.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Πρωτοβυζαντινή Πυλία, Μεσσηνία

Η Δυτική Πυλία βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Η γεωγραφική θέση και η γεωμορφολογία της περιοχής αυτής, με τους ευλίμενους όρμους της, σταθμούς στους πλόες των πλοίων, με την εύφορη γη, οργανωμένη σε γήλοφους, κοιλάδες και μικρούς κάμπους, με πηγαία νερά και προσβάσεις προς την ενδοχώρα, επηρέαζε πάντα το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου.
Στους όρμους αυτούς αναπτύχθηκαν και οι επιθαλάσσιες πολιτείες της Πύλου -Αβαρίνου για τα μεσαιωνικά χρόνια-, της ανώνυμης μέχρι στιγμής πολιτείας των υστερορωμαϊκών χρόνων στην περιοχή της Φοινικούντας, και της διαχρονικής Μεθώνης στη νοτιοδυτική άκρα. Πολιτείες αρχαίες, που συνέχισαν να υπάρχουν στα Πρωτοβυζαντινά χρόνια, ενώ διατηρούνται ακόμη και σήμερα, όχι μόνο στο όνομα αλλά και στη συγκεκριμένη περιοχή με μικρή ή μεγάλη μετατόπιση της θέσης τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων.


Η δυτική Πυλία1 βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Η γεωγραφική θέση και η γεωμορφολογία της περιοχής αυτής, με τους ευλίμενους όρμους της, σταθμούς στους πλόες των πλοίων, με την εύφορη γη, οργανωμένη σε γήλοφους, κοιλάδες και μικρούς κάμπους, με πηγαία νερά και προσβάσεις προς την ενδοχώρα, επηρέαζε πάντα το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου. Ο τόπος προσδιορίζεται από τους δύο φυσικούς όρμους, του Ναβαρίνου και της Φοινικούντας, και από τη στρατηγική θέση με το τεχνητό λιμάνι της Μεθώνης. Το βουνό του Aï-Νικόλα δυτικά και το Λυκόδημο όρος ανατολικά ορίζουν τα υψηλότερα σημεία του.
Στους όρμους αυτούς αναπτύχθηκαν και οι επιθαλάσσιες πολιτείες της Πύλου -Αβαρίνου για τα μεσαιωνικά χρόνια-, της ανώνυμης μέχρι στιγμής πολιτείας των υστερορωμαϊκών χρόνων στην περιοχή της Φοινικούντας, και της διαχρονικής Μεθώνης στη νοτιοδυτική άκρα.
Πολιτείες αρχαίες, που διατηρήθηκαν στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν, που διατηρούνται ακόμη και σήμερα, όχι μόνο στο όνομα αλλά και στη συγκεκριμένη περιοχή με μικρή ή μεγάλη μετατόπιση της θέσης τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων.
Στο νοητό τετράπλευρο, τις τρεις κορυφές του οποίου αποτελούν η Πύλος, η Μεθώνη και η Φοινικούντα, θα προσθέσουμε μια τέταρτη θέση, πρωτοβυζαντινή, το Σουληνάρι, σήμερα χωριό εγκαταλελειμμένο, στις βόρειες υπώρειες του Λυκόδημου όρους, σε μικρή απόσταση από τη βυζαντινή τοποθεσία του Χανδρινού. Το Σουληνάρι βρίσκεται πάνω στη μεσόγεια χερσαία οδό επικοινωνίας της περιοχής Πύλου- Μεσσήνης και Πύλου- Φοινικούντας. Η θέση αυτή αποτελεί κομβικό σημείο για την προς Νότο παράκαμψη του ορεινού όγκου του Λυκόδημου και τη μετάβαση στη θάλασσα (σημερινή διαδρομή: Πλατανόβρυση- Ευαγγελισμός- Φοινικούντα). Η γεωμορφολογία της περιοχής και τα μέχρι στιγμής ευρήματα μας επέτρεψαν να θεωρήσουμε τη θέση αυτή σημαντική, αν και δεν έχει ερευνηθεί ακόμη επαρκώς.
Παρουσιάζονται, λοιπόν, οι τέσσερις αυτές θέσεις- κέντρα της πρώτης βυζαντινής περιόδου, με μνεία των ήδη γνωστών αρχαιολογικών δεδομένων, αλλά και νέων αδημοσίευτων, καθώς και τα νέα ευρήματα που εντοπίστηκαν στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Οινουσσών νήσων, οι οποίες εντάσσονται στη νότια Πυλία. Πρόκειται για στοιχεία, των οποίων το σύνολο επιβεβαιώνει την ύπαρξη, τη συνέχεια και τη διάρκεια της κατοίκησης και της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή αυτή, διαχρονικά και έως τον αιώνα μας, επομένως και κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους (5ος-7ος αι.), εποχή που μας ενδιαφέρει.
Από το Σουληνάρι2 προέρχεται θωράκιο (διαστάσεις: ύψ. 0,73 μ., πλ. 0,96 μ., πάχ. 0,105 μ.), που φέρει στην κύρια όψη ανάγλυφη διακόσμηση από τριπλό ταινιωτό πλαίσιο με χριστόγραμμα σε κύκλο και φύλλα κισσού στα διάκενα, καθώς και ρόδακες και πυροστρόβιλους. Βρέθηκε το 1969, και μικρή μνεία του γίνεται στα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίον του ίδιου έτους από τον επίτιμο σήμερα έφορο Γ. Παπαθανασόπουλο. Η διακόσμηση και η τεχνική του το τοποθετούν στον προχωρημένο 6ο ή στις αρχές του 7ου αιώνα. Το εύρημα βεβαιώνει την ύπαρξη παλαιοχριστιανικής βασιλικής, επομένως και την ύπαρξη οικιστικής εγκατάστασης, που δεν έχει εντοπιστεί ακόμη.
Η πρωτοβυζαντινή Πύλος3, ο μετέπειτα Αβαρίνος, κατέχει μέρος λόφου του Κορυφασίου, στο βόρειο άκρο του οποίου βρίσκεται η ομώνυμη ελληνιστική πόλη. Από τα ευρήματα του χώρου -αν και όχι πολύ σαφή- συνάγεται ότι η πόλη στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους καταλάμβανε έκταση της ρωμαϊκής πολιτείας και απλωνόταν σε όλο το πλάτος του νοτιοανατολικού τμήματος της χερσονήσου (μέρος αυτής σήμερα κατέχει η λιμνοθάλασσα του Διβαρίου, η οποία -κατά μια άποψη- κατέκλυσε μέρος της πόλης στην ύστερη αρχαιότητα).
Στο βόρειο άκρο της χερσονήσου ανευρέθησαν παλαιοχριστιανικοί τάφοι μέσα στα σπίτια της ελληνιστικής πόλης (ανασκαφή Μαρινάτου), ενώ τμήματα βαλανείου ή βασιλικής αποκαλύφθηκαν στο νότιο άκρο, στην ακτή του πορθμού που χωρίζει τη Σφακτηρία από τον κόλπο του Ναβαρίνου. Στον ευρύτερο χώρο της περιοχής Γιάλοβας, Πετροχωρίου και Ρωμανού, έχουν αποκαλυφθεί ελληνιστικά νεκροταφεία και μεγάλος αριθμός τάφων μεταγενέστερων εποχών. Επίσης, στη θέση Μαράνου επί της Σφακτηρίας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της πρωτοβυζαντινής περιόδου.
Η πόλη διέθετε τον κλειστό όρμο του Ναβαρίνου, ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Δυστυχώς, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα για την ύπαρξη της έχουν εντοπιστεί, δεν έχει ευδοκιμήσει η συστηματική έρευνα και η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων, ώστε να αποκτήσουμε ευκρινή εικόνα της.


Για την τρίτη θέση, την πόλη στην περιοχή της Φοινικούντας (Ταβέρνας), σημαντικός υπήρξε ο προστατευμένος όρμος της από όλους σχεδόν τους ανέμους, τους βόρειους, τους ανατολικούς και εν μέρει από τους νοτιοανατολικούς. Σε συνδυασμό με τα μετεωρολογικά στοιχεία προσέφερε και ασφαλές αγκυροβόλιο από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο. Ο μυχός του όρμου ορίζεται από τη χερσόνησο της Ανάληψης, όπου βρίσκεται η γνωστή προϊστορική θέση, έως τη θέση Λούτσα. Η ρωμαϊκή πολιτεία, που δεν έχει ανασκαφεί, καταλαμβάνει ολόκληρο τον σημερινό οικισμό, εκτείνεται σε όλη την έκταση του όρμου και αναπτύσσεται σε μέτωπο 1,5 χλμ. κατά μήκος της ακτής, με μέσο πλάτος περί τα 500 μ. Κατά καιρούς, εκσκαφές για ύδρευση της κοινότητας και άλλες εργασίες απέδωσαν τοιχία και μεγάλο αριθμό οστράκων ύστερης ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Στην ίδια περιοχή διατηρείται μεγάλο ερειπωμένο κτίριο της ύστερης αρχαιότητας, με την επωνυμία «Λουτρό». Απόδειξη της συνέχειας της ρωμαϊκής πόλης στα πρωτοβυζαντινά χρόνια αποτελούν τα ερείπια μεγάλης βασιλικής στη θέση Λούτσα, κοντά στο «Λουτρό» και πολύ κοντά στη θάλασσα, στο ανατολικό άκρο του όρμου. Τη βασιλική εντόπισα και κατέγραψα κατά τη θητεία μου ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με ερέθισμα παλαιά αναφορά του αείμνηστου καθηγητή Δ. Πάλλα, εφόρου αρχαιοτήτων. Πρόκειται για μεγάλο κτίριο, που απλώνεται σε έκταση 100 τ.μ. περίπου. Διατηρείται ορατή η μεγάλη ημικυκλική αψίδα και αρκετοί τοίχοι, αποσπασματικά, έως τα 2,50 μ. ύψος. Είναι κτισμένη με αργολιθοδομή από ψαμμίτη και παρεμβολή πλίνθων. Στον βόρειο χώρο της αψίδας του ιερού έχουν ιδρυθεί, στα νεότερα χρόνια, ναΰδριο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή και μικρό εικονοστάσιο της Αγίας Φωτεινής και της Αγίας Μαρίνας. Στο ανατολικό άκρο του όρμου, κοντά στη θάλασσα, σε σχετικά μικρή απόσταση από το μνημείο, σώζεται κυκλικός οχυρός πύργος βυζαντινών χρόνων.
 Η Μεθώνη έχει ιδρυθεί σε μη ευλίμενο χώρο, αλλά σε εξαιρετικά στρατηγική θέση, αφού εποπτεύει τις θαλάσσιες οδούς προς και από το Ιόνιο. Για το λόγο αυτό, ήδη από την αρχαιότητα, εφοδιάστηκε με τεχνητό λιμάνι, το οποίο με τις απαραίτητες προσθήκες και συντηρήσεις ήταν σε χρήση έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Η στρατηγική σημασία της πόλης ανάγκασε τους οικιστές της να την περιβάλουν από νωρίς με οχυρωματικά έργα. Έχουμε δηλαδή μια πόλη-λιμάνι οχυρωμένη και έναν ισχυρό στρατιωτικό σταθμό.


Το οχυρωμένο τμήμα της πόλης πρέπει να καταλάμβανε την ίδια έκταση με το υπάρχον φρούριο, τουλάχιστον την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Πέραν αυτού φαίνεται ότι υπήρχε ένας πυκνός περιαστικός ιστός, παράλληλα με το ρέμα της Μεθώνης. Η κατοίκηση, ίσως υπό μορφή αγροικιών, πρέπει να καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή του Αγίου Νεκταρίου μέχρι τον Προφήτη Ηλία κάτω στη θάλασσα, και μέχρι τους Παλιούς Αη-Λιάδες, όπως μαρτυρούν τα αποσπασματικά ευρήματα που ανήκουν σε κτίρια και τάφους. Το ίδιο πρέπει να ίσχυσε, σε μικρότερη κλίμακα, και για τα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Ο κάμπος της Μεθώνης (μεταξύ των δύο λόφων, σε ένα τμήμα του) φαίνεται ότι κάποτε ήταν λιμνοθάλασσα, στη θέση περίπου των αλυκών που σημειώνονται στους ενετικούς χάρτες.
Για τη Μεθώνη ας θυμηθούμε, επιτροχάδην, τα γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής που μας ενδιαφέρει: το ίδιο το κάστρο με το λιμάνι, ο δίδυμος ναΐσκος με ψηφιδωτά δάπεδα στους Παλιούς Αη-Λιάδες, το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο του Αγίου Ονούφριου (Αγίου Αγαπίου), των μέσων του 4ου-αρχών του 5ου αιώνα, με χρήση και στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Το κοιμητήριο βρίσκεται βόρεια της Μεθώνης, στη θέση αρχαίων λατομείων πωρόλιθου που λειτουργούσαν έως τα μεσαιωνικά χρόνια. Επίσης, διατηρούνται δεξαμενές νερού στη θέση Λυκοτόμαρο και έχουν εντοπιστεί τάφοι και μικρός οικισμός στην περιοχή Αγάκι, μεσοβυζαντινών χρόνων4
Περισσότερα για το παλαιοχριστιανικό νεκτοταφείο του Αγίου Ονούφρου στον σύνδεσμο:


Από τα νεότερα ευρήματα, που εντοπίστηκαν στην περιοχή και εν μέρει δημοσιεύθηκαν, είναι ο φάρος ή φρυκτωρία5, βόρεια της Μεθώνης, στον ορμίσκο που αναφέρεται ως «του Παπά η Λίμνη», στο νότιο ακρωτήριο της εισόδου του. Διατηρείται συμπαγές κυκλικής κάτοψης κτίσμα, σωζόμενου ύψους 2,50 μ., από ημίεργους λίθους, ασβεστοκονίαμα και παρεμβολή οστράκων, που χρονολογείται στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους και αποτελούσε τμήμα του δικτύου φρυκτωριών (βίγλες) που ανιχνεύεται κατά μήκος της δυτικής επιθαλάσσιας περιοχής Ναβαρίνου-Μεθώνης. Χρησίμευε ως είδος φρυκτωρίας ή φανού, καθώς έχει οπτική επαφή με τη Μεθώνη αφ' ενός και με την κορυφή του πρόβουνου Ai-Θανάση (νότια απόληξη του Aï-Νικόλα) αφ' ετέρου, όπου διατηρούνται κάποια κτιριακά ίχνη παρόμοιας κατασκευής στο σημείο της οπτικής επαφής. Από το σημείο αυτό υπάρχει οπτική επαφή με τον Aï-Νικόλα, στη θέση του τριγωνομετρικού σημείου της ΓΥΣ, όπου διατηρείται επίσης σε επίπεδο θεμελίων παρόμοιο κτίσμα κυκλικής κάτοψης και άλλα κτίσματα απροσδιόριστης χρήσης. Από τον Aï-Νικόλα η οπτική επαφή με το Ναβαρίνο είναι άμεση.
 Στην είσοδο του σύγχρονου οικισμού της Μεθώνης αποκαλύφθηκε πρόσφατα τμήμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σημαντικό εύρημα για την έκταση της πόλης στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Η Μεθώνη στερείται πηγαίου νερού, υδρεύθηκε μόλις το 1988 από τις πηγές στη θέση Μινάγια. Υπήρχε όμως πηγή στους Παλιούς Αη-Λιάδες, που τροφοδοτούσε την πόλη, όπως φαίνεται από τις ενδείξεις στους ναυτικούς χάρτες του περασμένου αιώνα και από τον αγωγό που διατηρείται αποσπασματικά μέχρι σήμερα -όχι όμως και για πολύ ακόμη- στην παραλία της Μεθώνης. Πολλά πηγάδια υπάρχουν και υπήρχαν στον μοθωνιώτικο κάμπο. Όσα διατηρούνται, καθώς και τα δύο πηγάδια μέσα στον οικισμό, έχουν μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία της εποχής της Ενετοκρατίας.
Ο χώρος της Μεθώνης ελέγχει το δίαυλο ανάμεσα στις ακτές της Πελοποννήσου και το συμπλεγμάτων Οινουσσών (Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή ή Αγία Μαρίνα, Σχίζα, Βενετικό και Πετροκάραβο), πανάρχαια θαλάσσια διαδρομή. Σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής, τα νησιά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι-σταθμοί ή αγκυροβόλια για τα πλοία που διέπλεαν τα στενά, αλλά και ως κρησφύγετα σε περιόδους αναταραχών. Τα σωζόμενα λείψανα συνηγορούν στην εκούσια και προγραμματισμένη χρήση τους και όχι στην τυχαία και αποσπασματική. Βασικό πλεονέκτημα για τη χρήση τους υπήρξε η παρουσία πόσιμου νερού, απαραίτητου για την οποιαδήποτε μορφή εγκατάστασης. Παράλληλα, όλες οι νησίδες διαθέτουν ένα-δύο ή περισσότερους ευλίμενους όρμους για ποικίλους καιρούς. Την εκούσια επιλογή και τη χρήση τους συνηγορεί και η χρησιμοποίηση στις κατασκευές οικοδομικού υλικού, όπως ο ψαμμίτης, ο οποίος μεταφέρθηκε από την απέναντι ηπειρωτική ακτή, όπου αφθονεί, ενώ απουσιάζει παντελώς τουλάχιστον στις τρεις πρώτες νησίδες.
 Τα οικιστικά λείψανα μαρτυρούν συνεχείς μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις, χρονολογούμενες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα στοιχεία που αντιστοιχούν στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι αρκετά, αλλά πολλές φορές επιβεβαιώνονται και από τα μεταγενέστερα ευρήματα που διατηρούνται πάνω στις νησίδες.
 Ένα από τα νησιά αυτά, η Αγία Μαριανή, προσφέρεται με τη βατή και ομαλή επιφάνεια του για μόνιμη εγκατάσταση. Στην ανατολική ακτή της, στο όριο του αιγιαλού, διατηρούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτιριακά κατάλοιπα, ένα πηγάδι κτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που ανήκουν στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Σε πλάτωμα στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο ομώνυμος ναός, πλήρως ανακαινισμένος σήμερα. Σε επαφή με αυτόν, στη βόρεια πλευρά του και σε χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται το βόρειο κλίτος παλαιότερου ναού βυζαντινών χρόνων. Διατηρείται κοινός μεταξύ τους τοίχος, σε επίπεδο περίπου 1 μ. κάτω από το έδαφος, ο οποίος στηρίζεται σε τοξοστοιχία από τρία τόξα. Ο σύγχρονος ναός εδράζεται στα θεμέλια παλαιότερου και μεγαλύτερων διαστάσεων, ίσως μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και καταλαμβάνει εν μέρει τμήμα του κεντρικού κλίτους του. Όλη η περιοχή, από την παραλία μέχρι την εκκλησία της Αγίας Μαριανής, είναι διάσπαρτη με όστρακα αγγείων και κεραμιδιών και τοιχία που διαγράφονται στο έδαφος. Τα όστρακα των χονδροειδών αγγείων χρονολογούνται έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.


Η Σχίζα6, σήμερα στο μεγαλύτερο της τμήμα πεδίο βολής, διατηρεί ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους. Μια μεγάλη εγκατάσταση της ύστερης αρχαιότητας και των πρώιμων βυζαντινών χρόνων εκτείνεται σε πλάτωμα που απολήγει σε ακρωτήρι, στα βορειοανατολικά του νησιού. Η περιοχή περιλαμβάνει βαθύ ευλίμενο όρμο, στη θέση Λίμπι, με δύο μυχούς, που προσφέρει ασφαλές καταφύγιο. Η στεριά καλύπτεται από όστρακα και κτιριακά λείψανα σε επίπεδο θεμελίων, κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην παραλία του ενός των μυχών διατηρείται παλιό πηγάδι πόσιμου νερού, ενεργό και σήμερα.


Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου7. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.
Στη βορειοδυτική ακτή της Σαπιέντζας βρίσκεται το γνωστό ναυάγιο των σαρκοφάγων από γρανίτη, που τεκμηριώνει τη χρήση του θαλάσσιου δρόμου στους αυτοκρατορικούς χρόνους (+1ος αι.). Στη χερσαία περιοχή που γειτονεύει με το ναυάγιο υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα σε επίπεδο θεμελίων και αφθονία οστράκων κυρίως των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Σε τμήμα αυτής της περιοχής που διαβρώνεται από την θάλασσα διατηρείται δάπεδο από φερτό ψαμμίτη που χαρακτηρίζεται από όστρακα 6ου-7ου αιώνα, ενώ σε ανώτερο επίπεδο υπάρχει μεταγενέστερο οικοδόμημα κτισμένο αποκλειστικά από ασβεστόλιθο και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ίσως μεσοβυζαντινών χρόνων. Στην ίδια περιοχή, σε νεότερους χρόνους, κατασκευάστηκαν ασβεστοκάμινοι, μία από τις οποίες μέσα στο μεσοβυζαντινό κτίριο με μερική χρήση του βόρειου και του ανατολικού τοίχου του.


Περισσότερα γιά την νήσο Σαπιέντζα μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο: Νήσος Σαπιέντζα

Το Βενετικό αποτελεί το τελευταίο μεγάλο νησί των Οινουσσών, ορεινό και απόκρημνο, το οποίο στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή επίπεδη γλώσσα ξηράς. Στη θέση αυτή διατηρείται αλυκή, η οποία μπορεί να ανήκει στις επιτόπιες πήγες παραγωγής αλατιού που μαρτυροΰνται από τους βυζαντινούς χρόνους8, και διασώζονται τα λείψανα ενός συγκροτήματος, που αποτελείται από το κυρίως κτίριο, δυο προσθήκες και έναν πΰργο, ένα δεύτερο κυψελωτό κτίριο πάνω στον αιγιαλό και ένα πηγάδι κτιστό, ενεργό μέχρι σήμερα.
Το συγκρότημα, διαστάσεων 20x7 μ., είναι κτισμένο από ψαμμιτόλιθους -πέτρωμα που υπάρχει στο νησί- με ισχυρό συνθετικό ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι του έχουν πάχος περί τα 0,80 μ. Τοιχία και οικοδομικό υλικό διακρίνονται και στον ευρύτερο χώρο. Αφθονούν, επίσης, οι κεραμίδες και τα όστρακα. Ο πυρήνας του συγκροτήματος αυτοΰ είναι παλαιός και ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ μια από τις υστέρες φάσεις του ανήκει στον 17ο-18ο αιώνα.
Το δεύτερο κτίριο, πάνω στον αιγιαλό, είναι τετράγωνης κάτοψης με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα σε κάθε πλευρά και καλύπτεται με τρουλίσκο. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Πιθανόν να πρόκειται για φάρο (φανό θαλάσσης) ή κτίριο που είχε σχέση με την παραγωγή του αλατιού, αλλά όχι για λουτρό. Ανήκει στους μεταβυζαντινούς χρόνους (17ος-18ος αι.).


Το Πετροκάραβο είναι απλός βράχος χωρίς ίχνη κατοίκησης.
 Οι παραπάνω μαρτυρίες εγκαταστάσεων στα νησιά αυτά συνηγορούν για τη στρατηγική θέση της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, και ιδιαίτερα της Μεθώνης, επιβεβαιώνουν τη διαρκή κατοίκηση του χώρου, προσδιορίζουν ότι η Μεθώνη και η περιοχή της αποτέλεσε όλες τις χρονικές περιόδους σημαντικό ναυτικό κόμβο, σταθμό πρώτα από όλα για στρατιωτικό έλεγχο και επιχειρήσεις. Ίσως είναι αυτή η αιτία που ποτέ δεν απώλεσε το όνομα της, δεν ξεχάστηκε με την πάροδο του χρόνου, σε αντίθεση με την Πΰλο (Ναβαρίνο), που αν και είναι το καλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, σιώπησε κάποια στιγμή.
Η περαιτέρω επιστημονική έρευνα της περιοχής πιστεύουμε ότι θα αποδώσει σημαντικά ευρήματα για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.

Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη

Σημειώσεις:
1. Για την τοπογραφία της περιοχής, βλ. Η. Σπονδΰλης, «Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων», Ενάλια 4/3-4 (1992), 30-37, εικ. 1-15. Βλ. επίσης, το συλλογικό έργο του Προγράμματος Ιστορικής Γεωγραφίας του ΙΒΕ, Ιστορική Γεωγραφία τηςβυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204), 2: Οι βυζαντινές θέσεις, που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα.
2. Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,120.
3. Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ 1958,185· Ν. Γιαλουρης, ΑΔ 21 (1966) Χρονικά, 164-165' Μαρινάτος, ΠΑΕ 1966,121122· Κ. Andrews, The Castles of the Morea, Princeton 1958,40-48· Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 17 (1961-62) Χρονικά, 92-93· ΑΔ 19 (1964) Χρονικά, 151-152.
4. Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 18 (1963) Χρονικά, 94· Δ.Ι. Πάλλας, ΑΛ 17 (1961-62) Χρονικά, 103-104· ΠΑΕ1967,22-27* ο ίδιος, «Ο Άγιος Ονούφριος Μεθώνης (Παλαιοχριστιανικόν κοιμητηριον-βυζαντινόν ασκητηριον)»,Λ£ 1968,119-176.
5. Σπονδυλης, «Συμβολή», 35-36, εικ. 14.
6. Ε. Παπακωνσταντίνου, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 156.
7. Οι πληροφορίες για τα ναυάγια αυτά οφείλονται στον Η. Σπονδΰλη, που τα εντόπισε σε υπηρεσιακές του έρευνες και πρόκειται να τα δημοσιεύσει
8. J. Longnon - P. Topping, Documents sur le régime des terres dans laprincipauté de Morée au XWe siècle, Paris/Le Hague 1969,253* M. N. Valmin, Études topographiques surlaMessénie ancienne, Lund 1930,160-161* A.C. Hodgetts, The Colonies of Coron andModon under VenetianAdministration, 1204-1400, University of London 1974,42






Printfriendly