Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδος είναι αυτό του Νέου Ναβαρίνου ή Νιόκαστρο που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας, στα 1573, για να ελέγχουν οι Τούρκοι τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου. Το όνομα του κόλπου, Ναβαρίνο προέρχεται πιθανότερα από τους Αβαρούς που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή το 585-587 κατά την βασιλεία του αυτοκράτορα Μαυρικίου.
Το 1573 οι Τούρκοι, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), για να ασφαλίσουν περισσότερο το φυσικό λιμάνι της Πύλου Ναβαρίνο) χτίζουν κάστρο στη νότια είσοδο του κόλπου και μπαζώνουν με ογκόλιθους τη βόρεια είσοδο, τη Μπούκα ή Πόρο της Συκιάς, κάνοντας τα νερά της αβαθή. Το νέο κάστρο ονομάστηκε Νίοκαστρο σε αντιδιαστολή με το παλαιότερο (Παλίοκαστρο) που υψώνεται στο βόρεια είσοδο του κόλπου.
Μαζί με το Νιόκαστρο οι Τούρκοι έφτιαξαν και το λιθόχτιστο υδραγωγείο του, μήκους 15 περίπου χιλιομέτρων από την πηγή του Κουμπέ στο χωρίο Χανδρινού.
Το 1668 ο μεγάλος Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, πέρασε από την Μεσσηνία στρατολογώντας, για την τελική πολιορκία του Χάνδακα. Ο Τουρκικός στόλος συγκεντρώθηκε στον κόλπο του Ναβαρίνου (περισσότερα από 2.000 πλοία σύμφωνα με τον Πουκεβίλ) και από εκεί απέπλευσε για την Κρήτη.
Ο Τσελεμπί βρήκε το Νιόκαστρο εξαιρετικά ανεπτυγμένο σε σχέση με το Παλίοκαστρο. Η εικόνα που παραδίδει είναι σαφέστατα εικόνα ακμής. Το κάστρο διέθετε μουφτή, ναίπη (αναπληρωτής το καδή), κετχούντα- γιερή (κεχαγιάς - αξιωματούχος), σερντάρη (διοικητή) των γενιτσάρων, φρούραρχο και φρουρά, μουχτεσίμπη (αγορανόμος), μπαντζάρη (υπέυθυνος για την ασφάλεια των δρόμων), εμίνη (επόπτη) του χαρατσιού, μιμάρμπαση (πολεοδόμος), κετχούντα (διοικητής) της πόλης και 12 αγάδες.
Στην εποχή του Τσελεμπί το κάστρο δεν είχε τάφρο αλλά διέθετε 12 πύλες. Οι προμαχώνες της Ακρόπολης διέθεταν πέτρινα μολυβδοσκέπαστα παρατηρητήρια, ενώ εντός της υπήρχαν 33 κεραμοσκέπαστα σπίτια χωρίς κήπο. Στο κάστρο εκτός της Ακρόπολης υπήρχαν 600 πέτρινα κεραμοσκέπαστα σπίτια. Το τζαμί του Μουράτ Γ ήταν μολυβδοσκέπαστο και είχε πέτρινους τρούλους, στέρνα και μιναρέ.
Μέσα στην αγορά που αποτελούνταν από στοές με καταστήματα (85 συνολικά στο κάστρο) υπήρχε το τζαμί του Φερχάντ αγά. Υπήρχε επίσης μεντρεσές, δερβίσικος τεκές, χάνι, χαμάμ και παντού βρύσες και δέντρα. Στο κάστρο λειτουργούσε δουλοπάζαρο, τους σκλάβους έφερναν τα κουρσάρικα καράβια της Τύνιδας, του Αλγερίου και της Τρίπολης.
Το βαρόσι (συνοικία έξω από την πόλη που συνήθως κατοικούνταν από μη μουσουλμάνους) διέθετε 200 σπίτια με περιβόλια, χάνι και 15 καταστήματα και κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες.
Το 1686 ο Βενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνι καταλαμβάνει τα κάστρα του κόλπου του Ναβαρίνου. Ο Μοροζίνι πολιορκεί στενά και κανονιοβολεί το κάστρο. Η Τουρκική φρουρά συμφώνησε να παραδοθεί εάν οι Βενετοί νικούσαν τον Τουρκικό Στρατό που έσπευσε να τους συνδράμει. Ο στρατηγός των Βενετών, Σουηδός Καινινξμαρκ συνέτριψε τους Τούρκους και στις 6 Ιουνίου 1686 το κάστρο παραδόθηκε στους Βενετούς. Ορισμένοι Τούρκοι που δεν δέχθηκαν την παράδοση ανατινάχτηκαν βάζοντας οι ίδιοι φωτιά σε μπαρουταποθήκη.
Το 1715 οι Τούρκοι υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Νταμάτ Αλή Κιουμουρτζή ανακτούν το σύνολο της Πελοποννήσου για την περίοδο της 2ης Τουρκοκρατίας μέχρι την απελευθέρωση το 1821. Οι Βενετοί προ της κατάκτησης καταστρέφουν το κάστρο του Νεόκαστρου και συγκεντρώνουν μάταια όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους στη Μεθώνη για την τελική αντίσταση.
Την περίοδο 1789-1807 το Νεόκαστρο αποτελεί τιμάριο της Μπεγιάν Σουλτάνας αδελφής του Σελήμ του 3ου .
Το 1770 οι αδελφοί Ορλώφ καταλαμβάνουν προσωρινά το Νεόκαστρο το οποίο με την απομάκρυνση του ρωσικού στόλου γνωρίζει την 6η Ιουλίου 1770 την εκδικητική μανία των Αρβανιτών που έστειλε η Πύλη.
Στα 1816 σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, το Νιόκαστρο, πρωτεύουσα της επαρχίας του Ναβαρίνου φιλοξενούσε 600 τούρκους κατοίκους (142 οικογένειες), ενώ 130 έλληνες (17 οικογένειες) ζούσαν στο βαρόσι, τη συνοικία εκτός των τειχών.
Το 1821 ξεκινά η επανάσταση για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Προύχοντες και τοπικοί καπετάνιοι της Πύλου είναι οι αδελφοί Γιάννης, Νικόλαος και Γιώργος Οικονομίδης.
Το Μάρτιο του 1821 καταφεύγουν στο Νεόκαστρο οι Τούρκοι της Αρκαδίας (Κυπαρισσία). Το κάστρο πολιορκείται από δυναμεις Μανιατών και Μεσσηνίων με γενικό αρχηγό τον Επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεδώρου. Στις 7 Αυγούστου οι Τούρκοι συνθηκολογούν, αλλά οι Έλληνες, εξαγριωμένοι από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη στη Μεθώνη δεν σέβονται τη συμφωνία παράδοσης και κατασφάζουν τους αποχωρούντες Τούρκους.
Το 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Μεθώνη και συντρίβει τον Ελληνικό στρατό στα Κρεμμύδια. Πολιορκεί το Νεόκαστρο και εκτός των άλλων υπερασπίζουν ο Μακρυγίαννης, Ο Μανώλης και ο Δημήτριος Καλλέργης, ο Δ Σαχτουρης και ο Γιάννης Μαυρομιχάλης. Αρχικά ο Ιμπραήμ κυριεύει την Σφακτηρία και κατασφάζει τους 200 υπερασπιστές της και τους αρχηγούς τους Αναγνωσταρά, Αναστάση Τσαμαδό, Σαχίνη, Ζαφειρόπουλο, Κατσαρό και τον Ιταλό Φιλέλληνα Σανταρόζα.
Ο Ιμπραήμ πολιορκεί έπειτα στενά το κάστρο κόβει το νερό του υδραγωγείου και το κανονιοβολεί για 3 ημέρες. Το κάστρο αναγκάζεται την 11 Μαίου 1825 να συνθηκολογήσει λόγω έλλειψης τροφών και πολεμοφοδίων και προοπτικής ενίσχυσης. Ο Ιμπραήμ τιμά τη συμφωνία αποχώρησης και δέχεται με τιμές τον Μακρυγιάννη και τους άλλους αρχηγούς των πολιορκημένων Ελλήνων.
Στις 8 Οκτωβρίου 1827 ο ενωμένος συμμαχικός στόλος (Άγγλων, Γάλων και Ρώσων) καταστρέφει τον Τουρκοαιγυπτιακο στόλο στο Ναβαρίνο, αναγκάζοντας τον Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και ανοίγοντας το δρόμο για την σύσταση του 1ου Ελληνικού κράτους.
Στις 30 Αυγούστου 1828 ο στρατηγός Μαιζόν (Maison) με γαλλικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάζεται και τελικά καταλύει στο Νεόκαστρο προκειμένου να επιβλέψει την αποχώρηση των Αιγυπτίων που ολοκληρώθηκε την 4η Οκτωβρίου 1828. Το εκστρατευτικό σώμα που αντικρίζει μόνο ερείπια και καταστροφή συνοδεύει επιστημονική αποστολή η Expedition Scientifique.
Μέσα στο κάστρο ανέπαφη έχει μονό μείνει το ένα τζαμί και μια φοινικιά και τα πάντα σωριάζονται σε σωρούς ερειπίων. Οι Γάλλοι προσέφεραν πολλά στην περιοχή στηρίζοντας τους αποδεκατισμένους πληθυσμούς, αναστηλώνοντας το κάστρο και προσφέροντας τον πρώτο αμαξιτό δρόμο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μεταξύ Πύλου - Μεθώνης.
Μετά από το 1828 το κάστρο εγκαταλείπεται ως χώρος κατοικίας καθώς ο πληθυσμός μεταφέρεται στην πόλη που σχεδίασαν οι Γάλλοι έξω από το κάστρο και που από το 1834 μετονομάζεται σε Πύλο. Από τα Οθωνικά χρόνια και ως το 1941 το κάστρο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή.
Κατά την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι Ιταλοί χρησιμοποιούν και οχυρώνουν το λιμάνι της Πύλου δημιουργώντας μεγάλη ναυτική βάση και έδρα του Ιταλικού στρατηγείου. Με την συνθηκολόγηση των Ιταλών το κάστρο πέρασε στα χέρια των Γερμανών οι οποίοι αποχώρησαν οριστικά στις 2 Σεπτεμβρίου 1944.
Περιγραφή του Κάστρου
Το κάστρο είναι χτισμένο στις βόρειες υπώρειες του βουνού του Αγίου Νικολάου, ανάμεσα στα πεύκα, με καλαίσθητες καμάρες και αποτελούσε αριστούργημα για την εποχή εκείνη. Χτίστηκε δε εξολοκλήρου από τους Τούρκους ενώ οι μετέπειτα κύριοί του βενετοί προσέθεσαν τους πύργους του Αγίου Πατρικίου, της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου και την τάφρο.
Το κάστρο σήμερα διατηρείται εκπληκτικά στην παλιά επιβλητική του μορφή, εκτός από το Νότιο μεγάλο του πύργο που κόπηκε στη μέση όταν κατά τη γερμανική κατοχή το 1944 ανατινάχθηκαν τα πυρομαχικά που ήταν αποθηκευμένα μέσα του από συμμαχικό βομβαρδισμό.
Τα τείχη του είναι χτισμένα με πελεκημένους ασβεστόλιθους και πωρόλιθους και φτάνουν τα 8,5 μ ύψος και τα 2,5-3 μέτρα πάχος.
Στο κέντρο του κάστρου διασώζεται σήμερα το ένα από τα δύο τζαμιά του. Είχε σταυροειδή διαμόρφωση με 5 τρούλους, μιχράμπ και στέρνα. Ο Μοροζίνι το μετέτρεψε σε ναό του Σωτήρος Χριστού, οι τούρκοι ξανά σε τζαμί και τέλος οι Έλληνες σε ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Το κάστρο ήταν ιδιαίτερα ισχυρό καθώς διέθετε τριπλή αμυντική οχύρωση: τάφρος, τείχη και την ισχυρή Ακρόπολη .
Η δυτική του πλευρά εξαιρετικά απόκρημνη προστατευόταν από ισχυρή οχύρωση, πύργους και ένα δυνατό προμαχώνα με πολλά κανόνια.
Στο νότια τμήμα στο ένα άκρο η Ακρόπολη και στο άλλο ο ισχυρότατος έβδομος (castello da Mare) προμαχώνας με πολλά κανόνια. Ανάμεσά τους η μεγάλη βέργα με τις πανέμορφες καμαρες και στο μέσο της περίπου ο νότιος πύργος. Ο έβδομος πήρε το όνομά του από τα επτά του διαμερίσματα με τις ισάριθμες θέσεις κανονιών προς τη θάλασσα.
Στα ανατολικά η μεγάλη τάφρος και τα εξωτερικά τείχη της Ακρόπολης.
Στο βόρειο τμήμα, η Πύλη με τη Ζεματίστρα από την τρύπα της οποίας οι πολιορκημένοι έριχναν καυτό νερό ή λάδι πλαισιώνεται από τους πύργους της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου. Στο άλλο άκρο ο βόρειος πύργος (ή καστράκι του Αγίου Μάρκου) προμαχώνας με πολλά κανόνια.
Η Ακρόπολη πανίσχυρη και εξαγωνική διέθετε θαλάμους στρατωνισμού και αποθήκευσης πυρομαχικών και πέτρινο καλντερίμι. Η πρόσβαση στο τείχος γινόταν από 2 πέτρινες σκάλες. Στους 5 προμαχώνες υπάρχουν θολωτές στέρνες για τη συλλογή των όμβριων υδάτων και καταπακτές για την εξυπηρέτηση των φρουρών.
Στο εσωτερικό του κάστρου υπήρχαν 2 μεγάλες στέρνες, 2 πετρόκτιστες βρύσες στις οποίες έφτανε το νερό του υδραγωγείου και μια μπαρουταποθήκη με κωνική πέτρινη στέγη. Μια παρόμοια μπαρουταποθήκη διατηρείται στο συγκρότημα του εβδόμου.
Σήμερα στην Ακρόπολη φιλοξενούνται τα εργαστήρια του Κέντρου υποβρύχιας αρχαιολογίας, ενώ στον στρατώνα του Μαιζώνος το κέντρο Εναλίων Αρχαιοτήτων και τμήμα της συλλογής του Γάλλου φιλέλληνα Rene Puaux (1878-1937). Τη συλλογή που ακόμα δεν έχει εκτεθεί ολοκληρωμένα και αποτελείται από διάφορα βιβλία, έγγραφα, επιστολές, χάρτες, λιθογραφίες, νομίσματα και άλλα, παρέδωσε το 1937 η χήρα του Rene Puaux στο ελληνικό κράτος.
Το Υδραγωγείο της Πύλου:
Το Υδραγωγείο της Πύλου είναι ελάχιστα γνωστό και κτίστηκε για να εξυπηρετήσει της ανάγκες ύδρευσης του Νιόκαστρου.
Οι περισσότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε για αυτό προέρχονται από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν κατά καιρούς την περιοχή. Στην ουσία πρόκειται για δύο υδραγωγεία τα οποία συναντώνται στο τελευταίο τμήμα τους.
Το ένα και πιο παλιό, μετέφερε το νερό από τη θέση «Παλαιό Νερό», νοτιοανατολικά του κάστρου, μέσα σε πήλινο αγωγό.
Το δεύτερο, λίγο μεταγενέστερο, αλλά πιο εντυπωσιακά κατασκευασμένο, μετέφερε το νερό με κτιστή αύλακα από τις πηγές «Κουμπέ», πλησίον του χωριού Χανδρινός, 15 χλμ. βορειοανατολικά του κάστρου.
Αυτό το νεότερο κομμάτι ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους, άλλοτε γεφυρώνοντας ρέματα και μικρούς χείμαρρους της περιοχής και άλλοτε διερχόμενο υπογείως, για να καταλήξει τελικά στην θέση «Καμάρες» στα περίχωρα της Πύλου, όπου συναντάται με το αρχαιότερο τμήμα. Κατόπιν εισέρχονται υπογείως στο κάστρο και καταλήγουν σε υπέργεια κρήνη εντός του Νιόκαστρου.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα της οθωμανικής διοίκησης στη Μεσσηνία και η κατασκευή του τοποθετείται χρονικά στον 16ο αιώνα.
ΠΗΓΗ: greekmonuments
Αριστομένης ο Μεσσήνιος