Ἡ ὀνομασία λουλὰς προέρχεται ἀπὸ τὴν περσικὴ λέξη lüle καὶ σημαίνει τὸ κατώτερο, πήλινο συνήθως, τμῆμα τῆς ἀνατολικοῦ τύπου καπνοσύριγγας (çubuc). Ἡ τελευταία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τρία μέρη: τὸ λουλά, τὸ κύπελλο δηλαδὴ ὅπου ἔκαιγε ὁ καπνός, ἕνα ξύλινο στέλεχος, καὶ τὸ ἐπιστόμιο, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε παραλειπόταν γιὰ τὴν πιὸ ἄμεση ἀπόλαυση τοῦ καπνοῦ ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ ξύλινου στελέχους1. Σημαντικὰ διαφοροποιημένη σὲ σχέση μὲ τὶς πήλινες καπνοσύριγγες ἀπὸ λευκὸ πηλὸ ποὺ κυκλοφοροῦν τὴν ἴδια ἐποχή, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν 17ο ἕως τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα σὲ ὁλόκληρη τὴ δυτικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀγγλία, ἀποτέλεσε ἀπαραίτητο ἀντικείμενο μιᾶς ἀγαπημένης, καθημερινῆς συνήθειας Ὀθωμανῶν καὶ Ἑλλήνων2.
Οἱ πήλινοι λουλάδες (ἀπὸ καλῆς ποιότητας, καθαρὸ πηλό), κατασκευάζονταν ἀπὸ εἰδικοὺς τεχνίτες μὲ τὴ χρήση μήτρας ἀπὸ μαλακὸ λίθο ἢ ξύλο3. Τὰ ἀνοίγματα στὸ κύπελλο καὶ στὸν ὑποδοχέα γίνονταν μετά. Ἡ διακόσμηση εἴτε διαμορφωνόταν ἤδη ἀπὸ τὴ μήτρα, εἴτε συμπληρωνόταν στὴ συνέχεια μὲ ποικίλα ἐγχάρακτα ἢ ἐνσφράγιστα στὴν ἐπιφάνεια τοῦ σκεύους σχέδια, ἢ καὶ τὰ δύο. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκαν οἱ πρῶτες δημοσιεύσεις ὀθωμανικῶν πήλινων λουλάδων, τὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ 1980 4, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ὑλικὸ αὐτὸ –παλιότερα ἀγνοημένο ἀπὸ τὴν ἔρευνα, ὅπως καὶ ἡ ὀθωμανικὴ κεραμικὴ στὸ σύνολό της– αὐξήθηκε σταδιακὰ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς χῶρες τῆς Μεσογείου καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς5.
Τὴν ἴδια περίοδο ἐμφανίζονται καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο οἱ πρῶτες, πολὺ σημαντικὲς μελέτες τῆς Rebecca Robinson γιὰ τοὺς πήλινους λουλάδες τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Κορίνθου6, γιὰ ν’ ἀκολουθήσουν στὴ συνέχεια ἐκεῖνες γιὰ τὴν Κρήτη,7 τὴ Μυτιλήνη,8 καὶ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ Ἀδριανοῦ9. Στὴν πλειονότητά τους ὅμως οἱ μεταγενέστερες δημοσιεύσεις θὰ συνεχίσουν νὰ περιορίζονται σὲ ἁπλὲς ἀναφορὲς τυχαίων, μεμονωμένων εὑρημάτων, ἢ μικρῶν συνόλων, ὅπου συνήθως ἀπουσιάζει ἡ ἀσφάλεια ἑνὸς καλὰ χρονολογημένου ἀνασκαφικοῦ πλαισίου, καὶ στὶς ὁποῖες δὲν γίνεται καμία προσπάθεια τυπολογικῆς καὶ χρονολογικῆς κατάταξης τῶν εὑρημάτων10.
Ἐπικεντρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον μας στὴν περιοχὴ τῆς Μεσσηνίας, πήλινοι λουλάδες ἔχουν βρεθεῖ κατὰ καιροὺς στὴ Μεθώνη, στὸ Νιόκαστρο τῆς Πύλου11, στὸ χαμάμ τῆς Κυπαρισσίας, στοὺς Ἁγ. Ἀπόστολους Καλαμάτας, στὸ κάστρο τῆς Ἀνδρούσας, ἐνῶ μεμονωμένα παραδείγματα ἔχουμε ἀπὸ τὸ ὀχυρὸ συγκρότημα τῶν Μούρτζινων τῆς Καρδαμύλης καὶ τὴ μονὴ Καλογραιῶν Καλαμάτας. Τὸ ὑλικὸ ποὺ παρουσιάζεται προέρχεται ἀπὸ δύο διαφορετικὲς περιοχὲς τῆς Μεσσηνίας, τὴν ἄνω πόλη τῆς Κυπαρισσίας καὶ τὸ κάστρο τῆς Μεθώνης. Στὶς πόλεις αὐτὲς διατηροῦνται καὶ ἔχουν μερικῶς ἀνασκαφεῖ δύο ὀθωμανικὰ λουτρὰ (hammam), στὰ ὁποῖα βρέθηκε σημαντικὴ ποσότητα κεραμικῆς τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου, ἀνάμεσά της καὶ ἱκανὸς ἀριθμὸς πήλινων λουλάδων.
Ι.
Στὴν ἄνω πόλη τῆς Κυπαρισσίας, καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν νότια πλευρὰ τοῦ κάστρου, ἀποκαλύφθηκε τὸ 1990 ἀπὸ τὴν ἁρμόδια τότε 5η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, τμῆμα ἀπὸ ἕνα ὀθωμανικὸ λουτρό, ἐντοπισμένο ἤδη παλαιότερα κατὰ τὴ διάρκεια ἐκσκαφῶν γιὰ τὴν ἀνέγερση μικρῆς, ξενοδοχειακῆς μονάδας12. Ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ συγκρότημα σώζονται δύο διαμερίσματα ποὺ στεγάζονται μὲ θόλους καὶ ἀντιστοιχοῦν στὸν θερμὸ χῶρο τοῦ λουτροῦ, μιὰ ὀρθογώνια, καμαροσκέπαστη δεξαμενὴ μὲ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦσαν, μιὰ μικρότερη πλινθόκτιση δεξαμενὴ στ’ ἀνατολικὰ καὶ τμήματα ἀπὸ μεταγενέστερες προσθῆκες δυτικὰ καὶ νότια τοῦ ἀρχικοῦ οἰκοδομήματος. (Εἰκ. 1, Σχ. 1)
Οἱ ἀνασκαφεῖς, βασιζόμενοι τόσο στὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, ὅσο καὶ στὰ ἱστορικὰ δεδομένα, χρονολόγησαν τὸ κτίσμα μετὰ τὸ 1460, χρονολογία κατάκτησης τῆς Κυπαρισσίας ἀπὸ τὸν Μωάμεθ Β΄, καὶ πρὶν τὸ 1668, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὀθωμανὸς περιηγητὴς Ἐβλιγιὰ Τσελεμπὶ ἐπισκέπτεται τὴν πόλη, καὶ μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς χαμὰμ πού, ὅπως ἀναφέρει «ἄλλοτε λειτουργεῖ καὶ ἄλλοτε ὄχι»13.
Ἡ ὀθωμανικὴ κεραμικὴ ποὺ βρέθηκε, περιλαμβάνει καὶ ἕνα σύνολο 111 πήλινων λουλάδων, στὸ ὁποῖο συγκαταλέγονται ἀρκετοί, λιγότερο ἢ περισσότερο ἀποσπασματικὰ σωζόμενοι λουλάδες, τμήματα ἀπὸ ὑποδοχείς μὲ τὸ στόμιο καὶ πολλά, μικρὰ θραύσματα. Τὸ ὑλικὸ αὐτὸ προέρχεται στὴν πλειονότητά του ἀπὸ τὶς ἐπιχώσεις ποὺ κάλυπταν τὸ κτίσμα, καὶ κυρίως ἀπὸ τοὺς χώρους βόρεια καὶ δυτικὰ τοῦ κεντρικοῦ οἰκοδομήματος. Δεδομένου ὅτι τὸ συγκεκριμένο ὑλικὸ προέρχεται ἀπὸ ἀρκετὰ διαταραγμένα στρώματα, στὴν προσπάθεια χρονολόγησής του, δὲν λήφθηκε ὑπόψη τὸ ἀνασκαφικὸ πλαίσιο, ἀλλὰ κυρίως τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν εὑρημάτων σὲ σύγκριση μὲ τὰ δημοσιευμένα καὶ ἀσφαλῶς χρονολογημένα παραδείγματα14.
Στὸ χαμὰμ τῆς Κυπαρισσίας, βρέθηκε μόνον ἕνα παράδειγμα λουλᾶ ποὺ θὰ μποροῦσε μὲ ἀρκετὴ ἀσφάλεια νὰ χρονολογηθεῖ στὰ τέλη τοῦ 17ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Τὴν πρώιμη αὐτὴ ἐποχὴ τὰ κύπελλα ἔχουν μικρότερες διαστάσεις (μικρότερη διάμετρο ὑποδοχέα καὶ στομίου), καθὼς ὁ καπνὸς χρησιμοποιεῖται μὲ φειδώ, ὅντας ἀκόμη ἕνα προϊὸν ἀκριβό. Τὸ κύπελλο εἶναι ἁπλούστερο καὶ ἀκόσμητο, καὶ ὁ πηλὸς συχνὰ φαιοῦ ἢ καστανοῦ χρώματος. Τὸ συγκεκριμένο παράδειγμα εἶναι καὶ τὸ μοναδικὸ μὲ αὐτὸ τὸ εἶδος πηλοῦ ποὺ βρέθηκε στὴν Κυπαρισσία (ἀρ. 1α-β).
Ἡ διακόσμησή του περιορίζεται στὴν ὁριοθέτηση τῆς καρίνας μὲ μικρές, ὁδοντωτὲς ταινίες, ἐνῶ μιὰ ὅμοια ταινία κατὰ μῆκος τοῦ κέντρου τῆς καρίνας, ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό, ποὺ ἀπαντᾶ σὲ λουλάδες ἴδιου τύπου ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ τὸν Κεραμεικό15.
Τὸν 18ο αἰώνα, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ ἐξαπλώνεται καὶ τὸ προϊὸν γίνεται πιὸ φτηνό, οἱ διαστάσεις τῶν λουλάδων μεγαλώνουν καὶ ἡ ποικιλία τῶν τύπων διευρύνεται.
Ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ χρονολογεῖται ἕνας ἱκανὸς ἀριθμὸς εὑρημάτων.
Ἐμφανίζουν ποικιλία στοὺς τύπους καὶ στὰ διακοσμητικὰ θέματα, ἐνῶ οἱ κατασκευαστὲς ἀρχίζουν σταδιακὰ νὰ σφραγίζουν τὰ προϊόντα τους16. Ὁ πηλὸς ποὺ χρησιμοποιεῖται εἶναι συνήθως καστανὸς ἢ καστανέρυθρος, μὲ ὁμοιόχρωμο, στιλπνὸ ἐπίχρισμα.
Ὁρισμένοι τοποθετοῦνται μὲ ἀρκετὴ ἀσφάλεια στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα καὶ μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ ἀνάλογα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Κόρινθο17 (ἀρ. 2-3), ἐνῶ γιὰ ἄλλους δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐξίσου βέβαιοι, καὶ μιὰ πιὸ γενικὴ χρονολόγηση μέσα στὸν ἴδιο αἰῶνα φαίνεται καταλληλότερη18 (ἀρ. 4-5). Ὑπάρχουν καὶ ἀρκετὰ παραδείγματα τύπων ποὺ ἐμφανίζονται στὸ μεταίχμιο τοῦ 18ου μὲ τὸν 19ο αἰώνα. Πρόκειται γιὰ λουλάδες μὲ σφαιρικὸ σῶμα, πολυγωνικὸ συχνὰ ὑποδοχέα καὶ εὐρύ, διακοσμημένο στόμιο19 (ἀρ. 6-9). Δύο ἀκέραιοι σχεδὸν λουλάδες μὲ πλούσια διακόσμηση καὶ σφραγίδα, μποροῦν νὰ χρονολογηθοῦν στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μὲ βάση ἀνάλογα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ὅπου ὁ συγκεκριμένος τύπος γνωρίζει μεγάλη διάδοση20 (ἀρ. 10-11).
Τέλος, πολυάριθμοι εἶναι οἱ λουλάδες τοῦ 19ο αἰώνα, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίζονται νέα σχήματα κυπέλλων, ὅπως αὐτὸ ποὺ μιμεῖται ἄνθος τουλίπας (ἀρ. 13-15), ἢ τὸ κύπελλο μὲ τὸν κυκλικὸ δίσκο στὴ βάση του21 (ἀρ. 16-17). Ἡ ποικιλία τῶν διακοσμητικῶν θεμάτων διατηρεῖται σταθερή, καθὼς καὶ ἡ ὕπαρξη σφραγισμάτων μονῶν ἢ ἐνίοτε διπλῶν. Καὶ αὐτήν τὴν ἐποχὴ ὁ πηλὸς ποὺ κυρίως χρησιμοποιεῖται εἶναι ἐρυθρὸς ἢ καστανὸς μὲ ἐρυθρὸ ἢ ὁμοιόχρωμο ἐπίχρισμα22. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λουλάδες ποὺ βρέθηκαν στὴν Κυπαρισσία ἀνήκει σὲ μιὰ κατηγορία ποὺ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα κοινὴ στὴν Κόρινθο καὶ τὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ ἀπαντᾶ κυρίως στὴν περιοχὴ τῆς Βουλγαρίας, ἀπὸ ὅπου πιθανότατα προέρχεται καὶ τὸ συγκεκριμένο παράδειγμα23 (ἀρ. 12).
Οἱ λουλάδες μὲ σῶμα σὲ σχῆμα ἄνθους τουλίπας, ἀποτελοῦν ἕναν τύπο εὐρύτατα διαδεδομένο ὁλόκληρο τὸν 19ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα24, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ ἀνάλογα εὑρήματα, τόσο τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου (Κόρινθος, Ἀθήνα)25, ὅσο καὶ ἄλλων περιοχῶν τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας26. Τὸ σῶμα εἶναι εἴτε ἁπλό, ἀκόσμητο (ἀρ. 13), εἴτε πολυγωνικὸ μὲ διάσπαρτα στὴν ἐπιφάνειά του σχέδια (ἀρ. 14-15).
Οἱ λουλάδες μὲ τὸν δίσκο στὴ βάση τοῦ κυπέλλου καὶ τὸ σῶμα ἀνοιχτὸ σὲ σχῆμα κάδου, ἀνήκουν σ’ ἕναν ἐξίσου ἀγαπητὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἀνατολὴ τύπο27. Τὸ προερχόμενο ἀπὸ τὴν Κυπαρισσία παράδειγμα ἀρ. 16, βρίσκει τὰ πιὸ κοντινά του παράλληλα, στοὺς λουλάδες τῆς Ἀθήνας28, ἐνῶ ὁ ἀρ. 17, ἔχει μὲν τὴν ἴδια ἐπίπεδη, τετραγωνισμένη καρίνα ποὺ ἀπαντᾶ σὲ ὅλους τοὺς λουλάδες ὅμοιου τύπου ἀπὸ τὴν Κόρινθο29, ἡ μορφὴ τοῦ ὑποδοχέα του ὅμως δὲν ἀπαντᾶ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ παραδείγματα τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ποὺ μπορέσαμε νὰ ἐντοπίσουμε30.
Γιὰ μεγαλύτερη πολυτέλεια καὶ ἐπίδειξη τῆς εὐμάρειας τοῦ χρήστη ὁ λουλὰς ἦταν ἐνίοτε ἐπιχρυσωμένος31. Ἀπὸ τὸ λουτρὸ τῆς Κυπαρισσίας προέρχεται ἕνα σχεδὸν ἀκέραιο παράδειγμα τοῦ 18ου αἰώνα ποὺ διατηρεῖ ἴχνη ἐπιχρύσωσης, καθὼς καὶ τρία μικρὰ θραύσματα ἀπὸ χεῖλος κυπέλλου32 (ἀρ. 18).
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν λουλάδων ποὺ βρέθηκαν, οἱ δεκαοκτὼ εἶναι ἐνσφράγιστοι. Τὸ σφράγισμα γινόταν μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴ μήτρα καὶ πρὶν σκληρύνει τελείως ὁ πηλός, καὶ ἔμπαινε συνήθως στὸν ὑποδοχέα ἢ σπανιότερα στὸ χεῖλος33 (ἀρ. 19). Τὰ σφραγίσματα, μεγέθους 4 ἕως 7 χιλιοστῶν, εἶναι κυκλικὰ ἢ ἐλαφρῶς ἐλλειψοειδῆ, ἐνῶ ὑπάρχει καὶ μιὰ περίπτωση συνδυασμοῦ κυκλικοῦ καὶ μηνοειδοῦς σφραγίσματος34 (ἀρ. 20).
Ἔφεραν σὲ ἀραβικὴ γραφὴ εἴτε ὁλόκληρο τὸ ὅνομα τοῦ κατασκευαστῆ ἢ τοῦ ἐργαστηρίου, εἴτε μόνον τὸ ἀρχικὸ γράμμα αὐτοῦ ἢ ἁπλῶς κάποιο σύμβολο. Στοὺς λουλάδες τῆς Κυπαρισσίας, παρόλο ποὺ τὰ σφραγίσματα ἦταν στὴν πλειονότητά τους φθαρμένα καὶ δυσδιάκριτα, ἔγινε δυνατὸν ν’ ἀναγνωσθοῦν τὰ ὀνόματα τεσσάρων κατασκευαστῶν. Σὲ μιὰ μόνον περίπτωση ὑπάρχει τὸ πλῆρες ὄνομα αὐτοῦ (ἀρ. 21), ἐνῶ στὶς ὑπόλοιπες ἀναγράφεται εἴτε μόνον τὸ μικρὸ ὄνομα (ἀρ.20), εἴτε ὄνομα συνοδευόμενο ἀπὸ ἐπίθετο ἢ τίτλο (ἀρ. 9 & 22).
Διακρίνονται τὰ ἑξῆς ὀνόματα: Murad Luğad (ἀρ. 21), Uğusru35 (ἀρ. 23) καὶ ἐνδεχομένως Ali (ἀρ. 20). Τὸ τελευταῖο ὄνομα εἶναι γενικὰ πολὺ κοινό. Ἀναφέρεται πιθανὴ ἐμφάνισή του σὲ σφράγισμα λουλᾶ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν36 καὶ ἀπὸ ναυάγιο στὴν περιοχὴ τῆς Μασσαλίας, ἐνῶ μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα καταγράφεται καὶ ἕνας κατασκευαστὴς λουλάδων στὴν Κων/πολη37. Στὸ παράδειγμα τῆς Κυπαρισσίας ἡ σφραγίδα τοῦ ὀνόματος συνδυάζεται μὲ μιὰ δεύτερη, μηνοειδή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σχηματοποιημένη ἀπεικόνιση πουλιοῦ, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ μιὰ ὁμάδα γνωστῶν λουλάδων ἀπὸ τὴ Βάρνα38. Ἡ μορφὴ τοῦ στομίου παραπέμπει γενικὰ σὲ ὅμοιου τύπου λουλᾶ τοῦ 18ου αἰ. Ἐνδεχομένως νὰ προέρχεται ἀπὸ ἐργαστήριο ποὺ μιμεῖται τοὺς φημισμένους λουλάδες τῆς Βάρνας καὶ ἀντιγράφει τὸ σφράγισμα αὐτῶν, προσθέτοντας παράλληλα καὶ τὴ δική του ὀνομασία.
Ni(e)gahi Dede (ἀρ. 9, 22). Τὸ Dede (παππούς) ἦταν ὅπως καὶ τὸ Babas, τίτλος ποὺ ἔπαιρναν οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τῶν δερβίσηδων. Ὁ ἴδιος τίτλος ἀναφέρεται καὶ σὲ σφραγίδα λουλάδων προερχόμενων ἀπὸ ἕνα ἐκ τῶν φημισμένων ἐργαστηρίων τοῦ Tophane τῆς Κωνσταντινούπολης39. Ἴσως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσει ὅτι, ἀντίστοιχα ἐργαστήρια ἀνῆκαν στὴν ἰδιοκτησία δερβισικῶν ταγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐντάσσονταν σὲ βακούφια, καὶ ἀποτελοῦσαν μέρος τῶν ἐπενδύσεων ποὺ εἶχαν γίνει γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς ἀνάγκες αὐτῶν(;)40. Τέλος, σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ σφραγίσματα διακρίνεται ἡ λέξη shafi (ἀρ. 24) ποὺ σημαίνει αὐτὸν ποὺ χαρίζει τὴν ὑγεία καὶ ἀπαντᾶ ἐνίοτε ὡς προσωνυμία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὰ σφραγίσματα ποὺ προαναφέρθηκαν ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ ἐντοπιστοῦν παράλληλα, δεδομένου ὅτι στὶς ὑπάρχουσες δημοσιεύσεις, μὲ ἐξαίρεση τὴν περίπτωση ποὺ ἀφορᾶ στοὺς λουλάδες τῆς Βάρνας41, δὲν δίδονται σχέδια ἢ φωτογραφίες τῶν σφραγισμάτων, ἐνῶ σπάνια ἀναφέρεται τὸ ὄνομα ποὺ ἀναγράφουν42.
Μέχρι στιγμῆς, στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο δὲν ἔχουν ἐντοπιστεῖ ἐργαστήρια κατασκευῆς πήλινων λουλάδων. Σχεδὸν βέβαιη ὅμως θεωρεῖται ἡ ὕπαρξή τους στὴν Κόρινθο, κυρίως ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν εὑρημάτων43, ἀλλὰ καὶ στὴ Θήβα, ὅπου βρέθηκαν πήλινοι λουλάδες ὡς προϊόντα ἀπόρριψης ἐργαστηρίου, καὶ ὅπου ἔχουν ἤδη ἀποκαλυφθεῖ ἐργαστήρια κατασκευῆς λουλάδων ἀπὸ σηπιόλιθο44. Πιθανὴ θεωρεῖται καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Γιαννιτσῶν, ἀπ’ ὅπου φαίνεται ὅτι ξεκίνησε ἡ καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία στὸ τέλος τοῦ 16ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα καὶ σύμφωνα μὲ μαρτυρίες περιηγητῶν ἦταν φημισμένη γιὰ τὶς ξύλινες καπνοσύριγγες45. Γνωστὰ κέντρα παραγωγῆς ὑπῆρξαν διάφορες πόλεις στὰ Βαλκάνια (Σόφια, Βάρνα, Beykoz, Zelovo), στὴν Ἀνατολὴ (Κωνσταντινούπολη, Ἀδριανούπολη, Ἀρκαδιούπολη, Νίκαια, Ντιγιαρμπακίρ, Σεβάστεια, Ἱερουσαλήμ, Βαγδάτη, Μοσούλη, Γιάφα, Mardin, Siirt) καὶ στὴν Αἴγυπτο (Ἀσιούτ, Qena, Assoum)46.
Πιθανῶς ἐξειδικευμένα ἐργαστήρια ποὺ κατασκεύαζαν ἀποκλειστικὰ πήλινες καπνοσύριγγες ὑπῆρχαν σὲ κάθε μεγάλη πόλη, ἐνῶ στὶς μικρότερες πληθυσμιακὰ κοινότητες, εἶναι εὔλογο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους ἀγγειοπλάστες κατασκεύαζαν παράλληλα καὶ λουλάδες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, λόγω τῆς μεγάλης ἐξάπλωσης τοῦ προϊόντος, ἡ βασικὴ τυπολογία τῆς διακόσμησης μοιάζει κοινὴ σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ σχήματα καὶ τὰ διακοσμητικὰ σχέδια ἦταν εὐρέως γνωστὰ καὶ ἀντιγράφονταν ἀπὸ τὰ τοπικὰ ἐργαστήρια. Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς λουλάδες τῆς Κυπαρισσίας ἀποτελοῦν ἐνδεχομένως εἰσηγμένα προϊόντα (π.χ. ἀρ. 12, 18), χωρὶς ν’ ἀποκλείεται ὅτι πρόκειται γιὰ τοπικὲς ἀπομιμήσεις εὐρύτατα διαδεδομένων τύπων. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ἐνσφράγιστα παραδείγματα ποὺ προαναφέρθηκαν, καθὼς ἐνίοτε μαζὶ μὲ τὸ σχέδιο ἀντιγράφονταν καὶ τὰ σφραγίσματα τῶν πρωτοτύπων.
ΙΙ.
Τὸ δεύτερο ὀθωμανικὸ λουτρὸ τῆς Μεσσηνίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀνάλογη κεραμικὴ βρίσκεται ἐντὸς τοῦ κάστρου τῆς Μεθώνης, δυτικὰ τοῦ κεντρικοῦ ἄξονα ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν κύρια πύλη τοῦ κάστρου στὸ παράλιο τεῖχος. Στὸ κάστρο σώζονται δύο ὀθωμανικὰ λουτρὰ (Α καὶ Β) σὲ κοντινὴ μεταξύ τους ἀπόσταση. Σύμφωνα μὲ μιὰ ἄποψη ἡ κατασκευή τους εἶναι σύγχρονη καὶ ἀνάγεται πιθανότατα στοὺς χρόνους τῆς Β΄ Τουρκοκρατίας (1715 – 1825)47, ἐνῶ κατ’ ἄλλους ἐνδέχεται τὸ λουτρὸ Α νὰ εἶναι παλαιότερο κτίσμα48.
Τὸ νότιο ὀθωμανικὸ λουτρὸ Β (ἢ μέσα χαμὰμ) ἀνασκάφηκε τὸ 1992. Κατὰ τὴν ἀνασκαφή του διενεργήθηκαν πέντε διερευνητικὲς τομὲς σὲ ἐπιμέρους σημεῖα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ τοῦ κτίσματος, ἀπὸ τὶς ὁποῖες συλλέχθηκε ἀρκετὴ ποσότητα κεραμικῆς 49 (Εἰκ. 2).
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ χαμὰμ τῆς Κυπαρισσίας, τὰ ἐλάχιστα ἀναλογικὰ θραύσματα τῶν λουλάδων ποὺ βρέθηκαν στὴ Μεθώνη, μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν σὲ ἕνα ἀκριβὲς ἀνασκαφικὸ πλαίσιο. Βρέθηκαν μόλις τέσσερα θραύσματα ἀπὸ διαφορετικοὺς λουλάδες, οἱ ὁποῖοι, τόσο μὲ βάση τὰ συνευρήματα ὅσο καὶ μὲ βάση τὰ μορφολογικά τους χαρακτηριστικὰ χρονολογοῦνται στὸ 19ο αἰώνα. Πρόκειται γιὰ μικρὰ τμήματα ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ κυπέλου ἢ τὸ στόμιο, ποὺ ἀνήκουν σὲ λουλάδες ὅμοιου τύπου μὲ ἐκείνους τῶν ἀρ. 13-15 τῆς Κυπαρισσίας (ἀρ. 25-26), ἐνῶ τὸ καλύτερα σωζόμενο παράδειγμα, τὸ ὁποῖο διατηρεῖ τμῆμα ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ σώματος καὶ τὸν ὑποδοχέα, ἐντάσσεται στὸν τύπο τῶν λουλάδων μὲ κύπελλο σὲ σχῆμα κάδου καὶ δίσκο στὴ βάση (ἀρ. 27). Ἀκριβὲς παράλληλο, δὲν ἔγινε δυνατὸν νὰ ἐντοπιστεῖ μέσω τοῦ δημοσιευμένου ὑλικοῦ, ὁ γενικὸς τύπος ὅμως καὶ ἡ μορφὴ τοῦ στομίου του, ὅπως ἐμφανίζεται σὲ ἄλλα παραδείγματα τῆς ἴδιας περιόδου, δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία γιὰ τὴ χρονολόγησή του50.
Οἱ πήλινοι λουλάδες τῶν ὀθωμανικῶν λουτρῶν τῆς Κυπαρισσίας καὶ τῆς Μεθώνης ἀποτελοῦν ἕνα ἀξιόλογο σύνολο εὑρημάτων τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου, γιὰ τὴν ὁποία τὸ προερχόμενο ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μεσσηνίας δημοσιευμένο ὑλικὸ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτο. Ἡ δημοσίευση ἀντίστοιχου ἀνασκαφικοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς τυπολογίας, τὴ δυνατότητα σύγκρισης καὶ χρονολόγησης τῶν ἀντικειμένων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διάκριση πιθανῶν, τοπικῶν παραγωγῶν.
Κωνσταντίνα Γερολύμου Ἀρχαιολόγος: "Πήλινοι λουλάδες από δύο οθωμανικά λουτρά της Μεσσηνίας"
Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8-11 Οκτωβρίου 2010), Πελοποννησιακά, Παράρτημα 31
Εὐχαριστῶ τὴν κα. Ε. Χαλκιᾶ, προϊσταμένη ἕως καὶ τὸ 2010 τῆς 26ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, γιὰ τὴν παραχώρηση τῆς ἄδειας μελέτης τοῦ ὑλικοῦ, καθὼς καὶ τὸν συντηρητὴ ἀρχαιοτήτων κ. Θ. Κατάκο γιὰ τὴ συντήρηση τῶν εὑρημάτων. Ἡ κάτοψη τοῦ λουτροῦ τῆς Κυπαρισσίας προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς 26ης ΕΒΑ καὶ ἐκπονήθηκε ἀπὸ τοὺς Ν. Ἀλεξάκη (τοπογράφο μηχανικό) καὶ Π. Πολυχρονοπούλου (σχεδιάστρια). Γιὰ τὴν πρόθυμη ἀνταπόκρισή του στὴν ἀνάγνωση τῶν σφραγισμάτων εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως τὸν ἱστορικὸ Δρ. Μωχάμετ Παναχί. Στοὺς συναδέλφους Ν. Κοντογιάννη, Ι. Γρηγοροπούλου καὶ Σ. Σάκκαρη ποὺ ἔθεσαν ὑπόψη μου ἀνάλογο ὑλικὸ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο Πύλου, ἐκφράζω ἐπίσης τὶς εὐχαριστίες μου.
1. Τὸ στέλεχος κατασκευαζόταν ἀπὸ ἀρωματικὸ ξύλο, πρβλ. κατάστιχο πώλησης οἰκιακοῦ ἐξοπλισμοῦ στὴ Σμύρνη τοῦ 1791 ὅπου ἀναφέρεται χαρακτηριστικά: «2 σιμπούκια κερασιές, καλὲς μὲ ἰμέδες κιχριμπαρένιους», Κρεμμυδᾶς, 1993, 37- 38. Περισσότερα γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς καπνοσύριγγας Robinson, 1985, 154– 157 καὶ Gusar, 2008, 138.
2. Γιὰ τὶς δυτικοῦ τύπου καπνοσύριγγες βλ. ἐνδεικτικά: Higgins, 1995. Γιὰ τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς συνήθειας τοῦ καπνίσματος, Baram, 1999.
3. Ἡ Robinson , 1985, 157 ἀναφέρεται καὶ σὲ μεταλλικὲς μῆτρες. Ἀντίθετα ἡ Βαβυλοπούλου , 1998, 64 δέχεται ὡς δεύτερο ὑλικὸ μόνον τὸ ξύλο, ὅπως καὶ ἡ Gusar, 2008, 139.
4. Kocabaş, 1962/3, Stančeva, 1972, Iltcheva , 1975, Robinson, 1983, Robinson, 1985, Wightman , 1989.
5. Ἐνδεικτικά: Hayes , 1992, Baram, 1995, Edelstein -Avissar, 1997, Baram, 2000, French , 2001, Simpson, 2002, Ward – Baram, 2006, Gosse, 2007, Osman Uysal, 2007, Gussar, 2008.
6. Robinson 1983 καὶ τῆς ἰδίας, 1985.
7. Evely, 1988.
8. Humphrey, 1990 καὶ γιὰ τὴν πρόσφατη δημοσίευση τοῦ ὑλικοῦ τῆς Μυτιλήνης, βλ. Humphrey, 2009.
9. Βαβυλοπούλου , 1998.
10. Ἐνδεικτικά: ΑΔ 40 (1985), Χρονικά, 281 (Κάστρο Σιδηροκάστρου), ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, 220 (ρήνεια), ΑΔ 46 (1991), Β1, πίν. 137β (Παναγία, Καβάλας), ΑΔ 48 (1993) Β1, 83 (Θήβα) καὶ Vro om, 2003, 122, εἰκ. 6.38 & 6.46 (Βοιωτία, ἐπιφανειακὴ ἔρευνα), Κάντα-Πάλλη -Ἀναγνώστου , 2008, 37, εἰκ. 5 (Ντόλιανη), Κατάκη , 2010 (Χανιά).
11. N. D. Kontogiannis – I. M. Grigoropoulouet others, From mosque to church and back again. Investigating a house of faith in post-medieval Messinia (ὑπὸ δημο σίευση).
12. Ἡ ἀνασκαφὴ διενεργήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους Κ. Ἀντωνάκο, Π. Καλαμαρᾶ καὶ Β. Ἀλμπάνη. Γιὰ μιὰ πρώτη συνοπτικὴ ἀναφορὰ τοῦ χαμάμ, βλ. Καλαμαρᾶ, 2006, 470-471, εἰκ. 4. Τὸ κτίριο καὶ ἡ κεραμικὴ τῆς ἀνασκαφῆς του, παρόλο ποὺ εἶχε καταγραφεῖ συστηματικά, παραμένουν ἀδημοσίευτα. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ὀθωμανικὰ μνημεῖα ποὺ διατηροῦνται στὴν ἄνω πόλη τῆς Κυπαρισσίας, βλ. Καλαμαρᾶ, 2006, 468-470 καὶ Ἀλμπάνη, 2008, 154.
13. Τσελεμπί, 1999, 55. Ἡ ὕπαρξή του ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν περιηγητὴ William Gell, (ἀρχὲς 19ου αἰ.), ὁ ὁποῖος περιγράφει τὴν πόλη δίνοντας γενικὰ μιὰ εἰκόνα ἐρήμωσης, Gell , 1819, 48: “…the fort is now decayed and the town became ruinous. It has no port…and in the city are some Turkish baths”. Τὰ εὑρήματα τῆς ἀνασκαφῆς τοῦ λουτροῦ μαρτυροῦν ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ λειτουργεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτή.
14. Στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση λόγω οἰκονομίας χώρου ἐπιχειρεῖται μιὰ πρώτη, συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ ὑλικοῦ. Σκόπιμη θεωρεῖται μιὰ μελλοντική, ἀναλυτικὴ δημοσίευση τόσο τῶν συγκεκριμένων εὑρημάτων, ὅσο καὶ τοῦ συνόλου τοῦ ἀνάλογου ὑλικοῦ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μεσσηνίας, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε καὶ τὴ δυνατότητα διάκρισης ἐνδεχόμενης τοπικῆς παραγωγῆς.
15. Hayes, 1992, 392, 393, type IV, Robinson , 1985, C3 καὶ Robinson , 1983, n.11 ἀντίστοιχα.
16. Robinson, 1983, 268. Τὸ σφράγισμα μπορεῖ νὰ εἶναι ὄνομα, μονόγραμμα, ἢ ἁπλῶς διακοσμητικὸ σχέδιο-σύμβολο (π.χ. πουλί: Stančeva , 84, fig.10, κουκκίδες: Stern , 1997, 68, fig. 19 n. 136 & Edelstein -Avisar , 1997, 134, fig. 2).
17. Robinson, 1985, C17 καὶ C44 (59) Hayes , type XXII.
18. Robinson, 1985, C30 (ὅμοιο μὲ ἀρ. 4) καὶ Robinson , 1983, n.7 & Simpson, 2002, 5,11 (διακόσμηση σώματος, ὅμοια μὲ ἀρ. 5).
19. Robinson, 1983, n.26 & Robinson , 1985, C39 καὶ A9.
20. Robinson, 1985, C60-C61 (ὅμοια μὲ ἀρ. 10) καὶ 181, C56-C58 (ὅμοια μὲ ἀρ. 11).
21. Hayes 1992, type VIII, XVI καὶ type ΧΙΙΙ, VII ἀντίστοιχα.
22. Ὁλόκληρο τὸ 19ο αἰ. ὁ ἐρυθρὸς πηλὸς καὶ πιὸ συγκεκριμένα αὐτὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τὴ λίμνη Βάν, καὶ τὴ Βουλγαρία, θεωρεῖται ἡ καλύτερη πρώτη ὕλη γιὰ τὴν κατασκευὴ λουλάδων. Ἡ ἔλλειψή του ὁδήγησε στὴν ἀπομίμησή του, μὲ τὴν ἐπικάλυψη τοῦ τελικοῦ προϊόντος μὲ ἕνα σκοῦρο ἐρυθρὸ ἐπίχρισμα, Robinson , 1983, 266.
23. Stančeva , 1972, type I, fig. 8, Hayes, type X. Robinson , 1985, A20, Gosse (διαδίκτυο) 11, 64.
24. Τὸ τελευταῖο ἐργαστήριο κατασκευῆς λουλάδων τῆς Κωνσταντινούπολης λειτουργοῦσε ἕως τὸ 1929, Robinson , 1985, 152.
25. Τὰ πλησιέστερα παραδείγματα: Robinson , 1985, C109, C119-C120 & A37, C123, Robinson , 1983, no. 53, 59. Βαβυλoπούλου , 1998, 68, εἰκ. 17, 22.
26. Hayes , 1992, 393 (Κωνσταντινούπολη), Ba r am, 1995, 307, ἀρ.8, 17-18, 29, 34 (Κύπρος), Osma n -Uysal , 2007, 555, 9e-9g, 9m-9n (Ντεμίρκιοϊ,), Stančeva , 1972, type IV, fig. 14-15 (Βουλγαρία) καὶ Ba r am, 2000, 150, fig. 5.1c καὶ Simpson , 2000, 157, 64, fig. 13.5-7 (Παλαιστίνη).
27. Osman Uysal , 2007, 555, fig. 9a, c, d, h, j-l.
28. Robinson , 1983, 279, no. 37-38, Βαβυλoπούλου , 1998, 68 εἰκ. 27 καὶ Robinson , 1985, A27 (λίγο διαφορετικὴ διακόσμηση στομίου) καὶ ἐπίσης Gosse , 2007, nο. 350.
29. Robinson , 1985, 165.
30. Θυμίζει κάπως τὸ πολυτελέστερο βεβαίως παράδειγμα τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου (Robinson , 1985, pl. 45). Τὸ πλησιέστερο παράλληλο φαίνεται ὅτι ἀπαντᾶ σὲ λουλάδες ἀπὸ τὴ Βουλγαρία, Stančeva , 1972, 91, fig. 17.
31. Τὰ ἀνάλογα εὑρήματα ἀπὸ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο εἶναι περιορισμένα: Robinson , 1985, 175-176 (C17, C19, C22), 180 (C51), 185-187 (C87-C92, C96) καὶ Βαβυλoπούλου, 1998, 67-68 (7 παραδείγματα).
32. Hayes , Type VI, γιὰ παράλληλα, Robinson , 175, C17- C19 (προϊόντα ἐργαστηρίου Κωνσταντινούπολης).
33. Robinson , 1985, 188, C102, C104-C105, Robinson 1983, no.31: στὸν ἴδιο τύπο λουλᾶ φαίνεται ὅτι ἀνήκει καὶ τὸ παράδειγμα τῆς Κυπαρισσίας (19ος αἰ.).
34. Τὴν ἴδια μορφὴ εἶχαν παντοῦ τὰ σφραγίσματα. Πολὺ σπάνια ἦταν τετράπλευρα: Ba r am, 1995, 308, ἀρ. 40 (παράδειγμα ἀπὸ τὴ λεμεσό) καὶ Wightman , 1989, 74 (παράδειγμα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ).
35. Τὸ Uğus εἶναι γνωστὸ ὡς ὄνομα. Ὁ συνδυασμός του μὲ τὴ συγκεκριμένη κατάληξη δὲν ἑρμηνεύεται ἐπακριβῶς.
36. Robinson , 1985, 200, A39.
37. Gosse (διαδίκτυο), 12, ὑποσ. 13.
38. Stančeva , 88-89, fig. 13 καὶ Robinson , 1985, A10, C23, Robinson , 1983, n. 17.
39. Kocabaş , 1962/3, 13.
40. Inalcik , 1979, 520-521.
41. Stančeva , 87, fig. 10.
42. Hayes, 1992, 394 καὶ σπανίως ἡ Robinson, 1985, 198, 200.
43. Robinson, 1985, καὶ 164: Ἡ ὕπαρξη τοπικῆς παραγωγῆς σχετίζεται καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τύπων γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ συγγραφέας δὲν ἐντόπισε παράλληλα στὸ ὑλικὸ τῆς Ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν.
44. Γιὰ τοὺς πήλινους λουλάδες τῆς Θήβας, βλ. ΑΔ 29 (1973-1974), Β2, 437. Γιὰ τὰ ἐργαστήρια κατασκευῆς λουλάδων ἀπὸ σηπιόλιθο βλ. ΑΔ 48 (1993) Β1, 83 καὶ Θεοδώρου -Μαυρομματίδη, 1995, 523-524, φωτ. 20. Ἐργαστήριο λουλάδων ἀπὸ σηπιόλιθο ὑπῆρχε καὶ κοντὰ στὸ Ἐσκισεχίρ, βλ. Lihtfoot, 1999, 346.
45. Robinson , 1983, 268, Βαβυλοπούλου , 1998, 63.
46. Hayes, 1992, 391, Vroom, 2005, 173 καὶ Gusar , 2008, 138.
47. Κανετάκη, 2004, 200-201.
48. Ὑπόθεση ποὺ στηρίζεται στὴν ἀναφορὰ τοῦ Τσελεμπὶ γιὰ τὴν λειτουργία χαμὰμ στὸ κάστρο τῆς Μεθώνης, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Α΄ Τουρκοκρατίας (1500-1686), Κωσ τάκ η ς , 1981, 263.
49. Ἡ ἀνασκαφὴ διενεργήθηκε ἀπὸ τὴν 5η ΕΒΑ, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τῆς ἀρχαιολόγου Ε. Στεφανῆ. Σκοπὸς ἦταν ἡ διερεύνηση τῆς μορφῆς τοῦ μνημείου γιὰ τὴν ἐκπόνηση μελέτης ἀποκατάστασης.
50. Wi g h tma n , 1989, pl. 63.12 & Robinson , 1985, C102, A26 (γιὰ τὴ μορφὴ δίσκου), Stern , 1997, fig. 19, 138 (γιὰ τὴ μορφὴ τοῦ στομίου).
Βιβλιογραφία
Ἀλμπάνη Β., 2008, «Ἡ ἄνω πόλη Κυπαρισσίας στοὺς Ὀθωμανικοὺς χρόνους», Ἡ Ὀθωμανικὴ Ἀρχιτεκτονικὴ στὴν Ἑλλάδα, Ἀθήνα, 153-154.
Βαβυλοπούλου–Χαριτωνίδου Ἀγγ., 1998, «Πήλινες πίπες καὶ ναργιλέδες ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου τῆς Βιβλιοθήκης Ἀδριανοῦ Ἀθηνῶν», Ἀρχαιολογία 67, 62-70.
Baram U., 1995, «Notes on the Preliminary Typologies of Production and Chronology for the Clay Tobacco Pipes of Cyprus», The Report of the Department of Antiquities, Cyprus, Nicosia, 299-309.
Baram U., 1999, «Clay tobacco pipes and coffee cup sherds in the archaeology of the Middle East: Artifacts of social tensions from the οttoman past», International Journal of Historical Archaeology 3, 137-151.
Baram U., 2000, «Entangled Objects from the Palestinian Past. Archaeological Perspectives for the Ottoman Period», (στὸ) Uzi Baram – Lynda Caroll (επιμ.), A Historical Archaeology of the οttoman Empire. Breaking New Ground, NewYork, 137-159.
Edelstein G. – Avissar M. A., 1997, «Sounding in Old Acre», Atiqot XXXI, 129–136.
Evely D., 1988, «Clay Tobacco Pipes from the University of Crete Medical Faculty», BSA 83, 135-142.
French P.G., 2001, «Smoking pipes of the Islamic period from the Madrasa Tatar al-Hiğaziya», (στὸ) P. Speiser (ἐπιμ), Die Geschichte der Erhaltung arabischer Baudenkmäler in Ägypten, Abhandlungen des Deutschen Archäologischen Instituts Kairo, Islamische Reihe 8, Cairo, 213-230.
Gell W., 1817, Itinerary of the Morea, London.
Gosse Ph., «Pipes from the Island of Pomeques in Marseille. Some new dating hypothesis for Ottoman Empire clay pipes», http:/pagesperso-orange.fr/philippegosse/ Chioggia/intro.pdf.
Gosse Ph., 2007, «Les pipes de la quanatine: Fouilles du port antique de Pomeque (Marseille)», ἐπιμ. P. Davey, The Archaeology of the Clay Tobacco Pipe 19, BAR S.159, Oxford.
Gusar K., 2008, «Archaeological Finds of clay tobacco pipes from the Collection
of the Zadar National Museum», Prilozi Instituta za arheologija u Zagrebu,
25, 135-154 (Κροατ.-Αγγ).
Humphrey J. W., 1990, «The Turkish clay smoking pipes of Mytilene», Society for Clay Pipe Research Newsletter 26 (April), 2-9
Humphrey J. W., 2009, «The Ottoman clay smoking pipes from Mytilene», (στὸ)
J. Bintliff – H. Stöger (ἐπιμ.), Medieval and Post-Medieval Greece: The Corfu Papers (BAR Int. Series 2023), Oxford, 121-131.
Hayes J., 1992, Excavations at Saraçhane in Istanbul 2: The Pottery, Princeton, 391 -395.
Higgins D.A., 1995, «Clay Tobacco pipes: a valuable commodity», JNA 24.1, 47-52.
Iltcheva V., 1975, «Clay Pipes of Veliko Tirnovo», Godishnik na muzeite ot
Severna Bulgaria I, 179-199 (Bουλγ. μὲ γερμ. περίληψη).
Inalcik H., 1979, «Ὁ σχηματισμὸς κεφαλαίου στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία», (στό) Σπ. Ἀσδραχάς (ἐπιμ.), Ἡ οἰκονομικὴ δομὴ τῶν βαλκανικῶν χωρῶν (ΙΕ΄- ΙΘ΄ αἰώνας), Ἀθήνα, 499-530.
Καλαμαρᾶ Π., 2006, «Ἡ τοπογραφία τῆς Κυπαρισσίας κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς χρόνους. Ἀρχαιολογικὰ δεδομένα», Α΄ Ἀρχαιολογικὴ Σύνοδος Νότιας καὶ Δυτικῆς Ἑλλάδος (Πάτρα 9-12 Ἰουνίου 1996), Πρακτικά, Ἀθήνα, 465-474.
Κανετάκη Ἐ., 2004, Ὀθωμανικὰ λουτρὰ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, Ἀθήνα.
Κάντα-Κίτσου Αἰκ. – Πάλλη οὐρ. – Ἀναγνώστου Ἰφ., 2008, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἠγουμενίτσας, (λΒ΄ ΕΠΚΑ) Ἠγουμενίτσα.
Κατάκη Ε., 2010, «Ἀνασκαφὴ οἰκοπέδου Συνεταιριστικῆς Τράπεζας Χανίων», Ἀρχαιολογικὸ ἔργο Κρήτης 1, Πρακτικὰ τῆς 1ης Συνάντησης (ρέθυμνο 28-30 Νοεμβρίου 2008), Ἐκδ. φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Κρήτης, ἐπιμ. Μ. Ἀνδριανάκης - Ἶρις Τζαχίλη, ρέθυμνο, 709- 718.
Kocabaş ή., 1962/3, «Tophane lüleciliği», Türk Etnografya Dergisi 5, 12-14.
Κρεμμυδάς Β., 1993, «Στὸ τέλος τοῦ 18ου αἰ.: Μιὰ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια μεταναστεύει καὶ ἐνδιαιτᾶται», Τὰ Ἱστορικά, τόμ. 10, τεύχ. 18-19, 23-38.
Κωστάκης Π. Θ., 1981, «Ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπὶ στὴν Πελοπόννησο», Πελοποννησιακὰ ΙΔ΄, 238 -306.
Lightfoot S.C., 1999, «The Amorium Project: The 1997 Study Season», DOP 53, 333-349.
Osman Uysal A., 2007, «Demirköy Fatih Dökümhanesi Kazisi Seramik Buluntulari », Byzas 7, 545–558.
Robinson R., 1983, «Clay Tobacco Pipes from the Kerameikos», AthMitt 98, 265-284, πιν.52-56.
Robinson R., 1985, Tobacco Pipes of Corinth and of the Athenian Agora, Hesperia 54.2, 149–203, πιν. 33-64.
Stančeva M., 1972, «La collection de pipes du Mussée de Varna», Bulletin du Musée national de Varna 8, 81-99. (Bουλγ. μὲ γαλλ. περίληψη).
Stern E., 1997, «Excavations of the Courthouse Site at ‘Akko: The Pottery of the Crusader and Ottoman Periods», Atiqot XXXI, 35- 70.
Simpson St J., 2000, «Τhe Clay pipes», (στό) R. Harper – D. Pringle, et.al.,
Belmont Castle: The Excavation of a Crusader Stronghold in the Kingdom of Jerusalem, Britisch Academy Monographs in Archaeology, No 10, Oxford, 147-171.
Simpson St J., 2002, «Ottoman pipes from Zir’in (Tell Jezrel)», Levant 34, 159- 172.
Θεοδώρου-Μαυρομματίδη Α., 1995, «Ἀνασκαφὲς στὸ νέο Ἀποχετευτικὸ δίκτυο τῆς Θήβας», Ἐπετηρὶς τῆς Ἑταιρείας Βοιωτικῶν Μελετῶν, τόμ. Β΄, τεῦχ. Α΄ (Β΄ Διεθνὲς Συνέδριο Βοιωτικῶν Μελετῶν, λιβαδειὰ 6-10 Σεπτ. 1992, Ι, Ἀρχαιολογία), Ἀθήνα, 511-537.
Τσελεμπὶ Ε., 1999, Ὁδοιπορικὸ στὴν Ἑλλάδα (1668-1671). Πελοπόννησος- Νησιὰ Ἰονίου - Κρήτη - Νησιὰ Αἰγαίου, (Ἑκάτη) Ἀθήνα.
Vroom J., 2003, After Antiquity. Ceramics and society in the Aegean from the 7th to the 20th century. A case study from Boeotia, Central Greece, Leiden.
Vroom J., 2005, Byzantine to Modern Pottery in the Aegean. An Introduction and Field Guide, Bijleveld.
Ward C. – Baram U., 2006, «Global Markets, Local Practice: Ottoman-period
Clay Pipes and Smoking Paraphernalia from the Red Sea Shipwreck at Sadana Island, Egypt», International Journal of Historical Archaeology, 10. 2, 135-158.
Wightman G.J., 1989, The Damascus Gate, Jerusalem. Excavations by C. M.
Bennett and J.B. Hennessey at the Damascus Gate, Jerusalem 1964-1966, BAR Oxford.