Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός εκπληκτικής ομορφιάς χάλκινων ειδωλίων εμφανίστηκαν στην διεθνή αγορά τέχνης. Σύμφωνα με αναφορές τα ειδώλια αυτά είχαν βρεθεί από αγρότες στα βουνά κοντά στο Λύκαιον Όρος στη νοτιοδυτική Αρκαδία, τα Νόμια όρη.
Το 1902 ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης προχώρησε σε ανασκαφές, σε σημείο κοντά στο χωριό Μπέρεκλα (σημερινή Νέδα ), δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας, όπου και ανακάλυψε το ιερό του Πάνα.
Η πληθώρα των αναθηματικών ειδωλίων που βρέθηκαν μας έδωσαν αρκετά στοιχεία για την λατρεία του πανάρχαιου Αρκαδικού θεού.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ομόφωνα ότι ο Θεός Παν καταγόταν από την Αρκαδία. Η επίσημη απαρχή της λατρείας του Πάνα στην Αττική και την Αθήνα καθορίζετε με χρονολογική ακρίβεια στο -490, γεγονός σπάνιο στην ιστορία της Ελληνικής θρησκείας. Κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνος πιστευόταν ότι ο Θεός προκάλεσε πανικό στις τάξεις του εχθρού, βοηθώντας τους Αθηναίους να πετύχουν μιά περίτρανη νίκη.
Είναι πολύ πιθανόν ότι μερικά χρόνια πριν την μάχη του Μαραθώνα ο Αρκαδικός Θεός να είχε γίνει αντικείμενο ενδιαφέροντος των ζωγράφων αγγείων της Αττικής.
Ένα από τα δύο θραύσματα από το χείλος ενός μελανόμορφου κρατήρα δείχνει τον Παν να παίζει διπλό φλάουτο σε ένα θεϊκό συμπόσιο. Στέκεται δίπλα στον Ερμή , ο οποίος χαλαρώνει σε ένα ανάκλιντρο, ενώ κοιτάει προς τα πίσω, ίσως προς την κατεύθυνση του Διονύσου, ο οποίος απεικονίζεται στο δεύτερο θραύσμα του αγγείου να αναπαύεται σε ένα άλλο ανάκλιντρο. Τον Θεό Πάν φαίνεται να ακολουθούν δύο σάτυροι και μια μαινάδα, οι οποίοι χορεύουν με τη μουσική του Πάνα . Για την απεικόνηση του Αρκαδικού θεού ο ζωγράφος έκανε χρήση ενός συνδυασμού στοιχείων ζώων και ανθρώπου προσδίνοντας στον Θεό τερατώδη μορφή.
Μήπως η παράξενη κατσικίσια εμφάνιση του Πάνα στα αττικά αγγεία από την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή αντανακλούν παλαιότερες εικονογραφικές παραδόσεις από την Αρκαδία; Μήπως οι αρχαίοι τον απεικόνιζαν στην αρχή απλά ως μια αίγα, η οποία αποκάλυψε την θεϊκή ιδιότητα της, περπατώντας στα πίσω πόδια σαν ένα ανθρώπινο ον; Μήπως υπάρχουν διασυνδέσεις με τη λατρεία των ζώων στην Μυκηναϊκή εποχή;
Στην Αρκαδία, την αναφερόμενη πατρίδα του Πάνα, πρέπει να στραφούμε ψάχνοντας για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων αλλά και για αρχαιολογικές μαρτυρίες για την καταγωγή του θεού.
Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός εκπληκτικής ομορφιάς χάλκινων ειδώλίων εμφανίστηκαν στην διεθνή αγορά τέχνης. Σύμφωνα με αναφορές τα ειδώλια αυτά είχαν βρεθεί από αγρότες στα βουνά κοντά στο Λύκαιον Όρος στη νοτιοδυτική Αρκαδία.
Τρία από αυτά τα αγαλματίδια αποκτήθηκαν από το Ελληνικό Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Ένα από αυτά απεικονίζει τον Θεό Ερμή να φοράει φτερωτές μπότες, κοντό χιτώνα και ένα μυτερό καπέλο διακοσμημένο από μια δέσμη φτερών. Κουβαλάει ένα κριάρι κάτω από το αριστερό του χέρι. Ο τύπος αυτός ονομάζεται Ερμής Κριοφόρος.
Το δεύτερο αγαλματίδιο απεικονίζει έναν γυμνό νέο που πιθανόν να κρατούσε ένα τόξο στο αριστερό του χέρι, ενώ ρίχνει σπονδή με το δεξί του χέρι από μια φιάλη που έχει πλέον χαθεί.
Το τρίτο αγαλματίδιο δεν είναι τις ίδιας ποιοτικής κατασκευής σε σύγκριση με τα άλλα δύο. Είναι ντυμένο με τον ίδιο τρόπο όπως το αγαλματίδιο του Ερμή, και στην αρχική δημοσίευση θεωρήθηκε να είναι είτε "Νόμιος Ερμής" ή απαπεικόνιση Αρκά αγρότη.
Η ανασκαφή τού Ιερού
Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία ανακάλυψε ότι αυτά τα μπρούντζινα αγαλματίδια προέρχονταν όλα από ένα ορισμένο σημείο στις νότιες πλαγιές του Λυκαίου Όρους, τα Νόμια όρη.
Το 1902 ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης προχώρησε σε ανασκαφές, σε σημείο ανάμεσα στα χωριά Άγιος Σώστης και Μπέρεκλα (σημερινή Νέδα ), δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας.
Στην περιοχή γύρω από το ερειπωμένο εκκλησάκι του Αί Στράτηγου, ο Κουρουνιώτης βρήκε πενιχρά λείψανα αρχαίων οικοδομημάτων, αρχιτεκτονικά μέλη των οποίων είχαν επαναχρησιμοποιηθεί για την κατασκευή της εκκλησίας αλλά και για μια σειρά από τάφους, που χρονολογήθηκαν από τον ανασκαφέα στην περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Ανέφερε επίσης την εύρεση δύο αρχαίων δεξαμενών στην περιοχή κατασκευασμένες από πολύ μεγάλους ασβεστολιθικούς δόμους. Επίσης στο γειτονικό χωριό της Νέδας (πρώην Μπέρεκλα) χρησιμοποιήθηκαν αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη για την κατασκευή της βρύσης του χωριού, τα οποία σύμφωνα με την παράδοση προέρχονται από το ιερό του Πάνα.
Πίσω από έναν αναλληματικό τοίχο που διαμόρφωνε ένα επίπεδο χώρο, ο Κουρουνιώτης ανέσκαψε έναν μεγάλο βωμό στον οποίο βρέθηκαν στάχτες και οστά από θυσίες και ένα σημαντικό αριθμό αναθηματικών αγαλματιδίων που χρονολογήθηκαν από την ύστερη αρχαϊκή έως τη πρώιμη κλασική εποχή.
Δύο επιγραφές με το όνομα του Θεού Πάνα, το ένα σε μια μικρή μαρμάρινη βάση, το άλλο σε τμήμα οστράκου του έκτου αιώνα, ....ε τοῖ Πάονι (ίσως= ἀνέθηκε τῷ Πάονι), οδήγησαν τον ανασκαφέα στην ταύτιση του ιερού με τον Αρκαδικό Θεό, επιβεβαιώνοντας και την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία:
«Της Λυκοσούρας δε , έστι εν δεξιά Νόμια όρη καλούμενα και Πανός τε Ιερόν εν αυτοίς, έστι Νομίου και το χωρίον ονομάζουσι Μέλπειαν, το από της σύριγγος μέλος ενταύθα Πανός ευρεθήναι λέγοντες. Κληθήναι δε τα όρη, Νόμια, προχειρότατον μεν έστι εικάζειν επί του Πανός, ταις νομαίς, αυτοί δε οι Αρκάδες νύμφης είναι φασίν όνομα» (Παυσανίας,VIII,38,11).
Σχεδόν τίποτα από το Ιερό του Πανός δεν είναι ορατό σήμερα, εκτός από ορισμένα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά μέλη από ασβεστόλιθο και μάρμαρο.
Το 1991 ο αρχαιολόγος PB Broucke εντόπισε τα λείψανα στοάς, που προφανώς ανήκε στο κτιριακό συγκρότημα του ιερού και την οποία χρονολόγησε με επιφύλαξη στα τέλη του -4ου αιώνα στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο.
Πολύ μικρό μέρος των ευρημάτων και της ανασκαφής έχει δημοσιευθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο η μελέτη του υπάρχοντος υλικού, συμπεριλαμβανομένων και των πολλών μπρούντζινων αναθηματικών αγαλματιδίων του Ιερού, που έχουν διασκορπιστεί σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, μας επιτρέπει να γνωρίσουμε περισσότερα σχετικά με τις ρίζες του Αρκαδικού θεού Πάνα, τον χαρακτήρα και το νόημα της λατρείας του, αλλά και να γνωρίσουμε τους επισκέπτες του Ιερού, τους Θεούς που λάτρευαν και τις προσφορές τους σ΄αυτούς.
Αν και η πλειοψηφία των αφιερωμάτων ανήκουν σε άρρενες αναθέτες δεν λείπουν ωστόσο και ειδώλια που απεικονίζουν Κόρες καταδεικνύοντας έτσι την συμμετοχή και των γυναικών στα λατρευτικά δρώμενα του Ιερού. Από την πληθώρα των ειδωλίων που ανήκουν σε άνδρες δύο ομάδες μπορούν να διακριθούν.
Στην πρώτη ομάδα, υπάρχουν μια σειρά από αναθήματα που αναπαριστούν γενειοφόρους ενήλικους άνδρες, είτε τυλιγμένοι με μανδύες ή ενδεδυμένοι με κοντούς χιτώνες . Μερικοί από αυτούς εμφανίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου γυμνοί . Όλοι φορούν ένα κωνικό ή μυτερό καπέλο, τον πίλο.
Κάποιοι κουβαλάνε δώρα για τους θεούς, όπως ένα μοσχάρι, ένα κριάρι, μιά νεκρή αλεπού ή ένα πουλί. Ένας άντρας προσφέρει μια σύριγγα. Άλλοι εμφανίζονται χωρίς δώρα, τα χέρια τους καλύπτονται από τους μανδύες τους. Αυτές οι παραστάσεις έχουν επίσης βρεθεί σε τερακότα.
Δύο από τα αγαλματίδια που κυκλοφόρησαν πριν την έναρξη των ανασκαφών φέρουν αναθηματικές επιγραφές στον Παν. Είναι προσφορές των Phauleas και Aineas, με τον τελευταίο να αφιερώνει ένα κριάρι και μια κανάτα με άγνωστα συστατικά. Μαζί με την επιγραφή που αναφέρθηκε παραπάνω είναι οι αρχαιότερες γνωστές αναφορές στον Πάνα, που χρονολογούνται περίπου στο τελευταίο τρίτο του -6ου αιώνα. Τουλάχιστον μερικές δεκαετίες πριν από την αρχή της λατρείας του Θεού στην Αθήνα, ο Πάν ελάμβανε τελετουργικές τιμητικές διακρίσεις στην Αρκαδία.
Έτσι τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη λογοτεχνική παράδοση για την απαρχή της λατρείας του Θεού στην Αρκαδία.
Στην δεύτερη ομάδα των αναθηματικών ειδωλίων απεικονίζονται αμούστακοι νέοι, ντυμένοι λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο με τους ενήλικες.Ένας από αυτούς φοράει ένα στεφάνι στο κεφάλι του και κρατά έναν κόκορα. Αρκετοί από αυτούς προσφέρουν είτε ένα κριάρι ή δοχείο που περιέχει φρούτα. Άλλοι παρουσιάζονται σε πολεμική στάση που θυμίζει τον Ηρακλή ή τον Δία.
Περαιτέρω ευρήματα "ανθρώπινων μορφών και ζώων" φτιαγμένα από φύλλα χαλκού έχουν αναφερθεί από τον Κουρουνιώτη, ωστόσο, χωρίς λεπτομερή περιγραφή.
Πιθανότατα ο Παν να μην ήταν η μόνη θεότητα που δεχόταν τιμές στο Ιερό. Το περίτεχνο αγαλματίδιο του Ερμή Κριοφόρου ίσως να αντιπροσωπεύει μιά δεύτερη θεότητα που λατρευόταν στο Ιερό. Υπάρχουν και άλλα αγαλματίδια στον τύπο του Ερμή, χωρίς όμως τις φτερωτές μπότες, και έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν αναπαριστούν τον Θεό ή κάποιους πιστούς αναθέτες. Επιπλέον ένα ακόμα χάλκινο αγαλματίδιο που βρέθηκε στο ιερό ενισχύει την άποψη ότι ο Ερμής λατρευόταν στο ιερό. Η παράλληλη λατρεία του Ερμή μοιάζει πολύ λογική αφού σύμφωνα με την μυθολογία μας ο Ερμής ήταν ο πατέρας του Πάνα.
Ακόμα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η λατρεία και τρίτης θεότητας στο ιερό, καθώς κάποια αγαλματίδια που απεικονίζουν νέους να κρατούν πιθανότατα τόξα, ίσως να αναπαριστούν τον Απόλλωνα. Όμως η έλλειψη επιγραφικής επιβεβαίωσης δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε άν απεικονίζετε Θεός ή αναθέτης.
Ακόμα ο ανασκαφέας Κουρουνιώτης αναφέρει την εύρεση αρκετών πήλινων ειδωλίων που αναπαριστούν θεότητες χωρίς όμως να δίνει διευκρινήσεις ή αναλυτική περιγραφή.Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί και η εύρεση ενός περίτεχνου χάλκινου λύχνου, σε τύπο γνωστό από την Κόρινθο, το χερούλι του οποίου αναπαριστά τον Τρίτων, την θαλάσσια θεότητα.
Ποιοί ήταν οι πιστοί του ιερού και ποιά η λατρεία που ακολουθούσαν;
Με κριτήριο τον ρουχισμό και τα γενικότερα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τα αναθηματικά αγαλματίδια, που θεωρούνται αγροτικά και χωριάτικα, έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι πιστοί του ιερού ήταν οι απλοί άνθρωποι της Αρκαδικής γής, οι ταπεινοί δηλαδή βοσκοί που προσέφεραν ζώα από τα κοπάδια τους ως θυσία στον Πάν ζητώντας από τον θεό την προστασία των κοπαδιών. Τα κριάρια που απεικονίζονται στα αγαλματίδια φαίνεται ότι ήταν τα πιό κατάλληλα ζώα προς θυσία στο Ιερό.
Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί από τους αναθέτες ήταν ποιμένες. Ωστόσο τα χαρακτηριστικό μυτερό καπέλο, πίλος, που απεικονίζεται συχνότατα στα ευρήματα ήταν εξίσου χαρακτηριστικό ένδυμα και γιά τους κυνηγούς.
Σκηνές κυνηγιού ήταν ιδιαίτερα αγαπητά θέματα στα αγγεία του -6ου και -5ου αιώνα. Η έννοια και η λειτουργία του κυνηγιού ως εκπαιδευτικού και μυητικού εθίμου, κυρίως τον πιό εύπορων οικογενειών, πρέπει να θεωρείται δεδομένη στην Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή. Γιά τους έφηβους της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας το κυνήγι υπήρξε μέσω για να μάθουν και να επιδείξουν αρετή και καλοκαγαθία, αλλά και συμβολικό πέρασμα από την εφηβεία στην ζωή του ενήλικα πολίτη.
Σε Κορινθιακά, Λακωνικά, Βοιωτικά αλλά και Αττικά αγγεία έχουμε πανομοιότυπες απεικονίσεις: Έφηβοι ή γενειοφόροι ενήλικες ντυμένοι με πανομοιότυπο τρόπο με τα αγαλματίδια από το Ιερό του Πανός στα Νόμια όρη απεικονίζονται σε διάφορες στιγμές του κυνηγιού. Ένα χάλκινο αγαλματίδιο από το Ιερό απεικονίζει ένα από τα θηράματα του κυνηγιού: Μιά νεκρή αλεπού, προσεκτικά δεμένη και έτοιμη για προσφορά στον θεό.
Τα ευρήματα του Ιερού μας δείχνουν ότι σ΄αυτό πρέπει να τελούνταν γιορτή που συνδεόταν με κάποιο είδος τελετουργικού κυνηγιού που σκοπό είχε την μύηση των εφήβων στην ενηλικίωση. Όπως ήδη αναφέρθηκε εκτός από τα αφιερώματα στον Παν πιθανολογούνται και αφιερώματα στον Ερμή και τον Απόλλωνα, Θεών που επίσης σχετίζονται με το κυνήγι, την φύση και τις τελετές μύησης.
Ωστόσο γεννάται το ερώτημα: Οι πιστοί και αναθέτες του ιερού μπορούν να θεωρηθούν ως απλοί αγρότες; Τα πολύτιμα αφιερώματα φαίνεται να βρίσκονται σε αντίθεση μ΄αυτή την ιδέα. Φαίνεται πιό πιθανό τα αναθήματα αυτά να ανήκουν στην "αγροτική αριστοκρατία", δηλαδή σε πλούσιες αγροτικές οικογένειες παρά σε φτωχούς ποιμένες.
Περί της απεικόνισης του Πανός
Το ιερό του Πανός στα Νόμια όρη κοντά στό χωριό Νέδα (πρώην Μπέρεκλα) αποτελεί την αρχαιότερη απόδειξη της λατρείας του θεού που έχει βρεθεί. Ωστόσο μόνο ένα από τα ευρήματα του ιερού ταυτίζετε με τον ίδιο τον θεό και θεωρείτε απεικόνισή του.
Ένα χάλκινο αγαλματίδιο ταυτίζεται με τον Θεό, ο οποίος απεικονίζεται ως ένας νεαρός γυμνός άνδρας που κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ειδικό ρόπαλο για το κυνήγι του λαγού, το λογοβόλον. Μόνο δύο μικρά κέρατα στο μέτωπο διακρίνουν τον Θεό από ένα απλό θνητό. Το αγαλματίδιο αυτό χρονολογείται στα τέλη του -5ου αιώνα.
Βιβλιογραφία:
Ulrich Hübinger:
"On Pan’s Iconography and the Cult in the Sanctuary of Pan on the Slopes of Mount Lykaion" (online)
Μετάφραση- επιμέλεια: "Αριστομένης ο Μεσσήνιος"
Χάρτης της περιοχής στα σύνορα Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Τριφυλίας όπου υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι αρχαιολογικοί χώροι.
Τα λείψανα του Ιερού του Πανός στην Μπέρεκλα. Διακρίνονται τα ερείπεια του ναού του Αί Στρατήγου που κτίστηκε με το υλικό του αρχαίου Ιερού. -Φωτ. Κωνσταντίνος Ποταμιάνος
Ειδώλιο χωρικού- Ιερό του Νομίου Πανός
…αμφί δε χλαίναν εέσσατ’ αλεξάνεμον, μάλα πυκνήν…
Οδ., ξ 529
…κάπα πολύ χοντρή, απ’ τον άνεμο να τον φυλάει, τυλιχτή…
(Ομήρου Οδυσσειάς, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή, Αθήνα 1938)
Ειδώλιο χωρικού
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. Χ13057
Προέλευση: Από το αρχαίο αρκαδικό ιερό του Νομίου Πανός κοντά στη Νέδα (Μπέρεκλα) της σημερινής Μεσσηνίας
Διαστάσεις: Ύψος: 0,077μ
Χρονολόγηση: Αρχές -5ου αι.
Χώρος έκθεσης: Έκθεση Συλλογής Έργων Μεταλλοτεχνίας, Αίθουσα 37 Προθήκη 22.
Το χάλκινο, χυτό ειδώλιο παριστάνει νεαρό, αγένειο χωρικό, που όρθιος αντικρίζει κατάματα το θεατή. Στο μεγάλο, κατά αναλογία προς το σώμα, κεφάλι φοράει κωνικό κάλυμμα, τον πίλο. Στο πρόσωπο με τα αδρά χαρακτηριστικά δεσπόζουν τα ορθάνοιχτα μάτια. Το σώμα είναι τυλιγμένο με μακρύ ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτα μόνο τα άκρα πόδια με τα κλειστά υποδήματα. Τα χέρια διαγράφονται κάτω από ένδυμα, λυγισμένα στους αγκώνες και ενωμένα μπροστά από τη μέση, σε εμφανή προσπάθεια να συγκρατήσουν το ιμάτιο εντελώς κλειστό. Οι παρυφές κλείνουν κάτω από το λαιμό με εγχάρακτα αποδοσμένη περόνη με δακτυλιόσχημη απόληξη. Οι κατακόρυφες πτυχώσεις του ιματίου απεικονίζονται με εγχάρακτες κυματοειδείς γραμμές.
Το ειδώλιο, γοητευτικό έργο επαρχιακής τέχνης του πρώιμου -5ου αι., βρέθηκε σε ένα αγροτικό ιερό στις νότιες πλαγιές του Λύκαιου όρους (Νόμια όρη), στη νοτιοδυτική Αρκαδία, δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας. Εκεί λατρευόταν ο Νόμιος Παν, προστάτης θεός των κοπαδιών και των κτηνοτρόφων, γέννημα θρέμμα της Αρκαδίας. Ο αναθέτης του ειδωλίου θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα άνθρωπος ταπεινός, κάτοικος της αρκαδικής υπαίθρου, κτηνοτρόφος ή βοσκός. Ευχαρίστησε τον Πάνα για την προστασία των ζώων του και παράλληλα του ίδιου και της οικογένειάς του με ένα ειδώλιο που απεικόνιζε τον ίδιο του τον εαυτό, ντυμένο κατάλληλα τόσο για τις καθημερινές του ασχολίες όσο και για την επίσκεψη-προσκύνημα στο ορεινό αγροτικό ιερό. Το μακρύ ιμάτιο που τυλίγει τη μορφή παραπέμπει στη γνωστή από τις γραπτές πηγές χλαίνα, είδος ζεστού μάλλινου πανωφορίου, παραλλαγή του ιματίου, που φοριόταν πάνω από το χιτώνα και ήταν κατάλληλο για να προστατεύει από τις άσχημες καιρικές συνθήκες όσους δούλευαν στην ύπαιθρο. Το μέγεθος της χλαίνας επέτρεπε και τη χρήση της ως κουβέρτας, ενώ η συγκράτησή της με περόνη αναφέρεται ήδη στον Όμηρο (Ιλ., Κ133).
Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι που εργάζονταν σε εξωτερικούς χώρους φορούσαν στο κεφάλι τους τον πίλο, μαλακό σκούφο από μαλλί, γούνα, τσόχα ή δέρμα ζώου, απαραίτητο για να κρατά το κεφάλι ζεστό. Στην αρχαία ελληνική τέχνη εμφανίζονται με πίλο ψαράδες, βαρκάρηδες, αγρότες, βοσκοί, κυνηγοί, αχθοφόροι, αμαξάδες, δούλοι, κεραμείς, χαλκουργοί και παιδιά. Ο πίλος εξελίχτηκε εικονογραφικά σε σήμα κατατεθέν των ανθρώπων κατώτερου κοινωνικού επιπέδου που ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες στο άστυ ή την ύπαιθρο. Μία παραλλαγή του πίλου που έμοιαζε με κωνικό καπέλο από σκληρό υλικό, συνήθως με μικρό γείσο και θηλειά στην κορυφή για να κρεμιέται, φορέθηκε, ως εναλλακτικό του πλατύγυρου πέτασου, από θεούς, ιππείς, ταξιδιώτες και αριστοκράτες. Από αυτόν εξελίχτηκε το κράνος τύπου πίλου (πίλος λακωνικός ή αρκαδικός). Ο πίλος επίσης θεωρείται διακριτικό ενδυματολογικό στοιχείο στην εικονογραφία του ήρωα Οδυσσέα, όπως και των Διόσκουρων. Τα υποδήματα του ειδωλίου φαίνονται αποσπασματικά, σίγουρα όμως πρόκειται για είδος μπότας, κατάλληλο για ανθρώπους που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο, ίσως εμβάδες, ενδρομίδες ή καρβατίναι.
Αλεξάνδρα Χατζηπαναγιώτου (online)
Βιβλιογραφία:
Κουρουνιώτης, Κ., «Ανασκαφή ιερού νομίου Πανός», ΠΑΕ , 1902, 72-75.
Stais, V., Marbres et Bronzes du Musee National I, Athens 1910, 311.
Lamb, W., «Arcadian Bronze Statuettes», BSA 27 (1925-26), 139, αρ. 16.
Lamb, W., Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, 93.
Jacobsthal, P., Greek Pins and their Connexions with Europe and Asia, Oxford 1956, 106 (για τα ειδώλια Αρκάδων χωρικών) και 134 (για περόνες με δακτυλιόσχημη κεφαλή).
Jost, M., «Statuettes de Bronze Archaiques provenant de Lykosoura», BCH 99 (1975), 342-344, εικ. 8.
Jost, M., Sanctuaires et Cultes d’ Arcadie, Paris 1985, 187, 408 σημ. 1, πίν. 51.2.
Fuchs W. – Floren J., Die Griechische Plastik, Band I, Munchen 1987, 229 σημ. 22.
Hubinger, U., «On Pan’s Iconography and the Cult in the Sanctuary of Pan on the Slopes of Mount Lykaion», στο Hagg, P. (επιμ.) The Iconography of Greek Cult in the Archaic and Classical periods, Proceedings of the First International Seminar on Ancient Greek Cult organized by the Swedish Institute at Athens and the European Cultural Centre of Culture of Delphi, Delphi 16-18 November 1990, KERNOS Supplement 1, Athenes – Liege 1992, 189-207, Appendix 208, Α.4.
Βοκοτοπούλου, Ι., Αργυρά και Χάλκινα έργα τέχνης στην Αρχαιότητα, Αθήνα 1997, 89, 235, αρ. 67.
Για τη χλαίνα βλ.:
Losfeld, G., Essai sur le Costume Grec, Paris 1991, 153-158.
Για τον πίλο βλ.:
Χατζηδημητρίου, Α., Παραστάσεις εργαστηρίων και εμπορίου στην εικονογραφία των Αρχαϊκών και Κλασικών Χρόνων, Αθήνα 2005, 133-134 (με πλούσια βιβλιογραφία).
Pipili, Μ., «Wearing an Other hat», στο Cohen, B. (επιμ.), Not the Classical ideal: Athens and the Construction of the Other in Greek Art, Leiden 2000, 153-179, κυρίως 163-179.
Για τον λακωνικό ή αρκαδικό πίλο βλ.:
Αβρονιδάκη, Χ., Ο Ζωγράφος του Άργου, Συμβολή στη έρευνα της βοιωτικής ερυθρόμορφης κεραμικής στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., Αθήνα 2007, 103, σημ. 575 (πλούσια βιβλιογραφία).
Για τα αρχαία ελληνικά υποδήματα βλ.:
Corso, A., «Αρχαία Ελληνικά Υποδήματα», Αρχαιολογία και Τέχνες 82 (2002), 59-67.
Αθανασοπούλου, Σ., «Χνάρια γυναικείων σανδαλιών», επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017 (https://www.namuseum.gr/object-month/2017/apr/apr17-gr.html).