1
Τά ιστορικά των χρόνων τής φραγκοκρατίας στην κάτω Ελλάδα είναι αρκετά γνωστά χάρη στην επιστημονική έρευνα πού βασίζεται στά κείμενα τής εποχής. Δέν διαπιστώνεται όμως τό ίδιο προκειμένου γιά τήν τέχνη καί μάλιστα τήν αρχιτεκτονική τής ίδιας περιόδου. Τούτο γιατί τά μνημεία πού σώθηκαν δέν συσχετίζονται άμεσα μέ τίς γραπτές πηγές, δύσκολα τοποθετούνται χρονολογικά καί κατά συνέπεια δύσκολα ερμηνεύονται. Υπάρχει η γενική άποψη ότι κάτω από συνθήκες δουλείας, όπως τότε, η πολιτιστική δραστηριότητα του ντόπιου ελληνικού στοιχείου περιορίστηκε.Τά πράγματα όμως δέν φαίνεται νά είναι τόσο άπλα. Πρίν από τήν κατάκτηση, το 1205 γιά τήν Ελλάδα, είχαν προηγηθεί δύο τουλάχιστον αιώνες σχετικής ευημερίας, ακμής καί δημογραφικής ανόδου, πού παρά τίς νορμανδικές επιδρομές καί τίς οικονομικές δυσκολίες τής τελευταίας περιόδου κρατούσαν τή γενική πολιτιστική στάθμη αρκετά ψηλά. Κάτι πού έρχεται νά διαψεύσει τήν άποψη γιά περιορισμένη δραστηριότητα κατά τή φραγκοκρατία είναι λ.χ. ο μεγάλος αριθμός τοιχογραφημένων συνόλων πού σώθηκαν από τον 13ο αιώνα. Πράγματι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες1 τά σύνολα μνημειακής ζωγραφικής στην Ελλάδα ανέρχονται κατά τόν 13ο αιώνα σέ 339 έναντι 47 του 11ου καί 79 του 12ου αιώνα αντίστοιχα. Κάθε άλλο παρά μείωση τής δραστηριότητας διαπιστώνεται λοιπόν, γιά τή ζωγραφική τουλάχιστον, κατά τά χρόνια τής φραγκοκρατίας.
Γιά τήν αρχιτεκτονική δέν φαίνεται γιά τήν ώρα εύκολο νά γίνει μιά ανάλογη μέτρηση καί οπωσδήποτε είναι τελείως απίθανο να υπάρξουν παρόμοια αποτελέσματα. Η ναοδομία «παράγεται» κάτω από διαφορετικές οικονομικές καί κοινωνικές προϋποθέσεις. Ενώ δηλαδή η ζωγραφική κατά τη 13η εκατονταετία γινόταν με μικρά έξοδα από ντόπιους καλλιτέχνες καί με τήν πρωτοβουλία ιερωμένων, ιδιωτών ή μικρών κοινοτήτων2, η αρχιτεκτονική (μέ κάποιες προθέσεις) απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες δαπάνες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σέ άλλες, μή φραγκοκρατούμενες περιοχές, πού μιά τοπική αυλή προσπαθούσε νά διατηρήσει το βυζαντινό όνομα καί το πολιτιστικό γόητρο της αυτοκρατορίας, στην Ήπειρο, τή Σερβία, τήν επικράτεια τών Λασκαριδών ή τόν μακρινό Πόντο, κτίζονταν τήν ίδια εποχή σπουδαίες, μεγάλες καί δαπανηρές εκκλησίες, κάτι πού δέν παρατηρείται εδώ3.
Γιά τήν Πελοπόννησο, από πλευράς ιστορίας τής αρχιτεκτονικής, ο 13ος αιώνας είναι μιά εποχή πού θά μπορούσε ίσως νά χαρακτηριστεί ώς μεταβατική, μεταξύ τής μεσοβυζαντινής καί της παλαιολογείου. Μετά τον διαμελισμό τής αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους, στην επικράτεια τού φραγκικού πριγκιπάτου τής Αχαΐας θα διαπιστωθεί μιά διπλή αρχιτεκτονική δραστηριότητα με την ανέγερση αφενός μερικών μεγάλων, καθαρά γοτθικών μνημείων από τό έπικυρίαρχο φραγκικό στοιχείο4 καί αφετέρου μικρών ορθόδοξων εκκλησιών πού συνεχίζουν τήν ντόπια παράδοση καί επηρεάζονται κατά περίπτωση από τήν ξένη.
Στή δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει η εκκλησία της Θεοτόκου, η μελέτη της οποίας ακολουθεί. Είναι ένα μνημείο πού, αν καί μικρό, έγινε με κάποιες προθέσεις καί ενώ διατήρησε σε πολλά την τοπική παράδοση, έχει στοιχεία πού μαρτυρούν τίς νέες ιδέες τής εποχής. Η σημασία της, λοιπόν, γιά τήν έρευνα τών προβλημάτων τής ναοδομίας στην Πελοπόννησο κατά τή φραγκοκρατία, δέν είναι μικρή.
2
Τό Ανήλιο, άλλοτε Γκλάτσα, βρίσκεται στην επαρχία Ολυμπίας5 του νομού Ηλείας, 5 χλμ. περίπου ανατολικά από τήν εθνική όδό, μετά τά χωριά Ζαχάρω καί Κακόβατος. Η εκκλησία τής Παναγίας, προσιτή σήμερα άπό αγροτικό χωματόδρομο, υψώνεται σέ θέση κάπως απόμερη, 1 χλμ. περίπου στά νοτιοανατολικά τού οικισμού. Ας σημειωθεί ότι το χωριό αναφέρεται ήδη από τόν 14ο αιώνα6 καί ότι σχετίζεται μέ τήν παρουσία τών Φράγκων στην περιοχή.
Η ερειπωμένη σήμερα εκκλησία είναι τοπικά γνωστή ώς Παναγία καί πιστεύεται οτι ήταν άλλοτε καθολικό μοναστηριού ή μάλλον εκκλησία μετοχίου καί μάλιστα της μονής της Θεοτόκου των Πάντων Χαράς, των Στροφάδων7. Η απομονωμένη θέση, κοντά σέ πηγή νερού, κάνει πολύ πιθανή τήν ανέγερση του μνημείου αρχικά ώς καθολικού.
Η Θεοτόκος τού Ανήλιου είναι σχεδόν άγνωστη στην επιστήμη. Μία φωτογραφία του εσωτερικού της (Εικ.1), χωρίς σχόλια, δημοσιεύθηκε προ πολλών ετών από τόν Struck8, ο καθηγητής Π. Βοκοτόπουλος9 απαρίθμησε τον ναό στίς μετά το 1204 βασιλικές τής Πελοποννήσου καί πρόσφατα ο Γ. Βελένης αναφέρθηκε σέ οικοδομικές του λεπτομέρειες δημοσιεύοντας δύο ακόμα φωτογραφίες10.
Πέρα από αυτά, οί μόνες πληροφορίες γιά τό μνημείο προέρχονται ώς τώρα από παλιές φωτογραφίες, εξι τής φωτοθήκης τού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου11 καί δύο τής συλλογής G. Millet12. Πρόκειται γιά πολύτιμα τεκμήρια δεδομένου ότι διασώζουν στοιχεία τού μνημείου, τα οποία σήμερα έχουν καταστραφεί ή χαθεί13. Γι' αυτά θά ξαναγίνει λόγος.
Γραπτές πληροφορίες γιά τήν εκκλησία τής Θεοτόκου δέν μάς είναι γνωστές. Οι περιηγητές τού περασμένου αιώνα δέν σημείωσαν κάν τό μνημείο, πού ήταν μακριά από κλασικές αρχαιότητες καί εξω από τους δρόμους πού συνήθως ακολουθούσαν.
Δυστυχώς η εκκλησία τού Ανήλιου δέν είναι απλώς ερειπωμένη, αλλά καί καταδικασμένη νά καταστραφεί. Η πλήρης εγκατάλειψη καί οί ευνοϊκές φυσικές συνθήκες τού περιβάλλοντος επέτρεψαν τή διάλυση τού κτιρίου από τή βλάστηση. Πλήθος από δέντρα έχουν φυτρώσει από παλιά14 πάνω στους ερειπωμένους τοίχους, έτσι ώστε νά τους χωρίσουν σέ κομμάτια καί ενίοτε νά τους μετακινήσουν από τή θέση τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι καί η ατέλεια των μετρήσεων, βάσει των οποίων έγιναν τά σχέδια15 του παρόντος άρθρου.
3
Εύκολα διαπιστώνεται ότι η εκκλησία πού εξετάζουμε δέν έχει, όπως συχνά συμβαίνει σέ βυζαντινά μνημεία, πολλές φάσεις κατασκευής. Μόνο μετά τήν ερείπωση της (από σεισμό ή φωτιά) οι χωρικοί έκτισαν από πωρόλιθους πρόχειρους τοίχους γιά νά συγκρατήσουν στή θέση τους τίς πλάγιες θύρες καί τό παράθυρο τής κεντρικής κόγχης τού ιερού. Είναι επίσης άγνωστο πότε απομονώθηκε τό διακονικό με τοίχο, έτσι ώστε νά δημιουργηθεί εκεί ένα πρόχειρο οστεοφυλάκιο16 (Εικ.2).
Η εκκλησία τής Θεοτόκου εγγράφεται σέ ορθογώνιο, διαστ. 12,51x 8,63μ. Είναι δρομική μέ νάρθηκα, τριμερής ώς προς τό πλάτος σ' όλη της τήν έκταση. Τό πλάτος του Ιερού Βήματος, όπως καί τού μεσαίου κλίτους, είναι 2,74μ. καί τό πλάτος τού νάρθηκα 2,63μ. Έτσι ο κυρίως ναός μαζί μέ το ιερό πλησιάζει σέ αναλογίες το τετράγωνο (1:1,05).
Σημειώθηκε ήδη η προχωρημένη ερείπωση του ναού. Από τόν δυτικό τοίχο, την πρόσοψη του, δέν σώθηκαν παρά μόνο θεμέλια. Ο τοίχος μεταξύ νάρθηκα καί κυρίως ναού17 έχει πέσει καί εν μέρει έχει παραχωθεί από τίς πέτρες, έτσι ώστε νά μην μπορεί νά μετρηθεί τό ύψος ούτε μιας από τίς τρεις τοξωτές εισόδους18 του κυρίως ναού. Το τριμερές ιερό σώζεται κάπως καλύτερα. παρέχει στοιχεία πού δίνουν την ολοκληρωμένη αναπαράσταση του, μέ μέγιστο ύψος ενός από τους τοίχους του 4,50μ.
Ο νάρθηκας είναι οπωσδήποτε σύγχρονος μέ τον κυρίως ναό. Η συνέχεια τής τοιχοποιίας εξωτερικά (ικανοποιητικά διατηρημένης στή βόρεια όψη) το αποδεικνύει. Οι παραστάδες πού σώζονται στην ανατολική του πλευρά19 μαρτυρούν ότι ο νάρθηκας ήταν τριμερής καί τά λείψανα τού προς βορρά τόξου καθώς καί τού βορειοανατολικού λοφίου δείχνουν πώς ήταν θολοσκεπής. Ένα ογκώδες μάλιστα κομμάτι προερχόμενο από θολωτή κατασκευή κείτεται ακόμα μπροστά από τήν πρόσοψη στή βορειοδυτική γωνία τού κτιρίου. Οι γενικές αναλογίες του νάρθηκα είναι 7,10x 2,63μ., δηλαδή περίπου 1:2,7.
Η τριμερής διάταξη τού κυρίως ναού γίνεται αμέσως αντιληπτή από τά λείψανα τού τόξου (στό ανατολικό άκρο) καί τού επικράνου της προς τά δυτικά παραστάδας20 της νότιας κιονοστοιχίας (Εικ.3). Η αυτοδυναμία τών τόξων, το συνεχές μέτωπο τού τοίχου μεταξύ τού ιερού καί τού κυρίως ναού21 καί κυρίως η μεγάλη διαφορά ύψους μεταξύ τών τόξων αυτών καί εκείνων της καμάρας τού Βήματος22, μαρτυρούν αμέσως ότι ο ναός δέν ήταν σταυροειδής τρουλαίος, αλλά μιά βασιλική. Στον κυρίως ναό ανοίγονται πλευρικά, σε συμμετρικές ως προς τον άξονα θέσεις, δύο ισοδύναμες πόρτες, πού σώζονται σήμερα σέ πολύ κακή κατάσταση. Το δάπεδο καλύπτεται από χώματα καί πέτρες καί οί πλάγιοι τοίχοι, μέ πολλαπλά ρήγματα, σώζονται σέ μικρό ύψος. Ενδιαφέρον στοιχείο τού κυρίως ναού είναι τά δικιόνια προσκυνητάρια, πού συμμετρικά ώς προς τόν άξονα του κοσμούν τίς ανατολικές καί τίς δυτικές παραστάδες τής τοξοστοιχίας (Εικ.4α) καί τους πλάγιους τοίχους, αμέσως ανατολικά από τίς πλευρικές εισόδους. Τά έξι συνολικά αυτά προσκυνητάρια ορίζονται από πώρινους ημικιονίσκους μέ μικρά γοτθικά κιονόκρανα (Εικ.5), πού πατούν σέ λοξότμητη πώρινη βάση23 καί φέρουν ημικυκλικά τόξα με ημικυκλική επίσης τη διατομή. Τό προσκυνητάρι τής βορειοδυτικής παραστάδας έχει καταστραφεί καί όλα τά υπόλοιπα είναι σε πολύ κακή κατάσταση συντηρήσεως.
Ορισμένα κατακείμενα στον κυρίως ναό αρχιτεκτονικά μέλη είναι εξαιρετικά πολύτιμα γιά τήν αναπαράσταση του ναού. Σώθηκαν καί τά τρία μέρη του ενός από τους δύο κίονες καί μάλιστα σέ άριστη κατάσταση. Η βάση, συμφυής μέ βάθρο, διαστ. 36x 36x 35 εκ., από γκρίζο μάρμαρο (Είκ.4β, ε, καί 6) καί μέ διατηρημένο ακόμα τόν σιδερένιο γόμφο στή θέση του24, είναι παλαιοχριστιανικό μέλος σέ δεύτερη χρήση25, όπως άλλωστε καί ο κορμός ο οποίος έχει συνολικό ύψος 2,39μ., αισθητή μείωση καί κάτω διάμετρο 34 περίπου εκ. Καί ο κορμός είναι άπό γκρίζο μάρμαρο. Τό κιονόκρανο είναι τεκτονικό, έχει μικρό ΰψος (15,3 εκ.) καί διαστάσεις του άβακα 43x 43x 2,5 έκ. (Είκ.7). Αδέξια σκαλισμένα φύλλα διακοσμούν τήν επιφάνεια του κατά τίς διαγώνιους καί μικροί σταυροί κατά τους άξονες.
Τέλος, κοντά στη βόρεια είσοδο σώθηκαν τρία κομμάτια από τό πώρινο πλαίσιο της, διαστάσεων σε κάτοψη 25x 30 εκ., πού διακοσμούνται μέ ογκηρά βεργία-ημικιονίσκους, καθαρά γοτθικής τεχνοτροπίας. Γι' αυτά θά ξαναγίνει λόγος.
Το τριμερές ιερό καλυπτόταν μέ ημικυλινδρικές καμάρες από λαξευτούς πωρόλιθους (Εικ.8) καί ήταν ελαφρά υπερυψωμένο ως προς τόν κυρίως ναό. Οί κόγχες Βήματος, προθέσεως καί διακονικού, κυκλικές σέ χάραξη, καλύπτονται μέ τεταρτοσφαίρια, επίσης από λαξευτούς πωρόλιθους. Ένα ελεύθερο πέρασμα ενώνει τό Βήμα μέ τήν πρόθεση, ενώ ή πόρτα προς τό διακονικό είναι πολύ χαμηλή καί εκ τών υστέρων κλεισμένη μέ τοίχο, πράγμα πού κάνει πιθανό ότι τό διακονικό είχε τήν αυτοτελή χρήση παρεκκλησίου. Η ύπαρξη κογχαρίου στον βόρειο τοίχο του ενισχύει τήν υπόθεση αυτή.
Λοξότμητοι πώρινοι κοσμήτες επιστέφουν τό κυλινδρικό τμήμα τών κογχών, όπως καί τήν κτιστή Αγία Τράπεζα. Στην πρόθεση (Εικ.9) διευρύνουν τό βάθος ενός πλάγιου κογχαρίου. Η άριστη από λαξευτούς πωρόλιθους τοιχοποιία τής Αγίας Τράπεζας πιστοποιεί τήν απαρχής κατασκευή της. Εντυπωσιακή είναι η εμφάνιση της τοιχοποιίας εσωτερικώς σ' ολόκληρο τό ιερό. Εχει γίνει από λαξευτά πώρινα αγκωνάρια μέ τήν παρεμβολή λίγων οριζόντιων τούβλων μικρού πάχους (Εικ.10). Τά τόξα είναι πώρινα μέ αφανείς τους αρμούς μεταξύ τών θολιτών τους. Παντού κανείς βλέπει τήν εξαιρετική επιμέλεια τής δομής.
Στον νότιο τοίχο τού Βήματος διακρίνονται κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών μέ αδιάγνωστες παραστάσεις. Η εγκοπή γιά τή στερέωση ενός θωρακίου, πάλι στον νότιο τοίχο, είναι ή μοναδική ένδειξη τού μαρμάρινου(;) τέμπλου τού ναού.
Από τίς εξωτερικές όψεις τού ναού τής Θεοτόκου έχουν διασωθεί κυρίως η ανατολική καί τά προς τά ανατολικά (μετά την πλάγια είσοδο) τμήματα της βόρειας καί της νότιας (Εικ.11). Η τοιχοποιία έχει γίνει παντού μέ τό πλινθοπερίκλειστο σύστημα μέ διπλά τά τούβλα στους οριζόντιους αρμούς καί διπλά ή τριπλά στους κατακόρυφους. Σέ κάποιες περιπτώσεις διακρίνονται υποδοχές τών ξύλινων ικριωμάτων λαξευμένες σέ πωρόλιθους26.
Δέν σώθηκε δυστυχώς το γείσο στίς δύο πλάγιες όψεις του ναού. Αυτές διαρθρώνονται μέ δύο οριζόντιες οδοντωτές ταινίες, πού επεκτείνονται στην ανατολική πλευρά. Οί ανώτερες περιέγραφαν άλλοτε τά τόξα τών πλάγιων θυρών27 καί καταλήγουν ανατολικά στίς επιστέψεις τών κογχών της προθέσεως καί τού διακονικού. Οί χαμηλότερες αλλάζουν δύο φορές στάθμη (παίρνοντας μιά χαρακτηριστική βαθμιδωτή μορφή) (Εικ.12) καί καταλήγουν ανατολικά πάνω από τή στάθμη τού πώρινου κοσμήτη της ποδιάς τών παραθύρων.
Στην ανατολική όψη του ναού δεσπόζουν οί τρεις ήμιεξαγωνικές κόγχες του ιερού. Η άγρια βλάστηση έχει χωρίσει καθεμιά από τίς κόγχες σέ δύο μέρη, μπορούν όμως νά γίνουν ακόμα παρατηρήσεις καί μετρήσεις. Παραμένει άγνωστο αν ο ναός είχε κρηπίδα στό σύνολο ή μόνο στην ανατολική πλευρά. Διασώζεται το λοξότμητο γείσο της μεσαίας κόγχης (όμοιο του οποίου πιθανότατα υπήρχε καί στά παραβήματα), καθώς καί ο πώρινος κοσμήτης πού έτρεχε σ' ολόκληρο το πλάτος του ναού στην ποδιά των παραθύρων. Η διατομή του κοσμήτη είναι χαρακτηριστική ενός αιγυπτιάζοντος κοίλου στοιχείου (cavetto) πού επιστέφεται μέ ογκηρό τεταρτοκυκλικό βεργίον (Εικ.4δ). Η χαμηλότερη οδοντωτή ταινία (για τήν οποία έγινε λόγος) ακολουθεί τον κοσμήτη, στίς θέσεις όμως των τριών παραθύρων αλλάζει στάθμη προκειμένου νά τά περιγράψει εξωτερικά.
Τά παράθυρα τών παραβημάτων, πιθανότατα μονόλοβα, έχουν καταστραφεί.
Τής μεσαίας κόγχης σώθηκαν ενδείξεις ότι ήταν δίλοβο, εξ ολοκλήρου κτισμένο με λεπτά τούβλα, μέ άνοιγμα 51 έκ. καί γένεση τών τοξυλλίων 1,24μ. από τήν ποδιά του (Εικ.13). Σήμερα ο κιονίσκος, τά τοξύλλια καί το υπερκείμενο τύμπανο έχουν εξαφανιστεί, σώζεται ομως το εξωτερικό τόξο πού τά περιέβαλλε.
Το τμήμα της ανατολικής προσόψεως πού αντιστοιχεί στό Βήμα υπερυψώνεται σέ σχέση μέ τή στέγη τών παραβημάτων καί καταλήγει προς τά πάνω σε αέτωμα. Όπως φαίνεται στίς παλιές φωτογραφίες, η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία του εκτεινόταν καί στίς πλάγιες πλευρές της υπερυψώσεως.
Η μορφή της τοιχοποιίας του ναού της Θεοτόκου παρά την κακή της κατάσταση εντυπωσιάζει μέ τήν τελειότητα της: Οί πωρόλιθοι είναι πλήρως λαξευμένοι καί ορθογωνισμένοι. Τά τούβλα έχουν μικρό πάχος, 2-2,5 έκ., καί στίς οριζόντιες στρώσεις τους τοποθετήθηκαν χωρίς εμφανείς αρμούς ή ανωμαλίες. Οί αρμοί της τοιχοποιίας είναι ισοπαχείς καί τό ημίλευκο κονίαμα τους ομοιόμορφα «πατητό» μέ ελαφρά κοίλη τη διατομή. Ξυλοδεσιές στους τοίχους, τίς οποίες καλύπτουν πλίνθινες στρώσεις, διακρίνονται σέ κάποια σημεία της κατασκευής28. Ας σημειωθεί ότι ο πώρινος κοσμήτης του ιερού στά πλάγια αντιστοιχεί σέ μιά στρώση της τοιχοποιίας. Η επιφάνεια τής διατομής του είναι συμφυής μέ τήν πρώτη στή σειρά λιθόπλινθό της.
Στά κατακείμενα εξω από τήν εκκλησία μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη περιλαμβάνονται: α) Ένας κυματιοφόρος ορθοστάτης θύρας μέ τή χαρακτηριστική λοξότμητη απόληξη του, ύψ. 1,95, βάθ. 0,43 καί πλ. 0,18μ., σήμερα μπροστά στή βόρεια είσοδο, β) ένας όμοιος ορθοστάτης, απροσδιόριστου ύψους, έν μέρει θαμμένος μπροστά στή νότια είσοδο καί γ) ένα υπέρθυρο(;), ορθογώνιας διατομής 17,5x 20 έκ., μήκ. 1,48μ., πού διακοσμείται μέ τρεις επιπεδόγλυφους σταυρούς (Εικ.14 και 4γ). Σημειώνεται, τέλος, ότι τά δύο μαρμάρινα θραύσματα άγνωστης προελεύσεως, τά οποία φωτογραφήθηκαν εδώ29 στίς αρχές ίσως τού αιώνα, δέν βρίσκονται πιά στό μνημείο. Επρόκειτο γιά δύο θραύσματα πού συνανήκαν, μέ τήν ανάγλυφη παράσταση καθιστού γρύπα, θέματος πολύ συνηθισμένου σέ ρωμαϊκές σαρκοφάγους του 2ου αι.30 (Εικ.15).
4
Η γραφική αποκατάσταση του ναού της Θεοτόκου (Εικ.16) στηρίζεται στά στοιχεία πού παρέχει το μνημείο σήμερα καί στις παλιές φωτογραφίες γιά τίς όποιες έγινε λόγος.
Οι σωζόμενες παραστάδες καθορίζουν οτι ή κάλυψη του νάρθηκα γινόταν με τρεις ισοδύναμους θόλους, τους οποίους χώριζαν καί στήριζαν δύο ενδιάμεσα σφενδόνια. Τά τόξα μετώπου καί τό λοφίο πού σώθηκαν στή βορειοανατολική γωνία, σέ συνδυασμό με τίς επιμήκεις κι όχι τετράγωνες αναλογίες κάθε διαμερίσματος, καθορίζουν ότι τά δύο ακραία τμήματα του νάρθηκα καί πιθανότατα καί τό μεσαίο στεγάζονταν μέ ελλειπτικούς θόλους.
Την ακριβή μορφή των ελλειπτικών αυτών ασπίδων(;) τήν αγνοούμε, όπως άλλωστε καί τών ανοιγμάτων του νάρθηκα, πλην όμως υπάρχει βεβαιότητα στην αναπαράσταση σε ύψος έως 4μ. περίπου από το έδαφος.
Στον κυρίως ναό το γενικό ύψος τού κίονα, το οποίο προκύπτει από τά μέλη του (h=3,10μ.) (Εικ.4β), ταιριάζει αρμονικά μέ τή γένεση τού τόξου πού βρίσκεται στον ανατολικό τοίχο καί τίς εκεί υποδοχές τών ξύλινων ελκυστήρων, μέ τήν προϋπόθεση οτι σέ κάθε τοξοστοιχία υπήρχε ένα μόνο στήριγμα (Εικ.16). Μέχρι το ύψος τών 4,80μ. περίπου από το δάπεδο καί μέ εξαίρεση το ύψος τών πλάγιων θυρών, η αναπαράσταση είναι ασφαλής. Το μικρό πλάτος τών τόξων πού χώριζαν τά κλίτη, το οποίο επιβεβαιώνεται από τίς διαστάσεις του κιονόκρανου, τό ίδιο τό μέγεθος τών κιόνων31, η απουσία γενέσεων καμάρων στους πλάγιους τοίχους32 καί η ελεύθερη επιφάνεια του τοίχου πού χωρίζει τό ιερό από τόν κυρίως ναό, πείθουν ότι η βασιλική ήταν ξυλόστεγη κι όχι θολοσκεπής. Η μορφή όμως τής στέγης καί καθετί σέ ύψος μεγαλύτερο τών 4,80μ. παραμένει υποθετικό: Αν υπήρχε φωταγωγός, πώς ήταν τά παράθυρα του, σέ ποιο ύψος έφθανε καί πώς διαμορφωνόταν εξωτερικά η στέγη του σέ σχέση μέ εκείνες του νάρθηκα καί τού ιερού, κτλ.
Γιά τό ιερό υπάρχουν σχεδόν πλήρη στοιχεία αναπαραστάσεως μέ κάποια ασάφεια ως προς τό ύψος του κιονίσκου του δίλοβου παραθύρου, τά παράθυρα τών παραβημάτων, τή στέψη τών μικρών κογχών καί τού τοίχου κτλ. Τά προσκυνητάρια μπορούν νά αναπαρασταθούν μέ πλήρη βεβαιότητα.
Τά λείψανα πού σώζονται στή βόρεια είσοδο της εκκλησίας μάς δίνουν αρκετά στοιχεία γιά την αναπαράσταση της βάσει της φωτογραφίας TRI.135 του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Εικ.17). Ο μαρμάρινος ορθοστάτης πού χρησίμευε ώς ανώφλι, το εσωτερικό άνοιγμα 1,40μ. σέ συσχετισμό μέ τους πώρινους σύνθετους σφονδύλους τών ημικιονίσκων καί τά ύψη τών δόμων παρέχουν αρκετά μετρητικά στοιχεία, ώστε νά σχεδιαστεί μέ βεβαιότητα33 η αναπαράσταση της Είκ.18. Άξια προσοχής είναι οτι α) ένα δεύτερο τόξο γεφύρωνε τό συνολικό άνοιγμα της πόρτας πίσω από τό θύρωμα, αρχικά ίσως αφανές, β) ο μαρμάρινος κυματιοφόρος ορθοστάτης είναι εδώ σέ δεύτερη χρήση, προερχόμενος από παλιότερη βυζαντινή εκκλησία καί γ) η νότια είσοδος είχε παρεμφερή τη διάταξη, όπως πιστοποιείται από τίς φωτογραφίες TRI.133 καί 134 του Ινστιτούτου.
5
Η Παναγία του Ανηλίου ήταν μιά τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με θολοσκεπές το ιερό κι επίσης τριμερή καί θολοσκεπή τον νάρθηκα (Εικ.19).
Πιθανότατα είχε υπερυψωμένο φωταγωγό στο μεσαίο κλίτος. Τά παραδείγματα του τύπου αυτού κατά τή μέση βυζαντινή περίοδο είναι, σέ σύγκριση μέ τους τρουλαίους ναούς, περιορισμένα, όχι όμως καί τόσο λίγα, ώστε η απουσία τους νά στηρίζει τίς παλιές θεωρίες αφενός του G. Millet34 καί αφετέρου των Korac35, Capenko36 καί Krautheimer37. Πράγματι, σε νεότερες έρευνες επισημάνθηκαν αρκετά παραδείγματα ξυλόστεγων μεσοβυζαντινών δρομικών βασιλικών, μερικά από τά όποια μάλιστα στην κάτω Ελλάδα, όπως της Μέντζαινας38, της Ζούρτσας39, της Ήλιδος40, της Ζαραφώνας41, της Ατταλης Ευβοίας42 κι άλλα αμφίβολα. Οί έρευνες του Ά. Ορλάνδου43 καί τών καθηγητών Ν. Μουτσόπουλου44, Π. Μυλωνά45 καί κυρίως Π. Βοκοτόπουλου46 υπήρξαν πολύ θετικές γιά την καλύτερη κατανόηση του θέματος. Είναι πιά φανερό πώς ο αρχαίος τύπος της ξυλόστεγης βασιλικής δέν αναβίωσε στίς σλαβικές χώρες γιά ειδικούς λόγους ή στά φραγκοκρατούμενα μέρη κάτω από δυτική επίδραση, αλλά επιβίωσε στην κάτω Ελλάδα όπως κι άλλου.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιά την παρούσα μελέτη από πλευράς συσχετισμών (πού δικαιολογείται από όσα ακολουθούν) δημιουργεί η πρόσφατη διαπίστωση ότι καί η Βλαχέρνα της Ηλείας ήταν επίσης μιά τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική μέ θολοσκεπή τόν τριμερή νάρθηκα καί τό ιερό.
Πράγματι, πρόσφατες έρευνες (τών οποίων τά συμπεράσματα μένουν ακόμα δυστυχώς αδημοσίευτα47) αποδεικνύουν ότι οί τεταρτοκυλινδρικές καλύψεις τών πλάγιων κλιτών είναι πολύ μεταγενέστερες48 κι ότι τό κτίριο μέ τόν υπερυψωμένο του φωταγωγό είχε αρχικά τήν τυπική μορφή τής παλιάς βασιλικής.
Τά χρονολογικά προβλήματα των μνημείων γύρω στό 1200 είναι (όπως θά δούμε στά επόμενα) αρκετά δυσεπίλυτα κι έτσι δεν μπορεί κανείς νά ξέρει μέ βεβαιότητα πότε γίνεται πράγματι μεγαλύτερη διάδοση του τύπου των ξυλόστεγων βασιλικών ούτε αν αυτή οφείλεται σέ δυτικές επιδράσεις.
Υπέρ τής θεωρίας50 είναι τό γεγονός ότι οι περισσότεροι γοτθικοί ναοί πού έγιναν τότε στην Ελλάδα κτίστηκαν στον τύπο τής ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής μέ θολοσκεπές το ιερό51. Κατά τής ίδιας θεωρίας τό οτι τά βυζαντινά παραδείγματα δέν είναι ποτέ επιμήκη52 όπως τά δυτικά. Η εκκλησία τής Θεοτόκου, όπως ήδη σημειώθηκε, έχει γενικές αναλογίες μόλις 1:1,05. Η ιδιομορφία τής υπάρξεως ενός μόνο κίονα στην τοξοστοιχία πού χωρίζει τά κλίτη φαίνεται ότι δέν είναι σπάνια σέ οψιμότερα τουλάχιστον παραδείγματα53. Τέλος, στον νάρθηκα η ισοδυναμία τών τριών θόλων ως προς την κάτοψη (ανεξάρτητη από τή σχέση πλάτους τών κλιτών στον κυρίως ναό) πιθανότατα συνεπαγόταν τό οτι είχαν τό ίδιο ύψος καί ενιαία τήν εξωτερική τους κάλυψη. Αυτό θυμίζει πάλι τή Βλαχέρνα τής Ηλείας54, όπως καί τήν Παλαιοπαναγιά τής Μανωλάδας55. Οι ελλειπτικοί θόλοι δέν ήταν άγνωστοι σέ μνημεία τής περιοχής56.
6
Οι μορφολογικοί καί κατασκευαστικής φύσεως συσχετισμοί πού ακολουθούν επιτρέπουν τη διαπίστωση άμεσων σχέσεων του ναού της Παναγίας μέ άλλα μνημεία της δυτικής Πελοποννήσου καί βοηθούν τήν κατά προσέγγιση χρονολογική του τοποθέτηση.
Η επιμελέστατη πλινθοπερίβλητη τοιχοποιία μέ τά λεπτά της τούβλα καί τους ισοπαχείς αρμούς σχετίζεται άμεσα μέ τήν Παλαιοπαναγιά στή Μανωλάδα57 καί τους ναούς της Αργολίδας στην Αρεια καί στον Μέρμπακα58, όπως καί μέ τίς εκκλησίες της Βλαχέρνας στην Ηλεία59 καί τού Αγίου Γεωργίου στην Ανδρούσα60. Τά διπλά οριζόντια καί κατακόρυφα τούβλα γύρω από τους πωρόλιθους συνδέουν τό μνημείο μέ τίς ίδιες εκκλησίες, καθώς καί μέ τήν Καθολική τής Γαστούνης61, τόν δίκλιτο ναό τής Ήλιδας62, τό καθολικό τής Σκαφιδιάς63, τήν Παλαιοπαναγιά τής Μανωλάδας64, τόν έξωνάρθηκα τού καθολικού τής μονής Οσίου Λουκά65, τόν Αγιο Ιωάννη στό Κακοσάλεσι66, τήν Αγία Τριάδα τού Κριεζώτη67 καί άλλα68. Η εξαιρετική επιμέλεια των εσωτερικών επιφανειών τών τοίχων τού μνημείου (σάν νά μήν επρόκειτο νά επιχριστούν) θυμίζει έντονα τόν Άγιο Νικόλαο στά Καμπιά69.
Οί οδοντωτές ταινίες χρησιμοποιούνται στην εκκλησία πού εξετάζουμε μέ λιτότητα. Τρεις ιδιομορφίες τους (νά ακολουθούν τήν κάτω στάθμη τών πώρινων γείσων τών κογχών, νά περιβάλλουν τά παράθυρα ακολουθώντας στά μεταξύ τους κενά τόν πώρινο κοσμήτη τής ποδιάς τους καί νά παίρνουν βαθμιδωτή διάταξη στίς πλάγιες όψεις τού ναού) απαντούν επίσης στή Βλαχέρνα της Ηλείας70, τόν Αγιο Γεώργιο της Ανδρούσας71 καί την Παλαιοπαναγιά της Μανωλάδας72.
Τά λοξότμητα πώρινα γείσα είναι συνηθέστατα σε εκκλησίες του 12ου αιώνα στην κάτω Ελλάδα73. Εξωτερικοί όμως πώρινοι κοσμήτες με σύνθετη διατομή, όπως αυτή του ναού της Θεοτόκου, είναι σπάνιοι. Τους ξαναβρίσκουμε στή Βλαχέρνα της Ηλείας74, στον Άγιο Γεώργιο της Ανδρούσας75 καί (μέ παραπλήσια μορφή) στην Κοίμηση του Μέρμπακα76.
Πρόκειται γιά μιά αρχιτεκτονική μορφή μέ προφανή τή δυτική επίδραση77. Το ίδιο μπορεί κανείς νά πει καί γιά τά προσκυνητάρια στο εσωτερικό της εκκλησίας: Εκτός από τά κιονόκρανα πού έχουν σαφέστατο τόν γοτθικό χαρακτήρα, είναι ο τρόπος της δομής πού πείθει γιά τήν προέλευση τής μορφής τους. Οι μικροί σφόνδυλοι των ημικιόνων είναι συμφυείς μέ τά ορθογωνισμένα πουριά μέ τά οποία έχει κτιστεί ο τοίχος (Εικ.1 και 4α), τά ψευδοφουρούσια είναι συμφυή μέ τόν κάτω κοσμήτη τους καί τά τεταρτοκυκλικής διατομής τόξα έγιναν επίσης μέ τήν κατεργασία του αυτοφυούς υλικού τής δομής. Προσκυνητάρια τού τύπου αυτού, διαφορετικά από τά βυζαντινά78, είναι γιά την ώρα γνωστά μόνο στή Βλαχέρνα της Ηλείας79. Η ερμηνεία της διατάξεως τους στον χώρο του ναού, τουλάχιστον αυτών της ανατολικής πλευράς, φαίνεται νά είναι λειτουργική, δεδομένου ότι εντάσσονται στό τέμπλο80 καί συνάμα τό διευρύνουν81. Μοναδική ομοιότητα ώς προς τη γενική διάταξη, αλλά μάλλον διαφορετική λειτουργία φαίνεται νά έχουν τά περίτεχνα μαρμάρινα προσκυνητάρια του ναού της Αγίας Σοφίας στη Μονεμβασία82.
Μικτό φραγκοβυζαντινό ύφος έχουν καί οι πλάγιες θύρες της εκκλησίας. Γοτθικής τεχνοτροπίας είναι η δέσμη τών δύο ημικιονίσκων, η στένωση του ανοίγματος προς τά μέσα, τά μικρά κιονόκρανα, οί συμφυείς μέ τους σφονδύλους πωρόλιθοι τών παραστάδων. Στην τοπική βυζαντινή παράδοση ανήκουν τά υπερυψωμένα πλίνθινα τόξα μέ την περιθέουσα οδοντωτή ταινία καί τό σέ δεύτερη χρήση ευθύγραμμο υπέρθυρο. Η βόρεια θύρα της Καθολικής της Γαστούνης83 είναι τό πλησιέστερο τεχνοτροπικά παράδειγμα προς τίς πλάγιες πόρτες του ναού της Παναγίας.
Τέλος, το δίλοβο παράθυρο του Βήματος, καθ' ολα βυζαντινό ώς προς την τεχνοτροπία, έχει πολύ στενούς τους δύο λοβούς, κάτι πού θυμίζει ζωηρά το παράθυρο στην ίδια θέση τού Αγίου Γεωργίου της Ανδρούσας.
7
Από όσα προηγήθηκαν είναι φανερό οτι το μνημείο πού εξετάζουμε, ώς προς τήν αρχιτεκτονική του έμμεσα σχετίζεται μέ εκκλησίες του 12ου αιώνα της λεγόμενης Ελλαδικής Σχολής, όπως τίς γειτονικές του στη Μανωλάδα καί τη Γαστούνη ή μέ την Κοίμηση τού Μέρμπακα. Σχετίζεται όμως άμεσα καί εντυπωσιακά μέ τους δύο επίσης γειτονικούς του ναούς, τη Βλαχέρνα της Ηλείας καί τόν Αγιο Γεώργιο της Ανδρούσας. Βρισκόμαστε μπροστά σέ τρία συγγενικά μνημεία, πού πιθανότατα κτίστηκαν από τό ίδιο συνεργείο ή από τον ίδιο αρχιμάστορα. Καί τά τρία έχουν την εξωτερική εμφάνιση πολύ επιμελημένων κτιρίων μέ τά γενικά χαρακτηριστικά του τέλους του 12ου αιώνα, στά οποία εντάχθηκαν μεμονωμένα στοιχεία γοτθικής τεχνοτροπίας, πού διατηρούν τή μορφική τους συνέπεια, χωρίς αλλοιώσεις.
Δυστυχώς, ούτε ένα από τά μνημεία αυτά δέν είναι ακριβώς χρονολογημένο καί κατά συνέπεια η αβεβαιότητα γύρω από τήν παλαιότητα τους επεκτείνεται καί στη Θεοτόκο του Ανηλίου. Η καθιερωμένη84 άποψη του Ά. Ορλάνδου ότι τη Βλαχέρνα βρήκε υπό κατασκευή η φραγκική κατάκτηση του 1205, έχει χάσει τά ερείσματα της, δεδομένου ότι οι υποτιθέμενοι δυτικής εμπνεύσεως τεταρτοκυλινδρικοί θόλοι των πλάγιων κλιτών της αποδεικνύεται ότι κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα80. Καί ναί μέν έγινε στον εξωνάρθηκα καί στον όροφο μιά προσθήκη με εμφανέστατα γοτθικής τεχνοτροπίας στοιχεία ακόμα αργότερα, πλην όμως ανάλογες μορφές υπήρχαν καί στην πρώτη φάση του μνημείου. Τό ουσιώδες είναι οτι ή φάση αυτή της Βλαχέρνας αποσυνδέεται από τό 1205.
Οι θεωρίες γιά την εφαρμογή δυτικής τεχνικής καί τεχνοτροπίας μορφών σέ εκκλησίες της Πελοποννήσου πρίν από τήν 4η σταυροφορία είναι πολύ γνωστές87 καί οπωσδήποτε θά αποθάρρυναν μιά κατηγορηματική χρονολόγηση τών μνημείων πού μας απασχολούν στον 13ο αιώνα. Καί όμως, η οψιμότητά τους φαίνεται περισσότερο πιθανή. Δέν πρέπει νά παραβλεφθεί ότι οι εκκλησίες του Μέρμπακα καί τής Βλαχέρνας είχαν πάντοτε θεωρηθεί ως οι οψιμότερες του 12ου αιώνα88, καθώς καί οτι η πρίν από το 1205 τοποθέτηση τής Βλαχέρνας στηρίζεται αποκλειστικά σέ διακοσμήσεις εγκόπτων τούβλων (cut bricks)89, πού απουσιάζουν τόσο από τη Θεοτόκο του Ανηλίου όσο καί από τόν Άγιο Γεώργιο τής Ανδρούσας. Η απουσία αξιόλογων διακοσμητικών γλυπτών από μάρμαρο90, σύγχρονων προς τά τρία μνημεία, σέ πλήρη αντίθεση μέ τήν άριστη λιθοξοϊκή τους σέ πωρόλιθο, η έκλειψη δηλαδή της γνωστής γλυπτικής του 12ου αιώνα από τά μνημεία αυτά91, αποτελεί επίσης μιά σοβαρή ένδειξη οψιμότητας. Το μικρό σχετικά μέγεθος των εκκλησιών, τόσο τού Ανηλίου όσο καί της Ανδρούσας, δέν έρχεται σε αντίθεση με τίς πιθανές οικονομικές δυσκολίες του ελληνικού στοιχείου μετά το 1205, γιά τίς όποιες έγινε λόγος στην αρχή αυτής τής μελέτης. Το πλήθος πάντως των χαρακτηριστικών γιά τον 12ο αιώνα μορφών καί κατασκευών πού απαντούν στά μνημεία πού εξετάζουμε, μαρτυρεί τή σχετική πρωιμότητά τους μέσα στην περίοδο τής φραγκοκρατίας. Μαρτυρεί επίσης τήν επιμονή τών παραδοσιακών τρόπων στην περιοχή, μετά την κατάκτηση της.
Δυστυχώς, κάποια ιδιαίτερα στοιχεία πού θά διαφοροποιούσαν κατηγορηματικά τά μνημεία τής 12ης από εκείνα τής 13ης εκατονταετίας δέν έχουν προσδιοριστεί ακόμα. Κατά τον Antoine Bon92 «... Στο διάστημα τού 12ου αιώνα πολλαπλασιάζονται οι επαφές μεταξύ τής βυζαντινής Ανατολής καί τής Δύσεως, της οποίας ο πολιτισμός πραγματοποιεί από τήν πλευρά του προόδους αποφασιστικής σημασίας. Τά αποτελέσματα τών επαφών αυτών καί η ακριβής χρονική στιγμή πού θά μπορούσαν νά εκδηλωθούν στην ελληνική τέχνη -πρό ή μετά τήν 4η σταυροφορία- είναι πολύ δύσκολο νά προσδιοριστούν. Πιστεύουμε ότι η αβεβαιότητα πού περιβάλλει τά ζητήματα αυτά θά μπορέσει νά περιοριστεί εφόσον η έρευνα πού θά τείνει προς το αντικείμενο, θά βασιστεί στην ακριβή ανάλυση τής κάθε περιπτώσεως...».
Η ανάλυση πού πραγματοποιήθηκε στη μελέτη του προκείμενου μνημείου, όπως έγινε δυστυχώς φανερό, δέν μπορεί νά περιορίσει άμεσα αύτη την αβεβαιότητα. Το μόνο ασφαλές γιά την ώρα είναι ότι το φραγκοβυζαντινό αρχιτεκτονικό ιδίωμα στην Πελοπόννησο πλουτίζεται μέ ένα ακόμα μνημείο.
Χαράλαμπος Μπούρας
Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο (τ. Γκλάτσα) της Ηλείας
Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 12 (1986), 239-264.
Γιά τα υπόλοιπα σημαντικά αρχαία του Ανήλιου μπορείτε να δείτε τον σύνδεσμο:
Ανήλιο Τριφυλία: Ένα σημαντικό κέντρο στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους
2. Χατζηδάκης, ο.π., σ.389.
3. Γιά τή βυζαντινή αρχιτεκτονική κατά τόν 13ο αιώνα βλ. V. Korac, L'architecture byzantine au Xlle siècle. L'art byzantin du XlIIe siècle. Symposium de Sopocani, Beograd 1967, σ.11-22.
4. Πλήρη κάλυψη του θέματος βλ. στον Α. Bon, La Morée franque, Paris 1969, passim.
5. Δύο οικισμοί μέ τά ονόματα Γλάτσα καί Γλατσοπούλα ή Μεγάλη καί Μικρή Γλάτσα ανήκαν άλλοτε στον δήμο Φιγαλείας καί αποτελούν σήμερα μία κοινότητα.
6. Τό χωριό μέ 25 εστίες άνηκε τό 1391 σέ κάποιον Pierre Gros καί αναφέρεται στίς πηγές μέ τό όνομα La Glace. Τήν ταύτιση είχε κάνει άπό παλιά ό Α. Struck. Βλ. Bon, ό.π., Texte, σ. 391, 392.
7. Δεν έγινε δυνατή ή έρευνα στό αρχείο τής μονής προκειμένου νά βρεθούν περισσότερες πληροφορίες γιά τό μνημείο.
8. Α. Struck, Mistra. Eine mittelalterliche Ruinenstadt, Wien und Leipzig 1910, σ.147, 148, εικ.75. Ή φωτογραφία είναι ή γνωστή με τά στοιχεία TRI. 136 του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
9. Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις τήν Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα καί τήν Ηπειρον, Θεσσαλονίκη 1975, σ.99, σημ.6 καί σ.195, σημ. 1.
10. Βλ. Γ. Βελένης, Ερμηνεία τού εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θίοοίτλονίκη 1984, σ.24, 58, 257, σημ.3, πίν.8β καί 24α.
11. Μέ τά στοιχεία Glatza TRI.131- TRI.136. Δέν είναι γνωστή ή χρονολογία λήψεως τους.
12. Βλ. Catalogue des négatifs de la collection chrétienne et byzantine fondée par Gabriel Millet, Paris 1955, σ.99, C2589 καί C2590.
13. Καί άπό τή θέση αυτή ευχαριστώ θερμά τή διεύθυνση τόσο τού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, όσο καί τού 5ου τμήματος τής Σχολής Ανωτέρων Σπουδών στό Παρίσι, γιά τήν πρόθυμη παραχώρηση τών φωτογραφιών.
14. Οί παλιές φωτογραφίες μαρτυρούν ότι τά περισσότερα άπό τά δέντρα έχουν ζωή ίσως εκατό χρόνων. Τό κόψιμο τών δέντρων χωρίς παράλληλη στερέωση τών τοίχων θά σήμαινε τήν τελική τους καταστροφή.
15. Καί άπό τή θέση αυτή ευχαριστώ τόν σπουδαστή τοϋ αρχιτεκτονικού τμήματος κ. Πέτρο Κουφόπουλο γιά τήν έπί τόπου βοήθεια κατά τήν αποτύπωση τοϋ ναού τόν Ιούνιο τού 1983.
16. Ανάλογο παράδειγμα στον Ταξιάρχη τής Λοκρίδος, βλ. Ά.Κ.Ορλάνδος, Ό Ταξιάρχης τής Λοκρίδος, ΕΕΒΣ ΣΤ' (1927), σ.356
17. Πάχους 76 έκ.
18. Ή δεξιά στον εισερχόμενο είσοδος φαίνεται αρκετά καλά στή φωτογραφία TRI.136 τοϋ Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Τά πλάτη τών δύο πλευρικών εισόδων μετριούνται μέ άνεση, όχι όμως καί τής μεσαίας, οί παραστάδες τής οποίας έχουν καταστραφεί έως κάτω.
19. Ή μία άπό τίς παραστάδες διατηρεί τό έπίκρανό της, στοιχείο πολύτιμο γιά τήν αναπαράσταση τής καλύψεως τού νάρθηκα.
20. Διακρίνεται καθαρά στή φωτογραφία TRI.136.
21. Σαφές κυρίως στό διακονικό, στή φωτογραφία TRI.134.
22. Φθάνει (όπως θά δειχθεί στην αναπαράσταση) τό 1,04μ.
23. Ή πώρινη βάση (πλάτους 82 καί 16 έκ.) δείχνει οτι φέρεται άπό δύο όξύληκτα προς τά κάτω φουρούσια, τά όποια είναι συμφυή μ' αύτη.
24. Ό γόμφος, διαμ. 6 έκ., είναι στερεωμένος μέ μολύβι. Διακρίνεται τό αυλάκι τής μολυβδοχοήσεως. Ανάλογος γόμφος σώζεται στό κιονόκρανο.
25. Μία παλαιοχριστιανική βασιλική έχει επισημανθεί στην περιοχή τοϋ Άνηλίου. Βλ. Νικ. Γιαλούρης, ΑΔ 19 (1964): Χρονικά, σ.178, πίν.188 δ καί Ρ. Έτζέογλου, ΑΔ28(1973):Χρονικά, 236.
26. Βλ. καί Βελένης, δ.π., σ.24.
27. Σήμερα τά τόξα αυτά έχουν καταστραφεί, τή μορφή τους όμως διασώζει ή φωτογραφία TRI. 135 τού Γερμανικού Αρχαιολογικού 'Ινστιτούτου.
28. Βλ. Βελένης, δ.π., σ.58, πίν.24α.
29. Φωτογραφία C 2590 τής συλλογής Gabriel Millet.
30. Βλ. F. Matz, Die Dionysischen Sarkophage, Berlin 1968, passim.
31. Πολύ περιορισμένης διατομής γιά νά δεχθούν τά βάρη θόλων, δεδομένου μάλιστα οτι ήταν μόνο δύο.
32. Επάνω από τό προσκυνητάρι τού βόρειου τοίχου, όπου αυτός σώζεται ακόμα σέ σημαντικό ΰψος.
33. Τό μόνο αβέβαιο είναι ή στάθμη τού κατωφλίου καί συνακόλουθα τό ϋψος καί οι γενικές αναλογίες τού ανοίγματος.
34. G. Millet, L'école grecque dans l'architecture byzantine, Paris 1916, σ.15-53.
35. V. Korac, Sur les basiliques médiévales de Macédoine et de Serbie, Actes du Xlle Congr. Int. d'Études Byz. III, Beograd 1964, σ.173-185.
36. M. Capenko, Arhitektura Bolgarii, Moskva 1953, ο.70-71 (κατά Βοκοτόπουλο, δ.π.,σ.69).
37. R. Krautheimer, Early Christian and Byzantine Architecture, Harmondsworth 1965, σ.268-269.
38. Ά.Κ. Ορλάνδος, Ή βυζαντινή βασιλική τής Μέντζαινας, ΑΒΜΕ Α(1935), σ.99-103 καί Βοκοτόπουλος, δ.π., ο. 35-41.
39. Ch. Bouras, Une basilique byzantine au Péloponnèse, CA XXI(1971), σ.137-141.
40. Παν. Βοκοτόπουλος, Άγιος Δημήτριος Ηλιδος, ΑΔ24(1969): Μελέται, σ.203-210.
41. Dominique Hayer, La Laconie byzantine du début du IXe siècle au début du XHIe siècle, Thèse de doctorat, Strasbourg 1982, σ. 115-118, 122, 127, 128.
42. M. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη, ΑΔ27(1972): Χρονικά, σ.369 κ.έ. Ή ερειπωμένη βασιλική τών Είσοδίων τής Θεοτόκου, ίσως τοϋ 11ου αιώνα, ήταν πιθανώς ξυλόστεγη.
43. Ά.Κ. Ορλάνδος, Βυζαντινά μνημεία τής Αιτωλοακαρνανίας, ΑΒΜΕ Θ (1961), σ.33-34.
44. Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή τής βασιλικής τοϋ Αγίου Αχίλλειου, ΕΕΠΣΑΠΘ Ε (1971-72), σ. 225-367.
45. P. Mylonas, Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos, CA XXVIII (1979), σ.143-160, ό ίδιος, Two Middle Byzantine Churches on Athos, Actes du XVe Congr. Int. d'Études Byz., Athènes 1981, σ.545-574.
46. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-105.
47. Βλ. Φ. Δροσογιάννη, Βυζαντινά καί Μεσαιωνικά Μνημεία Πελοποννήσου, ΑΔ25(1970): Χρονικά, σ.206-207.
48. Οί θόλοι καλύπτουν υπολείμματα τοιχογραφιών πού χρονολογούνται αρκετά όψιμα.
49. Ό Π. Βοκοτόπουλος αρνείται κατηγορηματικά τίς απόψεις αυτές, βλ. ο.π., σ.99-100.
50. Tot) Millet (ο.π.) τίς οποίες υποστήριξε καί ό Α. Bon, La Morée franque, Paris 1969,Texte,σ. 587.
51. Όπως ή Αγία Σοφία τής Άνδραβίοας, οί ναοί τής Τσοβας καί ή Αγία Παρασκευή τής Χαλκίδας.
52. Γιά θέματα αναλογιών πλάτους προς μήκος τών βασιλικών βλ. Βοκοτόπουλος,ο.π.,σ.102.104-105
53. Καθολικό μονής Γοργοεπηκόου (Ν. Μουτσόπουλος, ΕΕΒΣ ΚΘ (1959), σ. 390-445), Παναγία τοϋ Μουχλίου (Ν. Μουτσόπουλος, Πελοποννησιακά Γ, Δ (1958-59), σ.309), Μεταμόρφωση Αγυιάς (Π. Λαζαρίδης, ΑΔ20 (1965): Χρονικά, σ.310, σχέδ.4, 5). Ανάλογη διάταξη έχει καί ή φράγκικη εκκλησία τοϋ Αγίου Νικολάου τής Τσοβας. Βλ. R. Traquair, The Monastery of Our Lady of Isova, Journal RIBA XXXI (1923), αριθ.2, σ.40, εικ. 8 καί 9.
54. Ά. Κ. Ορλάνδος, Ή Βλαχέρνα τής Ηλείας, ΑΕ1923, σ.5-35.
55. Χαρ. Μπούρας, Ή Παλαιοπαναγιά στην Μανωλάδα, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.236, εικ.1.
56. Ε. Stikas, L'église byzantine de Christianou, Paris 1951, σ. 24, σημ. 3, εΐκ. 17 καί πίν. Ι καί Κωνστ. Καλοκύρης, Βυζαντινοί έκκλησίαι τής Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 90, εΐκ. 3 (Καθολικό Άνδρομονάστηρου).
57. Μπούρας, ο.π., σ.241, πίν.5γ.
58. Α. Struck, Vier byzantinische Kirchen der Argolis, AM 34 (1909), passim.
59. Ορλάνδος, δ.π., σ.20.
60. Χαρ. Μπούρας, Ό Αγιος Γεώργιος της Άνδρούσης, Χαριστήριον εις Ά.Κ. Όρλάνδον, Β, Αθήναι 1966, σ.270-285 (εικ.7Η).
61. A.H.S. Megaw, The Chronology of some Middle Byzantine Churches, BSA XXXII (1931-1932), σ.116, πίν.29, 2, 3.
62. Π. Βοκοτόπουλος, ΑΔ 24 (1969): Μελέται, σ. 203-210, πίν. 117.
63. Αδημοσίευτο.
64. Χαρ. Μπούρας, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.255.
65. Λασκ. Φιλιππίδου-Μπούρα, Ό έζωνάρθηκας τού καθολικού τού Όσίου Λουκά Φωκίδος, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ.ΣΤ (1970-72), σ.13-26.
66. Ά.Κ. Ορλάνδος, Δύο βυζαντινοί έκκλησίαι παρά τό Κακοσάλεσι, ΑΒΜΕ Ε (1939-40),σ.148-149.
67. Ά.Κ. Ορλάνδος, Αγία Τριάς τού Κριεζώτη, ΑΒΜΕ Ε' (1939-40), σ.1-15.
68. Βλ. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ.195, σημ.1. Ό ερειπωμένος ναός τής Άτταλης (Μ. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη, ΑΔ27(1972): Χρονικά, πίν.310γ) έχει επίσης διπλές σειρές οριζόντιων πλίνθων.
69. R. W. Schultz- S.Η. Barnsley, The Monastery of St. Luc of Stiris, and the dependent Monastery of St. Nicholas in the Fields, near Scripou, in Boeotia, London 1901, σ. 68-71.
70. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ1923, σ.19 κ.έ., είκ. 29, 33, 36 (στή βόρεια πλευρά τού ναού).
71. Μπούρας, Χαριοτήριον, Β, είκ.3, 4, 7, πίν. L.b.
72. Ώ ς προς τίς βαθμιδωτές αλλαγές στάθμης βλ. Μπούρας, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.242, εϊκ.6. Ένα ακόμα παράδειγμα βλ. στή Μεσσήνη, ΑΒΜΕ ΙΑ' (1969), σ. 107-108, είκ. 23.
73. Megaw, The Chronology, σ. 123. Βλ. επίσης Α. Κ. Ορλάνδος, ΑΒΜΕ Η (1955-56), σ.48, σημ.2. Γιά τήν καλή λιθοξοίκή εργασία τοϋ ναοί της Παναγίας βλ. καί Βελένης, ο.π., σ.257, σημ.3.
74. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.23, 24, είκ.41.
75. Μποΰρας, δ.π., σ.276, είκ. 7 Γ.
76. Struck, δ.π., σ.206. Παρόμοιο γείσο άπαντα στην κόγχη τοϋ ίεροϋ τοϋ 'Αγίου Δημητρίου οτά Χάνια Αύλωναρίου Ευβοίας (άδημ.).
77. Πρόχειρα βλ. όμοια διατομή στον Α. Gabriel, La Cité de Rhodes, Paris 1923, σ. 131, είκ.92d.
78. Τά όποια έχουν κατά κανόνα τό τόξο διαμορφωμένο σε ανάγλυφη πλάκα τήν οποία επιστέφει οριζόντιος κοσμήτης (τέμπλα Παναγίας Όσιου Λουκά, Άγιας Σοφίας Μονεμβασίας, Σαμαρίνας, Μητροπόλεως Μυστρά κ.ά.).
79. Βλ. Ά.Κ. 'Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.16, είκ.25. Τά προσκυνητάρια έχουν έδώ τίς ίδιες ακριβώς θέσεις πλην όμως τά δύο, τών ανατολικών παραστάδων, έχουν αφαιρεθεί (;) προκειμένου νά τοποθετηθεί νεωτερικό τέμπλο.
80. Τά δύο τών ανατολικών παραστάδων, όπως ακριβώς στά πιό πάνω παραδείγματα.
81. Οπως γίνεται ενίοτε σέ μονόκλιτους βυζαντινούς ναούς, στους οποίους αυτόνομες τοιχογραφημένες παραστάσεις, συνήθως μέσα σέ ρηχό άψίδωμα, στον βόρειο καί τόν νότιο τοίχο, πλαισιώνουν τό μικρό τέμπλο (παρεκκλήσιο τής Παντανάσσης Φιλιππιάδος, Π. Βοκοτόπουλος, ΠΑΕ 1977, Α, σ.150, είκ.1, Ταξιάρχες Δεσφίνας, Μ. Σωτηρίου, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ. Γ (1962-63), σ.177, Αγιος Νικόλαος Κασνίτζης καί Άγιος Αθανάσιος τοϋ Μουζάκη Καστοριάς, Α.Κ. 'Ορλάνδος, ΑΒΜΕ Δ (1938), σ. 140, Παναγία Δούπιανη, Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας, Αθήναι 1979, σ.70, 72, Άγιος Γεώργιος στά Πραστειά Σιδερούντας Χίου, Χ. Κοιλάκου, ΔΧΑΕ, περ. Δ', τ. ΙΑ' (1982-83), σ.52, 53, είκ. 12 κ.ά.). Στην Γκλάτσα, τίς θέσεις τών ρηχών αυτών άψιδωμάτων έχουν τά πλάγια προσκυνητάρια.
82. R. Traquair, Laconia I, The Mediaeval Fortress, BSA 12 (1905-1906), σ. 273, είκ. V.
83. R. Traquair, Frankish Architecture in Greece, Journal RIBA XXXI (1923), σ. 24-27, είκ.30
84. Ή άποψη αυτή έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Βλ. C. Mango, Byzantine Architecture, New York 1976, σ.254, A. Bon, La Morée franque, Texte, Paris 1969, a. 570-572, ό ίδιος, Monuments d'art byzantin et d'art occidental dans la Péloponnèse au XHIe siècle, Χαριστήριον εις Ά.Κ. Όρλάνδον, Γ', Αθήναι 1966, ο.87.
85. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.32-33.
86. Βλ. παραπάνω σ.256 καί ΰποσημ. 47, 48.
87. Δημ. Πάλλας, Ανάγλυφος στήλη τοϋ Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Έπίμετρον, ΑΕ 1953-54, Γ', σ.296-298, Χαρ. Μπούρας, Βυζαντινά σταυροθόλια μέ νευρώσεις, 'Αθήναι 1965, σ.65-68, Α. Bon, Χαριστήριον, Γ', σ. 92-93, καί ό ίδιος, Art oriental et art occidental en Grèce au Moyen Age, Mélanges offerts à Κ. Michalowski, Warszawa 1966, σ. 298, Μαν. Χατζηδάκης, Ίστ.ΕΕ, θ, Αθήνα 1979, σ.398.
88. Megaw, The Chronology, σ.129.
89. Ό.π., σ.113, 114, 116, 117, 119.
90. Στην Παναγία Άνηλίου εκτός άπό τά spolia καί ένα μάλλον άτεχνο κιονόκρανο δέν σώθηκαν μαρμάρινα μέλη. Στην Άνδρούσα επίσης. Στή Βλαχέρνα είναι φανερό οτι τά μαρμάρινα μέλη δέν είναι ομοιογενή ούτε σύγχρονα. Παρά τά λεγόμενα άπό τόν 'Ορλάνδο δέν αποτελούν οργανικό σύνολο, ούτε στό τέμπλο ούτε στά θυρώματα. Είναι μιά πλούσια συλλογή μελών σέ δεύτερη χρήση πού δέν ύποβοηθεί τή χρονολόγηση τού μνημείου.
91. Βλ. Α. Grabar, Sculptures byzantines du Moyen Age, Paris 1967, σ.93 κ.έ. Lask. Bouras, Architectural Sculptures of the 12th and early 13th Century in Greece, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ. θ (1977-79), σ.63-72.
92. Χαριστήριον, Γ', σ.93.