.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Κρασί και αμπέλια στο βασίλειο της Πύλου και το ανάκτορο του Νέστορος


Στη λεκάνη του Αιγαίου το αμπέλι είναι αυτοφυές. Η εποχή της εξημέρωσης του είδους δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, γιατί με βάση τα τυπικά δείγματα που μπορούμε να έχουμε από τη Βοτανική, δεν γίνεται να ξεχωρίσουμε τις άγριες από τις ήμερες ποικιλίες του. Η Ελληνική λέξη «οίνος» και ο μυκηναϊκός τύπος της Fοίνος [wo-no] που ανήκουν σε ομάδα λέξεων της ίδιας σημασίας, που τις βρίσκουμε σ’ έναν πλατύ κύκλο γλωσσών της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Και η λέξη «άμπελος», που δεν μαρτυρείται άμεσα μυκηναϊκός τύπος της, εκτός από κάποιο κύριο όνομα που είναι παράγωγο της [a-pe-ri-ta-wo : ΑμπελιτάFων] και το επίθετο [wi-no-qo-so : FοίνοικFς = Οίνοψ], πιστεύεται ότι αποτελεί δάνειο από μια μεσογειακή γλώσσα.

Το κρασί παριστάνεται μ’ ένα ιδεόγραμμα, που νομίζει κανείς ότι μοιάζει σαν αμπέλι με απλωμένους κλώνους πάνω σε ξύλινη κληματαριά.

Το ιδεόγραμμα του οίνου
Υπάρχει άλλη λέξη στα μυκηναϊκά για το αμπέλι [we-je-we: νιήFes, όνομ. Ενικού *υιεύς] που δεν θα την είχαν αντιληφθεί οι επιστήμονες, αν δεν υπήρχε η μνεία της σε ένα αρχαίο λεξικό [του Ησυχίου (Δ’ αιών μ. Χ.), όπου σημειώνεται το εξής λήμμα: «υιήν την άμπελον» -ονομ. *υιής, αντίστοιχος αρκαδικός ή κυπριακός τύπος του *υιεύς].
Σε πινακίδα της Κνωσού (Gv 863) αναφέρονται αμπέλια [wo-je-we], 420 ρίζες και συκιές 104, και σε κάποια φθαρμένη πινακίδα της Πύλου (Er 880) αναφέρονται 1100 τουλάχιστον αμπέλια [we-je-(we)] και πάλιν μετά από αυτά συκιές.
 Ο βασιλιάς της Πύλου θα μπορούσε αν ήθελε να βγει στην Ταράτσα του παλατιού του και να έχει από εκεί θαυμάσια θέα σε μια μεγάλη έκταση της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο τμήμα της. Από το άλλο μέρος, κατά τα βορειοανατολικά, η ματιά του θα σταματούσε πέρα στις δαντελωτές κορφές του όρους Αιγάλεον ύψους 1218 μ. 

Και στα νότια πάλι ο βασιλιάς θα έβλεπε το βουνό που λέγεται σήμερα Λυκόδημος στα νότια του Ναβαρίνου. 

Ο κόλπος του Ναβαρίνου σχηματίζει ένα υπέροχο λιμάνι που προστατεύεται από το νησί Σφακτηρία. Ο γιαλός είναι αβαθής, αλλά παρέχει θαυμάσια αγκυροβόλια ακόμα και για μεγάλα πλοία. Οι αρχαίοι, βέβαια, όσον καιρό δεν χρησιμοποιούσαν τα πλοία τους, τα τραβούσαν έξω στην στεριά.
Σ’ όλη αυτή τη γη που σήμερα είναι η ίδια, απλώνονταν περιβόλια και κήποι γεμάτοι από αμπέλια και άλλα φρούτα και λαχανικά. Οι Μυκηναίοι εργάτες πηγαινοέρχονταν και μοχθούσαν ανάμεσα στα περιβόλια. Όταν δεν ήταν απασχολημένοι στην πόλη, εργάζονταν κατά κανόνα σε αυτά. Μερικοί είχαν και κάποιο κομμάτι γης δικό τους, ένα λαχανόκηπο, ένα μικροσκοπικό περιβόλι, κοντά στο σπίτι τους που ήταν κτισμένο με τσατμά από οπτόλινθους ή ωμόπλινθους και δοκάρια. Οι πιο πολλές πόλεις της εποχής εκείνης μοιάζουν πολύ περισσότερο με μεγαλοχώρια παρά με κλασικές πολιτείες. Ολόκληρος ο μυκηναϊκός κόσμος στηρίζεται σε αγροτικές βάσεις:
Παρ’ όξω απ’ την αυλή, σιμά στη θύρα, έχει περιβόλι,
τεσσάρων ζευγαριών παντού καλοφραγμένο, που
δέντρα πλήθος φαίνονται αψηλά και φουντωμένα,
εκεί απιδιές, ροδιές, μηλιές με τα λαμπρά τα μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές γερές και φουντωμένες.

Σ΄ αυτή την περιγραφή της 7ης ωδής της Οδύσσειας αντιστοιχεί και η περιγραφή του περιβολιού του γερο-Λαέρτη, έξω από τα τείχη της Ιθάκης και ιδιαίτερα η σειρά Gv των πινακίδων των Μυκηναϊκών χρόνων με τα ιδεογράμματα της ελιάς, της συκιάς και των αμπελιών. Όταν γίνεται και σ’ αυτά λόγος για σταφύλια και ελιές, καθορίζουν οι πινακίδες με τα ιδεογράμματα με ακρίβεια πως πρόκειται για εδώδιμους καρπούς και όχι κρασί ή λάδι. Όλοι οι αγρότες εργάζονται σκληρά με την τσάπα, την αξίνα ή το σκαλιστήρι, σκάβουν, βωλοκοπούν, βοτανίζουν καθαρίζουν τη γη από τα ζιζάνια, κορφολογούν τα κλήματα, τρυγούν και απλώνουν σε αλώνια τα σταφύλια ή τα κρεμούν για να ξεραθούν.
 Από τα μέσα του Αυγούστου αρχίζει ο τρύγος και συνεχίζει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Η ύπαιθρος αντιβουίζει τότε από τις φωνές και τα τραγούδια των γυναικών, που κόβουν τα σταφύλια, και των ανδρών που μεταφέρουν τα γεμάτα καλάθια. Τα περισσότερα αμπέλια (Woϊnades) απλώνονται στις βουνοπλαγιές, πίσω από τις ξερολιθιές, που στεφανώνονται με αγκάθια: φυλάγονται από τις αλεπούδες και τους τράγους. Τα κλήματα (we-ve-we) τυλίγονται συχνά σε μεγάλα δέντρα ή στηρίζονται σε μικρούς πασσάλους. Ξέρουν ωστόσο να τα φυτεύουν γραμμωτά, σε απόσταση ένα μέτρο και ογδόντα με δυο μέτρα το ένα από το άλλο, να τα στηρίζουν και να κάνουν κληματαριές ή να τα αφήνουν να σέρνονται στο χώμα.

Το Φθινόπωρο τα οργώνουν, τα κλαδεύουν με προσοχή τον χειμώνα, τα σκαλίζουν την Άνοιξη, τα βλαστολογούν στις αρχές του Καλοκαιριού και τα διατηρούν καθαρά όλες τις εποχές. Μόλις κόψουν τα σταφύλια τα βάζουν σ’ ένα αλώνι για δέκα μέρες και κατόπιν στη σκιά για πέντε ακόμη μέρες για να ζαχαρώσουν. Όταν θέλουν να κάνουν μούστο τα πατούν φρέσκα σ’ ένα μεγάλο κάδο, τον ληνό, που ήταν κατασκευασμένος από λαξεμένη πέτρα ή από ψημένη άργιλο. Ο μούστος τρέχει και μεταγγίζεται σε μια λεκάνη, που βρίσκεται από κάτω. Ψηλά πιθάρια θα γεμίσουν με εκατόν είκοσι ως διακόσια λίτρα μούστο ή θα τα τοποθετήσουν σε ξύλινα βαρέλια.
Ο μούστος ζυμώνεται, γίνεται ζύμωση και βράζει για 40-50 ημέρες όπου γίνεται η μετάγγιση. Είναι η στιγμή για μεγάλες χαρές. Οι Μυκηναίοι δοκιμάζουν, για πρώτη φορά, το αίμα του θεού του πατητηριού του Διονύσου. Η γιορτή του κρασιού είναι μια ξεχωριστή βραδιά μέσα στη μονοτονία της ζωής. Χιλιάδες άνθρωποι χορεύουν ξέφρενα ώσπου να αποκάμουν. Στήνουν χορό κοντά στο πατητήρι ή στον κάδο με το κρασί ή γύρω από τα ιερά δέντρα, που είναι κάτι περισσότερο από χορός είναι πραγματική τελετή. Στα βουνά της Βοιωτίας τρέχουν οι Μαινάδες, που τις ξετρελαίνει η παρουσία του θεού. Θα τον ξαναγιορτάσουν με διαλογικά τραγούδια (από αυτά γεννήθηκε ο διάλογος της Τραγωδίας) και χορούς τον Γενάρη, όταν το κρασί θα έχει γίνει και τον Μάρτη ή τον Απρίλη, όταν θα ξαναφουντώσουν τα αμπέλια. Κρασί στους καταλόγους, που περιλαμβάνουν συνήθως σιτηρέσια, δεν εμφανίζεται, ίσως ήταν πολυτέλεια. Όμως στη Πύλο έχουμε έγγραφο (Gn 428), όπου σημειώνεται χορήγηση κρασιού σε μικρές ποσότητες, ή μεγαλύτερη ποσότητα που χορηγείται σε κάποιον είναι 48 λίτρα –μπορεί όπως αυτός να αντιπροσώπευε ομάδα. Δυο άλλες ομάδες παίρνουν μόνον από 9,6 λίτρα καθεμιά.
Ένα πολύ ευρύχωρο οίκημα στο ανακτορικό συγκρότημα στον Άνω Εγγλιανό, όπου βρέθηκαν αγγεία μεγάλης περιεκτικότητας, αναγνωρίστηκε από τους αρχαιολόγους ως οιναποθήκη και τούτο επιβεβαιώθηκε από την παρουσία σφραγισμάτων που φέρουν αποτυπωμένο το ιδεόγραμμα του κρασιού και χιλιάδες ποτήρια δίοπα. Στο κύριο Δωμάτιο του ανακτόρου περιέχονταν 35 πιθάρια για κρασί διευθετημένα σε σειρές. Σ’ ένα από αυτά υπάρχει και η λέξη μελίτιος [me-ri-ti-jo], δηλαδή κρασί με μέλι. Ας σημειωθεί επίσης ότι σε ορισμένα από τα 60 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην Αποθήκη του Οίνου υπήρχε ιδιαίτερο εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β’ Γραφής δηλωτικό του κρασιού. Η Αποθήκη περιγράφεται στην Οδύσσεια γ’, 390-392.

"Ανάκτορο Νέστορος", αποθήκη Οίνου. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο δικάμαρο κτίσμα, μεγάλων διαστάσεων, εκτός των ορίων του ανακτόρου, εμβαδού 250 τ.μ. Είχε ιδιαίτερο Προθάλαμο, προορισμένο για τον υπεύθυνο της διάθεσης του κρασιού, και κύριο Δωμάτιο, που περιείχε 35 πιθάρια για κρασί, διευθετημένα σε σειρές, που βρίσκονταν στις πλευρές του μεγάλου δωματίου και σε διπλή σειρά κατά μήκος του κεντρικού του άξονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα από τα 60 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην Αποθήκη υπήρχε ιδιαίτερο εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β Γραφής, δηλωτικό του κρασιού.
Στα αντικείμενα των ανασκαφών από το Παλάτι του Νέστορος και των παρακειμένων νεκροταφείων που εκτίθενται στο Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας περιλαμβάνονται και τα κεραμεικά όπου επικρατεί το χαρακτηριστικό Μεσσηνιακό δίδυμο κύπελλο, γνωστό ως δέπας αμφικύπελλον. 
Από τους τάφους της Τραγάνας έχουμε αρκετά αγγεία, αντιπροσωπευτικά δείγματα του πρώτου Μυκηναϊκού ρυθμού (-1550/-1500), όπως γραπτά κύπελλα τύπου Keftiu με μεσαίο ανάγλυφο δακτύλιο, που μιμούνται μεταλλικά πρότυπα. Υπάρχουν δυο χρυσά κύπελλα από την Περιστεριά και τρία άλλα μικρότερα χρυσά κύπελλα με έκτυπες σπείρες, δείγμα του μεγάλου πλούτου στη θέση αυτή κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή.
Τα πολλά ποτήρια στο παλάτι δείχνουν την ευρεία χρήση του κρασιού και σε θρησκευτικές τελετές, σε θυσίες, αλλά κυριότερα οι Μυκηναίοι πρόσφεραν κρασί στον ξένο για να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεχτούν σαν άρχοντα.
Εκτός από το κρασί στις προμήθειες του χειμώνα οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έβαζαν να ξεραθούν και μερικά σταφύλια που τα έλιαζαν και τα έκαναν σταφίδες. Ο χωριάτης που έπινε λίγο κρασί, έδινε αντί για πληρωμή σε είδος ολόκληρη σχεδόν την παραγωγή του στους ανθρώπους των ιερών και των ανακτόρων, ως προσφορά και ως φόρο.
Το σκουρόχρωμο ελληνικό κρασί αναδίδει ατμούς, είναι πλούσιο σε οινόπνευμα και είναι συχνά αρωματισμένο. Όταν δεν το προσφέρουν για σπονδή στις θεότητες και δεν το πίνουν στα επίσημα Συμπόσια, το εξάγουν σ’ όλους τους παράκτιους πληθυσμούς της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Διευκολύνει πάρα πολύ τις εμπορικές δοσοληψίες. Θολώνει το μυαλό των ηλιθίων, όπως του Κύκλωπα Πολύφημου, και διεγείρει τον ζήλο και την αγάπη των πολεμιστών, όπως του Αχιλλέα ή του Οδυσσέα. Είναι πιθανόν ότι μερικά από τα είκοσι πάνω-κάτω είδη κρασιών που ήταν γνωστά στο Αρχιπέλαγος κατά τον Μεσαίωνα, της Μονεμβασίας, το μοσχάτο, το αθήρι, το σαμιώτικο, ο ανθοσμίας (ένα γλυκό κρασί που έχει φθάσει μέχρι τα Madeira της Πορτογαλίας) ανάγονται στην απώτατη αρχαιότητα.

Αριστερά και Μέσον: Από τα περίφημα χρυσά κτερίσματα του θολωτού τάφου 3 της Περιστεριάς: (-1600). Διακρίνονται ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο ύψους 13,5 εκ. και διάμετρο χείλους 19,5 εκ με ατέρμονα σπείρα, ένα χρυσό κύπελλο του τύπου Κεφτί με περιφερειακή ταινία στην μέση και από σειρά συνεχούς σπείρας στις δύο πλευρές της ταινίας (ύψους 7,5 εκ.), χρυσός αβαθής μόνωτος κύαθος με συνεχείς σπείρες και συγκεντρικούς στον πυθμένα του κύκλου (ύψους 4,5 εκ., διάμετρος χείλους 16 εκ.). Δεξιά: Κύπελο τύπου "Κεφτί" από τον Μυκηναϊκό οικισμό στην Τραγάνα,-1600.
Οι Μυκηναίοι αρωμάτιζαν το κρασί και χαίρονταν το άρωμα κάποιου παλιού κρασιού, όπως το άρωμα του τριαντάφυλλου, της βιλέτας, του νάρκισσου, του ζουμπουλιού. Χαίρονταν με τη μυρωδιά του ξύλου του κέδρου, του έβενου και των άλλων δέντρων που έφτιαναν τα βαρέλια του κρασιού. Δεν ξέρουμε αν θεωρούσαν τους μαύρους καρπούς και το λάδι της αγριοδαμασκηνιάς (ράμνος) ως αρωματική, καθαρτική ή χρωστική ύλη.
Είχαν πολύ διαφορετική από τη δική μας αντίληψη των γεύσεων και των χρωμάτων και έτσι η μαγειρική, η ιατρική και η μαγεία διαδραματίζουν και συγχέουν τους ρόλους τους. Ακόμη και για τον Πλάτωνα είναι τρεις τέχνες ή τεχνικές που είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσουμε.
Όλοι οι λαοί της Εγγύς Ανατολής από την Αίγυπτο ως την Βαβυλωνία και από τη Μ. Ασία ως την Πελοπόννησο θεωρούσαν τα αρώματα σαν την ψυχή των πραγμάτων, ως την πιο ευαίσθητη έκφραση της προσωπικότητας των ανθρώπων και των θεών. Η ευχαρίστηση ή η αποστροφή που ένιωθαν τα ρουθούνια τους γι’ αυτά τα «αιθέρια έλαια», όπως τόσο σωστά τα ονόμαζαν, είχαν εν μέρει θρησκευτικό ή μυστικιστικό χαρακτήρα. Οι μυρωδιές σαν μια απέραντη γραφή τους βοηθούσαν για να δώσουν κάποια σημασία στον κόσμο. Φορτωμένες με σύμβολα, αξίες και τελικούς σκοπούς δεν προορίζονταν όπως σήμερα να διεγείρουν τις αισθήσεις: μιλούσαν στο μυαλό και στην καρδιά.
Ο κόσμος του Αιγαίου ήξερε από πολύ νωρίς να φυτεύει, να μπολιάζει και να κλαδεύει με πολύ προσοχή στα κτήματα. Την εποχή του Τρωικού πολέμου, οι Αιγαίοι έπιναν κρασί μέσα σε μεγάλες κούπες με δυο λαβές και έτρωγαν σταρένιο ψωμί. Ήξεραν να φτιάχνουν ένα αρωματισμένο φαγητό με όλες τις μυρωδιές της Ελληνικής γης και να προσφέρουν ένα μυρωδάτο κρασί, που δεν ξέρει κανείς αν ήταν ποτό, ηδύποτο ή το αίμα του Διονύσου. Ήθελαν να φέρουν έναν άνθρωπο κοντά στον άλλο ή να τους κάνουν πιο ανθρώπινους. Αυτή ήταν η τέχνη να δέχονται. Αρκεί να διαβάσουμε την περικοπή από την ωδή Λ της Ιλιάδας, όπου την ωραία Εκαμήδη να ετοιμάζει ένα ορεκτικό για το γέρο-Νέστορα, το βασιλιά της Πύλου. Βρίσκουμε όλα σχεδόν τα στοιχεία στις πινακίδες: πάνω σ’ ένα ωραίο στιλβωμένο μαυρόποδο και χάλκινο τραπέζι, σερβίρει κρεμμύδι «γευστικό προσφάγι για να πίνουν» χλωρό μέλι, παλιό πράμνειο κρασί, κατσικίσιο τυρί, άσπρο αλεύρι.
Τα κείμενα δίνουν την εντύπωση ενός λαού εκλεπτυσμένου, ενός θαυμάσιου πολιτισμού, που τον διατρέχει το βλέμμα του Δία και οι φτερωτές πτέρνες του Ερμή. Μια χώρα πτωχική, άγονη, σχεδόν γεμάτη βράχια, ερημιές και βαλτοτόπια. Πώς αυτή η χώρα έγινε τόσο μεγάλη και τόσο πολιτισμένη, τόσο σπουδαία; Και δεν μιλούμε για τα χρυσά προσωπεία και τους χρυσούς θησαυρούς των Μυκηναίων αλλά για την κληρονομιά που άφησαν στον κόσμο: ένα πνεύμα, δηλ. ιδέες, εφευρέσεις, μια ηθική. Και ακόμη περισσότερο ένα θρησκευτικό, πολιτικό, δικαστικό, τεχνικό, στρατιωτικό λεξιλόγιο με το οποίο ακόμη εκφράζεται. Από τους Έλληνες προέρχεται ακόμη η αγάπη για την ελεύθερη συζήτηση για την αντιπαράθεση των ιδεών, την άμιλλα, τον ανταγωνισμό και από μια εποχή, την Μυκηναϊκή, διδάχτηκε τόσα πολλά η Ευρώπη, μια εποχή όπου μερικοί τολμηροί αμφισβητούσαν την εξουσία, ταξίδευαν και ανακάλυπταν άλλες χώρες και άλλους ήρωες να πιούν κρασί μαζί τους, να αντιπαρατεθούν ή να διασκευάσουν και να εκπολιτιστούν.


Ευρήματα της σκευοθήκης του ανακτόρου του Νέστορος με πληθώρα αγγείων πόσεως. Αρχαιολογικό μουσείο Χώρας Μεσσηνίας.


ΒΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΛΘ’ (39) 1998-2003

Κείμενο: Άμπελος η διαχρονική


Αριστομένης ο Μεσσήνιος






Printfriendly