Η Παύλιτσα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Ηλείας στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα πού διαγράφει την oριοθετική γραμμή μεταξύ Ηλείας και Μεσσηνίας. Στο χωριό φθάνει κανείς είτε από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί από τον Πύργο στην Κυπαρισσία μέσω Λεπρέου και Κάτω Φιγαλείας (πρώην Ζούρτσα), είτε από το δρόμο πού συνδέει την Ανδρίτσαινα με την Παύλιτσα. Τα σημερινά όρια της Παύλιτσας εκτείνονται ως το Δραγώνι και τα Περιβόλια στα βόρεια και βορειοδυτικά, το Στόμιο δυτικά και την κοίτη του ποταμού Νέδα στα νότια. Η θέση του χωριού βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο (500 μ.) από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ στα νότια προς τη Νέδα οι ορεινοί όγκοι δημιουργούν βαθειές χαράδρες.
Η αρχαία πόλη της Φιγαλείας ήταν αρκετά ισχυρή και ενώ αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Τριφυλίας1 από άποψη γεωγραφική είχε ισχυρούς ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με τήν Αρκαδία. Η θέα της πόλης με το ισχυρό τείχος και τα ιερά της είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση στον Παυσανία2. Ο περιηγητής περιγράφοντας το χώρο της αρχαίας Φιγαλείας αναπαριστά με ακρίβεια τη σημερινή Παύλιτσα, παρά τις μεταβολές που έχουν συντελεσθεί εν τω μεταξύ στο φυσικό περιβάλλον3.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τον περιηγητή στη σημασία του ποταμού Νέδα για την πόλη, σε μία εποχή, πού το ποτάμι ήταν πλωτό από μικρά πλοία, γεγονός πού έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογική έρευνα4. 'Εξάλλου η απεικόνιση του ποταμού ως θεότητας σε νόμισμα της ρωμαϊκής εποχής5 υποδηλώνει τον καθοριστικό του ρόλο στη ζωή και την ανάπτυξη της πόλης.
Το ήπιο κλίμα, το άφθονο νερό και η καλή επικοινωνία της πόλης με τα μεγάλα οικιστικά κέντρα της Αρκαδίας, ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και του εμπορίου. Η διακίνηση των προϊόντων γινόταν μέσω του καλού οδικού δικτύου της περιοχής6. Η Φιγάλεια ήταν η μόνη αρκαδική πόλη πού είχε διέξοδο προς τη θάλασσα, δηλ. το Ιόνιο Πέλαγος.
Στην περιοχή της πόλης της Φιγαλείας περιλαμβανόταν το Κωτίλιο όρος στα βορειοανατολικά, όπου ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνος και το Ελάϊον όρος στα νοτιοδυτικά, όπου βρισκόταν το ιερό της Μέλαινης Δήμητρας7. Εξω από το ισχυρό τείχος8 και κοντά στα νοτιοανατολικά κράσπεδα του σημερινού χωριού υπάρχει η αρχαία κρήνη, το μοναδικό μνημείο που έχει συστηματικά ανασκαφεί. Ανάμεσα στα μνημεία πού η θέση τους μπορεί να προσδιορισθεί αρχαιολογικά είναι το Ιερό της Αρτέμιδος Σωτείρας στα νοτιοανατολικά της πόλης, όπου η εκκλησία της Παναγίας9, καθώς και ο τάφος των Ορεσθασίων, πού βρισκόταν πιθανότατα κοντά στη θέση Σταυρούλι10.
Οι μαρτυρίες των πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία έχουν επισημανθεί επιτρέπουν την ταύτιση της αρχαίας Φιγαλείας με το σημερινό χωριό Παύλιτσα (Ανω Φιγαλεία)11 που ανήκει στην επαρχία Ολυμπίας.(Είκ. 1).
Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν την πόλη ως Φιγάλεια ή Φιαλία ή Φιάλεια και τους κατοίκους ως Φιγαλείς ή (γεν.) Φιαλέων12, πιθανότατα από τον Φίγαλο, γιο του Λυκάονος και ιδρυτή της πόλης ή απ'ο τον Φίαλο γιο του Βουκολίωνος13. Κατά τους επόμενους αιώνες η πόλη αναφέρεται ως Φιγάλ(ε)ια από το λεξικογράφο Ησύχιο14 ως Φιγαλέα ή Φιάλεια από τον Στέφανο Βυζάντιο15.
Σε επιγραφή των πρώτων χριστιανικών χρόνων το εθνικό όνομα αναγράφεται ως Φιαληες16, ενώ στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους, τον 6ο αι. αναφέρεται ως πόλις ή Φίά?>£α17. Σε κατάλογο των επισκοπών των πόλεων που υπάγονται στη μητρόπολη Κορίνθου η πόλη μνημονεύεται ως Φιαλία18, ενώ στη Σούδα ως Φιγάλεια19. Στην αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως (14ου αι.) η τοπωνυμία απαντά ως Poliça20 και σε κατάλογο των κάστρων της Πελοποννήσου του 1467 ως Spoliza21. Στο χειρόγραφο χάρτη του Battista Agnese του 16ου αι. η θέση αναγράφεται επίσης ως Spolica22. Τέλος σε πηγές της περιόδου της βενετοκρατίας η τοπωνυμία μνημονεύεται ως Paulizza23, Παύλιτζα24 και Paulizza25.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι ως τον 14ο αι., η τοπωνυμία απαντά ως Φιγάλεια (ή Φιάλεα ή Φιαλία), ενώ από τον 14ο ως το τέλος του 17ου αι., ως Poliça, Spoliza ή Spolica. Πιθανότατα η ονομασία Poliça προέρχεται από την Παύλιτσα, απ΄ όπου ο σχηματισμός σε Paulizza - Polizza - Spoliza. Δεν είναι δυνατόν πάντως να προσδιορισθεί χρονικά πότε έγινε η μετονομασία της Φιγάλειας σε Παύλιτσα και Paulizza. Ανάλογα τοπωνύμια σε -ίτσι ή -ίτσα, δεν είναι άγνωστα στην Πελοπόννησο, όπως Πουλίτσα στην Κορινθία και Πουλίτσι26 στην Μεσσηνία. Είναι γνωστό εξάλλου ότι τα τοπωνύμια με κατάληξη -ιτσα που τονίζονται στην προπαραλήγουσα, έχουν σλαβική προέλευση27 σε αντίθεση με παρόμοια τοπωνύμια που τονίζονται στη λήγουσα και έχουν ελληνική προέλευση28. Με τα δεδομένα αυτά, αν δεχτούμε ότι η Poliça του Χρονικού έχει άμεση σχέση με την Παύλιτσα, θεωρούμε ως πιθανότερητήν άποψη του Ε. Meyer29 για τη σλαβική καταγωγή της τοπωνυμίας30.
Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια η Φιγαλία αποτελεί τμήμα της επαρχίας Αχαΐας του ανατολικού Ιλλυρικού με πρωτεύουσα διοικητική και εκκλησιαστική την Κόρινθο. Επίδραση στη ζωή της πόλης θα είχαν οπωσδήποτε τα γεγονότα που συγκλόνισαν τότε τον πελοποννησιακό χώρο, όπως η γοτθική επιδρομή, και η ήττα στον Φολόη της Ηλείας το 397 31, οι σφοδροί σεισμοί του 4ου και 6ου αι., οπότε κατέπεσαν οι ναοί της Ολυμπίας, και τέλος η σλαβική επιδρομή.
Οι μαρτυρίες των πηγών κατά το διάστημα αυτό είναι ελάχιστες. Στην περίοδο ανάμεσα στον 3ο και 5ο αι. χρονολογείται επιγραφή που βρέθηκε στην Ολυμπία και περιέχει επίγραμμα προς τιμήν του Πολυχάρμου32. Στο επίγραμμα αναφέρεται ότι οι Φιγαλείς έστησαν τον ανδριάντα του Πολυχάρμου κοντά στο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, μετά από σύμφωνη γνώμη όλων των Ελλήνων («ψνσαν δ' Ελληνες»), για να τιμήσουν τον άνδρα λόγω της εξαιρετικής δικαιοσύνης πού τον διέκρινε («έρμα δίκης»). Το γεγονός ότι για το στήσιμο του αγάλματος απαιτείται η ομοφωνία των Ελλήνων, σημαίνει ότι ο τιμώμενος ήταν κάποιος επαρχιακός αξιωματούχος, προφανώς ο ανθύπατος της επαρχίας Αχαΐας33. Εκτός από το λεξικογράφο Ησύχιο34 και τον Στέφανο Βυζάντιο35 που αναφέρουν την Φιγάλεια, χωρίς όμως η μαρτυρία τους να συνιστά αξιόπιστη πληροφορία, δεδομένου ότι αντλούν το υλικό τους από παλαιότερα γεωγραφικά έργα, σημαντικότατη για τον 6ο αι., είναι η μαρτυρία του Συνέκδημου του Ιεροκλέους. Μεταξύ των εβδομήντα πόλεων της Πελοποννήσου περιλαμβάνεται και η Φιάλεα36, δηλ. η Φιγαλεία. Δε γνωρίζουμε βέβαια αν η αναφερόμενη ως πόλη είναι στην πραγματικότητα αστικό κέντρο ή απλός οικισμός. Τα λίγα αρχαιολογικά ευρήματα που επισημάνθηκαν κατά την ερευνά μας και ανήκουν στην παλαιοχριστιανική περίοδο δεν είναι τόσα σε αριθμό ώστε να επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία του Συνέκδημου, αποτελούν ωστόσο τεκμήρια ενδεικτικά της κατοίκησης του χώρου στα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
Καμία πηγή δεν μας πληροφορεί για την κατάσταση στην περιοχή κατά την κρίσιμη περίοδο που ακολουθεί τη σλαβική επιδρομή. Στα Πρακτικά της Στ' Οικουμενικής Συνόδου (680/81), δεν αναγράφεται επίσκοπος Ηλείας, γεγονός που υποδηλώνει πιθανόν τη διοικητική και εκκλησιαστική αποδιοργάνωση εξαιτίας της σλαβικής επίθεσης. Στη notitia 3, γνωστή και ως τακτικό των Εικονοκλαστών, που τα όρια της σύνταξης της χρονολογούνται ανάμεσα στα 787 και το τέλος του +9, η επισκοπή Φιαλίας37 ανήκει στην επαρχία Πελοποννήσου και υπάγεται στη μητρόπολη Κορίνθου. Πάντως η σημασία αυτής της notitia ως ιστορικής πηγής για την εξεταζόμενη περίοδο είναι πολύ περιορισμένη. Στους Επισκοπικούς καταλόγους της εποχής του Λέοντος Σοφού (901-902), μόνη επισκοπή που υπάγεται στη μητρόπολη Πατρών είναι η επισκοπή Βολαίνης38, δηλ. της Ωλένης Ηλείας. Η απουσία μνείας της Ήλιδος και της Φιγαλείας μπορεί να εκτιμηθεί ως ένδειξη της μετατόπισης του κέντρου βάρους προς την εύφορη πεδιάδα της μέσης Ηλείας39. Κατά την ίδια εποχή πόλεις ακμαίες στην παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως η Ήλις και η Φιγάλεια περνούν στο περιθώριο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Φιγάλεια δεν αναγράφεται πλέον σε εκκλησιαστικά τακτικά. Στο Λεξικό του Ιωάννου Ζωναρά αναφέρεται η «Φίαλις» ως τόπος40, μαρτυρία που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός είχε ίσως περιπέσει σε μαρασμό.
Από τον 13ο αι. καί μετά την εγκατάσταση των Φράγκων στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής, δυτικής και νότιας Πελοποννήσου41, οι αναφορές των πηγών στην περιοχή είναι ασαφείς, αλλά οπωσδήποτε συχνότερες. Στην αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως αναφέρεται ότι ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος (1245-1278), παραχώρησε ως φέουδο στον Τούρκο μισθοφόρο Μελίκ την Poliça και το Simico42, ανταμείβοντας τον για τις υπηρεσίες πού είχε προσφέρει ο τελευταίος στους Φράγκους μετά τα γεγονότα του 1263. Κατά το έτος αυτό αποβιβάσθηκε στο Μοριά με απόφαση του αυτοκράτορα ισχυρή στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής το στρατηγό Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, γεγονός που σήμανε την εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων των Σκορτών κατά των Φράγκων. Στην αρχή των επιχειρήσεων οι Βυζαντινοί είχαν μερικές επιτυχίες, αλλά μετά την ήττα τους στην Πρινίτσα, την εγκατάλειψη τους από τους Τούρκους μισθοφόρους εξαιτίας της καθυστέρησης στην πληρωμή των μισθών τους και την προσχώρηση τους στους Φράγκους, οδηγήθηκαν σε ολοσχερή ήττα με αποτέλεσμα την επικράτηση των Φράγκων στην περιοχή. Η συμβολή του αρχηγού των Τούρκων μισθοφόρων Μελίκ43 ήταν αποφασιστικής σημασίας. Οι Τούρκοι μισθοφόροι μετά την ολοκλήρωση του έργου της καταστροφής και την καταβολή των μισθών τους έφυγαν, έκτος από μερικούς που κατά το ελληνικό Χρονικό βαπτίσθηκαν χριστιανοί, χρίσθηκαν ιππότες, πήραν πρόνοιες και παντρεύτηκαν γυναίκες44:
"Έποικεν δύο καβαλλαρίονς, εδωκέν τους πρόνοιες, γυναίκες γαρ τους εδωκεν, κ' εποιήσασιν παιδία, όπον είναι ακόμη εις τον Μορεαν, στού Βοννάρβη, στην Ρέντανη"
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο Μελίκ, όπως έμμεσα προκύπτει από το ελληνικό Χρονικό και σαφώς αναφέρεται από την αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού45, που παρά τις χρονολογικές ανακολουθίες, παρέχει συχνά ακριβέστερες ειδήσεις. Ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, φαίνεται ότι είχε δώσει σε γάμο στον Μελίκ τη χήρα φράγκισσα πριγκίπισσα της Poliça και του Simico.
Ως προς την τοπογραφική προσέγγιση των θέσεων Poliça και Simico του Χρονικού είναι δυνατόν να γίνουν προς το παρόν ορισμένες παρατηρήσεις, που ενισχύουν την άποψη της ταύτισης τους με τις θέσεις Παύλιτσα και Σαμικό αντίστοιχα. Ο Α. Bon46 , ενώ υιοθετεί με κάποια επιφύλαξη την ταύτιση της Poliça με την Παύλιτσα, αφήνει ανοικτό το θέμα του προσδιορισμού του Simico, αντίθετα με τον Στ. Δραγούμη47 , ο όποιος τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της ταύτισης της Poliça με την Παύλιτσα και του Simico με το Σαμικό.
Στον κατάλογο των κάστρων της Πελοποννήσου του έτους 1467, όπου περιλαμβάνονται τα κάστρα του Μοριά, που είτε είναι ερειπωμένα είτε ανήκουν στη βενετική ή τουρκική διοίκηση, αναφέρεται το ερειπωμένο κάστρο της Spoliza48.
Το κάστρο αυτό αναγράφεται μετά το Gardizi (σημ. Περιβόλια), ενώ πολύ μετά αναφέρονται το Crivo- Cori (Παλαιόκαστρο), κατόπιν το Stronzi (σημ. Λέπρεον) και έπειτα το Araclaço, η Poria (κοντά στο Στροβίτσι) και το Sidro- Castro (Σιδηρόκαστρο)49. Δεδομένου ότι η ταύτιση του Λεπρέου με το Στροβίτσι στα βορειοδυτικά της Παύλιτσας είναι ασφαλής, και η θέση της Ποριάς, που δεν είχε τη δυνατότητα να εντοπίσει ο Bon50 βρίσκεται επίσης κοντά στο Στροβίτσι51 ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το Sidirocastro (= Σιδηρόκαστρο), μας δίνει τη δυνατότητα για πιο ακριβή προσέγγιση του κάστρου της Spoliza. Με βάση τα παραπάνω τα κάστρα Στροβίτσι. Ποριά και Σιδηρόκαστρο βρίσκονται στα δυτικά Σκορτά, και το κάστρο της Spoliza μεταξύ Στροβιτσίου, Ποριάς και Σιδηροκάστρου αλλά ανατολικότερα52. Η Spoliza συνεπώς τοποθετείται στά Σκορτά53 , η νότια οριοθέτηση των οποίων περιλαμβάνει όλη την κοιλάδα του Νέδα ως και τα όρη Κούτρα, Αγιος Ηλίας, Τετράζι54. Στο χειρόγραφο χάρτη του Battista Agnese έναν από τους παλαιότερους που σώζονται άλλα όχι και πιο ακριβείς σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό των θέσεων και την απόδοση της ονομασίας των τοπωνυμίων, η Spolica αναγράφεται στα βορειοανατολικά του Αντίλαλου Ολυμπίας55, μακρυά από την Παύλιτσα Ηλείας, γεγονός που οφείλεται πιθανότατα σε ανακριβή τοποθέτηση της θέσης. Σε μεταγενέστερες πηγές, όπως στην απογραφή του νομού Μεθώνης του 1689, η τοπωνυμία απαντά ως Paulizza56 και περιλαμβάνεται στο δήμο Φιγαλίας. Τέλος σε έγγραφα της περιόδου 1697-1700, στα όποια καταγράφεται η κτηματική περιουσία των ναών των μονών και μετοχιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην Παύλιτσα ανήκουν:
Η εκκλησία της Παναγίας σκεπασμένη
τον Άγιου Νικολάου σκεπασμένη
Εις τον κάμπον τους, τον Αγίου Αθανασίου, χαλασμένη.
Εις το Γεφύρι πέρα τον Αγίου Θεοδώρου ομοίως.
σιμά εις τήν Ντούνα του Ταξιάρχου ομοίως.
Είς το Πηγάδι, τον Αγίου Ιωάννου, ομοίως.
Εις τά Στενά του Προφήτου Ήλιου ομοίως.
Εις τους Κήπους παλαιοκκλήσιον ομοίως57.
Από τις πηγές που αναφέρθηκαν, τους καταλόγους κάστρων και τα έγγραφα των βενετικών αρχείων, προκύπτει ότι η Poliça- Spoliza- Παύλιτζα, βρίσκεται στα δυτικά Σκορτά μετά το Στροβίτσι, την Ποριά και πριν από το Σιδηρόκαστρο. Οι μαρτυρίες των πηγών, αλλά και των αρχαιολογικών ευρημάτων που θα αναφερθούν πιο κάτω, τα οποία δεν είχε υπόψη του ο Bon, ενισχύουν σημαντικά τα επιχειρήματα για την ταύτιση.
Το ενδιαφέρον των περιηγητών, Ελλήνων και ξένων για την Παύλιτσα εκδηλώνεται έντονα κατά τον 19ο αι.: ο Πύρρος ο Θετταλός58 (1774- 1853), περιγράφει την περιοχή, ενώ πολύτιμες για την ιστορία του τόπου είναι οι περιγραφές των ξένων ταξιδιωτών59, που παρέχουν πληροφορίες για την κατάσταση των τειχών, την ύπαρξη παλιών εκκλησιών κλπ.
Με αφετηρία τις μαρτυρίες των πηγών και των περιηγητών, επιχειρήθηκε η επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, σε έκταση που καλύπτει τα όρια του σημερινού χωριού της Παύλιτσας. Η έρευνα είχε ως αποτέλεσμα την επισήμανση ευρημάτων, πού οδηγούν στη διαπίστωση της κατοίκησης του χώρου κατά την παλαιοχριστιανική και ιδίως κατά τη βυζαντινή περίοδο. Χώρος Νεκροταφείου. Εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας. Στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού της Παύλιτσας και στη θέση Μνήματα βρίσκεται ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Παναγίας.
Για το ναό αυτό γίνεται λόγος σε κείμενα περιηγητών60. Πρόκειται για μονόχωρο σταυρεπίστεγο ναό61. Η κόγχη του ιερού βήματος είναι ημικυκλική και στην ανατολική πλευρά, στην αψίδα υπάρχει μικρό παράθυρο, μοναδική πηγή φωτισμού. Η τοιχοδομία κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα είναι αρκετά αμελής, με χρήση αρχαίου υλικού σε δεύτερη χρήση (είκ. 2). Οι νεότερες επεμβάσεις είναι πολλές. Αριστερά της εισόδου και κατά μήκος της βορεινής πλευράς είναι εντοιχισμένοι όρθιοι σε κανονικά διαστήματα έξι αρράβδωτοι μονολιθικοί κίονες (ύψους ± 0 ,96 μ.), ενώ κατά μήκος της νότιας πλευράς μόνο ένας παρόμοιος κίονας είναι εμφανής. Προσεκτική παρατήρηση της διαμόρφωσης της αψίδας του ιερού μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο ναός ήταν κατά πολύ υψηλότερος. Στο εσωτερικό του ναού στη βορεινή νότια και ανατολική πλευρά διατηρούνται σε μέτρια κατάσταση, τοιχογραφίες καλής μεταβυζαντινής τέχνης62 . Το εικονογραφικό πρόγραμμα διαμορφώνεται ως εξής: στη βορεινή πλευρά απεικονίζονται οι στρατιωτικοί άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος καθώς και οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, οι άγιοι Θεόδωρος και Προκόπιος.
Υπάρχουν επίσης τοιχογραφίες, όπου απεικονίζονται η Ανάσταση του Χριστού, η Πεντηκοστή και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Στη νότια πλευρά εξάλλου υπάρχει τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων με παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας με σκηνές από την Ψυχοστασία κλπ. Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν απεικονίσεις των Ιεραρχών, του Εσταυρωμένου και της Παναγίας Πλατυτέρας.
Οι επεμβάσεις στην τοιχοδομία, αλλά και στην αρχιτεκτονική του μνημείου, επιβάλλουν την ανάγκη για την προσεκτική μελέτη του και καθιστούν κάθε προσπάθεια για ακριβή προσδιορισμό της χρονολόγησης του πρόωρη. Προτείνεται με κάθε επιφύλαξη ως πιθανότερη περίοδος οικοδόμησης του η υστεροβυζαντινή εποχή63. Οι τοιχογραφίες μέτριας διατήρησης και πολύ καλής μεταβυζαντινής τέχνης μπορούν να χρονολογηθούν σε εποχή που συμπίπτει με την πρώτη γραπτή μνεία που έχουμε για την εκκλησία της Παναγίας από έγγραφα του αρχείου Grimani64 (τέλη 17ου αι.).
Στο χώρο γύρω απ' το ναό υπάρχουν κίονες αρράβδωτοι από ασβεστολιθικό πέτρωμα. Στη θέση αυτή, όπου η εκκλησία της Κοίμησης, είναι πιθανόν ότι βρισκόταν ο ναός της Αρτέμιδος Σωτείρας, το αρχαίο υλικό του οποίου χρησιμοποιήθηκε για το κτίσιμο της εκκλησίας65.
Σε μικρή απόσταση από τη δυτική πλευρά της εισόδου της εκκλησίας της Παναγίας της Κοίμησης και μέσα σε τάφο εντοπίσθηκε τοίχος κτισμένος με μεγάλους κανονικούς αργούς λίθους από φυσικό πέτρωμα, του οποίου μόνο η νότια πρόσοψη είναι ορατή. Ο τοίχος αυτός βρίσκεται στην προέκταση του βορείου τοίχου της βυζαντινής μονόχωρης εκκλησίας του νεκροταφείου και σε απόσταση 9,60 μ. από τη δυτική πλευρά της. Κατά την αρχαιολόγο της Εφορείας Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας κ. Μαργαρίτας Κουμουζέλη66, πρόκειται για τοίχο που συνεχίζεται προς τα κάτω και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκει σε κτίσμα βυζαντινής εποχής, με δεύτερη χρήση υλικού προγενέστερων χρόνων.
Στον ίδιο χώρο του νεκροταφείου, έκτος από τους αρράβδωτους μονολιθικούς κίονες και κιονίσκους, βρέθηκε περιρραντήριο με χαρακτηριστικές κυματοειδείς γλυφές, πιθανότατα παλαιοχριστιανικών χρόνων (διαστάσεις: ύψος +0,62 μ. και πάχος 4:0,27 μ.). Εξάλλου στη γύρω περιοχή επισημάνθηκαν περιρραντήρια των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων. Άφθονη μεσαιωνική χονδρή κεραμεική βρέθηκε στη θέση αυτή.
Θέση Σταυρούλι.
Στη θέση Σταυρούλι δυτικά του χωριού εκεί όπου είχε επισημανθεί από περιηγητές εκκλησία βυζαντινή67, κτισμένη με αρχαίο υλικό, βρέθηκε αρχιτεκτονικό μέλος (επίθημα), πού φέρει ανάγλυφο Ιξεργο Ισοσκελή σταυρό μέ διαπλατυνόμενα τά άκρα τών κεραιών του68 (είκ. 3). Τά άκρα τής κάτω κεραίας καταλήγουν σέ ελικοειδές κόσμημα. (Διαστάσεις: υψος ± 0,50 μ., πάχος ± 0,15 , πλάτος ± 0,35 μ., ύψος χάραξης σταυρού ± 0,20 μ., πάχος σταυρού ± 0,20 μ.). Σύμφωνα μέ πληροφορίες κατοίκων του χωριού ό σταυρός στηριζόταν σέ κίονα μέ ραβδώσεις ύψους περίπου 1,30 μ. Οι απλοί αυτοί σταυροί με τις διαπλατυμένες στα άκρα κεραίες αποτελούν κοινό τόπο για κιονίσκους καί επιθήματα κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ό σταυρός μπορεί να συγκριθεί μέ παρόμοιο σέ άμφικιονίσκο του Βυζαντινού Μουσείου69 και με ανάλογο σε κιονόκρανο από το Μουσείο Τεγέας70 -καί μπορεί να χρονολογηθεί στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Στη θέση αυτή εντοπίσθηκαν αρράβδωτοι μονολιθικοί κίονες, καθώς και όστρακα μεσαιωνικής άλλα και παλαιοχριστιανικής περιόδου. Κατά τήν Jost71 εδώ κοντά πρέπει να βρισκόταν ο τάφος των Ορεσθασίων που αναφέρει ο Παυσανίας72.
Θέση Αγιονικόλας.
Στην Κάτου ρούγα του χωριού, που βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, όπου η σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, υπάρχουν ίχνη ερειπίων παλαιότερης εκκλησίας, που πρέπει να έχει σχέση με την ομώνυμη εκκλησία που αναφέρεται στα έγγραφα του αρχείου Grimani ως σκεπασμένη73 («του Αγίου Νικολάου σκεπασμένη»). Εντοπίσθηκε Αγία Τράπεζα από ασβεστολιθικό πέτρωμα. Στο γύρω χώρο επισημάνθηκε άφθονη χονδρή μεσαιωνική κεραμεική και όστρακα της ίδιας εποχής.
Θέση Κάμπος.
Δυτικά της Παύλιτσας σε απόσταση 500 μ. από το Κάτω χωριό και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν εμφανή κατάλοιπα παλιάς εκκλησίας, καθώς και μεσαιωνική κεραμεική και όστρακα. Πρόκειται για το ναό του Αγίου Αθανασίου πού αναφέρεται στα έγγραφα του αρχείου Grimani: «Εις τον κάμπον τους, του Αγίου Αθανασίου, χαλασμένη»74.
Θέση Στενά.
Στα βορειοανατολικά της Παύλιτσας στην τοποθεσία Στενά, κοντά στην αρχαία ακρόπολη (υψος 720μ.), περιηγητές του περασμένου αιώνα είχαν επισημάνει τα ερείπια μεσαιωνικού τείχους ελλειπτικού σχήματος μέσα στο όποιο υπήρχαν δύο εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία και τον Προφήτη Ηλία75. Ο Leake μάλιστα διέσωσε και το σχέδιο του κτίσματος αυτού, πού χρονολογείται πιθανότατα στη μεσαιωνική περίοδο76. Κατά την επιτόπια έρευνα στο χώρο δεν επισημάνθηκαν άλλα ίχνη ερειπίων έκτος από αυτά της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία77, που είναι κτισμένη ίσως πάνω σε παλαιότερο ναό. Από τον τελευταίο αυτό ναό σώζεται μόνο η αγία Τράπεζα από ασβεστολιθικό πέτρωμα. Στο έγγραφο του αρχείου Grimani πάντως γίνεται λόγος μόνο για το ναό του Προφήτη Ηλία: «Εις τα Στενά του Προφήτου Ήλιου ομοίως»78. Στη θέση αύτη, όπου κατά τις εκτιμήσεις του Cooper, υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος Σωτείρας79, βρέθηκε χονδρή κεραμεική μεσαιωνικών χρόνων.
Θέση Αηθόδωρος.
Στα νοτιοανατολικά του χωριού, στην απέναντι όχθη της Νέδας κοντά στο μύλο στο γεφύρι, υπήρχαν ερείπια παλιάς εκκλησίας, πού σύμφωνα με πληροφορίες κατοίκων παρασύρθηκαν από το ρέμα του πόταμου. Η θέση συμπίπτει με τον προσδιορισμό που δίνεται στο έγγραφο του αρχείου Grimani: «Εις το Πηγάδι, τον Αγίου Ιωάννου ομοίως»80. Επίσης ίχνη ερειπίων των οποίων η χρονολόγηση είναι αβέβαιη επισημάνθηκαν στη θέση Αγιανταξιάρης στα ανατολικά του χωριού, όπου και ο σύγχρονος ναός των Ταξιαρχών81 και στη θέση Αγέρμαινα βορειοανατολικά του χωριού σε απόσταση 1 χμ., όπου το εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου. Και στις δύο ανωτέρω θέσεις βρέθηκε κεραμεική μεσαιωνικών χρόνων.
Στην ευρύτερη περιοχή Φιγαλίας και στα νοτιοδυτικά κοντά στον ποταμό Νέδα και στη θέση Παλιόκαστρο, κοντά σε σπήλαιο, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις82, τοποθετείται το ιερό της Μέλαινης Δήμητρας, που αναφέρει ο Παυσανίας83, ο Cooper εντόπισε ρωμαϊκή και βυζαντινή κεραμεική καθώς και βυζαντινές οικίες84.
Θέση Καστρούγκαινα.
Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού και βορειοανατολικά της Φιγάλειας, στην τοποθεσία Αγιος Νικόλαος, νότια του Παράδεισου, εντοπίσθηκαν ερείπια βυζαντινού ναού. Πρόκειται για κτίσμα που έχει σωζόμενο μήκος ± 8 μ., σωζόμενο πλάτος ±2,40 μ. Η αψίδα έχει μέγιστο σωζόμενο υψος ± 1,53 μ., χορδή 1,13 μ., λαμπάς 0,49 μ. Το πάχος του τοίχου είναι 0,77 μ.- 0,80 μ. Η τοιχοδομία είναι αργολιθοδομή με κονίαμα. Παραπλεύρως της αψίδας υπάρχει πρόσκτισμα οικοδομημένο με πολύ αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Η διαμόρφωση του ναού και του προσκτίσματος, η έκταση του κλπ., δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν.
Προς το παρόν είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για μονόχωρο ναό με πρόσκτισμα που μπορεί να χρονολογηθεί, με τα δεδομένα που έχουμε, στη μεσοβυζαντινή ή υστεροβυζαντινή περίοδο. Γύρω από το χώρο του ναού βρέθηκαν τα έξης αρχιτεκτονικά μέλη.
α) Κίων μονόλιθος από ασβεστολιθικό πέτρωμα με το επίθημα του. (είκ. 5) (Διαστάσεις: υψος ± 0,77 μ. Μέγιστη διάμετρος ± 0,37 μ. Ελάχιστη διάμετρος ±0,31 μ. Ελάχιστη περίμετρος ±1,04 μ. Μέγιστη περίμετρος ± 1,14μ.).
β) Επίθημα (ύψος ± 0,26 μ. Ανω διάμετρος ± 0,31μ.)
γ) Τεκτονικό κιονόκρανο (με γόμφωση). (Ανω διάμετρος ±0,278, και διάμετρος βάσης ± 0 , 4 1 μ.).
Στο χώρο της αρχαίας Φιγαλίας περισυνελέγησαν ρωμαϊκά και βυζαντινά νομίσματα85, ενώ στη θέση Γούβα, ανατολικά του χωριού στον αγρό ιδιοκτησίας Γ. Κόκκινη, βρέθηκαν πολλά βυζαντινά νομίσματα (κωνσταντινάτα)86.
Από τα παραπάνω προκύπτει οτι στο χώρο της αρχαίας Φιγαλίας, που ταυτίζεται με το σημερινό χωριό της Παύλιτσας Τριφυλίας, εκτός από τα ευρήματα της κλασσικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας υπάρχουν μαρτυρίες φιλολογικές και αρχαιολογικές της παλαιοχριστιανικής, της ύστερης βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου από τις οποίες αποδεικνύεται η κατοίκηση του χώρου κατά την εποχή αυτή. Σε ό,τι άφορα τη μνεία του τοπωνυμίου Poliça και Simico στην αραγωνική παραλλαγή του χρονικού θεωρούμε, ότι οι ενδείξεις για την ταύτιση του με την Παύλιτσα ενισχύονται πέρα από τις φωνητικές ομοιότητες, με τις αναφορές των πηγών, την ταύτιση του κάστρου της Ποριάς με θέση κοντά στο Στροβίτσι, καθώς και από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, όπως η ύπαρξη εκκλησιών βυζαντινής και υστεροβυζαντινής εποχής, καθώς και μεμονωμένων ευρημάτων παλαιοχριστιανικής εποχής. Η προσέγγιση η ταύτιση του Simico του αραγωνικού χρονικού θα θεμελίωνε πλήρως την παραπάνω θέση, αν μπορούσε να στηριχθεί σε τοπογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα. Η άποψη του Bon ότι η ταύτιση της τοπωνυμίας με το Σαμικό είναι πολύ αβέβαιη, αφού το τελευταίο δεν αναφέρεται σε πηγή μεταγενέστερη του 0ου αι., και αφού δεν έχουν επισημανθεί αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα87, που να δικαιολογούν μια τέτοια προσέγγιση, παραμένει πάντα ισχυρή. Παρά ταύτα ίχνη μεσαιωνικών επισκευών στα τείχη του αρχαίου Σαμικού είχαν επισημανθεί ήδη από τον Βon88, ενώ στα βορειοανατολικά του Σαμικού και στη θέση με τη χαρακτηριστική ονομασία Φραγκοκκλησιά εντοπίσθηκαν κάτω από παχύ στρώμα επίχωσης απόληξη πλινθοπερίβλητου τόξου παλαιοχριστιανικού ναού89, όπως επίσης ίχνη του εξωτερικού του τοίχου σε μήκος 8 μ. Από την ίδια θέση προέρχεται βυζαντινό νόμισμα ανώνυμο του 1034-1041, ενώ στη θέση Τάβλα βρέθηκε θησαυρός από 8985 μικρές χάλκινες υποδιαιρέσεις (minimi), καθώς και βυζαντινά νομίσματα90. Στην Καζάρμα της περιοχής Κλειδιού Σαμικού αναφέρονται λείψανα μεσαιωνικής οχύρωσης91.
Οι λίγες αυτές αρχαιολογικές ενδείξεις, καθώς και η έλλειψη πηγών μεταγενέστερων του +6ου, δεν είναι δυνατόν να στηρίξουν την άποψη για ταύτιση των Simico- Σαμικό. Άλλωστε οι αλλοιώσεις πού έχει υποστεί η περιοχή εξαιτίας των προσχώσεων δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπεράσματα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στην πόλη της αρχαίας Φιγαλίας, που γνώρισε ακμή κατά την αρχαιότητα και κάμψη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες για κατοίκηση κατά την παλαιοχριστιανική, βυζαντινή εποχή και κατά τα χρόνια της περιόδου της βενετοκρατίας. Οι λιγοστές μαρτυρίες και κάποιες αρχαιολογικές ενδείξεις επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο οικισμός υπήρχε τον -6ο. Ακολουθεί ένα χάσμα αρκετών αιώνων για το όποιο οι πληροφορίες των ελάχιστων και αμφίβολων πηγών που έχουμε δεν τεκμηριώνονται (π.χ. η μαρτυρία της notitia 3 ότι η Φιγάλεια είναι έδρα επισκοπής μεταξύ 8ου και 9ου αι.). Ή Φιγάλεια και η γύρω περιοχή φαίνεται ότι περνούν στο περιθώριο τη στιγμή που το κέντρο βάρους μετατοπίζεται προς την εύφορη πεδιάδα της μέσης Ηλείας, με τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας της Ηλείας στην Ωλένη. Στην περίοδο τής Φραγκοκρατίας και αφού περιλαμβάνεται μέσα στα Σκορτά, το χώρο στον όποιο διαδραματίζονται τα σημαντικότερα γεγονότα, αναφέρεται από τις πηγές τις σύγχρονες άλλα και τις μεταγενέστερες ως και την περίοδο της Βενετοκρατίας. Οι φιλολογικές μαρτυρίες και τα ευρήματα, όσα χρονολογούνται στην περίοδο αυτή, δεν επιτρέπουν την ανασύσταση του οικισμού, τής έκτασης του, πράγμα πού προϋποθέτει τη διενέργεια ανασκαφής τα πορίσματα τής όποιας θα πρέπει να μελετηθούν σε σχέση και με άλλα κοντινά οικιστικά κέντρα της νότιας και νοτιοανατολικής Ηλείας, όπως την Κάτω Φιγαλία (πρώην Ζούρτσα), βορειοδυτικά της Παύλιτσας, όπου βρέθηκε τρίκλιτη βασιλική του τελευταίου τετάρτου του 10ου αι.93, τήν Αινίσταινα94, βόρεια της Παύλιτσας, αξιόλογο κέντρο του 13-14ου αι., το Λέπρεο, όπου βρίσκονται ερείπια μεσαιωνικού κάστρου95 κ.ά. Άς σημειωθεί τέλος ότι κατά τον 14ο αι. (1323), όλη η περιοχή που περιλαμβάνει τη Ζούρτσα και τη Μουντρά (νοτιοδυτικά της Ζούρτσας), παραχωρήθηκε με το χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου στη μονή Βροντοχίου του Μυστρί, αμέσως μετά τη νίκη του εναντίον των Φράγγων «έτι δε καί χωρία δύο η Ζούρτζα και η Μουντρά καλούμενα».
ANNA Ι. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
* Εκφράζω και από τή θέση τις ευχαριστίες μου στους αρχαιολόγους Ελένη Δεληγιάννη-Δωρή, Άριστέα Καββαδία- Σπονδύλη και Άργ. Πετρονώτη.
1. Madeleine Jοst, Sanctuaires et Cultes d' Arcadie, Παρίσι 1985, σελ. 86.
2. Για την αρχαία πόλη της Φιγαλείας, την ιστορία και την τοπογραφία της βλ. τα άρθρα του Ε. Meyer , Phigaleia, RE, τόμ. XIX 2 (1938), στ. 2065-2085. Του ίδιου, Phigaleia, RE Supplomentum τόμ. VU (1940), στ. 1030-1032. Του Ιδιου, PhigaMa, Der Kleine Pauly Lexikon der Antike, 4 (1972), στ. 732-733. Του ίδιου , Phigaleia, RE Supplomentum, τόμ. XIV (1974), στ. 383-384. F. A . Coope r, Phigalia, The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, Princeton 1976, σελ. 703. Του ίδιου , Reconnaissance of a Greec Mountain City, Journal of Field Archaeology 8 (1981), σελ. 123-134. Jοst, Sanctuaires, σελ. 82-98.
3. Παυσ. Vili, 39, 5 (εκδ. Ν. Δ. Παπαχατζή, Πανσανίου Ελλάδος Περιήγησις, βιβλία 7 και Η. Αχαϊκά και Αρκαδικά, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1980), «Κείται δε ή Φιγαλία επί μετεώρου μεν και αποτόμου (τα) πλείονα, και επί των κρημνών φκοδομημένα εστί τείχη σψίσιν ανελθόντι δε ομαλής εστίν, ο λόφος ì'/δη και επίπεδος.
4. F. Α. Cοoρer, Topographical Notes from Southwest Arcadia, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών 5 (1972) 3, σελ. 359-362.
5. Jοst, Sanctuaires, σελ. 86, πίν. 23, είκ. 4.
6. Γιά το αρχαίο οδικό δίκτυο τής περιοχής τής νοτιοδυτικής Αρκαδίας βλ. Άρ. Πετρονώτη , Πέντε ύδρωνύμια τυς Θεισοαίας Λυκαίου Παυσανίας VIII, 38, 9, Πρακτικά του Α' Συνεδρίου Ήλειακών Σπουδών 1978, Αθήνα 1980, σελ.200. Σημειώνεται ότι ο Παυσανίας είχε φτάσει στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνος από τη Φιγαλεία, ακολουθώντας ορεινό ήμιονικο δρόμο μήκους 8,5 χλμ. περίπου βλ. Παπαχατζή, Παυσανίον Αρκαδικά, σελ. 364-365, σημ. 1.
7. Cooper , A Grece Mountain City, σελ. 133-134. Jοst, Sanctuaires, σελ. 92.
8. Για το τείχος τής Φιγαλείας βλ. F. Ε. Winter, Greek Fortifications, Τορόντο 1971, σελ. 111-112. Cooper , A Greek Mountain City, σελ. 123-133.
9. Jost, Sanctuaires, σελ. 88.
10. Jost, δ.π., σελ. 88.
11. Βλ. το χάρτη τής Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στράτου, φύλ. Νέα Φιγαλεία - 3-1977, κλ. 1:50.000. Ή ταύτιση της αρχαίας Φιγαλείας μέ το σημερινό χωριό Παύλιτσα είχε προταθεί και παλαιότερα, άλλα επιβεβαιώνεται συνεχώς από τότε με καινούργια αρχαιολογικά ευρήματα, Βλ. W. Μ. Leake , Travels in the Marea, τόμ. Α', Λονδίνο 1830, σελ. 490. Μ.Ε. Ρui1 ο n Βοb1aye, Expédition Scientifique de Morée, Παρίσι 1836, σελ. 165. J.Α. Βuchοn, La Grèce continentale et la Morée, Παρίσι 1843, σελ. 469. Βλ. επίσης Arg . Petronotis , BASSAI: Merely a Place- Name or the Name of an Ancient Settlement, Πελοποννησιακά 16 (1985-86), σελ. 385. Jοst, Sanctuaires, σελ. 86.
12. Πολύβ. IV, 6, 10 (Ικδ. J. de Foucault , ΙΙαρίσι 1972). Αθήν. Δειπν.Γν, 148 (Ικδ. Ch. Burt on Gulick , Λονδίνο-Χέα Υόρκη 1928). Παυσ. VIII, 39, 5. Στράβ. VIII, 3, 22 (Ικδ. R. Βa1adié, Παρίσι 1978).- Διόδ. Σικελ. XV, 40, 2 (εκδ. Cl. Vial , Παρίσι 1977).
13. Παυσ. Vili, 3,1-2: «Οι δε άλλοι παίδες του Ανκάονος πόλεις ενταύθα εκτιζον ένθα εκάατω μάλιστα ην κατά γνώμην. Πάλλας μεν και ΌρεσΟεύς και Φίγαλος Παλλάντιον, Όρεσθεύς δέ Όρεσθάσιον, Φιγαλίαν δε οίκίζει Φίγαλος... Φιγαλία δε και Όρεσθάσιον [εν/ χρόνω μεταβάλλονσι τά ονόματα, Όρέστειον τε άπα Όρέστον κληθεϊσα του Αγαμέμνονος και Φιαλία άπα τον Βονκολίωνος παιδος Φιάλου». Ό Παυσανίας αναφέρει παράδοση, σύμφωνα μέ τήν οποία ή πόλη πήρε το ονομά της άπο τή νύμφη Φιγαλία: Παυσ. Vili, 39,2: «λέγεται δε και άλλα ουκ άξιόχρεα ες πίστιν, άνδρα αυτόχθονα είναι τον Φίγαλον και ου Λυκάονος παΐδα τοις όε είρημένον εστίν ώς ή Φιγαλία νύμφη τών καλουμένων εϊη δρνάδων».
14. Μ. Schmidt, Hesychii Alexandrini Lexicon,τόμ.Δ',τχ. α' lenae 1862,λ.Φιγάλ(ε)ια, σελ. 242,στ. 37.
15. Στεφάνου Βυζαντίου Εθνικά, βλ. λ. Φιγαλέα (εκδ. Α. Μeineke, Βερολίνο 1849, φωτοτ. άνατύπ. Γκράτς 1958).
16. D. Feissel - Anne Philippidis - Braat , Inventaires en vue d'un recueil des Inscriptions Historiques de Byzance. III. Inscriptions du Péloponnèse (à l'exception de Mislra, TM 9 (1985) σελ. 373, άρ. 153.
17. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 647l s . (Ικδ. Ε. Ηοnigmann, Le Synekdèmos d'Hiéroklès et l'opuscule géographique de Georges de Chypre, Βρυξέλλες 1939).
18. .1. Darrοuzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique introduction et notes, Παρίσι 1981, Notitia 37 M .
19. A. Adler , Suidae Lexicon, τόμ. Δ', Λιψία 1935, λ. Φιγαλενς ο από του δήμου Αρκαδίας καί ο δήμος Φιγάλεια.
20. Alfred Morel - Fatio , Libro de los Fechos et conquistas del pnneipado de la Morea, Γενεύη 1885, σελ. 80, § 363.
21. C h. IIορf, Chroniques gréco-romanes inédites ou peu connues, Βερολίνο 1873 (φωτ. ανατύπωση 1961) σελ. 206.-- Α. Bon , La Morée Franque, Recherches historiques topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), Παρίσι 1969, σελ. 694.— W. McLeοd, Castles of the Marea in 1467, BZ 65 (1972), σελ. 361, 356, στ. 1, 32. Σέ κατάστιχο τής ΙΙελοποννήσου του 1461/1463, άπαντα το τοπωνύμιο Politsa, πού δέν φαίνεται να έχει σχέση με τή θέση Poliça καί Spoliza του αραγωνικού χρονικού καί της καταγραφής του 1467 αντίστοιχα. Για την Politsa βλ. Β. Παναγιωτόπουλου , Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985, σελ. 218, 222.
22. Βοn, Morée, ο.π., σελ. 338, πίν. IX. Για το χάρτη βλ. δ.π., σελ. 34.
23. Σ π. Λάμπρου , Απογραφή του Νομού Μεθώνης επί Βενετών, ΔΙΕΕ 2 (1885), σελ. 706.
24. Κ. Ντόκου, Ή εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον τής Β' Ενετοκρατίας, BNJ 21 (1971-1974), σελ. 156. Βλ. καί Παναγιωτόπουλου , ΙΙληθυσμος και οικισμοί τής Πελοποννήσου, σελ. 227, 251, 295 (Paulizza, Pavlïzza, Pavlizza).
25. G. Alberghetti , Notizia dello stato presente del regno della. Marea... Breve descrizzione corografica del Peloponneso ο Marca... estratta dal volume di D. Pier Antonio Pacifico, Βενετία 1700, σελ. 93. Θ. Κριμπα, Ή Ένετοκρατούμενη Πελοπόννησος (1685-1715), Πελοποννησιακά 1 (1956), σελ. 345.
26. Βλ. D. Georgacas , Beiträge zur Deutung als slavisch erklärter Ortsnamen, BZ 41 (1941), σελ. 370-371. Για τήν τοπωνυμία Polica, Poliöica βλ. P h . Ma1ingοudis, Studien zu den slavischen Ortsnamen Griechenlands, Wiesbaden 1981, σελ. 87.
27. Ή άποψη αύτη έχει διατυπωθεί άπο τον Ά . Μπούτουρα , Περί τής καταλήψεως -ίτσα -ίτσι εν τή νεοελληνική, Λαογραφία 3 (1911) σελ. 611 γιά τά τοπωνύμια ΒΙ-στριτσα, Βόνιτσα κ.&. Ftà τά τοπωνύμια σέ -ιτσα βλ. Μ. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941 (φωτ. ανατ. Λιψία 1970), σελ. 304.
28. Βλ. σχετικά Φ. Κουκουλέ, Περί της υποκοριστικής καταλήξεως -ιτσιν, Ελληνικά 4 (1931), σελ. 362. Σύμφωνα μέ την άποψη αύτη ή κατάληξη -ιτσιν προέρχεται άπ' την κατάληξη -ικιν, πού κατά τσιτακισμο έγινε -ίτσι και μεσαιωνικό -ιτζην.
29. Ε. Μeyer, RE, τόμ. ΧΙΧ2 (1938) στ. 2083. Δεν μπόρεσα να συμβουλευθώ τήν αδημοσίευτη μελέτη πού αναφέρεται και στην Παύλιτσα του F. Κ. LitSa, Toponyms from the Eparchy of Olympia (and Triphylia) July 1963. Τη σλαβική καταγωγή του τοπωνυμίου Παύλιτσα, Poliça καί Spoliza, υιοθετεί και ο Δ. Βαγιακάκος, απαντώντας σέ σχετική ερώτηση μου.
30. Σημειώνεται δτι ή τοπωνυμία Pavliça άπαντα καί στην Σερβία βλ. G. Millet , L'ancien art Serbe. Les églises, Παρίσι 1919, σελ. 154. II. Μυλωνά, Ή Μονή Πέτρας στην Νότια Πίνδο. (Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Αλωση) τόμ. Β' Αθήνα 1982, σελ. 133, σελ. 137, σημ. 37.
31. Ζώσιμος, V,7,1 (Ικδ. F r . Ρachοud, Zosime, Histoire nouvelle, τόμ. ΠΤ, Παρίσι 1986 «τή Πελοπόννησο) προσοχών εις Φολόην σνμφυγείν τους βαρβάρους ηνάγκασε».
32. Inscriptiones Graecae, τόμ. Ε', τεύχος 2, σελ. 107, στ. 104 κ.έ. (Inscriplioncs Arcadiae, έ'κδ. F r. Η. de Gaertringen, Βερολίνο 1913 (φωτ. άνατύπ. 1966). Feissel - Philippidis - Braat , Inscriptions, σελ. 373, άρ. 153.
Τόν δ' ετεον Φια/.ήες ευρέκτην Πολύχαρμον στήσαμεν έρμα δίκης Ζηνί παρ' ίθυδίκφηνυσαν δ' Ελληνες· εν α'ισιμίη γαρ ανυσσιν αρχήν, παντοίης ϊδρις εών αρετής.
L. Robert , Epigramme d'Egine, Hellenica τόμ. Δ' (1948), σελ. 20. (3ου ή 4ου).
33. Α.Η.Μ. Jones, The Prosopography of the Later Roman Empire, (A.D. 260- 395), τόμ. A', Cambridge 1971, σελ. 711. L. Robert , Hellenica, τόμ. Δ', σελ. 20.
34. M. Schmidt, Hesychii Lexicon, τόμ. Δ', τχ. α' λ. Φιγάλ(ε)ια.
35. Στεφάνου Βυζαντίου, Εθνικά, βλ. λ. Φιγαλέα.
36. Ίεροκλέους Συνέκδημος 6471 3 (εκδ. Ε. Ηοnigmanη ).Π .Α. Γιαννόπουλου, Ή Ηλεία κατά τήν μεσοβυζαντινήν περίοδον, Επετηρίς Εταιρείας Ήλειακών Μελετών 1 (1982), σελ. 196.
37. Darrοuzès, Notitiae, 3'6 3 και σελ. 29, 439. Πρόκειται για τη Notitia τών Είκονοκλαστών πού σώζεται στον Κώδ. Paris. 1555Α τοΰ 14ου αι. Για την αξιοπιστία της notitia ώς ιστορικής πηγής, βλ. τα σχόλια του Darrouzès στή σελ. 32
38. Αγνής Βασιλικοπούλου - Ίωαννίδου, Ή Επισκοπή Ώλενης- Βολαίνης κατά την Βυζαντινήν περίοδον, Πρακτικά του Α' Συνεδρίου Ήλειακών Σπουδών, Αθήνα, 1980, σελ. 252. 39 Γιαννόπουλου, Η Ηλεία, σελ. 197. Για τις επισκοπές Ωλένης και Μορέως βλ. Ν. Τωμαδάκη, Σημείωμα περί των εν Ηλιδι Βυζαντινών 'Επισκοπών, Έπετηρίς Εταιρείας Ήλειακών Μελετών 2 (1983), σελ. 11-14.
40. Ζωναρά, Λεξικον (Ικδ. Ι. Α. Η. Τittmanη, Λιψία 1808, άνατύπ. Amsterdam 1967) τόμ. Β', σελ. 1809.
41. Bon , Morée, σελ. 59-68.
42. Libro de los fechos, § 363, σελ. 80. Βοn, Morée, σελ. 337, σημ. 7. Σύμφωνα με την Ελληνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως (εκδ. Π. Καλονάρου, Το Χρονικον του Μορέως, Αθήνα 1940, στ. 5736 κ.έ.), ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος παραχώρησε φέουδα και άλλα προνόμια με τον όρο ότι οι αποδέκτες θα του ήταν πιστοί και θα βαπτίζονταν χριστιανοί.
43. Για τον Τούρκο μισθοφόρο Μελίκ βλ. Ü. Ζakythinοs, Le Despotat Grec de Morée, τόμ. Β', Vie et Institutions, édition revue et augmentée par Chryssa Maltézou, Λονδίνο Variorum 1975, σελ. 215.— Κ.Χ. Μουτσόπουλου, Από την Βυζαντινή Καρύταινα, Πελοποννησιακά 16 (1986), σελ. 187-193. Βλ. επίσης V. Laurent , Une famille turque au service de Byzance. Les Mélikès, BZ 49 (1956), σελ. 349-361.
44. Χρονικον του Μορέως (εκδ. Π. Καλονάρου) , στ. 5733-5738.
45. Libro de los fechos, δ.π., § 363, σελ. 80.
46. Βοn, Morée, σελ. 337-338.
47. Στ. Δραγούμη, Χρονικών Μορέως τοπωνυμικά, τοπογραφικά, Ιστορικά, Αθήνα 1921, σελ. 257.
48. Hopf, Chroniques, σελ. 206. Bon, Morée, σελ. 694.
49. McLeοd, Castles, σελ. 356, στ 1, 31-3, 32, σελ. 361. Ι) Georga - caS - W. A. McDonald , Place Names of Southwest Peloponnesus, Αθήνα 1968, άρ. 6589.
50. Βοn, Morée, σελ. 338.
51. Mc Leοd, Castles, σελ. 356.
52. Βλ. το χάρτη Σκορτών: Β Ο il, Morée, δ.π., πίν. 3.
53. Για τά Σκορτά και την οριοθέτηση τους βλ Ί . Σαρρή, Τα «Κάστρα των Σκορτών » Άράκλοβον και Αγιος Γεώργιος, Αρχαιολογική Έφημερις (1934-1935), σελ. 57- 84. Κ. Ρωμαίου , Τοπογραφικά τής Φραγκοκρατίας, Πελοποννησιακά 2 (1957), σελ. 1 -26 Bon , Morée, σελ. 363-4U6 Γιά την ετυμολογία της λέξης Σκορτά βλ. Ά. Ά ο άμανίου, Τα Χρονικά του Μορέως. Συμβολαί εις την Φραγκοβνζαντινήν ιστορίαν και φιλολογίαν, ΔΙΕΕ 6 (1906), σελ. 481. D. J. Geοrgaca S, The Middle Greek Placename Skorta (in Arcadia), Beitrage zur Namenforschung 1 (1949), σελ. 78-84.
54. Bon, Morée, σελ. 393.
55. Bon , Morée, πίν. 9.
56. Λάμπpου, Απογραφή τον Νομού Μεθώνης, σελ. 706. Στον ίδιο δήμο περιλαμβάνονται
ό Αγιος Ηλίας, η Κοπάνιτζα, η Ζούρτζα, η Βερβίτζα, τό Δραγώγη, η Γάρδιτζα. Το 1689 η Παύλιτζα εϊχε 63 κατοίκους, ενώ το 1879 αριθμούσε 316 βλ. Λάμπρου, δ.π., σελ. 707.
57. JSJ τόκου, Ή εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία, σελ. 156. Σέ άλλη απογραφή τής Βενετοκρατίας ή Paulizza άπαντα κοντά στο Στροβίτσι, τη Γαρδίτσα, τη Σμερλίνα, τη Ζούρτσα βλ. Κριμπα, Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, σελ. 345.
58. Πύρρος Οετταλος (Ικδ. Π. Χαραλαμπόπουλου , 1978) σελ. 16.
59 W. Geli, Narrative of a journey in the Morea, Λονδίνο 1823, σελ. 101-105. lake , Travels, σελ. 490 κ.έ. C h . Β1οuet, Expédition Scientifique de Morée, Architecture, sculptures, inscriptions et vues, τόμ. Β', Παρίσι 1833, σελ. 2-3. Ρui1lon Boblaye , Expédition Scientifique de Morée, σελ. 165. F. A1denhονen, Itinéraire descriptif de l'Attique et du Péloponnèse, 'Αθήνα 1841, σελ. 218-221. L. Ross , Beisen und Beisenrouten durch Griecheland, L Beisen im, Peloponnes, Βερολίνο
1841, σελ. 98. Βuchοn, La Grèce continentale et la Morée, σελ. 470-471.— E. Curtius, Peloponnesos, T, Gotha 1 851, σελ. 320-322. A. R. Rangabès, Souvenirs d'une excursion d'Athènes en Arcadie (dans Mémoires à l' Académie des inscriptions et Belles Lettres, Ire série, tom. V, Ire partie), 1857, σελ. 359 κ.ε.
60. Gell , Journey in the Morea, σελ. 104. Leake , Travels, σελ. 497-498. ΒΙοuet, Expédition, πίν. Ι, 'Εκκλησία C. Jοst, Sanctuaires, σελ. 87.
61. Για τους σταυρεπίστεγους ναούς γενικά βλ. Α. Ορλάνδου , Οί σταυρεπίστεγοι ναοί τής Ελλάδος, Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων τής Ελλάδος Α' (1935) σελ. 41- 52. Γ. Δημητροκάλλη Π καταγωγή των σταυρεπιστέγων ναών, Xapto-rijpiov εις Άναστάσιον Κ. Όρλάνδον, τόμ. Β', Αθήνα 1966, σελ. 187-211. Χ. Μπούρα, Μαθήματα ιστορίας της αρχιτεκτονικής, τόμ. Β', Αθήνα 1975, σελ. 236-238. Μτούλς Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες τον Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι Μεγαρίδος, (Αρχαιολογικόν Δελτίον 25), Αθήνα 1978, σελ. 8, σημ. 11. Ν. Νικονάνου, Βυζαντινοί ναοί τής Θεσσαλίας, Αθήνα 1979, σελ. 147-150. Για τους σταυρεπίστεγους ναούς τής Πελοποννήσου βλ. Μ. Ι1 κητάκου, Ό εις Φιλιατρά βυζαντινής εποχής σταυρεπίατεγος ναός της Αναλήψεως, Φιλιατρά, έτος Β', τεύχ. 7, Μάιος (1958), σελ. 17-27. Sophia Κalopissi - Verti , Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), (Miscelanea Byzanüna Monacensia 20) Μόναχο 1975. Χαράς Κωνσταντινίδη, Ο σταυρεπίστεγος ναός τής Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα της εξω Μάνης, Πελοποννησιακά 16 (1985-1986), σελ. 423-440.
62. Τις τοιχογραφίες του ναού προτίθεται να μελετήσει ή αρχαιολόγος κυρία 'Ελένη Δεληγιάννη-Δωρή.
63. Ώς πιθανή περίοδος οικοδόμησης του ναού μπορεί να θεωρηθεί το δεύτερο ήμισυ του 13ου αι. Στοιχείο που ενισχύει την άποψη αυτή είναι ή τοιχοδομία της ανατολικής και βορεινής πλευράς.
64. Ντόκου, ο.π., σελ. 156. Ή χρονολόγηση οφείλεται στην Ελένη Δεληγιάννη - Δωρή.
65. Jοst, Sanctuaires, σελ. 88.
66. Ευχαριστώ θερμά την κυρία Μαργαρίτα Κουμουζέλη που μου έδωσε την πληροφορία. Τα ευρήματα περιγράφονται αναλυτικά σε έκθεση της προς την Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων Πάτρας.
67. Β1οuet, Expédition, πίν. Ι εκκλησία Β. Rangabès, Souvenirs, σελ. 87.1οst, Sanctuaires,σελ. 87.
68. Φυλάσσεται σήμερα στο Σχολείο της Παύλιτσας.
69. Χ. Μπούρα, Κατάλογος αρχιτεκτονικών μελών του Βυζαντινού Μουσείου, αλλοτε στις αποθήκες τον Εθνικού Αρχαιολογικού- Μουσείου, ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΓ' (1985-86)[1988], σελ.48-49,είκ.20.
70. Α.Κ. Ορλάνδου , Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Τεγέας-Νικλίον, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, 12 (1973), σελ. 92, είκ. 52.— Vas. Vémi, Les chapiteaux ioniques à imposte de Grèce à l'époque paléochrétienne, Παρίσι 1989 (BCH Supplementum XVII), άρ. 75, σελ. 113-114, πίν. 27.
71. Josi, Sanctuaires, σελ. 88.
72. Παυσ. VITI, 41, 1.
73. Ντόκου, ο.π., σελ. 156.
74. Ντόκου, ο.π., σελ. 156.
75. Lake , Travels, σελ. 496. Β1uet, Expédition, ο.π., πίν. Ι, L.- Α1den -hoven, Itinéraire, σελ. 220-221. Βuchοn, La Grèce continentale et la Morée, σελ.170. Jοt, Sanctuaires , σελ. 86.
76. Leake, Travels, σελ. 496 Cυrtius, Peloponnesos, 1, σελ. 321. Josi ,Sanctuaires, σελ. 86.
77. Οί Leake , (ο.π., σελ. 496), Aldenhoven (σελ. 220-21), Βuchοn (ο.π., σελ. 470), κάνουν λόγο για δυο εκκλησίες, τής Παναγίας και του Προφήτη Ηλία.
78. Ντόκυ, ο.π., σελ. 156.
79. Cοορer, Phigalia, σελ. 703.
80. Ντόκου, δ.π., σελ. 156.
81. Ντόκου, ο.π., σελ. 156.
82. Cooper , a Greek Mountain City, σελ. 133-134.,) osi , Sanctuaires, δ.π., σελ. 92, σημ. 4 bis.
83. Παυσ. VIII, 41, 7, 42, 1-13.
84. Cooper , δ.π., σελ. 134.
85. Θεοδ Καράγιωργα, Τυχαία ευρήματα, περισυλλογή και επισήμανση αρχαίων, Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971) Β1, σελ 146.
86. Εφημερίδα Φιγαλικό Βήμα, ετ. Β', φύλ. 19 Ίαν. 1986, σελ. 3.
87. Βοn, Morée, σελ. 337-338. Το Σαμικό βρίσκεται στην παράλια Τριφυλία σε απόσταση 8 χλμ βορειοδυτικά της Ζαχάρως.
88. Bon, δ.π., σελ. 338.
89. Ελένης IIαπακωνσταντίνου - Χαρίτου, Περιοχή Σαμικού, αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στά ιστορικά χρόνια, Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, 2 (1983), σελ. 302-303, 304.
90. Άννας Αβραμέα, Νομισματικοί «θησαυροί» και μεμονωμένα Νομίσματα από την Πελοπόννησο (Στ'- Ζ' al), Σύμμεικτα 5 (1 983), άρ. 33, σελ, 66. Καράγιωργα, Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971) Β1 Χρονικά, σελ. 146.
91. TN. Γιαλούρη, Οδηγάς Αρχαιοτήτων αρχαίας Τριφυλίας νυν Ολυμπίας, Ολυμπιακά Χρονικά 4 (1973), σελ. 166.
92. C h. Βοuras, Zourlsa. Une basilique byzantine au Péloponnèse, Cahiers Archéologiques 21 (1971), σελ. 137-149. Ροδονίκης Έτζέογλου , Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Πελοποννήσου, Αρχαιολογικον Δελτίον 28 (1973), Β1 Χρονικά, σελ. 236. Μυρτώ Γεωργοπούλου , Νομός Ηλείας, αναστηλωτικές εργασίες, Αρχαιολογικόν Δελτίον 35 (1980), Β1 Χρονικά σελ. 208.
93. Ν. Γιαλούρη, Αρχαιότητες και μνημεία Ηλείας. Αποκάλυψις νέων μνημείων, Αρχαιολογικόν Δελτίον 22 (1967) Β1 Χρονικά, σελ. 209. Γιαλούρη, Οδηγός, σελ. 159.
94. Γιαλούρη, Οδηγός, σελ. 152.
95. Κ. Γ. Ζησίου, Επιγραφαί Χριστιανικών Χρόνων της Ελλάδος, Βυζαντίς 1 (1909), σελ. 553.