Στη Μεσσηνία, οι εμφατικές αναφορές του Παυσανία αλλά και του Στράβωνος στη λατρεία της Αρτέμιδος, οι επιγραφικές μαρτυρίες από τα ιερά, οι νομισματικές απεικονίσεις της και προπάντων τα ανασκαφικά ευρήματα από τα ιερά της Μεσσήνης, καταδεικνύουν ότι το νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου δε διαφοροποιήθηκε από τις λατρευτικές πρακτικές των γειτόνων της, αναδεικνύοντας τη λατρεία της θεάς σε μία από τις επικρατέστερες, αν όχι την κυρίαρχη στην περιοχή.
Με δεδομένη τη μεσσηνιακή ιδιαιτερότητα λόγω της μεγάλης διάρκειας και των συνθηκών της
σπαρτιατικής κατοχής, την απελευθέρωση με την καθοριστική συνδρομή της Θήβας και του Άργους και την επιστροφή των προσφύγων, η καταγραφή και ερμηνεία των μύθων και των λατρευτικών πρακτικών που συνδέονται με τη θεά, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εκτός από τα ιερά της Μεσσήνης που ανασκάφηκαν και δημοσιεύτηκαν λεπτομερώς από τους Αναστάσιο Ορλάνδο και Πέτρο Θέμελη, υπήρξαν σημαντικά ιερά της Αρτέμιδος και σε άλλες Μεσσηνιακές πόλεις, όπως στην Κορώνη, στην Θουρία και στην Μεθώνη, αλλά και εξωαστικά ιερά της θεάς στον Ταΰγετο.
Η Μεθώνη, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Μεσσηνίας, πάνω από το ακρωτήριο του Ακρίτα. Στον Όμηρο η πόλη ονομάζεται Πήδασος, όνομα το οποίο αναφέρουν τόσο ο Στράβων, όσο και ο Παυσανίας. Ως οικιστής της αναφέρεται ο Οινεύς, γιός του Παρθάονος, η νόθος κόρη του οποίου ήταν η Μοθώνη. Για τον Οινέα μάλιστα μαρτυρείται ότι μετά την άλωση της Τροίας επισκέφθηκε στο Άργος τον Διομήδη.
Το όνομα Μεθώνη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά το μεσσηνιακό πόλεμο. Ο Παυσανίας την αποκαλεί Μοθώνη, αναφέροντας ότι μετά από πρόσκληση των Λακεδαιμονίων, κατοικήθηκε από τους Ναυπλιείς, όταν εκείνοι εκδιώχθηκαν ως φιλολάκωνες από τους Αργίτες. Το -431, στην έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι προσπάθησαν ματαίως να καταλάβουν την πόλη. Στη διαμάχη Μεσσηνίων – Σπαρτιατών, οι παλαιοί Μοθωναίοι τήρησαν στάση φιλικής ουδετερότητας προς τους Μεσσηνίους, γεγονός που ενδεχομένως τους επέτρεψε να παραμείνουν στην πόλη τους και μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας το -369.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού παραχωρήθηκε στην πόλη καθεστώς αυτονομίας.
Ως πολιούχος θεότητα της Μοθώνης αναφέρεται από τον Παυσανία η Αθηνά Ανεμώτις, στον ναό της οποίας υπήρχε λατρευτικό άγαλμα που ανέθεσε ο αργείος ήρωας Διομήδης, κατά την επιστροφή του από την Τροία. Μάλιστα ο περιηγητής αναφέρει ότι μετά την ανάθεση του αγάλματος, οι θυελλώδεις άνεμοι που σάρωναν τη χώρα της Μοθώνης κόπασαν οριστικά.
Εκτός του ιερού της Αθηνάς, ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη ενός ιερού της Αρτέμιδος («Καὶ Ἀρτέμιδος δ’ ἱερόν ἐστιν ἐνταύθα...").
Χάλκινο νόμισμα της Μεθώνης με τη δορυφόρο Άρτεμι |
Η παρουσία δόρατος αντί τόξου στην παράσταση των νομισμάτων της Μεθώνης δεν πρέπει να μας ξενίζει. Δόρυ κρατούσε το χάλκινο άγαλμα της θεάς που είχε στηθεί στην κορυφή της Ιθώμης στα χρόνια του Αριστοδήμου. Δόρυ κρατά η θεά και σε έξη μεσσηνιακά ημιοβόλια της εποχής των Ιουλίων – Κλαυδίων, στον εμπροσθότυπο των οποίων εικονίζεται με κοντό χιτώνα, όρθια στα δεξιά· στηρίζεται με το δεξί χέρι σε έναν κίονα, και με το αριστερό της σε ένα δόρυ. Στα πόδια της κάθεται το κυνηγόσκυλό της.
Η απεικόνιση της Αρτέμιδος ως δορυφόρου είναι αρκετά συνηθισμένη και σε σπαρτιατικά νομίσματα: Σε νόμισμα της εποχής του Καρακάλλα, η θεά, που ταυτίζεται με την Άρτεμι Αστρατεία, εικονίζεται όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά, φορά κοντά χιτώνα και ενδρομίδες, κρατά με το δεξί της χέρι πιθανόν ένα τόξο και με το αριστερό ασπίδα και δόρυ. Σε ένα άλλο νόμισμα, επίσης των ρωμαϊκών χρόνων, η θεά εικονίζεται και πάλι όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά. Φορά κοντό χιτώνα και στο αριστερό της χέρι δόρυ. Δίπλα της βρίσκεται το κυνηγόσκυλό της. Μία ακόμη σειρά χάλκινων νομισμάτων της πόλης της Μεθώνης που κόπηκε στα χρόνια της Ιουλίας Δόμνας και του Γέτα, εικονίζει την Άρτεμι να κυνηγά, κρατώντας ένα τόξο και ένα βέλος. Η θεά παριστάνεται και πάλι στον τύπο της Κυνηγέτιδος.
Η ΠΑΙΔΟΤΡΟΦΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
Η αρχαία Κορώνη τοποθετείται στα βορειοδυτικά του μεσσηνιακού κόλπου, στο σημερινό Πεταλίδι, όπου κάτω από τη σύγχρονη κωμόπολη και στο λόφο της «ακρόπολης» που δεσπόζει πάνω από αυτή, έχει αποκαλυφθεί σημαντικός αριθμός μνημείων. Ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στη Μεσσηνία, διατρέχει τις μεσσηνιακές ακτές, περιγράφοντας την πόλη ως εξής:
«Κορώνη δέ ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ τοῦ Παμίσου πρὸς θαλάσσῃ τε καὶ ὑπὸ τῷ
ὅρει τῇ Μαθία…Τὸ μὲν δὴ ὄνομα τὸ ἀρχαῖον εἶχεν Αἴπεια· ἐπεὶ δὲ ὑπὸ θηβαίων
κατήχθησαν ἐς Πελοπόννησον, Ἐπιμηλίδην φασὶν ἀποσταλέντα οἰκιστὴν
καλέσαι Κορώνειαν, εἶναι γὰρ αὐτὸν ἐκ Κορωνείας τῆς βοιωτῶν, τοὺς δὲ
μεσσηνίους ἐξ ἀρχῆς τε οὐ κατορθοῦν περὶ τὸ ὄνομα καὶ μᾶλλον ἔτι ἀνὰ
χρόνον ἐκνικῆσαι τὸ ἐκεῖνον ἁμάρτημα. Λέγεται δὲ καὶ ἕτερος λόγος, ὡς τοῦ
τείχους τὰ θεμέλια ὀρύσσοντες ἐπιτύχοιεν κορώνῃ χαλκῇ. Θεῶν δέ ἐστιν
ἐνταῦθα Ἀρτέμιδός τε καλουμένης Παιδοτροφοῦ καὶ Διονύσου καὶ Ἀσκληπιοῦ
ναὸς· τῷ μὲν δὴ Ἀσκληπιῷ καὶ Διονύσῳ λίθου, Διὸς δὲ σωτῆρος χαλκοῦν
ἄγαλμα ἐπὶ τῆς ἀγορὰς πεποίηται. Χαλκοῦν δὲ καὶ ἐν ἀκροπόλει τῆς Ἀθηνᾶς τὸ
ἄγαλμά ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ, κορώνην ἐν τῇ χειρὶ ἔχουσα. Εἶδον δὲ καὶ τοῦ
Ἐπιμηλίδου μνῆμα· ἐφ’ ὅτῳ δὲ τὸν λιμένα ἀχαιῶν καλοῦσιν, οὐκ οἶδα».
Η παραθαλάσσια πόλη λοιπόν, η οποία αρχικά ονομαζόταν Αίπεια, μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας το -369 και με πρωτοβουλία του Βοιωτού οικιστή Επιμηλίδη, επανιδρύθηκε και μετονομάστηκε σε Κορώνεια / Κορώνη. Λίγο παρακάτω, ο Παυσανίας σημειώνει την παρουσία του τάφου του Επιμηλίδη, ενώ αναφερόμενος στο λιμάνι της πόλης παραθέτει την πληροφορία ότι οι ντόπιοι το ονόμαζαν «λιμένα των Αχαιών». Από τις επίσημες λατρείες της Κορώνης, ο περιηγητής κάνει λόγω για ένα υπαίθριο άγαλμα της Αθηνάς που κρατούσε στο χέρι κορώνη, ανιδρυμένο στην ακρόπολη, ένα χάλκινο άγαλμα του Διός Σωτήρος στην αγορά της πόλης, αλλά και έναν ναό αφιερωμένο στην ασυνήθιστη, ομολογουμένως τριάδα της Αρτέμιδος Παιδοτρόφου, του Διονύσου και του Ασκληπιού
Άρτεμις Παιδοτρόφος
Το προσωνύμιο Παιδοτρόφος που προσδιορίζει της λατρεία της Αρτέμιδος στην Κορώνη και δεν απαντάται πουθενά αλλού στον ελληνικό κόσμο, παραπέμπει στην ιδιότητα της τροφού και προστάτιδας των παιδιών που έφερε η θεά. Μολονότι δε διευκρινίζεται εάν η φροντίδα της αφορούσε σε αγόρια ή κορίτσια, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το επίθετο αποτελεί παραλλαγή της Κουροτρόφου, της δημοφιλέστερης ίσως ιδιότητας της θεάς στη Μεσσηνία που χαρακτηρίζει και τις άλλες λατρείες της (Ορθία - Φωσφόρος και Λιμνάτι).
Η ιδιότητα της Παιδοτρόφου δεν αποτελεί ασφαλώς αποκλειστικό προνόμιο της θεάς. Θεές όπως η Ήρα, η Εκάτη και η Γαία, είχαν την επιμέλεια των παιδιών, ωστόσο η προστασία της Αρτέμιδος επικεντρωνόταν στη βοήθεια που τους προσέφερε για τη μετάβασή τους στο κατώφλι της ενηλικίωσης.
Ως φύλακας των ορίων ανάμεσα στον κόσμο της άτακτης εφηβείας και της έγγαμης ενηλικίωσης, η θεά περιφρουρούσε την αρμονική ένταξή τους. Η προστασία της προσφερόταν στα αγόρια, κυρίως όμως στα κορίτσια, ως τη μετάβασή τους, διά της γαμήλιας τελετής, από το status της νύμφης στο status της γυνής.
Η ΔΑΔΟΦΟΡΟΣ ΘΕΑ ΤΗΣ ΘΟΥΡΙΑΣ
Παρόλο που έως σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί η λατρεία της στην θουριατική επικράτεια, η απεικόνιση της Αρτέμιδος στα νομίσματα της πόλης είναι δηλωτική της αυξημένης βαρύτητας της λατρείας της, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της λατρείας της Αθηνάς, ως πολιούχου θεότητος.
Κατά τον Νικόλαο Παπαχατζή η απεικόνισή της βασίστηκε στη μορφή λατρευτικού αγάλματος σε θουριατικό ιερό, κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανεπαρκής ομολογουμένως, επιγραφική μαρτυρία για λατρεία της Αρτέμιδος ως Ουπισίας στη γνωστή επιγραφή που αφορά στις συνοριακές διαφορές με τους Μεγαλοπολίτες, αποτελεί τη δεύτερη ένδειξη ότι η θεά λατρευόταν εκεί.
Η απεικόνιση της Αρτέμιδος στον τύπο της δαδοφόρου υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους Η θεά συχνά μάλιστα παριστάνεται άοπλη, με μία ή δύο δάδες, στα χέρια, συνοδευόμενη από το αγαπημένο της κυνηγόσκυλο. Η παρουσία των πυρσών και η χρησιμότητά τους κατά τις νυχτερινές διελεύσεις οδήγησε στην ταύτιση της δαδοφόρου με
μακρύ, ποδήρη χιτώνα, με την Άρτεμι Εκάτη ή την Άρτεμι Εννοδία. Η πιο γνωστή απεικόνιση της Αρτέμιδος ως δαδοφόρου προέρχεται ασφαλώς από τη γειτονική Μεσσήνη και σχετίζεται με τη λατρεία της Ορθίας – Φωσφόρου – Ουπησίας. Η μεσσηνιακή δαδοφόρος απεικονίζεται ωστόσο στον τύπο της Κυνηγέτιδος, σε αντίθεση με τη θουριακή. Ομοίως, σε νομίσματα αυτοκρατορικών χρόνων από τη σύμμαχο πόλη της Θουρίας τη Σπάρτη, η Άρτεμις απεικονίζεται στον τύπο της Κυνηγέτιδος εν κινήσει· τρέχει προς τα δεξιά, κρατώντας δάδες και στα δύο της χέρια, ενώ τη συνοδεύει το αγαπημένο της κυνηγόσκυλο.
Τέλος, από τον αρκαδικό Ορχομενό προέρχεται σειρά χάλκινων νομισμάτων της εποχής του Σεπτιμίου Σεβήρου, που εικονίζουν τη θεά, με κοντό χιτώνα, κρατώντας έναν πυρσό σε κάθε της
χέρι. Η απεικόνιση έχει ταυτιστεί με την Άρτεμι Υμνία, ιερό της οποίας υπήρχε στη συνοριακή γραμμή Ορχομενού - Μαντινείας. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι ο τύπος της δαδοφόρου Αρτέμιδος με μακρύ χιτώνα δεν απαντάται στη νότια και κεντρική Πελοπόννησο, εξαιρουμένης ασφαλώς της Θουρίας. Το γεγονός αυτό μας ωθεί στην αναζήτηση της ερμηνείας της θουριακής υπόστασης της θεάς αλλού.
Από την ελληνιστική Πτολεμαΐδα προέρχεται ενεπίγραφη, αναθηματική στήλη του -2ου αιώνα, που απεικονίζει τη θεά να στέκει όρθια. Το κάτω μέρος του σώματος και το κεφάλι αποδίδονται σε στάση 3/4, ενώ το στήθος της αποδίδεται κατενώπιον. Με το λυγισμένο δεξί της χέρι κρατά κοντή δάδα, ενώ με το αριστερό κρατά λοξά μία άλλη. Πίσω της εικονίζονται ένα άλογο σε καλπασμό και ένα σκυλί που τρέχει προς τα αριστερά, αμφότερα ζώα ιερά που συνδέθηκαν με τη θεά. Η επιγραφή της στήλης την αναφέρει ως Ενοδία, επιτρέποντας την ταύτιση της μορφής με τη θεά, μολονότι έχει ερμηνευτεί και ως Άρτεμις.
Σε ένα άλλο μαρμάρινο, αναθηματικό ανάγλυφο από την Πέλλα (-2ος έως -1ος αι.), που πιθανότατα απεικονίζει την Εν(ν)οδία, η θεά παριστάνεται κατενώπιον, να πατά και στα δύο της πόδια, προβάλλοντας ελαφρά το αριστερό. Φορά πέπλο με απόπτυγμα και κόλπο και ιμάτιο – επίβλημα. Με το αριστερό της, λυγισμένο χέρι κρατά κάθετα μακριά δάδα. Στο άλλο της χέρι, το οποίο κατεβαίνει προς τα κάτω, κρατά λοξά κοντή δάδα, με την οποία φαίνεται να ανάβει σχηματοποιημένο κυλινδρικό βωμό στα αριστερά της.
Η παρουσία του εθνικού ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ στα θουριατικά νομίσματα των ρωμαϊκών χρόνων επιβεβαιώνει ότι η πόλη, ακόμη και μετά τη μεσσηνιακή ανεξαρτησία, διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με την πρώην κυρίαρχο της περιοχής, τη Σπάρτη. Πάρα την ίδρυση και υπεροχή της Μεσσήνης μεταξύ των μεσσηνιακών πόλεων – κρατών, η Θουρία, εκμεταλλευόμενη και τη σχέση με τη Σπάρτη, φαίνεται ότι διατήρησε αυτή την ιδιότυπη, δυσυπόστατη τοπική ισχύ της, υπογράφοντας ακόμη και ξεχωριστές συνθήκες για την οριοθέτηση της επικρατειάς της.
Μαρμάρινο ανάγλυφο από την Πέλλα. Εικονίζει τη θεά Εν(ν)οδία |
Συνεπώς φαίνεται εξαιρετικά πιθανό, ότι η κομβική, με την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου, παρουσία και δράση της πόλης εκφράστηκε και μέσω των λατρευτικών πρακτικών ιδίως των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν η εισαγωγή τους υπήρξε συνηθέστερη και ευκολότερη. Η λατρεία της Αρτέμιδος – Εν(ν)οδίας ως προστάτιδας των οδών, των σταυροδρομιών, των οδοιπόρων, αλλά και αποτροπαϊκής, απέναντι σε πιθανούς κινδύνους, φαίνεται ότι αποτελούσε την καλύτερη επιλογή για τη ρωμαϊκή Θουρία, σε μια εποχή που το προβαλλόμενο από τους Ρωμαίους πρότυπο της Diana Laphria, κυριαρχούσε όχι μόνο στις λατρευτικές πρακτικές αλλά και σε αρκετούς νομισματικούς τύπους πελοποννησιακών πόλεων.