Η τοποθεσία Τουρλιδίτσα ευρίσκεται περί το 1 χλμ. ΝΑ του χωρίου Σουληνάριον της επαρχίας Πυλίας. Στην θέση αυτή ο Μαρινάτος ανέσκαψε μικρό θολωτό τάφο (διάμ. 5,1μ.), συλημένο κατά την Ελληνιστική εποχή. Μεταξύ των διασωθέντων ευρημάτων, ήταν χάλκινος ήλος ξίφους με χρυσή επένδυση, χάλκινο μαχαιρίδιον ή ξυρόν και λίθινος λύχνος. Η ανευρεθείσα κεραμεική χρονολογείται στην ΥΕΙΙ– ΙΙΙΑ φάση, -1500 έως -1100, ενώ υπάρχουν ενδείξεις Μεσοελλαδικού τύμβου, -2200 έως -1800.
Ο Θολωτός τάφος:
Η εξωτερική όψις του τύμβου τούτου ήτο αινιγματική. Εκαλύπτετο (και καλύπτεται εισέτι, πλην του ανασκαφέντος τμήματος) από πυκνήν βλάστησιν και μεγάλα δένδρα δρυών εις την Β. πλευράν. Εφαίνετο μέγας, αλλά δεν ήτο, διότι μόνη η από Β. προς Ν. διαμετρός του ήτο σημαντική (περί τα 40μ.), ενώ η από Α. προς Δ. ήτο πολύ μικρότερα.
Η τοποθεσία είναι πετρώδης και οι πέριξ αγροί λεπτόγεοι. Μετά τινας δισταγμούς εδόθη εις τους εργάτας εντολή να αρχίσουν την ερευνάν εις τι σημείον επί της Ανατολικής πλευράς του τύμβου. Πράγμιατι, ολίγας ώρας βραδύτερον, ανεφάνησαν τα σημεία του δρόμου ενός θολωτού τάφου.
Ο δρόμος ούτος ήτο τετειχισμένος κατά τας πλευράς, αλλ’ ήτο μικρών διαστάσεων. Η επίχωσίς του απετελείτο εκ σκληροτάτου χώματος (ριτσινιάς) και ήτο ανάμεικτος μετά τινών λίθων. Περιείχεν άφθονα οστά και οδόντας βοοειδών και τεμάχια μεγάλων χονδροειδών αγράφων πίθων ΜΕ παραδόσεως, μόνον εις το εσώτατον μέρος, προ της θύρας. Η ανασκαφή παρετάθη επί τρεις μόνον ημέρας, διακοπείσα περί την μεσημβρίαν της τελευταίας ημέρας λόγω επιδεινώσεως του καιρού, αλλ’ επαναληφθείσα βραδύτερον, κατά το 1967, οπότε και επερατώθη. Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα ήσαν τα ακόλουθα:
Του τάφου ανεσκάφη κατά την πρώτην σκαφήν ολόκληρος ο βραχύς δρόμος, το στόμιον και μικρόν τμήμα της πρόσθιας θόλου (πίν. 106α), χωρίς όμως να φθάσωμεν εις τον πυθμένα των δύο τελευταίων τμημάτων. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι επενδεδυμένα δια μικρών πλακωτών λίθων.
Το αριστερόν τοίχωμα διατηρείται καλύτερον μέχρι μήκους 2.75μ. από της θύρας. Το πλάτος του δρόμου είναι 1.70μ. (πίν.106β).
Το στόμιον του τάφου στενούται προς το μέρος της θόλου, ώστε έχει κάτοψιν τραπεζίου. Τα τοιχώματα συγκλίνουν προς τα άνω. Διατηρούνται λείψανα αμελέστατης τειχίσεως και εις τα δύο άκρα του στομίου (πίν.107α).
Ολόκληρος η επίχωσίς ενταύθα ήτο πλήρης οστών ζώων και πολλών οδόντων βοός, τούτο δε παρετηρήθη και εις το μικρόν τμήμα της θόλου, το οποίον ανεσκάφη όπισθεν της θύρας. Ομού μετά των ζωικών όμως υπήρχον και ανθρώπινα οστά και όστρακα αγγείων άχρωμων. Ταύτα προέρχονται εκ της αναμοχλεύσεως του τάφου, ήτις φαίνεται να είναι πλήρης. Τα οστά των ζώων, επειδή συνοδεύονται και υπό ανθράκων, ερμηνευτέα ως λείψανα θυσιών ή τουλάχιστον νεκροδείπνων είτε εκ της Μυκηναϊκής εποχής, είτε πιθανώτερον εκ μεταγενεστέρας, ήτοι Ελληνικής και Ελληνιστικής περιόδου, διότι ευρέθησαν όστρακα των περιόδων τούτων.
Του εσωτερικού της θόλου πολύ μικρόν τμήμα ανεσκάφη, ακριβώς παρά την θύραν. Πλησίον του υποτιθεμένου πυθμένος της θόλου ευρέθη χαλκούς ήλος, εκ ξίφους προφανώς, μετά επενδύσεως εκ φύλλου ευτελούς χρυσού, και εν γλωσσοειδές μαχαίριον (ξυρόν). Είναι καλής διατηρήσεως, διατηρεί και τούς τρεις ήλους της λαβής και έχει μήκος 0.205 (πίν.107β).
Του εσωτερικού της θόλου πολύ μικρόν τμήμα ανεσκάφη, ακριβώς παρά την θύραν. Πλησίον του υποτιθεμένου πυθμένος της θόλου ευρέθη χαλκούς ήλος, εκ ξίφους προφανώς, μετά επενδύσεως εκ φύλλου ευτελούς χρυσού, και εν γλωσσοειδές μαχαίριον (ξυρόν). Είναι καλής διατηρήσεως, διατηρεί και τούς τρεις ήλους της λαβής και έχει μήκος 0.205 (πίν.107β).
Η επακολουθήσασα πλήρης ανασκαφή του τάφου δεν απέδωκε πολλά νεώτερα αποτελέσματα: Ο δρόμος του τάφου έδειξεν, ότι το αρμολόγημα μεταξύ των πλακωτών λίθων της επενδύσεως εγίνετο δια λευκών χαλίκων (πίν.108β) προς διακοσμητικούς λόγους. Του στομίου τα τοιχώματα συγκλίνουσι τόσον ισχυρώς προς τα άνω, ώστε ίσως δεν υπήρχε καν ανώφλιον, αλλά το στόμιον κατέληγε τριγωνικώς άνω δίκην κουφιστικού τριγώνου (πίν.108α). Τούτο διαφαίνεται και εκ του σχεδίου του τάφου (παρένθ. πίναξ Α, τομή Γ- Γ), το οποίον οφείλεται εις τον αρχιτέκτονα της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως κ. Α. Βαζιριαντζίκην.
Η πλήρης ανασκαφή της θόλου έδειξεν, ότι ο τάφος ανήκει εις την κατηγορίαν των μικρών πριγκιπικών τάφων διαμέτρου 5 μέτρων (ο παρών αριθμεί 5.10 μ. διαμέτρου), εξ ων γέμει η περιοχή της Πύλου. Το μέγιστον σωζόμενον ύψος των τοίχων της θόλου (έναντι της θύρας) είναι 1.20μ. (πίν.109α.β), οι δε λίθοι είναι πλακωτοί, μέτριων ή και μικρών διαστάσεων.
Εις το δάπεδον της θόλου ευρέθησαν δύο λακκοειδείς βόθροι δεξιά και αριστερά της εισόδου και εις βαθύς λάκκος εις τον μυχόν, έναντι της θύρας (σχέδιον παρενθ. πίνακος Α και πίν. 109α.β). Ο δεξιός βόθρος (1.10X 0.50 μετά μεγίστου βάθους 0.50) και ο αριστερός (1.10X 0.60 μετά βάθους 0.40) ουδέν περιείχον, ούδ’ οστούν ουδέ λίθον πλην ελάχιστων αγράφων οστράκων.
Ο λάκκος ευρέθη σεσυλημένος. Αι διαστάσεις αυτού εις το μέρος των χειλέων ήσαν 2.20X 1.00, εις δε το Ν. άκρον ευρέθησαν εν αταξία τρεις εκ των άλλοτε καλυπτήρων αυτού πλακών. Η μεγίστη έχει μήκος 1μ., πλάτος 0.50 και πάχος 0.12. Το βάθος του λάκκου έφθανε τα 1.60μ. Εις τα ανώτατα στρώματα (15-20 εκ. από του δαπέδου) ανεφάνησαν οστρακά τινα και σχεδόν ημίσεια κύλιξ του Εφυραϊκού τύπου (πίν.112β1). Καθ’ όλην την λοιπήν επίχωσιν ανεφαίνετο από καιρού εις καιρόν όστρακόν τι άγραφον. Εν χείλος σταμνοειδούς αγγείου εδείκνυε ταινίας και πριονοειδή γραμμήν δι΄ ερυθροκαστάνου χρώματος. Εις τον πυθμένα έκειντο ελάχιστα ίχνη οστών ή ακριβέστερον τα αποτυπώματα τούτων επί του ερυθρωπού πηλού (ριτσινιά), όστις ασκεί ολεθρίαν διαβρωτικήν επίδρασιν. Τα όστρακα ήσαν άγραφα και κιτρινωπού ή λευκωπού πηλού, γενικώς δε πτωχής κατασκευής.
Επί του δαπέδου της θόλου, πλησίον του λάκκου, ευρέθη το μοναδικόν λίθινον βέλος του τάφου. Υπεράνω όμως του λάκκου έκειντο τα αφθονώτατα ευρεθέντα ίχνη λατρείας, ήτοι οστά μεγάλων ζώων (βοοειδών, χοίρων ή ίσως και άλλων ζώων) και όστρακα μικρών και μεγάλων αγγείων Ελληνίκης ή Ελληνιστικής εποχής (μεγάλαι λεκάναι ή κάδοι ή αιχμηροί αμφορείς, όρα πίν.113-114), ων μεταξύ και τεμάχια δακρυδόχων. Λίθινος λύχνος κολοβός εκ πορφύρου ευρέθη επί του χείλους του τάφου (πίν.112γ).
Εις το δάπεδον της θόλου ευρέθησαν δύο λακκοειδείς βόθροι δεξιά και αριστερά της εισόδου και εις βαθύς λάκκος εις τον μυχόν, έναντι της θύρας (σχέδιον παρενθ. πίνακος Α και πίν. 109α.β). Ο δεξιός βόθρος (1.10X 0.50 μετά μεγίστου βάθους 0.50) και ο αριστερός (1.10X 0.60 μετά βάθους 0.40) ουδέν περιείχον, ούδ’ οστούν ουδέ λίθον πλην ελάχιστων αγράφων οστράκων.
Ο λάκκος ευρέθη σεσυλημένος. Αι διαστάσεις αυτού εις το μέρος των χειλέων ήσαν 2.20X 1.00, εις δε το Ν. άκρον ευρέθησαν εν αταξία τρεις εκ των άλλοτε καλυπτήρων αυτού πλακών. Η μεγίστη έχει μήκος 1μ., πλάτος 0.50 και πάχος 0.12. Το βάθος του λάκκου έφθανε τα 1.60μ. Εις τα ανώτατα στρώματα (15-20 εκ. από του δαπέδου) ανεφάνησαν οστρακά τινα και σχεδόν ημίσεια κύλιξ του Εφυραϊκού τύπου (πίν.112β1). Καθ’ όλην την λοιπήν επίχωσιν ανεφαίνετο από καιρού εις καιρόν όστρακόν τι άγραφον. Εν χείλος σταμνοειδούς αγγείου εδείκνυε ταινίας και πριονοειδή γραμμήν δι΄ ερυθροκαστάνου χρώματος. Εις τον πυθμένα έκειντο ελάχιστα ίχνη οστών ή ακριβέστερον τα αποτυπώματα τούτων επί του ερυθρωπού πηλού (ριτσινιά), όστις ασκεί ολεθρίαν διαβρωτικήν επίδρασιν. Τα όστρακα ήσαν άγραφα και κιτρινωπού ή λευκωπού πηλού, γενικώς δε πτωχής κατασκευής.
Επί του δαπέδου της θόλου, πλησίον του λάκκου, ευρέθη το μοναδικόν λίθινον βέλος του τάφου. Υπεράνω όμως του λάκκου έκειντο τα αφθονώτατα ευρεθέντα ίχνη λατρείας, ήτοι οστά μεγάλων ζώων (βοοειδών, χοίρων ή ίσως και άλλων ζώων) και όστρακα μικρών και μεγάλων αγγείων Ελληνίκης ή Ελληνιστικής εποχής (μεγάλαι λεκάναι ή κάδοι ή αιχμηροί αμφορείς, όρα πίν.113-114), ων μεταξύ και τεμάχια δακρυδόχων. Λίθινος λύχνος κολοβός εκ πορφύρου ευρέθη επί του χείλους του τάφου (πίν.112γ).
Η ολοκληρωτική σύλησις του τάφου διαφαίνεται και εκ της πενίας εις κεραμεικά ευρήματα. Μόνον τρία αγγεία κατέστη δυνατόν νά ανασυγκροτηθώσιν, εις τρίωτος πιθαμφορεύς, μία κύλιξ Εφυραϊκού τύπου και εις άωτος κύαθος (πίν.112α.β1-2). Ουδέν γραπτόν αγγείον περιεσώθη, αλλά το σύνολον των ευρημάτων (συμπεριλαμβανομένου και του λίθινου λύχνου πίν.112γ και του γλωσσοειδούς ξυρού πίν.107β, όπερ μετά το -1400 εξαφανίζεται)1 δεικνύουν την χρονικήν τοποθέτησιν του τάφου. Ανήκει εις την Μυκ. II και III Α εποχήν, ήτοι καλύπτει ολόκληρον τον -15ον αιώνα, επιζήσας πιθανώς και κατά την αμέσως επομένην περίοδον. Ο πιθαμφορεύς (πίν.112α), το αρχαιότερον αγγείον του τάφου, είναι τυπικόν δείγμα των μέσων του 15ου αιώνος (Μυκ. IIΒ).
Ό,τι προσδίδει ιδιαιτέραν σημασίαν εις τον άλλως πενιχρόν τάφον είναι πρώτον το ιδιότυπον σχήμα της εισόδου του και είτα η δια μίαν εισέτι φοράν πιστουμένη λατρεία των Μυκηναϊκών νεκρών κατά τους Ελληνικούς χρόνους. Το αρχιτεκτονικόν του τάφου ενδιαφέρον συνίσταται εις την πιθανώς τριγωνικήν μορφήν του στομίου του, ου το άνοιγμα ηλαττούτο εφόσον προεχώρει προς το εσωτερικόν του τάφου. Πράγματι, ενώ το πλάτος του στομίου εξωτερικώς μετρεί 1.35μ. εις το εσωτερικόν μέρος ελαττούται είς 1.15μ. Εις το μέσον του στομίου το πλάτος εις το δάπεδον είναι 1.20, ενώ εις 55 εκατοστών ύψος (διότι τόσον μόνον ύψος διατηρείται εις το δεξιόν τοίχωμα) το πλάτος ελαττούται εις 1 μέτρον.
Ό,τι προσδίδει ιδιαιτέραν σημασίαν εις τον άλλως πενιχρόν τάφον είναι πρώτον το ιδιότυπον σχήμα της εισόδου του και είτα η δια μίαν εισέτι φοράν πιστουμένη λατρεία των Μυκηναϊκών νεκρών κατά τους Ελληνικούς χρόνους. Το αρχιτεκτονικόν του τάφου ενδιαφέρον συνίσταται εις την πιθανώς τριγωνικήν μορφήν του στομίου του, ου το άνοιγμα ηλαττούτο εφόσον προεχώρει προς το εσωτερικόν του τάφου. Πράγματι, ενώ το πλάτος του στομίου εξωτερικώς μετρεί 1.35μ. εις το εσωτερικόν μέρος ελαττούται είς 1.15μ. Εις το μέσον του στομίου το πλάτος εις το δάπεδον είναι 1.20, ενώ εις 55 εκατοστών ύψος (διότι τόσον μόνον ύψος διατηρείται εις το δεξιόν τοίχωμα) το πλάτος ελαττούται εις 1 μέτρον.
Ως προς την λατρείαν των νεκρών, αύτη πιστούται και εις τον δρόμον και εις το στόμιον και εντός της θόλου, ως ελέχθη. Εκ των αφιερωθέντων αγγείων οι οξυπύθμενοι αμφορείς του οίνου είναι ήδη καλώς γνωστοί εκ της νεκροπόλεως Βολιμιδίων, ένθα ο τελευταίως ευρεθείς2 είναι ενεπίγραφος.
Εκ του παρόντος τάφου έχομεν το δεύτερον παράδειγμα: Ευμέγεθες τεμάχιον καδοειδούς αγγείου συγκολληθέν εκ τριών θραυσμάτων έφερεν εκτεταμένην επιγραφήν (πίν.114β). Δυστυχώς εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ανάγνωσις των επιγραφών δεν κατέστη δυνατή. Εις την παρούσαν επιγραφήν έχομεν να κάμωμεν με κεφαλαιογράμματον γραφήν ίσως του τρίτου, αν μη και του τετάρτου αιώνος. Αλλά μονον εν ή δύο γράμματα δύνανται να αναγνωρισθώσι μετά τίνος ασφαλείας. Η αιτία είναι αι διαβρωτικαί ιδιότητες του κοκκινωπού πηλού, ων πείραν οδυνηράν έχομεν πολλαχόθεν οι αρχαιολόγοι, διότι κατατρώγει και την επιφάνειαν των αγγείων εις αρκετόν βάθος. Τούτο είναι δυστύχημα, διότι ενώ εις την περίπτωσιν του αμφορέως Κεφαλοβρύσου πρόκειται περί προελεύσεως και ποιότητος του οίνου προφανώς, ενταύθα σχεδόν ασφαλώς πρόκειται περί αφιερώσεως. Απωλέσθη ούτω σημαντική ευκαιρία, εξής θα εμανθάνομέν τι θετικώτερον περί της εν Μεσσηνία εντατικώς ασκούμενης λατρείας των Μυκηναϊκών νεκρών, περί ης ήδη επανειλημμένως έχομεν διαλάβει3.
Κατάλογος των αγγείων του τάφου Τουρλιδίτσας
1) Ευμεγέθης τρίωτος αμφορεύς συγκολληθείς εκ πληθώρας τεμαχίων ευρεθέντων πανταχού του τάφου. Πηλός ωχρός μέτριας οπτήσεως. Ο λαιμός μάλλον στενός. Λαβαί ευμεγέθεις τοξοειδείς μετά μεσαίας νευρώσεως. Ελάχιστα ίχνη ερυθρού χρώματος επί των ώμων και πριονοειδούς γραμμής επί των χειλέων. Υψος 0.46 (πίν.112α).
2) Ευμεγέθης δίωτος κύλιξ μετά μετρίως υψηλού ποδός. Πηλός ωχρός. Ελλιπής. Ευρέθη εις τα ανώτερα στρώματα του λάκκου του τάφου. Υψος 0.175. Διάμετρος 0.11 (πίν.112β1).
3) Άωτος κύαθος εξ απλού πηλού. Ελλιπής. Διάμ. 0.11 (πίν.112β2 ).
4) Λίθινος λύχνος εκ πορφύρου σκοτεινού χρώματος. Ελλιπής και λίαν διαβεβρωμένος την επιφάνειαν. Διάμετρος 0.14 (πίν.112γ).
5) Δίωτον ευμέγεθες καδοειδές αγγείον Ελληνιστικής εποχής συγκροτηθέν κατά το άνω ήμισυ, αλλά μετά πολλών χασμάτων. Πηλός απλούς άχρους. Διάμετρος των χειλέων 0.25 (πίν. 113α).
6) Το κατώτατον μέρος μεγάλου και ευρέος οξυπυθμένου αμφορέως ή πίθου εξ απλού πηλού ακαθάρτου μετά τεμαχίων τετριμμένης κεράμου. Ίσως χρονολογητέον εις αρχαϊκήν περίοδον. Διάμετρος εις το σημείον του σωζομένου ύψους 0.42 (πίν.113β).
7) Το κάτω ήμισυ αιχμηρού αμφορέως εξ απλού πηλού, Ελληνιστικής εποχής. Σωζόμενον ύψος 0.33 (πίν.113γ).
8) Το ήμισυ περίπου ευμεγέθους καδοειδούς αγγείου εξ απλού πηλού. Ήτο αρχαιόθεν τεθραυσμένον, διότι διατηρεί μολύβδινον σύνδεσμον. Κατά τον πυθμένα οπή εκροής εις το τοίχωμα της κοιλίας. Ελληνιστικής εποχής. Ύψος 0.285 (πίν.114α).
9) Όστρακον εκ καδοειδούς αγγείου όμοιου προς το προηγούμενου. Πηλός απλούς. Λείψανα επιγραφής επί της εξωτερικής επιφανείας. Μέγιστον μήκος 0.27 (πίν.114β).
Ενδείξεις Μεσοελλαδικού τύμβου
Μεταξύ του υλικού που βρέθηκε, υπάρχουν πολλά κομμάτια μεγάλων πίθων, αλλά και άλλα όστρακα από μικρότερους πίθους, καθώς και όστρακα από μετρίως χονδρά αγγεία, «τύπου Βορουλίων». Τα αγγεία αυτά μπορεί να είναι ΜΕ παραδόσεως. Όμως υπάρχουν μερικά ακόμη ευρήματα, που έχουν πιο καθαρό ΜΕ χαρακτήρα, αν και, χρονολογικώς, πιθανόν να είναι μεταβατικά, -1800. Βρέθηκαν σε «βαθύτατα» στρώματα στο Στόμιο του Θολωτού τάφου, πράγμα που δείχνει μία προγενέστερη χρήση του χώρου, την οποία και κατέστρεψε ο θολωτός τάφος.
Εκ του παρόντος τάφου έχομεν το δεύτερον παράδειγμα: Ευμέγεθες τεμάχιον καδοειδούς αγγείου συγκολληθέν εκ τριών θραυσμάτων έφερεν εκτεταμένην επιγραφήν (πίν.114β). Δυστυχώς εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ανάγνωσις των επιγραφών δεν κατέστη δυνατή. Εις την παρούσαν επιγραφήν έχομεν να κάμωμεν με κεφαλαιογράμματον γραφήν ίσως του τρίτου, αν μη και του τετάρτου αιώνος. Αλλά μονον εν ή δύο γράμματα δύνανται να αναγνωρισθώσι μετά τίνος ασφαλείας. Η αιτία είναι αι διαβρωτικαί ιδιότητες του κοκκινωπού πηλού, ων πείραν οδυνηράν έχομεν πολλαχόθεν οι αρχαιολόγοι, διότι κατατρώγει και την επιφάνειαν των αγγείων εις αρκετόν βάθος. Τούτο είναι δυστύχημα, διότι ενώ εις την περίπτωσιν του αμφορέως Κεφαλοβρύσου πρόκειται περί προελεύσεως και ποιότητος του οίνου προφανώς, ενταύθα σχεδόν ασφαλώς πρόκειται περί αφιερώσεως. Απωλέσθη ούτω σημαντική ευκαιρία, εξής θα εμανθάνομέν τι θετικώτερον περί της εν Μεσσηνία εντατικώς ασκούμενης λατρείας των Μυκηναϊκών νεκρών, περί ης ήδη επανειλημμένως έχομεν διαλάβει3.
Κατάλογος των αγγείων του τάφου Τουρλιδίτσας
1) Ευμεγέθης τρίωτος αμφορεύς συγκολληθείς εκ πληθώρας τεμαχίων ευρεθέντων πανταχού του τάφου. Πηλός ωχρός μέτριας οπτήσεως. Ο λαιμός μάλλον στενός. Λαβαί ευμεγέθεις τοξοειδείς μετά μεσαίας νευρώσεως. Ελάχιστα ίχνη ερυθρού χρώματος επί των ώμων και πριονοειδούς γραμμής επί των χειλέων. Υψος 0.46 (πίν.112α).
2) Ευμεγέθης δίωτος κύλιξ μετά μετρίως υψηλού ποδός. Πηλός ωχρός. Ελλιπής. Ευρέθη εις τα ανώτερα στρώματα του λάκκου του τάφου. Υψος 0.175. Διάμετρος 0.11 (πίν.112β1).
3) Άωτος κύαθος εξ απλού πηλού. Ελλιπής. Διάμ. 0.11 (πίν.112β2 ).
4) Λίθινος λύχνος εκ πορφύρου σκοτεινού χρώματος. Ελλιπής και λίαν διαβεβρωμένος την επιφάνειαν. Διάμετρος 0.14 (πίν.112γ).
5) Δίωτον ευμέγεθες καδοειδές αγγείον Ελληνιστικής εποχής συγκροτηθέν κατά το άνω ήμισυ, αλλά μετά πολλών χασμάτων. Πηλός απλούς άχρους. Διάμετρος των χειλέων 0.25 (πίν. 113α).
6) Το κατώτατον μέρος μεγάλου και ευρέος οξυπυθμένου αμφορέως ή πίθου εξ απλού πηλού ακαθάρτου μετά τεμαχίων τετριμμένης κεράμου. Ίσως χρονολογητέον εις αρχαϊκήν περίοδον. Διάμετρος εις το σημείον του σωζομένου ύψους 0.42 (πίν.113β).
7) Το κάτω ήμισυ αιχμηρού αμφορέως εξ απλού πηλού, Ελληνιστικής εποχής. Σωζόμενον ύψος 0.33 (πίν.113γ).
8) Το ήμισυ περίπου ευμεγέθους καδοειδούς αγγείου εξ απλού πηλού. Ήτο αρχαιόθεν τεθραυσμένον, διότι διατηρεί μολύβδινον σύνδεσμον. Κατά τον πυθμένα οπή εκροής εις το τοίχωμα της κοιλίας. Ελληνιστικής εποχής. Ύψος 0.285 (πίν.114α).
9) Όστρακον εκ καδοειδούς αγγείου όμοιου προς το προηγούμενου. Πηλός απλούς. Λείψανα επιγραφής επί της εξωτερικής επιφανείας. Μέγιστον μήκος 0.27 (πίν.114β).
Ενδείξεις Μεσοελλαδικού τύμβου
Μεταξύ του υλικού που βρέθηκε, υπάρχουν πολλά κομμάτια μεγάλων πίθων, αλλά και άλλα όστρακα από μικρότερους πίθους, καθώς και όστρακα από μετρίως χονδρά αγγεία, «τύπου Βορουλίων». Τα αγγεία αυτά μπορεί να είναι ΜΕ παραδόσεως. Όμως υπάρχουν μερικά ακόμη ευρήματα, που έχουν πιο καθαρό ΜΕ χαρακτήρα, αν και, χρονολογικώς, πιθανόν να είναι μεταβατικά, -1800. Βρέθηκαν σε «βαθύτατα» στρώματα στο Στόμιο του Θολωτού τάφου, πράγμα που δείχνει μία προγενέστερη χρήση του χώρου, την οποία και κατέστρεψε ο θολωτός τάφος.
Επίσης η εύρεση δύο διπλών αγγείων και δύο κανθαροειδών οδηγούν προς χρονολόγηση μεταβατική ΜΕ/YE, αλλά και πάλι δεν γνωρίζουμε, αν αυτά σχετίζονται με τον ίδιο τον τάφο, που, κατά τα άλλα είναι πολύ υστερότερος, ή με κάποια προγενέστερη χρήση του χώρου.
Η παρουσία κομματιών από μεγάλους πίθους μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ύπαρξης ταφικών πίθων και τύμβου της Μεσοελλαδικής εποχής, -2200 έως -1800. Χωρίς ανασκαφική, όμως, έρευνα, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει βεβαιότητα.
Η παρουσία κομματιών από μεγάλους πίθους μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ύπαρξης ταφικών πίθων και τύμβου της Μεσοελλαδικής εποχής, -2200 έως -1800. Χωρίς ανασκαφική, όμως, έρευνα, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει βεβαιότητα.
Σπυρίδωνος Μαρινάτου
Ανασκαφαί εν Πύλω. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1966, 14.
Σημειώσεις:
1 Όρα την Ιστορίαν του οργάνου τούτου μετά περαιτέρω βιβλιογραφίας έν Archaeologia Homerica τεύχος Β', σ. Β 32, εικών 13 g και σημ. 209 (Marinatos).
2 Κεφαλοβρύσου τάφος 2, όρα Εργον 1964, σ. 80 έξ.
3 Όρα κυρίως Das Altertum 1, 1955, 147 έξ.
Σημειώσεις:
1 Όρα την Ιστορίαν του οργάνου τούτου μετά περαιτέρω βιβλιογραφίας έν Archaeologia Homerica τεύχος Β', σ. Β 32, εικών 13 g και σημ. 209 (Marinatos).
2 Κεφαλοβρύσου τάφος 2, όρα Εργον 1964, σ. 80 έξ.
3 Όρα κυρίως Das Altertum 1, 1955, 147 έξ.