Το Παλαιόκαστρο ή Κάστρο της Γιάλοβας σήμερα, ή Κάστρο του Ναυαρίνου, Ναβαρίνου ή Αβαρίνου, όπως λεγόταν αρχικά, υψώνεται στην κορυφή του λόφου της χερσονήσου του Κορυφασίου, στη βόρεια είσοδο του κόλπου του Ναβαρίνου, (ή Κόλπου της Πύλου) έχοντας, σύμφωνα με τον λογοτέχνη Κώστα Ουράνη «μια θέα εξαίσιας γαλήνης και φωτεινής απεραντωσύνης» προς την ευρύτερη περιοχή. Το κάστρο βρίσκεται στην περιοχή της Αρχαίας Πύλου και διαγώνια απέναντι από την πόλη της σημερινής Πύλου, στην οποία βρίσκεται το άλλο κάστρο της περιοχής, το Νιόκαστρο Ναυαρίνου.
Η ιστορία του ξεκινά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους, όταν το ύψωμα, όπου σήμερα βρίσκεται το φράγκικο κάστρο βρισκόταν η αρχαία κλασική Ακρόπολη της Πύλου. Οι Φράγκοι που κατασκεύασαν στη θέση της ακρόπολης το κάστρο τους, το ονόμαζαν Port de Junch, δηλαδή λιμάνι των σχοίνων. Κτίστηκε το 1278 από τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ.
Η ονοματολογία του κάστρου
Η ονοματολογία του κάστρου ακολουθεί αυτήν της πόλης της Πύλου. Η Πύλος, αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, όπως την καταγράφει και ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2) ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιο. Στην αρχαιότητα (αρχαϊκοί- κλασικοί χρόνοι) ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης. Αργότερα και ως τα Βυζαντινά χρόνια λεγόταν "Ζόγκλος", αλλά περί τον 6ο αιώνα, καταλήφθηκε από τους Αβάρους, απ΄ όπου και ονομάστηκε Αβαρίνο - από εκεί προήλθε και η ονομασία Ναυαρίνο, ή Ναβαρίνο, εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου +Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο), κατά την οποία και προσδιορίζονταν όλος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη Μεσσηνίας και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Κατά άλλη εκδοχή, το όνομα Ναυαρίνο είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "μέρος με σφεντάμια" ή σχοίνα.
Τοποθεσία του κάστρου & γεωγραφικά στοιχεία
Το Παλαιόκαστρο ή Παλιοναβαρίνο βρίσκεται στην Πελοπόννησο, σε ύψωμα του Κορυφασίου ακρωτηρίου στο βόρειο άκρο του κόλπου/όρμου του Ναυαρίνου, απέναντι από το βόρειο άκρο της ιστορικής νήσου Σφακτηρίας και ουσιαστικά ήλεγχε τη νότια άκρη της χερσονήσου Κορυφασίου, προέκταση της οποίας αποτελεί η νήσος Σφακτηρία, που εκτείνεται νότια και περικλείει από δυσμάς τον κόλπο του Ναβαρίνου. Ένας μικρός πορθμός, σήμερα πλωτός μόνο σε μικρά ιστιοφόρα και βάρκες, που αποτελεί τη φυσική βόρεια είσοδο του κόλπου του Nαβαρίνου, το Στενό της Συκιάς, το χωρίζει από τη Σφακτηρία. Το ακρωτήρι, φύσει οχυρή θέση με την απόκρημνη και βραχώδη διαμόρφωση του υψώματος και με τη θάλασσα σχεδόν ολόγυρα, περιβρέχεται δυτικά και νότια από το Ιόνιο πέλαγος, βόρεια από τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, και ανατολικά εν μέρει από τη λιμνοθάλασσα του Oσμάναγα (ή το Διβάρι).
Από τη στρατηγική αυτή θέση του κάστρου επισκοπείται ο θαλάσσιος χώρος από τη νήσο Πρώτη (Mαραθονήσι) μέχρι τις Μεσσηνιακές Οινούσσες (Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαριανή Μεσσηνίας ή Αμαριανή και Βενέτικο Μεσσηνίας), καθώς παράλληλα ελέγχει τη βόρεια είσοδο του όρμου του Ναβαρίνου και το εκεί λιμάνι (της Γιάλοβας).
Το κάστρο αυτό δεσπόζει επίσης στη γεωγραφική αυτή περιοχή εκτός από τον όρμο του Ναυαρίνου και τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους των Βαλκανίων που υποστηρίζεται από δίκτυο «NATURA 2000» και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα LIFE - Φύση (1997-2000), καθώς και στην εκπληκτική παραλία της Βοϊδοκοιλιάς αλλά και πάνω ακριβώς από τη 2η σε μέγεθος λιμνοθάλασσα της Ελλάδας (μετά από αυτήν του Μεσσολογγίου, την Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου), που λέγεται και Ντιβάρι ή Διβάρι Πύλου, ενώ βρίσκεται σε κοντινές αποστάσεις και στα χωριά Γιάλοβα Μεσσηνίας, Πετροχώρι Μεσσηνίας, Ρωμανός, Τραγάνα Μεσσηνίας και Κορυφάσιο Μεσσηνίας, που υπάγονται διοικητικά στην πόλη της Πύλου, του πρώην Καπποδιστριακού Δήμου Πύλου και τώρα του Καλλικρατικού Δήμου Πύλου - Νέστορος του Νομού Μεσσηνίας, της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Ιστορία του κάστρου
Το Παλαιόκαστρο ή Παλιοναβαρίνο ή Κάστρο της Γιάλοβας είναι ένα από τα σημαντικότερα φρούρια που ορθώθηκε επί φραγκοκρατίας στο Μοριά, πάνω στα ερείπια της πρώτης ακρόπολης της αρχαίας Πύλου των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Πρόκειται για το παλαιότερο καστέλι του Ναβαρίνου, ονομασία με την οποία λεγόταν η Πύλος στα χρόνια του Μεσαίωνα, καμωμένο και με δομικά υλικά της προγενέστερης ακρόπολης, από τους Φράγκους σταυροφόρους ιππότες.
Κατά την διάρκεια της ιστορίας του το κάστρο δέχθηκε πολλές επιθέσεις και άλλαξε πολλούς ηγεμόνες -λόγω της στρατηγικής σημασίας της θέσης του- και υπέστη επίσης και άλλες σημαντικές δομικές επεμβάσεις, τροποποιήσεις χρήσεων και αρχιτεκτονικές μεταβολές, από τους κατά καιρούς κατακτητές, που αλλοίωσαν την αρχική φυσιογνωμία του.
Το σπήλαιο του Νέστορος ή του Νηλέως
Στο λόφο του Παλαιόκαστρου βρίσκεται και το σπήλαιο του Νέστορος ή του Νηλέως. Κατά την παράδοση, το σπήλαιο χρησίμευσε ως στάβλος για τα κοπάδια αγελάδων του Νηλέως και του Νέστορος. Το σπήλαιο αυτό εξερεύνησε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν (1874) και στη συνέχεια οι W.A. McDonald και ο Δ. Θεοχάρης (1952) και Γ. Σ. Kορρές και Aδ. Σάμψων (1980).
Επανίδρυση της Αρχαίας Πύλου
Η ακρόπολη της αρχαίας Πύλου βρισκόταν στο χώρο (εντός και εκτός) που σήμερα διασώζεται το ιστορικό Παλαιόκαστρο. Όταν η αρχαία πόλη επανιδρύθηκε κατά το -371 επέστρεψαν σ’ αυτήν ακόμα και εξόριστοι από εκείνους που είχαν αναχωρήσει στη Σικελία και στην Κυρηναϊκή, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί αυτόνομη πόλη (-362) μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη το -367.
Η ακρόπολη της αρχαίας Πύλου ακολούθησε την πορεία των περισσοτέρων πόλεων του πελοποννησιακού νότου που διαδοχικά γνώρισαν την ελληνιστική ακμή, τη ρωμαϊκή κατοχή και τη βυζαντινή περίοδο.
Βυζαντινή περίοδος
Στα Βυζαντινά χρόνια, περί τον 6ο αιώνα, ή πόλη που τότε ονομαζόταν Ζόγκλος, καταλήφθηκε πρόσκαιρα από τους Αβάρους, απ΄ όπου και μετονομάστηκε σε Αβαρίνο.
Φραγκική περίοδος
Προς το τέλος της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278 κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το υπάρχον σήμερα φραγκικό επάκτιο κάστρο πάνω στα ερείπια της αρχαίας οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας.
Η ίδρυση του φραγκικού κάστρου
H ίδρυση του κάστρου στην κορυφή της άκρας αυτής αποδίδεται στον Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, κατά το 1278 (παλαιότερες έρευνες τοποθετούσαν το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1281 και του 1289 ή και σπανιότερα στον εγγονό του Νικόλαο Γ΄ Σαιντομέρ, σε άλλες πηγές ανιψιός).
Ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, του γνωστού Οίκου των Σαιντ-Ομέρ, ήταν ηγεμόνας της Θήβας (1258 - 1294) πρωτοστράτορας και Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1287 - 1289). Καταγόταν από την Φλαμανδική οικογένεια Fauquembergue, που ήταν καστελλάνοι του Αγίου Ομέρ (Saint Omer) Σαιντ-Ομέρ της Γαλλίας και επίσης ηγεμόνων ως φέουδου της Θήβας κατά τη διάρκεια της Βαρωνίας της Θήβας που ήταν όμως υποτελές στο Δουκάτο των Αθηνών.
Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, ο αποκαλούμενος από τον τότε ελληνικό πληθυσμό επίσης ως «Σανταμέρης» και «γερονικόλας», αυθέντης και βαρώνος των Θηβών, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του φράγκικου πριγκιπάτου της Αχαΐας (Μοριά) έκτισε το φρούριο για τον διάδοχο και εγγονό του (και σε άλλες πηγές ανιψιό του) Νικόλαο Γ΄ Σαιντομέρ, τον μετέπειτα και βάιλο του Μοριά, κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας και του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. O Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ έχτισε επίσης και άλλα κάστρα, όπως π.χ. το Κάστρο των Σαιντ-Ομέρ που τμήμα του διασώζεται ακόμα και σήμερα στη Θήβα, προκειμένου να προστατέψει την περιουσία της δεύτερης γυναίκας του, της χήρας του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου, πριγκίπισσας Άννας Αγγελίνας Κομνηνής, Αγνής για τους Φράγκους, κόρης του Έλληνα δεσπότη της Ηπείρου και του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα.
Όταν λοιπόν, ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, μεγάλος αυθέντης (αποκαλούμενος και «γερονικόλας» πλέον λόγω της ηλικίας του) παντρεύεται τη χήρα του μέγα Πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, Άννα Αγγελίνα Κομνηνή γίνεται αυτόματα και κύριος διαφόρων κτήσεων στην Πελοπόννησο. Μια από τις κτήσεις εκείνες ήταν και η θέση όπου αποφάσισε να θεμελιώσει το κάστρο του «Παλαιού Ναβαρίνου». Και το έκαμε με τη χαρακτηριστική τοιχοδομία των σταυροφορικών κάστρων, με τις λεπτοδουλεμένες πολεμίστρες σε σχήμα «v» που θυμίζουν το περίφημο Κάστρο των Ιπποτών της Ρόδου. Στη συνέχεια το κάστρο αναλαμβάνει ο Νικόλαος Γ΄ Σαιντ-Ομέρ, πρωτοστράτορας της Αχαΐας.
Η ισπανική εταιρία των Ναυαρραίων
Μετά το θάνατο του Νικόλα Γ΄ Σαιντομέρ, γύρω στο 1314, το Αβαρίνο διεκδικήθηκε και περιήλθε σε διαφόρους κυρίους. Στα 1381 το Κάστρο το κυριεύει η «ισπανική εταιρία των Ναυαρραίων», ή πιο απλά οι Ναβαρραίοι, που ήδη είχαν προβεί κατά το ίδιο έτος στην κατάληψη του Πριγκιπάτου της Αχαΐας στο όνομα του Ιάκωβου των Μπω.
Οι Ναβαρραίοι ήταν μια στρατιωτική μισθοφορική ομάδα οποία έδρασε τον 14ο αιώνα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, αλλά κυρίως στον ελλαδικό χώρο που εκείνη την εποχή ήταν κάτω από την κυριαρχία των κρατιδίων που είχαν ιδρύσει οι Σταυροφόροι στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Την αποτελούσαν κυρίως στρατιώτες από τη Ναβάρρα (βόρεια περιοχή της Ισπανίας) και τη Γασκώνη (νότια περιοχή της Γαλλίας). Σε νεώτερες πηγές αναφέρονται και ως Εταιρεία των Ναβαρραίων, παρόλο που ο όρος είναι μάλλον ανακριβής. Έτσι κατά το 1381 στράφηκαν λοιπόν προς τη Πελοπόννησο και σχεδόν χωρίς αντίσταση έγιναν κυρίαρχοι του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Ιάκωβος των Μπω, όρισε τον αρχηγό τους Μαγιότο ντε Κοκαρέλη, βάιλο στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Σταδιακά, οι Ναβαρραίοι απέκτησαν τον έλεγχο όλης της Πελοποννήσου. Με το θάνατο του Ιακώβου των Μπω το 1383, οι Ναβαρραίοι ήλεγχαν ουσιαστικά το Πριγκιπάτο, αλλά και το κάστρο του Ναβαρίνου και μάλιστα δεν αναγνώριζαν τον κληρονόμο του Ιακώβου, Κάρολο Γ' της Νάπολης, επειδή αυτός δεν τους παρείχε τις αποδείξεις που του ζητούσαν. Το 1386, όταν πέθανε ο Μαγιότο, ανέλαβε το πριγκιπάτο ως βάιλος ο άλλος αρχηγός των Ναβαρραίων Πέτρος Μπόρντο του Σαν Σουπεράνο. Εκπροσωπώντας τους βαρώνους του Πριγκιπάτου, ο Πέτρος Μπόρτνο σύναψε τη συνθήκη της 26ης Ιουλίου του 1387 με τη Δημοκρατία της Βενετίας.
Μετά το θάνατο το Σουπερανού το 1402 τυπικά ανέλαβε την εξουσία η χήρα του, Μαρία Β΄ Ζαχαρία, ουσιαστικά όμως την εξουσία είχε ο ανιψιός της Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, ο οποίος αναγνωρίστηκε το 1404 και επίσημα ως ηγεμόνας του Πριγκιπάτου. Σταδιακά, από το 1419 απώλεσε την εξουσία του Πριγκιπάτου το οποίο κατέλαβαν οι Βυζαντινοί, αρχικά παρέμεινε στη Χαλανδρίτσα και τελικά έμεινε στην Βαρωνία της Αρκαδιάς μέχρι τον θάνατο του το 1432 που πέρασε και αυτή στον Θωμά Παλαιολόγο.
Περίοδος των Ενετών
Ύστερα από ένα περίπου αιώνα από το θάνατο του Νικόλα Γ΄ Σαιντομέρ έρχεται η στιγμή που το κάστρο αναλαμβάνουν οι Βενετσιάνοι και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, το 1417 ή 1423, όταν αυτό πωλείται οριστικά στους Ενετούς, στους οποίους παραμένει η κατοχή και μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου το 1460 από τον Μωάμεθ B΄. O Μωάμεθ B΄ μάλιστα επικυρώνει τις ενετικές κτήσεις και το Ναβαρίνο παραμένει σε Βενετσιάνικη κατοχή, μέχρι το 1500.
Οθωμανική περίοδος
H Πολιορκία της πόλης του Ναυαρίνου, δηλαδή της Πύλου, (αριστερά) και του Παλαιόκαστρου (δεξιά) από τον Ιμπραήμ το 1825.
Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής.
Αν και το κάστρο με την απόφαση επικύρωσης του Μωάμεθ B΄ παρέμεινε σε Βενετσιάνικη κατοχή, μέχρι το 1500 δεν ίσχυσε το ίδιο και με τον διάδοχό του Βαγιαζίτ Β΄.
Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄.
Μετά την πτώση της Μεθώνης τον Αύγουστο του 1500, στον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄ και την πλήρη επικράτηση των Οθωμανών – Τούρκων τα επόμενα χρόνια της ανόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ευρύτερη περιοχή, ο Ενετός φρούραρχος του Ναβαρίνου Κονταρίνι, (μέλος του Οίκου των Κονταρίνι, αλλά το πιθανότερο συγγενής άλλος από τον Βαρθολομαίο Κονταρίνι, που ήταν κυβερνήτης του Δουκάτου των Αθηνών για λογαριασμό του Φραντσέσκο Α΄ Ατσαϊόλι) παρέδωσε, μαζί με την φρουρά του αποτελούμενη από 100 περίπου Βενετούς πολεμιστές, αμαχητί το κάστρο, στις 2 Ιούνη του 1686, στους Τούρκους.
Το 1572, οι Τούρκοι κτίζουν το νέο κάστρο του Ναβαρίνου ή Νιόκαστρο στη νότια είσοδο του κόλπου του Ναβαρίνου, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η νεότερη πόλη της Πύλου και το παλιό κάστρο, εκτός ίσως κάποιας φρουράς που παραμένει, εγκαταλείπεται και σταδιακά απαξιώνεται ως προς την αμυντική και οχυρωματική του χρήση. Μάλιστα κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μοριά οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στο νέο αυτό κάστρο.
Ο Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
O Ισπανός Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη, που στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) έχασε το χέρι του, αναφέρεται στο Κάστρο του Ναβαρίνου που γνώρισε το 1572, όταν συμμετείχε με τον ισπανοϊταλικό στόλο, στις προσπάθειες του Δον Χουάν (ο αδελφός του βασιλιά της Ισπανίας Δον Ιωάννης ο Αυστριακός (Don Juan d' Austria), υπό την αρχηγία του οποίου τέθηκε όλος ο στόλος ) να επανακτήσει την ισχύ στην περιοχή, χωρίς να κατορθώσει όμως να το καταλάβει).
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι
Το 1686, όταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, του Οίκου των Μοροζίνι, δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας από το 1688 έως το 1694, κατά τη διάρκεια του Έκτου Ενετοτουρκικού πολέμου, που είχε αρχίσει από το 1645 με την επιδρομή των Τούρκων κατά της Κρήτης, παρουσιάστηκε μ’ ένα στόλο από διακόσια καράβια κάτω από το κάστρο, κι’ ανάγκασε την τούρκικη φρουρά του να συνθηκολογήσει, βρήκε σαράντα τρία κανόνια, άφθονα όπλα, τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά κανένα θησαυρό.
Περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Ο Ιμπραήμ Πασάς
Το 1821 κατά την έναρξη της Επανάστασης οι Έλληνες επαναστάτες κατέλαβαν το Παλαιόκαστρο, για να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριό τους, αλλά αναγκάστηκαν ναι το παραδώσουν στον Ιμπραήμ το 1825 μετά από πολιορκία. Μετά τη γνωστή Ναυμαχία του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου 1827 το κάστρο επέστρεψε σε ελληνικά χέρια.
Βέβαια, με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, το κάστρο έχασε τελείως τον αμυντικό του ρόλο και εγκαταλείφθηκε οριστικά ως οχυρό. Όταν οι Οθωμανοί υποχώρησαν το 1828, η γαλλική επιστημονική αποστολή του Μοριά, που πραγματοποίησε την Εκστρατεία του Μωριά βρήκε το κάστρο ουσιαστικά ένα ερείπιο. Ένα ερείπιο «σαν λησμονημένο εκεί πάνω, λησμονημένο από τον καιρό», να θυμίζει και «να εξάρει τις αναμνήσεις της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα».
Η ονοματολογία του κάστρου
Η ονοματολογία του κάστρου ακολουθεί αυτήν της πόλης της Πύλου. Η Πύλος, αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, όπως την καταγράφει και ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2) ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιο. Στην αρχαιότητα (αρχαϊκοί- κλασικοί χρόνοι) ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης. Αργότερα και ως τα Βυζαντινά χρόνια λεγόταν "Ζόγκλος", αλλά περί τον 6ο αιώνα, καταλήφθηκε από τους Αβάρους, απ΄ όπου και ονομάστηκε Αβαρίνο - από εκεί προήλθε και η ονομασία Ναυαρίνο, ή Ναβαρίνο, εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου +Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο), κατά την οποία και προσδιορίζονταν όλος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη Μεσσηνίας και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Κατά άλλη εκδοχή, το όνομα Ναυαρίνο είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "μέρος με σφεντάμια" ή σχοίνα.
Τοποθεσία του κάστρου & γεωγραφικά στοιχεία
Το Παλαιόκαστρο ή Παλιοναβαρίνο βρίσκεται στην Πελοπόννησο, σε ύψωμα του Κορυφασίου ακρωτηρίου στο βόρειο άκρο του κόλπου/όρμου του Ναυαρίνου, απέναντι από το βόρειο άκρο της ιστορικής νήσου Σφακτηρίας και ουσιαστικά ήλεγχε τη νότια άκρη της χερσονήσου Κορυφασίου, προέκταση της οποίας αποτελεί η νήσος Σφακτηρία, που εκτείνεται νότια και περικλείει από δυσμάς τον κόλπο του Ναβαρίνου. Ένας μικρός πορθμός, σήμερα πλωτός μόνο σε μικρά ιστιοφόρα και βάρκες, που αποτελεί τη φυσική βόρεια είσοδο του κόλπου του Nαβαρίνου, το Στενό της Συκιάς, το χωρίζει από τη Σφακτηρία. Το ακρωτήρι, φύσει οχυρή θέση με την απόκρημνη και βραχώδη διαμόρφωση του υψώματος και με τη θάλασσα σχεδόν ολόγυρα, περιβρέχεται δυτικά και νότια από το Ιόνιο πέλαγος, βόρεια από τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, και ανατολικά εν μέρει από τη λιμνοθάλασσα του Oσμάναγα (ή το Διβάρι).
Από τη στρατηγική αυτή θέση του κάστρου επισκοπείται ο θαλάσσιος χώρος από τη νήσο Πρώτη (Mαραθονήσι) μέχρι τις Μεσσηνιακές Οινούσσες (Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαριανή Μεσσηνίας ή Αμαριανή και Βενέτικο Μεσσηνίας), καθώς παράλληλα ελέγχει τη βόρεια είσοδο του όρμου του Ναβαρίνου και το εκεί λιμάνι (της Γιάλοβας).
Το κάστρο αυτό δεσπόζει επίσης στη γεωγραφική αυτή περιοχή εκτός από τον όρμο του Ναυαρίνου και τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους των Βαλκανίων που υποστηρίζεται από δίκτυο «NATURA 2000» και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα LIFE - Φύση (1997-2000), καθώς και στην εκπληκτική παραλία της Βοϊδοκοιλιάς αλλά και πάνω ακριβώς από τη 2η σε μέγεθος λιμνοθάλασσα της Ελλάδας (μετά από αυτήν του Μεσσολογγίου, την Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου), που λέγεται και Ντιβάρι ή Διβάρι Πύλου, ενώ βρίσκεται σε κοντινές αποστάσεις και στα χωριά Γιάλοβα Μεσσηνίας, Πετροχώρι Μεσσηνίας, Ρωμανός, Τραγάνα Μεσσηνίας και Κορυφάσιο Μεσσηνίας, που υπάγονται διοικητικά στην πόλη της Πύλου, του πρώην Καπποδιστριακού Δήμου Πύλου και τώρα του Καλλικρατικού Δήμου Πύλου - Νέστορος του Νομού Μεσσηνίας, της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Ιστορία του κάστρου
Το Παλαιόκαστρο ή Παλιοναβαρίνο ή Κάστρο της Γιάλοβας είναι ένα από τα σημαντικότερα φρούρια που ορθώθηκε επί φραγκοκρατίας στο Μοριά, πάνω στα ερείπια της πρώτης ακρόπολης της αρχαίας Πύλου των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Πρόκειται για το παλαιότερο καστέλι του Ναβαρίνου, ονομασία με την οποία λεγόταν η Πύλος στα χρόνια του Μεσαίωνα, καμωμένο και με δομικά υλικά της προγενέστερης ακρόπολης, από τους Φράγκους σταυροφόρους ιππότες.
Κατά την διάρκεια της ιστορίας του το κάστρο δέχθηκε πολλές επιθέσεις και άλλαξε πολλούς ηγεμόνες -λόγω της στρατηγικής σημασίας της θέσης του- και υπέστη επίσης και άλλες σημαντικές δομικές επεμβάσεις, τροποποιήσεις χρήσεων και αρχιτεκτονικές μεταβολές, από τους κατά καιρούς κατακτητές, που αλλοίωσαν την αρχική φυσιογνωμία του.
Το σπήλαιο του Νέστορος ή του Νηλέως
Στο λόφο του Παλαιόκαστρου βρίσκεται και το σπήλαιο του Νέστορος ή του Νηλέως. Κατά την παράδοση, το σπήλαιο χρησίμευσε ως στάβλος για τα κοπάδια αγελάδων του Νηλέως και του Νέστορος. Το σπήλαιο αυτό εξερεύνησε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν (1874) και στη συνέχεια οι W.A. McDonald και ο Δ. Θεοχάρης (1952) και Γ. Σ. Kορρές και Aδ. Σάμψων (1980).
Επανίδρυση της Αρχαίας Πύλου
Η ακρόπολη της αρχαίας Πύλου βρισκόταν στο χώρο (εντός και εκτός) που σήμερα διασώζεται το ιστορικό Παλαιόκαστρο. Όταν η αρχαία πόλη επανιδρύθηκε κατά το -371 επέστρεψαν σ’ αυτήν ακόμα και εξόριστοι από εκείνους που είχαν αναχωρήσει στη Σικελία και στην Κυρηναϊκή, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί αυτόνομη πόλη (-362) μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη το -367.
Η ακρόπολη της αρχαίας Πύλου ακολούθησε την πορεία των περισσοτέρων πόλεων του πελοποννησιακού νότου που διαδοχικά γνώρισαν την ελληνιστική ακμή, τη ρωμαϊκή κατοχή και τη βυζαντινή περίοδο.
Βυζαντινή περίοδος
Στα Βυζαντινά χρόνια, περί τον 6ο αιώνα, ή πόλη που τότε ονομαζόταν Ζόγκλος, καταλήφθηκε πρόσκαιρα από τους Αβάρους, απ΄ όπου και μετονομάστηκε σε Αβαρίνο.
Φραγκική περίοδος
Προς το τέλος της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278 κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το υπάρχον σήμερα φραγκικό επάκτιο κάστρο πάνω στα ερείπια της αρχαίας οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας.
Η ίδρυση του φραγκικού κάστρου
H ίδρυση του κάστρου στην κορυφή της άκρας αυτής αποδίδεται στον Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, κατά το 1278 (παλαιότερες έρευνες τοποθετούσαν το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1281 και του 1289 ή και σπανιότερα στον εγγονό του Νικόλαο Γ΄ Σαιντομέρ, σε άλλες πηγές ανιψιός).
Ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, του γνωστού Οίκου των Σαιντ-Ομέρ, ήταν ηγεμόνας της Θήβας (1258 - 1294) πρωτοστράτορας και Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1287 - 1289). Καταγόταν από την Φλαμανδική οικογένεια Fauquembergue, που ήταν καστελλάνοι του Αγίου Ομέρ (Saint Omer) Σαιντ-Ομέρ της Γαλλίας και επίσης ηγεμόνων ως φέουδου της Θήβας κατά τη διάρκεια της Βαρωνίας της Θήβας που ήταν όμως υποτελές στο Δουκάτο των Αθηνών.
Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, ο αποκαλούμενος από τον τότε ελληνικό πληθυσμό επίσης ως «Σανταμέρης» και «γερονικόλας», αυθέντης και βαρώνος των Θηβών, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του φράγκικου πριγκιπάτου της Αχαΐας (Μοριά) έκτισε το φρούριο για τον διάδοχο και εγγονό του (και σε άλλες πηγές ανιψιό του) Νικόλαο Γ΄ Σαιντομέρ, τον μετέπειτα και βάιλο του Μοριά, κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας και του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. O Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ έχτισε επίσης και άλλα κάστρα, όπως π.χ. το Κάστρο των Σαιντ-Ομέρ που τμήμα του διασώζεται ακόμα και σήμερα στη Θήβα, προκειμένου να προστατέψει την περιουσία της δεύτερης γυναίκας του, της χήρας του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου, πριγκίπισσας Άννας Αγγελίνας Κομνηνής, Αγνής για τους Φράγκους, κόρης του Έλληνα δεσπότη της Ηπείρου και του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα.
Όταν λοιπόν, ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ, μεγάλος αυθέντης (αποκαλούμενος και «γερονικόλας» πλέον λόγω της ηλικίας του) παντρεύεται τη χήρα του μέγα Πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, Άννα Αγγελίνα Κομνηνή γίνεται αυτόματα και κύριος διαφόρων κτήσεων στην Πελοπόννησο. Μια από τις κτήσεις εκείνες ήταν και η θέση όπου αποφάσισε να θεμελιώσει το κάστρο του «Παλαιού Ναβαρίνου». Και το έκαμε με τη χαρακτηριστική τοιχοδομία των σταυροφορικών κάστρων, με τις λεπτοδουλεμένες πολεμίστρες σε σχήμα «v» που θυμίζουν το περίφημο Κάστρο των Ιπποτών της Ρόδου. Στη συνέχεια το κάστρο αναλαμβάνει ο Νικόλαος Γ΄ Σαιντ-Ομέρ, πρωτοστράτορας της Αχαΐας.
Η ισπανική εταιρία των Ναυαρραίων
Μετά το θάνατο του Νικόλα Γ΄ Σαιντομέρ, γύρω στο 1314, το Αβαρίνο διεκδικήθηκε και περιήλθε σε διαφόρους κυρίους. Στα 1381 το Κάστρο το κυριεύει η «ισπανική εταιρία των Ναυαρραίων», ή πιο απλά οι Ναβαρραίοι, που ήδη είχαν προβεί κατά το ίδιο έτος στην κατάληψη του Πριγκιπάτου της Αχαΐας στο όνομα του Ιάκωβου των Μπω.
Οι Ναβαρραίοι ήταν μια στρατιωτική μισθοφορική ομάδα οποία έδρασε τον 14ο αιώνα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, αλλά κυρίως στον ελλαδικό χώρο που εκείνη την εποχή ήταν κάτω από την κυριαρχία των κρατιδίων που είχαν ιδρύσει οι Σταυροφόροι στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Την αποτελούσαν κυρίως στρατιώτες από τη Ναβάρρα (βόρεια περιοχή της Ισπανίας) και τη Γασκώνη (νότια περιοχή της Γαλλίας). Σε νεώτερες πηγές αναφέρονται και ως Εταιρεία των Ναβαρραίων, παρόλο που ο όρος είναι μάλλον ανακριβής. Έτσι κατά το 1381 στράφηκαν λοιπόν προς τη Πελοπόννησο και σχεδόν χωρίς αντίσταση έγιναν κυρίαρχοι του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Ιάκωβος των Μπω, όρισε τον αρχηγό τους Μαγιότο ντε Κοκαρέλη, βάιλο στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Σταδιακά, οι Ναβαρραίοι απέκτησαν τον έλεγχο όλης της Πελοποννήσου. Με το θάνατο του Ιακώβου των Μπω το 1383, οι Ναβαρραίοι ήλεγχαν ουσιαστικά το Πριγκιπάτο, αλλά και το κάστρο του Ναβαρίνου και μάλιστα δεν αναγνώριζαν τον κληρονόμο του Ιακώβου, Κάρολο Γ' της Νάπολης, επειδή αυτός δεν τους παρείχε τις αποδείξεις που του ζητούσαν. Το 1386, όταν πέθανε ο Μαγιότο, ανέλαβε το πριγκιπάτο ως βάιλος ο άλλος αρχηγός των Ναβαρραίων Πέτρος Μπόρντο του Σαν Σουπεράνο. Εκπροσωπώντας τους βαρώνους του Πριγκιπάτου, ο Πέτρος Μπόρτνο σύναψε τη συνθήκη της 26ης Ιουλίου του 1387 με τη Δημοκρατία της Βενετίας.
Μετά το θάνατο το Σουπερανού το 1402 τυπικά ανέλαβε την εξουσία η χήρα του, Μαρία Β΄ Ζαχαρία, ουσιαστικά όμως την εξουσία είχε ο ανιψιός της Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, ο οποίος αναγνωρίστηκε το 1404 και επίσημα ως ηγεμόνας του Πριγκιπάτου. Σταδιακά, από το 1419 απώλεσε την εξουσία του Πριγκιπάτου το οποίο κατέλαβαν οι Βυζαντινοί, αρχικά παρέμεινε στη Χαλανδρίτσα και τελικά έμεινε στην Βαρωνία της Αρκαδιάς μέχρι τον θάνατο του το 1432 που πέρασε και αυτή στον Θωμά Παλαιολόγο.
Περίοδος των Ενετών
Ύστερα από ένα περίπου αιώνα από το θάνατο του Νικόλα Γ΄ Σαιντομέρ έρχεται η στιγμή που το κάστρο αναλαμβάνουν οι Βενετσιάνοι και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, το 1417 ή 1423, όταν αυτό πωλείται οριστικά στους Ενετούς, στους οποίους παραμένει η κατοχή και μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου το 1460 από τον Μωάμεθ B΄. O Μωάμεθ B΄ μάλιστα επικυρώνει τις ενετικές κτήσεις και το Ναβαρίνο παραμένει σε Βενετσιάνικη κατοχή, μέχρι το 1500.
Οθωμανική περίοδος
H Πολιορκία της πόλης του Ναυαρίνου, δηλαδή της Πύλου, (αριστερά) και του Παλαιόκαστρου (δεξιά) από τον Ιμπραήμ το 1825.
Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής.
Αν και το κάστρο με την απόφαση επικύρωσης του Μωάμεθ B΄ παρέμεινε σε Βενετσιάνικη κατοχή, μέχρι το 1500 δεν ίσχυσε το ίδιο και με τον διάδοχό του Βαγιαζίτ Β΄.
Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄.
Μετά την πτώση της Μεθώνης τον Αύγουστο του 1500, στον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄ και την πλήρη επικράτηση των Οθωμανών – Τούρκων τα επόμενα χρόνια της ανόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ευρύτερη περιοχή, ο Ενετός φρούραρχος του Ναβαρίνου Κονταρίνι, (μέλος του Οίκου των Κονταρίνι, αλλά το πιθανότερο συγγενής άλλος από τον Βαρθολομαίο Κονταρίνι, που ήταν κυβερνήτης του Δουκάτου των Αθηνών για λογαριασμό του Φραντσέσκο Α΄ Ατσαϊόλι) παρέδωσε, μαζί με την φρουρά του αποτελούμενη από 100 περίπου Βενετούς πολεμιστές, αμαχητί το κάστρο, στις 2 Ιούνη του 1686, στους Τούρκους.
Το 1572, οι Τούρκοι κτίζουν το νέο κάστρο του Ναβαρίνου ή Νιόκαστρο στη νότια είσοδο του κόλπου του Ναβαρίνου, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η νεότερη πόλη της Πύλου και το παλιό κάστρο, εκτός ίσως κάποιας φρουράς που παραμένει, εγκαταλείπεται και σταδιακά απαξιώνεται ως προς την αμυντική και οχυρωματική του χρήση. Μάλιστα κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μοριά οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στο νέο αυτό κάστρο.
Ο Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
O Ισπανός Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη, που στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) έχασε το χέρι του, αναφέρεται στο Κάστρο του Ναβαρίνου που γνώρισε το 1572, όταν συμμετείχε με τον ισπανοϊταλικό στόλο, στις προσπάθειες του Δον Χουάν (ο αδελφός του βασιλιά της Ισπανίας Δον Ιωάννης ο Αυστριακός (Don Juan d' Austria), υπό την αρχηγία του οποίου τέθηκε όλος ο στόλος ) να επανακτήσει την ισχύ στην περιοχή, χωρίς να κατορθώσει όμως να το καταλάβει).
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι
Το 1686, όταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, του Οίκου των Μοροζίνι, δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας από το 1688 έως το 1694, κατά τη διάρκεια του Έκτου Ενετοτουρκικού πολέμου, που είχε αρχίσει από το 1645 με την επιδρομή των Τούρκων κατά της Κρήτης, παρουσιάστηκε μ’ ένα στόλο από διακόσια καράβια κάτω από το κάστρο, κι’ ανάγκασε την τούρκικη φρουρά του να συνθηκολογήσει, βρήκε σαράντα τρία κανόνια, άφθονα όπλα, τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά κανένα θησαυρό.
Περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Ο Ιμπραήμ Πασάς
Το 1821 κατά την έναρξη της Επανάστασης οι Έλληνες επαναστάτες κατέλαβαν το Παλαιόκαστρο, για να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριό τους, αλλά αναγκάστηκαν ναι το παραδώσουν στον Ιμπραήμ το 1825 μετά από πολιορκία. Μετά τη γνωστή Ναυμαχία του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου 1827 το κάστρο επέστρεψε σε ελληνικά χέρια.
Βέβαια, με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, το κάστρο έχασε τελείως τον αμυντικό του ρόλο και εγκαταλείφθηκε οριστικά ως οχυρό. Όταν οι Οθωμανοί υποχώρησαν το 1828, η γαλλική επιστημονική αποστολή του Μοριά, που πραγματοποίησε την Εκστρατεία του Μωριά βρήκε το κάστρο ουσιαστικά ένα ερείπιο. Ένα ερείπιο «σαν λησμονημένο εκεί πάνω, λησμονημένο από τον καιρό», να θυμίζει και «να εξάρει τις αναμνήσεις της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα».
Αρχιτεκτονικά στοιχεία
Το κάστρο που καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 50 στρεμμάτων σε σχήμα τραπεζοειδές. κτίσθηκε στα λείψανα της κλασικής ακρόπολης της αρχαίας Πύλου, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα του. Απ’ αυτήν διατηρούνται κάποια τμήματα τοίχων και ξαναχρησιμοποιημένο δομικό υλικό.
Σύμφωνα με τους μελετητές το κάστρο που έκτισε ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ περιορίζεται στην σημερινή ακρόπολη, στο βόρειο άκρο της κορυφής του λόφου. Δεν υπήρξε απλώς φρούριο αμυντικής χρήσης αλλά και χώρος οικισμού, ο οποίος πρέπει να εκτεινόταν εντός και εκτός αυτού στη δυτική πλευρά με τις εγκαταστάσεις του λιμανιού στην παραλία, όπως μαρτυρούν σποραδικά λείψανα στην έκταση αυτή.
Το κάστρο που καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 50 στρεμμάτων σε σχήμα τραπεζοειδές. κτίσθηκε στα λείψανα της κλασικής ακρόπολης της αρχαίας Πύλου, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα του. Απ’ αυτήν διατηρούνται κάποια τμήματα τοίχων και ξαναχρησιμοποιημένο δομικό υλικό.
Σύμφωνα με τους μελετητές το κάστρο που έκτισε ο Νικόλαος Β΄ Σαιντ-Ομέρ περιορίζεται στην σημερινή ακρόπολη, στο βόρειο άκρο της κορυφής του λόφου. Δεν υπήρξε απλώς φρούριο αμυντικής χρήσης αλλά και χώρος οικισμού, ο οποίος πρέπει να εκτεινόταν εντός και εκτός αυτού στη δυτική πλευρά με τις εγκαταστάσεις του λιμανιού στην παραλία, όπως μαρτυρούν σποραδικά λείψανα στην έκταση αυτή.
Η κυρία είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά, εκεί όπου καταλήγει το μονοπάτι πρόσβασης που ανηφορίζει από το Στενό της Συκιάς αφήνοντας πίσω αρχαία τείχη και τουρκικά μνήματα και λείψανα νεώτερης κατοίκησης. Μεγάλο τμήμα της πύλης έχει σήμερα καταρρεύσει. Το εξωτερικό περιμετρικό τείχος, περιβάλλει την κορυφή και διαιρείται σε δύο μέρη με εγκάρσιο τείχος, το νότιο μεγαλύτερο και το βόρειο στην κορυφή, εν είδει ακρόπολης, ενώ εντός των τειχών συναντά κανείς ερείπια των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων, της καθολικής εκκλησίας και υπόγειων δεξαμενών νερού. Επίσης, σήμερα, διατηρούνται τρεις σειρές λιθοπλίνθων στο μέσον της νότιας πλευράς του εξωτερικού περιβόλου, τα κατώτερα τμήματα του τείχους της βορεοανατολικής. πλευράς, καθώς και η βάση των δύο κυκλικής κατόψεως πύργων στην ίδια πλευρά του κάστρου.
Στους χρόνους πριν από τη Φραγκοκρατία, μαζί με τα λείψανα του υδραγωγείου στην παραλία και τη σωζόμενη γέφυρα στον ποταμό Τυφλομύτη μεταξύ Ρωμανού και Τραγάνας, πρέπει να ανήκει ένας μικρός ορθογώνιος πύργος στο δυτικό άκρο του δυτικού εξωτερικού τείχους, που είναι κτισμένος με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής των βυζαντινών χρόνων, ενώ στην ανωδομή του κάστρου διακρίνονται κυρίως δύο περίοδοι, αυτή της ενετικής κατοχής των χρόνων 1423-1500 και εκείνη της τουρκικής του 16ου αιώνα.
Άλλωστε, η διατηρούμενη σήμερα μορφή του ανήκει στον ύστερο 16ο κυρίως αιώνα, αλλά ο νότιος περίβολος πιθανόν και να προστέθηκε από τους Ενετούς ή και τους Οθωμανούς-Τούρκους. Στα ανατολικά το κάστρο δεν τειχίστηκε λόγω της φυσικής οχύρωσης του λόφου, αλλά όπου δομήθηκαν τα τείχη είναι λεπτά και ψηλά, με επάλξεις σε χελιδονοειδή απόληξη, όπου είναι ορατές και οι διάφορες κατασκευαστικές φάσεις, ενώ δεν έχουν προκύψει από τις ως τώρα έρευνες να έγιναν μεταγενέστερες οικοδομικές εργασίες στο κάστρο ούτε κατά τη δεύτερη Ενετοκρατία, παρά την έκθεση του Grimani του 1706 για τις ανάγκες του φρουρίου, ούτε ακόμα κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Το Παλιαβαρίνο είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
ΠΗΓΗ: Wikipedia
Στους χρόνους πριν από τη Φραγκοκρατία, μαζί με τα λείψανα του υδραγωγείου στην παραλία και τη σωζόμενη γέφυρα στον ποταμό Τυφλομύτη μεταξύ Ρωμανού και Τραγάνας, πρέπει να ανήκει ένας μικρός ορθογώνιος πύργος στο δυτικό άκρο του δυτικού εξωτερικού τείχους, που είναι κτισμένος με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής των βυζαντινών χρόνων, ενώ στην ανωδομή του κάστρου διακρίνονται κυρίως δύο περίοδοι, αυτή της ενετικής κατοχής των χρόνων 1423-1500 και εκείνη της τουρκικής του 16ου αιώνα.
Άλλωστε, η διατηρούμενη σήμερα μορφή του ανήκει στον ύστερο 16ο κυρίως αιώνα, αλλά ο νότιος περίβολος πιθανόν και να προστέθηκε από τους Ενετούς ή και τους Οθωμανούς-Τούρκους. Στα ανατολικά το κάστρο δεν τειχίστηκε λόγω της φυσικής οχύρωσης του λόφου, αλλά όπου δομήθηκαν τα τείχη είναι λεπτά και ψηλά, με επάλξεις σε χελιδονοειδή απόληξη, όπου είναι ορατές και οι διάφορες κατασκευαστικές φάσεις, ενώ δεν έχουν προκύψει από τις ως τώρα έρευνες να έγιναν μεταγενέστερες οικοδομικές εργασίες στο κάστρο ούτε κατά τη δεύτερη Ενετοκρατία, παρά την έκθεση του Grimani του 1706 για τις ανάγκες του φρουρίου, ούτε ακόμα κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Το Παλιαβαρίνο είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
Σημερινή περίοδος & χρηστικές πληροφορίες
Το Παλαιόκαστρο, σήμερα διατηρείται έστω και σε μέτρια ως κακή κατάσταση, αλλά παράλληλα διατηρεί και «ισχυρή την μνήμη ιστορικών γεγονότων, που φανερώνουν την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του τόπου». Σημαντική υπήρξε και η περιγραφή του κάστρου από τον Κώστα Ουράνη (1890-1953) μετά την επίσκεψη του στο κάστρο του Αβαρίνου, το 1930, στο βιβλίο του «Ταξίδια - Ελλάδα», Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1949.
Το κάστρο σήμερα βρίσκεται σε παραμελημένη και γενικά όχι καλή κατάσταση, με μερική πιθανή εξαίρεση μέρους των εξωτερικών του τειχών.
Το Παλαιόκαστρο, σήμερα διατηρείται έστω και σε μέτρια ως κακή κατάσταση, αλλά παράλληλα διατηρεί και «ισχυρή την μνήμη ιστορικών γεγονότων, που φανερώνουν την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του τόπου». Σημαντική υπήρξε και η περιγραφή του κάστρου από τον Κώστα Ουράνη (1890-1953) μετά την επίσκεψη του στο κάστρο του Αβαρίνου, το 1930, στο βιβλίο του «Ταξίδια - Ελλάδα», Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1949.
Το κάστρο σήμερα βρίσκεται σε παραμελημένη και γενικά όχι καλή κατάσταση, με μερική πιθανή εξαίρεση μέρους των εξωτερικών του τειχών.
Διαδρομή προς το Κάστρο
Ο λόφος του κάστρου είναι προσβάσιμος από το χωριό Γιάλοβα στη βόρεια πλευρά του κόλπου του Ναυαρίνου, 6 χιλιόμετρα από την Πύλο. Ο λόφος απέχει 3 χιλιόμετρα από τη Γιάλοβα Μεσσηνίας, αλλά από τη ρίζα του λόφου μέχρι το κάστρο απαιτείται πεζοπορική ανάβαση 20 τουλάχιστον λεπτών ή και περισσότερο.
Είσοδος στο Κάστρο
Δύσκολα προσβάσιμο, επικίνδυνη δόμηση, χωρίς ιδιαίτερη φύλαξη. Η είσοδος είναι απαγορευμένη για λόγους επικινδυνότητας, αλλά και το κάστρο είναι δύσκολα επισκέψιμο λόγω της κοπιώδους εικοσάλεπτης ανάβασης και της πυκνής βλάστησης. Η θέα πάντως από τον λόφο, που βρίσκεται το κάστρο, αξίζει τον κόπο ανάβασης.
Ο λόφος του κάστρου είναι προσβάσιμος από το χωριό Γιάλοβα στη βόρεια πλευρά του κόλπου του Ναυαρίνου, 6 χιλιόμετρα από την Πύλο. Ο λόφος απέχει 3 χιλιόμετρα από τη Γιάλοβα Μεσσηνίας, αλλά από τη ρίζα του λόφου μέχρι το κάστρο απαιτείται πεζοπορική ανάβαση 20 τουλάχιστον λεπτών ή και περισσότερο.
Είσοδος στο Κάστρο
Δύσκολα προσβάσιμο, επικίνδυνη δόμηση, χωρίς ιδιαίτερη φύλαξη. Η είσοδος είναι απαγορευμένη για λόγους επικινδυνότητας, αλλά και το κάστρο είναι δύσκολα επισκέψιμο λόγω της κοπιώδους εικοσάλεπτης ανάβασης και της πυκνής βλάστησης. Η θέα πάντως από τον λόφο, που βρίσκεται το κάστρο, αξίζει τον κόπο ανάβασης.
Η προστασία του μνημείου
Σημαντικό ρόλο στην ανεύρεση, ανασκαφή, ανάδειξη, κήρυξη ως ιστορικά διατηρητέων και τη συντήρηση του οχυρωματικού αυτού μνημείου έχουν αναλάβει οι εξής υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού: ΛΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΛΗ’ ΕΠΚΑ), που έχει έδρα την Καλαμάτα και αρμοδιότητα που εκτείνεται στο Νομό Μεσσηνίας και η 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που έχει έδρα την Καλαμάτα και αρμοδιότητα που εκτείνεται επίσης στον ίδιο νομό.
Το κάστρο ανακηρύχθηκε ως ιστορικά διατηρητέο το 1932 και έκτοτε η προστασία του ενισχύθηκε με διάφορες υπουργικές αποφάσεις.
Σημαντικό ρόλο στην ανεύρεση, ανασκαφή, ανάδειξη, κήρυξη ως ιστορικά διατηρητέων και τη συντήρηση του οχυρωματικού αυτού μνημείου έχουν αναλάβει οι εξής υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού: ΛΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΛΗ’ ΕΠΚΑ), που έχει έδρα την Καλαμάτα και αρμοδιότητα που εκτείνεται στο Νομό Μεσσηνίας και η 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που έχει έδρα την Καλαμάτα και αρμοδιότητα που εκτείνεται επίσης στον ίδιο νομό.
Το κάστρο ανακηρύχθηκε ως ιστορικά διατηρητέο το 1932 και έκτοτε η προστασία του ενισχύθηκε με διάφορες υπουργικές αποφάσεις.
ΠΗΓΗ: Wikipedia