με τα γράμματα R, F, S). Η ποικιλία των μεγεθών και η ανομοιογένεια σε πλούτο κτερισμάτων – κεραμικά σκεύη, χρυσά κοσμήματα, εργαλεία και όπλα σε ορισμένους– είναι στοιχεία ενδεικτικά για τις διαφοροποιήσεις στην ιεράρχηση του κοινωνικού κορμού ήδη από τα ΠΕ χρόνια. Οπωσδήποτε, το σύνολο των ταφικών θέσεων στο Νυδρί μαρτυρεί αριστοκρατική κοινωνική ομάδα, με συγγενικές, εσωτερικές διαβαθμίσεις, με δύναμη και πλούτο προερχόμενο από θαλάσσιες επιχειρήσεις στην Αδριατική.
Αριστερά στον Ναό της Ήρας στην Πέργαμο και δεξιά στην Λευκάδα |
Παρόμοιες νεκροπόλεις από την ίδια περίοδο έχουν βρεθεί και στην ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και σε άλλους πολιτισμούς από τη Μεσοποταμία έως τα Βαλκάνια, φαινόμενο διαπολιτισμικό για την προβολή της μνήμης εξεχόντων νεκρών.
Η πτωχή σε αγροτικά προϊόντα Λευκάδα αποκαλύπτεται ως πλούσιο και σημαντικό εμπορικό λιμάνι στο Ιόνιο, στα πρώτα χρόνια της διακίνησης των μετάλλων, καθώς μέταλλα από την Τρωάδα διακινούνταν προς τη Σικελία, Σαρδηνία και Δ. Ιταλία.
Ο ίδιος, με βάση τις αρχαιολογικές γνώσεις της εποχής του, δεν ήταν σε θέση να κατατάξει τα ευρήματα στην Πρωτοχαλκή και Μεσοχαλκή περίοδο.
Με τον όρο «αρχαϊκός» χαρακτήριζε όλες τις εποχές του Χαλκού και τη τελευταία, την προσφιλή του, τη γνωστή με τον όρο Μυκηναϊκή. Το γεγονός ότι η κεραμική της Λευκάδας ήταν διαφορετική από αυτή των βασιλικών τάφων των Μυκηνών το απέδωσε σε διαφορετική καταγωγή, δηλαδή θεώρησε ότι οι Μυκηναίοι της ηπειρωτικής χώρας είχαν φοινικική προέλευση, αντίθετα με αυτούς των τάφων της Λευκάδας, που είχαν βόρεια, αχαϊκή. Στην άποψη αυτή συνάντησε μεγάλη αντίδραση από τους Furtwängler, von Wilamowitz και άλλους.
Έτσι, την ύστερη εποχή του Χαλκού, των Μυκηναίων και των Ομηρικών ηρώων, δεν στάθηκε δυνατόν να την επαληθεύσει, όπως νόμιζε. Και τούτο διότι η εντύπωση της απόλυτης σύμπτωσης έπους και ιστορικής πραγματικότητας είχε παγιωθεί σ’ αυτόν μετά την ανακάλυψη της Τροίας. Πίστευε ότι ο Όμηρος έζησε λίγο μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ενώ η επιστήμη σήμερα θεωρεί ότι τα έπη συγκροτήθηκαν στον 8ο αι. και επομένως απηχούν σύγχρονα πολιτισμικά στοιχεία της Υστερογεωμετρικής περιόδου, αλλά και παλαιότερα γεγονότα και έθιμα των τελευταίων Μυκηναϊκών χρόνων, 13ου και 12ου αι., και ότι βέβαια ποιητική αδεία παρουσιάζεται η ιστορική αλήθεια και η ιστορική γεωγραφία. Μάλιστα, στην προσπάθεια ανασύνθεσης της Μυκηναϊκής εποχής και ανεύρεσης του παλατιού του Αλκινόου στο νησί των Φαιάκων πραγματοποιεί έρευνα στην Κέρκυρα, μεταξύ 1913-14, στο ακρωτήριο Κεφάλι, το 1935 στην Παλαιοκαστρίτσα, χωρίς όμως επιτυχία.
Στη Λευκάδα εργάζεται με τη μέθοδο που γνώριζε από τις ανασκαφές στην Ανατολή, δηλαδή τη διάνοιξη τάφρων πολύ μικρού πλάτους, περ. 1 μ., αλλά μεγάλου βάθους, ώστε να μπορεί να ελέγχει τη στρωματογραφία. Η ανασκαφή των τάφων υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των μεγάλων προσχώσεων. Εντυπωσιακή υπήρξε η κινητοποίηση μεγάλου επιτελείου επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων, ανθρωπολόγων, γεωλόγων, αρχαιολόγων, ιστορικών, γεγονός που εκπλήσσει ακόμη και σήμερα.
Αριστερά: Λευκάδα, Μοναστήρι Αγ. Ιωάννη στο Ροδάκι. Δεξιά: Νεοχώρι Λευκάδας. Στον Dörpfeld άρεσε πολύ να φωτογραφίζει τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου |
Εκτός από τα ταφικά σύνολα, ο Dörpfeld ανασκάπτει πάλι με επιτελείο επιστημόνων και τη Χοιροσπηλιά της Λευκάδας. Από τη σπηλιά αυτή των νεολιθικών χρόνων, προγενέστερη δηλαδή της εποχής του Χαλκού, στην οποία ανήκουν οι ταφικοί τύμβοι του Νυδρίου, ήρθαν στο φως ωραία αγγεία με στίλβωση και με διακόσμηση σπειροειδή. Η διακόσμηση αυτή συνδέει τη Λευκάδα με ευρύτατο χώρο πολιτισμού, κοινό με τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, αλλά και περιοχές των Βαλκανίων. Δεν εξαντλείται όμως το ενδιαφέρον του στην προϊστορική εποχή, όπως άλλωστε και κατά την περίοδο που διέμενε στην Αθήνα. Τουλάχιστον 100 θέσεις – οι περισσότερες στη Δ. πλευρά του νησιού– όλων των περιόδων του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού έφερε στο φως με νέους συνεργάτες είτε με ανασκαφές είτε με έρευνες επιφανείας. Στην ίδια πεδιάδα του Νυδρίου ανέσκαψε τάφους της κλασικής και ελληνιστικής εποχής και εντόπισε κοντινούς οικισμούς, όπως και πύργους, που χρησίμευαν και ως κατοπτευτικοί και ως αγροικίες.
Ο αυτοκράτωρ Γουλιέλμος Β´ επισκέπτεται το νησί το 1908 και ξεναγείται από τον Dörpfeld. Του προσφέρει τότε μία πρόχειρη κατοικία που θα αποτελέσει τον τόπο διαμονής του. Στο μέσον της Α. πλευράς του νησιού, 3 χλμ. προς Β. υπάρχει μία χερσόνησος που προβάλλεται στη θάλασσα, αφού μεσολαβεί, μεταξύ Βλυχού και Νυδρίου, ένα μεγάλο βύθισμα ως μικρό ποτάμι. Στο Β. άκρο της, που πέφτει απότομα στη θάλασσα, στήνεται η κατοικία. Με τον καιρό διαμορφώθηκε και λειτούργησε ως μόνιμη. Εκτός από τις ελιές που φύτρωναν εκεί, φυτεύει και ο ίδιος κυπαρίσσια και πεύκα με σπόρους που έφερε από την Πέργαμο. Ένα δωμάτιο πίσω από το σπίτι του θα αποτελέσει την πρώτη αρχαιολογική συλλογή, την αρχική σύσταση του Αρχαιολογικού Μουσείου, την οποία και δωρίζει στη συνέχεια.
Στην παραλία, όπου η χερσόνησος πλησιάζει το νησί κατά 500 μ., υπάρχει το εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής. Εδώ έχτισε ένα μικρό μώλο ο Dörpfeld για να επικοινωνεί από το σπίτι του με την απέναντι πλευρά. Στο σημείο αυτό υπήρχε αρχαίο λιμάνι και ιερό των Νυμφών. Κατά τις ανασκαφές αποκαλύπτει πολλές απεικονίσεις των Νυμφών με τον νυμφαγέτη Ερμή, που αποτελούσαν αφιερώματα πιστών ναυτικών. Η εύρεση του ιερού των Νυμφών χρησιμεύει ως ένα ακόμη αποδεικτικό για τη θεωρία του περί της ταύτισης της Λευκάδας με την Ιθάκη, εφόσον ο Όμηρος αναφέρεται σε ιερό των Νυμφών στην Ιθάκη.
Η Λευκάδα θα αποτελέσει τον αγαπημένο και κύριο τόπο διαμονής του από το 1908 έως τον θάνατό του. Στο εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής, λίγο μετά τη γιορτή των γενεθλίων των 86 χρόνων του, στις 26.12.1939, κηδεύτηκε ο μεγάλος φιλέλληνας με την αγάπη όλων των απλών ανθρώπων, των ψαράδων και των γεωργών. Τη Μ. Πέμπτη, στις 25 Απριλίου του 1940, στο σπίτι του στη Λευκάδα, μετά από σύντομη ασθένεια, χωρίς πόνους, έφυγε για πάντα. Το μνήμα του στήθηκε από την κοινότητα της Λευκάδας, ενώ τον τόπο ταφής του τον είχε ο ίδιος επιλέξει πριν χρόνια, κοντά σε κυπαρίσσια με θέα στους προϊστορικούς τάφους που είχε ανασκάψει.
Στην κηδεία του, στο εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής, τον συνόδευσαν οι δικοί του, η ελληνική και η γερμανική σημαία, τα στεφάνια του Γερμανού αυτοκράτορα και της ελληνικής κυβέρνησης, των φίλων ακαδημαϊκών και των ιδρυμάτων, αλλά και ο κόσμος της Λευκάδας, του νησιού που τόσο αγάπησε. Είχε το μεγάλο χάρισμα της ζεστής ανθρώπινης επικοινωνίας, της απλόχερης φιλίας προς όλους.
Ήταν φίλος όχι μόνον με τους αυτοκράτορες και τους «προύχοντες», αλλά και με τους καθημερινούς, απλούς ανθρώπους. Γνώρισε πολλές τιμές εν ζωή από τη γερμανική και ξένη επιστημονική κοινότητα με απονομές αναρίθμητων μεταλλίων. Τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με το ανώτερο παράσημο του Φοίνικος, από τον φίλο του αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β´, ακόμη και από το Γ ´ Ράιχ παρασημοφορήθηκε και αναγνωρίστηκε το έργο του με θαυμασμό, ενώ προτομή του στήθηκε στην αρχαία Ολυμπία.
Η σχέση του με τους Έλληνες επιστήμονες υπήρξε πάντα θερμή και γόνιμη. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία σε τιμητική διάλεξη που έγινε στο Γερμανικό Ινστιτούτο της Αθήνας το 1931 υπήρξε αμοιβαία η βοήθεια και ο έλεγχος στην έρευνα. Ο Dörpfeld ήταν άνθρωπος ακούραστος, με μεγάλη θέληση και μεγάλη ψυχική αντοχή ακόμα και σε ασθένειες, στο τέλος μάλιστα είχε πρόβλημα στα μάτια του και δεν μπορούσε να γράψει. Ήταν υπομονετικός μέχρι τέλους στις ατυχίες της ζωής, όπως στον θάνατο της συζύγου του, των δύο θυγατέρων του και μιας εγγονής του.
Ο Δαίρπφελδ τάφηκε στην Λευκάδα, στο μονοπάτι προς την Αγία Κυριακή με θέα τη θάλασσα και το κάμπο του Νυδριού όπως υπήρξε και η τελευταία επιθυμία του. |
Συγχρόνως, ήταν και ένας άνθρωπος της εποχής του, ένας ρομαντικός σε σχέση με το πάθος της ανακάλυψης του ευρωπαϊκού νότου, του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού πολιτισμού, ενθουσιασμός που διακατείχε σε κάποιο βαθμό βέβαια όλους τους γνήσιους πεπαιδευμένους του 19ου και του 1ου μισού του 20ού αι. Η σχέση του με τη Λευκάδα-Ιθάκη, πατρίδα του Οδυσσέα κατά τη θεωρία του, ενσωματώνεται εν μέρει μέσα σ’ αυτό το κλίμα.
Στο βάθος όμως όλης του της δράσης οφείλει να αναγνωρίσει κανείς ένα πάθος για τον Ελληνικό πολιτισμό και τα μνημεία όλων των εποχών της Ελλάδας. Όπως άλλοι φιλέλληνες έδωσαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών κατά την επανάσταση, ο Dörpfeld επένδυσε όλο του το είναι στην προσπάθεια για την αποκάλυψη και τη μετάδοση της γνώσης της Ελληνικής αρχαιότητας τόσο στον επιστημονικό όσο και στον απλό κόσμο. Και αυτό είναι μία ακόμη πτυχή υψίστου φιλελληνισμού.
Ευγενία Βικέλα:" WILHELM DÖRPFELD: Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ, Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ, Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ"
Αριστομένης ο Μεσσήνιος