.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Ο Τύμβος του Κισσού, Χανδρινός Μεσσηνία

Ανασκαφή Σπυρίδωνος Μαρινάτου 1966


Αι ανασκαφαι του 1966 εν Πύλω διεξήχθησαν εις περιωρισμένην κλίμακα. Επέστρεψα μεν εξ Αυστραλίας (ένθα είχον μεταβή ως ξένος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Sydney) την 1ην Οκτωβρίου, ότε έληγεν η τετράμηνος άδειά μου, αλλ΄ ήτο αργά πλέον. Εις την Περιστεριάν, ην επεσκέφθην εν συνεχεία, μοι εδηλώθη ότι ουδέ ένα εργάτην ηδυνάμην πλέον να εύρω, διότι είχεν αρχίσει ήδη η καλλιέργεια των αγρών και η συγκομιδή του ελαιοκάρπου. Ως έκ τούτου, κατόπιν ημερών τινων εργασίας εις το μουσείον Χώρας, ένθα και κατέγραψα αρχαία ακατάγραφα των παρελθουσών ανασκαφών, εξετέλεσα μικράν σκαφήν εις την περιοχήν του χωρίου Χανδρινού (Πυλίας). Εκεί, κατά την ερευνάν μου παλαιοτέρων ετών, είχεν εξακριβωθή η ύπαρξις αρκετών τύμβων και άλλων μεταγενεστέρων αρχαιοτήτων επιφάνειας. Ο έφορος της περιοχής κ. Γιαλούρης με είχεν ειδοποιήσει, ότι εις των τύμβων τούτων ανεμοχλεύθη και παρεκάλεσεν, όπως ανασκάψω τούτον δια τον φόβον μείζονος καταστροφής. Η ανασκαφή αύτη εκρίθη επιβεβλημένη παρά τας δυσμενείς συνθήκας της εποχής ταύτης του έτους. Ολίγους εργάτας εύρον επιτοπίως τη βοηθεία των κοινοτικών αρχών και της Χωροφυλακής. Εις όμως και μόνος ήτο ησκημένος, ον εκόμισα μετ΄ εμού εκ Χώρας, αφού ανέλαβον και τας δαπάνας της εκτός κατοικίας παραμονής αυτού. Ο καιρός υπήρξεν αρκούντως ευμενής και ειργάσθημεν άνευ μεγάλης δυσκολίας.
Το χωρίον Χανδρινού κείται εις τους πρόποδας του κωνικού όρους Άγιος Ηλίας, επί της οδού Καλαμών - Πύλου, δώδεκα χιλιόμετρα προ της τελευταίας ταύτης. Ολίγον προς Ανατολάς του χωρίου κείται η αγροτική τοποθεσία Κισσός. Προς Νότον βαθεία χαράδρα χωρίζει ταύτην από του βουνού του Αγίου Ηλία. Ακριβώς επί των χειλέων της χαράδρας, εις το Ν. άκρον αγρού ανήκοντος εις τον Κωνστ. Ψυχάρην, είχον επισημάνει προ ετών τον τύμβον. Διέπραξα την απερισκεψίαν να είπω ενώπιον των συνοδευόντων με χωρικών, ότι πιθανώς υπό τον τύμβον κρύπτεται τάφος. Η τυμβωρυχία και η αρχαιοκαπηλία ήσαν ακόμη άγνωστοι. Δυστυχώς τώρα ωργανωμέναι σπείραι ήρχισαν και εκεί το φθοροποιόν έργον των, εσημειώθησαν δε τα πρώτα κρούσματα λαθροσκαφών, ων αυτουργοί είναι οι εργάται (ελάχιστοι ευτυχώς) των επισήμων ανασκαφών. Εις την παρούσαν περίπτωσιν ο ιδιοκτήτης, πρόφασιν ποιούμενος την φύτευσιν ολίγων ελαιοδένδρων, έσκαψεν εις την ΝΑ. παρυφήν του τύμβου. Έρμακες λίθων εντός του αγρού του είναι μάρτυρες της καταστροφής κτισμάτων. Ευτυχώς η ζημία ήτο μικρά. Τα ευρεθέντα αρχαία, ήτοι όστρακα μεγάλου πίθου, κολοβά τινα Μυκηναϊκά αγγεία, εν σφονδύλιον στεατίτου και μικρόν χαλκούν μαχαίριον, κατέληξαν εις το μουσείον Πύλου.
Κατά την προκαταρκτικήν τοπογραφικήν έρευναν πολύτιμον βοηθόν έσχον τον τέως πρόεδρον της κοινότητος του γειτονικού χωρίου Σωληνάριου κ. Βασίλειον Καρλήν. Το χωρίον τούτο έκειτο υψηλά εις τα ορεινά μέρη και ήτο δυσπρόσιτον. Κατόπιν καταστροφής του εκ των προσφάτων επανειλημμένων σεισμών, μετεφέρθη παρά την αμαξιτόν, περί τα 2 χλμ. προς Α. του Χανδρινού. Εκεί όπου αναγείρεται ο νέος συνοικισμός είχον σημειώσει κατά το παρελθόν την παρουσίαν δύο μικρών τυμβοειδών υψωμάτων.
Επειδή διέτρεχον κίνδυνον, ως ευρισκόμενα εντός του χωρίου, υπεβλήθησαν και ταύτα εις την αναγκαίαν έρευναν. Απεδείχθη, ότι ουδέν το Μυκηναϊκόν κρύπτεται υπό τους χωματολόφους. Εφάνησαν μόνον λείψανα ορθογωνίων κτισμάτων μετά λειψάνων χονδρών κεράμων. Το εν είναι ασβεστόκτιστον και πρόκειται περί μεταγενεστέρων, ίσως Μεσαιωνικών λειψάνων.
Ο κ. Καρλής, ρέκτης και ευφυής άνθρωπος, σχεδόν καθημερινώς προσήρχετο όπως βοηθήση ημάς παντοιοτρόπως. Με ωδήγησεν εις ύψωμα, περί το 1 χλμ. ανατολικώτερον του Κισσού, λεγόμενον Αελάκι. (Κατά τον Καρλήν σημαίνει "Μικρός άγιος Ηλίας", πιθανώς ορθώς.) Πράγματι πρόκειται περί μικρού προϊστορικού τύμβου, αλλά φοβούμαι ότι το παν έχει καταστραφή υπό της φυσικής διαβρώσεως και της φθοράς εκ του αρότρου.
 Λείψανα κεραμεικής, οστών και ίχνη μικρών κιβωτοσχήμων τάφων δεικνύουν, ότι άλλοτε εκρύπτοντο εκεί προϊστορικαί ταφαί, ίσως ήδη ΜΕ εποχής, πάντως πτωχαί και πενιχραί.


Χαμηλότερον (προς Β.) υπάρχει η τοποθεσία Παναγίτσα, εις το πεδινόν ήδη μέρος. Εκεί αφθονούν λείψανα πρωτοχριστιανικής εποχής. Παχείαι λιθιαί εις τους αγρούς οφείλονται εις την διάλυσιν ασβεστοκτίστων κατασκευών. Εντός μιας τοιαύτης λιθιάς ο κ. Καρλής μας υπέδειξε δύο τεμάχια μαρμάρινης πλακός (είκ. 1). Απετειχίσθησαν και μετεφέρθησαν εις το μουσείον, όπου απεδείχθη ότι συνάπτονται, αλλά λείπουν εισέτι τεμάχια ίνα συμπληρωθή το όλον. Η πλάξ ήτο τετράγωνος και έφερεν αναγλύφως εγγεγραμμένον κυκλικόν ρόδακα μετά τεσσάρων μικρών στροβιλικών ροδάκων εις τας γωνίας. Βραδύτερον είδον έτερον τεμάχιον μαρμάρου εντετειχισμένον εις τον αγροτικόν οικίσκον Νικολάου Καρλή, όπερ εικονίζει όμοιον στροβιλορόδακα και ίσως ανήκει εις την ανωτέρω πλάκα. Πρόκειται ίσως περί θωρακίου είτε πρωτοχριστιανικής είτε πρωίμου Βυζαντινής εποχής.
Παρά την μνημονευθείσαν αγροικίαν Νικολάου Καρλή είδον τεμάχια συμπαγούς δαπέδου φέροντος απλούν, άχρουν ψηφιδωτόν. Τα τεμάχια τούτου εχρησιμοποιούντο ως πλάκες της εστίας και ως καλύμματα προχείρων ορνιθώνων. Εξάγονται υπό του αρότρου εις σημαντικήν έκτασιν. Εκεί είδον και κυκλικήν δεξαμενήν εξ οπτόπλινθων μετ΄ άφθονου ασβεστοκονιάματος, εργασίας λίαν επιμελούς. 
Ο ιδιοκτήτης λέγει, ότι υπάρχουν τρεις εν όλω τοιαύται δεξαμεναί, ων αι δύο συγκοινωνούσι μεταξύ των. Πρόκειται περί μεγάλου κτίσματος, την φύσιν του οποίου δεν βλέπω εισέτι σαφώς. Δυστυχώς η καταστροφή έχει τόσον πολύ προχωρήσει, ώστε μόνον ίχνη άνευ συνοχής διατηρούνται. Επί πλέον το έδαφος είναι ανώμαλον και εν μέρει λεπτόγεων, μικράς εγκαταλείπον ελπίδας ανασκαφικών αποτελεσμάτων.
Τη βοήθεια πάντοτε του ακαμάτου κ. Β. Καρλή επεσημάνθη ταυτοχρόνως και έτερος μείζων τύμβος εις την περιοχήν Σωληνάριου. Η περιοχή, κειμένη περί το χιλιόμετρον προς ΝΑ. του χωρίου, καλείται χαρακτηριστικώς Τουρλιδίτσα, ο δε τύμβος, όστις προφανώς έδωκε και το όνομα τούτο, ευρίσκεται εξ ήμισείας εντός των αγρών Θεοδώρου Κ. Ξύδια (προς Α.) και Γεωργίου Καρλή προς Δ. Η εφετεινή σκαφή επέτυχε προ της ενάρξεως των βροχών να ερευνήση τον εν τύμβον Κισσού σχεδόν πλήρως, τον δε της Τουρλιδίτσας (εις δύο στάδια) ωσαύτως.
Εις την εργασίαν μου βοηθόν πρόθυμον και επιδεξίαν έσχον την φιλόλογον δεσπ. Κωνσταντίναν Κόκκου, εις ην οφείλονται και τα σχέδια και ιχνογραφήματα. Τα αποτελέσματα έχουσιν ως έπεται.

Ο Τύμβος Κισσού (Οριστική δημοσίευσις).


Παρά τον κυρίως τύμβον, περί τα 30 μέτρα προς Βορράν, εφαίνετο έτερον ελαφρόν έξαρμα εντός του αγρού, όπερ, μη καλλιεργούμενον, εκαλύπτετο υπό πυκνής βλαστήσεως ακανθών και κομάρων. Τοιαύται νησίδες εντός αγρών κανονικώς καλλιεργούμενων προδίδουν σχεδόν κατά κανόνα την ύπαρξιν αρχαίων. Λόγω των λίθων το άροτρον ή η αξίνη συναντούν εμπόδια και το τμήμα εκείνο εγκαταλείπεται ακαλλιέργητον. Πράγματι, η ανασκαφή ημών άμα τη αποκοπή της ύλης απεκάλυψεν αφθόνους λίθους και αρκετά όστρακα, άτινα όμως εφαίνοντο πρωτοχριστιανικής εποχής. Η εργασία τότε περιωρίσθη εις εν σημείον και ήχθη εις βάθος. Απεκαλύφθη λείψανου ευθέος τοίχου και πολλά τεμάχια κεράμων και αγγείων απλού ερυθρωπού πηλού μετά προσμείξεως μαρμαρυγίου. Ευρέθη ωσαύτως μικρά χαλκή λαβή ευτελούς σκεύους. Η άνασκαφή ως εκ τούτου εγκατελείφθη και περιωρίσθημεν εις μόνον τον τύμβον.
Το ύψος του τύμβου Κισσού (πίν. 100α) υπολογίζω ότι δεν θα υπερέβαινε ποτέ τα 4 μ. από της επιφάνειας του αγρού και ίσως ήτο μόνον 3 μ. Η αρχική διάμετρος του τύμβου εις την βάσιν του πρέπει να ήτο τουλάχιστον περί τα 12 μέτρα. Λόγω της διαβρώσεως ακριβεστέρα εκτίμησις είναι αδύνατος.


Η ανασκαφή του ιδιοκτήτου κατέστρεψε το ανατολικόν τμήμα της επιφάνειας, αλλά και του βάθους του τύμβου, περίπου το εν τρίτον του συνόλου (πίν. 101α). Μετά το πέρας της ανασκαφής ημών η εικών των πραγμάτων έχει ως εξής (όρα μονίμως το σχέδιον είκ. 2) :
Το κέντρον του τύμβου, εις βάθος δε ολιγώτερον του μέτρου υπό την σημερινήν επιφάνειαν (όπερ όμως εν τη αρχαιότητι θά ήτο μεγαλύτερον), κατελάμβανον ταφαί εντός πίθων. Δύο εύρομεν κατά χώραν (σχέδ. εικ. 2, Ε και Ζ και πίν. 105α), τρίτον δε κατά τι Νοτιώτερον απεκόμισεν ο Ψυχάρης.
Την περιφέρειαν του τύμβου κατελάμβανον μικροί περίβολοι αποτελούμενοι εξ ολίγων σειρών λίθων και τόσον ατελώς τοποθετημένων, ώστε δεν θα ηδύναντο να σταθούν επί πολύ, αν δεν περιεβάλλοντο υπό των χωμάτων του τύμβου (πίν. 100 -102). Ένα ασφαλώς, ίσως δε και δύο τοιούτους περιβόλους του ΝΑ. μέρους του τύμβου κατέστρεψεν ο Ψυχάρης, καθώς και το Ανατολικόν ήμισυ του Α., ευρισκομένου εις την ΒΑ. γωνίαν του τύμβου. Άθικτοι περιεσώθησαν οι περίβολοι Β - Δ (όρα το σχέδιον εικ. 2), εις των οποίων την λεπτομερεστέραν περιγραφήν προχωρούμεν.


Ταφικός περίβολος Α.
Διατηρείται καλώς το Δυτικόν τμήμα του περιβόλου τούτου, όντος αρχικώς ελλειψοειδούς ή πεταλοειδούς, απετελείτο δ΄ εκ μιας μόνης ή το πολύ δύο σειρών λίθων. (όρα το σχέδιον είκ. 2, την τομήν της εικόνος 3 και τας φωτογραφίας πίν. 101β και 102α.) Σχεδόν προσκεκολλημένα επί του τοιχώματος ευρέθησαν τέσσαρα θρυμματισμένα αγγεία και εκ πηλοί λευκωπού λίαν ευθρύπτου. Τα τρία εξ αυτών ήσαν αλάβαστρα (εικ. 3 και πιν. 102α). Εκ δε των υπό του Ψυχάρη παραδοθέντων αρχαίων εν αλάβαστρον, τεμάχια μεγάλου λευκωπού αγγείου και εν σφονδύλιον προέρχονται εντεύθεν. Είναι δ΄ ο Ψυχάρης ακριβολόγος και φιλαλήθης, ως εξ επανειλημμένων δοκιμών διεπίστωσα. Ουδέν οστούν ευρέθη κατά χώραν. Περαιτέρω ευρέθη και μόνωτος κύλιξ μετά μετρίως υψηλού ποδός.



Ταφικός περίβολος Β.
Είναι ο μέγιστος πάντων, ελλειψοειδής, μετρών 3.50 μ. μείζονος και 1.50- 2.00 μ. ελάσσονος διαμέτρου. Οι λίθοι του περιβόλου, αμελώς τοποθετημένοι (όπως εις όλους γενικώς τους περιβόλους), είναι εις δυο και ενίοτε τρεις σχεδόν παραλλήλους σειράς.Ο μέγιστος χρησιμοποιηθείς λίθος καθ΄ όλην την έκτασιν του τύμβου, μήκους 1.10 μ., ευρίσκεται εις την Β. πλευράν του περιβόλου τούτου (όρα σχέδιον εικ. 2 και πιν. 101β και 102β). Εις υψηλά στρώματα ευρέθησαν τεμάχια ανθρωπίνων οστών διάσπαρτα. Κατά 45 εκ. βαθύτερον έκειτο άλλο νεκρικόν στρώμα με ένα τουλάχιστον νεκρόν, έτερα δε 15 έκ. βαθύτερον τρίτος νεκρός ανεφάνη.
Πάντως ουδαμού υπήρχε πλήρης σκελετός, τα εναπομένοντα όμως ολίγα οστά ήσαν οριζόντια και έδιδον την εντύπωσιν κανονικών συνεσταλμένων σκελετών, ων τα λοιπά τμήματα εξηφανίσθησαν. Πάντα έκειντο εις το Ανατολικόν άκρον του τάφου, ενώ εις το Δυτικόν ανεφάνη ολόκληρος σιαγών μόσχου. Η λεπτομερής αποκάλυψις πάντων τούτων ήτο αδύνατος λόγω απειλητικής βροχής και ελλείψεως ησκημένου εργάτου. Διά τούτο τα λείψανα επεχώθησαν εκ νέου, αφεθέντα ως ειχον. Ουδέν κτέρισμα απέδωκεν ο τάφος.


Ταφικός περίβολος Γ.
Είναι ο μικρότατος πάντων, σχήματος τετραγώνου και διαστάσεων 1.50 X 1.50 μ. περίπου. (όρα τα σχέδια εικ. 2 καί 4 και τας φωτογραφίας πίν. 103α.β.) Εις υψηλότερον επίπεδον έκειντο ολίγα λείψανα πρώτου ενταφιασμού (τεμάχια του κρανίου και κατάλοιπα μακρών οστών, όρα την κάτοψιν είκ. 4). Περί τα 15-20 εκ. χαμηλότερον ευρέθη άλλος ενταφιασμός, χωρίς να δυνάμεθα να είπωμεν αν ήτο παλαιότερος ή νεώτερος, μάλλον όμως το δεύτερον αληθεύει (και διά τούτο κατεστράφη εν μέρει η υπερκειμένη ταφή). Εις την δευτέραν περίπτωσιν οκλάζων νεκρός νεαράς ηλικίας είχε ταφή, ου μερικά οστά ευρέθησαν κατά χώραν. Προ των ποδών του έκειντο μικρά ραμφόστομος πρόχους εξ απλού πηλού (ορατή επί του πίν. 103β) και εν μόνωτον ποτήριον λίαν κατεστραμμένον.




Ταφικός περίβολος Δ.
Είναι ο τελευταίος και η Ν. πλευρά του είναι κατεστραμμένη. Φαίνεται να είχε σχήμα ακανονίστως ορθογώνιον και το μέγιστον διατηρούμενον μήκος είναι 2 μ. Παρουσίασε τα περισσότερα οστά και, ομού μετά του Α, τα περισσότερα αγγεία, άτινα έκειντο πάντα ομού κατά την Βορείαν στενήν πλευράν (όρα την φωτογραφίαν πίν. 104β και το σχέδιον εικ. 5). Πάλιν όμως τα οστά ήσαν πάντα τεθραυσμένα και εν αταξία. Τα αγγεία, πάντα μικρά και εις κακήν κατάστασιν, εξήχθησαν ομού μετά των χωμάτων και μετεφέρθησαν μετά πάντων των λοιπών ευρημάτων εις το μουσείον Πύλου. Πιθανώς εις τον τάφον τούτον ανήκε και το χαλκούν μαχαίριον, το οποίον παρέδωκεν ο Ψυχάρης. Υποδεικνύει την θέσιν με βεβαιότητα ως κειμένην παρά το Ν. πλευρόν του τάφου. Επειδή όμως εκεί ευρέθησαν λίθοι τινές (όρα το σχέδιον εικ. 2) δεν αποκλείεται και η ύπαρξις πέμπτου περιβόλου, ον ο ιδιοκτήτης κατέστρεψεν, ως δεικνύουν οι εκεί που σεσωρευμένοι λίθοι.



Κιβωτόσχημος τάφος.
Μεταξύ των ταφικών περιβόλων Γ και Δ υπάρχει τριγωνικός χώρος περικεκλεισμένος δι΄ απλής σειράς λίθων (όρα το σχέδιον). Εντός αυτού ευρέθησαν τα λείψανα μικρού (ασφαλώς παιδικού) κιβωτοσχήμου τάφου αποτελουμένου εξ όρθιων μικρών πλακών λευκοτάτου λίθου, ίσως γύψου. Δύο εξ αυτών (ή μία πολύ μικρά) διατηρούνται εισέτι όρθιαι κατά χώραν. Μία έναντι τούτων είναι κατά χώραν, αλλά κεκλιμένη και τέλος μία μεγάλη (ίσως το κάλυμμα του τάφου) ευρίσκεται ημιορθία παραπλεύρως (φωτογραφία πίν. 104α). Ουδέν κτέρισμα εύρέθη. Οι τοιούτοι παιδικοί τάφοι είναι άλλως κατά κανόνα ακτέριστοι.

Οι ταφικοί πίθοι Ε καί Ζ. 
Ως ελέχθη, οι πίθοι ήσαν τρεις, αλλά τον ένα κατέστρεψεν ο Ψυχάρης. Κατά χώραν ευρέθησαν οι δύο έτεροι, λαβόντες την αρίθμησιν Ε και Ζ. Αμφότεροι είναι κεκλιμένοι οριζοντίως με τους πυθμένας προς Α. και τα στόμια προς Δ., τα οποία όμως δεν υπάρχουν. Εχρησιμοποιήθησαν πίθοι κολοβοί, ομοίως δε και τα εν τω μουσείω τεμάχια δεν αποτελούν ολόκληρον αγγείον και ο Ψυχάρης, βεβαιών ότι συνέλεξε πάντα τα τεμάχια, απεδείχθη φιλαλήθης. Ο πίθος μάλιστα Ζ αποτελείται εκ μόνου του κατωτέρου ημίσεος, αιχμηρού δ΄ όντος του αγγείου, είναι απορίας άξιον πως ενεσφηνώθη εκεί ο νεκρός, όστις ήτο ενήλικος (όρα την εικόνα 6 και πίνακα 105β). Το μήκος του νεκρού δεν υπερβαίνει τα 60 εκ. και του πίθου τα 70 έκ. Η σύνθλιψις ήτο πολύ μεγάλη και υπάρχουν και άλλοι λόγοι να υποθέσωμεν, ότι οι οκλάζοντες νεκροί εδένοντο ή ετυλίσσοντο στενώς προτού ενταφιασθούν. Είς τον αιχμηρόν πυθμένα του πίθου ευρίσκονται τα οστά των ποδών του νεκρού και επ΄ αυτών το κρανίον.
Ο πίθος ούτος αφέθη επί τόπου, ως και ο έτερος, χωρίς να μετακινηθώσι, και επεχώθησαν εκ νέου διότι δεν υπήρχε δυνατότης εξαγωγής τούτων μετά την εκσπάσασαν κακοκαιρίαν. Του πίθου Ε είχον αφαιρεθή τεμάχια τινα, χωρίς να εξακριβωθή αν εντός αυτού κρύπτεται νεκρός. Βεβαιωθέντος του αδυνάτου περατώσεως του έργου, τα τεμάχια του πίθου επανετέθησαν εις την θέσιν των και παχύ στρώμα της Μητρός Γης εκάλυψεν αυτούς εκ νέου.



Συμπεράσματα 
Είναι διά του πρώτου βλέμματος σαφές, ότι ο τύμβος Κισσού εδέχθη τους νεκρούς πτωχού συνοικισμού αγροτών και ποιμένων. Η σημασία του έγκειται μόνον εις τα έθιμα και τον τρόπον ταφής.
Οι εντός των πίθων νεκροί ίσως ήσαν κάπως περισσότερον προνομιούχοι των λοιπών. Φαίνεται εν τούτοις, ως να πρόκειται περί μετακομιδής και δευτερευούσης ταφής πάντων γενικώς των νεκρών, διότι ουδέ ενός ο σκελετός ευρέθη κατά χώραν. Επί πλέον τα οστά ήσαν πολύ ολίγα, τα κρανία ελλιπή και ουδέ εν εξ αυτών εις κατάστασιν επιβάλλουσαν να εξαχθή προς ανθρωπολογικάς παρατηρήσεις. Ότι οι διάφοροι περίβολοι αντιπροσωπεύουν χωριστός οικογένειας είναι πιθανόν, αλλά ουχί βέβαιον, αφού, ως είπομεν, ίσως πρόκειται περί δευτέρας τοποθετήσεως των νεκρών υπό τον τύμβον.
Η κεραμεική εις πάσας τας περιπτώσεις είναι πολύ πενιχρός κατασκευής. Ο πηλός είναι συνήθως λευκωπός, κακής οπτήσεως και άνευ χρωμάτων. Ενίοτε ο πηλός είναι σκοτεινόχρους και ακάθαρτος, οπότε τα αγγεία είναι βαρέα μετά παχέων τοιχωμάτων (πίν. 110γ). Σχήματα τινα (των κυλικών κυρίως) ανάγονται εις την Μεσοελλαδικής παραδόσεως κατηγορίαν, εξ ης πηγάζουν και αι Εφυραϊκαί κύλικες. Μερικά αγγεία, όπως τα αλάβαστρα πιν. 110β 1-2 και 111β,3 , ανήκουν εις το α' ήμισυ του 15ου αιώνος (Μυκ. II Α πρώιμα). Μέρος δε της υπολοίπου κεραμεικής ανήκει εις την υστερωτέραν Μυκηναϊκήν εποχήν (Μυκ. IΙΙ A - Β). Είναι δε χαρακτηριστικόν, ότι ουδέν αγγείον δύναται να αποδοθή εις την υστάτην φάσιν (III C), ήτις είναι σχεδόν ανύπαρκτος εν τη περιοχή της Πύλου.

Κατάλογος των ανασυγκροτηθέντων αγγείων εκ του τύμβου Κισσού.
Περίβολος Α.
1) Κύλιξ δίωτος «Εφυραϊκού» σχήματος. Πηλός λευκωπός. Κακή όπτησις. Ύψος 0.14 (πίν. 110 Α1 ).
2) Τρίωτον ευρύστομον κυπελλοειδές αμφορείδιον. Λευκωπός κακής οπτήσεως πηλός. Υψος 0.11 (πίν. 110α3 ). 3-4) Δυο αλάβαστρα τρίωτα μετά κυλινδρικής κοιλίας. Πηλός λευκωπός, μέτρια όπτησις. Ύψος 0.09 και 0.08 (πίν. 110β1-2).
Περίβολος Γ.
5) Πρόχους μετά λοξοτμήτου, ευρέος στομίου. Πηλός καστανόφαιος ακάθαρτος. Παχέα τοιχώματα. Ύψος 0.17 (πίν. 110γ).
6) Τρίωτον σταμνίον ωχρού, κακώς ωπτημένου πηλού. Ύψος 0.23 (πίν. 111α1).
7) Πρόχους φαιού πηλού μετά κυκλικού στομίου.Ύψος 0.225 (πίν. 111α2 ). 
Περίβολος Δ.
8) Δίωτον λεβήτιον ωχρού πηλού. Ύψος 0.085 (πίν. 111β1 ).
9) Ψευδόστομος αμφορεύς λευκού πηλού. Ύψος 0.085 (πίν. 111β2 ).
10) Τρίωτον μικρόν λεβητοειδές αλάβαστρον ωχρού πηλού. Ύψος 0.05 (πίν. 111β3 ).
11) Κύλιξ Εφυραϊκού τύπου μετά λίαν χαμηλού ποδός. Ύψος 0.115. Ωχρός, κακώς ωπτημένος πηλός (πίν. 111γ1 ).
12-13) Δυο ευρύστομα προχοΐδια μετά ευρυνομένου λαιμού και κυκλικών χειλέων. Πηλός λευκός κακής οπτήσεως. Ύψος εκάστου των αγγείων 0.11 (πίν. 111γ2- 3).



Σπυρίδων Μαρινάτος: Πρακτικά τής ’Αρχαιολογικής Εταιρείας 121, 1966



Printfriendly