.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Λατινοκρατούμενη Μεσσηνία: Η περίπτωση του Ναυαρίνου


 Η περίοδος που ακολούθησε την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204 σηματοδότησε και μία σειρά εξελίξεων, οι οποίες επηρέασαν τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Από το 1205 και έπειτα ξεκινάει η εποχή της λατινοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται οι κυριαρχίες ποικίλων κατακτητών λατινικής προέλευσης 1. 
 Ειδικότερα όσον αφορά την περιοχή της Μεσσηνίας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημερινό Ναβαρίνο ή αλλιώς Port de Jonc/Porto Ζonclon, σύμφωνα με την ονομασία που επικράτησε κατά το Μεσαίωνα 2, καθώς και η ευρύτερη περιοχή του. Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να δώσουμε το περίγραμμα της ιστορίας του Ναβαρίνου, αναφερόμενοι στα διαστήματα που βρισκόταν υπό λατινική κατοχή.


 Η αρχική εγκατάσταση των Λατίνων στη Μεσσηνία πραγματοποιήθηκε το 1205 με την παρουσία του Γουλιέλμου Σαμπλίτ και του Γοδοφρείδου Βιλλεαρδουΐνου στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συνεργάστηκαν για την κατάκτηση του Μοριά. Μία από τις πρώτες περιοχές που πέρασαν στην κατοχή τους ήταν η Πύλος, η οποία εντάχθηκε στο φραγκικό κράτος, που δημιούργησαν οι δύο συνέταιροι 3. Η λατινική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Πύλου παρέμεινε ενεργή από τον 13ο έως το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, οπότε και ακολούθησε η οθωμανική κατάκτηση. Σε μία δεύτερη φάση, κατά τον 17ο αιώνα, ακολούθησε η περίοδος της Βενετοκρατίας, όταν η Γαληνοτάτη ίδρυσε το Βασίλειο του Μοριά, μέρος του οποίου αποτέλεσε και το Ναβαρίνο 4. Η περίπτωση του Παλαιού Ναβαρίνου/Port de Jonc αποτελεί τυπικό παράδειγμα λατινοκρατούμενης κτήσης, καθώς ακολουθεί τόσο τις ιστορικές τύχες του πριγκιπάτου της Αχαΐας όσο και των Βενετών στον ανατολικό μεσογειακό χώρο, παράλληλα με τις κτήσεις της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίες έχουν μελετηθεί εκτενώς από τους ερευνητές.

Το κάσρτο του Ναυαρίνου ή Παλαιόκαστρο

Η περίοδος της Φραγκοκρατίας (1209-1423) και της βενετικής κατοχής (1423- 1460)

 Η περίοδος της λατινοκρατίας για το Ναβαρίνο ή Port de Jonc, κατά τη φραγκική εκδοχή του ονόματος, ξεκίνησε το 1209, καθώς ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ 5 και ο Γοδοφρείδος Βιλλεαρδουΐνος κατέστησαν οι ουσιαστικοί κύριοί του μετά την υπογραφή της συνθήκης της Σαπιέντζας με τους Βενετούς, κυβερνώντας ως υποτελείς της Βενετικής Δημοκρατίας6.
Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, το Ναβαρίνο κέρδισε την προσοχή του βάιλου Νικόλαου Σαίντ- Ομέρ, ο οποίος αποφάσισε την ανέγερση ενός κάστρου προς χάριν του ανιψιού του, μεταξύ των ετών 1278-1289.
 Η απόφαση για την ανέγερση του κάστρου του Ναβαρίνου από τον Σαίντ Ομέρ συσχετιζόταν περισσότερο και με πολιτικούς λόγους, καθώς η Βενετία δεν είχε πάψει να εποφθαλμιά την περιοχή, εφόσον άλλωστε διατηρούσε και δικαιώματα, βάσει της συνθήκης της Σαπιέντζας. Το κτίσιμο του συγκεκριμένου κάστρου θα μπορούσε να λειτουργήσει αμυντικά σε ενδεχόμενη βενετική απόπειρα κατάληψης της περιοχής7. Οι στίχοι του Χρονικού του Μορέως είναι αποκαλυπτικοί ως προς αυτό:
« Ὡσαύτως καὶ ἐποίησεν μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος στὴν χώραν τοῦ Μανιατοχωρίου, ἕναν μικρὸν καστέλλιν διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου του κατὰ τῶν Βενετίκων. Και μετά ταῦτα ἔχτισεν τὸ κάστρον τοῦ Ἀβαρίνου εἰς λογισμὸν καὶ εἰς σκοπὸν νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν ρῆγαν, νὰ τὸ ἔχῃ δώσει εἰς κληρονομίαν ἐκεινοῦ καὶ τοῦ ἀνεψίου του, τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος, μισὶρ Νικόλας ἄκω»  8.
 Η ανέγερση του κάστρου λειτούργησε ως έναυσμα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας πρώτος οικισμός γύρω από αυτό, ο οποίος αναπτύχθηκε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να προκύψει μεταξύ του 13ου και 15ου αιώνα η ανάγκη να επεκταθούν περαιτέρω οι φρουριακές εγκαταστάσεις, προκειμένου να προστατευθεί 9.
 Το 1292 το Porto Jonclon συνδέθηκε με την παρουσία και τη δράση του διαβόητου κουρσάρου Roger de Lluria στα πελοποννησιακά παράλια. Τη χρονιά εκείνη ο Αραγωνέζος ναύαρχος πραγματοποίησε σειρά επιδρομών στις ελληνικές ηπειρωτικές και νησιωτικές ακτές, ενεργώντας τόσο για λογαριασμό του βασιλιά Πέτρου της Αραγωνίας όσο και για προσωπικό του όφελος. Ευρισκόμενος στη νότια Πελοπόννησο και αφού προηγουμένως είχε λαφυραγωγήσει περιοχές που υπάγονταν σε βυζαντινή κυριαρχία, ξεκουραζόταν στα νερά του κόλπου, αποφεύγοντας να παρενοχλήσει την περιοχή που υπαγόταν στο φραγκικό πριγκιπάτο της Αχαΐας. Η παρουσία του όμως ανησύχησε τους Φράγκους, οι οποίοι αποφάσισαν να του επιτεθούν, επιστρατεύοντας μεικτό σώμα Φράγκων και Ελλήνων, υπό την αρχηγία του Giorgio Ghizi, καπετάνου της Καλαμάτας και του Jean de Tournai, γιου του βαρώνου των Καλαβρύτων. Η επίθεση κατέληξε στην ήττα των Φράγκων και στην αιχμαλωσία του Tournai 10, ο οποίος όμως απελευθερώθηκε αργότερα, όταν καταβλήθηκαν λύτρα για την απόλυση των αιχμαλώτων με εντολή της πριγκίπισσας Ισαβέλλας Βιλλαρδουΐνης 11.

Τα κράτη των Σταυροφόρων αμέσως μετά την Δ' Σταυροφορία που είχε στόχο την κατάληψη του Βυζάντιο
 Κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μεσαίωνα δεν θα ήταν η μοναδική φορά που το Porto Jonclon θα μεταβαλλόταν σε πεδίο μάχης, καθώς επρόκειτο να καταστεί θέατρο συγκρούσεων και αργότερα, μεταξύ Βενετών και Γενουατών, στο πλαίσιο του τρίτου βενετο-γενουατικού πολέμου (1350-1354) και του μεταξύ τους εμπορικού ανταγωνισμού12, και συγκεκριμένα το 1354. Στην περίπτωση αυτή οι Βενετοί ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Γενουάτες, οι οποίοι υπό την αρχηγία του Paganino Doria κυριολεκτικά τους αιφνιδίασαν, αιχμαλωτίζοντας όλα τα πλοία τους και σκοτώνοντας 450 άτομα από τα πληρώματά τους 13. Στο μεσοδιάστημα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1355-56, φαίνεται πως οι Γενουάτες είχαν χρησιμοποιήσει το Ναβαρίνο ως βάση, προκειμένου να διεξαγάγουν επιχειρήσεις με στόχο την παρενόχληση των Βενετών, γεγονός που ανάγκασε τους τελευταίους να λάβουν μέτρα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στείλουν τους καλύτερους αξιωματούχους τους, προσφέροντάς τους οικονομικά κίνητρα 14.
 Μία δεκαετία αργότερα, το 1364, το κάστρο του Ναβαρίνου είχε πλέον περιέλθει στην κατοχή της Μαρίας των Βουρβόνων, χήρας του Ροβέρτου του Τάραντα και πρίγκιπα της Αχαΐας από το 1346, όπως προκύπτει από αναλυτικό κατάλογο του ίδιου έτους, ο οποίος μάς έχει διασωθεί 15.
 Μετά τον θάνατό του ακολούθησε διαμάχη για τη διαδοχή, καθώς η Μαρία διεκδικούσε την εξουσία για τον εαυτό της, όπως και στο όνομα του γιου της, Ούγου ντε Λουζινιάν, από προηγούμενο γάμο της. To 1366 και κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ των ανταπαιτητών για την ηγεμονία της Αχαΐας, το κάστρο του Ναβαρίνου πολιορκήθηκε από τις αντίπαλες δυνάμεις και όπως φαίνεται είχε απομείνει ως το μοναδικό έρεισμα της χήρας πριγκίπισσας. Προηγουμένως είχε σταλεί ως αντιπρόσωπος του Φίλιππου ο βάιλός του, Simon del Poggio, προκειμένου να διαπραγματευτεί μαζί της. Φυλακίστηκε όμως από τον καστελλάνο Guillaume de Tanlay, γεγονός που οδήγησε στην πολιορκία του κάστρου του Ναβαρίνου εκ μέρους της φατρίας, που υποστήριζε τον Φίλιππο. Όμως ο Tanlay το υπερασπίστηκε αποτελεσματικά για λογαριασμό της, ενώ είχε χρηματοδοτηθεί από τον Αμεδαίο της Σαβοΐας με ένα ικανό ποσόν, προκειμένου να ενισχύσει την άμυνά του, όπως προκύπτει από τα οικονομικά αρχεία που διατηρούσε ο γραμματέας του, Antoine Βarbier16. Τελικά η πολιορκία λύθηκε με την προσωπική επέμβαση του Αμεδαίου, ο οποίος έφθασε στο Ναβαρίνο και μεσολάβησε υπέρ της Μαρίας των Βουρβόνων για τη λήξη της. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο P. Topping, ο Αμεδαίος εμφανίστηκε ως «ο από μηχανής Θεός», ο οποίος με τη μεσολάβησή του οδήγησε στο τέλος της πολιορκίας και στην απελευθέρωση του Del Poggio 17.
 To 1381 η Εταιρεία των Ναβαρραίων 18 εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως ο νέος κυρίαρχος του Μοριά και κατ’ επέκτασιν του Ναβαρίνου, το οποίο και πολιορκήθηκε υπό την αρχηγία των αρχηγών της, Mahiot de Cocerel και Pierre San Superan19. Μετά την κατάκτησή του κατέστη η κυριότερη βάση των επιχειρήσεών τους στην Πελοπόννησο, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε προστατευτικά και για τη βάση τους στην Ανδρούσα 20. Η αξία της θέσης του Παλαιού Ναβαρίνου ως στρατηγικού σημείου είχε γίνει αντιληπτή από τους Βενετούς, οι οποίοι και επιθυμούσαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να περάσει στα χέρια της αντίπαλης Γένοβας. Για τον λόγο αυτό είχαν απευθύνει προτάσεις προς την Εταιρεία των Ναβαρραίων, προκειμένου να αγοράσουν το Ναβαρίνο, ώστε να εξασφαλίσουν τα νώτα τους έναντι των Γενουατών, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν.
 Οι βενετικές ανησυχίες για τη γενοβέζικη παρουσία στο Port de Jonc αποτυπώνονται ανάγλυφα στις αποφάσεις της Βενετικής Γερουσίας, η οποία καλεί τους αξιωματούχους της Γαληνοτάτης στη Μεθώνη και την Κορώνη να επαγρυπνούν για την περίπτωση που οι Γενοβέζοι επιχειρούσαν να πάρουν στην κατοχή τους το Ναβαρίνο, όπως φαίνεται από σχετικά έγγραφα, τα οποία στάλθηκαν τον Νοέμβριο του 1385, καθώς και τον Ιανουάριο του 1386 αντιστοίχως 21. Ομοίως, σε μεταγενέστερα έγγραφα του 1387 και όταν ανανεώθηκε η συνθήκη καλής γειτονίας με την Εταιρεία των Ναβαρραίων είχε ληφθεί πρόνοια, ώστε το Ναβαρίνο να είναι εξασφαλισμένο από οποιαδήποτε επιβουλή, η οποία θα στρεφόταν και εναντίον των βενετικών συμφερόντων 22
 Όμως το 1417, η Γαληνοτάτη έκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει σε πιο δραστικές λύσεις, οπότε και προχώρησε στην πολιορκία του Ναβαρίνου, για να περάσει τελικά η πόλη οριστικά το 1423 στην κυριαρχία της. Η βενετική παρουσία στο Ναβαρίνο κράτησε έως το 1460, όταν ο Μωάμεθ Β΄ έφθασε στην Πελοπόννησο, καταλαμβάνοντάς την ολοκληρωτικά 23.
 Όσον αφορά τη δημογραφική, κοινωνική και οικονομική εικόνα της περιοχής κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ορισμένες πληροφορίες μάς παρέχουν οι σωζόμενες απογραφές του 1351, όταν στην περιοχή του Ναβαρίνου διατηρούσε φέουδα ο Νικολό Ατζαγιόλι 24. Τα δεδομένα αφορούν τόσο την οικονομία της εποχής, η οποία βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή με κυριότερα προϊόντα το κρασί, το λάδι και τα δημητριακά, ενώ μνημονεύεται και η ύπαρξη αλυκής στην περιοχή, την οποία νεμόταν κατά το ήμισυ ο Ατζαγιόλι 25.
 Η κοινωνική διαστρωμάτωση ακολουθούσε τις φεουδαρχικές δομές με τον ντόπιο πληθυσμό των Ελλήνων Ορθοδόξων να έχει περιέλθει σε καθεστώς δουλοπαροικίας, όπως σαφώς μαρτυρείται από τους καταλόγους των κτημάτων του Ατζαγιόλι. Οι υποχρεώσεις τους έναντι του κυρίου τους καταγράφονται λεπτομερώς στις καταστάσεις αυτές, όπου αναφέρεται επίσης και το ακριβές μέρος της παραγωγής, το οποίο όφειλαν να καταβάλουν στον κύριό τους. Θα πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψιν μας ότι τα δημογραφικά δεδομένα δεν είναι τόσο συστηματοποιημένα και ξεκάθαρα για την εποχή αυτή 26, όπως θα γίνει αργότερα κατά την περίοδο της οθωμανικής και της δεύτερης βενετικής κατοχής, το λεπτομερές και οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα των οποίων παρέχει σαφή στοιχεία

Αριστερά: Οικόσημο του Γουλιέλμου Σαμπλίτη και του Πριγκιπάτου της Αχαΐας την περίοδο (1205-1209). Δεξιά: O Eνετικός πτερωτός λέοντας, έμβλημα των Ενετών.


Η περίοδος της Β΄ Βενετοκρατίας (1686-1715)

 Η επιστροφή των Βενετών στα πελοποννησιακά εδάφη και στο Ναβαρίνο πραγματοποιήθηκε το 1686 με την εμφάνιση του βενετικού στόλου στα νερά του κόλπου του Ναβαρίνου, υπό την αρχηγία του Francesco Morosini. Την 1η Ιουνίου του έτους αυτού, ο Βενετός στρατηγός κατέπλευσε στο Παλαιό Ναβαρίνο, ηγούμενος ισχυρής ναυτικής δύναμης. Οι Οθωμανοί έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στον Morosini, ο οποίος φρόντισε ταυτόχρονα για τη μεταφορά στρατευμάτων, προκειμένου να προστατευθεί η περιοχή από τυχόν προσπάθεια των Οθωμανών να αντεπιτεθούν για να ξανακερδίσουν το κάστρο, το οποίο είχε παραδοθεί στους Βενετούς. Μετά την παράδοση του κάστρου του Παλαιού Ναβαρίνου, οι βενετικές επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του κάστρου του Νέου Ναβαρίνου 27, επιδιδόμενοι σε διαρκείς κανονιοβολισμούς. Στις 18 Ιουνίου του 1686 εξαπολύθηκε επίθεση από ξηράς με τη συμμετοχή και Ελλήνων. Η πολιορκία του κάστρου κράτησε συνολικά είκοσι τρεις ημέρες, οπότε στις 21 Ιουνίου οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν το κάστρο έπειτα από διαπραγματεύσεις, ενώ τους επετράπη να αποχωρήσουν μαζί με τον οπλισμό τους. Ακολούθησαν εορτασμοί, που συνόδευσαν την είσοδο του θριαμβευτή Morosini στο κάστρο 28.
 Μετά τις αλλεπάλληλες νίκες του Morosini και την τελική επικράτηση των Βενετών έναντι των Οθωμανών σε όλη την Πελοπόννησο ιδρύθηκε το Regno di Morea, που αποτέλεσε ενιαία βενετική κτήση, οπότε και ξεκίνησε η προσπάθεια οργάνωσής της, σύμφωνα με τις ανάγκες των νέων κατακτητών. Το «Βασίλειο του Μοριά» χωρίστηκε σε μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, τις επαρχίες, μία από τις οποίες ήταν αυτή της Μεσσηνίας, που πρωτεύουσά της ορίστηκε το Νέο Ναβαρίνο 29. Αυτή διαιρέθηκε με τη σειρά της σε διοικητικά διαμερίσματα, τα ονομαζόμενα teritorii, οπότε το Ναβαρίνο (Πύλος) αποτέλεσε ένα από τα αυτά, μαζί με εκείνα της Αρκαδιάς, Καλαμάτας, Φαναρίου, Κορώνης, Μεθώνης, Ανδρούσας, Καρύταινας και Λεονταρίου.
 Η εικόνα της περιοχής του Ναβαρίνου παρουσιάζει κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία τα χαρακτηριστικά μίας τυπικής βενετικής κτήσης. Ακολουθώντας το βενετικό πρότυπο αστικής οργάνωσης, το Ναβαρίνο συγκροτήθηκε το 1687 σε αστική κοινότητα (communità)30. Πολιτικά και στρατιωτικά καθήκοντα ανατέθηκαν σε τρεις αξιωματούχους. Ανώτερος αξιωματούχος ήταν ο προνοητής (provveditore), συνεπικουρούμενος από έναν ρέκτορα (rettore) και έναν ακόμη αξιωματούχο, υπεύθυνο για τα οικονομικά (camerlingo). 
 Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν το δικαίωμα εκπροσώπησης απέναντι στις βενετικές αρχές, εκλέγοντας προκρίτους (primati), θεσμός ο οποίος διατηρήθηκε από την προηγούμενη περίοδο της οθωμανικής κατοχής 31. Όπως συνέβη και με ολόκληρη την Πελοπόννησο, έτσι και στο Ναβαρίνο καταγράφεται η προσπάθεια των Βενετών να εδραιωθούν και να αποκτήσουν πλήρη εποπτεία στον χώρο, καταμετρώντας αρχικά τόσο το διαθέσιμο έμψυχο δυναμικό όσο και τους οικονομικούς πόρους, που μπορούσαν να καταστούν εκμεταλλεύσιμοι (καλλιεργήσιμες εκτάσεις, σπίτια, μύλοι, εργαστήρια). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, στόχο αποτελούσε η ανανέωση και πύκνωση του πληθυσμού με την πρόσκληση για εποικισμό, βάσει οικονομικών κινήτρων 32.
 Σύμφωνα με τα στοιχεία των βενετικών απογραφών, που πραγματοποιήθηκαν αντίστοιχα το 1689 και το 1700 και τη μεταξύ τους σύγκριση, προκύπτει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού στο τεριτόριο του Ναβαρίνου σε ένα ποσοστό της τάξεως του 27,2 % 33. Ο βασικός προσανατολισμός των Βενετών ήταν να ενισχύσουν τις αστικές κοινωνικές και οικονομικές δομές, προτρέποντας τους κατοίκους να κατοικήσουν εντός των τειχών του Ναβαρίνου. Όπως όμως προκύπτει από τις αναφορές των Βενετών προβλεπτών, οι κάτοικοι ήταν απρόθυμοι να ακολουθήσουν τις προτροπές τους, παρά το γεγονός ότι προσφέρονταν από μέρους τους ισχυρά κίνητρα, προκειμένου να το πράξουν. Σύμφωνα με την Davies, ο αστικός τρόπος ζωής ήταν κάτι στο οποίο δεν είχαν συνηθίσει οι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι προτιμούσαν να κατοικούν στα χωριά της υπαίθρου και αυτή ήταν μία τακτική, που συνεχιζόταν από την προηγούμενη περίοδο της οθωμανικής κατοχής 34. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, είναι ότι τελικά η περίπτωση του Ναβαρίνου καταδεικνύει πως οι προσπάθειες των Βενετών να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο οικιστικής ανάπτυξης βασισμένο σε μία νεοδημιούργητη στην ουσία αστική τάξη, απέτυχε στην πράξη. Οι λόγοι στους οποίους αποδίδει την αποτυχία ήταν αφενός η έλλειψη παράδοσης όσον αφορά τον αστικό τρόπο ζωής και αφετέρου η μη εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας, λόγω της τοποθεσίας του Ναβαρίνου κοντά στις ακτές, καθώς δεν μπορούσε να αποκλειστεί ο κίνδυνος επιδρομών 35.
 H οικονομία του Ναβαρίνου κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας στηριζόταν στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, με κύρια προϊόντα το λάδι, το κρασί, το μετάξι και το μαλλί. Άλλα προϊόντα αποτελούσαν το μέλι, το τυρί και το κρέας, τα οποία μάλιστα εξάγονταν στην ίδια τη Βενετία, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της. Η Γαληνοτάτη ενθάρρυνε την ανάπτυξη του εμπορίου, ενώ ανάμεσα στα προνόμια που παραχώρησε στους κατοίκους ολόκληρης της επαρχίας ήταν και η ελευθερία να πωλούν σιτάρι από την παραγωγή τους 36. Η συγκεκριμένη παραχώρηση ήταν πολύ σημαντική, καθώς, όπως ειπώθηκε, η πρακτική των Βενετών ήταν να κρατούν μεγάλο μέρος της παραγωγής, προκειμένου να το διοχετεύουν στη μητρόπολη.
 Η κυριαρχία των Βενετών στο Ναβαρίνο κράτησε απρόσκοπτα έως τo 1715, οπότε και η Πελοπόννησος πέρασε στα χέρια των Οθωμανών 37, στο πλαίσιο του έβδομου και τελευταίου βενετο-οθωμανικού πολέμου (1714- 1718) 38. Με τη λήξη του και την υπογραφή της συνθήκης του Πασσάροβιτς (21 Ιουλίου 1718), «το Βασίλειο του Μορέα» έπαψε πια να υφίσταται και συνεπώς το Ναβαρίνο δεν αποτελούσε πλέον βενετική κτήση, τερματίζοντας έτσι μία ακόμη περίοδο λατινικής κυριαρχίας.
 Συγκρίνοντας τις δύο περιόδους λατινικής κυριαρχίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξαν εξίσου σημαντικές για την περιοχή του Ναβαρίνου, καθώς αντανακλούσαν το οικονομικοκοινωνικό μοντέλο, όπως και το μοντέλο εξουσίας των εκάστοτε Λατίνων κυριάρχων (Φράγκων-Βενετών), το οποίο σε κάθε περίπτωση θέλησαν να εισάγουν και να εφαρμόσουν, ακολουθώντας το παράδειγμα των δικών τους θεσμών. Κατά την πρώτη περίοδο λατινικής/φραγκικής κυριαρχίας έχουμε την εφαρμογή του φεουδαρχικού συστήματος, ενώ κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας έχουμε την εισαγωγή θεσμών, οι οποίοι προσιδίαζαν στη βενετική άποψη περί εξουσίας και οικονομικής εκμετάλλευσης. Και στις δύο περιπτώσεις, το Ναβαρίνο αποτέλεσε ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα λατινικής κατοχής στον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην Πελοπόννησο.

ΦΩΤΕΙΝΗ Β. ΠΕΡΡΑ
Διδάσκουσα των μαθημάτων της Ιστορίας της Μεσαιωνικής Δύσης και της Ιστορίας των Δυτικών Κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.


1. Όταν αναφερόμαστε σε κατακτητές λατινικής προέλευσης, εννοούμε Δυτικούς κατακτητές, οι οποίοι ασπάζονταν το δυτικό καθολικό δόγμα. Σχετικά με τη χρησιμοποίηση του όρου ‘λατινοκρατία-λατινοκρατούμενος’ βλ. Σαββίδης 2003: 187-209.
2. Σχετικά με την ονομασία αυτή και την προέλευσή της βλ. Savvides 1992-93: 335- 38. Πρβλ. και Ilieva 1991: 234-235.
3. Για τα προβλήματα που ανακύπτουν σχετικά με την ακριβή σειρά των γεγονότων, καθώς και των περιοχών που υποτάχθηκαν στους Φράγκους, βλ. Κορδώσης 1986: 87-96. Για την εγκατάσταση των Φράγκων στην περιοχή βλ και Ilieva 1991: 130.- Πέννα 2009: 49-56.
4. Γενικά για το μεσαιωνικό Ναβαρίνο βλ. Ρ. Ουίτ, ‘Ναβαρίνον’, στο: Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου (=ΛΒΠ), Αθήνα 1998, 299-300.
5. Βλ. Θ. Σανσαρίδου-Hendrickx - Α. Σαββίδης, ‘Γουλιέλμος Σαμπλίτ’, στο: Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού (= ΕΠΛΒΙΠ) 5 (2006), 388-389.
6. Βλ. Savvides 1992: 68-72.- Επίσης Miller 1997: 103 και Lock 1998: 262.
7. Βλ. σχετικά Δραγούμης 1994: 249.- Πρβλ. και Miller 1997: 220.
8. Χρονικόν του Μορέως: 328, στίχ. 8093-8099. -Για τα κάστρα του Μανιατοχωρίου και του Ναβαρίνου βλ. Hodgetts - Lock 1997: 81-83.- Για το Ναβαρίνο βλ. ειδικότερα Andrews 2006: κεφ. V.
9. Βλ. αναλυτικά Kontogiannis 2010: 3-29 και ειδικότερα 15.
10. Βλ. Βuchon 1845: 364-365.- Πρβλ. και Miller 1997: 237-238.
11. Για την Ισαβέλλα Βιλλαρδουΐνη βλ. Β. Hendrickx, ‘Βιλλαρδουίνων οίκος’, στο: ΕΠΛΒΙΠ 5 (2006), 68-72.
12. Σχετικά με τον βενετο-γενουατικό ανταγωνισμό κατά την περίοδο αυτή βλ. Lane 2007: 255-262.- Επίσης Norwich 1993: 214-220.
13. Για τη ναυμαχία αυτή βλ. Lazzarini 1894: 5- 45.
14. Miller 1997: 363.
15. Hopf 1961: 227.
16. Βollati di Saint Pierre 1900: 43, 44.- Πρβλ. Setton 1976: 297 και Topping 1975: 142-143.
17. T opping 1975: 142.- Setton 1976: 297.
18. Γενικά για την Εταιρεία των Ναβαρραίων βλ. Β. Hendrickx, ‘Ναβαρραίων Εταιρεία’, στο: ΛΒΠ, 300-302.
19. Για την παρουσία των Ναβαρραίων στα πελοποννησιακά εδάφη βλ. Lenertz 1956: 319-360.-Topping 1975: 148 κ.ε.- Miller 1997: 383.
20. Ζakythenos 1975: 147.- Πρβλ. και Miller 1994: 26, ο οποίος αναφέρει ότι το όνομα Ναβαρίνο δόθηκε από τους Ναβαρραίους.
21. Chrysostomides 1995: 54, αρ. 25, 55, αρ. 26.
22. Chrysostomides 1995: 68, αρ. 32, 77, αρ. 33.- Στο έγγραφο 32 αναφέρεται χαρακτηριστικά “promittere nostro dominio quod locus portus Zoncli et omnia alia loca dictiprincipatus non ponentur ullo modo per eos in manibus alicuius inimici nostril ducalis dominii”, πρβλ. και Wolpert 2005: 233.
23. Για την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τον Μωάμεθ Β΄ και τη συνακόλουθη οθωμανική κατοχή βλ. Savvides 2009: 95-114.
24. Γ ια τις απογραφές αυτές βλ. Topping 1966: 427- 436.- Gerstel 2005 Β: 252-256.
25. Topping 1966: 436.- Gerstel 2005 A: 246.
26. Για τη δυσκολία συγκέντρωσης δημογραφικών στοιχείων βλ. Lock 1998: 393.
27. Το κάστρο του Νέου Ναβαρίνου κτίστηκε μετά το 1573, ύστερα από την περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, βλ. Randolf 1686: 5.- Σχετικά με το κάστρο αυτό βλ. Βennet - Davis-Harlan 2005: 241-264.- Andrews 2006: κεφ. VI.
28. Για περιγραφές σχετικά με την κατάκτηση του Ναβαρίνου και την είσοδο των Βενετών βλ. Λιάτα -Τσικνάκης 1998: 39-41.
29. Για το Ναβαρίνο κατά την περίοδο της δεύτερης Βενετοκρατίας βλ. Davies 2004: 59-120, όπου εξετάζεται εκτεταμένα η οργάνωσή του.
30. Για τη συγκρότηση των αστικών κοινοτήτων κατά τη Β΄ Βενετοκρατία βλ. Παπαδία-Λάλα 2004. Ειδικότερα για τον πελοποννησιακό χώρο βλ. Ντόκος 1999- 2000: 243-281.
31. Παπαδία-Λάλα 2004: 468-469.- Davies 2004: 67.- Ντόκος 1999-2000: 243.- Παναγιωτόπουλος 1985: 163
32. Παπαδία-Λάλα 2004: 483.
33. Παναγιωτόπουλος 1985: 139.- Davies 2004: 67.- Παπαδία-Λάλα 2004: 483.
34. Davies 2004: 71.
35. Davies 2004: 65.
36. Davies 2004: 85.- Πρβλ. και Ντόκος - Παναγόπουλος 1993: xiv.
37. Για το Ναβαρίνο κατά την πρώτη και δεύτερη οθωμανική περίοδο βλ. N. Βees - A. Savvides, στο: ‘Navarino’ Encyclopedia of Islam 2, VII (1993), 1037b.
38. Για τον πόλεμο αυτό βλ. Χατζόπουλος 2004, όπου και οι λεπτομέρειες για τις εχθροπραξίες μεταξύ Βενετών και Οθωμανών γενικότερα στην Πελοπόννησο και στο Ναβαρίνο.





Printfriendly