Στα νοτιοανατολικά των Φιλιατρών, μέσα σε ελαιώνα, βρίσκεται ο μικρός σταυρεπίστεγος ναός της Ανάληψης. Εξωτερικά, στην ανατολική επιφάνεια του ναού, έχει βρεθεί χάραγμα, που χρονολογεί το μνημείο στον 12ο αιώνα.
Στο εσωτερικό διακρίνονται πολύ φθαρμένα, δύο τουλάχιστον στρώματα εικονογράφησης: το παλαιότερο είναι σχεδόν σύγχρονο με την κατασκευή του μνημείου και ανάγεται πιθανόν στο τέλος του 13ου αιώνα. Το νεώτερο στρώμα είναι μεταβυζαντινής εποχής (πιθανόν 17ος αιώνας).
Είναι ο αρχαιότερος σταυρεπίστεγος, μονόκλιτος ναός της κατηγορίας του στον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μονόροφο κτίσμα διαστάσεων 4.10Χ 6.65μ. και μέγιστου ύψους 5.10μ. με τοιχοποιία πάχους 65-70 εκ. Η κάλυψη γίνεται με δύο άνισες καμάρες, μια πλατειά κατά μήκος του ναού (πλάτους 2.30μ. και ύψους 3.70μ.) και μία στενότερη εγκάρσια (πλάτους 1.30μ. και ύψους 4.70μ.).
Η λιθοδομή εξωτερικά είναι δομημένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα εκτός της δυτικής πλευράς που το ακολουθεί μόνο στα πολύ χαμηλά του σημεία, σπαράγματα της αρχικής φάσης του μνημείου. Η δυτική πλευρά, το νοτιοδυτικό τμήμα της νότιας πλευράς και η ανωδομή της εγκάρσιας καμάρας αποτελείται από μικρούς ακατέργαστους λίθους ίδιας γεωλογικής σύστασης με το πέτρωμα που διαμορφώνει την υψομετρική έξαρση του εδάφους όπου είναι κτισμένος ο ναός.
Επίσης στο εσωτερικό του διακρίνονται τρεις εσοχές σε καθέναν από τους μακρούς τοίχους, οι οποίες αντιστοιχούν στην εγκάρσια καμάρα και σε δυο τυφλά αψιδώματα εκατέρωθεν. Η κτιστή Αγία Τράπεζα εγγράφεται στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας του Ιερού. Η τοιχοποιία του ναού είναι αμελής από αδρά λαξευμένους λίθους που πλαισιώνονται από τούβλα.
Το 2006 εκπονήθηκε μελέτη αναστήλωσης και στερέωσης του ναού από το επιστημονικό προσωπικό της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ το 2012 εγκρίθηκε η χρηματοδότηση του έργου το οποίο και ολοκληρώθηκε πρόσφατα.
Σημείωση:
1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 36 (1981) ΜΕΡΟΣ B' 1- ΧΡΟΝΙΚΑ
Στο εσωτερικό διακρίνονται πολύ φθαρμένα, δύο τουλάχιστον στρώματα εικονογράφησης: το παλαιότερο είναι σχεδόν σύγχρονο με την κατασκευή του μνημείου και ανάγεται πιθανόν στο τέλος του 13ου αιώνα. Το νεώτερο στρώμα είναι μεταβυζαντινής εποχής (πιθανόν 17ος αιώνας).
Είναι ο αρχαιότερος σταυρεπίστεγος, μονόκλιτος ναός της κατηγορίας του στον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μονόροφο κτίσμα διαστάσεων 4.10Χ 6.65μ. και μέγιστου ύψους 5.10μ. με τοιχοποιία πάχους 65-70 εκ. Η κάλυψη γίνεται με δύο άνισες καμάρες, μια πλατειά κατά μήκος του ναού (πλάτους 2.30μ. και ύψους 3.70μ.) και μία στενότερη εγκάρσια (πλάτους 1.30μ. και ύψους 4.70μ.).
Η λιθοδομή εξωτερικά είναι δομημένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα εκτός της δυτικής πλευράς που το ακολουθεί μόνο στα πολύ χαμηλά του σημεία, σπαράγματα της αρχικής φάσης του μνημείου. Η δυτική πλευρά, το νοτιοδυτικό τμήμα της νότιας πλευράς και η ανωδομή της εγκάρσιας καμάρας αποτελείται από μικρούς ακατέργαστους λίθους ίδιας γεωλογικής σύστασης με το πέτρωμα που διαμορφώνει την υψομετρική έξαρση του εδάφους όπου είναι κτισμένος ο ναός.
Επίσης στο εσωτερικό του διακρίνονται τρεις εσοχές σε καθέναν από τους μακρούς τοίχους, οι οποίες αντιστοιχούν στην εγκάρσια καμάρα και σε δυο τυφλά αψιδώματα εκατέρωθεν. Η κτιστή Αγία Τράπεζα εγγράφεται στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας του Ιερού. Η τοιχοποιία του ναού είναι αμελής από αδρά λαξευμένους λίθους που πλαισιώνονται από τούβλα.
Ανήκει στους σταυρεπίστεγους ναούς και ειδικότερα στην κατηγορία A3, σύμφωνα με την κατάταξη του Α. Ορλάνδου, των μονόκλιτων κτισμάτων (εικ.α). Από τρεις εσοχές ανοίγονται σε καθένα από τους μακρούς τοίχους του ναού, βόρειο και νότιο, που αντιστοιχούν αφενός στην εγκάρσια καμάρα κι αφετέρου σε δύο τυφλά αψιδώματα που την πλαισιώνουν σε κάθε πλευρά. Η αψίδα είναι ημικυκλική εξωτερικά με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και παράθυρο φραγμένο μεταγενέστερα. Ψηλότερα στο τύμπανο του ανατολικού τοίχου ανοίγεται άλλο, στενό μονόλοβο παράθυρο. Ανοίγματα υπάρχουν επίσης από ένα μικρό στη βόρεια και νότια πλευρά της εγκάρσιας καμάρας και ψηλά στο δυτικό τοίχο.
Ένα μεγαλύτερο παράθυρο υπάρχει χαμηλά στο βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας και ένα τοξωτό στη νότια πλευρά του ναού. Η είσοδος γινόταν από τη δυτική πλευρά με τοξωτή πόρτα επάνω από την οποία ανοιγόταν μικρή κόγχη.
Εξωτερικά η αρχική τοιχοδομία του ναού έχει αλλοιωθεί αρκετά από μεταγενέστερες επεμβάσεις και επιχρίσματα. Σε ορισμένα όμως σημεία, όπως στο ανατολικό τμήμα του βόρειου και του νότιου τοίχου, σώζεται ανέπαφη και μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο ναός ήταν χτισμένος σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Εσωτερικά σώζονταν τοιχογραφίες σε πολύ κακή κατάσταση. Σε ορισμένα σημεία απολεπιζόταν η ζωγραφική επιφάνεια ή είχε καλυφθεί με ασβεστώματα, κονιάματα κτλ., ενώ αλλού είχε αποσαθρωθεί το υπόστρωμα της ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες κατέπεφταν. Η Εφορεία ανέλαβε τη συντήρησή τους και την αποκάλυψη όσων τοιχογραφιών υπήρχαν κάτω από τα νεότερα κονιάματα.
Κατά τις εργασίες, διαπιστώθηκε ότι σώζεται αποσπασματικά ζωγραφική τριών εποχών τουλάχιστον, σε κακή όμως διατήρηση, πράγμα που δεν επιτρέπει αξιόλογες παρατηρήσεις.
1ο στρώμα τοιχογραφιών (παλιότερο).
Στο τύμπανο του βορειοδυτικού τυφλού αψιδώματος του βόρειου τοίχου, σε βάθος μπλε σκούρο, εικονίζεται αγία σε προτομή, με σταυρό στο χέρι και άσπρη καλύπτρα στο κεφάλι (εικ.β). Στα δεξιά της δεύτερη γυναικεία μορφή με μαφόριο και φωτοστέφανο. Δε σώζεται το πρόσωπο ενώ το σώμα της διακρίνεται ελάχιστα. Πρόκειται, ίσως για την Παναγία ή, το πιθανότερο, για την αγία Άννα. Στο ανατολικό κάθετο τμήμα του εσωραχίου του τόξου σώζεται τμήμα από τη διακόσμησή του: η επιφάνεια είναι χωρισμένη σε διάχωρα όπου εγγράφονται X, τα οποία έχουν αποδοθεί σχηματοποιημένα και σε διάφορα χρώματα. Στη βορειοανατολική «παραστάδα» που σχηματίζει η εγκάρσια καμάρα στο βόρειο τοίχο, εικονίζεται χαμηλά γεροντική μορφή αγίου και δίπλα του σώζεται μόνο το γράμμα Ν. Ψηλότερα από αυτόν και πάνω ακριβώς από το σημείο επαφής του μεταγενέστερου τέμπλου, το οποίο καθαιρέθηκε, σώζεται νεανική ανδρική μορφή στηθαία, με εκφραστικά μάτια, ίσια μύτη, κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα και φωτοστέφανο. Οι δύο μορφές δεν ταυτίστηκαν. Στο τύμπανο του νοτιανατολικού τυφλού αψιδώματος σώζεται αποσπασματικά κεφάλι αγίου νεαρής ηλικίας, με μαύρα κοντά μαλλιά, μεγάλα εκφραστικά μάτια και κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα.
Στη νοτιανατολική παραστάδα της εγκάρσιας καμάρας, ακριβώς πάνω από το τέμπλο, μορφή αγίας σε προτομή με άσπρη καλύπτρα στο κεφάλι. Η αγία δεν ταυτίστηκε. Από την επιγραφή της σώζεται μόνο το γράμμα Ρ. Στην ανατολική καμάρα του Ιερού σώζεται το κάτω μισό τμήμα από τις μορφές δύο αποστόλων και η παράσταση ταυτίζεται εύκολα με την Ανάληψη, που εικονογραφείται συνήθως σ’ αυτό το χώρο. Η καλή διατήρηση της ενδυμασίας του ενός από αυτούς, γαλάζιος χιτώνας και κόκκινος μανδύας με φώτα σε ανοιχτότερη απόχρωση, μας δίνει μια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπιζόταν η πτυχολογία στη ζωγραφική αυτής της περιόδου: παρατηρούμε μια υποχώρηση της γραμμικότητας των φώτων και μια προσπάθεια να ακολουθήσουν τη στρογγυλότητα της φόρμας. Περιορισμένης έκτασης παρατηρήσεις, λόγω κακής διατήρησης, μπορούν να γίνουν και για το πλάσιμο των μορφών: τα πρόσωπα έχουν δουλευτεί με ώχρα και ωμή όμπρα με κόκκινες «βούλες» στα μάγουλα. Τα περιγράμματα, καθώς και τα χείλη, η μύτη, τα αυτιά έχουν αποδοθεί με καστανό χρώμα (χοντροκόκκινο). Απουσιάζουν εντελώς τα άσπρα φώτα, ενώ οι σκιές κάτω από τα μάτια πλάθονται με κόκκινο χρώμα. Τα μαλλιά αποδίδονται με χοντροκόκκινο και μαύρες πινελιές. Η ζωγραφική του στρώματος αυτού θα πρέπει να χρονολογηθεί στο 13ο αι.
2ο στρώμα τοιχογραφιών.
Από τη ζωγραφική αυτή σώζονται στα βορειοανατολικά και βορειοδυτικά τυφλά αψιδώματα τμηματικά και απολεπισμένες οι παραστάσεις: στο τύμπανο του πρώτου, η παράσταση της οσίας Μαρίας με το Ζωσιμά. Δεξιά η οσία, ασκητική μορφή με μηλωτή και ακατάστατα μαλλιά, στρέφεται προς τον αβά, στα αριστερά της, ο οποίος με δυσκολία διακρίνεται. Στο βορειοδυτικό αψίδωμα, σε κατώτερη θέση από τις γυναικείες μορφές του πρώτου στρώματος, διακρίνεται τμήμα μορφής μάρτυρα που κρατεί σταυρό. Το πλάσιμο των προσώπων της ζωγραφικής αυτής της περιόδου έχει γίνει κι εδώ με ώχρα και με περιορισμένη χρήση όμπρας στα σκοτεινά μέρη. Αλλού χρησιμοποιείται ατόφια όμπρα ή αναμειγνύεται με κόκκινο ή άσπρο. Φώτα άσπρα δεν υπάρχουν. Τα περιγράμματα, τα μάτια, η μύτη κτλ. έχουν αποδοθεί με χοντροκόκκινο χρώμα. Αυτή η ζωγραφική θα πρέπει να μην απέχει πολύ από την προηγούμενη και θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο τέλος του 13ου ή στο 14ο αιώνα.
3ο στρώμα τοιχογραφιών, μεταβυζαντινής εποχής:
α) Στα χαμηλά μέρη του τυμπάνου του βορειοανατολικού τυφλού αψιδώματος σώζονται εξίτηλοι πίνακες σε σχήμα έλλειψης με επιγραφές. Σ’ έναν από αυτούς διαβάζεται:
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΥΤΟΥ,
β) Στο χώρο της Πρόθεσης η Άκρα Ταπείνωση και
γ) στο τέταρτο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού η Παναγία Βρεφοκρατούσα με αρκετές μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις.
Τέλος έγινε περισυλλογή ενός τμήματος τοιχογραφίας, το οποίο είχε καταπέσει. Εικονίζεται σ’ αυτό μορφή αγίου με αδρά χαρακτηριστικά, πλατύ πρόσωπο με μεγάλα μάτια, χοντρή μύτη, παχιά, χείλη. Δίνει την εντύπωση ότι η επεξεργασία του δεν είχε ολοκληρωθεί (εικ.γ). Θα πρέπει να αποδοθεί στο παλιότερο στρώμα ζωγραφικής. Μεταφέρθηκε για συντήρηση και φύλαξη στο Μουσείο Μυστρά.
Το 2006 εκπονήθηκε μελέτη αναστήλωσης και στερέωσης του ναού από το επιστημονικό προσωπικό της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ το 2012 εγκρίθηκε η χρηματοδότηση του έργου το οποίο και ολοκληρώθηκε πρόσφατα.
Σημείωση: