Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται σε πλάτωμα έξω από τον οικισμό της Πλάτσας, στη θέση Καμπινάρι, δυτικά του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από τη μεσσηνιακή στη λακωνική Μάνη. Είναι τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική με τρεις ισομεγέθεις αψίδες στα ανατολικά και ισοπλατή νάρθηκα στα δυτικά, σήμερα ερειπωμένο.
Το μνημείο έχει απασχολήσει αρκετούς ερευνητές, εκ των οποίων οι παλαιότεροι, βασιζόμενοι στα αρχαϊκά στοιχεία του, τοποθετούν την ανέγερσή του στον 9ο με 10ο αιώνα.
Ο Χ. Μπούρας, βάσει της επιμελημένης λαξευτής τοιχοποιίας, σε συνδυασμό με την κτητορική επιγραφή του 1338, σύμφωνα με την αρχική ανάγνωση της οποίας το μνημείο παρέμεινε ερειπωμένο για Σ – δηλαδή 200 χρόνια–, το χρονολόγησε στο 12ο αιώνα και συνέδεσε τον τρόπο δομής του με τη βαθμιαία επικράτηση των λαξευτών τοιχοποιιών στο νότιο ελλαδικό χώρο αυτή την περίοδο. Πολύ πρόσφατα οι Γ. Βελένης και Μ. Κάππας υποστήριξαν πολύ πειστικά ότι ο ναός δεν κτίστηκε από αρχαίο υλικό σε β΄ χρήση, αλλά ότι πρόκειται για ένα ερειπωμένο ρωμαϊκό οικοδόμημα και χρονολόγησαν τη μετατροπή του σε εκκλησία στον 9ο αι.
Η επόμενη κύρια κατασκευαστική φάση, που περιλάμβανε την προσθήκη τρούλλου και την ανακατασκευή μεγάλου τμήματος της θολοδομίας, τοποθετείται ομόφωνα περί το έτος 1338 και συνδέεται με την ανακαίνιση του ναού από τον εύπορο τζαούσιο Κωνσταντίνο Σπάνη.
Ακολούθησαν μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις που τοποθετούνται στην πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο: στο βόρειο και το νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους προσκολλήθηκαν δύο παραστάδες, επάνω στις οποίες πάτησε σφενδόνιο, για να στηριχθεί ο τρούλλος, εργασία που μαζί με τον τοίχο επάνω από το τέμπλο ανάγεται στην τρίτη οικοδομική φάση, εφόσον οι παραστάδες και ο τοίχος έχουν καλύψει τμήματα της επιγραφής και των τοιχογραφιών του 1338. Το μεγαλύτερο τμήμα της καμάρας του βόρειου κλίτους ανακατασκευάστηκε μετά από κατάρρευση και κατά την ανακατασκευή χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό της πεσμένης καμάρας – σε ορισμένους θολίτες διακρίνονται σπαράγματα από τον κατεστραμμένο ζωγραφικό διάκοσμο. Σύμφωνα με τους Βελένη και Κάππα6 η κατάρρευση συνέβη λίγο πριν την κατασκευή των υφιστάμενων κτιστών τέμπλων, στα οποία ενσωματώνεται μεγάλος αριθμός γλυπτών που δεν φαίνεται να υπέστησαν ζημιές από την πτώση του θόλου. Οι τοιχογραφημένες δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο του βορείου κλίτους που ανάγονται στον 15ο αι.-16ο αι. υποδεικνύουν ότι η κατασκευή των τέμπλων πρέπει να έγινε μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, κάτι που προσφέρει ένα terminus ante quem και για την κατάρρευση της βόρειας καμάρας.
Πολύ σημαντικός είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος του μνημείου. Οι τοιχογραφίες του κεντρικού κλίτους, χρονολογούνται βάσει της έμμετρης κτητορικής επιγραφής στο 1337/38 και αποτελούν χορηγία του τζαούσιου Κωνσταντίνου Σπάνη και της συμβίας του Μαρίας. Οι τοιχογραφίες του νότιου κλίτους (σκηνές από τον βίο του Αγίου Νικολάου) χρονολογούνται με επιγραφή στα 1343/44 (τεταρτοσφαίριο αψίδας) και στα 1348/49 (δυτική είσοδος). Οι τοιχογραφίες του βόρειου κλίτους έχουν χρονολογηθεί από την Ντ. Μουρίκη στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια, μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, ενώ πρόσφατα προτάθηκε από τους Βελένη και Κάππα η ένταξή τους στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (μέσα 14ου αι.) και ο συσχετισμός τους με τις επάλληλες συλλογικές χορηγίες που είχαν ως στόχο να ολοκληρώσουν το φιλόδοξο έργο του Σπάνη. Στη μεταβυζαντινή περίοδο ανάγονται οι τοιχογραφίες του τοίχου επάνω από το τέμπλο του κεντρικού κλίτους καθώς και η επιζωγράφιση του ημικυλίνδρου της νότιας αψίδας.
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού περιορίζεται στο τέμπλο των τριών κλιτών, όπου έχουν τοποθετηθεί μαρμάρινα τμήματα προερχόμενα από δύο τουλάχιστον τέμπλα.
Ορισμένα από τα θέματα που χρησιμοποιούνται στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου αποτελούν χαρακτηριστικά του θεματικού λεξιλογίου των γλυπτών από μνημεία της Μάνης. Πιο συγκεκριμένα, το ανακαμπτόμενο φύλλο άκανθας με την προεξέχουσα ορθογώνια επιφάνεια (πλακάκι), απαντά με μικρές διαφοροποιήσεις σε πολλά μνημεία της περιοχής της Μάνης από τον 12ο αι. και μετά, όπως στον Ταξιάρχη Χαρούδας, τον Άγιο Ιωάννη Κούνου, την Κοίμηση Καστάνιας, τον Άγιο Νικόλαο Γκλέζου και τον Ταξιάρχη στο Δρύαλο (1102- 1103).
Το θέμα, που γνώρισε μεγάλη διάδοση κατά τον 12ο αι., απαντά και σε άλλα μεσσηνιακά μνημεία: χρησιμοποιείται, με πιο νατουραλιστική μορφή, στο επιστύλιο της Μεταμόρφωσης Χριστιάνων (με διάτρητη τεχνική και μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο), στο επιστύλιο του Ανδρομονάστηρου και σε άλλα γλυπτά του λεγόμενου εργαστηρίου της Σαμαρίνας, ωστόσο εκεί είναι αρκετά ραδινό και με σχηματοποιημένη απόδοση των λοβών και των γλωσσίδων της άκανθας, ενώ ο κορυφαίος λοβός του φύλλου δεν διαγράφεται επάνω στην προεξέχουσα επιφάνεια.
Το θέμα των σηρικών τροχών είναι πολύ αγαπητό στη γλυπτική των μνημείων της ευρύτερης βυζαντινής επικράτειας. Ειδικότερα ανθέμια σε σηρικούς τροχούς κατά τον 12ο απαντούν, μεταξύ άλλων, στο επιστύλιο του τέμπλου του καθολικού της Μονής Βλαχερνών Άρτας, σε θύρωμα του Ταξιάρχη Μεσαριάς Άνδρου (1158), σε πεσσίσκο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Άνδρου, και σε πεσσίσκο εντοιχισμένο στην Κοίμηση Θεοτόκου Μακρυνίτσας. Είναι δε πολύ συχνό θέμα στα επιστύλια, τα γείσα και τους ελκυστήρες των μανιάτικων μνημείων.
Οι επιπεδόγλυφοι ελικοειδείς βλαστοί με ημίφυλλα άκανθας, οι δίδυμοι βλαστοί που απομακρύνονται και προσεγγίζουν διαγράφοντας ελλείψεις και η πλαισίωση έξεργων κομβίων με σειρές τοξυλλίων που περικλείουν ανθέμια, απαντούν στην περιοχή της Μάνης ήδη από τον 11ο αι., στους κοσμήτες του Αγίου Θεοδώρου στη Μπάμπακα (1075) και σε γλυπτά στον Άγιο Γεώργιο στο Μπρίκι και στους Αγίους Θεοδώρους Καφιόνας, έργα του μαρμαρά Νικήτα. Επαναλαμβάνονται σε πολλά επιστύλια της περιοχής, με μικρές διαφοροποιήσεις. Το θέμα των επιπεδόγλυφων συναπτόμενων κύκλων που περικλείουν καμπυλόπλευρους ρόμβους, μέσα στους οποίους εγγράφονται σταυροί με ανθεμιοειδείς κεραίες, απαντά, μεταξύ άλλων, στο μαρμάρινο τόξο του τέμπλου του ναού της Μεταμόρφωσης στο Νομιτσή, στο επιστύλιο που έχει χρησιμοποιηθεί ως κατώφλι στον Ταξιάρχη Χαρούδας και στο ευθύγραμμο τμήμα του πεταλόμορφου επιστυλίου τέμπλου τόξο της Επισκοπής Μάνης. Η απεικόνιση ζώων είναι πολύ διαδεδομένη στη βυζαντινή γλυπτική, και απαντά σε κιονόκρανα, επιθήματα, επιστύλια τέμπλων, υπέρθυρα και θωράκια, ιδιαίτερα κατά το 12ο αι. Το αιλουροειδές και ο ημίονος που απεικονίζονται στο κεντρικό τμήμα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους, μοιάζουν στην απόδοση του κορμού με αιλουροειδές σε αδημοσίευτο τμήμα επιστυλίου από τα Ξανθιάνικα της Μηλέας και σε επιστύλιο που έχει χρησιμοποιηθεί ως ανώφλι της νότιας εισόδου της Κοίμησης στην Καστάνια. Ο αετός που σκαλίζεται στο κεντρικό τμήμα του επιστυλίου του μεσαίου κλίτους του Αγίου Νικολάου, με τις διεσταλμένες φτερούγες, απαντά συχνά στο διάκοσμο κιονοκράνων της παλαιοχριστιανικής και της μέσης βυζαντινής περιόδου.
Η μορφολογική και η τεχνοτροπική απόδοση των θεμάτων στο επιστύλιο και τα στηρίγματα του κεντρικού κλίτους καθώς και στα κεντρικά τμήματα των επιστυλίων των πλαγίων κλιτών επιτρέπει την απόδοσή τους στο 12ο αι., ίσως προς το τέλος του. Η χρήση έξεργων στοιχείων παρατηρείται στη βυζαντινή γλυπτική προς το τέλος του 11ου αι. και είναι έντονη στο 12ο και το 13ο αι. Οι τετραπλοί κιονίσκοι με τους διπλούς κόμβους χρησιμοποιούνται στο 12ο αι., ενώ ο χαλαρός τρόπος που δένουν οι κόμβοι οδηγεί στη χρονολόγηση προς το τέλος του 12ου αι. Τα θέματα των θωρακίων γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στη βυζαντινή γλυπτική. Οι λημνίσκοι χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση θωρακίων από τον 10 αι., ενώ απαντούν και σε άλλα μανιάτικα μνημεία. Ο εγγεγραμμένος σε ανακομβούμενο πλαίσιο ρόμβος είναι αγαπητό θέμα στα θωράκια και απαντά στην ευρύτερη βυζαντινή επικράτεια και σε μνημεία της περιοχής. Η λιτότητα με την οποία αποδίδεται το θέμα στα θωράκια του Αγίου Νικολάου, χωρίς διάκοσμο στα τρίγωνα μεταξύ ρόμβου και ορθογωνίου πλαισίου και απ’ όσο φαίνεται ούτε στο εσωτερικό του ρόμβου, πιθανολογεί τη χρονολόγησή τους μέσα στον 11ο αι. Το πιο κοντινό τους παράλληλο στην περιοχή της Μάνης είναι ένα εντοιχισμένο θωράκιο στο ναό των Αγίων Θεοδώρων Κάμπου, όπου οι εγγεγραμμένοι ρόμβοι είναι μικροί και τα κενά μεταξύ ρόμβων και ορθογωνίου παραμένουν ακόσμητα.
Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που έχουν χρησιμοποιηθεί στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου προέρχονται από δύο τουλάχιστον τέμπλα. Τα δύο κεντρικά τμήματα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους φαίνεται ότι αρχικά αποτελούσαν ένα επιστύλιο. Στα δύο αυτά τμήματα διαπιστώνονται ομοιότητες, τόσο στις διαστάσεις όσο και στη θεματολογία: το ακανθόφυλλο της νότιας απόληξης του κεντρικού επιστυλίου του νοτίου κλίτους συναρμόζει με το τμήμα ακανθόφυλλου που διακρίνεται στη βόρεια απόληξη του κεντρικού επιστυλίου του βορείου κλίτους. Έτσι σχηματίζεται ένα επιστύλιο, συνολικού μήκους 2,365 μ., με κεντρικό ανακαμπτόμενο ακαθόφυλλο, εκατέρωθεν τοξύλλια με όρθια ανθέμια, έξεργα κομβία, ανθέμιο ανάμεσα σε κατακόρυφους έλικες και από ένα ζώο στα δύο άκρα (Εικ. 8).
Τα τέσσερα τμήματα δίζωνου γείσου, που έχουν χρησιμοποιηθεί στα πλάγια τμήματα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους έχουν επίσης ίδιες διαστάσεις και όμοιο διάκοσμο και ίσως αποτελούσαν ένα δίζωνο γείσο, συνολικού μήκους 2,255 μ. Μετά τον καθαρισμό της επιφάνειάς τους θα διαπιστωθεί με περισσότερη βεβαιότητα αν είναι κατασκευασμένα από το ίδιο είδος μαρμάρου.
Στο κεντρικό κλίτος παρατηρείται μεν μια τεχνοτροπική συγγένεια μεταξύ του κεντρικού και του νοτίου τμήματος, που πιθανόν είναι κατασκευασμένα και από το ίδιο μάρμαρο, ωστόσο τα δύο τμήματα δεν συναρμόζουν και έχουν διαφορετικό ύψος (0,185 μ. και 0,20 μ.).
Το κεντρικό τμήμα του επιστυλίου παρουσιάζει τεχνοτροπική συγγένεια με το διάκοσμο των στηριγμάτων του. Αντίθετα στα στηρίγματα του βορείου και του νοτίου κλίτους πρόδηλη είναι μια προχειρότητα στην επιλογή, ιδιαίτερα σε αυτά του νοτίου κλίτους.
Στα θωράκια, που έχουν τοποθετηθεί ανά ζεύγη σε κάθε κλίτος, παρατηρείται μια προσπάθεια για συμμετρία. Ειδικότερα, στο κεντρικό κλίτος έχουν χρησιμοποιηθεί δύο όμοια θωράκια που κοσμούνται με συμπλεκόμενους λημνίσκους, στο νότιο δύο αρκετά μικρότερα θωράκια με το ίδιο θέμα αλλά τεχνοτροπικά απλούστερα, ενώ στο βόρειο κλίτος δύο όμοια μεταξύ τους θωράκια που κοσμούνται με εγγεγραμμένο ρόμβο.
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε ότι τα γλυπτά του Αγίου Νικολάου, που μπορούν να χρονολογηθούν στον 11ο (θωράκια) και τον 12ο αι. (επιστύλια και κιονίσκοι), προέρχονται από δύο τουλάχιστον τέμπλα και τοποθετήθηκαν στο ναό μετά την κατάρρευση της καμάρας του βόρειου κλίτους και πριν από την τοιχογράφηση των δεσποτικών εικόνων του βορείου κλίτους, δηλαδή μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα. Μερικά από αυτά, και κυρίως τα κεντρικά τμήματα επιστυλίου του βόρειου και νότιου κλίτους, θα μπορούσαν να προέρχονται από παλαιότερη οικοδομική φάση του μνημείου, ενώ τα περισσότερα μάλλον προέρχονται από παλαιότερα κτήρια της περιοχής προκειμένου να ενσωματωθούν στις κατά καιρούς οικοδομικές επεμβάσεις που δέχθηκε το μνημείο. Εξάλλου, στην περιοχή της Μάνης, σε εκκλησίες που κτίζονται κυρίως μετά το 14ο αι., έχει ήδη διαπιστωθεί ότι είναι πολύ συνήθης η πρακτική της επανάχρησης αρχιτεκτονικών γλυπτών εκ περισυλλογής.
Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά: ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟ ΚΑΜΠΙΝΑΡΙ ΠΛΑΤΣΑΣ ΣΤΗ ΜΑΝΗ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΓΛΥΠΤΟ ΔΙΑΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΤΕΜΠΛΟΥ
Ο Χ. Μπούρας, βάσει της επιμελημένης λαξευτής τοιχοποιίας, σε συνδυασμό με την κτητορική επιγραφή του 1338, σύμφωνα με την αρχική ανάγνωση της οποίας το μνημείο παρέμεινε ερειπωμένο για Σ – δηλαδή 200 χρόνια–, το χρονολόγησε στο 12ο αιώνα και συνέδεσε τον τρόπο δομής του με τη βαθμιαία επικράτηση των λαξευτών τοιχοποιιών στο νότιο ελλαδικό χώρο αυτή την περίοδο. Πολύ πρόσφατα οι Γ. Βελένης και Μ. Κάππας υποστήριξαν πολύ πειστικά ότι ο ναός δεν κτίστηκε από αρχαίο υλικό σε β΄ χρήση, αλλά ότι πρόκειται για ένα ερειπωμένο ρωμαϊκό οικοδόμημα και χρονολόγησαν τη μετατροπή του σε εκκλησία στον 9ο αι.
Η επόμενη κύρια κατασκευαστική φάση, που περιλάμβανε την προσθήκη τρούλλου και την ανακατασκευή μεγάλου τμήματος της θολοδομίας, τοποθετείται ομόφωνα περί το έτος 1338 και συνδέεται με την ανακαίνιση του ναού από τον εύπορο τζαούσιο Κωνσταντίνο Σπάνη.
Ακολούθησαν μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις που τοποθετούνται στην πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο: στο βόρειο και το νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους προσκολλήθηκαν δύο παραστάδες, επάνω στις οποίες πάτησε σφενδόνιο, για να στηριχθεί ο τρούλλος, εργασία που μαζί με τον τοίχο επάνω από το τέμπλο ανάγεται στην τρίτη οικοδομική φάση, εφόσον οι παραστάδες και ο τοίχος έχουν καλύψει τμήματα της επιγραφής και των τοιχογραφιών του 1338. Το μεγαλύτερο τμήμα της καμάρας του βόρειου κλίτους ανακατασκευάστηκε μετά από κατάρρευση και κατά την ανακατασκευή χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό της πεσμένης καμάρας – σε ορισμένους θολίτες διακρίνονται σπαράγματα από τον κατεστραμμένο ζωγραφικό διάκοσμο. Σύμφωνα με τους Βελένη και Κάππα6 η κατάρρευση συνέβη λίγο πριν την κατασκευή των υφιστάμενων κτιστών τέμπλων, στα οποία ενσωματώνεται μεγάλος αριθμός γλυπτών που δεν φαίνεται να υπέστησαν ζημιές από την πτώση του θόλου. Οι τοιχογραφημένες δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο του βορείου κλίτους που ανάγονται στον 15ο αι.-16ο αι. υποδεικνύουν ότι η κατασκευή των τέμπλων πρέπει να έγινε μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, κάτι που προσφέρει ένα terminus ante quem και για την κατάρρευση της βόρειας καμάρας.
Πολύ σημαντικός είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος του μνημείου. Οι τοιχογραφίες του κεντρικού κλίτους, χρονολογούνται βάσει της έμμετρης κτητορικής επιγραφής στο 1337/38 και αποτελούν χορηγία του τζαούσιου Κωνσταντίνου Σπάνη και της συμβίας του Μαρίας. Οι τοιχογραφίες του νότιου κλίτους (σκηνές από τον βίο του Αγίου Νικολάου) χρονολογούνται με επιγραφή στα 1343/44 (τεταρτοσφαίριο αψίδας) και στα 1348/49 (δυτική είσοδος). Οι τοιχογραφίες του βόρειου κλίτους έχουν χρονολογηθεί από την Ντ. Μουρίκη στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια, μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, ενώ πρόσφατα προτάθηκε από τους Βελένη και Κάππα η ένταξή τους στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (μέσα 14ου αι.) και ο συσχετισμός τους με τις επάλληλες συλλογικές χορηγίες που είχαν ως στόχο να ολοκληρώσουν το φιλόδοξο έργο του Σπάνη. Στη μεταβυζαντινή περίοδο ανάγονται οι τοιχογραφίες του τοίχου επάνω από το τέμπλο του κεντρικού κλίτους καθώς και η επιζωγράφιση του ημικυλίνδρου της νότιας αψίδας.
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού περιορίζεται στο τέμπλο των τριών κλιτών, όπου έχουν τοποθετηθεί μαρμάρινα τμήματα προερχόμενα από δύο τουλάχιστον τέμπλα.
Ορισμένα από τα θέματα που χρησιμοποιούνται στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου αποτελούν χαρακτηριστικά του θεματικού λεξιλογίου των γλυπτών από μνημεία της Μάνης. Πιο συγκεκριμένα, το ανακαμπτόμενο φύλλο άκανθας με την προεξέχουσα ορθογώνια επιφάνεια (πλακάκι), απαντά με μικρές διαφοροποιήσεις σε πολλά μνημεία της περιοχής της Μάνης από τον 12ο αι. και μετά, όπως στον Ταξιάρχη Χαρούδας, τον Άγιο Ιωάννη Κούνου, την Κοίμηση Καστάνιας, τον Άγιο Νικόλαο Γκλέζου και τον Ταξιάρχη στο Δρύαλο (1102- 1103).
Το θέμα, που γνώρισε μεγάλη διάδοση κατά τον 12ο αι., απαντά και σε άλλα μεσσηνιακά μνημεία: χρησιμοποιείται, με πιο νατουραλιστική μορφή, στο επιστύλιο της Μεταμόρφωσης Χριστιάνων (με διάτρητη τεχνική και μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο), στο επιστύλιο του Ανδρομονάστηρου και σε άλλα γλυπτά του λεγόμενου εργαστηρίου της Σαμαρίνας, ωστόσο εκεί είναι αρκετά ραδινό και με σχηματοποιημένη απόδοση των λοβών και των γλωσσίδων της άκανθας, ενώ ο κορυφαίος λοβός του φύλλου δεν διαγράφεται επάνω στην προεξέχουσα επιφάνεια.
Το θέμα των σηρικών τροχών είναι πολύ αγαπητό στη γλυπτική των μνημείων της ευρύτερης βυζαντινής επικράτειας. Ειδικότερα ανθέμια σε σηρικούς τροχούς κατά τον 12ο απαντούν, μεταξύ άλλων, στο επιστύλιο του τέμπλου του καθολικού της Μονής Βλαχερνών Άρτας, σε θύρωμα του Ταξιάρχη Μεσαριάς Άνδρου (1158), σε πεσσίσκο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Άνδρου, και σε πεσσίσκο εντοιχισμένο στην Κοίμηση Θεοτόκου Μακρυνίτσας. Είναι δε πολύ συχνό θέμα στα επιστύλια, τα γείσα και τους ελκυστήρες των μανιάτικων μνημείων.
Οι επιπεδόγλυφοι ελικοειδείς βλαστοί με ημίφυλλα άκανθας, οι δίδυμοι βλαστοί που απομακρύνονται και προσεγγίζουν διαγράφοντας ελλείψεις και η πλαισίωση έξεργων κομβίων με σειρές τοξυλλίων που περικλείουν ανθέμια, απαντούν στην περιοχή της Μάνης ήδη από τον 11ο αι., στους κοσμήτες του Αγίου Θεοδώρου στη Μπάμπακα (1075) και σε γλυπτά στον Άγιο Γεώργιο στο Μπρίκι και στους Αγίους Θεοδώρους Καφιόνας, έργα του μαρμαρά Νικήτα. Επαναλαμβάνονται σε πολλά επιστύλια της περιοχής, με μικρές διαφοροποιήσεις. Το θέμα των επιπεδόγλυφων συναπτόμενων κύκλων που περικλείουν καμπυλόπλευρους ρόμβους, μέσα στους οποίους εγγράφονται σταυροί με ανθεμιοειδείς κεραίες, απαντά, μεταξύ άλλων, στο μαρμάρινο τόξο του τέμπλου του ναού της Μεταμόρφωσης στο Νομιτσή, στο επιστύλιο που έχει χρησιμοποιηθεί ως κατώφλι στον Ταξιάρχη Χαρούδας και στο ευθύγραμμο τμήμα του πεταλόμορφου επιστυλίου τέμπλου τόξο της Επισκοπής Μάνης. Η απεικόνιση ζώων είναι πολύ διαδεδομένη στη βυζαντινή γλυπτική, και απαντά σε κιονόκρανα, επιθήματα, επιστύλια τέμπλων, υπέρθυρα και θωράκια, ιδιαίτερα κατά το 12ο αι. Το αιλουροειδές και ο ημίονος που απεικονίζονται στο κεντρικό τμήμα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους, μοιάζουν στην απόδοση του κορμού με αιλουροειδές σε αδημοσίευτο τμήμα επιστυλίου από τα Ξανθιάνικα της Μηλέας και σε επιστύλιο που έχει χρησιμοποιηθεί ως ανώφλι της νότιας εισόδου της Κοίμησης στην Καστάνια. Ο αετός που σκαλίζεται στο κεντρικό τμήμα του επιστυλίου του μεσαίου κλίτους του Αγίου Νικολάου, με τις διεσταλμένες φτερούγες, απαντά συχνά στο διάκοσμο κιονοκράνων της παλαιοχριστιανικής και της μέσης βυζαντινής περιόδου.
Η μορφολογική και η τεχνοτροπική απόδοση των θεμάτων στο επιστύλιο και τα στηρίγματα του κεντρικού κλίτους καθώς και στα κεντρικά τμήματα των επιστυλίων των πλαγίων κλιτών επιτρέπει την απόδοσή τους στο 12ο αι., ίσως προς το τέλος του. Η χρήση έξεργων στοιχείων παρατηρείται στη βυζαντινή γλυπτική προς το τέλος του 11ου αι. και είναι έντονη στο 12ο και το 13ο αι. Οι τετραπλοί κιονίσκοι με τους διπλούς κόμβους χρησιμοποιούνται στο 12ο αι., ενώ ο χαλαρός τρόπος που δένουν οι κόμβοι οδηγεί στη χρονολόγηση προς το τέλος του 12ου αι. Τα θέματα των θωρακίων γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στη βυζαντινή γλυπτική. Οι λημνίσκοι χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση θωρακίων από τον 10 αι., ενώ απαντούν και σε άλλα μανιάτικα μνημεία. Ο εγγεγραμμένος σε ανακομβούμενο πλαίσιο ρόμβος είναι αγαπητό θέμα στα θωράκια και απαντά στην ευρύτερη βυζαντινή επικράτεια και σε μνημεία της περιοχής. Η λιτότητα με την οποία αποδίδεται το θέμα στα θωράκια του Αγίου Νικολάου, χωρίς διάκοσμο στα τρίγωνα μεταξύ ρόμβου και ορθογωνίου πλαισίου και απ’ όσο φαίνεται ούτε στο εσωτερικό του ρόμβου, πιθανολογεί τη χρονολόγησή τους μέσα στον 11ο αι. Το πιο κοντινό τους παράλληλο στην περιοχή της Μάνης είναι ένα εντοιχισμένο θωράκιο στο ναό των Αγίων Θεοδώρων Κάμπου, όπου οι εγγεγραμμένοι ρόμβοι είναι μικροί και τα κενά μεταξύ ρόμβων και ορθογωνίου παραμένουν ακόσμητα.
Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που έχουν χρησιμοποιηθεί στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου προέρχονται από δύο τουλάχιστον τέμπλα. Τα δύο κεντρικά τμήματα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους φαίνεται ότι αρχικά αποτελούσαν ένα επιστύλιο. Στα δύο αυτά τμήματα διαπιστώνονται ομοιότητες, τόσο στις διαστάσεις όσο και στη θεματολογία: το ακανθόφυλλο της νότιας απόληξης του κεντρικού επιστυλίου του νοτίου κλίτους συναρμόζει με το τμήμα ακανθόφυλλου που διακρίνεται στη βόρεια απόληξη του κεντρικού επιστυλίου του βορείου κλίτους. Έτσι σχηματίζεται ένα επιστύλιο, συνολικού μήκους 2,365 μ., με κεντρικό ανακαμπτόμενο ακαθόφυλλο, εκατέρωθεν τοξύλλια με όρθια ανθέμια, έξεργα κομβία, ανθέμιο ανάμεσα σε κατακόρυφους έλικες και από ένα ζώο στα δύο άκρα (Εικ. 8).
Τα τέσσερα τμήματα δίζωνου γείσου, που έχουν χρησιμοποιηθεί στα πλάγια τμήματα του επιστυλίου του βόρειου και του νότιου κλίτους έχουν επίσης ίδιες διαστάσεις και όμοιο διάκοσμο και ίσως αποτελούσαν ένα δίζωνο γείσο, συνολικού μήκους 2,255 μ. Μετά τον καθαρισμό της επιφάνειάς τους θα διαπιστωθεί με περισσότερη βεβαιότητα αν είναι κατασκευασμένα από το ίδιο είδος μαρμάρου.
Στο κεντρικό κλίτος παρατηρείται μεν μια τεχνοτροπική συγγένεια μεταξύ του κεντρικού και του νοτίου τμήματος, που πιθανόν είναι κατασκευασμένα και από το ίδιο μάρμαρο, ωστόσο τα δύο τμήματα δεν συναρμόζουν και έχουν διαφορετικό ύψος (0,185 μ. και 0,20 μ.).
Το κεντρικό τμήμα του επιστυλίου παρουσιάζει τεχνοτροπική συγγένεια με το διάκοσμο των στηριγμάτων του. Αντίθετα στα στηρίγματα του βορείου και του νοτίου κλίτους πρόδηλη είναι μια προχειρότητα στην επιλογή, ιδιαίτερα σε αυτά του νοτίου κλίτους.
Στα θωράκια, που έχουν τοποθετηθεί ανά ζεύγη σε κάθε κλίτος, παρατηρείται μια προσπάθεια για συμμετρία. Ειδικότερα, στο κεντρικό κλίτος έχουν χρησιμοποιηθεί δύο όμοια θωράκια που κοσμούνται με συμπλεκόμενους λημνίσκους, στο νότιο δύο αρκετά μικρότερα θωράκια με το ίδιο θέμα αλλά τεχνοτροπικά απλούστερα, ενώ στο βόρειο κλίτος δύο όμοια μεταξύ τους θωράκια που κοσμούνται με εγγεγραμμένο ρόμβο.
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε ότι τα γλυπτά του Αγίου Νικολάου, που μπορούν να χρονολογηθούν στον 11ο (θωράκια) και τον 12ο αι. (επιστύλια και κιονίσκοι), προέρχονται από δύο τουλάχιστον τέμπλα και τοποθετήθηκαν στο ναό μετά την κατάρρευση της καμάρας του βόρειου κλίτους και πριν από την τοιχογράφηση των δεσποτικών εικόνων του βορείου κλίτους, δηλαδή μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα. Μερικά από αυτά, και κυρίως τα κεντρικά τμήματα επιστυλίου του βόρειου και νότιου κλίτους, θα μπορούσαν να προέρχονται από παλαιότερη οικοδομική φάση του μνημείου, ενώ τα περισσότερα μάλλον προέρχονται από παλαιότερα κτήρια της περιοχής προκειμένου να ενσωματωθούν στις κατά καιρούς οικοδομικές επεμβάσεις που δέχθηκε το μνημείο. Εξάλλου, στην περιοχή της Μάνης, σε εκκλησίες που κτίζονται κυρίως μετά το 14ο αι., έχει ήδη διαπιστωθεί ότι είναι πολύ συνήθης η πρακτική της επανάχρησης αρχιτεκτονικών γλυπτών εκ περισυλλογής.
Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά: ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟ ΚΑΜΠΙΝΑΡΙ ΠΛΑΤΣΑΣ ΣΤΗ ΜΑΝΗ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΓΛΥΠΤΟ ΔΙΑΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΤΕΜΠΛΟΥ