Ένα άγνωστο οθωμανικό λουτρό και η θέση του στο γενικότερο πλαίσιο της τοπικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής και τοπογραφίας.
Η Κυπαρισσία (ή Αρκαδιά, όπως ήταν παλαιότερα γνωστή) βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτογραμμή της νότιας Πελοποννήσου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Μεσσηνίας. Η περιοχή διαθέτει έναν συνδυασμό στρατηγικών πλεονεκτημάτων όπως ένα φυσικό λιμάνι, που επιτρέπει το εμπόριο και την επικοινωνία με την Δύση, ενώ προστατεύετε από τα γύρω όρη έχοντας τον έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα. (Εικ.1)
Έχοντας την ίδια μοίρα με την υπόλοιπη Πελοπόννησο, η Κυπαρισσία βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Φράγκων μετά την τέταρτη σταυροφορία και μετά την εναλλαγή διαφόρων ηγεμόνων βρίσκεται τελικά υπό την κυριαρχία των Οθωμανών το 1459. Η μακρά περίοδος της τούρκικης κατοχής χωρίζεται σε δύο περιόδους (πρώτη και δεύτερη τουρκοκρατία) ενώ ενδιάμεσα (1685- 1715) υπάρχει η περίοδος 30 χρόνων της Βενετοκρατίας1.
Το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης είναι γνωστό ως Παλιά Πόλη ή Άνω Πόλη όπου οθωμανικά χαρακτηριστικά είναι ευδιάκριτα. Το κάστρο, κτισμένο στην θέση της ακρόπολης των Ελληνιστικών χρόνων, είναι το σημαντικότερο μνημείο του οικισμού. Το κάστρο, όπου μπορεί να ανιχνευτεί Βυζαντινή φάση, είναι στον μεγαλύτερο βαθμό Φράγκικη κατασκευή που πέρασε από μια σειρά από αλλαγές και παρεμβάσεις, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής και ενετικής κυριαρχίας2 (εικ.2).
Κοντά και γύρω από το κάστρο, στην καρδιά της περιοχής που θα γίνει το κέντρο της Οθωμανικής πόλης, διοικητικά οριζόμενη ως καζάς, είναι όπου μερικές κατασκευές της οθωμανικής περιόδου επιζούν μέχρι σήμερα3.
Ανατολικά του κάστρου βρίσκονται τα ερείπια ενός τζαμιού4, ενώ τα απομεινάρια ενός άλλου οθωμανικού δημόσιου κτιρίου υπάρχουν στο ισόγειο ενός ερειπωμένου σπιτιού. Σύμφωνα με τις αναφορές του Οθωμανού ταξιδιώτη Εβλιγιά Τσελεμπί μπορεί ίσως να είναι ο μεντρεσές (ισλαμικό σχολείο) της πόλης.5 Επίσης πέντε οθωμανικές δημόσιες κρήνες έχουν διασωθεί.6
Το χαμάμ βρίσκεται σε μιά κατηφορική πλαγιά στα δυτικά του κύριου λιθόστρωτου δρόμου που οδηγεί προς το κάστρο και κοντά σε μια οθωμανική κρήνη (εικ.3). Σε μια φωτογραφία του 1931 φαίνεται ότι ένα σπίτι χτίστηκε πάνω από το χαμάμ, πράγμα που σημαίνει ότι το οθωμανικό μνημείο είχε γίνει μέρος του ισογείου και υπογείου του σπιτιού αυτού. Το λουτρό αποκαλύφθηκε όταν η κατοικία κατεδαφίστηκε το 1990 (εικ.4). Οι εργασίες αποκατάστασης περιορίστηκαν στην αφαίρεση των συντριμμιών και στην ανασκαφή του κυρίως τμήματος του λουτρού χωρίς η ανασκαφή να επεκταθεί στο υπόλοιπο του κτιρίου, στα νότια και τα δυτικά7.
Τα οθωμανικά λουτρά στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων είναι καλά τεκμηριωμένα8. Ωστόσο, μια γενικά αποδεκτή τυπολογική κατάταξη δεν υπάρχει ακόμα. Στην Ελλάδα, περίπου 60 τέτοια λουτρά έχουν καταγραφεί, με τα περισσότερα να χρονολογούνται ανάμεσα στον 15ο και 17ο αιώνα. Επτά βρίσκονται στην Πελοπόννησο, εκ των οποίων δύο στην Μεσσηνία9. Το χαμάμ στην Κυπαρισσία παρέμεινε μέχρι τώρα αδημοσίευτο και με το παρόν παρουσιάζετε για πρώτη φορά. Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία, που ενδεχομένως αναφέρετε περιληπτικά στο χαμάμ, είναι του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε την Κυπαρισσία στα 1668. Περιέγραψε "ένα χαμάμ, που μερικές φορές λειτουργεί και μερικές όχι"10, ενώ και άλλοι ταξιδιώτες αναφέρουν επίσης την ύπαρξή του μέχρι τις αρχές του 19ου11.
Το χαμάμ της Κυπαρισσίας φαίνεται ότι ήταν ένα απλό και μικρό κοινοτικό (δημόσιο) λουτρό (εικ.5), όπως ήταν τα περισσότερα λουτρά στην Ελλάδα. Μόνο ένα τμήμα του κυρίως τμήματος έχει απομείνει, με μέγεθος 3,8Χ 6,5m (μέγ.), και περιλαμβάνει το ζεστό δωμάτιο καθώς και δύο δεξαμενές για τη συλλογή και τη θέρμανση του νερού. Τα άλλα τμήματα του λουτρού λείπουν, όπως τα αποδυτήρια και το χλιαρό τμήμα, το οποίο πρέπει να ήταν στη νότια ή δυτική πλευρά.
Το ζεστό δωμάτιο ("sicaklik"), διαιρείται με καμάρα σε δύο σχεδόν τετράγωνες περιοχές με χαμηλότερες ημισφαιρικές θόλους, μία από τις οποίες έχει εν μέρει καταστραφεί (εικ.5 (1), εικ.6- 7).
Η οκταγωνική βάση των θόλων ήταν τοποθετημένη πάνω σε σφαιρικά τρίγωνα (pendentives), όπως συνηθιζόταν στα κτίρια του 16ου- 17ου αιώνα.12 Τέτοια σφαιρικά τρίγωνα υπάρχουν επίσης σε έναν από τα πύργους του κάστρου, προφανώς ανακαινισμένο κατά την πρώτη οθωμανική κυριαρχία. Ο φωτισμός του κτηρίου γινόταν από μερικά στρογγυλά ανοίγματα. Δέκα από αυτά σώζονται στον ανατολικό τρούλο ενώ από τον μισοκατεστραμμένο δυτικό θόλο μπορούν να ανιχνευθούν τέσσερα ολόκληρα ανοίγματα και το περίγραμμα άλλων δύο. Τα ανοίγματα καλύπτονταν με γυαλί, απομεινάρια του οποίου είναι ορατά γύρω από τα άκρα τους. Είναι διατεταγμένα συμμετρικά, ένα κεντρικό στη μέση και τα άλλα σε δύο ομόκεντρους κύκλους. Αυτό το πρότυπο είναι παρόμοιο και με άλλα λουτρά στην Ελλάδα, τα περισσότερα από τα οποία δεν έχουν ακόμη χρονολογηθεί13. Παρ΄όλα αυτά, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα παραδείγματα, η διάταξη και ο αριθμός των εν λόγω ανοιγμάτων δεν πρέπει να θεωρείται ως μια χρονολογική ένδειξη. Φαίνεται μάλλον να είναι τυχαία, ανάλογα με τις προτιμήσεις του κάθε κατασκευαστή.
Η στενή είσοδος έχει πλάτος 70 cm, οι παραστάδες είναι από πελεκητή πέτρα και η αψίδα από τούβλα (εικ.8). Ήταν πιθανότατα η πόρτα που συνδέει το καυτό με το θερμό δωμάτιο. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε στον τοίχο της τα στόμια των κεραμικών σωλήνων για τη μεταφορά του θερμού αέρα προς τα δωμάτιο που λείπει. Δύο ακόμα τοξωτά ανοίγματα σχηματίζονται στην νότια πλευρά (εικ.9). Το ανατολικό κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερο στάδιο. Το δυτικό ενδεχομένως υπήρχε στην αρχική κατασκευή του κτηρίου, αλλά είχε αρχικά μικρότερες διαστάσεις, ενώ αργότερα διευρύνθηκε και στη συνέχεια καλύφθηκε βιαστικά.
Στο βόρειο τοίχο, σε ύψος περίπου 1,5μ. πάνω από το δάπεδο, υπάρχει ένα μικρό τοξωτό άνοιγμα που παρέχει άμεση επαφή με την δεξαμενή ζεστού νερού και ήταν περιφραγμένη με τη βοήθεια μιας σιδερένιας σχάρας (σχήμα 6). Ο αέρας κυκλοφορούσε μέσα στο ζεστό δωμάτιο μέσω αυτού του ανοίγματος, επικουρούμενη από κεραμικούς σωλήνες ενσωματωμένους στους τοίχους, και υπόκαυστα, που εν μέρει αποκαλύφθηκαν στη δυτική πλευρά του κτηρίου.
Οι πυλώνες κάτω από τα δάπεδα ήταν κατασκευασμένοι από τετράγωνα τούβλα και μόνο δύο σειρές από αυτά, ύψους περίπου 20 εκατοστών, ακόμα υπάρχουν. Στη βορειοδυτική γωνία μπορεί να δει κανείς ένα μικρό τμήμα του αρχικού δαπέδου, που καλυπτόταν από πέτρινες πλάκες (εικ.10). Μόνο έξι από τα καταγεγραμμένα χαμάμ στην Ελλάδα διατηρούσαν αυτό το είδος του υπόκαυστου συστήματος14, χωρίς όμως να υπάρχει ως τώρα κάποια χρονολογική ή άλλη συσχέτιση.
Τμήματα κάθετων κεραμικών σωλήνων, που ξεκινούσαν από τα υπόκαυστα, υπάρχουν στα νότια και ανατολικά τείχη του χώρου αυτού. Αυτοί οι σωλήνες περνούσαν μέσα από τοίχους και μερικοί από αυτούς έφτανα μέχρι την οροφή, όπου ο καπνός έφευγε μέσω κατάλληλων καπνοδόχων (εικ.11). Παράλληλα με το έδαφος, σε ύψος περίπου 1μ., ένας κεραμικός σωλήνας διαμέτρου 13 εκ., ενσωματωμένος στον τοίχο της βόρειας και ανατολικής πλευράς, επέτρεπε την κυκλοφορία του ζεστού αέρα (εικ.10). Δεξαμενές νερού, που τροφοδοτούνταν από ένα άλλο σύστημα σωλήνων, ήταν στον ανατολικό τοίχο του δωματίου.
Στα βόρεια του ζεστού δωματίου υπάρχει μια ορθογώνια θολωτή δεξαμενή, το εσωτερικό της οποίας ήταν καλυμμένο με αδιάβροχο κονίαμα (εικ.5(2), εικ.12). Η στέγη του, η οποία είναι επίπεδη στο εξωτερικό, έχει ένα στρογγυλό άνοιγμα καλυπτόμενο με γυαλί, διαμέτρου περίπου 30εκ.
Το κέντρο της βόρειας πλευράς της δεξαμενής νερού έχει προσαρμοστεί για τον κλίβανο ("külhan"), όπου ένα δοχείο χαλκού πάνω από τη φωτιά θα θέρμαινε το νερό. Είναι ένα θολωτό άνοιγμα με πελεκητή πέτρα και τούβλο, που καταλήγει σε μια καμινάδα. Αρχικά συνδέονταν με τη δεξαμενή αλλά αργότερα αποκλείστηκε.
Η δεξαμενή ζεστού νερού τροφοδοτούνταν από μια μικρότερη δεξαμενή στην ανατολική πλευρά (εικ.5(3), εικ.13). Πρόκειται για μια κατασκευή από τούβλα, του οποίου το εσωτερικό καλύπτεται επίσης με αδιάβροχο κονίαμα. Τμήματα των σωλήνων που υπάρχουν στα ανατολικά και δυτικά τείχη πιθανώς χρησιμοποιούνταν για την παροχή νερού από την κοντινή βρύση ("Παζαρόβρυση") και διοχετεύονται προς το διαμέρισμα θέρμανσης, καθώς και στις δεξαμενές του ζεστού δωματίου του χαμάμ.
Το επόμενη τμήμα, στη βόρεια πλευρά της κατασκευής, είναι θολωτό και δεν έχει ανοίγματα, εκτός από την είσοδο στη δυτική πλευρά (εικ.3, εικ.5(4)). Ίσως προστέθηκε αργότερα, πιθανόν στα μέσα του 19ου αι. Από την ίδια περίοδο μπορούμε να χρονολογήσουμε τα πέτρινα τείχη ανατολικά του κεντρικού πυρήνα του χαμάμ (εικ.5(5), εικ.12). Αποτελούν μέρος της κατοικίας που κατασκευάζεται, όταν το χαμάμ ήταν ήδη ερειπωμένο, μετά την μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε Κυπαρισσία κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το 1825.
Οι τοίχοι του Χαμάμ έχουν πάχος 60 εκατοστών και έχουν κατασκευαστεί με πέτρες και περιστασιακά με τούβλα και θραύσματα κεραμιδιών. Ορθογώνιας κοπής ογκόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν για τις γωνίες. Μια οριζόντια εσοχή, που διακρίνετε στο άνοιγμα της πόρτας στη δυτική πλευρά, μαρτυρεί την χρήση ενός ξύλινου πλαισίου. Οι εσωτερικές επιφάνειες καλύφθηκαν με πολλαπλά στρώματα κονιάματος, προκειμένου να παρέχουν προστασία από τα υψηλά επίπεδα υγρασίας. Οι αψίδες και οι τρούλοι κατασκευάστηκαν από τούβλα. Καλούπωμα με ξύλα χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των θόλων, ενώ εξωτερικά επικαλύφθηκαν με αδιάβροχο σοβά.
Λόγω της ερειπωμένης κατάστασης του Χαμάμ και κατά πάσα πιθανότητα λόγω της απλότητας της κατασκευής, το εσωτερικό δεν είναι διακοσμημένο με οποιαδήποτε βαμμένα ή γλυπτά διακοσμητικά στοιχεία. Εξαίρεση αποτελούν θραύσματα από εφυαλωμένα πλακίδια, που χρησιμοποιούνται ευρέως σε χαμάμ για την κάλυψη τοίχων και δαπέδων (εικ. 14).
Το σύνολο των κινητών ευρημάτων, που σχετίζονται με την περίοδο κατά την οποία το χαμάμ ήταν σε λειτουργία, είναι λίγα σε αριθμό και αποσπασματικά, αλλά με μεγάλη ποικιλία: κεραμικά σκεύη, εφυαλωμένη κεραμική που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου/ 17ου αι. μέχρι το τέλος του 19ου αι.15, κομμάτια γυάλινων σκευών, σωλήνες και αγωγοί, μία ασημένια καρφίτσα. Μεταξύ των πολυάριθμων νομισμάτων μπορούμε να αναφέρουμε δύο ενετικά χάλκινα νομίσματα (1684/1710) 16 και ένα ασημένιο οθωμανικό νόμισμα του 18ου αιώνα (kurush, Egypt, Cairo Mustafa III 1757/ 1774). Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι πήλινοι λουλάδες του 17/ 18ου έως και 19ου αι.17 καθώς και ένας ναργιλές του το 18ο αι. (Εικ.15)
Οι δύο οθωμανικά λουτρά που βρίσκονται εντός των τειχών του κάστρου της Μεθώνης, του μεγαλύτερου λιμανιού της Μεσσηνίας, χτισμένα περίπου 200μ. ένα από το άλλο.18 Ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο οποίος επισκέφθηκε το κάστρο στα μέσα του 17ου αι., αναφέρει την ύπαρξη μόνο ενός δημόσιου λουτρού19.
Το πρώτο (Α), βόρειο κτίριο αποτελείται από 4 δωμάτια και μια θολωτή δεξαμενή με τον κλίβανο (Εικόνα 16- 17). Στη βόρεια πλευρά υπάρχει μια θολωτή αίθουσα σε δύο μέρη η οποία θα μπορούσε να ταυτιστεί με το χλιαρό δωμάτιο, έναν προθάλαμο για τα δύο καυτά δωμάτια.
Το φως εισέρχεται στο χώρο μέσα από στρογγυλά ανοίγματα στη θόλο και ο χώρος θερμαίνεται με κεραμικούς σωλήνες που περνούν κατά μήκος των τοιχών και προέρχονται από τα ζεστά δωμάτια. Τα ζεστά δωμάτια είναι σχεδόν τετράγωνα και ενώνονται με μια χαμηλή τοξωτή πόρτα. Είναι θολωτοί και η οκταγωνική βάση των θόλων είναι τοποθετημένη σε squinches ενώ μεγάλα στρογγυλά ανοίγματα, καλυπτόμενα με γυαλί, επιτρέπουν τον κατάλληλο φωτισμό. Οι θόλοι κατασκευάστηκαν από πελεκητές πέτρες με θραύσματα τούβλων, όπως και οι υπόλοιποι τοίχοι του κτιρίου. Μια διπλή σειρά τούβλων στην ανατολική πλευρά της κατασκευής είναι ακόμα ορατά.
Το δεύτερο (Β), νότιο χαμάμ παρουσιάζει μια πιο σύνθετη δομή με περισσότερους και μικρότερος βοηθητικούς χώρους (εικ18- 19). Τρία βασικά διαμερίσματα μπορούν να διακριθούν: Ο καυστήρας με την δεξαμενή νερού, τα χλιαρό και ζεστό δωμάτια και ένα μικρό θολωτό προθάλαμο κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του κτιρίου.
Ένα ακόμη μικρό ιδιωτικό διαμέρισμα με θερμό αέρα ("halvet"), σχηματίζεται δίπλα στο ανατολικό τμήμα του ζεστού δωματίου. Μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι μια μικρή κόγχη με πέτρινη καμάρα που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση αντικείμενων.
Τα ζεστά δωμάτια καλύπτονται από ημισφαιρικούς τρούλους με ορθογώνια τρύπες για φωτισμό και τοποθετημένα σε σφαιρικά τρίγωνα. Μπορούμε ακόμη να δούμε κάποια ενδιαφέροντα μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως το υπόκαυστο σύστημα θέρμανσης κάτω από τα δάπεδα, τα ίχνη των λεκανών στα πλευρικά τοιχώματα των θερμών δωματίων, τις ορθογώνιες οπές φωτισμού στους θόλους και ο θόλος του χλιαρού δωματίου. Παρόμοια ανοίγματα έχουν βρεθεί μόνο σε ένα άλλο Οθωμανικό λουτρό στα Χανιά, το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ 1669 και 1898 20. Η τοιχοποιία είναι από αργολιθοδομή με την περιστασιακή χρήση θραυσμάτων τούβλων και κεραμιδιών.
Οι ομοιότητες που παρατηρούνται στην κατασκευή των δύο χαμάμ στη Μεθώνη οδήγησε τους μελετητές να τα συμπεριλάβουν στην ίδια τυπολογική κατηγορία και να θεωρηθούν ως κατασκευές του Β΄ Ενετοκρατίας (1715- 1825).21 Παρ΄ όλα αυτά, το βορειότερο είναι ίσως παλαιότερο και θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτό που αναφέρεται από τον Τσελεμπί.22 Η εκτεταμένη χρήση των τούβλων στους τοίχος υποστηρίζει μια τέτοια χρονολόγηση.
Συγκρίνοντας τα δύο χαμάμ της Μεθώνης με αυτό της Κυπαρισσίας κάποιο κοινά στοιχεία εμφανίζονται: η χρήση ορθογώνιων λαξευμένων λίθων στις γωνίες και τα ανοίγματα καθώς και οι θόλοι που επικαλύπτονται με κονίαμα με τις οκταγωνικές τους βάσεις, κατασκευασμένες ωστόσο από πελεκητή πέτρα στην περίπτωση των λουτρών της Μεθώνης.
Σφαιρικά τρίγωνα για τους θόλους και υπόκαυστα χρησιμοποιήθηκαν στην Κυπαρισσία και το νότιο χαμάμ στη Μεθώνη. Στό χαμάμ της Κυπαρισσίας παρατηρούμε μεγαλύτερη χρήση των τούβλων στην κατασκευή των θόλων και των ανοιγμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με Τσελεμπή, υπήρχαν χαμάμ και σε άλλες Μεσσηνιακός πόλεις που επισκέφθηκε, όπως η Κορώνη, το δεύτερο σε μέγεθος και σημασία λιμάνι, το Ναβαρίνο, το Νιόκαστρο και το Νησί (Μεσσήνη)23. Απομεινάρια του χαμάμ στο κάστρο του Ναβαρίνου (Νιόκαστρο) πιθανόν να σώζονται24, ενώ η ύπαρξη του χαμάμ στο κάστρο της Κορώνης έχει επιβεβαιωθεί, αλλά μόνο η στέγη του τρούλου είναι ορατή, δεδομένου ότι εξακολουθεί να παραμένει ουσιαστικά άγνωστο και δεν έχει ανασκαφεί25.
Παρά την ελλιπή διατήρηση του χαμάμ της Κυπαρισσίας, μπορούμε συμπεράνουμε ότι η αρχιτεκτονική του αποτελείται από απλές δομικές μορφές, όχι μόνο λόγω οικονομικών λόγων, αλλά ακολουθώντας τη γενική τάση της κατασκευής λουτρών κατά τη διάρκεια του 17ου- 18ου αι: Οι μεγάλοι θόλοι και περίτεχνα κτίρια σταδιακά εγκαταλείπονται υπέρ των μικρότερων και λιγότερο δαπανηρών κατασκευών.
Τα περισσότερα από τα χαμάμ που χτίστηκαν στα επαρχιακά αστικά κέντρα από τους Οθωμανούς κατασκευάστηκαν με μόνο τους βασικούς χώρους (αποδυτήρια, χλιαρό και ζεστό δωμάτια, δεξαμενές νερού) και χωρίς ειδικά διακοσμητικά στοιχεία. Μια τέτοια τοποθέτηση επιβεβαιώνεται και από το σωζόμενα χαμάμ της Μεσσηνίας.
Η κακή κατάσταση του χαμάμ καθιστά δύσκολο να το κατατάξει κάποιος σε έναν από τους υφιστάμενους τύπους των οθωμανικών λουτρών στην Ελλάδα, δεδομένου ότι οι μέθοδοι κατασκευής που χρησιμοποιούνται δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Η χρήση ορθογώνιων λίθων φαίνεται να είναι πιο συχνή στα οθωμανικά λουτρά του 16ου και 17ου αι. ενώ τα χαμάμ του 18ου και 19ου αι. ως επί το πλείστον κατασκευάζονται με αργολιθοδομή26.
Ο συνδυασμός αργολιθοδομής και πελεκητής πέτρας στις γωνίες και τα ανοίγματα στα λουτρά της Μεθώνης και της Κυπαρισσίας δείχνει πιθανώς την σπανιότητα του αρχιτεκτονικού υλικού, η οποία οδήγησε σε πιο οικονομικές λύσεις. Το μικρό μέγεθος, η απλοποιημένη κατασκευή, η εκτεταμένη χρήση των τούβλων, οι αδιακόσμητες επιφάνειες και η κεραμική που σχετίζεται με τις αναφοράς για τα χαμάμ από τον Τσελεμπί φαίνεται να υποστηρίζει την χρονολόγηση του στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα.
Η Έρευνα σχετικά με τα οθωμανικά λουτρά στην Ελλάδα μπορεί να είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και με επιβράβευση. Η μελέτη του χαμάμ της Κυπαρισσίας, μαζί με τα δύο λουτρά της Μεθώνης, το χαμάμ της Κορώνης που δεν έχει ανασκαφεί ακόμα και το Νιόκαστρο συνθέτουν μια σημαντική μαρτυρία για το οθωμανικό παρελθόν της Μεσσηνίας. Την ίδια στιγμή αποτελούν τμήμα πολιτιστικό και κοινωνικό μιας περιόδου η μελέτη και κατανόηση της οποίας προχωρά με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, με ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Sophia Germanidou- Konstantina Gerolymou
The hamam of Kyparissia, western Messenia: an unknown Ottoman bath and its structure within the frame of local Ottoman architecture and topography
Σημειώσεις:
1 For a brief overview of the local history and the related bibliography, see: Parveva 2003, 83-123. Zarinebaf- Bennet-Davis 2005, 163, 168-72, 204. Liakopoulos 2006, 53-69, id. 2014, 476-479.
2 Andrews 1953(1978), 85-87. Bon 1969, 669-70. Karpodini-Dimitriadi 1990, 248. Bouza 2001, 84– 85. Kontogiannis 2001-2, 521, 522, 534. id. 2010, 9-14. Ioannidou 2005, 35-63.
3 For a general presentation of the topography of the town: Kalamara 2006, 465-74.
4 Evliyâ Çelebi (ed. 1999), 55. Κostakis 1981, 258.
5 The mosque, which dates probably from the First Ottoman rule, is depicted in an engraving of Coronelli (1686): Τόπος & Εικόνα 1978, 271, fig. 90.
6 Albani 2007, 98-101, ead. 2008, 154.
7 The excavations of the 5th Ephorate of Byzantine Antiquities were carried out in 1990 by K. Antonakos, P. Kalamara and V. Albani.
8 Kiel 1976. Ayverdi 1982. Ergin 2011 for full past bibliography.
9 According to Kanetaki 2004. Also ead. 2004a, ead. 2011, 211-256. Afterwards few publications came out, such as: Kousoula et al. 2013, 67-89. Androudis 2014, 298-301, especially 298, subnote 5, where a full bibliography on Ottoman baths in Balkans and Greece in particular.
10 Evliyâ Çelebi (ed. 1999), 55.
11 Gell 1817, 48. Dodwell 1819, 350-51.
12 Kanetaki 2004, 292. Androudis 2008, 57.
13 For example in the hamams of Chios, Platykambos in Larissa, Chania and Rethymnon in Grete, Kanetaki 2004, pl. 6.3, 6.4.
14 Kanetaki 2004,297(Ioannina,Methoni(B), AncientCorinth,Nafpaktos,Apollonia-Volvi, Chania).
15 The study of the pottery is still ongoing.
16 Papadopoli Aldobrandini 1919, 927-933, 939 nr. 95, tav.CXLIX (5), CXLVIII.
17 Gerolymou 2014. Some bear pipe maker stamps, while the traces of gold plating in few of them display an attempt of a more sumptuous and elegant manufacture.
18 For a general overview of the Methoni castle and its buildings see: Kontogiannis – Grigoropoulou 2009.
19 Evliyâ Çelebi (ed.1999), 55. Κostakis 1981, 263.
20 Kanetaki 2004, 269, 294, fig. 6.1.76-77.
21 Kanetaki 2004, 200.
22Kontogiannis – Grigoropoulou 2009, 51.
23 Çelebi (ed. 1999), 57, 60, 74, 75.
24 Zarinebaf – Bennet – Davis 2005, 257, fig. III. 23.
25 A reference of it as a “complex” is made in Kontogiannis 2014, 224, 232 and plan, fig. 5.12.
26 Kiel 1976, 94.
References
Albani, V. 2007. “Oθωμανικές κρήνες στην Άνω Πόλη Κυπαρισσίας” Aρχαιολογία και Τέχνες 105, 98-101.
Albani, V. 2008. “The Upper Town of Kyparissia in the Ottoman Period” (in) E. Brouskari (ed.), Ottoman Architecture in Greece (Hellenic Ministry of Culture, Directorate of Byzantine and Post Byzantine Antiquities, Athens)153-54.
Andrews, K. 1953. Castles of the Morea (Gennadeion Monographs IV, Princeton).
Androudis, P. 2008. “Secular Ottoman Architecture in Greece” (in) E. Brouskari (ed.), Ottoman
Architecture in Greece (Hellenic Ministry of Culture, Directorate of Byzantine and Post-Byzantine Antiquities, Athens) 51-66.
Androudis, P. 2014. “Νεότερες έρευνες σε άγνωστα οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης,” Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη 24, 297-306.
Bon, A. 1969. La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’ Achaïe 1205-1430 (Paris).
Bouchon, J.-A. 1843. La Grèce continentale et la Morée: Voyage, séjour et études historiques en 1840 et 1841 (Paris).
Bouza, N. 2001. “Κάστρο Κυπαρισσίας” in Ενετοί και Ιωαννίτες ιππότες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής (Πειραματική ενέργεια Archi-med, Αθήνα).
Coronelli, M.V.1687. An Historical and Geographical Account of the Morea, Negropont, and the maritime Places, as Far as Thessalonica: Illustrated with 42 Maps of the Countries, Plains, Draughts of the Cities Towns and Fortification, trans. R.W. Gent (London 1687).
Dodwell, E. 1819. Classical and Topographical Tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, v. I-II (London).
Ergin, N. 2011. Bathing culture of Anatolian civilizations: architecture, history, and imagination (Leuven – Paris – Walpole, MA).
Evliyâ Çelebi. Εβλιά Τσελεμπί, Oδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671). Πελοπόννησος-Νησιά Ιονίου- Κρήτη-Νησιά Αιγαίου, Εκάτη, Aθήνα 1999 (translated in Greek by D Loupis).
Gell, W. 1817. Itinerary of the Morea (London).
Gerolymou, K. 2014. “Πήλινοι λουλάδες από δυο οθωμανικά λουτρά της Μεσσηνίας”, Πρακτικά Δ΄
Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 8-11 Οκτωβρίου 2010) Πελοποννησιακά Παράρτημα 31 (Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι) 449-516 (with an English summary).
Ioannidou, N. 2005. “Kάστρο Kυπαρισσίας ή Αρκαδιάς: μια κατασκευή μεσογειακής νοσταλγίας Mνημείο και Περιβάλλον9,35-63.
Κalamara, P. 2006. “Η τοπογραφία της Κυπαρισσίας κατά τους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους” Πρακτικά Α΄ Αρχαιολογικής Συνόδου Νότιας και Δυτικής Ελλάδος. Πάτρα 1996 (Αθήνα) 465-74.
Kanetaki, Ε. 2004. Οθωμανικά Λουτρά στον Ελλαδικό χώρο (Αθήνα).
Kanetaki, Ε. 2004a. “The still existing Ottoman hamams in the Greek Territory,” METU Journal of the Faculty of Architecture 1-2, 81-110.
Kanetaki, Ε. 2011. “Ottoman Baths in Greece: A Contribution to the Study of Their History and Architecture” (in) N. Ergin (ed.), Bathing culture of Anatolian civilizations: architecture, history, and imagination (Leuven – Paris – Walpole, MA.) 221-256.
Karpodini-Dimitriadi, E. 1990. Κάστρα της Πελοποννήσου (εκδόσεις ΑDAM, Αθήνα).
Kiel, M. 1976.“The Ottoman Hamam and the Balkans”Art and Archaeology Research Papers 9,8796.
Kontogiannis, Ν. 2001-2. “Κάστρα καὶ ὀχυρώσεις στὴν Μεσσηνία κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεώτερους χρόνους” Πρακτικὰ τοῦ Στ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Τρίπολις, 24- 29 Σεπτεμβρίου 2000), Πελοποννησιακὰ Παράρτημα 24/2 (Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Ἀθήνα) 521-545 (with an English summary).
Kontogiannis, Ν. 2010. “Settlements and countryside of Messenia during the late Middle Ages: the testimony of the fortifications” BMGS 34, 3–29.
Kontogiannis, Ν. 2014. “Assessing the cities of Messenia in the newly-founded Greek Kingdom: the medieval walled town of Koroni based on early nineteenth-century architectural plans” BMGS 38/2, 218–244.
Kontogiannis, N. and Grigoropoulou, I. 2009. Το Kάστρο της Μεθώνης (Αθήνα).
Kostakis, Τh. 1981. “Ο Εβλιγιά Τσελεμπί στην Πελοπόννησο” Πελοποννησιακά 14, 238 -306.
Kousoula, E. et al. 2013. Kousoula, K., Chatziioannidis, A., Zacharopoulou, G. and Gouidis, Ch. 2013. “Ένα πρώιμο οθωμανικό λουτρό στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το διπλό λουτρό του Gazi Çoban Bosnak Mustafa Pasa ή AyaSofya Hamami” Επιστημονική Επετηρίδα του κέντρου Iστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης 8, 67-89.
Liakopoulos, G. 2006. “Η Πελοπόννησος κατά την Πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)” Η Πελοπόννησος. Χαρτογραφία και Ιστορία 16ος -18ος αι. (Αθήνα) 53-69.
Liakopoulos, G. 2014. “Οθωμανικές επιγραφές της Μεσσηνίας”, Πρακτικά του Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 8-11 Οκτωβρίου 2010), Πελοποννησιακά, Παράρτημα 31 (Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι) 475-498 (with an English summary).
Papadopoli-Aldobrandini, Ν. 1919. Le Monete di Venezia, v. III, Venezia 1919.
Parveva, S. 2003. “Agrarian Land and Harvest in South-West Peloponnese in the Early 18th Century”
Etudes Balkaniques 39/1, 83-123. Τόπος και Εικόνα, Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, 15ος-17ος αι., τομ.Α, 1978 (εκδ. Ολκός, Αθήνα).
Zarinebaf, F., J. Bennet and J. L. Davis 2005. A historical and ecomonic geography of Ottoman Greece. The southwestern Morea in the 18th century (Athens).