.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Άνω Εγκλιανός: Προϊστορικός οικισμός και τάφοι

Ο λόφος του Άνω Εγκλιανού είναι κυρίως γνωστός για το περίφημο "ανάκτορο του Νέστορα" που υπήρξε σημαντικό κεντρικό μέγαρο της Ύστερης Ελλαδικής Εποχής. Εκτός όμως του ανακτόρου στον λόφο υπάρχει προϊστορικός οικισμός και ένα σύνολο θολωτών και θαλαμωτών τάφων.
Η κατοίκηση στον Άνω Εγκλιανό ανιχνεύεται από την Πρωτοελλαδική εποχή, -2600, ενώ στην Μεσοελλαδική εποχή οργανώνεται οικισμός. Στην Μυκηναϊκή εποχή ο οικισμός επεκτείνετε και οχυρώνετε ενώ στην Υστερομυκηναϊκή εποχή μετατρέπετε στο γνωστό μεγάλο διοικητικό κέντρο της περιοχής.


Πρωτοελλαδικός οικισμός Άνω Εγκλιανου
Το 1958 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Ουίλλιαμ Τέϋλορ ανέσκαψε τα υπολείμματα ενός μικρού Πρωτοελλαδικού οικισμού στην θέση "Αλώνι του Δεριζιώτη" στο υψίπεδο του Άνω Εγκλιανού κοντά στο ανάκτορο του Νέστορα.

Ο προϊστορικός οικισμός του "Αλωνιού" βρίσκεται 500 μέτρα ΝΔ του ανακτόρου και φαίνεται να κατοικήθηκε για μικρό σχετικά διάστημα στα τέλη της -3ης χιλιετίας. Τα δύο αψιδωτά κτήρια που ήρθαν στο φώς, και είναι από τα παλαιότερα του είδους τους στην Μεσσηνία, αλλά και η πρώιμη κεραμεική της ανασκαφής τοποθετούν χρονολογικά τον οικισμό στην Πρωτοελλαδική 3 περίοδο, -2300 έως -2000.
Κάτω από το δάπεδο του κτηρίου ΑΒ βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αλλά και τμήματα κεραμεικής που ανήκαν σε ακόμα παλαιότερη εποχή κατοίκησης, προφανώς της Πρωτοελλαδικής 2 περιόδου, -2600 έως -2300
Ο οικισμός στο "Αλώνι του Δεριζιώτη" φαίνεται να εγκαταλείπετε γύρω στα -1900 καθώς δημιουργείτε ο μεγαλύτερος και ενιαίος οικισμός του Άνω Εγκλιανού στην Μεσοελλαδική περίοδο, -1900 έως -1600. 
Αργότερα προς τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής, -1400 έως -1200, ο Εγκλιανός θα γίνει το γνωστό μεγάλο διοικητικό κέντρο που θα δέσποζε την ευρύτερη περιοχή.
Περισσότερα για τον Πρωτοελλαδικό οικισμό στον σύνδεσμο: Πρωτοελλαδικός οικισμός Εγκλιανού

Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός στο "Αλώνι του Δεριζιώτη" στον Άνω Εγκλιανό, -2300 έως -1900. Οι φωτογραφίες είναι από την ανασκαφή του Αμερικανού αρχαιολόγου Τέϋλορ το 1958
Ο Μεσοελλαδικός- Μυκηναϊκός οικισμός του Άνω Εγκλιανού
Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε ότι ο λόφος του ανακτόρου του Εγκλιανού καταλαμβανόταν κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού από ένα οικισμό με μία τάση εξάπλωσης προς χαμηλότερα. Η κατοίκηση του λόφου συνεχίστηκε κατά την ΥΕ Ι και II περίοδο. Αν υπήρχε κατοικία ηγεμόνα, αυτή μάλλον θα βρισκόταν κάτω από το ανάκτορο του Νέστορα. Το μεγαλύτερο μέρος των οικιών αυτών ξυρίστηκε και καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των διαμορφώσεων που έγιναν στην κορυφή του λόφου, προκειμένου να κατασκευασθεί το ανάκτορο της YE III περιόδου.

Η Οχύρωση του οικισμού
Στο ΒΑ άκρο του λόφου του Εγλιανού βρέθηκαν σκαλιά και πλακοστρωμένος δρόμος, πλάτους περίπου 3.60μ., που περνούσε μέσα από μία Πύλη με πύργους στις δύο της πλευρές. Ο δρόμος αυτός μάλλον αποτελεί συνέχεια εκείνου, που ακολουθούσε τον υδαταγωγό από την περιοχή έξω από τη ΒΑ θύρα του Κυρίως Κτιρίου του ανακτόρου μέχρι το άκρο του λόφου. 
Η στρωματογραφία της Πύλης δεν ήταν κανονική -υπήρχαν ακόμη και μεσαιωνικά όστρακα, όμως στα χαμηλότερα στρώματα κυριαρχούσε η πρώιμη Μυκηναϊκή κεραμεική, με «μερικά κομμάτια αμαυρόχρωμης κεραμεικής» Οι ανασκαφείς θεωρούν, ότι η Πύλη κατασκευάστηκε στην ΥΕ Ι περίοδο.
Η ύπαρξη Πύλης αποτελεί έμμεση ένδειξη για ύπαρξη τείχους. Πράγματι, στα ΒΔ της Πύλης, βρέθηκε τείχος σε μήκος περί τα 10 μέτρα, σωζόμενο σε ύψος τεσσάρων δόμων και με ελάχιστο πάχος 1.40 μ. Κατάλοιπα παρόμοιου τείχους στο απέναντι άκρο της ακρόπολης, που παρακολουθήθηκε σε ένα μήκος περί τα 25 μέτρα, καταδεικνύουν, ότι υπήρχε περιφερικό τείχος. 
Το τείχος, σύμφωνα με τις ενδείξεις της κεραμεικής μπορεί να χρονολογηθεί στην Υστεροελλαδική Ι ή νωρίτερα, -1600. 
Κατά την εποχή του ανακτόρου, -1300, δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε τείχος, εκτός και αν βρισκόταν χαμηλότερα, περιλαμβάνοντας και την Κάτω Πόλη.
Μία σειρά από τομές περιφεριακά, στην άκρη του πλατώματος του λόφου, αποκάλυψε σε πολλά σημεία μεγάλες πέτρες, που, πιθανόν, αποτελούσαν μέρος ενός περιφερικού τείχους, ίσως αμυντικού χαρακτήρα. Η κατάσταση δεν είναι πολύ σαφής, γιατί η διάβρωση στις απότομες πλευρές του λόφου έχει προκαλέσει πολλές καταστροφές.


Κάτω από το Ανάκτορο:

Κάτω από το δάπεδο του προθαλάμου της Αποθήκης, στο Δωμάτιο 104, σε δοκιμαστική τομή (1958) βρέθηκε ένας μεγάλος τοίχος. Στα βαθύτερα στρώματα κατά μήκος του τοίχου βρέθηκαν μια αιχμή βέλους, κομματάκια πυριτόλιθου, πολλά οστά ζώων και ΜΕ όστρακα. Ο τοίχος πρέπει πιθανώς να αναχθεί στη ΜΕ περίοδο. Από πάνω του βρέθηκαν πρώιμα και ύστερα Μυκηναϊκά όστρακα. Ίσως το χώμα συσσωρεύθηκε εκεί όταν κτιζόταν η αποθήκη του ΥΕ HIB ανακτόρου.
Σε μικρή δοκιμαστική τομή (1958) ανάμεσα στον ΝΔ τοίχο της Αποθήκης Οίνου και τον ΒΑ τοίχο του Κυρίως Κτιρίου, κατά μήκος του Δωματίου 27, βρέθηκαν ανάλογα με τα παραπάνω στρώματα, ανάμεικτα, με κεραμεική από Μυκηναϊκή IMA μέχρι Μεσοελλαδική.
Σε δοκιμαστικές τομές Κάτω από τον Διάδρομο 26 (1960) βρέθηκε μεγάλος τοίχος, που, ως προς την κατασκευή, μοιάζει με άλλους ΥΕ Ι. Στα βαθύτερα στρώματα της επίχωσης βρέθηκε σχεδόν αποκλειστικά Μεσοελλαδική κεραμεική, που περιελάμβανε αμαυρόχρωμα, χονδροειδή εγχάρακτα, αργεία και γκρι μινύεια.
Σε δοκιμαστικές τομές Κάτω από το Δάπεδο του Διαδρόμου 25 έγιναν δοκιμαστικές τομές (1957), στις οποίες δεν βρέθηκαν τοίχοι. Σε βάθος περί το 1.15μ. υπήρχαν ΥΕ Ι όστρακα και λίγα Μεσοελλαδικά, αλλά, κάτω από αυτό, και μέχρι το stereo, υπήρχε ένα σχεδόν καθαρό Μεσοελλαδικό στρώμα, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν η γκρι μινύεια, η αμαυρόχρωμη και η χονδροειδής κεραμεική.
Έξω από τον ΒΔ τοίχο του Δωματίου 24, στο χαμηλότερο στρώμα μίας βαθειάς τομής (1955), βρέθηκε κεραμεική αμαυρόχρωμη, γκρι και μελανή μινύεια, μαζί με ποσότητες οστών ζώων.
Οι περαιτέρω έρευνες έδωσαν πάμπολλους αποσπασματικούς τοίχους, χωρίς, όμως, σαφή δάπεδα ή εισόδους ή σχηματισμούς δωματίων, έτσι που οι ανασκαφείς υπέθεσαν ότι πρόκειται μάλλον για τα υπόβαθρα πλίνθινων τοίχων. Πάντως, αναγνωρίσθηκαν οκτώ στρώματα, με όστρακα των Μεσοελλαδικών και όλων των Μυκηναϊκών περιόδων.

Η κάτω πόλη
Κάτω από την ακρόπολη, όπου βρισκόταν το ανάκτορο, έγιναν διερευνητικές τομές οι οποίες αποκάλυψαν άφθονα κατάλοιπα ενός αρκετά μεγάλου οικισμού, που θα μπορούσε να μπει στην κατηγορία του σημαντικού κέντρου. Οι τομές έγιναν προς τα Β, ΒΔ, ΝΔ και ΝΑ του λόφου του ανακτόρου.
Στην  βορειοδυτική κλιτύ της ακροπόλεως οι τομές εδώ αποκάλυψαν, ότι τα σπίτια της Κάτω Πόλης είχαν κτιστεί στην απότομη, σχεδόν κάθετη πλαγιά του λόφου. Στα ανώτερα στρώματα υπήρχαν τα κατάλοιπα των σπιτιών της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου, ενώ, στα κατώτερα στρώματα, υπήρχε άφθονη Μεσοελλαδική κεραμεική που μπορεί να θεωρηθεί, ότι χρονολογεί την αρχή του οικισμού.
Στα  νοτιοδυτικά (1959) αποκαλύφθηκαν πολλοί τοίχοι σε διαφορετικά επίπεδα και προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Στα χαμηλότερα τμήματα των τοίχων 14 και 15 βρέθηκαν μερικά κομμάτια μινυακής και πολλά κομμάτια αμαυρόχρωμης κεραμεικής, μαζί με πρώιμα μυκηναϊκά. 
Είναι φανερό, ότι η ΝΔ πλαγιά κάτω από την ακρόπολη κατοικείτο ήδη πριν το τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου.
Κάτω από την απότομη ΒΔ κλιτύ, κοντά στο ΒΑ άκρο της ακρόπολης, στο αλώνι Γ.Πετροπούλου ανασκάφηκε (1959) ένα στρώμα πολύ μαύρης γης, διαταραγμένο, που περιείχε μυκηναϊκά, αλλά και Γεωμετρικά όστρακα.
Δεξιά τοπογραφικό διάγραμμα του ανακτορικού λόφου του Εγκλιανού και της γύρω περιοχής (κατά Blegen 1973). Σημειώνονται, εκτός των άλλων, οι Θέσεις του Ανακτόρου του Νέστορος, του αναστηλωμένου Θολωτού Τάφου TV, του Θολωτού Τάφου Βαγενά ("Grave Circle"), των λαξευτών Θαλαμοειδών Τάφων (Ε 1-10, Κ1), καθώς και η κατεύθυνση προς τον Θολωτό Τάφο III (Κάτω Εγκλιανού).

Στα βόρεια της ακρόπολης ήρθαν στο φως τρεις τοίχοι σε διαφορετικά επίπεδα. Στο ψηλότερο στρώμα βρέθηκε ένα σπίτι ή δωμάτιο, πάνω στο δάπεδο του οποίου βρέθηκαν 85 όστρακα μη χαρακτηριστικά, αλλά Μεσοελλαδικής εποχής, γνωστά από τη Λέρνα της Περιόδου 5. Στο επόμενο, χαμηλότερο επίπεδο, αποκαλύφθηκε ένας καλά κτισμένος τοίχος, αλλά όχι δάπεδο. Κατά μήκος του τοίχου η κεραμεική ήταν αποκλειστικά Μεσοελλαδική.
 Το βαθύτερο και πρωιμότερο κτίσμα ήταν ένας τοίχος από μικρές πέτρες, που συνοδευόταν από όστρακα, που ήταν όλα πρώιμα Μεσοελλαδικά
Από αυτά τα ευρήματα γίνεται φανερό, ότι Κάτω Πόλη υπήρχε και γύρω από το ΒΑ άκρο της ακρόπολης, και, μάλιστα, από την αρχική περίοδο του οικισμού.

Α) Θολωτός Τάφος ΙΙΙ (Κάτω Εγκλιανού)


Ο τάφος αυτός είναι ορατός πλησίον μικρού παλαιού αγροτικού κτίσματος, 35 μ. περίπου
ΒΔ. του δρόμου Χώρας – Πύλου, σε σημείο το οποίο ευρίσκεται 1 χλμ. περίπου ΝΔ. του λόφου του Εγκλιανού. Απεκαλύφθη το έτος 1939 από την Elizabeth Pierce-Blegen και περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο της τελικής δημοσιεύσεως των ανασκαφών στην ευρύτερη περιοχή του Εγκλιανού. Ο τάφος έχει δρόμο μήκους 8,10 μ., είσοδο ύψους 3,10 μ. και ταφικό θάλαμο διαμέτρου 7,66 μ. Τα τοιχώματα του θαλάμου είχαν κατασκευασθεί με σχετικώς μικρές πέτρες, άλλες επίπεδες και άλλες ακανόνιστου σχήματος. Οι κατώτερες δύο σειρές είχαν ενισχυθεί με την χρήση μεγαλυτέρων και στοιχειωδώς τετραγωνισμένων λίθων.

Κάτω Εγκλιανός, Θολωτός Τάφος III. Δεξιά κάτοψη και τομή (κατά Blegen κ. ά. 1973).
Η θόλος του τάφου είχε καταρρεύσει και το περιεχόμενο του θαλάμου ανευρέθη πλήρως διαταραγμένο. Υπολογίζεται ότι περιείχε τουλάχιστον δέκα έξ (16) ταφές. 
Αν και συστηματικώς συλημένος, ο τάφος απέδωσε πολλά αξιόλογα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα, τρίεδρος σφραγιδόλιθος από ίασπι και παραστάσεις λέοντος και αιγάγρου, ψήφοι και άλλα μικροαντικείμενα από φαγεντιανή και υαλόμαζα. Από την επίχωση της εισόδου προήλθαν ολίγα σχετικώς αντικείμενα, όπως θραύσματα χρυσού φύλλου και ρόδακος, χάλκινη περόνη, τμήμα αιχμής βέλους, πήλινο σφονδύλιον και όστρακα, μεταξύ των οποίων και μερικά της πρώϊμης μυκηναϊκής εποχής.
Στρωματογραφική διάκριση δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί εξ αιτίας της διαταράξεως της επιχώσεως, εκτός ίσως από το γεγονός ότι στο κατώτατο στρώμα ανευρέθησαν μερικά όστρακα της ΥΕ ΙΙ περιόδου.
Η χρονική περίοδος ανεγέρσεως και αρχικής χρήσεως του τάφου δύναται να προσδιορισθεί, επί τη βάσει της κεραμεικής, η οποία ανευρέθη στο δάπεδο της θόλου και η οποία χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙ περίοδο. Οι ανασκαφείς αναφέρουν ότι τα συγκεκριμένα θραύσματα ήταν διακοσμημένα με τον «Ανακτορικό Ρυθμό», δηλαδή ανήκαν στην ΥΕ ΙΙΑ φάση. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στην διαπίστωση, ότι εάν τα αγγεία αυτά δεν αποτελούσαν αντικείμενα, τα οποία μεταβιβάζονταν από γενεά σε γενεά και επομένως δεν αποτέθηκαν στον τάφο σε μία μεταγενέστερη φάση ως είδος κληρονομιάς, τότε ο θολωτός τάφος πρέπει να κτίσθηκε και να χρησιμοποιήθηκε για ταφές ήδη από τα μέσα του -15 ου αι.
Άλλα διάσπαρτα γραπτά όστρακα ανήκαν σε μεταγενέστερη περίοδο, στην ΥΕ ΙΙΙΑ και ΥΕ ΙΙΙΒ.

Κάτω Εγκλιανός, Θολωτός Τάφος III. Σφραγίδα από ίασπι με τρεις όψεις και παραστάσεις λέοντα και αγριοκάτσικου (κατά Blegen κ.ά. 1973, σχέδιο του Ε.Gillieron). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Γίνεται επομένως φανερό, ότι η έναρξη χρήσεως του τάφου τοποθετείται μεταξύ του -1500 και -1450 και η χρήση του συνεχίζεται έως τα μέσα ή τα τέλη του -13ου αι., δηλαδή έως την εποχή καταστροφής του ανακτόρου του Επάνω Εγκλιανού, στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ φάσεως. 


Β) Θολωτός τάφος IV (Επάνω Εγκλιανού)


Ο τάφος αυτός ευρίσκεται σε απόσταση 145μ. περίπου ΒΑ του Ανακτόρου, 70μ. περίπου από τον λόφο, στην άκρη ελαιώνα. Ερευνήθηκε το 1953 και δημοσιεύθηκε το από τον Λόρδο William Taylour.
Η θόλος του είχε καταπέσει, αλλά αναστηλώθηκε το 1957, από την Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας. 
Ο δρόμος του έχει μήκος 10,50 μ. και πλάτος 4,40 μ. Το στόμιό του έχει ύψος 4,55 μ. και βάθος 4,62 μ. και η διάμετρος του θαλάμου του είναι 9,35 μ. Το ύψος της θόλου υπολογίζεται ότι ήταν περίπου το ίδιο με την διάμετρό της.




Στο δάπεδο του θαλάμου αποκαλύφθηκε μεγάλος ημικυκλικός λάκκος προορισμένος για ταφές (ανακομιδές) καθώς και κιβωτιόσχημος τάφος, κτισμένος από πωρόλιθους. Υπολογίζεται ότι στον θάλαμο είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον δέκα επτά (17) άτομα. Ο ταφικός θάλαμος είχε συληθεί ήδη κατά την αρχαιότητα και για τον λόγο αυτό τα πάντα στο εσωτερικό του ευρέθησαν αναμοχλευμένα.

Τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία διασώθηκαν από τον τάφο μαρτυρούν τον αρχικό πλούτο του. Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από χρυσό, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν την εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και την επομένη πρώϊμη μυκηναϊκή περίοδο. 
Ιδιαιτέρως, μνημονεύομε τέσσαρες χρυσές γλαύκες, χρυσή σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα εμβληματικού χαρακτήρα και χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι με λατρευτική σκηνή σε ιερό κορυφής μινωικού τύπου


Οι περίφημες χρυσές Γλαύκες. Ίδιες Γλαύκες της ίδιας χρονικής περιόδου, -16ος αι., βρέθηκαν στην Περιστεριά και τον Κακόβατο. Ο Σ. Μαρινάτος εξέφρασε την άποψη ότι αποτελούσαν έμβλημα του Βασιλείου του Νέστορα
Το τελευταίο εύρημα αποτελεί αναμφισβητήτως, μινωική εισαγωγή. Επίσης, δύο λίθινοι λύχνοι πιθανόν της ΥΜ Ι εποχής, αποτελούν σαφώς μινωικές εισαγωγές.
Ανευρέθησαν, επί πλέον, τέσσαρες σφραγιδόλιθοι, εκατοντάδες ψήφοι από αμέθυστο και ήλεκτρο, όπως επίσης και πλήθος μικροαντικειμένων από διάφορα υλικά. Η ύπαρξη κατεργασμένων χαυλίων κάπρου προερχομένων από οδοντόφρακτο κράνος, καθώς και η ανεύρεση αιχμών βελών και τμημάτων χάλκινου ξίφους υποδηλώνουν την ταφή ενός τουλάχιστον σημαντικού πολεμιστή.

χρυσή σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα 
Στο ΝΔ. τμήμα του θαλάμου, προσεγγίζοντας τον φυσικό βράχο,αποκαλύφθηκαν θραύσματα διώτου ωοειδούς πιθαμφορέα με διακόσμηση ταινιών σε ελαφρώς στιλπνή βαφή. Ο ανασκαφέας χρονολόγησε το αγγείο αυτό στην μεταβατική ΜΕ/ΥΕ Ι περίοδο και αναλόγως υποστήριξε ότι η ανέγερση του τάφου πραγματοποιήθηκε επίσης την ίδια μεταβατική περίοδο, συμπληρώνοντας ότι πρέπει να ήταν σε χρήση τουλάχιστον για ακόμη διακόσια πεντήκοντα (250) έτη μετά την ανέγερσή του. Από την επίχωση του δρόμου, του στομίου και του θαλάμου προήλθε κεραμεική ανάμεικτου χαρακτήρα, ανάμεσα στην οποία σημαντική ποσότητα ΜΕ κεραμεικής, μινυακής, αμαυρόχρωμης και εγχάρακτης, καθώς και όστρακα της ΥΕ Ι έως ΥΕ ΙΙΙ περιόδου. Η ύπαρξη ΜΕ κεραμεικής αποδόθηκε από τον ανασκαφέα στο γεγονός ότι για την εξωτερική στήριξη της θόλου, δηλαδή τον σχηματισμό περιβάλλοντος τύμβου, χρησιμοποιήθηκε υλικό από προγενέστερο παρακείμενο οικισμό.

Η χρονική περίοδος ανεγέρσεως του τάφου τοποθετείται από ωρισμένους μελετητές στην έναρξη της ΥΕ Ι, -1600, περιόδου ή αλλιώς, ότι ο τάφος ήταν σε χρήση ήδη πριν το τέλος της ΥΕ Ι. 
 Επάνω Εγκλιανός, Θολωτός Τάφος IV.
Σχέδιο αποτυπώματος σφραγίδας από αμέθυστο:
Ανδρας εναντίον λέαινας, Blegen  1973, σχέδιο Piet de Jong

O Pelon, επί τη βάσει αρχιτεκτονικών μορφολογικών χαρακτηριστικών, μεταθέτει την κατασκευή του τάφου στην ΥΕ ΙΙ περίοδο. Το βέβαιον πάντως είναι ότι ο τάφος ήταν σε χρήση κατά την ΥΕ ΙΙ περίοδο, κρίνοντας από την ανεύρεση θραυσμάτων ανακτορικού ρυθμού στον δρόμο και τον θάλαμο, ενώ ταφές πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό του μέχρι και τα μέσα της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου.

Σε τομές που έγιναν περαιτέρω προς τα ΒΑ μέχρι τον θολωτό τάφο IV, δεν βρέθηκαν ίχνη οικιών, ή άλλων κτιρίων.
 Γύρω από τον τάφο βρέθηκαν σκορπισμένες κύλικες, που μάλλον έχουν να κάνουν με τα ταφικά έθιμα.


Γ) Θολωτός τάφος V ή Θολωτός τάφος Βαγενά (“Ταφικός κύκλος”)

Ο τάφος αυτός ευρίσκεται σε απόσταση περ. 145μ. νοτίως του λόφου του Εγκλιανού, στο αλώνι Βαγενά. Από τον τάφο είχε διατηρηθεί μόνον τόξο της περιφέρειας του θαλάμου του (διαμ. περ. 5,50μ.), το οποίο αποτελείτο από καμπύλο τοίχο θεμελίωσης. Η θεμελίωσις εσχημάτιζε σχεδόν ημικύκλιο και είχε κτισθεί από μικρούς πλακωτούς λίθους σε μία ή δύο σειρές.
Στην προκαταρκτική έκθεση η κατασκευή αυτή αναφέρεται ως θολωτός τάφος. Παρά το γεγονός αυτό, με την πρόοδο της ανασκαφής, σειρά διαπιστώσεων οδήγησε τον Lord William Taylour στην αναθεώρηση της αρχικής του απόψεως.
Τα στοιχεία αυτά ήταν τα εξής: 
1) η παντελής απουσία δρόμου και στομίου (εισόδου), 
2) οι ελάχιστες ενδείξεις για την παρουσία ανωδομής ή θόλου, καθώς οι λίθοι, οι οποίοι σώζονταν, δεν επαρκούσαν για την ανασύσταση πλήρους θόλου, 
3) τα λεπτότατα τοιχώματα της θεμελιώσεως, τα οποία δεν ήταν ικανά, κατά την άποψή του, να στηρίξουν την ανωδομή θόλου, 
4) η ύπαρξη πίθων για ταφές, η χρήση των οποίων αν και συχνή στους ΜΕ τύμβους, δεν συνηθιζόταν στους θολωτούς τάφους της πρώτης περιόδου.
Επί τη βάσει των ανωτέρω στοιχείων, στην τελική δημοσίευση το μνημείο αναφέρεται ως «ταφικός κύκλος» («Grave cirlce»).
Ο Dickinson, αρχικώς, κάνει λόγο για έναν «πρωτο-θόλο», καθώς η κατασκευή αυτή δεν ηδύνατο να είναι τύμβος, σίγουρα όμως ούτε και κανονικός θολωτός τάφος. Ο ίδιος, επανερχόμενος στο θέμα, θεωρεί ότι το μνημείο αυτό ανήκει σε μεγάλη κατηγορία «ασυνήθιστων» Μεσσηνιακών τάφων, οι οποίοι ίσως να έχουν σχέση τόσο με τους θολωτούς τάφους, όσο και με τους τύμβους, και ίσως θα ήταν δυνατόν να θεωρηθούν ως πιθανές απομιμήσεις των θολωτών τάφων ή ακόμα ως στάδια της εξέλιξής τους.


Θολωτός τάφος V: Αριστερά: Ρομφόστομη πρόχους (Υδατογραφία Piet de Jong)
Δεξιά: Περιδέραιο από υαλόμαζα, -1500/ -1400 Περιδέραιο αποτελούμενο από επτά μικρά οκτώσχημα στελέχη-χάντρες και από ένα κεντρικό μεγαλύτερο κυκλικό. Eίναι φιλοτεχνημένο με χρήση των μεθόδων της εγχάραξης και φέρει έκτυπη διακόσμηση ενώ αποτελείται από σπάνιο και εξωτικό υλικό, υαλόμαζα, και υποδεικνύει ότι η ιδιοκτήτριά του ανήκε στην ανώτερη τάξη. Το κεντρικό στέλεχος σώζεται ακέραιο, από τα πλευρικά οκτώσχημα στελέχη λείπει τουλάχιστον ένα. Ενδέχεται το περιδέραιο να ήταν επικαλυμμένο με φύλλο χρυσού, σύμφωνα με μια τεχνική που αναπτύχθηκε στην ΥΕ περίοδο


Σύμφωνα με τους Κορρέ και Pelon, το μνημείο αποτελεί πρώιμη μορφή θόλου. Μάλιστα ο Κορρές διατυπώνει αναλυτικώς επιχειρήματα, με τα οποία αποκρούει τις ανωτέρω διαπιστώσεις του Taylour, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το μνημείο εντάσσεται στην κατηγορία των θολωτών τάφων. Τα επιχειρήματα αυτά είναι τα εξής:

1) Είναι γνωστά παραδείγματα ταφών σε πίθους εντός θολωτών τάφων στην περιοχή της Μεσσηνίας, ως αναβίωση παλαιοτέρας ΜΕ παραδόσεως. Οι τάφοι αυτοί χρονολογούνται από τα τέλη της ΜΕ εποχής, όταν κτίζεται και ο συγκεκριμένος θολωτός τάφος Βαγενά, ενώ η χρήσις πίθων στο εσωτερικό τους διαρκεί έως την ΥΕ ΙΙ περίοδο, όπως συμβαίνει, επί παραδείγματι, στον Νότιο θολωτό τάφο 1 της Περιστεριάς, όπου έχομε τρεις ταφικούς πίθους της ΥΕ ΙΙ περιόδου, για ανακομιδές.
2) Η απουσία επαρκούς ποσότητας λίθων για την ανασύσταση της ανωδομής της θόλου, δύναται να αιτιολογηθεί από το γεγονός ότι παλαιότερα οι ντόπιοι απεμάκρυναν πλήθος λίθων, προερχόμενων προφανώς από την θόλο, η οποία είχε καταρρεύσει, τους οποίους χρησιμοποίησαν για την κατασκευή παρακείμενου αγροτικού οικίσκου. Ακόμη και ο ίδιος ο ανασκαφέας αναφέρει ότι πολλοί λίθοι είχαν μετακινηθεί από την περιοχή.
3) Η ύπαρξη λεπτών τοιχωμάτων στα θεμέλια παρατηρείται και σε άλλους θολωτούς τάφους της υστάτης ΜΕ και πρώιμης ΥΕ εποχής, στην Μεσσηνία.
4) Εξ αιτίας των μικρών του διαστάσεων, ο τάφος αυτός δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί προς τους ταφικούς κύκλους με περίβολο.
5) Σημαντική εξ’ άλλου είναι η παρατήρησις ότι οι λίθοι του σωζομένου ημικυκλίου του τάφου έχουν τοποθετηθεί κατά τρόπον ώστε η «κυρία όψις» τους να είναι στραμμένη προς το εσωτερικό του κύκλου και έτσι η εσωτερική, ομαλή πρόσοψή τους να σχηματίζει συνεχόμενη γραμμή. Μία τέτοια τοποθέτηση είναι αναμενόμενη στους θολωτούς τάφους.

Τέλος, και ο ίδιος ο ανασκαφέας του τάφου, Λόρδος William Taylour είχε αναθεωρήσει την άποψή του περί ταφικού κύκλου και έτσι σε μεταγενέστερη δημοσίευση αναγνώρισε το μνημείο αυτό ως θολωτό τάφο.

Άνω Εγκλιανός: Θολωτός τάφος V (Βαγγενά): Αριστερά: Τρίωτος πιθαμφορεύς. Μέσον: Πίθος με προχόη Δεξιά: Πεπιεσμένη πρόχους

Ο θολωτός τάφος Βαγενά περιείχε σειρά ταφών, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ανακομιδές, σε λάκκους και σε τέσσαρες μεγάλους πίθους, εκ των οποίων ο ένας, ο οποίοςφέρει προχοή, θεωρείται μινωικής εμπνεύσεως, αν όχι προελεύσεως, ενώ οι υπόλοιποι τρεις είναι τοπικής κατασκευής. Οι δύο πίθοι με το ωοειδές-κωνικό σώμα χρονολογούνται στα τέλη της ΜΕ εποχής ή την μεταβατική ΜΕ/ΥΕ Ι περίοδο. Ο μινωικής έμπνευσης ταφικός πίθος χρονολογείται πιθανώτατα στην ΥΕ Ι/ΥΜ ΙΑ περίοδο, ενώ ο πιθαμφορέας ανακτορικού ρυθμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σε δευτέρα φάση, επίσης για ταφή, ανήκει στην ΥΕ ΙΙΑ περίοδο. Οι πρωιμώτερες ταφές σε αυτόν τον τάφο θεωρούνται ότι είναι σύγχρονες με τους πρωιμώτερους λακκοειδείς τάφους του Ταφικού κύκλου Α των Μυκηνών. Σύμφωνα με τον Κορρέ, ο τάφος χρησιμοποιήθηκε από το -1650/ -1630 έως το -1400 περίπου, δηλαδή από τα τέλη της ΜΕ εποχής έως και την ΥΕ ΙΙΒ φάση, ως οικογενειακός τάφος για είκοσι επτά (27) ταφές.

Πολυάριθμα ήταν τα ευρήματα του τάφου, όπως χρυσά και ασημένια κοσμήματα, χρυσό διάδημα, τεμάχια, θεωρούμενου ατυχώς, ασημένιου κυπέλλου, χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινο κάτοπτρο, χάλκινοι λέβητες, χάλκινοι δίσκοι ζυγού (ψυχοστασίας), ψήφοι από αμέθυστο και ήλεκτρο, σφραγιδόλιθοι, πήλινο γυναικείο ειδώλιο (κουροτρόφος), ίσως από τα πρωϊμώτερα γνωστά, ελεφάντινες περόνες, αιχμές βελών από πυριτόλιθο και τρεις ακέραιοι κατειργασμένοι χαύλιοι κάπρου από οδοντόφρακτο κράνος.
Δεξιά: Μικρός χάλκινος ζυγός από τον θολωτό τάφο Βαγενά. Ενδέχεται να τοποθετήθηκε στον τάφο εν είδει ζυγού ψυχοστασίας, που ζύγιζε τις πράξεις του νεκρού
Άνω Εγκλιανός: Θολωτός τάφος V (Βαγγενά) Αριστερά: Ασκός. Μέσον: Ημισφαιρικός κύαθος. Δεξιά: Κυλινδρικός κύαθος
Χάλκινο “κεκαμμένο” ξίφος, -1300/ -1240.  Κτέρισμα  Τάφου Βαγενά.
Xάλκινo ξίφoς από μια ομάδα ομοειδών αντικειμένων, που φέρουν διακόσμηση, η οποία συνίσταται σε έκτυπα και εμπίεστα μοτίβα σπειρών, κοίλων και κυρτών γραμμών. Το συγκεκριμένο φέρει σπειροειδή διακόσμηση. Όλα αυτά τα εντυπωσιακά ξίφη βρέθηκαν “κεκαμμένα”, δηλαδή σκοπίμως κυρτωμένα και συνεπώς αχρηστευμένα, εφόσον ο κύριος τους πλέον δεν βρισκόταν εν ζωή και δεν θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει. Πρόκειται για διαδεδομένο ταφικό έθιμο που απαντά στην περίοδο αυτή αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές σε πολλές θέσεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας.


Το νεκροταφείο των μυκηναϊκών χρόνων επισημάνθηκε 250-500μ. Δ. – ΝΔ. του ανακτόρου. Εντοπίσθηκαν ίχνη δέκα τριών (13) δρόμων θαλαμωτών τάφων ενώ δειγματοληπτικώς, ανεσκάφησαν οκτώ θαλαμωτοί τάφοι, λαξευμένοι σε ασβεστολιθικό πέτρωμα.

Όλοι οι θαλαμωτοί τάφοι είχαν το στόμιον προς Νότον. Χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακοί, από την ΥΕ ΙΙΑ έως την ΥΕ ΙΙΙΒ ή πιθανόν τις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσεως και κάθε φορά τοιχιζόταν το στόμιο, αφού πρώτα γεμιζόταν με χώμα ο δρόμος. Στον ταφικό θάλαμο οι ταφές γίνονταν εκτάδην και οι ανακομιδές, με σκοπό την δημιουργία χώρου για μεταγενέστερες ταφές, είτε γίνονταν στο δάπεδο, είτε σε ειδικές κόγχες και λάκκους. Όλοι οι τάφοι ήταν σχετικώς πτωχοί σε κτερίσματα.




Άνω Εγκλιανός
Αριστερά ένας εκ των 13 θαλαμωτών τάφων της Κάτω πόλης

Δεξιά, θαλαμοειδής Τάφος Κ-1. Κάτοψη του θαλάμου με τα υπολείμματα των ταφών και τα αγγεία (κατά Blegen κ.ά. 1973).











Θαλαμωτός Τάφος Ε-8 (τάφος Τσάκαλη)


Είναι ένας από τους πολλούς τάφους όμοιου τύπου, οι οποίοι αποκαλύφθηκαν σε ελαιώνα στην ΒΔ. πλευρά του λόφου Τσάκαλη. Συγκεκριμένως, ο τάφος Ε-8, ο οποίος έχει και τον μεγαλύτερο δρόμο από όλους τους άλλους, ευρίσκεται περίπου 16 μ. δυτικώς του τάφου Ε-6.
Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος 7 μ. και κατεύθυνση από νότια προς βόρεια, ενώ το πλάτος του ποικίλλει από 1,36 μ. στα νότια έως 1,67 μ. στα βόρεια. Το συνολικό ύψος του στομίου είναι 1,95 μ., το πλάτος του από 0,87 έως 1,25 μ. και το βάθος του 1 μ. Ο θάλαμος, περίπου ωοειδούς κάτοψης, έχει διαστάσεις 3,50 μ. από νότια προς βόρεια και 3,75 μ. από ανατολικά προς δυτικά.
Η ανευρεθείσα κεραμεική αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τον ανασκαφέα W.P.Donovan, σχεδόν όλες τις φάσεις της ΥΕ περιόδου, από την ΥΕ Ι έως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ1. Επί τη βάσει των κεραμεικών ευρημάτων, ο τάφος παρουσιάζει την πλέον μακρόχρονη χρήση σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους θαλαμωτούς τάφους της περιοχής. 
Δεξιά: Κωνικό Ρυτό από τον θαλαμωτό τάφο 8
Επίσης, κατά την διάρκεια της χρήσης του δεν παρατηρείται διαφοροποίηση ως προς τον τρόπο ταφής, καθώς οι πρωϊμώτερες ταφές έχουν πραγματοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι μεταγενέστερες. Τα κτερίσματα, όπως και στους άλλους θαλαμωτούς, ήταν περιωρισμένα, τόσο σε ποσότητα, όσο και σε πλούτο. Ανευρέθησαν χάλκινα εγχειρίδια, ψήφοι υαλόμαζας και πήλινα σφονδύλια.

Τάφος Τσάκαλη: Σύνολο από αγνύθες και σφονδύλια. Η υφαντουργία αποτελεί μία από τις σημαντικές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των γυναικών στην Εποχή του Χαλκού και μάλιστα ήταν και μέρος της παραγωγής του ανακτόρου. -14ος αιώνας.

Άνω Εγκλιανός, θαλαμωτός τάφος 8 (Τσάκαλη): Αριστερά ψευδόστομος αμφορέας. Μέσον: Κύπελλο "Κεφτί". Δεξιά: ψευδόστομος αμφορέας

Θαλαμοειδής τάφος 6, Τσάκαλη

Θήλαστρο- Μικρός ασκός Πιθανότατα τοπικό εργαστήριο -1400/ -1200. Κτέρισμα Θαλαμοειδής τάφος 6, Τσάκαλη, Άνω Εγκλιανός. Κεραμεικό θήλαστρο ακέραια σωζόμενο. Το σώμα του είναι σφαιρικό πεπιεσμένο και καταλήγει σε δακτυλιόσχημη βάση. Φέρει τοξωτή λαβή κάθετη στο χείλος (κατά τη διάμετρο) και κυλινδρική προχοή στο ύψος του ώμου. Ο λαιμός και η προχοή είναι ολόβαφα, ενώ στο κάτω τμήμα του σώματος και στη λαβή φέρει διακόσμηση από επάλληλες οριζόντιες γραμμές με κοκκινωπό χρώμα. Περιμετρικά του λαιμού σχηματίζεται διάκοσμος από κυματοειδές μοτίβο.



Θολωτός Τάφος Κοκκέβη
Μικρός, κατεστραμμένος πλέον, θολωτός τάφος κτήματος Ιωάννη Κοκκέβη σε απόσταση 3 χλμ. περίπου νοτίως του ανακτορικού λόφου.

Σκυφοειδής κρατήρας, ημισφαιρικού σώματος με υποτυπώδες πόδι και παχύ επίπεδο χείλος, που φέρει ταινιόσχημες λαβές στο ύψος του ώμου. Πρόκειται για το πιο αξιόλογο εύρημα κεραμεικής ΥΕ ΙΙΙ Γ στο δρόμου του τάφου Κοκκέβη. Εσωτερικά είναι μονόχρωμο, ενώ εξωτερικά φέρει διάκοσμο από μαυροκάστανη βαφή, που όμως δύσκολα ερμηνεύεται. Απεικονίζεται παράσταση αφηγηματικού χαρακτήρα, ίσως μία σκηνή κυνηγιού, καθώς διακρίνονται ζώα όπως αρσενικό ελάφι, λιοντάρι(;) και δύο σκύλοι να τα κυνηγούν. Αποδίδεται επίσης, ένας κυνηγός που φέρει περικεφαλαία πανομοιότυπη με αυτές που εικονίζονται στον «Κρατήρα των Πολεμιστών» από την Ακρόπολη των Μυκηνών.


Χάλκινο αγγείο με κοκκιδωτή διακόσμηση Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β-Γ (-1.200/ -1.100) Κτέρισμα Θολωτός Τάφος Κοκκέβη. Στη ΝΔ γωνία του θαλάμου του θολωτού τάφου Κοκκέβη βρέθηκε αυτό το ρηχό χάλκινο αγγείο με τρεις χάλκινες λαβές παραλληλόγραμμης διατομής φιλοτεχνημένες από σύρμα σε συστροφή. Το αγγείο εμφανίζει λεπτεπίλεπτη διακόσμηση με έκτυπα και εγχάρακτα σχέδια: το κέντρο του διακοσμείται από ρόδακα με 6 φύλα, έκτυπο από την πίσω πλευρά και το υπόλοιπο σώμα του αγγείου έχει κοκκιδωτή διακόσμηση, με 3 ταινίες ακόσμητες ή με κύκλους μεταξύ ρόδακα και χείλους. Το χείλος φέρει ασυνήθιστη διακόσμηση: εμφανίζονται επιμήκεις διπλές σπείρες σε μορφή S που ακολουθούν η μια την άλλη σε όλο το χείλος, κάποιες σε αντιθετικό μοτίβο. Δεν υπάρχει κάποιο Μυκηναϊκό παράλληλο, μόνο ο ρόδακας. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο χείλος απαντά στην Κω και ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙ Γ περίοδο. Παραδείγματα συστροφής ταινιών χαλκού εμφανίζονται και στην Κρήτη

Τάφος Κ- 2, Γιάννη Κοκκέβη

Πήλινο κύπελλο με πόδι Πιθανώς τοπικό εργαστήριο, -1200/ -1100 π.Χ. Τάφος Κ- 2, Γιάννη Κοκκέβη. Κύπελλο με πόδι με οριζόντιες κυλινδρικές λαβές που εκφύονται λίγο κάτω από το χείλος. Το κωνικό σώμα φέρει γραπτή διακόσμηση λευκού χρώματος σε ερυθρωπό βάθος. Το χείλος κοσμείται με πέντε δέσμες λευκών κάθετων (ως προς τη διατομή του χείλους) γραμμιδίων που οργανώνονται περιμετρικά του σκεύους. Στο εσωτερικό η διακόσμηση αποτελείται από ζεύγη ομόκεντρων κυκλικών γραμμών διαφορετικής ακτίνας, τα οποία διαμορφώνουν μία φαρδιά ζώνη με δικτυωτό κόσμημα περίπου στο μέσον του αγγείου. Στον τάφο K-2 αποκαλύφθηκαν δεκατρείς ταφές και είκοσι-έξι κεραμεικά. Ο τάφος ήταν σε διαρκή χρήση κατά τη διάρκεια του β’ μισού της ΥΕ ΙΙΙ Β και ολόκληρης της ΥΕ ΙΙΙ Γ.


Βιβλιογραφία και πηγές
Pylos Regional Archaelogical Project, DERIZIOTSI ALONI: A SMALL BRONZE AGE SITE IN MESSENIA
Μαρία Αντωνίου: "Οι σχέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"
Ιστότοπος: Δήμου Πύλου Νέστορος




Printfriendly