ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΟΡΟΣΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ
Εἰσαγωγὴ
Ο ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Ταϋγέτου δεσπόζει στὴν νότια Πελοπόννησο ὡς τὸ φυσικὸ σύνορο τῆς λακωνικῆς καὶ τῆς μεσσηνιακῆς πεδιάδας1. Τò κεντρικό του τμῆμα, ὁ λεγόμενος καὶ κεντρικὸς Ταΰγετος2, ὡς τὸ πλέον εὔφορο καὶ προσβάσιμο τμῆμα τῆς ὀροσειρᾶς, ταυτίστηκε μὲ τὴν διαφιλονικούμενη ἐπικράτεια τῆς Δενθελιάτιδος3, περιοχῆς εὐρέως γνωστῆς μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τὸν περίφημο Δένθι οἶνο της4, ἡ ὁποία ἐκτεινόταν ἀπὸ τὶς νότιες παρυφὲς τῆς κοιλάδας τοῦ ἀρκαδικοῦ Ξερίλα5 ὣς τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ τὶς κοιλάδες τοῦ ἄνω ροῦ τοῦ ποταμοῦ Νέδοντος στὸν βόρειο Ταΰγετο6, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς δυτικὲς πλαγιὲς τοῦ κεντρικοῦ Ταϋγέτου, ὣς τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας7 (εἰκ.1).
Σὲ ἀπόσταση 200 περίπου μέτρα ΝΑ. τοῦ ὅρου τῆς Βοϊδολακκούλας καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.741μ., στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, ἐντοπίζεται ἕνα ἀκόμη ὁρόσημο, ἐπίσης χαραγμένο στὸ δυτικὸ μέτωπο ριζιμιοῦ βράχου, διαστ. 14.30× 2μ., μὲ τὴν ἐπιγραφή:
Λ ℗ Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ.(εσσήνῃ)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.25μ., ἐγγεγραμμένο σὲ ἕνα Ο, διαμ. 0.41μ. Καὶ τὰ δύο ἔχουν ὁμολογουμένως ὑποστεῖ μεγάλη φθορὰ καὶ διακρίνονται μετὰ δυσκολίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση μάλιστα κατάλληλης φωτοσκίασης. Στὰ ἀριστερὰ τῆς συντομογραφίας διασώζεται ἡ ἀριστερὴ κεραία, ὕψ. 0.16μ., τοῦ γράμματος Λ, ἐνῶ στὰ δεξιὰ μόλις ποὺ διακρίνεται ἕνα ἐξίτηλο Μ (εἰκ. 5β).
Σὲ ἀπόσταση περίπου 410μ. ΝΔ. τοῦ δεύτερου ὅρου καὶ σὲ ὑψ. 1.828μ., στὴν θέση «Βαρδίτσα», ἐντοπίστηκε ἕνα ἐπιπλέον ἀρχαῖο ὁρόσημο, χαραγμένο σὲ ριζιμιὸ βράχο, διαστ. 1,55× 1,10× 0,60μ. καὶ προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Β. -Ν., μὲ τὴν ἐπιγραφή:
℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸ γράμμα Ο, διαμ. 0.39μ., ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.23μ. (εἰκ. 6α).
Ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς καὶ σὲ ἀπόσταση 1.500μ. ΝΑ. τοῦ προηγούμενου ὅρου, ἐντοπίστηκε ἕνας ἀκόμη ὅρος στò ὕψωμα «Γούπατα», σὲ ὑψ. 2.029μ.46 Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ ριζιμιὸ βράχο, προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Α.-Δ., στὸ μέτωπο τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ ἡ ἐπιγραφή:
℗ [Μ(εσσήνῃ)] ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.21μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο διαμ. 0.36μ. Στὰ δεξιά του ἕνα Λ, ὕψ. 0.13μ., κάθετο στὸν ἄξονα τῆς κεραίας τοῦ Ρ, δηλώνει τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια, ἡ ὁποία προβάλλει στὰ ἀνατολικὰ τῆς κορυφογραμμῆς, ἐνῶ στὰ ἀριστερὰ ἀπουσιάζει τὸ ἀρχικὸ τῆς Μεσσηνίας γράμμα Μ (εἰκ. 6β).
Τέλος, σὲ ἀπόσταση 1.160μ. νοτίως τῶν «Γουπάτων» στὸ ὕψωμα τῆς «Νεραϊδοβούνας», τὸ ὁποῖο δεσπόζει στὴν νότια ἀπόληξη τοῦ Παξιμαδίου καὶ σὲ ὑψ. 2.002μ., λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ πρὸς Νότο, ἐντοπίζεται ἕνα τελευταῖο ὁρόσημο, τὸ πέμπτο κατὰ σειρά, ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφή:
℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ τὴν συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, χαραγμένη στὸ εὐρύ, στραμμένο πρὸς τὰ ΒΔ. μέτωπο ἑνὸς κατὰ τὰ φαινόμενα κεραυνόπληκτου βράχου. Τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.29μ., ἔχει χαραχθεῖ στὸ κέντρο τοῦ γνωστοῦ Ο, διαμ. 0.48μ. Ἡ παρουσία τοῦ ὁροσήμου λίγα μόλις μέτρα πάνω ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ ποὺ ἀπολήγει στὶς ἀπαρχὲς τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Κοσκάρακας, ἐπιβεβαιώνει τὴν θέση ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς «Νεραϊδοβούνας» εἶναι τὸ τελευταῖο καὶ νοτιότερο ὁρόσημο τῆς ἀρχαίας συνοριακῆς γραμμῆς (εἰκ. 7α-β).
Ὁ νεότερος ἐντοπισμὸς καὶ ἡ καταγραφὴ πέντε ὁροσήμων ἐπὶ τοῦ Παξιμαδίου, ἀποτελεῖ πρόσθετη ἐπιβεβαίωση τοῦ κειμένου τῆς IGV1, 1431 καὶ τῆς ἱστορικῆς ὁριοθέτησης τῶν συνόρων Μεσσηνίας- Λακωνίας τὸν +1ο αἰ. Ὅλα τὰ ὁρόσημα ἔχουν χαραχθεῖ σὲ ἐμφανὴ μέτωπα ριζιμιῶν βράχων τοῦ βουνοῦ, ποικίλων μεγεθῶν, σὲ θέσεις ποὺ ἀποτελοῦν σημεῖα ἀναφορᾶς τῶν διαδρομῶν ὁδοιπόρων καὶ βοσκῶν. Οἱ διαστάσεις τῶν γραμμάτων τῶν ἐπιγραφῶν εἶναι κατὰ βάση ὅμοιες: τὸ Ρ ἔχει μέσο ὕψ. 25 ἑκ., τὸ Ο ἔχει διάμ. 40-45 ἑκ., ἐνῶ τὰ γράμματα Μ καὶ Λ εἶναι κατά τι μικρότερα, μὲ τὸ ὕψος τους νὰ κυμαίνεται ἀπò 15 ἕως καὶ 20 ἑκ. (εἰκ.8).
Ὁ ἑπόμενος –ὄγδοος κατὰ σειρὰ– ὅρος, ποὺ ἐντοπίσθηκε τὸ 2010 σὲ ἀπόσταση περίπου 410μ. ἀπὸ τὸ ὁρόσημο στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, σὲ θέση ποὺ πιθανὸν ἀντιστοιχεῖ στήν «Βαρδίτσα» τοῦ Γιαννουκόπουλου, μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν ἀντίστοιχο ὅρο τοῦ Μεσσηνίου (Γιαννουκόπουλος 3 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 3). Στὴν ταύτιση τῶν δύο ὁροσήμων συνηγοροῦν καὶ οἱ διαστάσεις τοῦ βράχου, ὅπως καταγράφηκαν τὸ 1932 καὶ τὸ 201056 (εἰκ.6α).
Ἀκολουθεῖ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπισθεῖ τόσο ἀπὸ τὸν Kolbe ὅσο καὶ τὸν Γιαννουκόπουλο στὴν θέση «Τσούγκα», τὸ ὁποῖο δὲν ἐντοπίστηκε κατὰ τὴν νεότερη ἔρευνα.
Μολονότι ὁ Kolbe δὲν δίνει ἀποστάσεις ἀνάμεσα στὰ ὁρόσημά του, παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ νοτιότερο αὐτῶν57. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁμοιότητα τῶν δημοσιευμένων ἐπιγραφῶν ἀποτελεῖ στοιχεῖο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλεφθεῖ. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸ ἀνάγλυφο τῆς κορυφογραμμῆς ἡ «Τσούγκα» εἶναι τὸ πρῶτο ὕψωμα μετὰ τὸ διάσελο τῆς «Βαρδίτσας» ἀλλὰ καὶ ἡ βόρεια ἀπόληξη ἑνὸς συνεχοῦς τμήματος τῆς κορυφογραμμῆς ποὺ φτάνει ὣς τά «Γούπατα»58. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνηγοροῦν στὴν ταύτιση τοῦ ὁροσήμου (Kolbe 3 = Γιαννουκόπουλος 4), ἀλλὰ καὶ στὴν καταμέτρησή του ὡς ἐνάτου ὁροσήμου.
Ἑπόμενος εἶναι ὁ ὅρος τῶν «Γουπάτων», ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 καὶ ταυτίζεται ἀσφαλῶς μὲ τὸ ἀντίστοιχο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Γιαννουκόπουλος 5= Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 4), παρὰ τὴν σημερινὴ ἀπουσία τοῦ κάθετου πρὸς τὴν συντομογραφία γράμματος Μ, προφανῶς λόγῳ τῆς φυσικῆς φθορᾶς τοῦ βράχου στὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀρχικοῦ ἐντοπισμοῦ του59. Κατὰ συνέπεια, μὲ βάση τὴν ἀκολουθούμενη ἀρίθμηση, τὸ παρὸν ἀποτελεῖ τὸ δέκατο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο (εἰκ. 6β).
Τέλος, ἡ ταύτιση τοῦ ὁροσήμου τῆς «Νεραϊδοβούνας» παραμένει προβληματική. Ὁ Γιαννουκόπουλος καταγράφει ἕνα διπλὸ ὁρόσημο στὴν θέση «Νεραϊδοβούνα- Νεραϊδοβούνι - Νεραϊδόβραχος», τὸν ὁποῖον ἐντόπισε «εἰς ἀπόστασιν 500μ. [σ.σ. ἀπὸ τά «Γούπατα»] καὶ διερχόμενος ἀπὸ τὴν τοποθεσίαν Παλιόστρουγκαν» … κατόπιν ἐπισταμένης ἐρεύνης». Βάσει τῶν μετρήσεων ἐπὶ χάρτου καὶ λαμβάνοντας ὑπόψη τὸ σχεδιάγραμμα τοῦ Μεσσηνίου ἐρευνητῆ, ἡ ἀπόσταση τῶν 500μ., μετρούμενη ἀπὸ τά «Γούπατα», τερματίζει στὴν περιοχὴ τοῦ διασέλου ἀνάμεσα στά «Γούπατα» καὶ τήν «Νεραϊδοβούνα», ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ἀποτελεῖ πέρασμα βοσκῶν ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ ἀντίστροφα.
Ὁ διπλὸς ὅρος τοῦ Γιαννουκόπουλου, μὲ προσανατολισμὸ Α.- Δ., δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ προσανατολισμένο βορειοδυτικά, μονὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὴν κορυφὴ τῆς «Νεραϊδοβούνας» καὶ σὲ ἀπόσταση περίπου 1.160μ. ἀπὸ τὸν ὅρο τῶν «Γουπάτων». Ἀντίθετα ἡ ἀπόσταση τῶν 500μ. ποὺ ἀναφέρει ὁ Γιαννουκόπουλος, ὁδηγεῖ στὴν τοποθεσία «Παλιόστρουγκα», στὶς βόρειες ὑπώρειες τῆς «Νεραϊδοβούνας», πέρασμα ποὺ ἐνδεχομένως αἰτιολογεῖ τὴν διπλὴ ἐπιγραφή60. Κατὰ συνέπεια, τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στήν «Νεραϊδοβούνα» πιθανότατα ἀποτελεῖ νέο εὕρημα καὶ θὰ πρέπει νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου, ποὺ ἐνδεχομένως προηγεῖται (εἰκ.7α). Τὰ δύο αὐτὰ ὁρόσημα ἀποτελοῦν καὶ τὰ τελευταῖα εὑρήματα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀνεβάζοντας, μὲ βάση τοὺς σημερινοὺς ὑπολογισμούς, τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐντοπισμένων ὅρων στοὺς δώδεκα.
Σὲ κάθε περίπτωση, ἀδιαμφισβήτητο παραμένει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς Νεραϊδοβούνας εἶναι τὸ τελευταῖο ὁρόσημο πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, ποὺ κατόπιν αὐτοῦ ταυτίζεται πλέον ἀσφαλῶς μὲ τὴν Χοίρειο Νάπη, βάσει καὶ τῆς IGV1, 1431, ἐνῶ προσανατολίζει στὴν ἀναζήτηση ἑνός (δεύτερου) ἱεροῦ τῆς Λιμνάτιδος Ἀρτέμιδος πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι61. Ἡ ἀπουσία ἁπτῶν καὶ ἀξιοποιήσιμων δεδομένων ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἔρευνες, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ σειρὰ συλλογισμῶν καὶ διασταυρώσεις στοιχείων προκειμένου νὰ ταυτισθοῦν τὰ παλαιότερα μὲ τὰ νέα εὑρήματα. Ἡ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καθίσταται πλέον ἐμφανής, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ διασφαλιστεῖ ἡ συναγωγὴ ἀσφαλῶν συμπερασμάτων. Ἡ μελέτη καὶ ἀναδημοσίευση τῆς IGV1, 1431, σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὰ καταγεγραμμένα καὶ τὰ πιθανολογούμενα ὁρόσημα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀποτελεῖ προφανῶς τὸ κλειδὶ γιὰ μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἀσφαλὴ ταύτιση τῶν ὅρων τοῦ Τίτου Φλάβιου Μονόμιτου, καὶ ἀκολούθως τὴν ἀποσαφήνιση μίας σειρᾶς σοβαρῶν ζητημάτων ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀρχαία τοπογραφία τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου.
Στοὺς ὁδοιπόρους τῶν βουνῶν
Εἰσαγωγὴ
Ο ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Ταϋγέτου δεσπόζει στὴν νότια Πελοπόννησο ὡς τὸ φυσικὸ σύνορο τῆς λακωνικῆς καὶ τῆς μεσσηνιακῆς πεδιάδας1. Τò κεντρικό του τμῆμα, ὁ λεγόμενος καὶ κεντρικὸς Ταΰγετος2, ὡς τὸ πλέον εὔφορο καὶ προσβάσιμο τμῆμα τῆς ὀροσειρᾶς, ταυτίστηκε μὲ τὴν διαφιλονικούμενη ἐπικράτεια τῆς Δενθελιάτιδος3, περιοχῆς εὐρέως γνωστῆς μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τὸν περίφημο Δένθι οἶνο της4, ἡ ὁποία ἐκτεινόταν ἀπὸ τὶς νότιες παρυφὲς τῆς κοιλάδας τοῦ ἀρκαδικοῦ Ξερίλα5 ὣς τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ τὶς κοιλάδες τοῦ ἄνω ροῦ τοῦ ποταμοῦ Νέδοντος στὸν βόρειο Ταΰγετο6, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς δυτικὲς πλαγιὲς τοῦ κεντρικοῦ Ταϋγέτου, ὣς τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας7 (εἰκ.1).
Σποραδικὰ εὑρήματα ἀπὸ τὴν θέση Βόλιμνος, βορείως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνθρώπινη παρουσία στὸ βουνὸ ἤδη ἀπὸ τὸν -10ο αἰώνα, καὶ ἐνδεχομένως νωρίτερα8. Στὴν ἴδια θέση τοποθετεῖται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς τὸ περίφημο ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος9, ἐνῶ σημαντικὰ εἶναι τὰ εὑρήματα ἀπὸ τὴν Μονὴ Δημιόβης, πλησίον τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Ἐλαιοχωρίου (πρώην Γιάνιτσα)10, ὅπου ἐντοπίστηκε σπήλαιο– ἱερὸ τῶν κλασικῶν χρόνων ἀφιερωμένο σὲ γυναικεία θεότητα11, καθὼς καὶ τὸ φαράγγι τοῦ Νέδοντος, ὅπου ἐντοπίζονται τμήματα ἀρχαίου δρόμου καὶ ἀρχαῖες ἐπιγραφὲς χαραγμένες στὸν φυσικὸ βράχο12.
Ἡ Δενθελιάτις διεκδικήθηκε μὲ ἐπιμονὴ ἀπὸ Μεσσηνίους καὶ Λακεδαιμονίους γιὰ περισσότερα ἀπὸ χίλια χρόνια, καθὼς ἀποτέλεσε τὴν φυσικὴ εἴσοδο ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ τòν δυτικὸ κρίκο μίας σειρᾶς θέσεων-κλειδιῶν εἰσόδου-ἐξόδου ἀπὸ τὴν Λακωνία πρὸς τὶς ὅμορες περιοχὲς τῆς Αἰγύτιδος, τῆς Βελμινάτιδος, τῆς Σκιρίτιδος, τῆς Καρυάτιδος καὶ τῆς Θυρεάτιδος, μὲ ζωτικὴ σημασία γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ συνοχὴ τοῦ σπαρτιατικοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῆς στρατηγικῆς ὑπεροχῆς του στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς νότιας Πελοποννήσου13. Ὡς ἀφορμὴ τῆς ἔναρξης τῆς διαμάχης γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς περιοχῆς ἀναφέρεται ὁ φόνος τοῦ Σπαρτιάτη βασιλιᾶ Τηλέκλου ἀπὸ Μεσσηνίους στὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος14.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε κατὰ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Μεσσηνιακοῦ πολέμου καὶ τὴν διαδοχικὴ κατάκτηση τῆς μεσσηνιακῆς ἐπικράτειας, ποὺ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἥττα τῶν Μεσσηνίων καὶ τὴν κατάληψη τοῦ ὀχυροῦ τῆς Εἴρας15. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μεσσηνίας καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μεσσήνης τò -369, ἡ Δενθελιάτις καὶ τò ἱερò τῆς Λιμνάτιδος βρέθηκαν στò ἐπίκεντρο μίας σκληρῆς διπλωματικῆς καὶ στρατιωτικῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν δύο γειτονικῶν κρατῶν.
Τὸ -338, μετὰ τὴν νίκη τῶν Μακεδόνων στὴν Χαιρώνεια, ὁ Φίλιππος Β΄ προσφέρει τὴν περιοχὴ στοὺς Μεσσηνίους16. Περὶ τὸ -270 ἡ Δενθελιάτις φαίνεται ὅτι ἐπανέρχεται στὴν κυριαρχία τῆς Σπάρτης17, ἐνῶ τὸ -222, μετὰ τὴν μάχη τῆς Σελλασίας, ὁ Ἀντίγονος Δώσων, συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν πολιτικὴ ἀποδυνάμωσης τῶν Λακεδαιμονίων, ἀποσπᾶ τὴν Δενθελιάτιδα ἀπὸ τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια καὶ τὴν ἐπαναφέρει στὴν Μεσσηνία18
Ὡστόσο οἱ Λακεδαιμόνιοι φαίνεται ὅτι ἀνέκτησαν τὸν ἔλεγχό της, καθὼς λίγα χρόνια μετά, περὶ τὸ -146, ἡ Δενθελιάτις ἀποδίδεται ἐπισήμως καὶ πάλι στοὺς Μεσσηνίους: ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ βάθρου τῆς Νίκης τοῦ Παιωνίου καταγράφει τὴν δικαστικὴ διαμάχη τῶν δύο γειτόνων γιὰ τὴν κατοχή της καὶ τὴν τελικὴ κρίση ἑξακοσίων Μιλησίων δικαστῶν, κατόπιν παραπομπῆς τοῦ θέματος σὲ διαιτησία ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ρωμαϊκὴ σύγκλητο19.
Τὸ -44 ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος καὶ ὁ Μάρκος Ἀντώνιος, διάδοχοι τοῦ δολοφονηθέντος Ἰουλίου Καίσαρος, τὴν προσφέρουν στὴν Σπάρτη20, ἐνῶ τὸ +2, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος Τιβερίου, στοὺς ὁποίους εἶχαν προσφύγει τὰ δύο μέρη ζητώντας διαιτησία21, ἐπανέρχεται στὴν μεσσηνιακὴ ἐπικράτεια22. Στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βεσπασιανοῦ ἐπικυρώθηκε ἡ παραχώρηση τῆς Δενθελιάτιδος (Ager Denthaliatis) στοὺς Μεσσηνίους καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίων- Λακεδαιμονίων καὶ Ἐλευθερολακώνων, μὲ νότιο ὅριο τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν Χοίρειο Νάπη23.
Ἡ Δενθελιάτις διεκδικήθηκε μὲ ἐπιμονὴ ἀπὸ Μεσσηνίους καὶ Λακεδαιμονίους γιὰ περισσότερα ἀπὸ χίλια χρόνια, καθὼς ἀποτέλεσε τὴν φυσικὴ εἴσοδο ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ τòν δυτικὸ κρίκο μίας σειρᾶς θέσεων-κλειδιῶν εἰσόδου-ἐξόδου ἀπὸ τὴν Λακωνία πρὸς τὶς ὅμορες περιοχὲς τῆς Αἰγύτιδος, τῆς Βελμινάτιδος, τῆς Σκιρίτιδος, τῆς Καρυάτιδος καὶ τῆς Θυρεάτιδος, μὲ ζωτικὴ σημασία γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ συνοχὴ τοῦ σπαρτιατικοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῆς στρατηγικῆς ὑπεροχῆς του στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς νότιας Πελοποννήσου13. Ὡς ἀφορμὴ τῆς ἔναρξης τῆς διαμάχης γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς περιοχῆς ἀναφέρεται ὁ φόνος τοῦ Σπαρτιάτη βασιλιᾶ Τηλέκλου ἀπὸ Μεσσηνίους στὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος14.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε κατὰ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Μεσσηνιακοῦ πολέμου καὶ τὴν διαδοχικὴ κατάκτηση τῆς μεσσηνιακῆς ἐπικράτειας, ποὺ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἥττα τῶν Μεσσηνίων καὶ τὴν κατάληψη τοῦ ὀχυροῦ τῆς Εἴρας15. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μεσσηνίας καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μεσσήνης τò -369, ἡ Δενθελιάτις καὶ τò ἱερò τῆς Λιμνάτιδος βρέθηκαν στò ἐπίκεντρο μίας σκληρῆς διπλωματικῆς καὶ στρατιωτικῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν δύο γειτονικῶν κρατῶν.
Τὸ -338, μετὰ τὴν νίκη τῶν Μακεδόνων στὴν Χαιρώνεια, ὁ Φίλιππος Β΄ προσφέρει τὴν περιοχὴ στοὺς Μεσσηνίους16. Περὶ τὸ -270 ἡ Δενθελιάτις φαίνεται ὅτι ἐπανέρχεται στὴν κυριαρχία τῆς Σπάρτης17, ἐνῶ τὸ -222, μετὰ τὴν μάχη τῆς Σελλασίας, ὁ Ἀντίγονος Δώσων, συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν πολιτικὴ ἀποδυνάμωσης τῶν Λακεδαιμονίων, ἀποσπᾶ τὴν Δενθελιάτιδα ἀπὸ τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια καὶ τὴν ἐπαναφέρει στὴν Μεσσηνία18
Ὡστόσο οἱ Λακεδαιμόνιοι φαίνεται ὅτι ἀνέκτησαν τὸν ἔλεγχό της, καθὼς λίγα χρόνια μετά, περὶ τὸ -146, ἡ Δενθελιάτις ἀποδίδεται ἐπισήμως καὶ πάλι στοὺς Μεσσηνίους: ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ βάθρου τῆς Νίκης τοῦ Παιωνίου καταγράφει τὴν δικαστικὴ διαμάχη τῶν δύο γειτόνων γιὰ τὴν κατοχή της καὶ τὴν τελικὴ κρίση ἑξακοσίων Μιλησίων δικαστῶν, κατόπιν παραπομπῆς τοῦ θέματος σὲ διαιτησία ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ρωμαϊκὴ σύγκλητο19.
Τὸ -44 ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος καὶ ὁ Μάρκος Ἀντώνιος, διάδοχοι τοῦ δολοφονηθέντος Ἰουλίου Καίσαρος, τὴν προσφέρουν στὴν Σπάρτη20, ἐνῶ τὸ +2, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος Τιβερίου, στοὺς ὁποίους εἶχαν προσφύγει τὰ δύο μέρη ζητώντας διαιτησία21, ἐπανέρχεται στὴν μεσσηνιακὴ ἐπικράτεια22. Στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βεσπασιανοῦ ἐπικυρώθηκε ἡ παραχώρηση τῆς Δενθελιάτιδος (Ager Denthaliatis) στοὺς Μεσσηνίους καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίων- Λακεδαιμονίων καὶ Ἐλευθερολακώνων, μὲ νότιο ὅριο τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν Χοίρειο Νάπη23.
Ἱστορία τῆς ἔρευνας
Ἡ ἔρευνα γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῆς ἀρχαίας συνοριακῆς γραμμῆς ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου ξεκινᾶ περὶ τὸ 1835, ὅταν ὁ ἔπαρχος Μεσσηνίας Περικλῆς Ζωγράφος ἐντοπίζει δύο ἀρχαῖα ὁρόσημα στὶς θέσεις «τοῦ Γώλου» κοντὰ στὸν μεσσηνιακὸ οἰκισμὸ τῆς Σίτσοβας (σημ. Ἀλαγονία), καὶ ἀρκετὰ βορειοτέρα, στὸ ὕψωμα «Μαλεβὸς - Γραμμένη Πέτρα». Λίγο ἀργότερα ὁ Γερμανὸς Ἔφορος Ἀρχαιοτήτων Ludwig Ross ἐπισκέπτεται τὴν περιοχή, ἐντοπίζει ἐκ νέου τὰ ὁρόσημα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα εἶχε θραυστεῖ ἀπὸ ντόπιους χωρικοὺς ποὺ φοβήθηκαν τὴν ἀπώλεια τῶν βοσκοτόπων τους, καὶ δημοσιεύει τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἔρευνάς του24:
α. Ὅ. ρος Λακεδαίμονι πρὸς Μεσσήνην
α. Ὅ. ρος Λακεδαίμονι πρὸς Μεσσήνην
β. [Ὅρ]ος [Λακ]εδ.αίμονι πρὸ[ς Μεσ]σήν[ην]
Τὸ 1894, ὁ Ernst Pernice ἐντοπίζει στὸ ὕψωμα τῆς «Γραμμένης Πέτρας», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Σίτσοβας (σημ. Ἀλαγονία) καὶ νοτίως τοῦ «Μαλεβοῦ», σὲ ὑψόμετρο 1.606 μ., δύο θραύσματα ὁροσήμου μὲ τὴν ἐπιγραφή2:
Ὅρ]ος
Λακεδα[ί-
μονι] πρὸ[ς
Μεσσ]ήνη[ν
Ὁ ἐρευνητὴς ταύτισε τὸ εὕρημά του μὲ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπίσει ὁ Ross «στοῦ Γώλου»26. Στὸ ἴδιο ἄρθρο του παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι κάποιος «ἐντομολόγος Padewieth- Dobiasch»27, κινούμενος νοτίως τῆς περιοχῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας» μὲ κατεύθυνση τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, ἐντόπισε ἕνα νέο –τέταρτο (;)– ὁρόσημο· ἡ θέση του ἐπίσης καταγράφεται μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» καὶ σαφῶς διακρίνεται ἀπὸ τὴν προηγούμενη28.
To 1896 ὁ ἀνασκαφέας τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης Θεμιστοκλῆς Σοφούλης φέρνει στὸ φῶς μία ἀποσπασματικὰ σωζόμενη ἐνεπίγραφη στήλη, στὴν ὁποία περιγράφεται μὲ κάθε λεπτομέρεια ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίας- Λακωνίας ἀπὸ τὸν ἀπελεύθερο χωρομέτρη Τίτο Φλάβιο Μονομίτο, κατόπιν ἐντολῆς τῶν Duoviri, τῶν Ρωμαίων διοικητῶν τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας (Provincia Achaiae), τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ29 (εἰκ.2).
Ἡ στήλη χρονολογήθηκε τὸ +78 καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν προγενέστερη ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τιβερίου, ἡ ὁποία ἐπιδίκαζε τὴν Δενθελιάτιδα στοὺς Μεσσηνίους30. Ἡ ἐπιγραφή της περιγράφει μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια τὴν συνοριακὴ γραμμή, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετήθηκε μὲ τὴν χάραξη ὁροσήμων σὲ ριζιμιοὺς βράχους ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Οἱ βράχοι-ὁρόσημα ἔφεραν ἐγχάρακτες ἐπιγραφὲς μὲ τὴν συντομογραφία τῆς ἑλληνικῆς λέξης ΟΡΟΣ -τὸ γράμμα Ρ ἐγγεγραμμένο σὲ Ο- ἐνίοτε πλαισιωμένα ἀπὸ τὸ γράμμα Μ (Μεσσηνία) καὶ Λ (Λακεδαίμονα) ἢ συντομογραφίες αὐτῶν. Τὸ κείμενο μεταξὺ ἄλλων περιέχει ἀκριβεῖς τοπογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὶς θέσεις τῶν ὁροσήμων σὲ σχέση μὲ κρῆνες, ρυάκια, φαράγγια, μικροτοπωνύμια, ἀλλὰ καὶ ἱερὰ τῆς περιοχῆς, μὲ τὶς ἐνδιάμεσες ἀποστάσεις τους, μετρούμενες σὲ ρωμαϊκοὺς πόδες31.
Σημεῖα ἀναφορᾶς γιὰ τὸ νότιο πέρας τῆς γραμμῆς ὑπῆρξαν ἕνα ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος καὶ ὁ «Χοίρειος χείμαρρος»32, τὸ φυσικὸ σύνορο ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἐπικράτειες: τὴν Μεσσηνία, τὴν Λακωνία καὶ τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων33.
Ἡ ἐπιγραφὴ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν Walter Kolbe, ὁ ὁποῖος λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὰ εὑρήματα τοῦ Ludwig Ross καὶ τοῦ Ernst Pernice, δρασκέλισε τὸν ὀρεινὸ ὄγκο τοῦ Παξιμαδίου, ἀμέσως νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, κινούμενος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸ ρέμα τῆς Κερασιᾶς πρὸς ἀναζήτηση τῶν ὁροσήμων τῆς ἐπιγραφῆς τῆς Μεσσήνης34. Ἐκεῖ, προφανῶς μὲ τὴν βοήθεια ντόπιων βοσκῶν, ἐντόπισε τρία νέα ὁρόσημα τὰ ὁποῖα καὶ δημοσίευσε, δίχως φωτογραφίες ἢ περαιτέρω πληροφορίες γιὰ τὴν ἀκριβή τους θέση35:
α. Μ Ὅρο(ς) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. ℗ Ὅρο(ς)
γ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
Τὸ 1934 καὶ τὸ 1952 ὁ Μεσσήνιος φιλόλογος Νικόλαος Γιαννουκόπουλος ἀνεβαίνει στὸ Παξιμάδι ἀπὸ τὴν Μεσσηνία, καὶ μὲ τὴν σειρά του ἐντοπίζει ἕξι ὁρόσημα στὶς θέσεις «Βοϊδολακκούλα», «Διάσελλον Κουφοβουνίων- Παξιμαδίου ἢ Διασέλλα», «Βαρδίτσα», «Τσούγκα», «Γούπατα» καί «Νεραϊδοβούνα ἢ Νεραϊδοβούνι ἢ Νεραϊδόβραχος», ἐκ τῶν ὁποίων τò τελευταῖο διπλό36:
α. Μ Ὅρ(ος) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. Λ Ο Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅ(ρος καὶ) Μ. (εσσήνῃ)
γ. ℗ M [Λ(ακεδαίμονι)] ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
δ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
ε. ℗ Μ(εσσήνῃ) ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
στ(α). ℗ ὅρ(ος)
στ(β). Λ ℗ Μ Λ(ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
Ἡ ἔρευνα τοῦ Γιαννουκόπουλου δὲν συνεχίστηκε, παρὰ τὶς προθέσεις τοῦ ἐρευνητῆ. Ἀκολούθησαν οἱ ἔρευνες τοῦ Γ. Α. Πίκουλα στὴν περιοχή, ὁ ὁποῖος ἐκτòς τῶν ἄλλων, ἐπιχείρησε κατάβαση ἀπὸ τὸ ὕψωμα τῆς Κόζας, νοτίως τῆς Νεραϊδοβούνας, διασχίζοντας στὴν συνέχεια τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, μὲ σκοπὸ νὰ διαπιστώσει τὴν συνέχεια τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς37.
Τὸ 1894, ὁ Ernst Pernice ἐντοπίζει στὸ ὕψωμα τῆς «Γραμμένης Πέτρας», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Σίτσοβας (σημ. Ἀλαγονία) καὶ νοτίως τοῦ «Μαλεβοῦ», σὲ ὑψόμετρο 1.606 μ., δύο θραύσματα ὁροσήμου μὲ τὴν ἐπιγραφή2:
Ὅρ]ος
Λακεδα[ί-
μονι] πρὸ[ς
Μεσσ]ήνη[ν
Ὁ ἐρευνητὴς ταύτισε τὸ εὕρημά του μὲ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπίσει ὁ Ross «στοῦ Γώλου»26. Στὸ ἴδιο ἄρθρο του παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι κάποιος «ἐντομολόγος Padewieth- Dobiasch»27, κινούμενος νοτίως τῆς περιοχῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας» μὲ κατεύθυνση τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, ἐντόπισε ἕνα νέο –τέταρτο (;)– ὁρόσημο· ἡ θέση του ἐπίσης καταγράφεται μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» καὶ σαφῶς διακρίνεται ἀπὸ τὴν προηγούμενη28.
To 1896 ὁ ἀνασκαφέας τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης Θεμιστοκλῆς Σοφούλης φέρνει στὸ φῶς μία ἀποσπασματικὰ σωζόμενη ἐνεπίγραφη στήλη, στὴν ὁποία περιγράφεται μὲ κάθε λεπτομέρεια ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίας- Λακωνίας ἀπὸ τὸν ἀπελεύθερο χωρομέτρη Τίτο Φλάβιο Μονομίτο, κατόπιν ἐντολῆς τῶν Duoviri, τῶν Ρωμαίων διοικητῶν τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας (Provincia Achaiae), τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ29 (εἰκ.2).
Ἡ στήλη χρονολογήθηκε τὸ +78 καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν προγενέστερη ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τιβερίου, ἡ ὁποία ἐπιδίκαζε τὴν Δενθελιάτιδα στοὺς Μεσσηνίους30. Ἡ ἐπιγραφή της περιγράφει μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια τὴν συνοριακὴ γραμμή, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετήθηκε μὲ τὴν χάραξη ὁροσήμων σὲ ριζιμιοὺς βράχους ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Οἱ βράχοι-ὁρόσημα ἔφεραν ἐγχάρακτες ἐπιγραφὲς μὲ τὴν συντομογραφία τῆς ἑλληνικῆς λέξης ΟΡΟΣ -τὸ γράμμα Ρ ἐγγεγραμμένο σὲ Ο- ἐνίοτε πλαισιωμένα ἀπὸ τὸ γράμμα Μ (Μεσσηνία) καὶ Λ (Λακεδαίμονα) ἢ συντομογραφίες αὐτῶν. Τὸ κείμενο μεταξὺ ἄλλων περιέχει ἀκριβεῖς τοπογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὶς θέσεις τῶν ὁροσήμων σὲ σχέση μὲ κρῆνες, ρυάκια, φαράγγια, μικροτοπωνύμια, ἀλλὰ καὶ ἱερὰ τῆς περιοχῆς, μὲ τὶς ἐνδιάμεσες ἀποστάσεις τους, μετρούμενες σὲ ρωμαϊκοὺς πόδες31.
Σημεῖα ἀναφορᾶς γιὰ τὸ νότιο πέρας τῆς γραμμῆς ὑπῆρξαν ἕνα ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος καὶ ὁ «Χοίρειος χείμαρρος»32, τὸ φυσικὸ σύνορο ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἐπικράτειες: τὴν Μεσσηνία, τὴν Λακωνία καὶ τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων33.
Ἡ ἐπιγραφὴ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν Walter Kolbe, ὁ ὁποῖος λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὰ εὑρήματα τοῦ Ludwig Ross καὶ τοῦ Ernst Pernice, δρασκέλισε τὸν ὀρεινὸ ὄγκο τοῦ Παξιμαδίου, ἀμέσως νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, κινούμενος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸ ρέμα τῆς Κερασιᾶς πρὸς ἀναζήτηση τῶν ὁροσήμων τῆς ἐπιγραφῆς τῆς Μεσσήνης34. Ἐκεῖ, προφανῶς μὲ τὴν βοήθεια ντόπιων βοσκῶν, ἐντόπισε τρία νέα ὁρόσημα τὰ ὁποῖα καὶ δημοσίευσε, δίχως φωτογραφίες ἢ περαιτέρω πληροφορίες γιὰ τὴν ἀκριβή τους θέση35:
α. Μ Ὅρο(ς) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. ℗ Ὅρο(ς)
γ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
Τὸ 1934 καὶ τὸ 1952 ὁ Μεσσήνιος φιλόλογος Νικόλαος Γιαννουκόπουλος ἀνεβαίνει στὸ Παξιμάδι ἀπὸ τὴν Μεσσηνία, καὶ μὲ τὴν σειρά του ἐντοπίζει ἕξι ὁρόσημα στὶς θέσεις «Βοϊδολακκούλα», «Διάσελλον Κουφοβουνίων- Παξιμαδίου ἢ Διασέλλα», «Βαρδίτσα», «Τσούγκα», «Γούπατα» καί «Νεραϊδοβούνα ἢ Νεραϊδοβούνι ἢ Νεραϊδόβραχος», ἐκ τῶν ὁποίων τò τελευταῖο διπλό36:
α. Μ Ὅρ(ος) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. Λ Ο Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅ(ρος καὶ) Μ. (εσσήνῃ)
γ. ℗ M [Λ(ακεδαίμονι)] ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
δ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
ε. ℗ Μ(εσσήνῃ) ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
στ(α). ℗ ὅρ(ος)
στ(β). Λ ℗ Μ Λ(ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
Ἡ ἔρευνα τοῦ Γιαννουκόπουλου δὲν συνεχίστηκε, παρὰ τὶς προθέσεις τοῦ ἐρευνητῆ. Ἀκολούθησαν οἱ ἔρευνες τοῦ Γ. Α. Πίκουλα στὴν περιοχή, ὁ ὁποῖος ἐκτòς τῶν ἄλλων, ἐπιχείρησε κατάβαση ἀπὸ τὸ ὕψωμα τῆς Κόζας, νοτίως τῆς Νεραϊδοβούνας, διασχίζοντας στὴν συνέχεια τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, μὲ σκοπὸ νὰ διαπιστώσει τὴν συνέχεια τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς37.
Ἡ νεότερη ἔρευνα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς (2009-2011)
Ἡ ἔρευνα τῶν ἐτῶν 2009- 2011 ἐπιχείρησε νὰ καλύψει τὴν συνολικὴ ἔκταση ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀρχαία Δενθελιάτιδα, ἐκκινώντας ἀπὸ τόν «Μαλεβὸ» στὸν Βορρά, ὅπου τὰ σημερινὰ σύνορα τῶν περιφερειακῶν ἑνοτήτων Ἀρκαδίας, Μεσσηνίας καὶ Λακωνίας, ὣς τὶς ἀπαρχὲς τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Κοσκάρακας στὴν μεσσηνιακὴ Μάνη38. Ἐκεῖ, κατὰ μῆκος τῆς κορυφογραμμῆς καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπò 1.596 ἕως 1.612μ., εἶχε ἐντοπισθεῖ τὸ βορειότερο τῶν ὁροσήμων ἀπὸ τὸν Ludwig Ross. Τὴν δεκαετία τοῦ 1980 ἀνακαλύφθηκαν ἀπὸ τὸν Γιάννη Πίκουλα ἁρματοτροχιὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν ἁμαξήλατη ὁδὸ ἡ ὁποία διέσχιζε τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ταϋγέτου39. Μολονότι τὸ 2011 οἱ ἁρματοτροχιὲς ἐντοπίστηκαν ἐκ νέου, δὲν ὑπῆρξαν ἄλλα εὑρήματα ποὺ νὰ συνδέονται μὲ τὴν χάραξη τῆς ἀρχαίας ὁροθετικῆς γραμμῆς (εἰκ.3).
Ἡ ἔρευνα συνεχίστηκε πρὸς Νότο, βορειοανατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας, στò τμῆμα τῆς κορυφογραμμῆς ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ ὡς «Γραμμένη Πέτρα», καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπò 1.621 ἕως 1.713μ.40, σὲ ἀναζήτηση τοῦ θραυσμένου ὁροσήμου τοῦ Ernst Pernice, τὸ ὁποῖο ὡστόσο δὲν ἐντοπίστηκε. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἕτερη θέση μὲ τὸ ὄνομα «Γραμμένη Πέτρα», ποὺ ἀναφέρει ὁ Ernst Pernice ὡς θέση ὁροσήμου, ἀνάμεσα στό «Χάνι τοῦ Κανέλλου» καὶ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐντοπισθεῖ41 (εἰκ.4).
Ἀκολούθως ἐρευνήθηκε τὸ ὕψωμα τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου, ἀνατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας (ὑψ. 1.420μ.), τὸ ὁποῖο μπορεῖ πιθανῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἀναφερόμενη θέση «Γῶλος/ τοῦ Γώλου», ὅπου βρέθηκε τὸ πρῶτο ὁρόσημο ἀπὸ τοὺς Περικλὴ Ζωγράφο καὶ Ludwig Ross42, χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, ποὺ τέμνει κάθετα τὸν Ταΰγετο43, καὶ νοτιοανατολικῶς τοῦ ρέματος τῆς Κερασιᾶς, στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, στὴν θέση «Βοϊδολακκούλα» καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.732μ., ἐντοπίσθηκε ἀρχαῖο ὁρόσημο44. Ἡ ἐπιγραφή του ἔχει χαραχθεῖ σὲ εὐρυμέτωπο ριζιμιὸ βράχο ἀπὸ σκληρό, φαιόχρωμο ἀσβεστόλιθο Ταϋγέτου45, διαστ. 1.90×1.17×0.77μ., προσανατολισμένο στὸν ἄξονα ΒΔ.-ΝΑ.:
Μ Μ(εσσήνῃ)
℗ ὅρ(ος καὶ)
Λ Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.27μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο, διαμ. 0.44μ.· στὰ ἀνατολικά (δεξιὰ τοῦ θεατῆ) ἀπαντᾶται τὸ γράμμα Λ, ὕψ. 0.22μ., δηλωτικὸ τῆς λακωνικῆς ἐπικράτειας, ἐνῶ στὰ δυτικὰ τῆς συντομογραφίας καὶ ἀριστερὰ ὡς πρὸς τὸν θεατή, ἕνα σχεδὸν ἀκέραιο Μ, ὕψ. 0.19μ., δηλώνει τὴν κατεύθυνση πρòς Μεσσηνία (εἰκ.5α).
Ἡ ἔρευνα συνεχίστηκε πρὸς Νότο, βορειοανατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας, στò τμῆμα τῆς κορυφογραμμῆς ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ ὡς «Γραμμένη Πέτρα», καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπò 1.621 ἕως 1.713μ.40, σὲ ἀναζήτηση τοῦ θραυσμένου ὁροσήμου τοῦ Ernst Pernice, τὸ ὁποῖο ὡστόσο δὲν ἐντοπίστηκε. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἕτερη θέση μὲ τὸ ὄνομα «Γραμμένη Πέτρα», ποὺ ἀναφέρει ὁ Ernst Pernice ὡς θέση ὁροσήμου, ἀνάμεσα στό «Χάνι τοῦ Κανέλλου» καὶ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐντοπισθεῖ41 (εἰκ.4).
Ἀκολούθως ἐρευνήθηκε τὸ ὕψωμα τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου, ἀνατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας (ὑψ. 1.420μ.), τὸ ὁποῖο μπορεῖ πιθανῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἀναφερόμενη θέση «Γῶλος/ τοῦ Γώλου», ὅπου βρέθηκε τὸ πρῶτο ὁρόσημο ἀπὸ τοὺς Περικλὴ Ζωγράφο καὶ Ludwig Ross42, χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, ποὺ τέμνει κάθετα τὸν Ταΰγετο43, καὶ νοτιοανατολικῶς τοῦ ρέματος τῆς Κερασιᾶς, στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, στὴν θέση «Βοϊδολακκούλα» καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.732μ., ἐντοπίσθηκε ἀρχαῖο ὁρόσημο44. Ἡ ἐπιγραφή του ἔχει χαραχθεῖ σὲ εὐρυμέτωπο ριζιμιὸ βράχο ἀπὸ σκληρό, φαιόχρωμο ἀσβεστόλιθο Ταϋγέτου45, διαστ. 1.90×1.17×0.77μ., προσανατολισμένο στὸν ἄξονα ΒΔ.-ΝΑ.:
Μ Μ(εσσήνῃ)
℗ ὅρ(ος καὶ)
Λ Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.27μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο, διαμ. 0.44μ.· στὰ ἀνατολικά (δεξιὰ τοῦ θεατῆ) ἀπαντᾶται τὸ γράμμα Λ, ὕψ. 0.22μ., δηλωτικὸ τῆς λακωνικῆς ἐπικράτειας, ἐνῶ στὰ δυτικὰ τῆς συντομογραφίας καὶ ἀριστερὰ ὡς πρὸς τὸν θεατή, ἕνα σχεδὸν ἀκέραιο Μ, ὕψ. 0.19μ., δηλώνει τὴν κατεύθυνση πρòς Μεσσηνία (εἰκ.5α).
Σὲ ἀπόσταση 200 περίπου μέτρα ΝΑ. τοῦ ὅρου τῆς Βοϊδολακκούλας καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.741μ., στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, ἐντοπίζεται ἕνα ἀκόμη ὁρόσημο, ἐπίσης χαραγμένο στὸ δυτικὸ μέτωπο ριζιμιοῦ βράχου, διαστ. 14.30× 2μ., μὲ τὴν ἐπιγραφή:
Λ ℗ Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ.(εσσήνῃ)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.25μ., ἐγγεγραμμένο σὲ ἕνα Ο, διαμ. 0.41μ. Καὶ τὰ δύο ἔχουν ὁμολογουμένως ὑποστεῖ μεγάλη φθορὰ καὶ διακρίνονται μετὰ δυσκολίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση μάλιστα κατάλληλης φωτοσκίασης. Στὰ ἀριστερὰ τῆς συντομογραφίας διασώζεται ἡ ἀριστερὴ κεραία, ὕψ. 0.16μ., τοῦ γράμματος Λ, ἐνῶ στὰ δεξιὰ μόλις ποὺ διακρίνεται ἕνα ἐξίτηλο Μ (εἰκ. 5β).
Σὲ ἀπόσταση περίπου 410μ. ΝΔ. τοῦ δεύτερου ὅρου καὶ σὲ ὑψ. 1.828μ., στὴν θέση «Βαρδίτσα», ἐντοπίστηκε ἕνα ἐπιπλέον ἀρχαῖο ὁρόσημο, χαραγμένο σὲ ριζιμιὸ βράχο, διαστ. 1,55× 1,10× 0,60μ. καὶ προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Β. -Ν., μὲ τὴν ἐπιγραφή:
℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸ γράμμα Ο, διαμ. 0.39μ., ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.23μ. (εἰκ. 6α).
Ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς καὶ σὲ ἀπόσταση 1.500μ. ΝΑ. τοῦ προηγούμενου ὅρου, ἐντοπίστηκε ἕνας ἀκόμη ὅρος στò ὕψωμα «Γούπατα», σὲ ὑψ. 2.029μ.46 Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ ριζιμιὸ βράχο, προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Α.-Δ., στὸ μέτωπο τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ ἡ ἐπιγραφή:
℗ [Μ(εσσήνῃ)] ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.21μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο διαμ. 0.36μ. Στὰ δεξιά του ἕνα Λ, ὕψ. 0.13μ., κάθετο στὸν ἄξονα τῆς κεραίας τοῦ Ρ, δηλώνει τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια, ἡ ὁποία προβάλλει στὰ ἀνατολικὰ τῆς κορυφογραμμῆς, ἐνῶ στὰ ἀριστερὰ ἀπουσιάζει τὸ ἀρχικὸ τῆς Μεσσηνίας γράμμα Μ (εἰκ. 6β).
Τέλος, σὲ ἀπόσταση 1.160μ. νοτίως τῶν «Γουπάτων» στὸ ὕψωμα τῆς «Νεραϊδοβούνας», τὸ ὁποῖο δεσπόζει στὴν νότια ἀπόληξη τοῦ Παξιμαδίου καὶ σὲ ὑψ. 2.002μ., λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ πρὸς Νότο, ἐντοπίζεται ἕνα τελευταῖο ὁρόσημο, τὸ πέμπτο κατὰ σειρά, ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφή:
℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ τὴν συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, χαραγμένη στὸ εὐρύ, στραμμένο πρὸς τὰ ΒΔ. μέτωπο ἑνὸς κατὰ τὰ φαινόμενα κεραυνόπληκτου βράχου. Τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.29μ., ἔχει χαραχθεῖ στὸ κέντρο τοῦ γνωστοῦ Ο, διαμ. 0.48μ. Ἡ παρουσία τοῦ ὁροσήμου λίγα μόλις μέτρα πάνω ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ ποὺ ἀπολήγει στὶς ἀπαρχὲς τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Κοσκάρακας, ἐπιβεβαιώνει τὴν θέση ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς «Νεραϊδοβούνας» εἶναι τὸ τελευταῖο καὶ νοτιότερο ὁρόσημο τῆς ἀρχαίας συνοριακῆς γραμμῆς (εἰκ. 7α-β).
Ὁ νεότερος ἐντοπισμὸς καὶ ἡ καταγραφὴ πέντε ὁροσήμων ἐπὶ τοῦ Παξιμαδίου, ἀποτελεῖ πρόσθετη ἐπιβεβαίωση τοῦ κειμένου τῆς IGV1, 1431 καὶ τῆς ἱστορικῆς ὁριοθέτησης τῶν συνόρων Μεσσηνίας- Λακωνίας τὸν +1ο αἰ. Ὅλα τὰ ὁρόσημα ἔχουν χαραχθεῖ σὲ ἐμφανὴ μέτωπα ριζιμιῶν βράχων τοῦ βουνοῦ, ποικίλων μεγεθῶν, σὲ θέσεις ποὺ ἀποτελοῦν σημεῖα ἀναφορᾶς τῶν διαδρομῶν ὁδοιπόρων καὶ βοσκῶν. Οἱ διαστάσεις τῶν γραμμάτων τῶν ἐπιγραφῶν εἶναι κατὰ βάση ὅμοιες: τὸ Ρ ἔχει μέσο ὕψ. 25 ἑκ., τὸ Ο ἔχει διάμ. 40-45 ἑκ., ἐνῶ τὰ γράμματα Μ καὶ Λ εἶναι κατά τι μικρότερα, μὲ τὸ ὕψος τους νὰ κυμαίνεται ἀπò 15 ἕως καὶ 20 ἑκ. (εἰκ.8).
Ταύτιση παλαιῶν καὶ νέων ὁροσήμων – Συμπεράσματα
Μετὰ τὸν ἐντοπισμό τους σὲ περιοχὲς ὁριακὰ προσβάσιμες, ζητούμενο τῆς ἔρευνας ἀποτελεῖ κατ’ ἀρχὰς ἡ ταύτιση τοῦ συνόλου τῶν παλαιῶν μὲ τὰ ὁρόσημα ποὺ ἐσχάτως ἐντοπίστηκαν κατὰ μῆκος τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Ἀπώτερο στόχο ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ὁ συσχετισμὸς μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὴν ἐπιγραφὴ IG V 1, 1431 ὁρόσημα, συζήτηση ἡ ὁποία δὲν περιλαμβάνεται στὴν παροῦσα μελέτη47 (εἰκ.9).
Τὸ βορειότερο καὶ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο, δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross, τοποθετεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ «Μαλεβοῦ- Γραμμένης Πέτρας», σὲ σημεῖο ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ σημερινὸ ὅριο Ἀρκαδίας- Μεσσηνίας- Λακωνίας, καὶ δὲν ἐντοπίστηκε ἐκ νέου48.
Ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰ δημοσιευμένος ὅρος τοποθετεῖται στὴν θέση «Γραμμένη Πέτρα»49, σὲ ἀπόσταση περίπου 4 χλμ. ΝΑ. τοῦ Μαλεβοῦ καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπὸ 1.621 ἕως 1.713μ. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ernst Pernice ὅτι ἡ θέση βρίσκεται πλησίον της Ἀλαγονίας, ἐπιτρέπει τὴν διάκριση τοῦ ὅρου ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Μαλεβοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον τοῦ «Γώλου», μολονότι καὶ ὁ δεύτερος ἐντοπίστηκε θραυσμένος μέσα σὲ φαράγγι50. Στὴν διάκριση συνηγορεῖ καὶ ἡ μεταγραφὴ τῆς ἐπιγραφῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας», ἡ ὁποία διαφέρει, ὡς πρὸς τὰ σωζόμενα τμήματά της, καὶ ἀπὸ τοὺς δύο ὅρους τοῦ Ross.
Ἀκολουθεῖ στὴν σειρὰ ὁ ἕτερος ὅρος, ποὺ ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὴν Matilda Padewieth στὸ ὁμώνυμο τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα», καὶ τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Pernice σὲ ἀπόσταση τριῶν ὡρῶν νοτίως τῆς ὁμώνυμης θέσης ἐντοπισμοῦ τοῦ δικοῦ του ὁροσήμου. Δεδομένου μάλιστα ὅτι σήμερα τὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» ἀντιστοιχεῖ σὲ τμῆμα τῆς κορυφογραμμῆς μήκους δύο χιλιομέτρων, ἐνδεχομένως τὸ μὲν ὁρόσημο τοῦ Pernice ἐντοπίστηκε στὸ βόρειο ἄκρο του, ἐνῶ τῆς Pedewieth στὸ νότιο ἄκρο, τὸ ὁποῖο πράγματι βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας. Ἀμφότεροι οἱ ὅροι τῆς «Γραμμένης Πέτρας» δὲν ἐντοπίστηκαν ἐκ νέου.
Τὸ ἑπόμενο δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross ὁρόσημο καὶ τέταρτο κατὰ σειρὰ στὴν ἀρίθμηση ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Νότο τοποθετεῖται στὴν θέση «τοῦ Γώλου», ἡ ὁποία δύναται νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ὕψωμα τοῦ «Ἁγίου Ἐλισαίου»51. Τὸ ἀναφερόμενο ἀπὸ τὸν Ross τοπωνύμιο «τοῦ Γώλου» παραμένει σήμερα ἄγνωστο γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Ἀλαγονίας. Ὡστόσο ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ross σὲ ἕναν καταρράκτη52, παραπέμπει στὸ ὕψωμα μὲ τὸ σημερινὸ τοπωνύμιο «Φλωροῦ Λίμνα», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Ἀλαγονίας, ὅπου καὶ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου (ὑψ. 1.420μ.), μία περιοχὴ ποὺ καλύπτεται μὲ χαμηλὴ βλάστηση καὶ λίγα πεῦκα53.
Διασχίζοντας τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ κινούμενοι πρὸς Νότο, οἱ ἐντοπισμένοι ὅροι βρίσκονται στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους Παξιμάδι, Γούπατα καὶ Νεραϊδοβούνα. Κατ’ ἀρχάς, τὸ γνωστὸ παλαιόθεν στοὺς βοσκοὺς τοῦ Ταϋγέτου ὁρόσημο τῆς Βοϊδολακκούλας, ποὺ ἐντοπίστηκε ἐκ νέου τὸ 2009, μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο τοῦ Kolbe ἀλλὰ καὶ τὸν πρῶτο ὅρο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Kolbe 1 = Γιαννουκόπουλος 1 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 1). Ἡ θέση ἐντοπισμοῦ του συμφωνεῖ μὲ τὶς τοπογραφικὲς περιγραφὲς τῶν δύο παλαιότερων ἐρευνητῶν54, ἐνῶ ἡ μορφὴ τῶν γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς στὸ δημοσιευμένο ἀπὸ ἐκείνους πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο. Πρόκειται γιὰ τὸν πέμπτο κατὰ σειρὰ ἐντοπισμένο ὅρο, τὸν πρῶτο νοτίως τῆς Λαγκάδας (εἰκ.5α).
Ἡ ἐπισήμανση ἀπὸ τὸν W. Kolbe ἑνὸς ὁροσήμου «100μ. νοτίως του πρώτου ὅρου», μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ℗ δὲν ἐπαληθεύτηκε ἀπὸ τὴν νεότερη ἔρευνα. Τὸ εἶδος τῆς ἐπιγραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ποὺ καταγράφεται σὲ σχέση μὲ τὸν ὅρο τῆς Βοϊδολακκούλας, ὁδηγοῦν στὴν διάκρισή του τόσο ἀπὸ ἄλλους ὅρους ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅσους ἐντοπίσθηκαν προσφάτως55. Συνεπῶς πρόκειται πιθανὸν γιὰ ἕνα διακριτὸ ὁρόσημο, τὸ ἕκτο κατὰ σειρά.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, 200μ. ΝΑ. τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἡ μορφὴ τῆς ἐπιγραφῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ὁρόσημο τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἀντιστοιχοῦν στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὁροσήμου τῆς «Διασέλλας» ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος. Μικρὲς ἐπιφυλάξεις γεννᾶ ἡ ἀπουσία τοῦ Ρ στὴν μεταγραφὴ τοῦ Μεσσήνιου ἐρευνητῆ, γεγονὸς ποὺ ἐνδεχομένως ὀφείλεται στὴν φωτοσκίαση τοῦ βράχου. Ἐφόσον τὰ δύο ὁρόσημα ταυτίζονται μεταξύ τους (Γιαννουκόπουλος 2 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 2), μπορεῖ ἐνδεχομένως νὰ γίνει λόγος γιὰ τὸν ἕβδομο κατὰ σειρὰ ἐντοπισθέντα ὅρο (εἰκ. 5β).
Τὸ βορειότερο καὶ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο, δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross, τοποθετεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ «Μαλεβοῦ- Γραμμένης Πέτρας», σὲ σημεῖο ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ σημερινὸ ὅριο Ἀρκαδίας- Μεσσηνίας- Λακωνίας, καὶ δὲν ἐντοπίστηκε ἐκ νέου48.
Ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰ δημοσιευμένος ὅρος τοποθετεῖται στὴν θέση «Γραμμένη Πέτρα»49, σὲ ἀπόσταση περίπου 4 χλμ. ΝΑ. τοῦ Μαλεβοῦ καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπὸ 1.621 ἕως 1.713μ. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ernst Pernice ὅτι ἡ θέση βρίσκεται πλησίον της Ἀλαγονίας, ἐπιτρέπει τὴν διάκριση τοῦ ὅρου ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Μαλεβοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον τοῦ «Γώλου», μολονότι καὶ ὁ δεύτερος ἐντοπίστηκε θραυσμένος μέσα σὲ φαράγγι50. Στὴν διάκριση συνηγορεῖ καὶ ἡ μεταγραφὴ τῆς ἐπιγραφῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας», ἡ ὁποία διαφέρει, ὡς πρὸς τὰ σωζόμενα τμήματά της, καὶ ἀπὸ τοὺς δύο ὅρους τοῦ Ross.
Ἀκολουθεῖ στὴν σειρὰ ὁ ἕτερος ὅρος, ποὺ ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὴν Matilda Padewieth στὸ ὁμώνυμο τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα», καὶ τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Pernice σὲ ἀπόσταση τριῶν ὡρῶν νοτίως τῆς ὁμώνυμης θέσης ἐντοπισμοῦ τοῦ δικοῦ του ὁροσήμου. Δεδομένου μάλιστα ὅτι σήμερα τὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» ἀντιστοιχεῖ σὲ τμῆμα τῆς κορυφογραμμῆς μήκους δύο χιλιομέτρων, ἐνδεχομένως τὸ μὲν ὁρόσημο τοῦ Pernice ἐντοπίστηκε στὸ βόρειο ἄκρο του, ἐνῶ τῆς Pedewieth στὸ νότιο ἄκρο, τὸ ὁποῖο πράγματι βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας. Ἀμφότεροι οἱ ὅροι τῆς «Γραμμένης Πέτρας» δὲν ἐντοπίστηκαν ἐκ νέου.
Τὸ ἑπόμενο δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross ὁρόσημο καὶ τέταρτο κατὰ σειρὰ στὴν ἀρίθμηση ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Νότο τοποθετεῖται στὴν θέση «τοῦ Γώλου», ἡ ὁποία δύναται νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ὕψωμα τοῦ «Ἁγίου Ἐλισαίου»51. Τὸ ἀναφερόμενο ἀπὸ τὸν Ross τοπωνύμιο «τοῦ Γώλου» παραμένει σήμερα ἄγνωστο γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Ἀλαγονίας. Ὡστόσο ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ross σὲ ἕναν καταρράκτη52, παραπέμπει στὸ ὕψωμα μὲ τὸ σημερινὸ τοπωνύμιο «Φλωροῦ Λίμνα», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Ἀλαγονίας, ὅπου καὶ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου (ὑψ. 1.420μ.), μία περιοχὴ ποὺ καλύπτεται μὲ χαμηλὴ βλάστηση καὶ λίγα πεῦκα53.
Διασχίζοντας τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ κινούμενοι πρὸς Νότο, οἱ ἐντοπισμένοι ὅροι βρίσκονται στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους Παξιμάδι, Γούπατα καὶ Νεραϊδοβούνα. Κατ’ ἀρχάς, τὸ γνωστὸ παλαιόθεν στοὺς βοσκοὺς τοῦ Ταϋγέτου ὁρόσημο τῆς Βοϊδολακκούλας, ποὺ ἐντοπίστηκε ἐκ νέου τὸ 2009, μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο τοῦ Kolbe ἀλλὰ καὶ τὸν πρῶτο ὅρο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Kolbe 1 = Γιαννουκόπουλος 1 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 1). Ἡ θέση ἐντοπισμοῦ του συμφωνεῖ μὲ τὶς τοπογραφικὲς περιγραφὲς τῶν δύο παλαιότερων ἐρευνητῶν54, ἐνῶ ἡ μορφὴ τῶν γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς στὸ δημοσιευμένο ἀπὸ ἐκείνους πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο. Πρόκειται γιὰ τὸν πέμπτο κατὰ σειρὰ ἐντοπισμένο ὅρο, τὸν πρῶτο νοτίως τῆς Λαγκάδας (εἰκ.5α).
Ἡ ἐπισήμανση ἀπὸ τὸν W. Kolbe ἑνὸς ὁροσήμου «100μ. νοτίως του πρώτου ὅρου», μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ℗ δὲν ἐπαληθεύτηκε ἀπὸ τὴν νεότερη ἔρευνα. Τὸ εἶδος τῆς ἐπιγραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ποὺ καταγράφεται σὲ σχέση μὲ τὸν ὅρο τῆς Βοϊδολακκούλας, ὁδηγοῦν στὴν διάκρισή του τόσο ἀπὸ ἄλλους ὅρους ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅσους ἐντοπίσθηκαν προσφάτως55. Συνεπῶς πρόκειται πιθανὸν γιὰ ἕνα διακριτὸ ὁρόσημο, τὸ ἕκτο κατὰ σειρά.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, 200μ. ΝΑ. τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἡ μορφὴ τῆς ἐπιγραφῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ὁρόσημο τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἀντιστοιχοῦν στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὁροσήμου τῆς «Διασέλλας» ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος. Μικρὲς ἐπιφυλάξεις γεννᾶ ἡ ἀπουσία τοῦ Ρ στὴν μεταγραφὴ τοῦ Μεσσήνιου ἐρευνητῆ, γεγονὸς ποὺ ἐνδεχομένως ὀφείλεται στὴν φωτοσκίαση τοῦ βράχου. Ἐφόσον τὰ δύο ὁρόσημα ταυτίζονται μεταξύ τους (Γιαννουκόπουλος 2 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 2), μπορεῖ ἐνδεχομένως νὰ γίνει λόγος γιὰ τὸν ἕβδομο κατὰ σειρὰ ἐντοπισθέντα ὅρο (εἰκ. 5β).
Ὁ ἑπόμενος –ὄγδοος κατὰ σειρὰ– ὅρος, ποὺ ἐντοπίσθηκε τὸ 2010 σὲ ἀπόσταση περίπου 410μ. ἀπὸ τὸ ὁρόσημο στὸ διάσελο Κουφοβουνίου- Παξιμαδίου, σὲ θέση ποὺ πιθανὸν ἀντιστοιχεῖ στήν «Βαρδίτσα» τοῦ Γιαννουκόπουλου, μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν ἀντίστοιχο ὅρο τοῦ Μεσσηνίου (Γιαννουκόπουλος 3 = Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 3). Στὴν ταύτιση τῶν δύο ὁροσήμων συνηγοροῦν καὶ οἱ διαστάσεις τοῦ βράχου, ὅπως καταγράφηκαν τὸ 1932 καὶ τὸ 201056 (εἰκ.6α).
Ἀκολουθεῖ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπισθεῖ τόσο ἀπὸ τὸν Kolbe ὅσο καὶ τὸν Γιαννουκόπουλο στὴν θέση «Τσούγκα», τὸ ὁποῖο δὲν ἐντοπίστηκε κατὰ τὴν νεότερη ἔρευνα.
Μολονότι ὁ Kolbe δὲν δίνει ἀποστάσεις ἀνάμεσα στὰ ὁρόσημά του, παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ νοτιότερο αὐτῶν57. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁμοιότητα τῶν δημοσιευμένων ἐπιγραφῶν ἀποτελεῖ στοιχεῖο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλεφθεῖ. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸ ἀνάγλυφο τῆς κορυφογραμμῆς ἡ «Τσούγκα» εἶναι τὸ πρῶτο ὕψωμα μετὰ τὸ διάσελο τῆς «Βαρδίτσας» ἀλλὰ καὶ ἡ βόρεια ἀπόληξη ἑνὸς συνεχοῦς τμήματος τῆς κορυφογραμμῆς ποὺ φτάνει ὣς τά «Γούπατα»58. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνηγοροῦν στὴν ταύτιση τοῦ ὁροσήμου (Kolbe 3 = Γιαννουκόπουλος 4), ἀλλὰ καὶ στὴν καταμέτρησή του ὡς ἐνάτου ὁροσήμου.
Ἑπόμενος εἶναι ὁ ὅρος τῶν «Γουπάτων», ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 καὶ ταυτίζεται ἀσφαλῶς μὲ τὸ ἀντίστοιχο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Γιαννουκόπουλος 5= Κουρσούμης/ Κοσμόπουλος 4), παρὰ τὴν σημερινὴ ἀπουσία τοῦ κάθετου πρὸς τὴν συντομογραφία γράμματος Μ, προφανῶς λόγῳ τῆς φυσικῆς φθορᾶς τοῦ βράχου στὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀρχικοῦ ἐντοπισμοῦ του59. Κατὰ συνέπεια, μὲ βάση τὴν ἀκολουθούμενη ἀρίθμηση, τὸ παρὸν ἀποτελεῖ τὸ δέκατο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο (εἰκ. 6β).
Τέλος, ἡ ταύτιση τοῦ ὁροσήμου τῆς «Νεραϊδοβούνας» παραμένει προβληματική. Ὁ Γιαννουκόπουλος καταγράφει ἕνα διπλὸ ὁρόσημο στὴν θέση «Νεραϊδοβούνα- Νεραϊδοβούνι - Νεραϊδόβραχος», τὸν ὁποῖον ἐντόπισε «εἰς ἀπόστασιν 500μ. [σ.σ. ἀπὸ τά «Γούπατα»] καὶ διερχόμενος ἀπὸ τὴν τοποθεσίαν Παλιόστρουγκαν» … κατόπιν ἐπισταμένης ἐρεύνης». Βάσει τῶν μετρήσεων ἐπὶ χάρτου καὶ λαμβάνοντας ὑπόψη τὸ σχεδιάγραμμα τοῦ Μεσσηνίου ἐρευνητῆ, ἡ ἀπόσταση τῶν 500μ., μετρούμενη ἀπὸ τά «Γούπατα», τερματίζει στὴν περιοχὴ τοῦ διασέλου ἀνάμεσα στά «Γούπατα» καὶ τήν «Νεραϊδοβούνα», ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ἀποτελεῖ πέρασμα βοσκῶν ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ ἀντίστροφα.
Ὁ διπλὸς ὅρος τοῦ Γιαννουκόπουλου, μὲ προσανατολισμὸ Α.- Δ., δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ προσανατολισμένο βορειοδυτικά, μονὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὴν κορυφὴ τῆς «Νεραϊδοβούνας» καὶ σὲ ἀπόσταση περίπου 1.160μ. ἀπὸ τὸν ὅρο τῶν «Γουπάτων». Ἀντίθετα ἡ ἀπόσταση τῶν 500μ. ποὺ ἀναφέρει ὁ Γιαννουκόπουλος, ὁδηγεῖ στὴν τοποθεσία «Παλιόστρουγκα», στὶς βόρειες ὑπώρειες τῆς «Νεραϊδοβούνας», πέρασμα ποὺ ἐνδεχομένως αἰτιολογεῖ τὴν διπλὴ ἐπιγραφή60. Κατὰ συνέπεια, τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στήν «Νεραϊδοβούνα» πιθανότατα ἀποτελεῖ νέο εὕρημα καὶ θὰ πρέπει νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου, ποὺ ἐνδεχομένως προηγεῖται (εἰκ.7α). Τὰ δύο αὐτὰ ὁρόσημα ἀποτελοῦν καὶ τὰ τελευταῖα εὑρήματα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀνεβάζοντας, μὲ βάση τοὺς σημερινοὺς ὑπολογισμούς, τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐντοπισμένων ὅρων στοὺς δώδεκα.
Σὲ κάθε περίπτωση, ἀδιαμφισβήτητο παραμένει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς Νεραϊδοβούνας εἶναι τὸ τελευταῖο ὁρόσημο πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, ποὺ κατόπιν αὐτοῦ ταυτίζεται πλέον ἀσφαλῶς μὲ τὴν Χοίρειο Νάπη, βάσει καὶ τῆς IGV1, 1431, ἐνῶ προσανατολίζει στὴν ἀναζήτηση ἑνός (δεύτερου) ἱεροῦ τῆς Λιμνάτιδος Ἀρτέμιδος πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι61. Ἡ ἀπουσία ἁπτῶν καὶ ἀξιοποιήσιμων δεδομένων ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἔρευνες, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ σειρὰ συλλογισμῶν καὶ διασταυρώσεις στοιχείων προκειμένου νὰ ταυτισθοῦν τὰ παλαιότερα μὲ τὰ νέα εὑρήματα. Ἡ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καθίσταται πλέον ἐμφανής, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ διασφαλιστεῖ ἡ συναγωγὴ ἀσφαλῶν συμπερασμάτων. Ἡ μελέτη καὶ ἀναδημοσίευση τῆς IGV1, 1431, σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὰ καταγεγραμμένα καὶ τὰ πιθανολογούμενα ὁρόσημα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀποτελεῖ προφανῶς τὸ κλειδὶ γιὰ μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἀσφαλὴ ταύτιση τῶν ὅρων τοῦ Τίτου Φλάβιου Μονόμιτου, καὶ ἀκολούθως τὴν ἀποσαφήνιση μίας σειρᾶς σοβαρῶν ζητημάτων ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀρχαία τοπογραφία τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σ. ΚΟΥΡΣΟΥΜΗΣ - ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
Σημειώσεις:
1. Ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μέρος τῆς δημοσίευσης τῆς ἔρευνας ἐντοπισμοῦ καὶ ταύτισης τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς Μεσσηνίας-Λακωνίας. Θὰ ἀκολουθήσει τὸ δεύτερο μέρος τῆς μελέτης, ποὺ θὰ περιλάβει τὴν ἀναδημοσίευση τῆς ἐπιγραφῆς IG V 1,1431, καθὼς καὶ μία ἀπόπειρα ἀντιστοίχησης τοῦ κειμένου της μὲ τὰ εὑρήματα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς. Μέρος τῆς ἔρευνας ἔχει ἤδη παρουσιαστεῖ στὸ πλαίσιο τοῦ Τοπικοῦ Συνεδρίου Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν στὴν Καλαμάτα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2010 (Σ. Κουρσούμης, Δ. Κοσμόπουλος, Β. Γεωργιάδης, Φ. Σταυριανόπουλος, Ἡ ὁροθετικὴ γραμμὴ Μεσσηνίας-Λακωνίας στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ταϋγέτου, Πρακτικὰ τοῦ Δ΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνίας τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Καλαμάτα 10-11 Ὀκτωβρίου 2010 (ὑπὸ ἔκδοση), καθὼς καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ Α΄ Συνεδρίου Μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν τοῦ Κέντρου Σπαρτιατικῶν καὶ Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Nottingham, τὸν Μάρτιο τοῦ 2011 (S. S. Koursoumis, D. Kosmopoulos, Τhe Boundary Line between Messenia and Laconia along the Ridge of Mount Taygetos, στò 1st CSPS Postgraduate Conference, 12 March 2011, University of Nottingham).
Εὐχαριστοῦμε θερμὰ τοὺς συνεργάτες μας Βασίλη Γεωργιάδη καὶ Φώτη Σταυριανόπουλο, τὸν καθηγητὴ Γ. Α. Πίκουλα γιὰ τὴν συνδρομή του στὴν ἐπιτυχία τῆς δεύτερης ἐξόρμησής μας, καθὼς καὶ τὶς ΛΗ΄ ΕΠΚΑ Μεσσηνίας καὶ Ε΄ ΕΠΚΑ Λακωνίας γιὰ τὴν ἄδεια δημοσίευσης τῶν ὁροσήμων. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στοὺς Ἀντώνη καὶ Γιῶργο Καζάκο, ὁδηγοὺς καὶ συνοδοιπόρους μας στὰ ὑψώματα καὶ τὰ φαράγγια τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου.
2. A. Philippson, Die griechischen Landschaften: eine Landeskunde. Band III. Teil 1. Der Peloponnes. Der Westen und Süden der Halbinsel (Frankfurt am Mainz 1959) 418-424 (στò ἑξῆς Philippson 1959).
3. W. Kolbe, Die Grenzen Messeniens in der ersten Kaiserzeit, AM 29, 1904, 366 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1904). Γ. Α. Πίκουλας, Ἡ Δενθελιάτις καὶ τὸ ὁδικό της δίκτυο, Πρακτικὰ τοῦ Γ΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν, Φιλιατρὰ - Γαργαλιάνοι 24-26 Νοεμβρίου 1989 (Ἀθήνα 1991) 279-288, ἰδίως 279 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 1991). Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια ἡ Δενθελιάτις ἀναφέρεται ὡς Ager Denthaliatis.
4. Ἀθήν. Δειπν. Ι31 c-d. Γ. Α. Πίκουλας, Λακεδαιμόνιος οἶνος γιὰ τὴ Λάκαινα Πότνια. Διερεύνηση τοῦ μεγέθους τῆς λακωνικῆς οἰνοπαραγωγῆς, στὸ Γ. Α. Πίκουλας (ἐπιμ.), Οἶνον ἰστορῶ VIII: Πότνια Οἴνου. Διεθνὲς ἐπιστημονικὸ συμπόσιο πρὸς τιμὴν τῆς Σταυρούλας Κουράκου–Δραγώνα (Βόλος 2009) 138.
5. Κοιλάδα τοῦ παραπόταμου τοῦ Ἀλφειοῦ, Καρνίωνος. Τὸ νότιο ἄκρο της προφανῶς ἀποτελοῦσε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὴν Αἰγύτιδα καὶ τὴν Δενθελιάτιδα. Γιὰ τὰ ὅριά της βλ. Παυσ. VIII 27, 4· 34, 5. Kolbe 1904, 374-375. Γ. Α. Πίκουλας, Τοπογραφικὰ Αἴγυος καὶ Αἰγύτιδος, στò Πρακτικὰ A΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Λακωνικῶν Μελετῶν, Μολάοι 5-7 Ἰουνίου 1982 (Ἀθῆναι 1982-1983) 257-267. J. Christien, Les liaisons entre Sparte et son territoire malgré l’encadrement montagneux, στὸ J. F. Bergier (ἐπιμ.), Montagnes, fleuves, forêts dans l’histoire. Barrières ou lignes de convergence? (St. Katharinen 1989) 30 (στò ἑξῆς Christien1989). C. Morgan, Cultural Subzones in Early Iron Age and Archaic Arcadia, στò T. H. Nielsen, J. Roy (ἐπιμ.), Defining Ancient Arkadia: Symposium, 1-4 April 1998. Acts of the Copenhagen Polis Centre 6 (Historisk-filosofiske Meddelelser, 78, Copenhagen) 406.
6. Philippson 1959, 418, 425-433. Γ. Α. Πίκουλας, Ἡ νότια μεγαλοπολιτικὴ χώρα ἀπὸ τὸν -8ο ὣς τὸν +4ο αἱώνα, HOΡOS (Ἀθήνα 1988) 24 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 1988).
7. Ἡ Κοσκάρακα, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὰ ρέματα τοῦ Ἄβουρου, τοῦ Ριντόμου, τῶν Καρυῶν καὶ τοῦ Σοποτοῦ ἀνατολικότερα, διαμορφώνουν ἕνα φυσικὸ ὅριο ἀπὸ τὸν κεντρικὸ Ταΰγετο ὣς τὸ ἀκρωτήριο τῆς Σάνταβας, στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου.
8. W. A. Mc Donald, G. R. Rapp Jr (ἐπιμ.), The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment (Minneapolis 1972) 98, 288 ἀρ.138 (στὸ ἑξῆς ΜΜΕ 1972).
9. L. Ross, Reisen und Reiserouten durch Griechenland, Ι. Reisen im Peloponnes (Berlin 1841) 5-10 (στὸ ἑξῆς Ross 1841). M. N. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne (Lund 1930) 194 (στὸ ἑξῆς Valmin 1930). R. Hope Simpson, The Seven Cities of fered to Agamemnon by Achilles, BSA 61, 1966, 121. L. Zunino, Hiera Messeniaka: la storia religiosa della Messenia dall’età micenea all’età ellenistica (Udine 1997) 36-37. Σ. Σ. Κουρσούμης, Κάτοπτρο ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος στὸν Ταΰγετο, ΗΟΡΟΣ 17-21, 2004-2009, 317-320. G. Sachs, Die Siedlungsgeschichte der Messenier: vom Beginn der geometrischen bis zum Ende der hellenistischen Epoche (Hamburg 2006) 121-126 (στὸ ἑξῆς Sachs 2006). N. Luraghi, The Ancient Messenians: Constructions of Ethnicity and Memory (Cambridge, New York 2008) 16-27 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2008). O. Gengler, Une épingle pour Artemis Limnatis, RΑ (1), 2009, 66-67, εἰκ. 9. S. S. Koursoumis, Revisiting Mount Taygetos: The Sanctuary of Artemis Limnatis (BSA ὑπὸ ἔκδοση).
10. Παυσ. IV 31, 3. IG V 1, 1369-1370. W. Kolbe, Bericht über eine Reise in Messenien, Sitzungsberichte der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften, Jahrgang 1905, 59-60 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1905). Valmin 1930, 42-48. Ν. Παπαχατζῆς, Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακὰ– Ἠλιακά (Ἀθήνα 1979)105 σημ. 2, εἰκ. 26-28 (στὸ ἑξῆς Παπαχατζῆς 1979). Sachs 2006, 126-128.
11. Ἀπὸ σπήλαιο τῆς περιοχῆς ἔχουν παραδοθεῖ καὶ φυλάσσονται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Μεσσηνίας δεκαπέντε πήλινα εἰδώλια καὶ δύο μικρογραφικὰ ἀγγεῖα. Σ. Σ. Κουρσούμης, Ἀνιχνεύοντας τὴν λατρεία ἑνὸς μεθοριακοῦ ἱεροῦ στὶς πλαγιὲς τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου, στὸ Λαϊκὴ θρησκεία καὶ τελετουργίες στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο ἀπὸ τὴν -3η χιλιετία ἕως καὶ τὸν +5ο αἱ., Ἀθήνα 10-11 Δεκεμβρίου 2013 (ὑπὸ ἔκδοση). Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης Π. Γ. Θέμελη, Ἀρχαιότητες καὶ μνημεῖα Μεσσηνίας, ΑΔ 20, 1965, Β2, 207, πίν. 217β-γ.
12. Ἀ. Ν. Σκιᾶς, Τοπογραφικὰ καὶ ἐπιγραφικὰ τῶν ἐν Μεσσηνίᾳ Φαρῶν καὶ τῶν πέριξ, ΑΕ 1911, τεῦχ. 1-2, 107-118, ἰδίως 110-115. Γ. Α. Πίκουλας, Τὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς Λακωνικῆς (HOROS: Ἡ μεγάλη Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 2012) 403-407 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 2012).
13. Πίκουλας 1988, 221-225, ὅπου περιγράφεται μὲ μεγάλη τοπογραφικὴ ἀκρίβεια τὸ ἀρχαῖο ὁδικὸ δίκτυο. Πιὸ πρόσφατο, Πίκουλας 2012. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης: Christien 1989, 18-44, ἰδίως 30-34. Γ. Σταϊνχάουερ, Τὸ πρόβλημα τοῦ Ager Denthaliatis, Ἀριάδνη Δ΄, 1988, 219-232, ἰδίως 223-225 (στὸ ἑξῆς Σταϊνχάουερ 1988). Πίκουλας 1991, 280-282. N. Luraghi, Becoming Messenian, JHS 122, 2002, 45-69, ἰδίως 53 σημ. 44 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2002)· Messenische Kulte und messenische Identität in hellenistischer Zeit, στὸ K. Freitag, P. Funke, M. Haake (ἐπιμ.), Kult – Politik– Ethnos. Überregionale Heiligtümer im Spannungs -feld von Kult und Politik, Kolloquium, Münster, 23-24 November 2001 (Stuttgart 2006) 178, 180 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2006)· 2008, 23 σημ. 33.
14. Στράβ. VIII 4, 9 362· VI 1, 6. Παυσ. IV 4, 1-3· ΙΙΙ 2, 6· III 7, 4. Τάκ. Ann. IV 43, 1-3.
15. Παυσ. IV 21, 1-12. Ἡ χρονολόγηση τῶν Α΄ καὶ Β΄ Μεσσηνιακῶν πολέμων παραμένει προβληματική. Γιὰ τὶς σχετικὲς ἀπόψεις καὶ τὴν συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα βλ. K. J. Beloch, Griechische Geschichte, I. Die Zeit vor der Perserkriegen (Strassburg 1912-1913) 268. F. Kiechle, Messenische Studien: Untersuchungen zur Geschichte der Messenischen Kriege und der Auswanderung der Messenier (Kallmunz 1959) 22. Παπαχατζῆς 1979, 3-7, 65 σημ. 1, 66 σημ. 1. V. Parker, The Dates of the Messenian Wars, Chiron 21, 1991, 25-47, ἰδίως 25-27. N. Richer, Les Éphores. Études sur l’histoire et l’image de Sparte (VIIIe– IIIe siècles avant J.-C.) (Paris 1998) 76-83, 538-541. D. Ogden, Aristomenes of Messene (Llandysul, Credigion Wales 2004) 2-3, 129-133. M. Casevitz, J. Auberger (ἐπιμ.), Pausanias, Description de la Grèce. Tome IV. Livre IV. La Messénie (Paris 2005) XXII-XXVI. Luraghi 2008, 96-99. Γιὰ τὸ ὀχυρὸ τῆς Εἴρας βλ. F. F. Hiller von Gaertringen, H. Lattermann, Hira und Andania (Berlin 1911) 16-31. Valmin 1930, 118-119. Sachs 2006, 68-71.
16. Στράβ. VIII 4, 6· VIII 6, 361. Τάκ. Ann. IV43, 1. Sh. Ager, Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C. (Berkeley and Los Angeles, California 1996) 141 (στὸ ἑξῆς Ager 1996). P. Cartledge, A. Spawforth, Hellenistic and Roman Sparta. A Tale of two Cities (London & New York 2002) 53 (στὸ ἑξῆς Cartledge, Spawforth 2002). Luraghi 2006, 178, 180· 2008, 17 σημ. 6, 18.
17. C. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C. (Chicago 1941) 62 σημ. 17 (στὸ ἑξῆς Roebuck 1941). Luraghi 2008, 17-18, 256-257 σημ. 27.
18. Τάκ. Ann. IV 43, 1, 3. W. K. Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography VII (Amsterdam 1991) 160-163 (στὸ ἑξῆς Pritchett 1991). A. Magnetto, L’intervento di Filippo II nel Peloponneso e l’iscrizione Syll.3, 665, στò S. Alessandrì (ἐπιμ.), Ἱστορίη: Studi offerti dagli allievi a Giuseppe Nenci in occasione del suo settantesimo compleanno (Galatina 1994) 283-308. Ager 1996, 141-142. M. Piérart, Argos, Philippe II et la Cynourie (Thyréatide): les frontières du partage des Héraclides, στò R. Frei-Stolba, K. Gex (ἐπιμ.),Recherches récentes sur le monde hellénistique. Actes du colloque international organisé à l’occasion du 60e anniversaire de Pierre Ducrey, Lausanne, 20–21 novembre 1998 (Bern 2001) 27-43, ἰδίως 33. Cartledge, Spawforth 2002, 53-58. Luraghi 2006, 174-175· 2008, 18-19.
19. IvO 52 (= SIG 2, 683). Τάκ. Ann. IV 43, 3. Ager 1996, 13, 449-450. Pritchett 1991, 162-163. Cartledge, Spawforth 2002, 127. Ὁ Nino Luraghi θεωρεῖ ὅτι ἡ κρίση ἔλαβε χώρα μεταξὺ -138 καὶ -135 (Luraghi 2006, 175-177· 2008, 19-21).
20. Τάκ. Ann. IV 43, 1. Cartledge, Spawforth 2002, 127. Μολονότι ἀπὸ τὸν Τάκιτο ἀναφέρεται ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ, δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος πρὶν ἀπὸ τὸ -39 (Luraghi 2008, 21 σημ. 26).
21. Γιὰ τὸν θεσμὸ τῆς διαιτησίας στὴν ἐπίλυση συνοριακῶν διαφορῶν τῶν ἑλληνικῶν πόλεων καὶ τὴν ἐμπλοκὴ τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου βλ. Ager 1996, 12-19, 27-28.
22. Τάκ. Ann. IV 43, 3. Kolbe 1904, 377. Σταϊνχάουερ 1988, 219-231. Ager 1996, 15-16. Cartledge, Spawforth 2002, 127-128. Luraghi 2008, 22.
23. Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς συνοριακῆς γραμμῆς αἰτιολογεῖται στὸ πλαίσιο τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς Ἀχαΐας στὸ καθεστὼς τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπανεξέτασης τῶν ἐσωτερικῶν συνόρων της, ἐπὶ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ. Γιὰ τὸ θέμα βλ. Kolbe 1904, 378. Cartledge, Spawforth 2002, 128. C. Grandjean, Les Messéniens de 370/369 au 1er siècle de notre ère, BCH Suppl. 44 (Athènes 2003) 250-251 (στὸ ἑξῆς Grandjean 2003). Κατὰ τὸν Nino Luraghi ἡ IG V 1, 1361 ἀναφέρεται σὲ μία διαμάχη τοῦ +2ου αἰ. μεταξὺ Φαρῶν καὶ Σπάρτης γιὰ συνοριακὰ ζητήματα, ἐνδεχομένως τὴν ἴδια τὴν κατοχὴ τῆς Δενθελιάτιδος (Luraghi 2008, 23 σημ. 32). Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης Cartledge, Spawforth 2002, 107, 128. Grandjean 2003, 250-251.
24. Ross 1841, 2-4. IGV1, 1372 (=SIG3 935). E. Pernice, Aus Messenien, AM 19, 1894, 351-353 (στὸ ἑξῆς Pernice 1894). Α. Ν. Μασουρίδης, Ἀλαγονιακὰ (Ἀθήνα 1936) 25-27, 41. Ν. Α. Γιαννουκόπουλος, Τὰ ὁρόσημα τῆς ἀρχαίας Μεσσηνίας καὶ Λακωνικῆς, Πλάτων Ε΄, 1953, Α΄, 147-158, ἰδίως 149-150 [τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέως λανθασμένα ἀναφέρεται ὡς «Γιαννακόπουλος» πρβ. «Διορθωτέα καὶ πρόσθετα», στὸ ἴδιο τεῦχος (στὸ ἑξῆς Γιαννουκόπουλος 1953)]. Ν. Α. Γιαννουκόπουλος, Τὰ ὁρόσημα τῆς ἀρχαίας Μεσσηνίας καὶ Λακωνικῆς, ἀνάτυπο ἀπὸ Πλάτων Ε΄, 1953, Α΄ (Ἀθήνα 1954) 1-16, ἰδίως 7-8 (βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ ἀρχικοῦ ἄρθρου μὲ πρόλογο, αὐτοτελὴ σελιδαρίθμηση, πίνακες καὶ σχέδια· στὸ ἑξῆς Γιαννουκόπουλος 1954).
25. Pernice 1894, 354-355.
26. Δὲν τὸ ἀναφέρει εὐθέως, ὡστόσο τὸ ταυτίζει μὲ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε βρεθεῖ ἐντὸς τῆς χαράδρας ἀπὸ τὸν Ross (Pernice 1894, 353-354).
27. Πρόκειται πιθανὸν γιὰ τὴν κροατικῆς καταγωγῆς ἐντομολόγο Matilda Padewieth (1866-1940).
28. Pernice 1894, 354-355 σημ. 1.
29. IG V 1, 1431. Kolbe 1904, 364-378. Γιαννουκόπουλος 1953, 150· 1954, 8. Πίκουλας 1991, 283-285. Γιὰ τὸν ρόλο τῶν γεωμετρῶν-χωρομετρῶν στὴν ὁριοθέτηση συνοριακῶν γραμμῶν, βλ. Ager 1996, 13-14 σημ. 31.
30. Ὁ Walter Kolbe θεωρεῖ τὸ +78, ἕνα ἔτος πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ, ὡς terminus ante quem γιὰ τὴν χρονολόγηση τῆς στήλης [Kolbe 1904, 378· Bericht über eine Reise in Messenien, Sitzungsberichte der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften 1, 1905, 53-63, ἰδίως 62 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1905)]. Ἡ ἄποψή του παραμένει ἕως σήμερα εὐρέως ἀποδεκτή (Σταϊνχάουερ 1988, 226. Πίκουλας 1991, 282). Ὡστόσο εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ καθορισμὸς τῶν συνόρων ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀναδιοργάνωσης ποὺ ἐπιχείρησε ὁ Βεσπασιανὸς μὲ τὴν ἐπανίδρυση τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας καὶ τῆς Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis ἀπὸ τὸ 70 μ.Χ. ἕως τὸ 77 μ.Χ. [D. Gilman Romano, City Planning, Centuriation, and Land Division in Roman Corinth: Colonia Laus Iulia Corinthiensis & Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis, Corinth 20 (1996) 298].
31. Γιὰ τὴν σημασία τῶν μικροτοπωνυμίων στὴν μελέτη τῆς ἀρχαίας τοπογραφίας βλ. Γ. Α. Πίκουλα, Τερμονισμοὶ Πελοποννήσου, ΗΟΡΟΣ 10-12, 1992-1998, 313-314.
32. IGV1, 1431, στ. 38-39.
33. J.-S. Balzat, Les Euryclides en Laconie, στò C. Grandjean (ἐπιμ.), Le Péloponnèse d’ Épameinondas à Hadrien, Colloque de Tours 6-7 octobre 2005 (Paris 2008) 335-350, ἰδίως 341-345. N. M. Kennel, From perioikoi to poleis, στò St. Hodkinson, A. Powell (ἐπιμ.), Sparta. New Perspectives (London 1999) 189-210, ἰδίως 204-205. Cartledge, Spawforth 2002, 127-128.
34. Kolbe 1905, 61.
35. Kolbe 1904, 364-378· 1905, 60-61. Oἱ ἐπιγραφὲς ἀναδημοσιεύτηκαν στὴν σειρὰ Inscriptiones Graecae (IG V 1, 1372 a-c).
36. Γιαννουκόπουλος 1953, 147-158· 1954, 1-16. Οἱ ἐπιγραφὲς ἀναδημοσιεύτηκαν στὸ Supplementum Epigraphicum Graecum, ὅπου καὶ ἐπιχειρήθηκε ἀντιστοίχιση μὲ τοὺς ὅρους ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ W. Kolbe, ὡς ἀκολούθως: SEG 13 (1956) 269a (=IGV1, 1371a), 269b, 269c (=IGV1, 1371b), 269d (IGV1, 1371c), 269e, 269f (i,ii).
37. Πίκουλας 1991, 279-288. SEG 41 (1991) 329. Τὴν ὁροθετικὴ γραμμὴ συζητᾶ διεξοδικὰ καὶ σὲ παλαιότερη δημοσίευσή του (Πίκουλας 1988, 221-225). Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς ἔρευνάς του στὴν περιοχὴ ἐντόπισε στὶς λακωνικὲς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ, στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Παξιμαδίου, ἕνα παρόδιο ἱερό (Γ. Α. Πίκουλας, Τὸ Ἱερὸ στὴ Σέλα Ταϋγέτου, Λακωνικαὶ Σπουδαὶ ΙΑ΄, 1992, 141-146).
38. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 2009, χάρη σὲ φωτογραφίες ὀρειβατῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρειβατικοῦ Συλλόγου Σπάρτης, πληροφορηθήκαμε τὴν ὕπαρξη ἀρχαίων ὁροσήμων ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐρευνητικῆς προσπάθειας. Ἡ ἔρευνα βασίστηκε ἐπίσης στὶς τοπογραφικὲς πληροφορίες τῶν Walter Kolbe καὶ Νικολάου Γιαννουκόπουλου, κυρίως δὲ στὰ σκαριφήματα καὶ τὶς ἀναλυτικὲς περιγραφὲς τοῦ δευτέρου, ὁ ὁποῖος περπάτησε ὁλόκληρο ἢ σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ τμῆμα τοῦ Ταϋγέτου ἀπὸ τὸ Κουφοβούνι ὣς τὴν Νεραϊδοβούνα. Γιὰ τὰ μικροτοπωνύμια χρησιμοποιήθηκαν οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ν. Γιαννουκόπουλου, διασταυρωμένες μὲ τὰ στοιχεῖα τῶν χαρτῶν τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἀνάβαση» καὶ τῆς Γεωγραφικῆς Ὑπηρεσίας Στρατοῦ.
39. Πίκουλας 1988, 151-153, 221-225. Τὸ ζήτημα τῆς ὁροθεσίας σὲ σχέση μὲ τὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς κορυφογραμμῆς θὰ συζητηθεῖ στὸ δεύτερο μέρος τῆς μελέτης.
40. Ἡ Γεωγραφικὴ Ὑπηρεσία Στρατοῦ (ΓΥΣ) δίνει ὡς μέγιστο ὑψόμετρο τὰ 1.733μ.
41. Pernice 1896, 352-353.
42. Βλ. παρακάτω σ. 70-71 σημ. 51-53.
43. Ἡ διεύθυνση τοῦ ἄξονα τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας ταυτίζεται στὸ δυτικὸ τμῆμα του μὲ τὴν διεύθυνση τοῦ σημερινοῦ ὁδικοῦ ἄξονα Καλαμάτας- Σπάρτης.
44. Ὁ ὅρος ἐντοπίστηκε κατὰ τὴν πρώτη ἀνάβαση τοῦ Ἰουλίου 2009, μολονότι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ σχετικὲς φωτογραφίες, ἦταν γνωστὸς ἀπὸ παλιὰ στοὺς βοσκοὺς τοῦ Ταϋγέτου καὶ τὰ μέλη τοῦ ΕΟΣ Σπάρτης. Ἡ ἐκκίνηση τῆς ἀποστολῆς ἔγινε καὶ τὶς δύο φορές (2009, 2010) ἀπὸ τὶς λακωνικὲς παρυφὲς τοῦ Ταϋγέτου καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀναβρυτῆς.
45. Γιὰ τὰ πετρώματα τοῦ Ταϋγέτου βλ. Philippson 1959, 418. Kolbe 1904, 367.
46. Ἀπὸ τὴν Βαρδίτσα ξεκινᾶ ἡ ἀνάβαση πρὸς τὴν ἐπιβλητικὴ κορυφογραμμὴ ποὺ συνδιαμορφώνουν ἡ Τσούγκα, τὰ Γούπατα καὶ ἡ Νεραϊδοβούνα, τὸ λεγόμενο Παξιμάδι, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὸ ὕψωμα τῆς «Τσούγκας», σὲ ὑψόμετρο 1.824 μ. Ἡ κορυφογραμμὴ κατευθύνεται ἀπὸ ΒΑ. πρὸς Ν. - ΝΔ. ὣς τὸν ὄγκο τῆς «Νεραϊδοβούνας», συμπίπτοντας ἐν πολλοῖς μὲ τὰ σημερινὰ ὅρια τῶν περιφερειακῶν ἑνοτήτων Μεσσηνίας καὶ Λακωνίας.
47. Ἡ πρώτη ἀντιστοίχιση ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸν Kolbe (1904, 364-378). Τὸ θέμα συζήτησε καὶ ὁ Ν. Παπαχατζῆς (1979, 38-40).
48. Ross 1841, 3-4. Πίκουλας 1988, 152, 221-222.
49. Γιὰ τὴν ὕπαρξη τουλάχιστον δύο θέσεων μὲ τὸ ὄνομα «Γραμμένη Πέτρα» βλ. Α. Κ. Καλαμαρά, Ἀλαγονία καὶ Ἀλαγόνιοι Α´ (Καλαμάτα 2001) 94 (στὸ ἑξῆς Καλαμαρὰς 2001).
50. Pernice 1896, 354
51. Ὁ καταγόμενος ἀπò τὴν Ἀλαγονία Ἀ. Καλαμαρὰς τὸ τοποθετεῖ «…πάνω ἀπὸ τὴ Σίτσοβα πρὸς τὰ ὅρια μὲ τὴ Μικρὴ Ἀναστάσοβα (σημ. Πηγές)…» (Καλαμαρὰς 2001, 91), θέση ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο.
52. Ross 1841, 3.
53. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ τοπωνύμιο «Γώλου» ἀποτελεῖ ἐνδεχομένως μεταγραφὴ στὰ ἑλληνικὰ τῆς τουρκικῆς λέξης golü, ποὺ σημαίνει λίμνη.
54. Τόσο ὁ Kolbe (Kolbe 1905, 61) ὅσο καὶ ὁ Γιαννουκόπουλος (1953, 151· 1954, 9) ἔφτασαν στὸ Παξιμάδι διασχίζοντας τὸ ρέμα τῆς Κερασιᾶς, τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ ἀπευθείας στὸ πλάτωμα τῆς Βοϊδολακκούλας· τὸ ἴδιο τò τοπωνύμιο μαρτυρεῖται ὡστόσο μόνο ἀπὸ τὸν Ν. Γιαννουκόπουλο.
55. Ὁ Ν. Γιαννουκόπουλος ἀναφέρει ἀρχικὰ ὅτι τὸ β΄ ὁρόσημό του (SEG 13, 1956, 269b) βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 200μ. ΒΑ. τοῦ πρώτου, ἐκτιμώντας ὅτι διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Kolbe (Γιαννουκόπουλος 1953, 152-153). Διορθώνοντας τὴν ἀρχική του σημείωση στὴν βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ 1954, ὁ Μεσσήνιος ἐρευνητὴς τοποθετεῖ στὸ σκαρίφημα τῆς πορείας του τὸ β΄ ὁρόσημό του 200 μ. ΝΑ. τῆς Βοϊδολακκούλας (Γιαννουκόπουλος 1954, 10-11, πίν. 1, 2), καθιστώντας πλέον σαφὲς ὅτι τὸ β΄ ὁρόσημο τοῦ Kolbe (IG V 1, 1371b) διακρίνεται ἀπὸ τὸ β΄ δικό του. Στὸ αὐτὸ συμπέρασμα κατέληξε ἄλλωστε καὶ ὁ πλέον ἔμπειρος μελετητὴς τῆς τοπογραφίας τοῦ Ταϋγέτου Γ. Α. Πίκουλας (1991, 282 σημ. 10).
56. Προβληματισμὸ ὡστόσο προκαλεῖ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Γιαννουκόπουλου γιὰ ἀπόσταση 700μ. μεταξὺ τῶν ὁροσήμων «Βαρδίτσας» καί «Διασέλλας» (Γιαννουκόπουλος 1953, 153· 1954, 11, πίν.2). Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐπιχειρηθεῖσα ἀπὸ τὸν Γιαννουκόπουλο ταύτιση τοῦ ὅρου τῆς «Βαρδίτσας» (SEG 13, 1956, 269c) μὲ τòν β΄ ὅρο τοῦ Kolbe (IGV1, 1371b) εἶναι σαφῶς λανθασμένη, κυρίως λόγῳ τῆς ἀπόστασης τῶν 100 μ. ποὺ σημειώνει ὁ Γερμανὸς ἀνάμεσα στὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο ὅρο του, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἡ «Βαρδίτσα» ἀπέχει ἀπὸ τήν «Βοϊδολακκούλα» περὶ τὰ 650μ.
57. Kolbe 1905, 61.
58. Ἡ «Τσούγκα» ἀποτέλεσε τὸ νοτιότερο σημεῖο τῆς πορείας τοῦ Kolbe.
59. Προβληματικὴ ὡστόσο παραμένει ἡ ἀπόσταση ποὺ ὁ Γιαννουκόπουλος καταγράφει σὲ σχέση μὲ τὸν ὅρο τῆς «Τσούγκας» (1.500μ.), καθὼς τὸ μέγεθος αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς στὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ ὁρόσημο τῶν «Γουπάτων» καὶ τοῦ ὅρου τῆς «Βαρδίτσας», ἐνῶ ἡ πραγματικὴ ἀπόσταση ὑπολογίζεται σὲ 800-900 μ. Τὸ λάθος ὑπολογισμοῦ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν ἐμφανὴ δυσκολία ὑπολογισμοῦ τῶν ἀποστάσεων ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς δίχως σύγχρονα τεχνικὰ μέσα.
60. Στὸ σκαρίφημα ποὺ συνοδεύει τὴν ἀναδημοσίευση τῆς ἔρευνας τοῦ Γιαννουκόπουλου (1954, πίν.2), τὰ διάσελα δηλώνονται μὲ πύκνωση τῶν ἰσοϋψῶν καμπυλῶν. Συνεπῶς τὸ ἕκτο ὁρόσημό του, τὸ ὁποῖο τοποθετεῖται στὴν τελευταία κατὰ σειρὰ πύκνωση τῶν ἰσοϋψῶν, συνδέεται περισσότερο μὲ τὸ διάσελο ἀνάμεσα στὰ Γούπατα καὶ τὴν Νεραϊδοβούνα.
61. Πρῶτος ὁ W. Kolbe (1904, 375) τοποθέτησε τὸ ἱερò τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος στὴν περιοχὴ πάνω ἀπὸ τὴν Κοσκάρακα. Γιὰ τὴν συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἢ δύο ἱερῶν τῆς Λιμνάτιδος στὴν περιοχὴ τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου βλ. Παπαχατζῆ 1979, 108 σημ. 1, Σταϊνχάουερ 1988, 226. Πίκουλα 1991, 283-284 σημ. 11, 13. S. S. Koursoumis, Revisiting Mount Taygetos: The Sanctuary of Artemis Limnatis (BSA ὑπὸ ἔκδοση).
74 Σωκράτη Σ. Κουρσούμη - Δημοσθένη Κοσμόπουλου AE 2013
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σὲ ὁμιλία του ὁ Γ. Α. Πίκουλας τὴν 9/11/2013 ἀναφέρθηκε σὲ πληροφορίες τοῦ Κ. Σ. Πιττάκη (Συνοπτικὴ Ἔκθεσις περὶ τῶν κατὰ τὴν Ἑλλάδα ἀρχαιοτήτων, ΕΑ 1, 1837, 26) γιὰ δύο ὅρους κοντὰ στὸ χωριὸ Κουτσαβᾶ, στὸν Ταΰγετο. Ἐφόσον πρόκειται γιὰ ἄλλα ὁρόσημα, ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν ἐντοπισθέντων φθάνει πιθανῶς τὰ δεκατέσσερα (Βλ. Γ. Α. Πίκουλα, Στὴ μετεπαναστατικὴ Πελοπόννησο μὲ τὸν Κ. Σ. Πιττάκη, Ἐπιγραφικὸν Συμπόσιον εἱς μνήμην Κυριακοῦ Σ. Πιττάκη, Ἀθήνα 9 Νοεμβρίου 2013, Ἐπιγραφικὸν Μουσεῖον).
SUMMARY
AGER DENTHALIATIS
OLD AND NEW LANDMARKS ON THE TAYGETOS RIDGELINE
The identification of Ager Denthaliatis and the location of the sanctuary of Artemis Limnatis have been for over 170 years, issues of major importance for scholars studying the ancient history and archaeology of the Southern Peloponnese.
In literary sources, the perennial struggle of the Spartiates and the Messenians over the sovereignty of Dentheliatis and the Limnatis sanctuary is attested by Strabo, Tacitus and Pausanias. After 400 years of changes on the status of Dentheliatis area, the problem was resolved in the years of the Emperor Vespasian, by the Duoviri of the Province of Achaia, who decided to give Ager Denthaliatis back to the Messenians and bring an end to the fight, by demarking the boundary line along the ridge of Mount Taygetos.
An inscribed stele found in Messene (IG V 1, 1431) records this demarcation, describing in detail the mountainous landscape, the distances between the boundary markers, as well as the inscribed horoi. On the other hand, boundary stones discovered along the ridge of the mountain by Ludwig Ross, Ernst Penice, Matilda Padewieth, Walter Kolbe and Nicolaos Yannoukopoulos, document the historical incident of the demarkation.
Due to a new topographical survey along the ridge of the mountain, carried out from 2009 to 2011, five ancient landmarks were discovered (or rediscovered) on the mountain range of Paximadi (central Taygetos), to the south of the Langada gorge, along the modern boundary line of Messenia and Laconia. The finds can definitely be identified as horoi attested on the Messene text and plausibly associated with boundary markers recorded by older scholars in the area, over the last two centuries. As the survey has covered the greatest part of central Taygetos, from the Arcadian borders at Malevos to the gorge of Koskaraka, a new boost may be given to the interpretation of the ancient literary sources, the identification of Ager Denthaliatis, and overall the understanding of the ancient topography of the Messenian part of Taygetos.
1. Ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μέρος τῆς δημοσίευσης τῆς ἔρευνας ἐντοπισμοῦ καὶ ταύτισης τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς Μεσσηνίας-Λακωνίας. Θὰ ἀκολουθήσει τὸ δεύτερο μέρος τῆς μελέτης, ποὺ θὰ περιλάβει τὴν ἀναδημοσίευση τῆς ἐπιγραφῆς IG V 1,1431, καθὼς καὶ μία ἀπόπειρα ἀντιστοίχησης τοῦ κειμένου της μὲ τὰ εὑρήματα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς. Μέρος τῆς ἔρευνας ἔχει ἤδη παρουσιαστεῖ στὸ πλαίσιο τοῦ Τοπικοῦ Συνεδρίου Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν στὴν Καλαμάτα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2010 (Σ. Κουρσούμης, Δ. Κοσμόπουλος, Β. Γεωργιάδης, Φ. Σταυριανόπουλος, Ἡ ὁροθετικὴ γραμμὴ Μεσσηνίας-Λακωνίας στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ταϋγέτου, Πρακτικὰ τοῦ Δ΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνίας τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Καλαμάτα 10-11 Ὀκτωβρίου 2010 (ὑπὸ ἔκδοση), καθὼς καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ Α΄ Συνεδρίου Μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν τοῦ Κέντρου Σπαρτιατικῶν καὶ Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Nottingham, τὸν Μάρτιο τοῦ 2011 (S. S. Koursoumis, D. Kosmopoulos, Τhe Boundary Line between Messenia and Laconia along the Ridge of Mount Taygetos, στò 1st CSPS Postgraduate Conference, 12 March 2011, University of Nottingham).
Εὐχαριστοῦμε θερμὰ τοὺς συνεργάτες μας Βασίλη Γεωργιάδη καὶ Φώτη Σταυριανόπουλο, τὸν καθηγητὴ Γ. Α. Πίκουλα γιὰ τὴν συνδρομή του στὴν ἐπιτυχία τῆς δεύτερης ἐξόρμησής μας, καθὼς καὶ τὶς ΛΗ΄ ΕΠΚΑ Μεσσηνίας καὶ Ε΄ ΕΠΚΑ Λακωνίας γιὰ τὴν ἄδεια δημοσίευσης τῶν ὁροσήμων. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στοὺς Ἀντώνη καὶ Γιῶργο Καζάκο, ὁδηγοὺς καὶ συνοδοιπόρους μας στὰ ὑψώματα καὶ τὰ φαράγγια τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου.
2. A. Philippson, Die griechischen Landschaften: eine Landeskunde. Band III. Teil 1. Der Peloponnes. Der Westen und Süden der Halbinsel (Frankfurt am Mainz 1959) 418-424 (στò ἑξῆς Philippson 1959).
3. W. Kolbe, Die Grenzen Messeniens in der ersten Kaiserzeit, AM 29, 1904, 366 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1904). Γ. Α. Πίκουλας, Ἡ Δενθελιάτις καὶ τὸ ὁδικό της δίκτυο, Πρακτικὰ τοῦ Γ΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν, Φιλιατρὰ - Γαργαλιάνοι 24-26 Νοεμβρίου 1989 (Ἀθήνα 1991) 279-288, ἰδίως 279 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 1991). Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια ἡ Δενθελιάτις ἀναφέρεται ὡς Ager Denthaliatis.
4. Ἀθήν. Δειπν. Ι31 c-d. Γ. Α. Πίκουλας, Λακεδαιμόνιος οἶνος γιὰ τὴ Λάκαινα Πότνια. Διερεύνηση τοῦ μεγέθους τῆς λακωνικῆς οἰνοπαραγωγῆς, στὸ Γ. Α. Πίκουλας (ἐπιμ.), Οἶνον ἰστορῶ VIII: Πότνια Οἴνου. Διεθνὲς ἐπιστημονικὸ συμπόσιο πρὸς τιμὴν τῆς Σταυρούλας Κουράκου–Δραγώνα (Βόλος 2009) 138.
5. Κοιλάδα τοῦ παραπόταμου τοῦ Ἀλφειοῦ, Καρνίωνος. Τὸ νότιο ἄκρο της προφανῶς ἀποτελοῦσε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὴν Αἰγύτιδα καὶ τὴν Δενθελιάτιδα. Γιὰ τὰ ὅριά της βλ. Παυσ. VIII 27, 4· 34, 5. Kolbe 1904, 374-375. Γ. Α. Πίκουλας, Τοπογραφικὰ Αἴγυος καὶ Αἰγύτιδος, στò Πρακτικὰ A΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Λακωνικῶν Μελετῶν, Μολάοι 5-7 Ἰουνίου 1982 (Ἀθῆναι 1982-1983) 257-267. J. Christien, Les liaisons entre Sparte et son territoire malgré l’encadrement montagneux, στὸ J. F. Bergier (ἐπιμ.), Montagnes, fleuves, forêts dans l’histoire. Barrières ou lignes de convergence? (St. Katharinen 1989) 30 (στò ἑξῆς Christien1989). C. Morgan, Cultural Subzones in Early Iron Age and Archaic Arcadia, στò T. H. Nielsen, J. Roy (ἐπιμ.), Defining Ancient Arkadia: Symposium, 1-4 April 1998. Acts of the Copenhagen Polis Centre 6 (Historisk-filosofiske Meddelelser, 78, Copenhagen) 406.
6. Philippson 1959, 418, 425-433. Γ. Α. Πίκουλας, Ἡ νότια μεγαλοπολιτικὴ χώρα ἀπὸ τὸν -8ο ὣς τὸν +4ο αἱώνα, HOΡOS (Ἀθήνα 1988) 24 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 1988).
7. Ἡ Κοσκάρακα, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὰ ρέματα τοῦ Ἄβουρου, τοῦ Ριντόμου, τῶν Καρυῶν καὶ τοῦ Σοποτοῦ ἀνατολικότερα, διαμορφώνουν ἕνα φυσικὸ ὅριο ἀπὸ τὸν κεντρικὸ Ταΰγετο ὣς τὸ ἀκρωτήριο τῆς Σάνταβας, στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου.
8. W. A. Mc Donald, G. R. Rapp Jr (ἐπιμ.), The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment (Minneapolis 1972) 98, 288 ἀρ.138 (στὸ ἑξῆς ΜΜΕ 1972).
9. L. Ross, Reisen und Reiserouten durch Griechenland, Ι. Reisen im Peloponnes (Berlin 1841) 5-10 (στὸ ἑξῆς Ross 1841). M. N. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne (Lund 1930) 194 (στὸ ἑξῆς Valmin 1930). R. Hope Simpson, The Seven Cities of fered to Agamemnon by Achilles, BSA 61, 1966, 121. L. Zunino, Hiera Messeniaka: la storia religiosa della Messenia dall’età micenea all’età ellenistica (Udine 1997) 36-37. Σ. Σ. Κουρσούμης, Κάτοπτρο ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος στὸν Ταΰγετο, ΗΟΡΟΣ 17-21, 2004-2009, 317-320. G. Sachs, Die Siedlungsgeschichte der Messenier: vom Beginn der geometrischen bis zum Ende der hellenistischen Epoche (Hamburg 2006) 121-126 (στὸ ἑξῆς Sachs 2006). N. Luraghi, The Ancient Messenians: Constructions of Ethnicity and Memory (Cambridge, New York 2008) 16-27 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2008). O. Gengler, Une épingle pour Artemis Limnatis, RΑ (1), 2009, 66-67, εἰκ. 9. S. S. Koursoumis, Revisiting Mount Taygetos: The Sanctuary of Artemis Limnatis (BSA ὑπὸ ἔκδοση).
10. Παυσ. IV 31, 3. IG V 1, 1369-1370. W. Kolbe, Bericht über eine Reise in Messenien, Sitzungsberichte der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften, Jahrgang 1905, 59-60 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1905). Valmin 1930, 42-48. Ν. Παπαχατζῆς, Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακὰ– Ἠλιακά (Ἀθήνα 1979)105 σημ. 2, εἰκ. 26-28 (στὸ ἑξῆς Παπαχατζῆς 1979). Sachs 2006, 126-128.
11. Ἀπὸ σπήλαιο τῆς περιοχῆς ἔχουν παραδοθεῖ καὶ φυλάσσονται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Μεσσηνίας δεκαπέντε πήλινα εἰδώλια καὶ δύο μικρογραφικὰ ἀγγεῖα. Σ. Σ. Κουρσούμης, Ἀνιχνεύοντας τὴν λατρεία ἑνὸς μεθοριακοῦ ἱεροῦ στὶς πλαγιὲς τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου, στὸ Λαϊκὴ θρησκεία καὶ τελετουργίες στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο ἀπὸ τὴν -3η χιλιετία ἕως καὶ τὸν +5ο αἱ., Ἀθήνα 10-11 Δεκεμβρίου 2013 (ὑπὸ ἔκδοση). Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης Π. Γ. Θέμελη, Ἀρχαιότητες καὶ μνημεῖα Μεσσηνίας, ΑΔ 20, 1965, Β2, 207, πίν. 217β-γ.
12. Ἀ. Ν. Σκιᾶς, Τοπογραφικὰ καὶ ἐπιγραφικὰ τῶν ἐν Μεσσηνίᾳ Φαρῶν καὶ τῶν πέριξ, ΑΕ 1911, τεῦχ. 1-2, 107-118, ἰδίως 110-115. Γ. Α. Πίκουλας, Τὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς Λακωνικῆς (HOROS: Ἡ μεγάλη Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 2012) 403-407 (στὸ ἑξῆς Πίκουλας 2012).
13. Πίκουλας 1988, 221-225, ὅπου περιγράφεται μὲ μεγάλη τοπογραφικὴ ἀκρίβεια τὸ ἀρχαῖο ὁδικὸ δίκτυο. Πιὸ πρόσφατο, Πίκουλας 2012. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης: Christien 1989, 18-44, ἰδίως 30-34. Γ. Σταϊνχάουερ, Τὸ πρόβλημα τοῦ Ager Denthaliatis, Ἀριάδνη Δ΄, 1988, 219-232, ἰδίως 223-225 (στὸ ἑξῆς Σταϊνχάουερ 1988). Πίκουλας 1991, 280-282. N. Luraghi, Becoming Messenian, JHS 122, 2002, 45-69, ἰδίως 53 σημ. 44 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2002)· Messenische Kulte und messenische Identität in hellenistischer Zeit, στὸ K. Freitag, P. Funke, M. Haake (ἐπιμ.), Kult – Politik– Ethnos. Überregionale Heiligtümer im Spannungs -feld von Kult und Politik, Kolloquium, Münster, 23-24 November 2001 (Stuttgart 2006) 178, 180 (στὸ ἑξῆς Luraghi 2006)· 2008, 23 σημ. 33.
14. Στράβ. VIII 4, 9 362· VI 1, 6. Παυσ. IV 4, 1-3· ΙΙΙ 2, 6· III 7, 4. Τάκ. Ann. IV 43, 1-3.
15. Παυσ. IV 21, 1-12. Ἡ χρονολόγηση τῶν Α΄ καὶ Β΄ Μεσσηνιακῶν πολέμων παραμένει προβληματική. Γιὰ τὶς σχετικὲς ἀπόψεις καὶ τὴν συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα βλ. K. J. Beloch, Griechische Geschichte, I. Die Zeit vor der Perserkriegen (Strassburg 1912-1913) 268. F. Kiechle, Messenische Studien: Untersuchungen zur Geschichte der Messenischen Kriege und der Auswanderung der Messenier (Kallmunz 1959) 22. Παπαχατζῆς 1979, 3-7, 65 σημ. 1, 66 σημ. 1. V. Parker, The Dates of the Messenian Wars, Chiron 21, 1991, 25-47, ἰδίως 25-27. N. Richer, Les Éphores. Études sur l’histoire et l’image de Sparte (VIIIe– IIIe siècles avant J.-C.) (Paris 1998) 76-83, 538-541. D. Ogden, Aristomenes of Messene (Llandysul, Credigion Wales 2004) 2-3, 129-133. M. Casevitz, J. Auberger (ἐπιμ.), Pausanias, Description de la Grèce. Tome IV. Livre IV. La Messénie (Paris 2005) XXII-XXVI. Luraghi 2008, 96-99. Γιὰ τὸ ὀχυρὸ τῆς Εἴρας βλ. F. F. Hiller von Gaertringen, H. Lattermann, Hira und Andania (Berlin 1911) 16-31. Valmin 1930, 118-119. Sachs 2006, 68-71.
16. Στράβ. VIII 4, 6· VIII 6, 361. Τάκ. Ann. IV43, 1. Sh. Ager, Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C. (Berkeley and Los Angeles, California 1996) 141 (στὸ ἑξῆς Ager 1996). P. Cartledge, A. Spawforth, Hellenistic and Roman Sparta. A Tale of two Cities (London & New York 2002) 53 (στὸ ἑξῆς Cartledge, Spawforth 2002). Luraghi 2006, 178, 180· 2008, 17 σημ. 6, 18.
17. C. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C. (Chicago 1941) 62 σημ. 17 (στὸ ἑξῆς Roebuck 1941). Luraghi 2008, 17-18, 256-257 σημ. 27.
18. Τάκ. Ann. IV 43, 1, 3. W. K. Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography VII (Amsterdam 1991) 160-163 (στὸ ἑξῆς Pritchett 1991). A. Magnetto, L’intervento di Filippo II nel Peloponneso e l’iscrizione Syll.3, 665, στò S. Alessandrì (ἐπιμ.), Ἱστορίη: Studi offerti dagli allievi a Giuseppe Nenci in occasione del suo settantesimo compleanno (Galatina 1994) 283-308. Ager 1996, 141-142. M. Piérart, Argos, Philippe II et la Cynourie (Thyréatide): les frontières du partage des Héraclides, στò R. Frei-Stolba, K. Gex (ἐπιμ.),Recherches récentes sur le monde hellénistique. Actes du colloque international organisé à l’occasion du 60e anniversaire de Pierre Ducrey, Lausanne, 20–21 novembre 1998 (Bern 2001) 27-43, ἰδίως 33. Cartledge, Spawforth 2002, 53-58. Luraghi 2006, 174-175· 2008, 18-19.
19. IvO 52 (= SIG 2, 683). Τάκ. Ann. IV 43, 3. Ager 1996, 13, 449-450. Pritchett 1991, 162-163. Cartledge, Spawforth 2002, 127. Ὁ Nino Luraghi θεωρεῖ ὅτι ἡ κρίση ἔλαβε χώρα μεταξὺ -138 καὶ -135 (Luraghi 2006, 175-177· 2008, 19-21).
20. Τάκ. Ann. IV 43, 1. Cartledge, Spawforth 2002, 127. Μολονότι ἀπὸ τὸν Τάκιτο ἀναφέρεται ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ, δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος πρὶν ἀπὸ τὸ -39 (Luraghi 2008, 21 σημ. 26).
21. Γιὰ τὸν θεσμὸ τῆς διαιτησίας στὴν ἐπίλυση συνοριακῶν διαφορῶν τῶν ἑλληνικῶν πόλεων καὶ τὴν ἐμπλοκὴ τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου βλ. Ager 1996, 12-19, 27-28.
22. Τάκ. Ann. IV 43, 3. Kolbe 1904, 377. Σταϊνχάουερ 1988, 219-231. Ager 1996, 15-16. Cartledge, Spawforth 2002, 127-128. Luraghi 2008, 22.
23. Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς συνοριακῆς γραμμῆς αἰτιολογεῖται στὸ πλαίσιο τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς Ἀχαΐας στὸ καθεστὼς τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπανεξέτασης τῶν ἐσωτερικῶν συνόρων της, ἐπὶ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ. Γιὰ τὸ θέμα βλ. Kolbe 1904, 378. Cartledge, Spawforth 2002, 128. C. Grandjean, Les Messéniens de 370/369 au 1er siècle de notre ère, BCH Suppl. 44 (Athènes 2003) 250-251 (στὸ ἑξῆς Grandjean 2003). Κατὰ τὸν Nino Luraghi ἡ IG V 1, 1361 ἀναφέρεται σὲ μία διαμάχη τοῦ +2ου αἰ. μεταξὺ Φαρῶν καὶ Σπάρτης γιὰ συνοριακὰ ζητήματα, ἐνδεχομένως τὴν ἴδια τὴν κατοχὴ τῆς Δενθελιάτιδος (Luraghi 2008, 23 σημ. 32). Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης Cartledge, Spawforth 2002, 107, 128. Grandjean 2003, 250-251.
24. Ross 1841, 2-4. IGV1, 1372 (=SIG3 935). E. Pernice, Aus Messenien, AM 19, 1894, 351-353 (στὸ ἑξῆς Pernice 1894). Α. Ν. Μασουρίδης, Ἀλαγονιακὰ (Ἀθήνα 1936) 25-27, 41. Ν. Α. Γιαννουκόπουλος, Τὰ ὁρόσημα τῆς ἀρχαίας Μεσσηνίας καὶ Λακωνικῆς, Πλάτων Ε΄, 1953, Α΄, 147-158, ἰδίως 149-150 [τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέως λανθασμένα ἀναφέρεται ὡς «Γιαννακόπουλος» πρβ. «Διορθωτέα καὶ πρόσθετα», στὸ ἴδιο τεῦχος (στὸ ἑξῆς Γιαννουκόπουλος 1953)]. Ν. Α. Γιαννουκόπουλος, Τὰ ὁρόσημα τῆς ἀρχαίας Μεσσηνίας καὶ Λακωνικῆς, ἀνάτυπο ἀπὸ Πλάτων Ε΄, 1953, Α΄ (Ἀθήνα 1954) 1-16, ἰδίως 7-8 (βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ ἀρχικοῦ ἄρθρου μὲ πρόλογο, αὐτοτελὴ σελιδαρίθμηση, πίνακες καὶ σχέδια· στὸ ἑξῆς Γιαννουκόπουλος 1954).
25. Pernice 1894, 354-355.
26. Δὲν τὸ ἀναφέρει εὐθέως, ὡστόσο τὸ ταυτίζει μὲ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε βρεθεῖ ἐντὸς τῆς χαράδρας ἀπὸ τὸν Ross (Pernice 1894, 353-354).
27. Πρόκειται πιθανὸν γιὰ τὴν κροατικῆς καταγωγῆς ἐντομολόγο Matilda Padewieth (1866-1940).
28. Pernice 1894, 354-355 σημ. 1.
29. IG V 1, 1431. Kolbe 1904, 364-378. Γιαννουκόπουλος 1953, 150· 1954, 8. Πίκουλας 1991, 283-285. Γιὰ τὸν ρόλο τῶν γεωμετρῶν-χωρομετρῶν στὴν ὁριοθέτηση συνοριακῶν γραμμῶν, βλ. Ager 1996, 13-14 σημ. 31.
30. Ὁ Walter Kolbe θεωρεῖ τὸ +78, ἕνα ἔτος πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ, ὡς terminus ante quem γιὰ τὴν χρονολόγηση τῆς στήλης [Kolbe 1904, 378· Bericht über eine Reise in Messenien, Sitzungsberichte der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften 1, 1905, 53-63, ἰδίως 62 (στὸ ἑξῆς Kolbe 1905)]. Ἡ ἄποψή του παραμένει ἕως σήμερα εὐρέως ἀποδεκτή (Σταϊνχάουερ 1988, 226. Πίκουλας 1991, 282). Ὡστόσο εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ καθορισμὸς τῶν συνόρων ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀναδιοργάνωσης ποὺ ἐπιχείρησε ὁ Βεσπασιανὸς μὲ τὴν ἐπανίδρυση τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας καὶ τῆς Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis ἀπὸ τὸ 70 μ.Χ. ἕως τὸ 77 μ.Χ. [D. Gilman Romano, City Planning, Centuriation, and Land Division in Roman Corinth: Colonia Laus Iulia Corinthiensis & Colonia Iulia Flavia Augusta Corinthiensis, Corinth 20 (1996) 298].
31. Γιὰ τὴν σημασία τῶν μικροτοπωνυμίων στὴν μελέτη τῆς ἀρχαίας τοπογραφίας βλ. Γ. Α. Πίκουλα, Τερμονισμοὶ Πελοποννήσου, ΗΟΡΟΣ 10-12, 1992-1998, 313-314.
32. IGV1, 1431, στ. 38-39.
33. J.-S. Balzat, Les Euryclides en Laconie, στò C. Grandjean (ἐπιμ.), Le Péloponnèse d’ Épameinondas à Hadrien, Colloque de Tours 6-7 octobre 2005 (Paris 2008) 335-350, ἰδίως 341-345. N. M. Kennel, From perioikoi to poleis, στò St. Hodkinson, A. Powell (ἐπιμ.), Sparta. New Perspectives (London 1999) 189-210, ἰδίως 204-205. Cartledge, Spawforth 2002, 127-128.
34. Kolbe 1905, 61.
35. Kolbe 1904, 364-378· 1905, 60-61. Oἱ ἐπιγραφὲς ἀναδημοσιεύτηκαν στὴν σειρὰ Inscriptiones Graecae (IG V 1, 1372 a-c).
36. Γιαννουκόπουλος 1953, 147-158· 1954, 1-16. Οἱ ἐπιγραφὲς ἀναδημοσιεύτηκαν στὸ Supplementum Epigraphicum Graecum, ὅπου καὶ ἐπιχειρήθηκε ἀντιστοίχιση μὲ τοὺς ὅρους ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ W. Kolbe, ὡς ἀκολούθως: SEG 13 (1956) 269a (=IGV1, 1371a), 269b, 269c (=IGV1, 1371b), 269d (IGV1, 1371c), 269e, 269f (i,ii).
37. Πίκουλας 1991, 279-288. SEG 41 (1991) 329. Τὴν ὁροθετικὴ γραμμὴ συζητᾶ διεξοδικὰ καὶ σὲ παλαιότερη δημοσίευσή του (Πίκουλας 1988, 221-225). Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς ἔρευνάς του στὴν περιοχὴ ἐντόπισε στὶς λακωνικὲς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ, στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Παξιμαδίου, ἕνα παρόδιο ἱερό (Γ. Α. Πίκουλας, Τὸ Ἱερὸ στὴ Σέλα Ταϋγέτου, Λακωνικαὶ Σπουδαὶ ΙΑ΄, 1992, 141-146).
38. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 2009, χάρη σὲ φωτογραφίες ὀρειβατῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρειβατικοῦ Συλλόγου Σπάρτης, πληροφορηθήκαμε τὴν ὕπαρξη ἀρχαίων ὁροσήμων ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐρευνητικῆς προσπάθειας. Ἡ ἔρευνα βασίστηκε ἐπίσης στὶς τοπογραφικὲς πληροφορίες τῶν Walter Kolbe καὶ Νικολάου Γιαννουκόπουλου, κυρίως δὲ στὰ σκαριφήματα καὶ τὶς ἀναλυτικὲς περιγραφὲς τοῦ δευτέρου, ὁ ὁποῖος περπάτησε ὁλόκληρο ἢ σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ τμῆμα τοῦ Ταϋγέτου ἀπὸ τὸ Κουφοβούνι ὣς τὴν Νεραϊδοβούνα. Γιὰ τὰ μικροτοπωνύμια χρησιμοποιήθηκαν οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ν. Γιαννουκόπουλου, διασταυρωμένες μὲ τὰ στοιχεῖα τῶν χαρτῶν τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἀνάβαση» καὶ τῆς Γεωγραφικῆς Ὑπηρεσίας Στρατοῦ.
39. Πίκουλας 1988, 151-153, 221-225. Τὸ ζήτημα τῆς ὁροθεσίας σὲ σχέση μὲ τὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς κορυφογραμμῆς θὰ συζητηθεῖ στὸ δεύτερο μέρος τῆς μελέτης.
40. Ἡ Γεωγραφικὴ Ὑπηρεσία Στρατοῦ (ΓΥΣ) δίνει ὡς μέγιστο ὑψόμετρο τὰ 1.733μ.
41. Pernice 1896, 352-353.
42. Βλ. παρακάτω σ. 70-71 σημ. 51-53.
43. Ἡ διεύθυνση τοῦ ἄξονα τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας ταυτίζεται στὸ δυτικὸ τμῆμα του μὲ τὴν διεύθυνση τοῦ σημερινοῦ ὁδικοῦ ἄξονα Καλαμάτας- Σπάρτης.
44. Ὁ ὅρος ἐντοπίστηκε κατὰ τὴν πρώτη ἀνάβαση τοῦ Ἰουλίου 2009, μολονότι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ σχετικὲς φωτογραφίες, ἦταν γνωστὸς ἀπὸ παλιὰ στοὺς βοσκοὺς τοῦ Ταϋγέτου καὶ τὰ μέλη τοῦ ΕΟΣ Σπάρτης. Ἡ ἐκκίνηση τῆς ἀποστολῆς ἔγινε καὶ τὶς δύο φορές (2009, 2010) ἀπὸ τὶς λακωνικὲς παρυφὲς τοῦ Ταϋγέτου καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀναβρυτῆς.
45. Γιὰ τὰ πετρώματα τοῦ Ταϋγέτου βλ. Philippson 1959, 418. Kolbe 1904, 367.
46. Ἀπὸ τὴν Βαρδίτσα ξεκινᾶ ἡ ἀνάβαση πρὸς τὴν ἐπιβλητικὴ κορυφογραμμὴ ποὺ συνδιαμορφώνουν ἡ Τσούγκα, τὰ Γούπατα καὶ ἡ Νεραϊδοβούνα, τὸ λεγόμενο Παξιμάδι, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὸ ὕψωμα τῆς «Τσούγκας», σὲ ὑψόμετρο 1.824 μ. Ἡ κορυφογραμμὴ κατευθύνεται ἀπὸ ΒΑ. πρὸς Ν. - ΝΔ. ὣς τὸν ὄγκο τῆς «Νεραϊδοβούνας», συμπίπτοντας ἐν πολλοῖς μὲ τὰ σημερινὰ ὅρια τῶν περιφερειακῶν ἑνοτήτων Μεσσηνίας καὶ Λακωνίας.
47. Ἡ πρώτη ἀντιστοίχιση ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸν Kolbe (1904, 364-378). Τὸ θέμα συζήτησε καὶ ὁ Ν. Παπαχατζῆς (1979, 38-40).
48. Ross 1841, 3-4. Πίκουλας 1988, 152, 221-222.
49. Γιὰ τὴν ὕπαρξη τουλάχιστον δύο θέσεων μὲ τὸ ὄνομα «Γραμμένη Πέτρα» βλ. Α. Κ. Καλαμαρά, Ἀλαγονία καὶ Ἀλαγόνιοι Α´ (Καλαμάτα 2001) 94 (στὸ ἑξῆς Καλαμαρὰς 2001).
50. Pernice 1896, 354
51. Ὁ καταγόμενος ἀπò τὴν Ἀλαγονία Ἀ. Καλαμαρὰς τὸ τοποθετεῖ «…πάνω ἀπὸ τὴ Σίτσοβα πρὸς τὰ ὅρια μὲ τὴ Μικρὴ Ἀναστάσοβα (σημ. Πηγές)…» (Καλαμαρὰς 2001, 91), θέση ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο.
52. Ross 1841, 3.
53. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ τοπωνύμιο «Γώλου» ἀποτελεῖ ἐνδεχομένως μεταγραφὴ στὰ ἑλληνικὰ τῆς τουρκικῆς λέξης golü, ποὺ σημαίνει λίμνη.
54. Τόσο ὁ Kolbe (Kolbe 1905, 61) ὅσο καὶ ὁ Γιαννουκόπουλος (1953, 151· 1954, 9) ἔφτασαν στὸ Παξιμάδι διασχίζοντας τὸ ρέμα τῆς Κερασιᾶς, τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ ἀπευθείας στὸ πλάτωμα τῆς Βοϊδολακκούλας· τὸ ἴδιο τò τοπωνύμιο μαρτυρεῖται ὡστόσο μόνο ἀπὸ τὸν Ν. Γιαννουκόπουλο.
55. Ὁ Ν. Γιαννουκόπουλος ἀναφέρει ἀρχικὰ ὅτι τὸ β΄ ὁρόσημό του (SEG 13, 1956, 269b) βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 200μ. ΒΑ. τοῦ πρώτου, ἐκτιμώντας ὅτι διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Kolbe (Γιαννουκόπουλος 1953, 152-153). Διορθώνοντας τὴν ἀρχική του σημείωση στὴν βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ 1954, ὁ Μεσσήνιος ἐρευνητὴς τοποθετεῖ στὸ σκαρίφημα τῆς πορείας του τὸ β΄ ὁρόσημό του 200 μ. ΝΑ. τῆς Βοϊδολακκούλας (Γιαννουκόπουλος 1954, 10-11, πίν. 1, 2), καθιστώντας πλέον σαφὲς ὅτι τὸ β΄ ὁρόσημο τοῦ Kolbe (IG V 1, 1371b) διακρίνεται ἀπὸ τὸ β΄ δικό του. Στὸ αὐτὸ συμπέρασμα κατέληξε ἄλλωστε καὶ ὁ πλέον ἔμπειρος μελετητὴς τῆς τοπογραφίας τοῦ Ταϋγέτου Γ. Α. Πίκουλας (1991, 282 σημ. 10).
56. Προβληματισμὸ ὡστόσο προκαλεῖ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Γιαννουκόπουλου γιὰ ἀπόσταση 700μ. μεταξὺ τῶν ὁροσήμων «Βαρδίτσας» καί «Διασέλλας» (Γιαννουκόπουλος 1953, 153· 1954, 11, πίν.2). Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐπιχειρηθεῖσα ἀπὸ τὸν Γιαννουκόπουλο ταύτιση τοῦ ὅρου τῆς «Βαρδίτσας» (SEG 13, 1956, 269c) μὲ τòν β΄ ὅρο τοῦ Kolbe (IGV1, 1371b) εἶναι σαφῶς λανθασμένη, κυρίως λόγῳ τῆς ἀπόστασης τῶν 100 μ. ποὺ σημειώνει ὁ Γερμανὸς ἀνάμεσα στὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο ὅρο του, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἡ «Βαρδίτσα» ἀπέχει ἀπὸ τήν «Βοϊδολακκούλα» περὶ τὰ 650μ.
57. Kolbe 1905, 61.
58. Ἡ «Τσούγκα» ἀποτέλεσε τὸ νοτιότερο σημεῖο τῆς πορείας τοῦ Kolbe.
59. Προβληματικὴ ὡστόσο παραμένει ἡ ἀπόσταση ποὺ ὁ Γιαννουκόπουλος καταγράφει σὲ σχέση μὲ τὸν ὅρο τῆς «Τσούγκας» (1.500μ.), καθὼς τὸ μέγεθος αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς στὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ ὁρόσημο τῶν «Γουπάτων» καὶ τοῦ ὅρου τῆς «Βαρδίτσας», ἐνῶ ἡ πραγματικὴ ἀπόσταση ὑπολογίζεται σὲ 800-900 μ. Τὸ λάθος ὑπολογισμοῦ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν ἐμφανὴ δυσκολία ὑπολογισμοῦ τῶν ἀποστάσεων ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς δίχως σύγχρονα τεχνικὰ μέσα.
60. Στὸ σκαρίφημα ποὺ συνοδεύει τὴν ἀναδημοσίευση τῆς ἔρευνας τοῦ Γιαννουκόπουλου (1954, πίν.2), τὰ διάσελα δηλώνονται μὲ πύκνωση τῶν ἰσοϋψῶν καμπυλῶν. Συνεπῶς τὸ ἕκτο ὁρόσημό του, τὸ ὁποῖο τοποθετεῖται στὴν τελευταία κατὰ σειρὰ πύκνωση τῶν ἰσοϋψῶν, συνδέεται περισσότερο μὲ τὸ διάσελο ἀνάμεσα στὰ Γούπατα καὶ τὴν Νεραϊδοβούνα.
61. Πρῶτος ὁ W. Kolbe (1904, 375) τοποθέτησε τὸ ἱερò τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος στὴν περιοχὴ πάνω ἀπὸ τὴν Κοσκάρακα. Γιὰ τὴν συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἢ δύο ἱερῶν τῆς Λιμνάτιδος στὴν περιοχὴ τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου βλ. Παπαχατζῆ 1979, 108 σημ. 1, Σταϊνχάουερ 1988, 226. Πίκουλα 1991, 283-284 σημ. 11, 13. S. S. Koursoumis, Revisiting Mount Taygetos: The Sanctuary of Artemis Limnatis (BSA ὑπὸ ἔκδοση).
74 Σωκράτη Σ. Κουρσούμη - Δημοσθένη Κοσμόπουλου AE 2013
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σὲ ὁμιλία του ὁ Γ. Α. Πίκουλας τὴν 9/11/2013 ἀναφέρθηκε σὲ πληροφορίες τοῦ Κ. Σ. Πιττάκη (Συνοπτικὴ Ἔκθεσις περὶ τῶν κατὰ τὴν Ἑλλάδα ἀρχαιοτήτων, ΕΑ 1, 1837, 26) γιὰ δύο ὅρους κοντὰ στὸ χωριὸ Κουτσαβᾶ, στὸν Ταΰγετο. Ἐφόσον πρόκειται γιὰ ἄλλα ὁρόσημα, ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν ἐντοπισθέντων φθάνει πιθανῶς τὰ δεκατέσσερα (Βλ. Γ. Α. Πίκουλα, Στὴ μετεπαναστατικὴ Πελοπόννησο μὲ τὸν Κ. Σ. Πιττάκη, Ἐπιγραφικὸν Συμπόσιον εἱς μνήμην Κυριακοῦ Σ. Πιττάκη, Ἀθήνα 9 Νοεμβρίου 2013, Ἐπιγραφικὸν Μουσεῖον).
SUMMARY
AGER DENTHALIATIS
OLD AND NEW LANDMARKS ON THE TAYGETOS RIDGELINE
The identification of Ager Denthaliatis and the location of the sanctuary of Artemis Limnatis have been for over 170 years, issues of major importance for scholars studying the ancient history and archaeology of the Southern Peloponnese.
In literary sources, the perennial struggle of the Spartiates and the Messenians over the sovereignty of Dentheliatis and the Limnatis sanctuary is attested by Strabo, Tacitus and Pausanias. After 400 years of changes on the status of Dentheliatis area, the problem was resolved in the years of the Emperor Vespasian, by the Duoviri of the Province of Achaia, who decided to give Ager Denthaliatis back to the Messenians and bring an end to the fight, by demarking the boundary line along the ridge of Mount Taygetos.
An inscribed stele found in Messene (IG V 1, 1431) records this demarcation, describing in detail the mountainous landscape, the distances between the boundary markers, as well as the inscribed horoi. On the other hand, boundary stones discovered along the ridge of the mountain by Ludwig Ross, Ernst Penice, Matilda Padewieth, Walter Kolbe and Nicolaos Yannoukopoulos, document the historical incident of the demarkation.
Due to a new topographical survey along the ridge of the mountain, carried out from 2009 to 2011, five ancient landmarks were discovered (or rediscovered) on the mountain range of Paximadi (central Taygetos), to the south of the Langada gorge, along the modern boundary line of Messenia and Laconia. The finds can definitely be identified as horoi attested on the Messene text and plausibly associated with boundary markers recorded by older scholars in the area, over the last two centuries. As the survey has covered the greatest part of central Taygetos, from the Arcadian borders at Malevos to the gorge of Koskaraka, a new boost may be given to the interpretation of the ancient literary sources, the identification of Ager Denthaliatis, and overall the understanding of the ancient topography of the Messenian part of Taygetos.