Σε σημαντικά αστικά κέντρα εξελίχθηκαν την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Μεθώνη και η Κορώνη. Οι δύο πόλεις-λιμάνια ονομάστηκαν από τους Βενετούς oculi capitales comunis (δηλ. μάτια της Βενετίας), επειδή τα λιμάνια τους ανήκαν στους σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, συγχρόνως όμως αποτελούσαν στρατιωτικές βάσεις. Κατά τη διάρκεια του 13ου αι. στις δύο πόλεις εκτελέστηκαν οχυρωματικά έργα. Επιδιορθώθηκε και ενισχύθηκε το κάστρο της Κορώνης και χτίστηκε το τείχος της Μεθώνης.
Μέσα στο κάστρο της Μεθώνης υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με γοτθικά μορφικά χαρακτηριστικά. Έξω από τα τείχη (sita et posita ad splaciam castri Mothoni/ prope extra castrum Mothoni) εντοπίζεται η εκκλησία της Santa Maria de Velverde.
Σε απόσταση 3 χλμ. από το κάστρο της Μεθώνης, στη θέση Παληομεθώνη, μαρτυρείται ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής, ίσως του πρώτου μισού του 12ου αι. Το κτίσμα πιθανόν ανήκε στο πανίσχυρο τότε μοναχικό τάγμα των Κιστερκιανών. Στην Κορώνη αναφέρεται το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Μινοριτών μοναχών και οι εκκλησίες της Santa Marie Maioris, του Αγίου Συμεών, του Αγίου Θεοδώρου, των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού κ.λπ.
Ο ναός του Αγιολέου (Άγιος Λεόν)
Βορειοανατολικά της Μεθώνης στην περιοχή «Παλιομεθώνη» διατηρούνται τα επιβλητικά ερείπια του ναού του Αγιολέου.
Πρόκειται για το καθολικό της κιστερκιανής μονής της Santa Maria de Berge που καταστράφηκε από τους Έλληνες το 1267. Ανήκε στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, αρκετά μεγάλων διαστάσεων, με ισχυρούς τοίχους με αντηρίδες που στήριζαν τη θολωτή οροφή. Στα ανατολικά σώζονται σε αρκετό ύψος οι τοίχοι του τρίκογχου ιερού.
Στο κτίριο διατηρούνται στοιχεία που συναντώνται σε πολλούς ναούς στη Δύση κατά το 13ο αιώνα: οι τρεις προέχουσες κόγχες του ιερού, οι ισχυρές αντηρίδες στις τέσσερις πλευρές του μνημείου, η διάταξη δύο αντηρίδων στις γωνίες του, οι δύο διπλές βάσεις κιόνων πάνω σε ψηλά βάθρα σε επαφή εσωτερικά με το δυτικό τοίχο, οι ημικίονες με τεκτονικά ακόσμητα κιονόκρανα, καθώς και η άλλοτε ύπαρξη πυλώνος στην κεντρική πύλη εισόδου στη δυτική πλευρά, πιστοποιούν μοναδικό δείγμα αμιγούς γοτθικής αρχιτεκτονικής στο μεσσηνιακό χώρο.
Στο κτίριο διατηρούνται στοιχεία που συναντώνται σε πολλούς ναούς στη Δύση κατά το 13ο αιώνα: οι τρεις προέχουσες κόγχες του ιερού, οι ισχυρές αντηρίδες στις τέσσερις πλευρές του μνημείου, η διάταξη δύο αντηρίδων στις γωνίες του, οι δύο διπλές βάσεις κιόνων πάνω σε ψηλά βάθρα σε επαφή εσωτερικά με το δυτικό τοίχο, οι ημικίονες με τεκτονικά ακόσμητα κιονόκρανα, καθώς και η άλλοτε ύπαρξη πυλώνος στην κεντρική πύλη εισόδου στη δυτική πλευρά, πιστοποιούν μοναδικό δείγμα αμιγούς γοτθικής αρχιτεκτονικής στο μεσσηνιακό χώρο.
Κάτοψη του ναού του Αγίου Λέοντος στην Παλaιομεθώνη. Στον ίδο χώρο βρισκόταν παλαιότερα η Κιστερκιανή μονή Santa Maria del Viridario.
Χρονολογία έκδοσης
1831-1838
1831-1838
Έκδοση
BLOUET, Guillaume-Abel. Expédition scientifique de Morée,
BLOUET, Guillaume-Abel. Expédition scientifique de Morée,
Σε μεταγενέστερη περίοδο, τον 15ο αιώνα, εντός των ερειπίων της μεγάλης γοτθικής εκκλησίας κτίστηκε ένας μικρότερος σταυρεπίστεγος ναός, τα ερείπια του οποίου σώζονται σε μεγάλο ύψος. Η εγκάρσια καμάρα του στηριζόταν σε τέσσερις ημικίονες μεταξύ των οποίων, στο βόρειο τοίχο, υπήρχε πιθανόν μια είσοδος. Στο βόρειο και το νότιο τοίχο, υπήρχαν δίλοβα παράθυρα με θυρεό άνωθέν τους. Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ενισχυμένος με αντηρίδες.
Ο Όσιος Λέων ο εν Μεθώνη ήταν μοναχός που γεννήθηκε στην Κολαβρία της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού στους Αγίους Τόπους και καταβεβλημένος από την άσκηση, πέθανε εν πλω μόλις αντίκρυσε τη Μεθώνη, που ήταν ενδιάμεσος σταθμός των ταξιδιωτών από και προς τα Ιεροσόλυμα. Τότε οι ναύτες έθαψαν το άψυχο σώμα του στην παραλία της Μεθώνης, ενώ αργότερα αγιοποιήθηκε.
Οι Κιστερκιανοί μοναχοί
Οι Κιστερκιανοί ή Σιστερσιανοί αποτελούν μοναχικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία τους προήλθε από την περιοχή Cistercium, (σημερινή Citaeux) της ανατολικής Γαλλίας, όπου ο αββάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν το 1098 μία μονή. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της οποίας συνέβαλαν αποφασιστικά οι διάδοχοι του Ροβέρτου, Αλβέριχος και άγιος Στέφανος Χάρντινγκ, είχε σκοπό την αυστηρή τήρηση των αρχικών μοναστικών κανόνων του αγίου Βενέδικτου. Οι Κιστερκιανοί, που διακρίνονταν για την ταπεινή και απλή συμπεριφορά τους, επεδίωκαν την πραγματοποίηση του ιδεώδους μιας κοινοβιακής ζωής μέσα στη φύση.
Τηρούσαν περιόδους σιωπής, αυστηρή νηστεία, ασχολούνταν με τα γράμματα και η χειρωνακτική εργασία ήταν υποχρεωτική για όλους. Ο αββάς κάθε κιστερκιανής μονής ήταν υποχρεωμένος να μεταβαίνει κάθε Σεπτέμβριο στο Citaeux, κανόνας που από το 1240 τροποποιήθηκε και ορίσθηκε ότι απαιτείται μία επίσκεψη κάθε πέντε έτη.
Το τάγμα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Ισλανδία κ.α.), κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Bernard de Clairvaux, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο δεύτερος ιδρυτής του. Το τάγμα των Κιστερκιανών ανέδειξε πολλούς ασκητές και αγίους, καθώς και τρεις πάπες, τους Ευγένιο Γ΄, Σελεστίνο Δ΄ και Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ιστορία του εν λόγω τάγματος διαμέσου των αιώνων δεν διαφέρει και πολύ από την ιστορία των άλλων καθολικών θρησκευτικών ταγμάτων. Την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του (12ος και 13ος αι.) διαδέχθηκαν περίοδοι κρίσης, που συχνά προκαλούσαν σχίσματα στις μοναστικές κοινότητες, οι οποίες σχημάτιζαν ιδιαίτερες αδελφότητες. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν των Τραπιστών (1664). Από τότε το τάγμα διαιρέθηκε ουσιαστικά σε δύο μεγάλους κλάδους και παρέμεινε χωρισμένο, παρά τις προσπάθειες επανένωσης που κατέβαλε ο πάπας Λέοντας ΙΓ΄. Υπάρχει και γυναικείο τάγμα Κιστερκιανών, του οποίου τα μέλη είναι χωρισμένα σε διάφορες αδελφότητες.
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ο κιστερκιανός ρυθμός διακρίνεται για τη μεγάλη απλότητα και αυστηρότητά του. Οι ναοί των Κιστερκιανών κατέχουν εξέχουσα θέση για το κάλλος τους. Με την εξάπλωση του τάγματος και την οικοδόμηση ναών και μονών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι Κιστερκιανοί συνετέλεσαν επίσης στη διάδοση των οικοδομικών παραδόσεων και των αρχιτεκτονικών μορφών που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τον 12ο αι.
Στο πλαίσιο των αναζητήσεών τους οι Κιστερκιανοί ίδρυαν τα μοναστήρια τους μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε απομονωμένες κοιλάδες κοντά σε πηγές. Για την ίδρυση μίας νέας μονής προβλέπονταν συγκεκριμένοι λόγοι και προϋποθέσεις, ενώ η απόσταση μεταξύ των μονών δεν επιτρεπόταν να είναι μικρότερη των 10 μιλίων.
Στον ελλαδικό χώρο οι Κιστερκιανοί ίδρυσαν συνολικά δώδεκα μονές από τις οποίες τρεις υπήρξαν οι σημαντικότερες: της Ίσοβας και του Ζαρακά στην Πελοπόννησο και του Δαφνίου στην Αττική. Με την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας το 1261 οι δύο πρώτες μονές έκλεισαν και παρέμεινε εν λειτουργία μόνον η μονή Δαφνίου η οποία έκλεισε το 1458 και μετετράπη εκ νέου σε ορθόδοξο μοναστήρι.
Περισσότερα για την περίφημη μονή της Ίσοβας των Κιστερκιανών μοναχών στον σύνδεσμο:
Αρχαιολογικοί χώροι στην Τρυπητή, Βόρεια Τριφυλία
Πηγές
Ιστότοπος: Υπουργείο Πολιτισμού
Ιστότοπος: Καθολικός κόσμος
Οι Κιστερκιανοί μοναχοί
Οι Κιστερκιανοί ή Σιστερσιανοί αποτελούν μοναχικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία τους προήλθε από την περιοχή Cistercium, (σημερινή Citaeux) της ανατολικής Γαλλίας, όπου ο αββάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν το 1098 μία μονή. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της οποίας συνέβαλαν αποφασιστικά οι διάδοχοι του Ροβέρτου, Αλβέριχος και άγιος Στέφανος Χάρντινγκ, είχε σκοπό την αυστηρή τήρηση των αρχικών μοναστικών κανόνων του αγίου Βενέδικτου. Οι Κιστερκιανοί, που διακρίνονταν για την ταπεινή και απλή συμπεριφορά τους, επεδίωκαν την πραγματοποίηση του ιδεώδους μιας κοινοβιακής ζωής μέσα στη φύση.
Τηρούσαν περιόδους σιωπής, αυστηρή νηστεία, ασχολούνταν με τα γράμματα και η χειρωνακτική εργασία ήταν υποχρεωτική για όλους. Ο αββάς κάθε κιστερκιανής μονής ήταν υποχρεωμένος να μεταβαίνει κάθε Σεπτέμβριο στο Citaeux, κανόνας που από το 1240 τροποποιήθηκε και ορίσθηκε ότι απαιτείται μία επίσκεψη κάθε πέντε έτη.
Το τάγμα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Ισλανδία κ.α.), κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Bernard de Clairvaux, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο δεύτερος ιδρυτής του. Το τάγμα των Κιστερκιανών ανέδειξε πολλούς ασκητές και αγίους, καθώς και τρεις πάπες, τους Ευγένιο Γ΄, Σελεστίνο Δ΄ και Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ιστορία του εν λόγω τάγματος διαμέσου των αιώνων δεν διαφέρει και πολύ από την ιστορία των άλλων καθολικών θρησκευτικών ταγμάτων. Την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του (12ος και 13ος αι.) διαδέχθηκαν περίοδοι κρίσης, που συχνά προκαλούσαν σχίσματα στις μοναστικές κοινότητες, οι οποίες σχημάτιζαν ιδιαίτερες αδελφότητες. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν των Τραπιστών (1664). Από τότε το τάγμα διαιρέθηκε ουσιαστικά σε δύο μεγάλους κλάδους και παρέμεινε χωρισμένο, παρά τις προσπάθειες επανένωσης που κατέβαλε ο πάπας Λέοντας ΙΓ΄. Υπάρχει και γυναικείο τάγμα Κιστερκιανών, του οποίου τα μέλη είναι χωρισμένα σε διάφορες αδελφότητες.
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ο κιστερκιανός ρυθμός διακρίνεται για τη μεγάλη απλότητα και αυστηρότητά του. Οι ναοί των Κιστερκιανών κατέχουν εξέχουσα θέση για το κάλλος τους. Με την εξάπλωση του τάγματος και την οικοδόμηση ναών και μονών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι Κιστερκιανοί συνετέλεσαν επίσης στη διάδοση των οικοδομικών παραδόσεων και των αρχιτεκτονικών μορφών που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τον 12ο αι.
Στο πλαίσιο των αναζητήσεών τους οι Κιστερκιανοί ίδρυαν τα μοναστήρια τους μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε απομονωμένες κοιλάδες κοντά σε πηγές. Για την ίδρυση μίας νέας μονής προβλέπονταν συγκεκριμένοι λόγοι και προϋποθέσεις, ενώ η απόσταση μεταξύ των μονών δεν επιτρεπόταν να είναι μικρότερη των 10 μιλίων.
Στον ελλαδικό χώρο οι Κιστερκιανοί ίδρυσαν συνολικά δώδεκα μονές από τις οποίες τρεις υπήρξαν οι σημαντικότερες: της Ίσοβας και του Ζαρακά στην Πελοπόννησο και του Δαφνίου στην Αττική. Με την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας το 1261 οι δύο πρώτες μονές έκλεισαν και παρέμεινε εν λειτουργία μόνον η μονή Δαφνίου η οποία έκλεισε το 1458 και μετετράπη εκ νέου σε ορθόδοξο μοναστήρι.
Περισσότερα για την περίφημη μονή της Ίσοβας των Κιστερκιανών μοναχών στον σύνδεσμο:
Αρχαιολογικοί χώροι στην Τρυπητή, Βόρεια Τριφυλία
Πηγές
Ιστότοπος: Υπουργείο Πολιτισμού
Ιστότοπος: Καθολικός κόσμος