Όσο κι αν οι πηγές σιωπούν και η αρχαιολογική μαρτυρία, ενάλια ή χερσαία, μόλις που κατορθώνει να αρθρώσει αβέβαιο χρονολογικά λόγο με τα εκεί ναυάγια, τα όστρακα και τους λιθοσωρούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι τα λιμάνια και οι οικισμοί του παράλιου Μεσσηνιακού χώρου υπήρξαν πολυσύχναστα και δραστήρια σημεία των θαλάσσιων δρόμων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου.
Δυστυχώς για την Τριφυλία και την Μεσσηνία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, όπου αυτή έγινε, δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε πρωτοβυζαντινά ευρήματα. Ωστόσο μιά πρώτη ιστορικο-γεωγραφική ενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο παράλιος χώρος της επαρχίας Τριφυλίας. Γίνεται μάλιστα λόγος για ιστορικο- θρησκευτικό άξονα μεταξύ Κυπαρισσίας- Χριστιάνων- Φιλιατρών.
Η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο σημερινός νομός Μεσσηνίας και ειδικά ο παράλιος χώρος του, συγκρινόμενος με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου ή και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, παρουσιάζει το εξής παράδοξο: ενώ είναι βέβαιη η εμπλοκή του ως σταθμού ή περάσματος σε όλα τα μείζονα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στον θαλάσσιο δρόμο που συνδέει την Ανατολική Μεσόγειο με την Δύση, σχεδόν ποτέ ή σπανίως αναφέρεται στις πηγές. Επίσης, τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά ευρήματα ελάχιστα βοηθούν στον σχηματισμό μιας έστω μερικής εικόνας οικισμών, εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων του πληθυσμού της περιοχής.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο για την πρωτοβυζαντινή περίοδο που θα εξετάσομε όσο και για τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Όμως, όσο κι αν οι πηγές σιωπούν και η αρχαιολογική μαρτυρία, ενάλια ή χερσαία, μόλις που κατορθώνει να αρθρώσει αβέβαιο χρονολογικά λόγο με τα εκεί ναυάγια, τα όστρακα και τους λιθοσωρούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι τα λιμάνια και οι οικισμοί του παράλιου μεσσηνιακού χώρου υπήρξαν πολυσύχναστα και δραστήρια σημεία των θαλάσσιων δρόμων της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Οι παράλιοι οικισμοί της Αβίας, της Κορώνης, της Ασίνης, της Μεθώνης, της Πύλου- Κορυφασίου και της Κυπαρισσίας, οι νησίδες και τα ύφορμα χωρία της Μεσσηνίας αποτέλεσαν, υπό διαφορετικές συνθήκες και αιτίες (εμπορικές, εκστρατευτικές, ληστρικές, μετεωρολογικές), σημαντικούς σταθμούς ελλιμενισμού, τροφοδοσίας, αναγκαστικής καταφυγής, προσάραξης για ανάπαυλα πληρωμάτων και ταξιδιωτών.
Η πιθανολογούμενη σχέση του μεσσηνιακού παράλιου χώρου με ιστορικά γεγονότα δεν αποτελεί απλώς μια υπόθεση που η λογική των πραγμάτων μεταμορφώνει σε αναπόδεικτη εντούτοις βεβαιότητα. Η εμπλοκή των παράκτιων οικισμών και των λιμένων συνάγεται από γενικές ή και κάποτε από συγκεκριμένες αναφορές διαδρομών, επιδρομών, εκστρατειών στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Αφρικής-Σικελίας-Ιταλίας και πελοποννησιακών, μεσσηνιακών ακτών, αλλά και νήσων του Ιονίου. Αξίζει να αναφερθούν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα οι επιδρομές των Βανδάλων ανάμεσα στο 467 και το 477 και των Οστρογότθων του Τωτίλα το 549. Οι παραπάνω επιδρομές θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, αν δεν έπληξαν, τουλάχιστον άγγιξαν ή και επηρέασαν κατά τον οποιοδήποτε τρόπο και τον μεσσηνιακό χώρο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρεται στις πηγές όσο κι αν συσχετισθεί με το αυτονόητο και προφανές ότι η Μεθώνη αποτελούσε σταθμό των περισσότερων ταξιδιών ανάμεσα στην ανατολική και δυτική λεκάνη της Μεσογείου. Διαθέτομε αντίθετα συγκεκριμένες μαρτυρίες στάθμευσης στην Μεθώνη προσκυνητών προς του Αγίους Τόπους 1. Έτσι, λοιπόν, από μια γενική αναφορά ότι ο αρχηγός των Βανδάλων Γιζέριχος «ανά πάν έ'τος ηρι άρχομένω ες τε Σικελίαν και Ίταλίαν εσβολάς εποιεΐτο... ες το του έφου βασιλέως έσέβαλε κράτος. Ιλλυριούς ουν έληίζετο και της τε Πελοποννήσου της τε άλλης Ελλάδος τα πλείστα και οσαι αυτή νήσοι επίκεινται» 2, θα μπορούσε λογικά να υποτεθεί ότι στα «πλείστα» συμπεριλαμβάνονται οι ακτές και βεβαίως οι περιοχές της Ηλείας και της Μεσσηνίας. Καθώς μάλιστα η δράση του Γιζερίχου τοποθετείται από τον Προκόπιο μεταξύ Ταινάρου και Ζακύνθου, με προσβολή «τοις εν Πελοποννήσω χωρίοις» 3, μια ληστρική δραστηριότητα στην παράκτια Δυτική Πελοπόννησο είναι δεδομένη. Παρά το γεγονός ότι απωθήθηκε εν τέλει erto Ταίναρο με βαριές απώλειες, δεν πρέπει λογικά να αποκλεισθεί μια εξαρχής καταστροφική εισβολή και επέλαση στην ενδοχώρα, αναπόφευκτα στην περιοχή της Μεθώνης και με αντίκτυπο στην Ολυμπία και την Μεσσήνη. Τοΰτο έχει ήδη προταθεί όπως θα δοΰμε για την Ολυμπία.
Η έλλειψη, όμως, μέχρι πριν από λίγα χρόνια έστω και μιας ισχνής αρχαιολογικής μαρτυρίας για την πρωτοβυζαντινή Μεσσηνία δεν επέτρεπε να καταστρωθεί μια τέτοια υπόθεση, και αυτό είναι ακριβώς το παράδοξο που αναφέραμε, όσον αφορά την μελέτη και την ιστορία του πρωτοβυζαντινού, και δη παράλιου, μεσσηνιακού χώρου. Αλλά και αυτή η εύρεση των λεγόμενων βανδαλικών νομισμάτων δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό θα βοηθούσε την υπόθεση αυτή. Εξάλλου, ό,τι διαθέτομε είναι απελπιστικά αποσπασματικό και τα όποια τεκμήρια με τις ερμηνείες τους από ιστορικούς και αρχαιολόγους ουσιαστικά συσκοτίζουν παρά φωτίζουν την έρευνα και την εικόνα της περιοχής 4. Αναγκαστικά συγκρίνω την Μεσσηνία με την περιοχή της Ηλείας και μάλιστα την Ολυμπία, όπου το λεγόμενο τείχος των Ερούλων ερμηνεύθηκε με βάση τις αναφερόμενες στις πηγές επιδρομές του Γιζερίχου. Ανεξάρτητα από την αμφισβητούμενη πλέον χρονολόγηση της κατασκευής του τείχους, αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι η ανασκαφή, η εύρεση και η διατήρηση ευρημάτων τα οποία επέτρεψαν τον επιστημονικό διάλογο, ασχέτως αποτελέσματος, ιστορικών και αρχαιολόγων 5. Όμως για να γίνει τούτο δυνατόν προϋποτίθεται η ύπαρξη κάποιων συστηματικών ανασκαφών.
Δυστυχώς για την Μεσσηνία, πάντα σε αντίθεση με την Ολυμπία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, όπου αυτή έγινε, δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε πρωτοβυζαντινά ευρήματα. Οι μυκηναϊκές θέσεις που ανασκάφηκαν και στις οποίες στράφηκε κυρίως το ενδιαφέρον δεν είχαν καν αρχαία, πόσο μάλλον βυζαντινή, συνέχεια. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η σχετικά πρόσφατη ανασκαφική εμπειρία στα Νιχώρια. Σε άλλες περιπτώσεις, η αναζήτηση του κλασικού αλλά και του όποιου αρχαίου υποβάθμιζε ή και κατέστρεφε το υστερορωμαϊκό και βυζαντινό μνημείο των στρωμάτων. Χαριστική βολή έδωσαν οι σύγχρονες οικιστικές και οικονομικές προτεραιότητες σε έναν χώρο ιδιαίτερα εύφορο και πυκνοκατοικημένο όπως η Μεσσηνία και μάλιστα ο παράλιος χώρος της. Εξάλλου, επανειλημμένως διατυπώθηκε στον επαρχιακό Τύπο ότι ουδέν το θεαματικό, προεξέχον του εδάφους ή γνωστό ιστορικά, δεν επέβαλε σεβασμό και ενδιαφέρον. Έτσι, ό,τι διαθέτομε σήμερα ως μαρτυρία είναι αποτέλεσμα σωστικών ανασκαφών ή τυχαίων ευρημάτων. Ακόμη και στις περιπτώσεις που διενεργήθηκαν συστηματικότερες, περιορισμένης πάντα κλίμακας, ανασκαφές, όπως στο Πεταλίδι, στον Άγιο Ανδρέα Λογγά, στον Άγιο Φανούριο Μεθώνης, στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών, στο Κορυφάσιο και εν μέρει στην Κυπαρισσία, επειδή δεν υπήρξαν θεαματικά αποτελέσματα, ο αρχαιολογικός χώρος εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε ολοσχερώς και στην συνέχεια καλύφθηκε και καταπατήθηκε.
Αν αυτή είναι η ανασκαφική εικόνα και πραγματικότητα στον παράλιο μεσσηνιακό χώρο, με εξαιρέσεις τις διενεργηθείσες έρευνες από τις ξένες αποστολές κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια στα Νιχώρια και στο Διαλισκάρι, εντελώς διαφορετική υπήρξε η μοίρα ενός σημαντικότατου αρχαιολογικού χώρου της ενδοχώρας, της αρχαίας Μεσσήνης. Διέθετε ακριβώς όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απουσίαζαν στους παράλιους αρχαιολογικούς χώρους, δηλαδή σώζονταν εντυπωσιακά αρχαία και βυζαντινά λείψανα, ήταν εκτός της οικιστικής και οικονομικής ζώνης ανάπτυξης και από πολύ νωρίς έγινε αντικείμενο έρευνας. Παρά τις διαταραχές που υπέστησαν τα υστερορωμαϊκό και βυζαντινά στρώματα στις πρώτες ανασκαφές, σήμερα με την ζέση και την μέριμνα των τελευταίων ανασκαφέων η Μεσσήνη καθίσταται μαζί με την μυκηναϊκή Πύλο ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Μεσσηνίας και εξαιρετικού ενδιαφέροντος για την βυζαντινή αρχαιολογία και ιστορία. Η πρωτοβυζαντινή μάλιστα πολλά υποσχόμενη φάση της καθιστά πλέον την Μεσσήνη με τα πλούσια ευρήματα της σημείο αναφοράς και σύγκρισης με ό,τι αποσπασματικό διαθετομε από τις άλλες μεσσηνιακές θέσεις. Μετά την γενική αυτή επισκόπηση της αρχαιολογικής μοίρας των παράκτιων πρωτοβυζαντινών οικισμών, προχωρούμε σε μια σχετικώς αναλυτικότερη παρουσίαση των θέσεων και των ευρημάτων πέντε ιστορικογεωγραφικών παράλιων ενοτήτων του μεσσηνιακού χώρου.
Αρχαία Κυπαρισσία: Από τον Απρίλιο του 2010 έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, σωστική ανασκαφή,η οποία πραγματοποιήθηκε στην παραλία της Κυπαρισσίας, 30 μέτρα βόρεια από το λιμάνι (θέση "Κάμπος") και εντός του Διαρκή αρχαιολογικού χώρου, έφερε στο φως εκτεταμένο συγκρότημα κατοικιών και εγκαταστάσεων, που αποτελούν προφανώς τμήμα της αρχαίας πόλης. Η κατοίκηση άρχισε από τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους (-3ος αιώνας) και συνεχίστηκε έως την ύστερη Ρωμαϊκή- Πρωτοβυζαντινή εποχή (+4ος αιώνας).
Περισσότερα στον σύνδεσμο: Διαρκής Αρχαιολογικός χώρος Κυπαρισσίας
|
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ - ΦΙΛΙΑΤΡΑ - ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ
Μια πρώτη ιστορικογεωγραφική ενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο παράλιος χώρος της επαρχίας Τριφυλίας. Γίνεται μάλιστα λόγος για ιστορικοθρησκευτικό άξονα μεταξύ Κυπαρισσίας- Χριστιάνων- Φιλιατρών.
Η Κυπαρισσία αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο ως πόλη της Μεσσηνίας και Τριφυλίας.
Η σχέση της περιοχής, από αρχαιοτάτων χρόνων, κυρίως με την Αρκαδία αλλά και την Ηλεία πιθανώς ερμηνεύει ως έναν βαθμό το μεσοβυζαντινό της όνομα «Αρκαδία» και «Αρκαδία». Υστερορωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ευρήματα πιστοποιούν την συνέχεια της αρχαίας πόλης και κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, με επισκοπική έδρα και με μαρτυρούμενο επίσκοπο τον Αλέξανδρο στην Σύνοδο της Σαρδικής το 343-344.
Η Κυπαρισσία αναφέρεται επίσης στον Συνεκδημο του Ιεροκλέους 6. Στα μεσάτου 6ου αιώνα χρονολογούνται η ελλιπής επιγραφή με αναφορά επισκόπου, η οποία βρέθηκε στην βασιλική της Αγίας Κυριακής Φιλιατρών, δηλαδή σε περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του Κυπαρισσίας, και η επιτύμβια επιγραφή του πρεσβυτέρου Ευδοξίου. Πρόκειται για επιτύμβια εγχάρακτη επιγραφή σε μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος, εντοιχισμένη στην πρόσοψη της κτιστής κρήνης Πηγαδούλι στην συνοικία Πούρκος του παλαιού οικισμού. Οι επιγραφές αυτές θεωρείται ότι αποτελούν τεκμήρια ακμαίας οικιστικής εγκατάστασης στην περιοχή της Κυπαρισσίας με επισκοπική έδρα κατά τον 6ο αιώνα. Εύρεση νομίσματος του Φωκά θεωρείται επίσης τεκμήριο της συνέχειας του οικισμού και μέσα στον 7ο αιώνα 7.
Στον 8ο αιώνα επίσκοπος «ό Κυπαρισίας» αναφέρεται στο εικονομαχικό Τακτικό, αλλά και «αυτοκέφαλος μητροπολίτης της επαρχίας Πελοποννήσου ό Αρκαδίας», τίτλος που θα μπορούσε να αποτελεί την πρώτη μαρτυρία του νέου ονόματος της Κυπαρισσίας κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο. Το νέο όνομα, «Αρκαδία», πιθανώς οφείλεται στην μετοικία-εγκατάσταση κατά τον 7ο ή 8ο αιώνα πληθυσμών με τον επίσκοπο τους από την Αρκαδία. Η συνύπαρξη πάντως των δύο τίτλων στο Τακτικό, παρά τις διισταμένες απόψεις των ερευνητών για την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου, ενδέχεται να δηλώνει ακριβώς το μεταβατικό στάδιο προς μια νέα ονοματοθεσία, η οποία υπήρξε συνέπεια μιας πληθυσμιακής, αλλά κυρίως εκκλησιαστικής αναδιάταξης. Ως αιτιατής μετακίνησης των Αρκάδων στην παράλια πόλη, της εγκατάστασης τους στο κάστρο και του νέου ονόματος θεωρούνται οι σλαβικές επιδρομές 8.
Μέρος της παλαιοχριστιανικής Κυπαρισσίας βρισκόταν πιθανότατα στις θέσεις Μούσγα και Φόρος, στα βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού, εκεί όπου έχουν εντοπισθεί τμήματα της ελληνιστικής και υστερορωμαϊκής πόλης. Απλές δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές απέδωσαν ενδιαφέρον υλικό, αλλά επακολούθησε η οριστική καταστροφή του αρχαιολογικού χώρου. Ήδη από παλιά η Μούσγα θεωρείται από τον Ν. Κυπαρίσση περιοχή με πλήθος βυζαντινών τάφων και δηλώνεται εύρεση νομίσματος του Φωκά. Βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού κατά τις ανασκαφές των ετών 1961-1962 εντοπίσθηκαν τρεις φάσεις κατοικιών από τους ελληνιστικούς χρόνους ως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Σε όλη την επιφάνεια γύρω από τον ανασκαφέντα χώρο βρέθηκε πλούσια κεραμική των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, υπολείμματα ψηφιδωτών, νομίσματα, τμήματα τοίχων και μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών. Κατά την διάρκεια των ετών 1962-1978, οπότε διανοίχθηκαν δρόμοι και θεμέλια για την ανέγερση οικιών, πλήθος δόμων, μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, οστράκων και άλλων ευρημάτων διασκορπίστηκαν ως κοινά μπάζα 9.
Νότια της Κυπαρισσίας, στον ευρύτερο χώρο των Φιλιατρών, από την παράκτια Αγία Κυριακή ως την θέση «Άγιος Χριστόφορος» κοντά στο χωριό Μόραινα, υπάρχουν λείψανα οικισμών και βεβαίως πλούσια κεραμική υστερορωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Νοτιοανατολικά των Φιλιατρών υψώνεται χαμηλή οροσειρά, γνωστή ως Φιλιατρινά βουνά, με ψηλότερη κορυφή 379 μ. Στην δυτική πλευρά του βουνού και νοτίως των Φιλιατρών, μεταξύ των θέσεων «Σταυρός», «Άγιος Χριστόφορος» και «Ευαγγελίστρια» προς Νότον, έχουν εντοπισθεί ιδιαίτερα στα «ριζοβούνια βυζαντινοί ναοί και άλλα μνημεία που δεν έχουν γίνει αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής έρευνας. Τα βουνά των Φιλιατρών και της Μόραινας, ως το ποτάμι της Ευαγγελίστριας, αποτελούν στρατηγικότατα σημεία καθώς ελέγχουν το Ιόνιο και τη νότια Μεσσηνία. Η θέση μάλιστα «Άγιος Χριστόφορος», όπου και τα βυζαντινά «ασκηταριά», αποκαλείται «μπαλκόνι των Φιλιατρών» και συμφωνά με τις παρατηρήσεις της Minnesota Messenia Expedition έχει στρατηγικό χαρακτήρα καθώς ελέγχει τους δρόμους της ακτής των Φιλιατρών (δηλαδή από Αρκαδία προς Ναβαρίνο) και τους δρόμους προς την ενδοχώρα (δηλαδή προς Χριστιανούς). Αν και επανειλημμένως στον τοπικό περιοδικό Τΰπο έχουν καταγραφεί θέσεις με ευρήματα και μνημεία θεωρούμενα υστερορωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά, μόνον η νήσος Πρώτη και η βασιλική της Αγίας Κυριακής αποτελούν με βεβαιότητα πρωτοβυζαντινές θέσεις 10.
Περισσότερα στον σύνδεσμο: Αρχαιολογικές θέσεις Φιλιατρών
Η περίπτωση της βασιλικής των Φιλιατρών αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα για την δραστηριότητα στην παράκτια πρωτοβυζαντινή Μεσσηνία. Η πρώτη φάση του μνημείου, πεντάκλιτη ξυλόστεγη βασιλική ελληνιστικού τύπου, χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα και πιστεύεται ότι η ιστορία του μνημείου συμπίπτει με την ιστορία της βασιλικής της Ολυμπίας, η οποία καταστράφηκε κατά τους σεισμούς του 550/1. Καθώς δε η βασιλική της Αγίας Κυριακής δεν είχε προλάβει να χρησιμοποιηθεί πριν από την καταστροφή, τα πλάγια κλίτη δεν είχαν καλυφθεί με δάπεδα. Η εύρεση μάλιστα νομίσματος της εποχής των Βανδάλων έξω από την αψίδα, σε στρώμα που αντιστοιχεί στο πριν από την ανέγερση της βασιλικής έδαφος, ενισχύει την χρονολόγηση αυτή. Κατά την ανασκαφή της από τον Δ. Πάλλα βρέθηκαν τεμάχια διάτρητων θωρακίων, τα οποία εικάζεται ότι προέρχονται από αττικό εργαστήριο, όχι πάντως τοπικό, τεμάχια της αγίας τράπεζας και, τέλος, αποτμήματα από στέψεις θωρακίων, ένα μάλιστα ενεπίγραφο. Μετά την καταστροφή από τους σεισμούς του 550/1, η βασιλική των Φιλιατρών ανακαινίσθηκε πριν από τις αρχές του 7ου αιώνα, οπότε ερημώνεται. Στο νότιο ακραίο κλίτος της αρχικής βασιλικής βρέθηκε «θησαυρός» 488 νομισμάτων, 346 χαλκών κατά τον Δ. Πάλλα (ακριβέστερα, 257 χάλκινα του 6ου αι. και 226 μικρές χάλκινες υποδιαιρέσεις του 5ου και του 6ου αι.). Τα νομίσματα του 6ου αιώνα κατατάσσονται από τον Ιουστινιανό Α μέχρι του πρώτου έτους της βασιλείας του Μαυρικίου 582/3. Ως χρόνος απόκρυψης του «θησαυρού» και εγκατάλειψης της εκκλησίας θεωρείται η μετά το 583 περίοδος και πάντως τα τέλη του 6ου αιώνα και συσχετίζεται συνήθως με την σλαβική επιδρομή του 587/8.
Σε απόσταση περίπου 100 μ. νότια της βασιλικής, αποκαλύφθηκαν επίσης από τον Δ. Πάλλα ερείπια λουτρών, από τα οποία αναγνωρίσθηκαν μία δεξαμενή πλάτους 2 μ. και ένας αψιδωτός θάλαμος, πιθανώς αποδυτήριο. Το οικοδόμημα χρονολογείται το αργότερο στα μέσα του 5ου αιώνα. Πιθανώς με το συγκρότημα των λουτρών και όχι μόνον με αυτό πρέπει να σχετίζεται υπόγειος αγωγός, σωζόμενου μήκους 2 μ. περίπου, που κατέρχεται από την ανατολική πλευρά του ναού. Ο αγωγός αυτός ξεκινούσε από τη θέση Βρύσες και υποτίθεται ότι χρησίμευε για την ύδρευση παλαιού οικισμού. Η ιστορία της βασιλικής κατά τον 6ο και 7ο αιώνα θα πρέπει να σχετίζεται με την τύχη των βασιλικών της Μεσσήνης. Η εγκατάλειψη της δεν αποκλείεται να χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα 11.
Λείψανα στην ευρύτερη περιοχή ως τους Γαργαλιάνους, που ανήκουν κυρίως σε αρχαίους οικισμούς, έγινε προσπάθεια να σχετισθούν με την αρχαία Έρανα, η οποία αναζητήθηκε στην περιοχή της παραλίας των Φιλιατρών. Μετά μάλιστα τις ανασκαφές και τα ευρήματα στην παλαιοχριστιανική βασιλική της Αγίας Κυριακής, η υπόθεση αυτή ανακινήθηκε χωρίς να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα 12.
Αριστερά: Σχεδιαστική αναπαράσταση της κάτοψης της παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών. Πρόκειται για μία πεντάκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα στο δυτικό τμήμα. Η αψίδα του Ιερού είναι ημικυκλική και φέρει στην εξωτερική πλευρά ακιδογραφήματα (1η φάση). Στη συνέχεια το κτήριο ανακαινίσθηκε, γεγονός που αλλοίωσε την αρχική εικόνα του μνημείου. Η νέα τρίκλιτη βασιλική περιορίστηκε μόνο στα εσωτερικά κλίτη. Χρονολογείται πριν από τις αρχές του 7ου αιώνα. Επίσης, στο Ιερό Βήμα της βασιλικής και σε διάφορα σημεία του ναού βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο αποτελείται από λευκές και μαύρες ψηφίδες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εύρεση «θησαυρού» το 1960 στο νότιο κλίτος του ναού, που αποτελείται από 257 χάλκινα νομίσματα του +6ου αιώνα και 226 χάλκινες υποδιαιρέσεις του 5ου και 6ου αιώνα. Το μνημείο χρονολογείται στον +6ο αιώνα. Δεξιά: Φωτογραφία όπου διακρίνονται αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη στα θεμέλια της βασιλικής στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών. Τα ευρήματα αυτά ταυτίστηκαν από τον Καθηγητή- Ερευνητή και παλιό Γυμνασιάρχη των Φιλιατρών Παναγιώτη Χρ. Παπαχριστόπουλου με τον Ναό του Ερανίου Ποσειδώνα. Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε μελέτες που περιέχουν πλήθος στοιχείων, αλλά και φωτογραφίες, από τις έρευνες και ανακαλύψεις του Καθηγητή, που αποτελούν ισχυρές αποδείξεις για την ταύτιση της Αγίας Κυριακής με την Αρχαία Εράνα: Η Αρχαία Εράνα
|
Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού Άγριλος, βόρεια των Φιλιατρών, από το Στόμιο ως την Μπούκα και ιδιαίτερα στη θέση Μερολίθι, ευρήματα μαρτυρούν βυζαντινή παρουσία. Στην περιοχή μάλιστα βρέθηκαν τάφοι ρωμαϊκοί. Πιστεύεται ότι το λιμάνι της Μπούκας, στον σημερινό οικισμό Αγρίλη, πρέπει νά χρησίμευσε κατά τους βυζαντινούς χρόνους ως επίνειο της Χριστιανούπολης 13.
Στην ευρύτερη παράλια περιοχή των Γαργαλιάνων και μάλιστα στις θέσεις Κάναλος, Βρομονέρι, Μαραθούπολη-Διαλισκάρι είχαν από παλιά εντοπισθεί παλαιοχριστιανικά λείψανα και ερείπια υστερορωμαϊκής εποχής, τα οποία θεωρήθηκαν ότι θα μπορούσε να καταλαμβάνουν τον χώρο της Έρανας.
Στη θέση Βρομονέρι νότια των Γαργαλιάνων είχε βρεθεί επιγραφή χρονολογοΰμενη στα 323-326 και παλαιοχριστιανικό κτήριο που είχε θεωρηθεί βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο 14, μάλλον εντοίχιο ψηφιδωτό (δεν διασώζεται) συμφωνά με σύντομη ανασκαφική έκθεση του 1898. Όμως τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό πρόγραμμα PRAP 15 με τα ευρήματα στην περιοχή και τα συμπεράσματα από την μελέτη τους βοηθεί κατά τρόπο μοναδικό στην ανασύσταση της εικόνας του πρωτοβυζαντινοΰ παράλιου χώρου από τα Φιλιατρά ως την Πύλο.
Διαπιστώνεται έντονη δραστηριότητα στην περιοχή κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, συνδεόμενη μάλιστα με την ίδρυση της Μεσσήνης στην ενδοχώρα, δραστηριότητα που συνεχίζεται ακόμη πιο έντονα με εκτεταμένη χρήση γης και με παράλιες εγκαταστάσεις ως τις αρχές του 7ου πρωτοβυζαντινοΰ αιώνα. Στα ήδη από παλιά εντοπισμένα λείψανα και ευρήματα σε Μαραθούπολη Διαλισκάρι το PRAP προσέθεσε νέα και σαφέστερα χρονολογούμενα στους πρωτοβυζαντινοΰς χρόνους. Το συγκρότημα της υστερορωμαϊκής έπαυλης με το λουτρό θεωρείται ότι συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως τα τέλη του 6ου αιώνα με βάση την μαρτυρία πρωτοβυζαντινών επιγραφών, γλυπτών, νομισμάτων και κυρίως κεραμικής (λυχνάρια, αμφορείς) 16. Μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη από τον χώρο είχαν θεωρηθεί ότι προέρχονταν από παλαιοχριστιανική βασιλική, αλλά μάλλον πρόκειται για λείψανα δραστήριας και ευημερούσας έπαυλης, τα οποία έχουν επαναχρησιμοποιηθεί κάποια χρονική στιγμή 17.
Πάντως πιστεύεται ότι και στην εν λόγω περιοχή μετά τον 7ο αιώνα εμφανίζεται, πάντα με βάση την απουσία μεσοβυζαντινών αρχαιολογικών τεκμηρίων, το γενικότερο φαινόμενο της εγκατάλειψης του παράλιου χώρου και η απόσυρση των κατοίκων οτην ενδοχώρα, όπως στον Σκάρμιγκα, στην Καβαλαριά, την Χώρα όπου και μεσοβυζαντινά τεκμήρια 18.
Περισσότερα για τον αρχαιολογικό χώρο στο Διαλισκάρι στον σύνδεσμο:
Η νήσος Πρώτη απέναντι από τους Γαργαλιάνους και το Διαλισκάρι δεν μπορούσε παρά να συνδέεται και κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όπως αυτό συνέβη διαχρονικά, με τον απέναντι δραστήριο παράλιο χώρο. Αποτελούσε πάντα ορμητήριο για τους ναυτιλλομένους και τους πειρατές από την αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους. Στο βόρειο μέρος του νησιού βρίσκεται ο όρμος «Γραμμένο» ή αλλιώς «στα Γράμματα», ονομασία που οφείλεται στις επιγραφές και τα χαράγματα στους βράχους. Στα ψηλά τοιχώματα των βράχων της βόρειας και νότιας πλευράς υπάρχουν χαράγματα όλων των εποχών. Χαρακτηριστική είναι η πρωτοβυζαντινή επιγραφή για εΰπλοια πλοίου με το όνομα «Μαρία» και με κυπριακό πλήρωμα. Η ύπαρξη των χαραγμάτων αυτών, η αμφίβολης αξίας πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου ότι οι κάτοικοι του νησιού ονομάζονται «Πρωταΐοι» και, τέλος, η ανεύρεση κοντά στην εκκλησία της Παναγούλας χρυσών νομισμάτων του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης του +600, μαρτυρούν την χρησιμοποίηση της Πρώτης ως ορμητηρίου κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, αλλά και πιθανώς την εγκατάσταση πληθυσμών, αν και ερείπια της εποχής αυτής δεν έχουν επισημανθεί. Αν τα νομίσματα που αναφέρει ο Σ. Λυριτζής, χωρίς όμως άλλη διευκρίνηση για τον τρόπο εύρεσης, χρονολογούνται όντως γύρω στα 600, τότε πιθανώς να σχετίζονται με ιστορικά γεγονότα που επέβαλαν περίπου στα ίδια χρόνια την απόκρυψη του «θησαυρού» της Αγίας Κυριακής στα γειτονικά Φιλιατρά. Δεν πρέπει επίσης να αποκλεισθεί η περίπτωση να αποτελούν απλά τεκμήρια καταφυγής πληθυσμών ή προσάραξης ναυτιλλομένων 19.
Περισσότερα για την νήσο Πρώτη στον σύνδεσμο:
Ηλίας Αναγνωστάκης
Σημειώσεις:
1. E. Follieri, «Mémoires et documents. Santi di Metone: Atanasio vescovo, Leone taumaturgo», Byzantion 41 (1971), 378-488* Δ. Γκαγκτζής - Μ. Λεοντσίνη - Α. Πανοποΰλου, «Πελοπόννησος και Νότια Ιταλία: σταθμοί επικοινωνίας στη μέση βυζαντινή περίοδο», Πρακτικά Β'Διεθνούς Συμποσίου «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο», Αθήνα 4-6 Οκτωβρίου 1990, επιμ. Ν.Γ. Μοσχονάς, Αθήνα 1993,480.
2. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων (έκδ. J. Havry - G. Wirth), 3.5,334-335.
3. «Πζέριχος γάρ, έπισκήψας ποτέ τοις εν Πελοποννήσω χωρίοις, Ταινάρω προσβαλεΐν ένεχείρησεν. ένθένδε τε κατά τάχος αποκρουσθείς και πολλούς των οι επομένων αποβαλων άνεχώρησεν ούδενί κόσμω. διό δη τω θυμω έ'τι έχόμενος Ζακύνθω προσέσχε», Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων,3.22,406.
4. Για την προβληματική σχέση ιστορίας και αρχαιολογίας, βλ. Η. Αναγνωστάκης, «Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία», Βυζαντιακά 17 (1997), 287-330.
5. Α. Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Paris 1951,14, σημ. 3, όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. Για τις νεότερες απόψεις, βλ. U. Sinn, «Ο Νέρωνας και οι Έρουλοι. Δύο μοιραία γεγονότα στην ιστορία της Ολυμπίας», «Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία», Ανακοινώσεις κατά το Πρώτο Διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, επιμ. Α.Δ. Ριζάκης [Μελετήματα 13], Αθήνα 1991,365-371· Α. Avraméa, Le Péloponnèse du IVe au Ville siècle. Changements etpersistances, Paris 1997, 59,197 αρ. 252-254. Βλ. όμως A. Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental à l'époque protobyzantine (IVe-Vile siècles). Problèmes de géographie historique d'un espace à reconsidérer», στο Κ. Belke - Fr. Hild - J. Koder - P. Soustal (επιμ.), Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes, Wien 2000,105, σημ.
6. Mansi, 6, στ. 1220* Στέφανος Βυζάντιος, Εκ των Εθνικών (έκδ. Α. Meineke, ανατυπ. Ares Pubi, Chicago 1992), 395· Συνέκδημος Ιεροκλέους (έκδ. Ε. Honigmann), 648.1.
7. Π. Βελισσαρίου, «Παλαιοχριστιανική επιγραφή Κυπαρισσίας», Πρακτικά Γ'Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Φιλιατρά- Γαργαλιάνοι 24-26 Νοεμβρίου 1989, Αθήνα 1991, 407-416* Ν. Κυπαρίσσης, ΠΑΕ 1911,247-252
8. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique, introduction et notes, Paris 1981,3.56,3.759* Γ.Ι. Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών, Αθήνα 1934,77-78,102· ο ίδιος, «Παρατηρήσεις εις τα περί επισκοπών της Λακωνικής κατά τους ένδεκα πρώτους αιώνας της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος», Λακωνικαί Σπουδαί 5 (1980), 414415· Bon, Le Péloponnèse, 61, σημ. Γ Φ.Α. Κομπορόζος, «Μεσσηνιακά τοπωνυμία», Μεσσηνιακά Γράμματα 2 (1967), 358-359* Α. Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la
principauté d'Achaïe (1205-1430), Paris 1969,412, 416, 457-458* P. Topping, «The Post-Classical Documents», The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructinga BronzeAge RegionalEnvironment, εκδ. W. A. McDonald - G. R. Rapp, Minneapolis 1972,65· Ν.Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις. Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1979,188-189· Φ.Κ. Λίτσας, «Προβληματισμοί για μια ιστορική προσέγγιση της παλαιοχριστιανικής Μεσσηνίας», Πρακτικά ΓΆιεθνούς Συνεδρίου ΠελοποννησιακώνΣπουδών, Καλαμάτα 8-15Σεπτεμβρίου 1985, 2, Αθήνα 1987-1988,305-320· Griechenland. Lexicon derhistorischen Stätten von denAnfängen bis zur Gegenwartt, έκδ. S. Lauffer, München 1989,134 και 360-361· Δ.Β. Βαγιακάκος, «Κυπαρισσίας ονοματολογικά. Α: Κυπαρισσία-Αρκαδία-Αρκαδία», Πρακτικά Β'Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Κυπαρισσία 27-29 Νοεμβρίου 1982, Αθήνα 1984,269-289.
9. Κυπαρίσσης, ΠΑΕ 1911,247-252* Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 17 (1961-62) Χρονικά, 96-98· ο ίδιος, ΑΔ 26 (1971) Χρονικά, 124-125· J.-P. Michaud, BCH 98 (1974), 618· Δ. Πιτταράς, «Μοΰσγα», Τριφυλιακή Εστία 2 (1976), 300 και 3 (1977), 430-432· ο ίδιος, «Οριστική αφάνεια των αρχαιοτήτων της (Μοΰσγας) Κυπαρισσίας», Τριφυλιακή Εστία 4 (1978), 567-574* Β. Σταυρόπουλος, «Η θέση της αρχαίας Κυπαρισσίας με βάση τις ιστορικές πληροφορίες και τα ερείπια της», Τριφυλιακή Εστία 5 (1979), 157-166.
10. Φιλιατρά 2 (Μάρτ. 1957), 9-13· Φιλιατρά 5 (Ιαν. 1958), 46-49· Φιλιατρά 12 (Ιοΰλ. 1959), 3-12 και 24-45· Φιλιατρά 21-22 (Οκτ.-Μάρτ. 1962), 5-7* Λίτσας, «Προβληματισμοί», 307-310 και 317· Minnesota Messenia Expedition, Register A, 276, αρ. 62-63· Φιλιατρά 111-112 (1987), 48-
11. Π. Παπαχριστόπουλος, «Νέον μνημείον εις Φιλιατρά, ο κεχωσμένος ναός του Αγίου Γεωργίου (εις Αγ. Κυριακήν Φιλιατρών)», Φιλιατρά 13 (Οκτ. 1959), 3-8· Δ.Ι. Πάλλας, ΠΑΕ 1960 (1966), 177-194· ο ίδιος, Έργον 1960, 141-145· ο ίδιος,ΑΔ 16 (1960) Χρονικά, 122-125· G. Oaux, BCH 85 (1961), 718-719· Βάκω Αθανασοπούλου, «Βυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας», Μεσσηνιακά Γράμματα 2 (1967), 32-33· Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δ υτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον, από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 21992,101,179-180" D. Pallas, Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973, Città del Vaticano 1977,189* Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά (με τη συνεργασία της Ε. Πελεκανίδου), Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών της Ελλάδος, 2: Πελοπόννησος-Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987,110-111· Α. Αβραμέα, «Νομισματικοί "θησαυροί" και μεμονωμένα νομίσματα από την Πελοπόννησο (ΣΤ'- Ζ' αι.)», Σύμμεικτα 5 (1983), 68* Ντ. Αντωνακάτου, Μεσσηνία, Καλαμάτα 1984,230· D. Pallas,
«Données nouvelles sur quelques boucles et fibules considérées comme avares et slaves et sur Corinthe entre le Vie et le IXe s.», Byzantinobulgarica 7 (1981), 295, σημ. 1· Φ. Ευαγγελάτου-Νοταρά, «"... Και τα πολλά της Πελοποννήσου ... σεισμού γεγόνασιν παρανάλωμα"», Πρακτικά Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 433 και 438* D. Feissel - Α. Philippidis-Braat, «Inventaires en vue d'un recueil des inscriptions historiques de Byzance. 3: Inscriptions du Péloponnèse (à l'exception de Mistra)», TM9 (1985), 373, αρ. 156 (πρόκειται βέβαια για επιγραφή αποτμημάτων θωρακίου και όχι μωσαϊκού, όπως αναφέρεται)· Γ. Λάββας, «Οι πόλεις των "χριστιανικών βασιλικών". Μια συμβολή στην πολεοδομία του Ανατολικού Ιλλυρικού», Εισηγήσεις του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 1980,421· Β. Αθανασοπούλου-Πέννα, «Νομισματικές μαρτυρίες για τη βυζαντινή Μεσσηνία», Μεσσηνία και νομίσματα, εφημ. Παμμεσσηνιακή- Αφιερωμα, Απρίλιος 1996, 9-10* Η. Αναγνωστάκης - Ν. Ποΰλου-Παπαδημητρίου, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 295-301* Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental», 107. Για τον σαφή προσδιορισμό του χρόνου απόκρυψης του «θησαυρού» και εγκατάλειψης του ναού θεωρείται ως προϋπόθεση η ταύτιση των 226 ακόμη αταύτιστων χάλκινων υποδιαιρέσεων, βλ. Α. Λαμπροπούλου - Η. Αναγνωστάκης - Β. Κόντη - Α. Πανοπούλου, «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων της Πελοποννήσου κατά τους σκοτεινούς αιώνες», Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος- 9ος αι.), Αθήνα 2001,211-212.
12. M.N.Valmin, Études topographiques surfoMessénie ancienne, Lund 1930,136· Minnesota Messenia Expedition, 276, Register A, αρ. 63, 64, 65, Register Β, αρ. 408* Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, 184-185* Σ. Λυριτζής, «Η αρχαία πόλις Έρανα», Πλάτων 21 (1969), 152-180· Griechenland, 221-222,539.
13. Π. Παπαχριστόπουλος, «Ο Αγρίλης, άλλοτε και σήμερα», Φιλιατρά 3 (1957), 5-13· Minnesota Messenia Expedition, 276, Register Α, αρ. 65* Δ.Β. Βαγιακάκος, «Η ετυμολογία του τοπωνυμίου Γαργαλιάνοι»,77εΛ,οποννησιακά 15 (1982-1984), 96· Αιμ. Μπακούρου, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 142.
14. Valmin, Etudes, 138-141· Πάλλας, IME 1960 (1966), 192-194· Ασημακοποΰλου- Ατζακά, Σύνταγμα, 109, σημ. 103. Βλ. όμως J.L. Davis - S.E. Alcock - J. Bennet - Y.G. Lolos - C.W. Shelmerdine, «The Pylos Regional Archaeological Project, Part 1: Overview and the Archaeological Survey», Hesperia 66 (1997), 474 σημ. 384 (στο εξής PRAP, Part 1). Για την επιγραφή, IG V 1,1420* Valmin, Études, 139· Feissel - Philippidis-Braat, «Inscriptions du Péloponnèse», 270, αρ. 2.
15. PRAP= The Pylos Regional Archaeological Project. Βλ. και την δημοσίευση PRAP, Part 1,391 κ.ε.
16. Ό.π., 457-459,469-475. Επίσης για την επιγραφή και νομίσματα, βλ. Λυριτζής, «Η αρχαία πόλις 'Ερανα», 165.
17. Πάλλας, IME 1960,192-194· PRAP, Part 1,474, σημ. 384.
18. PRAP, Part 1,474-475. Βλ. όμως και τα δικά μας συμπεράσματα στο τέλος της παρούσας επισκόπησης.
19. Στράβων (έκδ. R. Baladié), 8.4.2,120· Στέφανος Βυζάντιος, 537* S.W.H. Strijd, «De inscriptionibus in insula Prote», Mnemosyne 32 (1904), 361 κ.ε.· Σ. Κουγέας, «Η νήσος Πρώτη και η ιστορική σημασία της», Λεύκωμα επαρχίας Τριφνλίας, 1938,151-155* Ν. Valmin, «Inscriptions de la Messénie»,.Bw//eft'n de la Société Royale des Lettres de Lund 1928-1929,152· Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, 184-185· Σ. Λυριτζής, «Ιστορία και αρχαιολογία της μεσσηνιακής νήσου Πρώτης», Πλάτων 25 (1973), 88-119 και νομίσματα σ. 116* ο ίδιος, «Σχετικά με τη νήσο Πρώτη», Τριφνλιακή Εστία 3/18 (1977), 389· Γ. Χατζή, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 155* Π. Δημάκης,«Η Πρώτη, η μικρή ιστορία ενός έρημου νησιού», Πρακτικά Β' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 44-54· Σ.Θ. Λυριτζής, «Ιστορική γεωγραφία περιοχής Γαργαλιάνων», Παρνασσός 30 (1988), 90-105.