Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται κοντά στο Κάμπο, σε ένα λόφο στο κέντρο ενός εύφορου λεκανοπεδίου, 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας στο δρόμο προς Αρεόπολη. Η θέση ήταν επίκαιρη στρατηγικά, καθώς επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης.
Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην θέση της Γερήνιας προϋπήρχε η Ομηρική Ενόπη.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.
Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας. Άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του τωρινού Δήμου Αβίας.
Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται κοντά στο Κάμπο, σε ένα λόφο στο κέντρο ενός εύφορου λεκανοπεδίου, 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας στο δρόμο προς Αρεόπολη.
Πρόκειται για ένα μικρό φρούριο με κομψές διαστάσεις που είναι θεμελιωμένο επάνω σε αρχαία πολυγωνικά τείχη στη θέση της προϊστορικής ακρόπολης.
Το κάστρο της Ζαρνάτας ή αλλιώς Κάστρο του Κουμουνδουράκη ήταν ένα από τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μάνης. Είναι υστεροβυζαντινό κάστρο που καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέκτισαν τον 17ο αιώνα και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία:
Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην θέση της Γερήνιας προϋπήρχε η Ομηρική Ενόπη.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.
Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας. Άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του τωρινού Δήμου Αβίας.
Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται κοντά στο Κάμπο, σε ένα λόφο στο κέντρο ενός εύφορου λεκανοπεδίου, 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας στο δρόμο προς Αρεόπολη.
Πρόκειται για ένα μικρό φρούριο με κομψές διαστάσεις που είναι θεμελιωμένο επάνω σε αρχαία πολυγωνικά τείχη στη θέση της προϊστορικής ακρόπολης.
Το κάστρο της Ζαρνάτας ή αλλιώς Κάστρο του Κουμουνδουράκη ήταν ένα από τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μάνης. Είναι υστεροβυζαντινό κάστρο που καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέκτισαν τον 17ο αιώνα και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία:
Η θέση ήταν επίκαιρη στρατηγικά, καθώς επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης.
Η Ζαρνάτα, πού δεν σημειώνεται πια ούτε στο χάρτη, και πού σαν τοπωνύμιο μόνο έχει περιοριστεί στο ύψωμα με το κάστρο, περιλάμβανε άλλοτε ολόκληρη περιοχή. Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας που άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του Δήμου Αβίας.
Ιστορία:
Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, μιας από τις 18 πόλεις που απάρτιζαν το Κοινό των Ελευθερολακώνων. Ο Παυσανίας την ταυτίζει με την Ενόπη, που ο Όμηρος την αναφέρει σαν ένα από τα εφτά "ευ ναιόμενα πτολίεθρα" του Αγαμέμνωνος, και διευκρινίζει ότι στις ημέρες του λεγόταν Γερηνία.
Περισσότερα για την Ενόπη και την Γερηνία: Ομηρική Ενόπη, αρχαία Γερήνια & τάφος Μαχάονος: Κάμπος Μεσσηνία
Η δεύτερη φάση ανοικοδόμησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο αντικρουόμενων απόψεων. Οι ερευνητές τοποθετούν τη χρονολόγηση του κάστρου από τον 15ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.
Το κάστρο υπήρχε ήδη τον 15ο αιώνα, καθώς αναφέρεται η παραχώρησή του από τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο στον Κωνσταντίνο, Δεσπότη του Μυστρά και διάδοχό του (και αργότερα τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα).
Το κάστρο κυριεύτηκε από τους Τούρκους το 1460 που του προξένησαν μεγάλες ζημιές. Διασώζονται τμήματα του μεσαιωνικού τείχους και τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Λίγο αργότερα πάντως οι Μανιάτες επαναστάτησαν και κατέλαβαν το κάστρο. Δεν είναι γνωστές λεπτομέρειες, αλλά το κάστρο πρέπει να άλλαξε χέρια πολλές φορές μέσα στον 16ο αιώνα.
Κατά την απογραφή της Πελοποννήσου του Grimani το 1618, το Κάστρο της Ζαρνάτας είχε 31 οικογένειες και 137 κατοίκους.
Το 1670 οι Τούρκοι το κατέλαβαν ξανά και πάνω στα ερείπια του παλαιότερου κάστρου, έκτισαν με τη βοήθεια του Λυμπεράκη Γερακάρη, ένα μικρό σχετικά φρούριο δημιουργώντας λουτρά, τζαμί, και καταστήματα, ενώ από το 1671 εγκαταστάθηκε και φρουρά.
Το 1685 ύστερα από σκληρή μάχη, ο Χασάν αγάς παρέδωσε το κάστρο στον Ενετό στρατηγό Μοροζίνη και μέχρι το 1718 ήταν έδρα του Βενετού τοπικού διοικητή «προνοητού». Επί Βενετών η Ζαρνάτα έγινε πρωτεύουσα όλης της βόρειας Μάνης, η οποία περιλάμβανε 12 οικισμούς και 600 οικογένειες.
Το 1715 οι Τούρκοι επέστρεψαν και κατέλαβαν αμαχητί το κάστρο. Το χρησιμοποίησαν για να ελέγχουν την περιοχή και τους Μανιάτες αλλά δεν εγκαταστάθηκε ποτέ ξανά τουρκικός πληθυσμός εκεί.
Το 1776 το φρούριο της Ζαρνάτας περιήλθε στους Μανιάτες (με συναίνεση των Τούρκων μάλλον) και ήταν έδρα του ενός από τα τέσσερα μεγάλα καπετανάτα της Μάνης.
Σ´ αυτό το κάστρο της Ζαρνάτας κατέφυγε ο καπετάνιος του Σταυροπηγίου, ο Παναγιώτης Κουμουνδουράκης, τέταρτος μπέης της Μάνης το 1803, όταν καθαιρέθηκε και εναντίον του κινήθηκαν ο νέος μπέης Αντώνιος Γρηγοράκης, οι Τούρκοι και όλοι οι άλλοι καπιτάνοι της Μάνης. Μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έσπευσε να τον βοηθήσει και μάλιστα τραυματίστηκε στη μάχη. Με βοήθεια των Μούρτζινων τελικά κατόρθωσε να ξεφύγει μόνον ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ο οποίος έγραψε: «έπρεπε να τον βοηθήσω εξ αιτίας της φιλίας. 3000 Τούρκοι και Μανιάται πηγαίνουν κατά του Κουμουντουράκη… επαραδόθηκε και τον επηρε η άρμάδα σκλάβον».
Μαζί με τα κάστρα Κελεφά και Πασσαβά, η Ζαρνάτα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της Μάνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα έγινε έδρα του ηγεμόνα της Μάνης και έδρα Μητρόπολης.
Παρέμεινε σε χρήση και κατά τους χρόνους της Ελληνικής επανάστασης του 1821, όπως φαίνεται από διάφορες προσθήκες που έγιναν.
Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν κατά τον Εμφύλιο, όταν οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο εκεί για να αποφύγουν τις εχθροπραξίες. Τότε γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών και στη θέση τους έβαλαν συρματόπλεγμα, που σε μερικά σημεία ακόμα υπάρχει.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία:
Το τείχος δεν διασώζεται σε μεγάλο ύψος, ακολουθεί στη χάραξη τη μορφολογία του εδάφους και ενισχύεται κατά διαστήματα από κυκλικούς και τετράπλευρους πύργους.
Το κάστρο περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος, μήκους 364 μ., το οποίο είχε ύψος 8-10 μ. Περιλάμβανε έξι πύργους, δύο στρογγυλούς και τέσσερις τετράγωνους, ενώ στη μέση υψωνόταν μεγάλος πύργος με 6 κανόνια, από τα 51 συνολικά που διέθετε το κάστρο.
Δύο πύλες, μία στα νοτιοανατολικά και μία στα βορειοδυτικά, οδηγούσαν στο εσωτερικό του κάστρου, που καταλάμβανε 23 στρέμματα.
Σήμερα στο ψηλότερο σημείο του λόφου δεσπόζει ένας τριώροφος πύργος ύψους 15 μ. περίπου, και δίπλα σε αυτόν μία πενταώροφη οικία στην οποία διέμεναν οι καπεταναίοι της περιοχής. Και τα δύο αυτά κτίσματα ανήκαν αρχικά στην οικογένεια Κουτηφάρη κι έπειτα πέρασαν στα χέρια της οικογένειας Κουμουνδούρου, απόγονος της οποίας υπήρξε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
Η Ζαρνάτα, πού δεν σημειώνεται πια ούτε στο χάρτη, και πού σαν τοπωνύμιο μόνο έχει περιοριστεί στο ύψωμα με το κάστρο, περιλάμβανε άλλοτε ολόκληρη περιοχή. Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας που άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του Δήμου Αβίας.
Ιστορία:
Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, μιας από τις 18 πόλεις που απάρτιζαν το Κοινό των Ελευθερολακώνων. Ο Παυσανίας την ταυτίζει με την Ενόπη, που ο Όμηρος την αναφέρει σαν ένα από τα εφτά "ευ ναιόμενα πτολίεθρα" του Αγαμέμνωνος, και διευκρινίζει ότι στις ημέρες του λεγόταν Γερηνία.
Περισσότερα για την Ενόπη και την Γερηνία: Ομηρική Ενόπη, αρχαία Γερήνια & τάφος Μαχάονος: Κάμπος Μεσσηνία
Η δεύτερη φάση ανοικοδόμησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο αντικρουόμενων απόψεων. Οι ερευνητές τοποθετούν τη χρονολόγηση του κάστρου από τον 15ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.
Το κάστρο υπήρχε ήδη τον 15ο αιώνα, καθώς αναφέρεται η παραχώρησή του από τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο στον Κωνσταντίνο, Δεσπότη του Μυστρά και διάδοχό του (και αργότερα τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα).
Το κάστρο κυριεύτηκε από τους Τούρκους το 1460 που του προξένησαν μεγάλες ζημιές. Διασώζονται τμήματα του μεσαιωνικού τείχους και τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Λίγο αργότερα πάντως οι Μανιάτες επαναστάτησαν και κατέλαβαν το κάστρο. Δεν είναι γνωστές λεπτομέρειες, αλλά το κάστρο πρέπει να άλλαξε χέρια πολλές φορές μέσα στον 16ο αιώνα.
Κατά την απογραφή της Πελοποννήσου του Grimani το 1618, το Κάστρο της Ζαρνάτας είχε 31 οικογένειες και 137 κατοίκους.
Το 1670 οι Τούρκοι το κατέλαβαν ξανά και πάνω στα ερείπια του παλαιότερου κάστρου, έκτισαν με τη βοήθεια του Λυμπεράκη Γερακάρη, ένα μικρό σχετικά φρούριο δημιουργώντας λουτρά, τζαμί, και καταστήματα, ενώ από το 1671 εγκαταστάθηκε και φρουρά.
Το 1685 ύστερα από σκληρή μάχη, ο Χασάν αγάς παρέδωσε το κάστρο στον Ενετό στρατηγό Μοροζίνη και μέχρι το 1718 ήταν έδρα του Βενετού τοπικού διοικητή «προνοητού». Επί Βενετών η Ζαρνάτα έγινε πρωτεύουσα όλης της βόρειας Μάνης, η οποία περιλάμβανε 12 οικισμούς και 600 οικογένειες.
Το 1715 οι Τούρκοι επέστρεψαν και κατέλαβαν αμαχητί το κάστρο. Το χρησιμοποίησαν για να ελέγχουν την περιοχή και τους Μανιάτες αλλά δεν εγκαταστάθηκε ποτέ ξανά τουρκικός πληθυσμός εκεί.
Το 1776 το φρούριο της Ζαρνάτας περιήλθε στους Μανιάτες (με συναίνεση των Τούρκων μάλλον) και ήταν έδρα του ενός από τα τέσσερα μεγάλα καπετανάτα της Μάνης.
Σ´ αυτό το κάστρο της Ζαρνάτας κατέφυγε ο καπετάνιος του Σταυροπηγίου, ο Παναγιώτης Κουμουνδουράκης, τέταρτος μπέης της Μάνης το 1803, όταν καθαιρέθηκε και εναντίον του κινήθηκαν ο νέος μπέης Αντώνιος Γρηγοράκης, οι Τούρκοι και όλοι οι άλλοι καπιτάνοι της Μάνης. Μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έσπευσε να τον βοηθήσει και μάλιστα τραυματίστηκε στη μάχη. Με βοήθεια των Μούρτζινων τελικά κατόρθωσε να ξεφύγει μόνον ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ο οποίος έγραψε: «έπρεπε να τον βοηθήσω εξ αιτίας της φιλίας. 3000 Τούρκοι και Μανιάται πηγαίνουν κατά του Κουμουντουράκη… επαραδόθηκε και τον επηρε η άρμάδα σκλάβον».
Μαζί με τα κάστρα Κελεφά και Πασσαβά, η Ζαρνάτα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της Μάνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα έγινε έδρα του ηγεμόνα της Μάνης και έδρα Μητρόπολης.
Παρέμεινε σε χρήση και κατά τους χρόνους της Ελληνικής επανάστασης του 1821, όπως φαίνεται από διάφορες προσθήκες που έγιναν.
Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν κατά τον Εμφύλιο, όταν οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο εκεί για να αποφύγουν τις εχθροπραξίες. Τότε γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών και στη θέση τους έβαλαν συρματόπλεγμα, που σε μερικά σημεία ακόμα υπάρχει.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία:
Το τείχος δεν διασώζεται σε μεγάλο ύψος, ακολουθεί στη χάραξη τη μορφολογία του εδάφους και ενισχύεται κατά διαστήματα από κυκλικούς και τετράπλευρους πύργους.
Το κάστρο περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος, μήκους 364 μ., το οποίο είχε ύψος 8-10 μ. Περιλάμβανε έξι πύργους, δύο στρογγυλούς και τέσσερις τετράγωνους, ενώ στη μέση υψωνόταν μεγάλος πύργος με 6 κανόνια, από τα 51 συνολικά που διέθετε το κάστρο.
Δύο πύλες, μία στα νοτιοανατολικά και μία στα βορειοδυτικά, οδηγούσαν στο εσωτερικό του κάστρου, που καταλάμβανε 23 στρέμματα.
Σήμερα στο ψηλότερο σημείο του λόφου δεσπόζει ένας τριώροφος πύργος ύψους 15 μ. περίπου, και δίπλα σε αυτόν μία πενταώροφη οικία στην οποία διέμεναν οι καπεταναίοι της περιοχής. Και τα δύο αυτά κτίσματα ανήκαν αρχικά στην οικογένεια Κουτηφάρη κι έπειτα πέρασαν στα χέρια της οικογένειας Κουμουνδούρου, απόγονος της οποίας υπήρξε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος |
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815 - 26 Φεβρουαρίου 1883) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, οπότε και διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για συνολικό διάστημα 7,5 σχεδόν ετών.
Γεννήθηκε στον Κάμπο του Δήμου Αβίας, της επαρχίας Οιτύλου, στην Έξω Μάνη και καταγόταν από ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του αγωνιστή Γαλάνη Κουμουνδουράκη, γόνου μεγάλης Μανιάτικης οικογένειας, στρατηγού και έπαρχου Πύργου. Παιδί σχεδόν είχε κινδυνέψει να αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ.
Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη.
Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο όμως κατάφερε να το ξεπεράσει με επιτυχία αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του θεωρείται η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα) αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος φρόντισε για την διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων.
Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών.
Γεννήθηκε στον Κάμπο του Δήμου Αβίας, της επαρχίας Οιτύλου, στην Έξω Μάνη και καταγόταν από ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του αγωνιστή Γαλάνη Κουμουνδουράκη, γόνου μεγάλης Μανιάτικης οικογένειας, στρατηγού και έπαρχου Πύργου. Παιδί σχεδόν είχε κινδυνέψει να αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ.
Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη.
Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο όμως κατάφερε να το ξεπεράσει με επιτυχία αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του θεωρείται η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα) αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος φρόντισε για την διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων.
Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών.