Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας το 1204 σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Στην Πελοπόννησο δημιουργείται ένα ισχυρό Φραγκικό κράτος με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα. Αναπόσπαστο τμήμα του υπήρξε το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας τουλάχιστον έως το 1430. Διαφορετική τύχη επιφύλαξε η ιστορία για τη Μεθώνη και την Κορώνη, δύο κομβικές για το εμπόριο καστροπολιτείες, που ήδη από το 1207 και έως το 1500 περνούν στον έλεγχο της Βενετίας.
Οι νέες γεωπολιτικές εξελίξεις είχαν, όπως είναι αναμενόμενο, επίπτωση και στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της ευρύτερης περιοχής. Εκτός από την οικειοποίηση υφιστάμενων κτηρίων, η νέα άρχουσα τάξη επιδόθηκε, καθώς φαίνεται, στην ανέγερση νέων οικοδομημάτων, προκειμένου να καλύψει τις διοικητικές και τις λατρευτικές της ανάγκες, γεγονός που σηματοδοτεί την εισαγωγή στην ευρύτερη περιοχή μορφολογικών στοιχείων αλλά και ειδικής τεχνογνωσίας από την Δυτική Ευρώπη. Σε μία επόμενη φάση τα στοιχεία αυτά αφομοιώνονται από τα τοπικά οικοδομικά συνεργεία, άλλοτε με ευρηματικό και άλλοτε με λιγότερο δημιουργικό τρόπο.
Μιά ομάδα ναών περιλαμβάνει μνημεία στα οποία επιχειρείται για πρώτη φορά μία γόνιμη ανάμειξη στοιχείων από τη γηγενή βυζαντινή και την εισηγμένη δυτική οικοδομική παράδοση, φαινόμενο που έχει αποτυπωθεί και σε άλλες φραγκοκρατούμενες περιοχές. Στους ναούς αυτής της ομάδας, που διακρίνονται για την κατασκευαστική τους αρτιότητα και φαίνεται να συνδέονται τόσο με Φράγκους όσο και με Έλληνες αριστοκράτες που είχαν ενσωματωθεί στη φεουδαλική ιεραρχία, οι γοτθικές επιδράσεις περιορίζονται συνήθως στη μορφή και τον τρόπο κατασκευής των θυραίων και των φωτιστικών ανοιγμάτων (Άγιος Γεώργιος Ανδρούσας, Άγιος Γεώργιος Αίπειας, Άγιος Νικόλαος Αίπειας).
Ο άγ. Γεώργιος Αίπειας
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι ένα σταυρεπίστεγο κτίσμα, χωρίς νάρθηκα, με τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα στα ανατολικά. Η τοιχοποιία του μνημείου ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης. Στα τύμπανα της εγκάρσιας σταυρικής κεραίας ανοίγονται δύο εντυπωσιακά, γοτθικής μορφολογίας, δίλοβα παράθυρα που σε συνδυασμό με την πληθώρα των εντοιχισμένων πήλινων πινακίων και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία, εντάσσουν το ναό στα λεγόμενα φραγκοβυζαντινά μνημεία και οδηγούν στη χρονολόγησή του στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.
Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου, επάνω από την κύρια είσοδο, διατηρείται η παράσταση του επώνυμου αγίου, μεταβυζαντινών χρόνων. Οι πώρινες πλάκες του δαπέδου τοποθετήθηκαν στον όψιμο 19ο αιώνα. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο και οι δεσποτικές εικόνες χρονολογούνται στην ίδια περίοδο. Στο εσωτερικό του μνημείου σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών που ανάγονται στον όψιμο 13ο αιώνα. Μεταγενέστερες τοιχογραφίες (1903) καλύπτουν το χώρο της αψίδας. Την ίδια περίοδο έγιναν επεμβάσεις επιζωγράφησης σε κάποια από τα πρόσωπα των τοιχογραφιών του 13ου αιώνα.
Στην περιοχή του ίδιου δήμου βρίσκεται και ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου Αίπειας, στη θέση «Γεράνια». Ανήκει στην κατηγορία των σταυρεπίστεγων Α/1.
Βλ. Δημητροκάλλης 1990: 215-232.- Μπούρας 2002: 334.
Πηγές:
Ιστότοπος Υπουργείου Πολιτισμού: Οδυσσεύς
Ιστότοπος: Γιάννη Δ. Λύρα