Πρωτοανακαλύφθηκε από τον Bouton (Archives des missions scientifiques et litteraires Ser 2.1 1864, 212- 214) και ονομάζεται Παλαιόκαστρο Καλίδονας ή Γυφτόκαστρο. Βρίσκεται σε απότομο λόφο σε απόσταση 1,5 ώρας πεζοπορίας (περ. 3,5 χιλιόμετρα) από το αρχαίο Λέπρεο προς τα ΒΔ.
Σχετικά με την χρονολόγηση των τειχών του Γυφτόκαστρου υπήρξε αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Lolling (Baedaker [Engl. tr. 1909] 400) περιγράφει τα τείχη ως αρχαίας κατασκευής. Την θέση αυτή αμφισβήτησε ο Prigshiem, ο οποίος επισκέφτηκε τον χώρο μαζί με αρχιτέκτονα (Die burg von Klydona Ath. Mitt 34 1909, 179- 182), ενώ μαζί του συμφώνησε και ο Dorpfeld. Ωστόσο ο Sperling (AJA 46 [1946] 82 no9) αναφέρει ότι στο χώρο παρατήρησε όστρακα που πιθανόν να είναι των Κλασικών ή Ελληνιστικών χρόνων και διατύπωσε την άποψη ότι το οχυρό ήταν περισσότερο καταφύγιο παρά οργανωμένος οικισμός, θέση με την οποία συμφωνεί και A. Bon (La Moree France 1 [Paros 1969] 391-2).
Ο Στράβων αναφέρει την πόλη Χάας ως πιθανή ερμηνεία αντί της Φειάς που αναφέρεται στο επεισόδιο της Ιλιάδας (7.133) στην μάχη μεταξύ Πυλίων και Αρκάδων. Ο W. Kendrick Pritchett αναφέρει ότι η πόλις Χάας, η οποία αναζητείται από τους αρχαίους ακόμα συγγραφείς στην περιοχή των συνόρων Μεσσηνίας και Αρκαδίας, δεν αποκλείεται να είναι πόλισμα της Αλεξανδρινής εποχής. Ο W. Kendrick Pritchett επισκέφτηκε το Γυφτόκαστρο στην έρευνά του για την ταύτιση των πόλεων της Τριφυλίας. Αναφέρει ότι από το χωριό της Καλίδονας βρήκε με δυσκολία κάποιον κάτοικο που να γνώριζε την θέση του οχυρού και ο οποίος τελικά τον οδήγησε εκεί. Αναφέρει ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποκαλέσει κάποιος το Γυφτόκαστρο ως πόλισμα. Λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζούσαν μέσα σ΄αυτά τα τείχη που έχουν διαστάσεις μόλις 48μ.Χ 34μ. Τα τείχη ήταν σκεπασμένα από την βλάστηση ενώ ελάχιστα ίχνη κατοίκησης είχαν απομείνει μέσα στο οχυρό. Το τείχος που ήταν κατασκευασμένο από μικρές πέτρες, χωρίς συνδετικό κονίαμα, είχε πάχος περίπου 1,40.