Η Τοπογραφία και το Μνημείο
Κατά τις ιστορικές αναφορές, που μας έκανε ο δημοσιογράφος Γιάννης Λινάρδος, το κτίσμα του Άι-Βλάση (11ου αιώνα) σωζόταν μέχρι τα τέλη του 18ου αι., οπότε ορδές των Τουρκαλβανών, που κατέπνιξαν την επανάσταση των Ορλώφ (1770) ρήμαξαν τα χωριά και γκρέμισαν το μνημείο, αφού το λεηλάτησαν.
Κατά μία προφορική παράδοση του χωριού, ο ναός αυτός ήταν προσωρινή επισκοπική έδρα.
Κατά τον πανεπιστημιακό καθηγητή Γ.Δημητροκάλλη, που επισκέφθηκε, μελέτησε και παρουσίασε επιστημονικώς το μνημείο, ο Άι- Βλάσης ήταν ένα εντυπωσιακό, πανύψηλο μνημείο (γύρω στα 8 μέτρα), σπάνιο τυπολογικά στην Ελλάδα, ο χορηγός του οποίου θα ήταν ένας πολύ πλούσιος χωροδεσπότης, που χρυσοπλήρωσε επιδέξιους μαΐστορες της εποχής για την κατασκευή του.
Ο ναΐσκος βρίσκεται στη νοτιοανατολική άκρη του χωριού Βαλύρα, δίπλα σχεδόν στη βόρεια όχθη του ομωνύμου ποταμιού (που τώρα ονομάζεται Πίρνακα ή Μαυροζούμαινα). Ο τόπος γύρω είναι καταπράσινος, κατάφυτος, δροσερός και επίπεδος. Φανταζόμαστε ότι ένας ναΐσκος αφιερωμένος στον αγροτικό Άι-Βλάση δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση – μέσα στον γόνιμο κάμπο, δίπλα στο ποτάμι που τον αρδεύει…
Η αρχιτεκτονική του μνημείου
Αρχιτεκτονικά, το κτίσμα ανήκει στον τύπο των τρίκογχων απλής μορφής, με διαστάσεις 4,00Χ6,35 μ. (χωρίς να προσμετρώνται οι τρεις κόγχες).
Ο τρούλος έχει καταπέσει, αλλά ο καθηγητής υπολόγισε, με βάση τα στοιχεία κάτοψης, εσωτερικές και εξωτερικές μέσες διαστάσεις, ότι είχε υψηλό τύμπανο 1,10 μ3 και το μέγιστο ύψος εσωτερικά στον θόλο του τρούλου θα ήταν κάτι περισσότερο από 7,50μ. Συγκρίνοντας αυτό το ύψος με άλλους ομόρρυθμους ναούς (Βοιωτίας, Αττικής, Μεγαρίδας, κ.λ.π.) διαπιστώνουμε ότι τούτο το μνημείο ήταν το υψηλότερο απ’ όλα. Αυτό το ύψος, το περίκοσμο και καταστόλιστο, θα έδινε μία υψηλή καλλιτεχνική αίσθηση στον επίπεδο κάμπο της περιοχής – δεδομένου ότι, καθώς δείχνουν οι σωζόμενοι τοίχοι του, αυτοί θα ήταν εξαιρετικότερα διακοσμημένοι στα υψηλά σημεία και ιδιαίτερα στον τρούλο.
Εξ άλλου, αν διασώζονταν και τα παράθυρα με τους κομψούς λοβούς τους, τα τοξύλλια, τις καμάρες, τα τυφλά αψιδώματα, τις οδοντωτές ταινίες και τα γείσα σε εσοχές, στην πολυεπίπεδη στέγη ψηλά, τότε όντως ο Άι-Βλάσης θα ήταν, αδιαφιλονίκητα ίσως, το κομψότερο βυζαντινό κτίσμα της Μεσσηνίας και από τα πιο περισπούδαστα της Ελλάδας!
Επιστημονικά προβλήματα
Δυστυχώς τώρα, για να γίνει μία επιστημονική αναπαράστασή του σε σχέδιο, πρέπει να προηγηθούν ανασκαφικές εργασίες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, να περισυλλεγούν με πολλή προσοχή όλες η πλίνθοι που συνέθεταν τον πολυποίκιλο κεραμοπλαστικό διάκοσμο του μνημείου και να αποσυρθούν τα άχρηστα μπάζα, τα χώματα και τα αναξιοποίηταδομικά υλικά. Τότε θα διαπιστωθούν πολλά, εκκρεμούντα τώρα, επιστημονικά ερωτήματα: η θύρα εισόδου δυτικά ποιες διαστάσεις είχε; Το παράθυρο, που διασώζεται στην κόγχη του Ιερού, ήταν τρίβολο; Οι λοβοί (=ανοίγματα) των παραθύρων, που είναι κατασκευασμένοι από πλίνθους, περιβάλλονταν εξωτερικά από επίσης πλίνθινα τόξα παντού ή είχαν πέτρινα τόξα στην κορυφή; Ποιο σύστημα τοιχοποιίας κυριαρχούσε στα ψηλά μέρη των τοίχων;
Πάντως, στο κάτω μέρος της τοιχοποιίας βλέπουμε κοινή αργολιθοδομή, καθώς διαπιστώνει ο καθηγητής Δημητροκάλλης, με άφθονη χρήση πλίνθων τόση, που σε ορισμένα σημεία παρέχει την εντύπωση αμελούς πλινθοπερίβλητου συστήματος.
Αλλού υπάρχει αργολιθοδομή από ογκολίθους, «κυριολεκτικά σφιγμένους από βήσσαλα»∙ πάνω από αυτούς «ακολουθεί σειρά τετράγωνων φατνωμάτων σχηματισμένων από πλίνθους μέσα στα οποία έχουν τοποθετηθεί πήλινες πλάκες». Ακόμα πιο πάνω ακολουθεί μια ζώνη κοινής αργολιθοδομικής τοιχοποιίας και, μετά, οδοντωτή ταινία ως το ύψος γενέσεως των λοβών των παραθύρων. Ως το ύψος των 3,80 μ. μόνο ένα σημείο διασώζεται
.
Ο περίτεχνος κεραμοπλαστικός διάκοσμος
Ωστόσο τα κεραμοπλαστικά κοσμήματα αποσπούν τον θαυμασμό για όποιον επισκέπτη δεν «μένει» στη μελαγχολία του ερειπίου, αλλά με την παρατηρητικότητά του πλησιάζει τα όσα στοιχεία σώζονται και τα σπουδάζει απολαμβάνοντάς τα με το μάτι του απλού ερευνητή: τριγωνικές πλάκες εναλλασσόμενες (μία πάνω, μία κάτω) ως προς τη βάση τους∙ ορθογώνια φατνώματα που σχηματίζονται από πλίνθους με ημικυκλική επίστεψη, εντός των οποίων επικολλώνται πήλινοι δίσκοι∙ ταινίες σε σχήμα πριονιού λόγω των οδοντωτά τοποθετημένων τούβλων∙ πήλινα ημικυκλικά, τοξοειδή φατνώματα, ζώνες τριγωνικών πλακιδίων τοποθετημένες εναλλλάξ είτε όρθια είτε ανεστραμμένα, πλίνθινα τόξα, άλλες ζώνες ευθύγραμμα παρατεταγμένων, σε τριπλή γραμμή τούβλων και άλλα διακοσμητικά ευρήματα καθιστούν το μνημείο κομψό, χαρίεν και αξιοσπούδαστο.
Κατά το καθηγητή Δημητροκάλλη, ο μονόχωρος ή μονόκλιτος αυτός τρίκογχος ναΐσκοςστηρίζει το όχι ευκαταφρόνητο ύψος και τα βάρη των θόλων του όχι σε κίονες ή πεσσούς αλλά σε δύο αξονικούς ημικυλίνδρους (Α-Δ) και σε δύο πλάγιες, ημικυκλικές κόγχες (Β-Ν). Η απουσία, λοιπόν, παραστάδων προσφέρει στο εσωτερικό του ναού ενότητα και περιοπτικότητα – ως τύπος δε είναι διαδεδομένος κυρίως στην Ελλάδα και στην Αρμενία, που είναι χώροι με πολλούς τρίκογχους ναούς.
Η χρονολόγηση του μνημείου
Για τη χρονολόγηση του μνημείου ο Δημητροκάλλης στηρίχτηκε κυρίως σε ναοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία της τοιχοποιίας. Ο τύπος αυτού του τρίκογχου (που δεν στηρίζει τα βάρη των θόλων σε παραστάδες) εμφανίζεται μετά το 12ο αιώνα – με μία παλαιοχριστιανική εξαίρεση στην Μεσσαρά Κρήτης. Ωστόσο, το ημικυκλικό σχήμα των τριών κογχών είναι στοιχείο, που παρατηρείται σε κτίσματα πριν τον 11ο αιώνα ή γύρω στα +1000. Έτσι, τυπολογικά το κτίσμα τοποθετείται κάπου, λίγο πριν ή μετά το πέρασμα προς τη δεύτερη χιλιετία (δηλαδή, γύρω στα +1.000).
Κατασκευαστικά και διακοσμητικά επικυρώνεται η παραπάνω άποψη από τρία δεδομένα:
(α) η εναλλαγή αργολιθοδομής με ζώνες διακοσμημένες κεραμοπλαστικά στους τοίχους χαρακτηρίζει μνημεία του 9ου αιώνα (Φιγαλεία, Τεγέα, Φωκίδα, Καστοριά)∙
(β) οι πήλινες πλάκες, χωρίς εγχάρακτη διακόσμηση αλλά μεγάλου μεγέθους παρατηρούνται και αυτές γύρω στα +1000 (Λογγάς)∙
(γ) τέλος, η ζώνη όρθιων και ανεστραμμένων ισοσκελών τριγωνικών πλακιδίων, σπάνιο ως διακοσμητική απόπειρα φαινόμενο, παρατηρείται στην Καμπελίδικη της Καστοριάς, στο Λάμποβο της Β. Ηπείρου, στο Λυγουριό Ναυπλίας και άλλα μνημεία που χρονολογούνται στα μέσα του 11ου αιώνα. Με βάση αυτά τα επιστημονικά δεδομένα, ο Άι-Βλάσης της Βαλύρας έχει περίπου χίλια χρόνια (1.000) ζωή. Μάλιστα, τα κεραμοπλαστικά του κοσμήματα πρέπει να ενέπνευσαν τους μαστόρους άλλων μνημείων (στην Τρύπη, στην Πολιανή και στο Λεοντάρι).
Τελειώνοντας, διαπιστώνουμε ότι, κατά την εποχή που ανεγέρθηκε ο κομψός ναΐσκος, η περιοχή θα ανήκε σε ένα πλούσιο χωροδεσπότη, θα λειτούργησε όχι ως ενοριακός ναός αλλά ως οικογενειακός, θα αφιερώθηκε στον Άγιο Βλάσιο, επειδή ο άγιος αυτός (όπως και ο άγιος Μάμας) ήταν αγροτικός, κτηνοτροφικός άγιος – δηλαδή άγιος που τον επικαλούνται οι κτηνοτρόφοι – και, βέβαια, η ύπαρξή του εκεί μαρτυρεί τη σημαντική οικονομική άνθηση του χώρου και του χωριού – αν μάλιστα συνδυαστεί και με την ύπαρξη πολλών άλλων βυζαντινών μνημείων στη γύρω ζώνη.
Ένα τέτοιο μνημείο, αδιακρίτως αν έχει γκρεμιστεί, πρέπει να διασωθεί και, στο βαθμό που βρεθούν τα υλικά του μέσα στα χαλάσματα, μετά τις ανασκαφές, να «αναστηθεί» έστω και εν μέρει, να καλλωπισθεί ο περιβάλλων χώρος, να στεγαστεί (με αισθητικά φροντισμένο και σύμφωνο με τη «βυζαντινή» αντίληψη στέγαστρο), να αξιοποιηθεί λατρευτικά ο αύλειος χώρος και να καταστεί επισκέψιμος στο κοινό. Μόνον έτσι θα καμαρώνουν οι ντόπιοι και θα επωφελείται το χωριό από τις επισκέψεις ειδικών επιστημόνων, σχολείων, σχολών και περιηγητών.
Γεώργιος Γιακουμής
Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ''ΣΗΜΑΙΑ'' το Σαββατοκύριακο 2/3 Μαρτίου 2002.
ΠΗΓΗ: Ιστότοπος Γιάννη Δ, Λύρα