.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Το φρούριο της Μεθώνης στους δύο τελευταίους βενετοτουρκικούς πολέμους



 Είν’ ένα ισχυρό φρούριο, που βρίσκεται πάνω από ένα χαμηλό τμήμα γης. Βρέχεται από τις τρεις πλευρές του από τη θάλασσα και τα τείχη του είναι πανύψηλα. Το λιμάνι του, προς την ανατολή, έχει έναν μικρό μόλο ικανό να φιλοξενήσει με ασφάλεια μόλις τρεις ή τέσσερις γαλέρες. Προς το νοτιά, το οχυρωμένο νησί της Σαπιέντζας, ένα μίλι απόσταση από την άκρη του φρουρίου, ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα. Από τη μεριά της ξηράς, κοντά στο λιμάνι, υπάρχει μια ξερή τάφρος βάθους 5 μπράτσων και πλάτους 20[...] Μετά από διάφορες γέφυρες, μια άλλη τάφρος, ξερή, βοηθά να περάσει κανείς από την ξηρά στο σώμα του φρουρίου[...] Η πόλη ξεκινά μετά από μισό μίλι από το φρούριο. Έχει περιφέρεια ένα μίλι και κατοικείται από Έλληνες. Υπάρχει επίσης στο λιμάνι μια βραχονησίδα όπου, αν ήταν δυνατό να τοποθετηθούν εκεί κανόνια, θα μπορούσε να προκληθεί αρκετή ζημιά στο φρούριο, αφού είναι τόσο ψηλή όσο τα τείχη.1 
 Με αυτό τον τρόπο περιέγραφε, στα 1686, ο άγγλος περιηγητής Bernard Randolph το φρούριο της Μεθώνης, στο σημαντικό για την ιστορικογεωγραφική μελέτη των ελληνικών περιοχών έργο του The present state of the Morea.2 Πράγματι, το συγκεκριμένο φρούριο βρισκόταν στο κέντρο ενός ευαίσθητου γεωπολιτικά χώρου, η σημασία της κατοχής του οποίου ήταν μεγάλη –τόσο μεγάλη, ώστε να δικαιολογεί τα επινίκια απόκτησής του. Εξαιτίας αυτού, η Μεθώνη είχε το δικό της πικρό μερίδιο στις καταστροφές που έπληξαν το νεότερο ελληνισμό.




 Δύο τεκμήρια σε αυτή την ιστορική πορεία επιλέξαμε να παρουσιάσουμε, με την ευκαιρία του Συνεδρίου της Μεθώνης De Veneciis ad Mothonam. Το πρώτο έχει να κάνει με την τελευταία αναλαμπή της βενετικής παρουσίας στην Ανατολή, την κατάληψη του φρουρίου της Μεθώνης από τον πολύ Francesco Morosini, το καλοκαίρι του 1686. Το δεύτερο, περίπου τριάντα χρόνια μετά, το 1715, αφορά την ανακατάληψή του από μια οθωμανική αυτοκρατορία που είχε εκδηλώσει τα πρώτα σημάδια της ασθένειας η οποία έμελλε να απασχολήσει την ιστοριογραφία επί μακρόν. Για τους Βενετούς, η κατάληψη του 1686, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Μοριά, είχε ιδιαίτερη σημασία· την πανηγύρισαν έντονα, την εξιστόρησαν στην επίσημη και ανεπίσημη ιστορία τους, την εξύμνησαν στη λογοτεχνία τους και επεφύλαξαν στον πρωταγωνιστή της το υπέρτατο πολιτειακό αξίωμα.3 Για τους Τούρκους, η απώλεια της Μεθώνης και συνολικά του Μοριά ήταν μια υπόμνηση του τι μπορούσε να κάνει ο χριστιανικός κόσμος, αν αποφάσιζε να τους αντιταχθεί. Η απόφαση αυτή βέβαια, είχε το μειονέκτημα ότι επαναλαμβανόταν μόνο ως υπόμνηση και ποτέ δεν δοκιμάστηκε στην πράξη. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες παρέμεναν εν πολλοίς θεατές στο ίδιο έργο, εφόσον δεν υπήρχε ούτε η δυνατότητα ενός αυτόνομου, διμέτωπου αγώνα, αλλά ούτε και η συνείδηση της αναγκαιότητας ενός τέτοιου αγώνα. Γι’ αυτούς τους τελευταίους, η κατάληψη ή η ανακατάληψη της Μεθώνης σήμαινε κυρίως την αλλαγή κυριάρχου, απέναντι στην οποία τοποθετούνταν θετικά όταν και εφόσον πίστευαν ότι θα συντελούσε στη βελτίωση εκείνων των όρων της ζωής τους που εξελάμβαναν ως σημαντικότερους.4

 Οι πηγές που μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη δεύτερη περίοδο της παρουσίας τωνΒενετών στην Ανατολή, η οποία καθιερώθηκε να αποκαλείται «Β´ βενετοκρατία» και ιδιαίτερα για την εκστρατεία του Morosini στην Πελοπόννησο τα έτη 1685-1687 (Guerra della Morea), είναι ευτυχώς πολύ περισσότερες από την πρώτη. 
 Από το ανέκδοτο υλικό, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ δύο ημερολόγια πολέμου, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς αποτελούν τη λεπτομερή καταγραφή της πολιορκίας τού φρουρίου της Μεθώνης από τους Βενετούς, το 1686. Μολονότι η έκτασή τους δεν είναι ομοιόμορφη, οι πληροφορίες που δίνουν μας βοηθούν να αναπαραστήσουμε το σκηνικό της πολιορκίας και να προβούμε σε ορισμένες προσεκτικές ερμηνείες.
 Για τη δεύτερη πολιορκία της Μεθώνης, που έγινε το 1715 από τους Τούρκους, δε στάθηκε δυνατό να εντοπίσουμε ένα ανάλογο, βενετικό ημερολόγιο πολέμου. 
Δεξιά: Francesco Morosini, 26 Φεβρουαρίου 1619 - 6 Ιανουαρίου 1694

 Εξάλλου, οι καταγραφές του είδους είναι σπάνιες την περίοδο αυτή.5 Με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους τον μακρύ 18ο αιώνα, το όνειρο της Βενετίας για αναβίωση της πάλαι ποτέ ένδοξης αυτοκρατορίας της ετάφη οριστικά. Ήταν η ίδια η Βενετία που επέλεξε να θάψει και τη μνήμη της ήττας αυτής.
 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν επέτρεψε, ακόμα και στον επίσημο, τον επιλεγμένο ιστορικό της Pietro Garzoni, να δημοσιεύσει το δεύτερο μέρος της Ιστορίας της Βενετικής Δημοκρατίας, το οποίο κάλυπτε ακριβώς την υποχώρηση των Βενετών από την Ανατολή, παρά μόνο μετά από αρκετή βάσανο.6 Οι συνθήκες άλλωστε κάτω από τις οποίες έγινε η παράδοση της Μεθώνης στους Τούρκους, δεν είχαν ούτε τη γεύση μιας τραγικής υπεράσπισης, εκείνης που είναι ικανή να ανατρέψει την πικρή αίσθηση της απώλειας στη μνήμη των επόμενων γενεών.
 Εκείνο λοιπόν που αναζήτησε η Βενετία μετά την ήττα του 1715 δεν ήταν οι δικές της ευθύνες, αλλά οι τυχόν ευθύνες των αξιωματούχων της. Πρόκειται για πρακτική γνώριμη στη βενετική –και όχι μόνο– ιστορία. Με τον σχηματισμό δικογραφιών των φερόμενων ως υπευθύνων παράδοσης των πελοποννησιακών φρουρίων στους Τούρκους, επιχειρήθηκε αφενός να καθησυχαστεί η κοινή γνώμη και αφετέρου να διασωθεί το σύστημα, εκείνο δηλαδή που ήταν πραγματικά υπεύθυνο για την απώλεια του Μοριά. Παρουσιάζουμε λοιπόν μια σύνοψη των καταθέσεων ανώτατων αξιωματικών της Βενετίας σχετικά με την παράδοση του φρουρίου της Μεθώνης στους Τούρκους στις 17 Αυγούστου του 1715, η οποία εντοπίστηκε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας. Χωρίς να αποτελεί «ημερολόγιο» με τη συμβατική έννοια του όρου, στο χειρόγραφο αυτό αποτυπώνονται λεπτομερώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη η πολιορκία και η παράδοση του φρουρίου, σύμφωνα βέβαια με τους ισχυρισμούς των Βενετών. Οι ισχυρισμοί αυτοί, με τη σειρά τους, αντιπαραβάλλονται με άλλες μαρτυρίες, τις οποίες συγκέντρωσαν οι ανακριτές στη μητρόπολη σε βάθος χρόνου και αποτελούν στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
 Φυσικά, το ιστορικό πλαίσιο του 1686 δεν είναι όμοιο με εκείνο του 1715. Αυτό σε μια πρώτη φάση, μάς αναγκάζει να διαχωρίσουμε την παρουσίαση σε δύο αυτόνομα μέρη που διαπραγματεύονται το ιστορικό πλαίσιο κάθε πολιορκίας, τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι πηγές, τις συμπληρωματικές πηγές που διαθέτουμε, περίληψη της αφήγησης και, φυσικά, το μεταγραμμένο κείμενο. Υπό μια άλλη όμως, συνθετική έννοια, μας επιτρέπει ένα πρωθύστερο: να σημειώσουμε εδώ, στο μέρος του προλόγου, έναν σύντομο επίλογο, ο οποίος δικαιολογεί με τη σειρά του και την επιλογή των δύο αυτών τεκμηρίων της ιστορίας της Μεθώνης.
 Πρώτα από όλα, η Βενετία, ένα κράτος με πάγιο προσανατολισμό προς την Ανατολή, επιχείρησε στα τέλη του 17ου αι. μια reconquista των περιοχών που είχε αποσπάσει με τη μοιρασιά της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ακόμα και αν δεν ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο εγχείρημα κατ’αυτό τον τρόπο, οφείλουμε να δεχτούμε ότι η Βενετία ήθελε τουλάχιστον να έχει ένα δεύτερο λόγο απέναντι στην Πύλη, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Παρόλο το ότι οι συγκυρίες λειτούργησαν υπέρ της και απέκτησε τελικά μια διευρυμένη εδαφικά κτήση, κατά βάθος ήξερε καλά ότι η κυριαρχία της δεν θα διαρκούσε για πολύ. Η οθωμανική αυτοκρατορία θα ανέκαμπτε και θα στοχοποιούσε τη βενετική παρουσία στο Μοριά, έχοντας πολλαπλάσιους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους από αυτήν. Εξάλλου, οι δυνάμεις της αδράνειας που δημιουργούσαν αδιέξοδα στο εσωτερικό της Δημοκρατίας του αγίου Μάρκου ήταν οι ίδιες που συνετέλεσαν, μετά από λίγα χρόνια, στην οριστική εγκατάλειψη του Μοριά όσο και στην ψυχολογική απομάκρυνση του ντόπιου ελληνικού στοιχείου από τη Βενετία. Τελικά η Γαληνοτάτη απέτυχε γιατί οι πρόσκαιρες νίκες της στο πεδίο του πολέμου τον 17ο αιώνα τής αφαίρεσαν ακριβώς τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε ένα μοντέρνο κράτος· διατήρησαν στη ζωή εκείνα τα συντηρητικά σχήματα, που θα είχαν διαφορετικά καταρρεύσει και αντικατασταθεί, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις κτήσεις. Ωστόσο, η παρουσία της Βενετίας στο Μοριά δεν ήταν ολωσδιόλου μάταιη και όχι μόνο γιατί συνετέλεσε στην αναδιαπραγμάτευση, από την πλευρά των Ελλήνων, των όρων υποταγής τους στους Τούρκους. Για τη Μεθώνη, όπως και για τους ελληνικούς πληθυσμούς που γνώρισαν τη σύντομη κυριαρχία των τριάντα χρόνων που χωρίζουν τη μια πολιορκία του φρουρίου από την άλλη, ήταν μια περίοδος υπό κατοχή μεν, αλλά και μια περίοδος που οι προσπάθειες διοικητικής οργάνωσης έθεσαν τους όρους για περαιτέρω ανάπτυξη και ασφάλεια, συνθήκες που με τη σειρά τους συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός υπολογίσιμου αποθέματος υλικού πολιτισμού και δημογραφικής αύξησης.7
 Ποια ήταν η τοποθέτηση του ελληνικού στοιχείου απέναντι σε όλα αυτά; Η πρώτη φάση περιέχει μαρτυρίες που το θέλουν να ευνοεί τη βενετική παρουσία· η δεύτερη φάση, ακριβώς το αντίθετο. Πληρώματα και στρατιώτες Έλληνες υπήρχαν άλλωστε και μέσα και έξω από τα τείχη της Μεθώνης, όπως και εξεγέρσεις γίνονταν εναντίον της μιας και της άλλης πλευράς, αδιακρίτως. Μετά από μια σύντομη περίοδο ευφορίας, οι βενετοί αξιωματούχοι που κλήθηκαν να οργανώσουν τη νέα κτήση, διαπίστωναν όλο και συχνότερα ότι αυτό ήταν μάλλον ακατόρθωτο, κυρίως λόγω των παγιωμένων νοοτροπιών και των συχνά αντικρουόμενων προσδοκιών του ντόπιου στοιχείου. Η καταφυγή σε αυτή την ερμηνεία αποτελούσε βέβαια μια βολική λύση στο πρόβλημα της διοικητικής αναποτελεσματικότητας και της δημοσιονομικής καχεξίας που χαρακτήρισε όλη την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, ωστόσο αντανακλούσε και όψεις της πραγματικότητας που όφειλαν να συνυπολογίσουν οι βενετοί αξιωματούχοι.8 Η βασικότερη από αυτές ήταν η δημιουργία ενός μηχανισμού με φιλοσοφία τελείως διαφορετική από εκείνη με την οποία δύο αιώνες περίπου είχαν εξοικειωθεί και αντιλαμβάνονταν οι υπόδουλοι έλληνες. Συνεπώς, μια οποιαδήποτε επιφανειακή περιγραφή του ντόπιου στοιχείου, τόσο από τους βενετούς αξιωματούχους όσο και από τον σημερινό ιστορικό, αποτυγχάνει να απεικονίσει το αντικείμενό της όταν αμελεί να διαγνώσει τα κριτήρια αυτών των τοποθετήσεων, προκειμένου να ερμηνεύσει τις εκάστοτε συμπεριφορές.
 Κατά τον ίδιο βέβαια τρόπο, ο ιστορικός οφείλει να διαγνώσει και ερμηνεύσει, μέσα από τη ρητορική των αξιωματούχων, τους στόχους της βενετικής πολιτικής και την ευρεία αναντιστοιχία τους με την πραγματικότητα: οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες στην Πελοπόννησο απείχαν πολύ από το μοντέλο που γνώριζαν και εφάρμοζαν οι Βενετοί, της δημιουργίας δηλαδή μιας τάξης «φίλων» του καθεστώτος μέσω της παροχής προνομίων, γης και της δημιουργίας κοινών συμφερόντων.9 Όπου επιτεύχθηκε η δημιουργία μιας υποτυπώδους αστικής κοινότητας –στο Ναύπλιο ή την Πάτρα για παράδειγμα–, το σχήμα αυτό λειτούργησε, έστω και καχεκτικά. Όμως η δημιουργία μιας συνειδητοποιημένης ντόπιας αστικής τάξης σήμαινε τη διαρκή κάμψη απαγορεύσεων που η Βενετία δεν εννούσε να κάνει, στη διεξαγωγή του εμπορίου πρώτα από όλα.10 Η αποτυχία αυτή μπορεί να διαγνωσθεί μέσα από τον ενδελεχή και συστηματικό έλεγχο των πηγών, ακόμα και αυτών που εκ πρώτης όψεως είναι περισσότερο «τεχνικές», όπως τα στρατιωτικά χρονικά ή ημερολόγια (diarii, giornali, quaderni).
 Αυτού του είδους οι αφηγήσεις περιλαμβάνουν, με επιφύλαξη της αξιοπιστίας τους, ένα πλήθος αναφορών και πληροφοριών για τα φρούρια της Πελοποννήσου και βέβαια για εκείνο της Μεθώνης, που μας ενδιαφέρει εδώ: για τον τόπο και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, την επιθετική ή/και αμυντική διάταξη, επάρκειες, ανεπάρκειες και τη σύνθεση των εκατέρωθεν στρατευμάτων, την κατάσταση των τειχών πριν και μετά την εκάστοτε παράδοση, άλλες καταστροφές που έγιναν στην πολιορκημένη πόλη κλπ., αλλά και πληροφορίες για τον πληθυσμό εντός και εκτός των τειχών, τη σύνθεση και τη συμπεριφορά του. Το βασικό τους μειονέκτημα είναι ότι είναι υποκειμενικές· φέρουν το ψυχολογικό φορτίο μιας νίκης ή μιας ήττας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιστοιχία της αφήγησης με την πραγματικότητα ή μεταφέρουν βάσιμες ή μη πληροφορίες για τα γεγονότα. Είναι προϊόντα μνήμης και ως τέτοια διαμεσολαβούνται είτε από σκοπιμότητες είτε από τυχαία περιστατικά, όπως είναι η άγνοια στοιχείων, η μεταφορά μαρτυριών άλλων προσώπων που έχουν ή όχι σχέση με την πραγματικότητα ή τα κενά μνήμης, ιδίως όταν η καταγραφή των γεγονότων έγινε αρκετά μεταγενέστερα από τον πραγματικό χρόνο που συνέβησαν. Εντούτοις, αποτελούν πηγές που βοηθούν στην οικονομία των γεγονότων, την τοποθέτησή τους δηλαδή σε μια χρονική αλληλουχία που βοηθά σε σημαντικό βαθμό την ιστορική κατανόηση, αποτυπώνοντας συνάμα έναν παλμό, μια αντίληψη γι’ αυτά. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και με υποτυπώδη τρόπο, επιτρέπουν το σύντομο πέρασμα της μικροϊστορίας από το προσκήνιο, δίνοντάς μας ερεθίσματα για να αποκρυπτογραφήσουμε την αθέατη κοινωνική και ανθρωπολογική πλευρά της ανθρώπινης περιπέτειας.11
 Τέλος, ας σημειωθεί εδώ το αυτονόητο, ότι η έρευνα για το φρούριο της Μεθώνης ή για τις συνθήκες πολιορκίας του δεν εξαντλείται με την έκδοση ορισμένων πηγών, όσο ολοκληρωμένα κι αν παρουσιάζονται σε αυτές τα γεγονότα. Ήδη τα επιμέρους στοιχεία και οι παραπομπές που περιέχονται μέσα στα έγγραφα που δημοσιεύουμε είναι τέτοια, ώστε να προσκαλούν τον ερευνητή να τις ελέγξει και να τις διασταυρώσει με την πλούσια και σημαντική βιβλιογραφία που έχει ως σήμερα αναπτυχθεί για τα γεγονότα αυτής της περιόδου.12 Περαιτέρω, τα πλούσια βενετικά αρχεία μπορούν ακόμα να φωτίσουν το διαρκές ζητούμενο, που είναι η κοινωνική και οικονομική ιστορία της Μεθώνης κάτω από βενετική κυριαρχία, προκειμένου να συμπληρωθεί η εικόνα –αν δεχτούμε ότι συμπληρώνεται ποτέ. Άλλωστε, από τη μνήμη, όσο κι αν αυτή πολιορκηθεί, κάτι παραμένει πάντα φευγαλέο.


Άποψη της Μεθώνης. Χρονολογία έκδοσης 1690
Α΄ ΜΕΡΟΣ

Η πολιορκία της Μεθώνης από τους Βενετούς 22 Ιουνίου – 7 Ιουλίου 1686

Το ιστορικό πλαίσιο
 Όταν, το 1684, η Βενετία αποφάσιζε να μπει στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων ως σύμμαχος της Sacra Lega Γερμανών και Πολωνών, υπό τις ευλογίες του πάπα, γνώριζε αφενός ότι την πρωτοκαθεδρία στα ευρωπαϊκά πράγματα είχαν πάρει άλλοι. Δεν γινόταν λόγος για ηγετικό ρόλο στην Αδριατική, πόσο μάλλον στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Κρήτη είχε χαθεί 15 χρόνια πριν και οι καιροί δεν παραστέκονταν στη Γαληνοτάτη, που αντιμετώπιζε αρκετά εσωτερικά προβλήματα. Ωστόσο, η Βενετία επέλεξε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τους Τούρκους από εκεί ακριβώς που τους είχε αφήσει, από τον κρητικό δηλαδή πόλεμο.13 Γι’ αυτό, διάλεξε ως αρχιστράτηγο τον Francesco Morosini, έναν άνθρωπο που τους γνώριζε καλά.
 Οι Βενετοί μπήκαν στον πόλεμο προτού οι Τούρκοι συνέλθουν από την ήττα μπροστά στα τείχη της Βιέννης (1683).14 Πέρα από τη γενική ευφορία για το γεγονός, σίγουρα και οι πιο μετριοπαθείς βενετοί πολιτικοί δεν είχαν υπολογίσει ότι ο βενετικός στόλος θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από ναυτικούς αποκλεισμούς ή κινήσεις αντιπερισπασμού στο Αρχιπέλαγος. Ωστόσο και με τους πιο ψυχρούς πολιτικούς υπολογισμούς, θα επέλεγαν και πάλι την ένταξή τους στη συμμαχία· η Βενετία είχε ακόμα κτήσεις στο Ιόνιο που έπρεπε να προστατέψει από την τουρκική επέκταση και οι ισχυροί σύμμαχοι σε άλλα μέτωπα μπορεί να της χάριζαν έναν καλό διακανονισμό στη μελλοντική συνθήκη ειρήνης, όποτε και όπως θα ερχόταν αυτή.15
 Με στρατό από μισθοφόρους, μια τακτική που γνώριζε καλά η Βενετία, ξεκίνησε ο Morosini το καλοκαίρι του 1684, από τη μητρόπολη. Αν και οι πρώτες κινήσεις στη Δαλματία δεν στέφτηκαν από επιτυχία, ο πρώτος στόχος που ήταν η κατάκτηση της Λευκάδας, επιτεύχθηκε μάλλον εύκολα (7-8 Αυγούστου 1684), όπως και η κατάκτηση μικρότερων νησιών που βρίσκονταν στον κόλπο της Ακαρνανίας. Ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφέρει με βιαιοπραγίες να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό στην Πελοπόννησο για να μη διανοηθεί να επαναστατήσει, ο Morosini ολοκλήρωνε τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας καταλαμβάνοντας το Μεσολόγγι και την Πρέβεζα (29 Σεπτεμβρίου).16
 Στη Βενετία, ο θρύλος είχε ξεκινήσει να δημιουργείται γύρω από το πρόσωπο του αρχιστράτηγου. Τον Ιούνιο του 1685, τα νεο-στρατολογημένα μισθοφορικά στρατεύματα και ο συμμαχικός στόλος συγκεντρώθηκαν κάτω από τα τείχη της Κορώνης, που έπεσε στις 11-12 Αυγούστου μετά από πολιορκία 49 ημερών. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση των φρουρίων της Ζαρνάτας, της Κελεφάς και του Πασσαβά, που πολιορκήθηκαν από δυνάμεις επαναστατημένων Μανιατών.17
 Η δεύτερη φάση της εκστρατείας του Morosini στο Μοριά (1686) δεν είχε αρχικό στόχο τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Έγινε αναγκαστικά προκειμένου να μην καταρρεύσουν οι βενετικές θέσεις στη Μάνη. Έτσι, όλη η αποβατική δύναμη χτύπησε, στις αρχές του Ιουνίου 1686, το Παλαιό (η αρχαία Πύλος) και Νέο Ναβαρίνο (2 και 15 Ιουνίου). Χάρη κυρίως στη δράση του δαλματικού ιππικού, επικεφαλής του οποίου ήταν οι Θεόδωρος Λάσκαρης και Benedetto Alvise Salvadego, τα κάστρα παραδόθηκαν και οι Τούρκοι αναχώρησαν για τη βόρεια Αφρική (Derna).18
 Η απόφαση για το επόμενο χτύπημα πάρθηκε εύκολα: σειρά είχε η Μεθώνη. Σε γράμμα του προς τον φίλο του έμπορο Domenico Ferrari, o conte di San Felice Muttoni, ειδικός στις ανατινάξεις, έγραφε από το Νιόκαστρο (17 Iουνίου 1686) ότι, σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, το φρούριο θα αναγκαζόταν να παραδοθεί.19
 Στις 22 Ιουνίου, η βενετική αρμάδα μπήκε στον μεσσηνιακό κόλπο, αποκλείοντας τη Μεθώνη από τη θάλασσα. Στη στεριά, τα σώματα του σουηδού στρατηγού κόμη von Köenigsmark, διοικητή όλων των χερσαίων πολιορκητικών επιχειρήσεων, συγκεντρώθηκαν απέναντι από τα χερσαία τείχη του φρουρίου, έχοντας προηγουμένως αναμετρηθεί νικηφόρα με εκείνα του σερασκιέρη Ισμαήλ πασά. Ο Morosini, θέλοντας να αποφύγει την εξάντληση του στρατεύματος και να κερδίσει ταυτόχρονα χρόνο, ζήτησε από τους πολιορκημένους την παράδοση του φρουρίου. Αρκούντως προκλητικά, ξεκαθάριζε ότι θα έκανε στάχτη τη Μεθώνη αν πρόβαλλαν αντίσταση και δεν θα έδειχνε κανένα έλεος. Την απάντηση στο τελεσίγραφο δε διασώζει η επίσημη βενετική ιστοριογραφία, αλλά τη γνωρίζουμε από τα χρονικά της εποχής.20


Χάρτης της περιοχής της Μεθώνης. Χρονολογία έκδοσης 1686
 Η πολιορκία κράτησε δεκαπέντε μέρες και επέφερε μεγάλες καταστροφές στην πόλη από τους σφοδρούς κανονιοβολισμούς και τις αλλεπάλληλες εφόδους, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί Ζακυνθινοί και Πελοποννήσιοι. Τελικά, στις 7 Ιουλίου επαραδόθη η Μοθώνη με πάτα, τ’άρματά τους και ότι ασηκώσανε πάσα ένας· και την Πέφτη εμπήκε αφέντης ο γκενεράλες μες τα κάστρα.21 Ταυτόχρονα, δαλματικά αποβατικά στρατεύματα χτυπούσαν το φρούριο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Τη Μεθώνη ακολούθησε η δύσκολη κατάληψη του Ναυπλίου, τον Αύγουστο του 1686 από τις δυνάμεις του Königsmark, ο οποίος κατατρόπωσε τον σερασκιέρη Ισμαήλ έξω από το Άργος.
 Η τρίτη φάση της εκστρατείας Morosini (1687), με την απουσία των βασικών τουρκικών δυνάμεων στον πόλεμο τη Ουγγαρίας και παρά τη βουβωνική πανώλη που θέριζε το πολυεθνικό στράτευμα, θα κατέληγε σε πραγματικό θρίαμβο. Οι Βενετοί έγιναν κύριοι της Πάτρας, των κάστρων Ρίου (φρούριο του Μοριά) και Αντιρρίου (φρούριο της Ρούμελης), της Ναυπάκτου, της Κορίνθου.22
 Παρά τα αντιθέτως σχεδιαζόμενα και ίσως την πραγματική επιθυμία του Morosini, σειρά είχε η Αθήνα. Το Σεπτέμβρη του 1687 ο Παρθενώνας ανατινάχτηκε σε μια μάταιη επιχείρηση, που δεν θα εγκαθιστούσε τους Βενετούς στην ταλαίπωρη πόλη αλλά θα προσπόριζε στους επικεφαλής της εκστρατείας πολύτιμα αρχαία έργα τέχνης και στους στρατιώτες πλούσια λάφυρα, παρά τη συμφωνία παράδοσης.23
 Εξίσου με αποτυχία στέφθηκε η επιχείρηση εναντίον της Εύβοιας. Η πανώλη αποδεκάτιζε πλέον αμάχους και στρατό· χρήματα ή προμήθειες δεν υπήρχαν. Το άλλοτε πλούσιο εμπόριο της Ανατολής είχε άλλωστε περάσει σε αγγλογαλλικά χέρια. Παρά την απόκτηση της Μονεμβασίας (1690), η απώλεια της Γραμβούσας (1691) και η περιπέτεια με τον Λιμπεράκη Γερακάρη θα έπειθαν τελικά τους Βενετούς ότι είχαν πάρει ό,τι ήταν να πάρουν στην Ανατολή. Aπό το αδιέξοδο έβγαλαν τη Γαληνοτάτη οι επικρατούντες σε όλα τα μέτωπα Αψβούργοι, αναγκάζοντας την Πύλη να συνομολογήσει τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), η οποία αναγνώριζε στη Βενετία την κατοχή όλου του Μοριά.24

Τα έγγραφα και η προβληματική τους

 H παραγωγή επίσημων ιστορικών έργων για την εκστρατεία του Morosini στο Μοριά, όσο και ανεπίσημων χρονικών, απομνημονευμάτων, ημερολογίων εκστρατείας, βιογραφιών, εφημερίδων (giornali), ημερήσιων αναφορών (ragguagli giornalieri),25 υπήρξε πλούσια τα χρόνια που ακολούθησαν την τελευταία επιτυχημένη εκστρατεία της Βενετίας στην Ανατολή και εξίσου πλούσια έφτασε ως εμάς. Αυτόπτες μάρτυρες, Βενετοί και ξένοι, υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της αρμάδας, κατέθεσαν τις μνήμες και τις εντυπώσεις τους για την περίοδο που χαιρετίστηκε ως αναβίωση της βενετικής αυτοκρατορίας.26 Βάσει αφενός των δικών τους σημειώσεων και αφετέρου των διοικητικών εγγράφων –κυρίως της αλληλογραφίας των βενετών αξιωματούχων με τη μητρόπολη–, γράφτηκε η επίσημη ιστορία της περιόδου, η Istoria della repubblica di Venezia του συγκλητικού Pietro Garzoni ή το Racconto storico della guerra veneta in Levante του Alessandro Locatelli.27
 Τα δύο ανέκδοτα ημερολόγια που παρουσιάζουμε εδώ απόκεινται στη βιβλιοθήκη της Fondazione Querini Stampalia της Βενετίας, σε μικρό χειρόγραφο κώδικα με ταξινομικό αριθμό Cl. IV, 637 (=1260). Ο κώδικας φέρει στη ράχη τον τίτλο “I Diarii delli Navarini Nuovo e Vecchio, Μodon, con quello di Napoli di Romania, 1686”, ενώ δεν σημειώνεται πουθενά το όνομα του συντάκτη ή των συντακτών του. Στο δεύτερο εσώφυλλό του υπάρχει ένθετη χειρόγραφη σημείωση ex libris του κόντε Paolo Vimercati-Sozzi.28
 Εντός του κώδικα, ο οποίος αποτελείται από περισσότερα του ενός ημερολόγια που αφορούν ανεξαιρέτως την εκστρατεία Morosini στην Πελοπόννησο την περίοδο 1685-1687, υπάρχουν τα αυτόνομα μέρη που τιτλοφορούνται “Diario di Modon” (φφ. 20r-32v) και “Αltro Diario di Modon” (φφ. 33r-58v).29 Τα δύο αυτά ημερολόγια (στο εξής, Diario 1Q και Diario 2Q) περιγράφουν την πολιορκία και την παράδοση της Μεθώνης και είναι μεταξύ τους άνισα ως προς την έκταση. Μολονότι αναφέρονται σε ίδια περιστατικά, δεν αποτελούν το ένα σύνοψη του άλλου και γι’ αυτό τα αντιμετωπίζουμε ξεχωριστά.30 Πιστό αντίγραφο όλου του κώδικα –χωρίς ωστόσο να φέρει σκληρό δερμάτινο εξώφυλλο και χωρίς σημείωμα ex libris– εντοπίστηκε στο αρχείο της Βιβλιοθήκης Correr στη Βενετία, με ταξινομικό αριθμό cod. Cicogna 830bis (στο εξής, Diario C). Τέλος, κανένα από τα ημερολόγια δεν φέρει οποιαδήποτε χρονολογία συγγραφής ή κυκλοφορίας του. Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα τα ημερολόγια της περιόδου που έχουν σωθεί, στην ευρύτερη ομάδα των οποίων εντάσσονται και αυτά που εκδίδουμε εδώ, παρουσιάζουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για λιτές καταγραφές των σημαντικότερων στιγμιοτύπων από τις εκστρατείες των ετών 1685-1687, με υποτυπώδη συχνά σύνταξη, χωρίς την παράθεση πληροφοριών για την ταυτότητα των προσώπων που εμφανίζονται ή την περιγραφή του χώρου στον οποίο δρουν –εκτός αν κάτι τέτοιο θα κρινόταν απολύτως σημαντικό για την ακρίβεια των λεγομένων– απουσία οιασδήποτε παρέμβασης του αφηγητή. Εν ολίγοις, δίνουν την εντύπωση σημειώσεων που έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία, αλλού μεγαλύτερη και αλλού μικρότερη, αλλά που οι απαιτήσεις του συντάκτη ή των συντακτών τους δεν υπερέβαιναν τη διατήρηση των γεγονότων, ως είχαν, στην ατομική ή συλλογική μνήμη. Πρόκειται για τα περίφημα, ανώνυμα χειρόγραφα ή έντυπα fogli volanti του 17ου αι., που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη Βενετία ακριβώς την περίοδο της εκστρατείας του Morosini, και εξυπηρέτησαν την αυξημένη περιέργεια (curiosità) μιας κοινής γνώμης παθιασμένης με τον πόλεμο.31 Ειδικότερα τα στρατιωτικά ημερολόγια ή ημερολόγια εκστρατείας (giornali militari), διηγούνταν με επικό τόνο ένδοξα επεισόδια του πολέμου εναντίον των Τούρκων και, παρόλο που η προέλευσή τους είναι δύσκολο να εντοπιστεί, η διάδοσή τους στη Βενετία και στη Βιέννη υποσκέλιζε οποιονδήποτε άλλο τρόπο μαζικής ενημέρωσης, με χαρακτήρα εφήμερο. Ανάλογα με τη ζήτηση, τα φύλλα αυτά κατέληξαν να τυπώνονται αυτοτελώς ή εντασσόμενα σε εκτενέστερες αφηγήσεις, αφού αφαιρούνταν από αυτά τα δημοσιογραφικά ή εφήμερα χαρακτηριστικά τους με την παρέμβαση κάποιου έμπειρου συντάκτη, ο οποίος στις περισσότερες των περιπτώσεων έμενε ανώνυμος. 
 Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα στην έξαψη των πνευμάτων των πρώτων δεκαετιών της εποχής Morosini, ο παραδοσιακός έλεγχος που ασκούσαν τα όργανα της βενετικής διοίκησης σε οποιαδήποτε πληροφορία έβλεπε το φως της δημοσιότητας κάμφθηκε πολλές φορές. Από το 1690 όμως και μετά, σιωπηρά στην αρχή και απροκάλυπτα αργότερα, η Βενετία κατόρθωσε να επιβάλει λογοκρισία και η κυκλοφορία των φύλλων αυτών να μειωθεί σημαντικά.32

Χάρτης της Μεθώνης με κάτοψη του κάστρου. Χρονολογία έκδοσης 1708

 Τα ημερολόγια Diario 1Q και Diario 2Q και το αντίγραφό τους Diario C βρίσκονται πολύ κοντά, ως προς τη θεματολογία, το ύφος και το γραφικό χαρακτήρα, με ένα ακόμα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Querini, που φέρει ταξινομικό αριθμό Cl. IV, cod. XCIII (=1347). Επιγράφεται Distinti Ragualij delle fortezze prese nel Regno della Morea sotto il comando dell’eccelentissimo Kavaliere Procuratore Capitano Generale Francesco Morosini.33 Παρότι όλα γράφτηκαν πιθανότατα από το ίδιο χέρι, ο συντάκτης τους είναι εμφανώς διαφορετικό πρόσωπο, αφού οι εσωτερικές τους διαφορές είναι μεγάλες. Συγκεκριμένα, τα ημερολόγια Diario 1Q και 2Q είναι αυτόνομα, λεπτομερέστερα και γραμμένα σε διαφορετικό ύφος από το Distinti Ragualij, που αποτελεί καταγραφή όλης της εκστρατείας του Morosini συνοδεία σχεδίων και όχι μόνο της πολιορκίας της Μεθώνης, στην οποία δεν αφιερώνει παρά μερικές γραμμές.
 Στην αυτονομία των ημερολογίων 1Q και 2Q καταλήγουμε συγκρίνοντάς τα και με τις επίσημες αφηγήσεις του πολέμου του Μοριά. Παρότι υπάρχουν στοιχεία που εντοπίζουμε και στα μεν και στις δε –χρονολογική παράθεση των γεγονότων, επική περιγραφή των συγκρούσεων ως αξιομνημόνευτων συμβάντων ( distinti ragguagli), έμφαση στο πρόσωπο του Morosini ή στην ανωτερότητα του χριστιανικού στρατεύματος έναντι των βαρβάρων, παράθεση στιγμιοτύπων λόγω της εξαιρετικής φύσης τους (rimarcabili successi)– η πληρότητα με την οποία περιγράφεται η πολιορκία της Μεθώνης στα δύο ημερολόγια συνηγορεί στην υπόθεση ότι προηγήθηκαν των επίσημων ιστοριών που κυκλοφόρησαν και δεν ήταν μεταγενέστερη αποδελτίωση των σημαντικότερων σημείων των δεύτερων. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι οι «μαρτυρίες του πολέμου» ήταν η πρώτη ύλη για τη συγγραφή της Ιστορίας του Pietro Garzoni, από το πλουσιότατο σε τέτοιου είδους έργα αρχείο τού ιστορικού.34 Για τον ίδιο λόγο θα απορρίπταμε την υπόθεση τα ημερολόγια που εξετάζουμε να προήλθαν από αποδελτίωση των giornali της εποχής.35
 Από τις επίσημες ιστορίες που κυκλοφόρησαν, τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και υφολογικά, θα συσχετίζαμε τα ημερολόγια 1Q και 2Q περισσότερο με το Racconto storico della guerra veneta in Levante του Alessandro Locatelli, γραμματέα του Morosini. Το έργο αυτό, που είναι αφιερωμένο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ετών 1684-1689, προέκυψε από τις ημερολογιακού τύπου σημειώσεις του Locatelli, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.36 Ιδίως το Diario 2Q, συντάκτης του οποίου φαίνεται να ήταν πρόσωπο της ακολουθίας του Morosini και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων γύρω από την πολιορκία της Μεθώνης, συμφωνεί με την εξιστόρηση Locatelli σε σημαντικό βαθμό, αναπτύσσοντας ή επεξηγώντας πολλά σημεία της αφήγησης του ιστορικού.37
 Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο συντάκτης των ανωνύμων Diario 1Q και 2Q; Από τα όσα προηγήθηκαν, συγκεντρώνουμε τα εξής: πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς συντάκτες, που ήταν αυτόπτες της παράδοσης του φρουρίου και ανήκαν στο χριστιανικό στρατόπεδο. Η πιθανότητα να ήταν σύμμαχοι (Μαλτέζοι, παπικοί, Γερμανοί κλπ.), όχι δηλαδή Βενετοί, αποκλείεται.38 Και στις δύο περιπτώσεις οι συντάκτες είχαν στη διάθεσή τους πληροφορίες από έγγραφα και συζητήσεις που γίνονταν στο στρατιωτικό επιτελείο, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα και τα κατονόμαζαν. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την υποψία ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με άτομα της γραμματείας του Morosini ή αξιωματικούς του, που κρατούσαν επιμελώς σημειώσεις της πολιορκίας.39
 Αναφερθήκαμε ήδη στην ανταπόκριση που είχαν τα ημερολόγια εκστρατείας στο ευρύ κοινό τον 17ο αιώνα. Μπορεί η περιπέτεια της Βενετίας στην Ανατολή να έληξε άδοξα, όμως πολλά από αυτά τα έργα διασώθηκαν τους αμέσως επόμενους αιώνες χάρη στο επικό περιεχόμενό τους και στη συλλεκτική δραστηριότητα ορισμένων ευγενών και λογίων.40 Πράγματι, ο κώδικας που περιλαμβάνει τα Diari 1Q και 2Q φαίνεται πως βρισκόταν στην κατοχή ενός τέτοιου συλλέκτη.
 Σύμφωνα με ένθετη σημείωση που υπάρχει στο δεύτερο εσώφυλλο, ο κώδικας ανήκε στον λομβαρδό κόντε Paolo Vimercati-Sozzi από το Μπέργκαμο.41 Ο νομομαθής conte Paolo (1801-1883) ήταν γνωστός συλλέκτης αρχαιοτήτων, ιδιοκτήτης μιας τεράστιας βιβλιοθήκης χειρογράφων και εντύπων βιβλίων, με ενδιαφέροντα στη νομισματική και όχι μόνο –τεκμήριο αποτελεί η συμμετοχή του σε Ακαδημίες αναλόγων ενασχολήσεων στην ευρύτερη περιοχή, όπως σημειώνεται στο προαναφερόμενο ex libris. Μετά το θάνατό του, τα υπάρχοντα και το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του πουλήθηκαν σε διαφορετικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα τόσο η βιβλιοθήκη όσο και η συλλογή να διαλυθούν. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να εξηγεί την κατάληξη του κώδικα στη βιβλιοθήκη της Βενετίας.

Έκδοση συμπληρωματικών πηγών

 Δύο επιστολές δημοσιεύονται εδώ, με κριτήριο τη μνεία τους εντός των Diario 1Q και Diario 2Q. Πρόκειται αφενός για την πρόταση παράδοσης που έστειλε ο Morosini στον Αχμέτ αγά της Μεθώνης την 26η Ιουνίου 1686 καθώς και την αρνητική απάντηση της τουρκικής πλευράς. Τα έγγραφα αυτά εντοπίστηκαν σε χειρόγραφο κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης Βενετίας και είναι πιθανότατα αντίγραφα πρωτοτύπων που δεν σώζονται.42 Μνεία της ύπαρξής τους γινόταν τόσο στην επίσημη βενετική ιστοριογραφία όσο και στην ανεπίσημη, κάτι που ήταν συνήθης πρακτική για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής.43
 Πρέπει να σημειώσουμε ότι στο μικρότερο σε έκταση Diario 1Q, η παράδοση του τελεσιγράφου των Βενετών τοποθετείται στο πρωινό της 26ης Ιουνίου και η απάντηση σε αυτό ανακοινώνεται ότι θα καταγραφεί αλλά δεν σημειώνεται στο αντίγραφο του ημερολογίου που υπάρχει στον συγκεκριμένο κώδικα. Προφανώς είτε ο αντιγραφέας δεν το συμπεριέλαβε είτε ο συντάκτης του ημερολογίου το σημείωσε για να το προσθέσει αργότερα, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.44 Στο πιο εκτεταμένο Diario 2Q αναπτύσσεται το περιεχόμενο των δύο επιστολών, που ακολουθεί πιστά το περιεχόμενο των όσων αναφέρονται στα γράμματα που δημοσιεύονται.45
 Στο ημερολόγιο αυτό περιέχεται μια ακόμα επιστολή, αυτή τη φορά στην πλήρη της μετάφραση, την οποία φέρεται να έστειλε ο σερασκιέρης Ισμαήλ στον αγά του φρουρίου της Μεθώνης, πριν από την 30ή Ιουνίου του 1686, προκειμένου να εμψυχώσει την τουρκική φρουρά, ζητώντας της να μην παραδώσει την πόλη. Την επιστολή μετέφερε ένας Έλληνας, που πιάστηκε από τους Βενετούς.46



Έκδοση των εγγράφων

 Για την απόδοση της βενετικής ορολογίας οχυρώσεων και διεξαγωγής του πολέμου στην ελληνική, συμβουλευτήκαμε την εργασία της Μαρίας Αρακαδάκη, «Το προμαχωνικό σύστημα οχύρωσης του ΙΣΤ΄-ΙΗ΄ αιώνα στην ελληνική βιβλιογραφία. Προβλήματα ορισμών και ορολογίας», Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης (Τμήμα Αρχιτεκτόνων) 13 (1995), 43-115.
 Κατά τη δημοσίευση των εγγράφων διατηρήθηκε η ορθογραφία των κειμένων, ενώ αποκαταστάθηκε η στίξη και αναλύθηκαν σιωπηρά οι ελάχιστες συντομογραφίες. Τα κριτικά σημεία που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα εξής: για λέξεις ή φράσεις στα διάστιχα ή στα περιθώρια· < > για τη συμπλήρωση γραμμάτων ή λέξεων που παραλείφθηκαν από τον γραφέα· [ ] για προσθήκες του εκδότη·για εσφαλμένες διπλογραφές του γραφέα· ... όπου η ανάγνωση ήταν αδύνατη και για να δηλωθεί η αλλαγή του φύλλου.

Α1 Ημερολόγιο Πρώτο (Diario 1Q)

Περίληψη:
 Στις 22 Ιουνίου [1686] οι Βενετοί είχαν ήδη καταλάβει τα φρούρια του Παλαιού και Νέου Ναυαρίνου και είχαν εγκαταστήσει σε αυτά την αναγκαία φρουρά.47 Το χερσαίο εκστρατευτικό σώμα των Βενετών είχε ξεκινήσει ευθύς αμέσως για τη Μεθώνη, όπου έφτασε τη νύχτα. Ο ναύαρχος Cornaro ήταν ήδη εκεί για να προετοιμάσει το ναυτικό αποκλεισμό του φρουρίου. Την επόμενη μέρα έγινε η κατόπτευση του φρουρίου από τον αρχιστράτηγο προκειμένου να βρεθεί το κατάλληλο σημείο απόβασης των στρατιωτών και του πυροβολικού και τη μεθεπόμενη στήθηκαν οι γραμμές επικοινωνίας του στρατεύματος κάτω από συχνούς τουρκικούς κανονιοβολισμούς, σημάδι ότι η φρουρά είχε την πρόθεση να πολεμήσει.
 Μέσα στο οχυρό της Μεθώνης βρισκόταν η τακτική τουρκική φρουρά, ενισχυμένη με 500 στρατιώτες και 100 βομβαρδιστές. Ο σερασκιέρης Ισμαήλ βρισκόταν στην Τριπολιτσά, με μια δύναμη 4.000 ιππέων περίπου, προσπαθώντας να συγκεντρώσει το πεζικό του και να σπεύσει να παράσχει βοήθεια στους πολιορκημένους.
 Στις 25 Ιουνίου ξεκίνησε το άνοιγμα των χαρακωμάτων (trinciere) και το ξεφόρτωμα των όλμων (mortari), οβίδων (bombe) και λίθων (sassi) από τα πλοία, προκειμένου να τοποθετηθούν απέναντι από τα ευαίσθητα σημεία του τείχους. Το επόμενο πρωί έγινε η πρώτη πρόσκληση στους πολιορκημένους να παραδώσουν το φρούριο, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.48
 Τις επόμενες μέρες εγκαταστάθηκε πυροβολαρχία (batteria) και ανοίχτηκε το μεγάλο χαράκωμα απέναντι από τα χερσαία τείχη. Στο βενετικό στρατόπεδο κατέφυγε ένας Έλληνας από το φρούριο της Μεθώνης (στις 27 Ιουνίου), ο οποίος πληροφόρησε τους πολιορκητές ότι είχαν ήδη γίνει αρκετές ζημιές στα σπίτια από το βομβαρδισμό κι είχαν σκοτωθεί ορισμένοι Τούρκοι, μα υπήρχε επάρκεια σε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Τα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στο Μπούρτζι (Castel del Mare) και στους πύργους που ήταν άδειοι, για να μην ακούνε τα ουρλιαχτά του φόβου τους οι 900 περίπου στρατιώτες της φρουράς και λιποψυχήσουν. Τέλος, οι Τούρκοι γνώριζαν καλά ότι ήταν πολύ δύσκολο να καταφτάσουν ενισχύσεις από τους δικούς τους.49
 Οι πληροφορίες συζητήθηκαν στο στρατιωτικό επιτελείο που απαρτιζόταν από τον αρχιστράτηγο Morosini, τον προνοητή Dolfin, τον στρατηγό Chinismarch (sic) και τους επικεφαλής των ξένων σωμάτων στρατού. Αποφασίστηκε ισχυρότερος κανονιοβολισμός, γι’ αυτό και τις επόμενες μέρες τοποθετήθηκαν περισσότερες πυροβολαρχίες απέναντι από τα τείχη ενώ πλησίασαν περισσότερο οι όλμοι οβίδων. Επιπλέον, ο Morosini διέταξε να εγκατασταθεί μια πυροβολαρχία σε ένα νησάκι ένα μίλι μακριά από το φρούριο, για να χτυπά την Πλατεία (Piazza delli Armi) και από τη θάλασσα. Έτσι προκλήθηκε σημαντική ζημιά στα τείχη.
 Ως την 30ή Ιουλίου, οι Μαλτέζοι στρατιώτες είχαν καταφέρει να διανοίξουν σε συγκεκριμένο μέρος του τείχους ευρύ χαράκωμα, από όπου δημιουργήθηκαν δυο διαφορετικά λαγούμια κάτω από τα τείχη. Το ίδιο βράδυ, θέλοντας ο Morosini να αποφύγει την αιματοχυσία, συμφώνησε με τους πολιορκημένους κατάπαυση του πυρός ως το επόμενο πρωί, προκειμένου να αποφασίσουν αν θα παρέδιδαν τη Μεθώνη. Την ίδια μέρα συνελήφθη ένας Έλληνας που μετέφερε γράμμα του σερασκιέρη Ισμαήλ προς τους Τούρκους της Μεθώνης, στο οποίο σημειωνόταν ότι είχε ξεκινήσει με 20.000 άνδρες για να χτυπήσει τους Βενετούς στα νώτα.50 Όμως, έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για τέχνασμα προκειμένου να φοβηθούν οι Βενετοί και να λύσουν την πολιορκία. Εν τω μεταξύ, απεσταλμένος των Τούρκων παρέδωσε τη γραπτή άρνηση των πολιορκημένων να καταθέσουν τα όπλα, την οποία μετέφρασε ο δραγουμάνος Fortis.51
 Το ίδιο πρωί, άλλος ένας Έλληνας πληροφόρησε το χριστιανικό στρατόπεδο ότι οι Τούρκοι είχαν επωφεληθεί της ανακωχής για να μεταφέρουν ανενόχλητοι πυρομαχικά σε σημεία των τειχών που είχαν ανάγκη.52 Υποχρέωναν νυχθημερόν τα γυναικόπαιδα και τον πληθυσμό του φρουρίου να επιδιορθώνουν όπως όπως τις ρωγμές που έκαναν τα κανόνια στα τείχη. Ήδη όμως τα λαγούμια των Βενετών είχαν φτάσει πολύ κοντά στο αντέρεισμα της τάφρου (contrascarpa), αν και με απώλειες από τις ανατινάξεις κατά την προσπάθειά τους να σκάψουν το πετρώδες έδαφος.
 Στις 2 Ιουλίου επέστρεψαν οι γαλεότες με τους λεβέντες (leventi) που είχαν πάει να χτυπήσουν τους Τούρκους στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), φέρνοντας είκοσι περίπου αιχμαλώτους και πολλά λάφυρα.53 Ένας ακόμη Έλληνας της Μεθώνης δραπέτευσε στο βενετικό στρατόπεδο φέρνοντας ειδήσεις για την κατάσταση των πολιορκημένων, ενώ συμπατριώτης του είχε σταλεί από τους Τούρκους του σερασκιέρη για να κατασκοπεύσει το χριστιανικό στρατόπεδο και να φέρει ειδήσεις για την αντοχή τού φρουρίου. Η κατάσταση του τελευταίου ήταν άσχημη· όλες οι επάλξεις (parapetti) ήταν κατεστραμμένες· διακρίνονταν θραύσματα από τις οβίδες του πυροβολικού σφηνωμένα στα τείχη και τρύπες από τις κανονιές.

Η προσωπογραφία του Φραντσέσκο Μοροζίνι, πλαισιωμένη από καράβια, όπλα και πολεμικές σκηνές
 Ο Morosini επιθυμούσε να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η πολιορκία, έτσι ώστε να μη διαλυθεί ολωσδιόλου το τείχος της Μεθώνης. Διαφορετικά, μετά την κατάληψη του φρουρίου θα έπρεπε να κρατήσει άνδρες της αρμάδας προκειμένου να επιδιορθώσουν τα τείχη, κάτι που θα καθυστερούσε την όλη εκστρατεία. Γι’ αυτό, έστειλε τον δραγουμάνο Fortis στο Μπούρτζι. Ο δραγουμάνος θα υποκρινόταν ότι αναζητούσε κάποιον λιποτάκτη που είχε δήθεν κλέψει χρήματα από το χριστιανικό στρατόπεδο και θα επιχειρούσε να τους πείσει να παραδοθούν.54 Όμως οι Τούρκοι απάντησαν και πάλι αρνητικά.
 Στις 7 Ιουλίου, ξεκίνησε δριμύς βομβαρδισμός του οχυρού περιβόλου (recinto) σε σημείο αδύναμο, τρομοκρατώντας τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα χαρακώματα είχαν φτάσει πλέον απέναντι από τα τείχη του φρουρίου (contrascarpa) και οι στρατιώτες είχαν ήδη ξεκινήσει να επιχωματώνουν την τάφρο. Οι Τούρκοι αποφάσισαν μάλλον απρόσμενα ότι καλύτερα θα ήταν να διαπραγματευθούν, γι’ αυτό και ζήτησαν ανακωχή. Στην πραγματικότητα, συνέβαινε εκείνο που είχε αναφέρει ο έλληνας πληροφοριοδότης (της 27ης Ιουνίου): η τουρκική φρουρά είχε διαταχθεί να αμυνθεί με την προοπτική ότι εντός δεκαπενθημέρου θα ενισχυόταν από τον πασά Mamut. Αν δεν πραγματοποιούνταν κάτι τέτοιο, οι Τούρκοι ήταν ελεύθεροι να αποφασίσουν τι θα έκαναν. Πιστή στις διαταγές αυτές, η τουρκική φρουρά είχε κρατήσει 14 μέρες και παραδόθηκε μόλις την 15η, όταν όλα πια ήταν μάταια.55 Το πρωί της 8ης Ιουλίου οι Τούρκοι συμφώνησαν να παραδοθούν τα κλειδιά από το Μπούρτζι στους Βενετούς και μαζί όλα τα εναπομείναντα πυρομαχικά. Η συμφωνία προέβλεπε ότι θα δινόταν προθεσμία τεσσάρων ημερών προκειμένου να εκκενώσουν τη Μεθώνη και να επιβιβαστούν στα πλοία για τη Μπαρμπαριά, μαζί με τα πράγματα που μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας.56
Στη Μεθώνη τοποθετήθηκε φρουρά εκατό ανδρών με επικεφαλής τον Filippo Paruta και τον συνταγματάρχη (colonnello) Gratiani. Τέλος, στις 10 Ιουλίου βγήκαν από το φρούριο της Μεθώνης όλοι οι κάτοικοι, 4.000 ψυχές.

Α2 Ημερολόγιο Δεύτερο (Diario 2Q)

Περίληψη:
 Η αφήγηση στο ημερολόγιο αυτό ξεκινά από τις 18 Ιουνίου. Η εκκένωση του Παλαιόκαστρου από τους Τούρκους που θα ταξιδέψουν για τη Μπαρμπαριά είχε ήδη γίνει, όπως προέβλεπε η συμφωνία παράδοσης.58
 Το πρωί της 22ας Ιουνίου, ειδοποιήθηκε το πεζικό να αναχωρήσει προς τη Μεθώνη, ενώ ο στόλος σήκωσε άγκυρα στις έξι το απόγευμα.59 Την επόμενη μέρα άρχισαν οι εχθροπραξίες κάτω από τα τείχη της Μεθώνης, με το χριστιανικό στρατόπεδο να στήνεται κάτω από συνεχείς κανονιοβολισμούς.
 Τα σώματα των γερμανών μισθοφόρων (oltramontani) είχαν σταλεί να καταλάβουν το λιμάνι, όταν στο στρατόπεδο των Βενετών παρουσιάστηκε ένας Έλληνας ζητώντας να μιλήσει στον αρχιστράτηγο. Είχε δραπετεύσει από το φρούριο δυο μέρες πριν από την εμφάνιση του χριστιανικού στόλου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, περίπου χίλιοι πολεμιστές βρίσκονταν εντός της Μεθώνης, οι τριακόσιοι σταλμένοι από τον σερασκιέρη Ισμαήλ τις τελευταίες μέρες.60 Ο σερασκιέρης είχε στρατοπεδεύσει στη Σπιλιάρδα (Spiliarda), τοποθεσία στο μέσο του Mοριά.61
 Οι Βενετοί ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο εμφάνισης τουρκικών ενισχύσεων. Όμως η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Πύλη δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Την 24η Ιουνίου, από εμπορικό πλοίο που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη, έμαθαν αφενός ότι ο σουλτάνος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα αφετέρου ότι ο τουρκικός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στη Χίο (Scio) με τα πληρώματά του χτυπημένα από επιδημία.
 Εν τω μεταξύ, η διάνοιξη του κεντρικού χαρακώματος είχε προχωρήσει. Τα τείχη είχαν περικυκλωθεί από όλμους και κανόνια και είχαν δημιουργηθεί οι απαραίτητες κινητές προκαλύψεις (gabbioni), παρά τις προσπάθειες από την πλευρά των Τούρκων να εμποδιστούν οι κινήσεις του στρατεύματος. Στις 26 Ιουνίου, ο στρατηγός Cinismarch (sic) ζήτησε εγγράφως από τον τούρκο αγά να παραδοθεί, για να μην έχει την τύχη της Κορώνης. Η απάντηση του τελευταίου ήταν ότι θα αμυνόταν ως το τέλος.62
 Δεν έμενε άλλη οδός από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς. Ωστόσο, ο στρατηγός ειδοποίησε τον Morosini ότι η στόχευση του conte Muttoni είχε πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι, διετάχθη η τοποθέτηση επιπλέον μονάδων πυροβολικού καθώς και μιας ενισχυμένης πυροβολαρχίας σε βραχονησίδα έναντι του φρουρίου.63
 Το μέσο λοιπόν για να πεισθεί η τουρκική φρουρά να παραδοθεί, ήταν ο ανηλεής βομβαρδισμός. Μέσα σε μια μέρα, την 27η συγκεκριμένα του Ιουνίου, έπεσαν τόσα βλήματα όλμου στη Μεθώνη, προξενώντας τόση καταστροφή, που ο Morosini αναγκάστηκε να διατάξει χαμηλότερη συχνότητα βολών. Το χειρότερο πλήγμα στο φρούριο επέφεραν οι Φιορεντίνοι: από μια εξαντλητική αλληλουχία βλημμάτων που έριξαν προσπαθώντας να πλήξουν το κέντρο του φρουρίου τη νύχτα, έγινε τέτοιος χαλασμός, σαν να άνοιξαν οι άβυσσοι της κολάσεως.
 Στο τέλος του Ιουνίου συνελήφθη ένας Έλληνας, ο οποίος μετέφερε γράμμα του σερασκιέρη Ισμαήλ στην τουρκική φρουρά της Μεθώνης. Στο γράμμα, ο σερασκιέρης βεβαίωνε ότι ο σουλτανικός στρατός βρισκόταν στην Καρύταινα (Carentana) με ανανεωμένες αριθμητικά δυνάμεις, ενώ είχε ειδοποιηθεί και ο στόλος να καταπλεύσει με τους λεβέντες (leventi) στο Ναύπλιο.64 Αναμένονταν επιπλέον 3.000-4.000 άνδρες από το Αλγέρι και την Μπαρμπαριά και οι δυνάμεις των μπέηδων της Ρούμελης.
 Οι Bενετοί έστειλαν τότε και νέα πρόταση παράδοσης του φρουρίου, που δεν είχε θετική ανταπόκριση. Ένας Έλληνας ή Τούρκος, που βρισκόταν στο χριστιανικό στρατόπεδο, προειδοποίησε τον Morosini να μην εμπιστεύεται την όποια καλή θέληση συνεννόησης επεδείκνυαν.65 Πράγματι, παρόλη τη σιγουριά του αρχιστρατήγου, όχι μόνο δεν παραδόθηκαν, αλλά παραβίασαν την ανακωχή αρχίζοντας αναπάντεχα τους κανονιοβολισμούς και προκαλώντας αρκετές απώλειες στους Βενετούς.66
 Οι λιποταξίες δεν έλειπαν και στο χριστιανικό στρατόπεδο. Στις 3 Ιουλίου πιάστηκαν εννέα γάλλοι στρατιώτες, που όπως πολλοί συμπατριώτες τους, λιποτάκτησαν στο τουρκικό στρατόπεδο. Οι Βενετοί τούς κρέμασαν στο κέντρο του στρατοπέδου, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων.67
 Πάντως, τα νέα από το τουρκικό στρατόπεδο ήταν θετικά για τους Βενετούς. Έλληνας πληροφοριοδότης ενημέρωσε ότι από την αρχή της πολιορκίας είχαν σκοτωθεί είκοσι και τραυματιστεί 40 ώς 60 Τούρκοι· λίγοι κάτοικοι βρίσκονταν κοντά στα τείχη για να προστατευθούν από τις βολές των όλμων, ενώ τα γυναικόπαιδα ήταν κλεισμένα σε πύργους, μακριά από το θέατρο της μάχης· το σημαντικότερο, τα αποθέματα σε πόσιμο νερό μειώθηκαν, αν και τα τρόφιμα θα επαρκούσαν για ένα μήνα ακόμα. Οι ελπίδες της τουρκικής φρουράς περιορίζονταν πλέον στο να κρατήσει η τάφρος μακριά τους Βενετούς ώσπου να φτάσουν ενισχύσεις.
 Στις 4 Ιουλίου συνελήφθησαν δύο Έλληνες προερχόμενοι από την Κυπαρισσία με τουρκικές άδειες διέλευσης. Στην ανάκρισή τους, ισχυρίστηκαν ότι κατέφθαναν στο μέτωπο της Μεθώνης 2.000 Τούρκοι.68 Επειδή η πολιορκία καθυστερούσε, ο Morosini έστειλε στους Τούρκους τον δραγουμάνο Fortis με την πρόφαση ότι αναζητούσε έναν χριστιανό λιποτάκτη που είχε κλέψει το στρατιωτικό ταμείο. Όσο όμως και να προσπάθησε, ο δραγουμάνος δε μπόρεσε να πείσει την τουρκική φρουρά να παραδοθεί.69
 Στις 6 Ιουλίου, οι Μαλτέζοι κατάφεραν ένα καίριο πλήγμα ανοίγοντας τεράστιο ρήγμα στα τείχη. Παρότι πλέον οι ειδήσεις που έφταναν και στα δυο στρατόπεδα δεν ήταν ευχάριστες για κανένα τους, η καίρια εμφάνιση μοίρας του ενετικού στόλου έγειρε τον ζυγό της νίκης προς τη μεριά των Βενετών. Εξαντλημένοι από το ακατάπαυστο σφυροκόπημα και φοβούμενοι ότι η άλωση ήταν κοντά, οι πολιορκημένοι σήκωσαν λευκή σημαία και ζήτησαν να παραδοθούν.70 Τοποθετήθηκε αμέσως φρουρά στο Μπούρτζι και τους παραχωρήθηκε προθεσμία τεσσάρων ημερών για να εκκενώσουν το φρούριο. Οι κάτοικοι της Μεθώνης αριθμούσαν περίπου τους 3.000 συνολικά και βγήκαν επίσης εκτός των τειχών.
 Η πολιορκία της Μεθώνης στοίχισε στους Βενετούς 200 νεκρούς και περίπου 150 τραυματίες. Στο τέλος του ημερολογίου σημειώνεται ο οπλισμός που βρέθηκε στο φρούριο μετά την εκκένωσή του από την τουρκική φρουρά.71


Βενετικός και  Τούρκικος στόλος, 1645- 1671


Β΄ ΜΕΡΟΣ

Η πολιορκία της Μεθώνης από τους Τούρκους 11 Αυγούστου – 17 Αυγούστου 1715

Το ιστορικό πλαίσιο
 Στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι Βενετοί απέκτησαν το Μοριά, η περιοχή είχε υποστεί πληθυσμιακή και υλική αφαίμαξη.76 Η βενετική διοίκηση διενήργησε εκτεταμένους εποικισμούς καλώντας ομάδες από τις όμορες τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η Μεθώνη, παράλια πόλη που ήλεγχε της δική της ζωτική ενδοχώρα, είχε δεχτεί μια μεγάλη ομάδα προσφύγων από τη Χίο και απροσδιόριστο αριθμό Αθηναίων. Ωστόσο, όπως έδειξε ο Παναγιωτόπουλος, ο εποικισμός της ομώνυμης επαρχίας (territoriο) τη βενετική περίοδο, αν λάβουμε υπόψη μας τις απογραφές Corner (1689) και Grimani (1700), δεν πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία.77 Εξάλλου, η συνολική βενετική πολιτική την περίοδο αυτή δεν παρείχε κίνητρα για θετική υποδοχή της νέας εξουσίας από το ντόπιο στοιχείο. Οι έλληνες αγρότες δεν είχαν κανένα συμφέρον να προτιμήσουν τη βενετική από την τουρκική κυριαρχία, όταν η πρώτη τους επέβαλε ομολογουμένως βαρύτερη φορολογία από την προϋπάρχουσα, ενώ κράτησε επίζηλα το εμπόριο σε βενετικά χέρια, ελέγχοντας στενά τον ανταγωνισμό.78 Έπειτα, συγκρούστηκαν με την ορθόδοξη εκκλησία, τον τοπικό κλήρο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην προσπάθεια να τους αφαιρέσουν έσοδα και ισχύ, αλλά και να εκβιάσουν την αποδοχή του λατινικού δόγματος από τους Έλληνες.79 Δυσαρέσκειες εκδηλώθηκαν και από την προσπάθεια των Βενετών να διαμορφώσουν μια προνομιούχα τάξη πολιτών που θα ταύτιζε τα συμφέροντά της με τα δικά τους.80 Αν σε όλα αυτά προστεθούν η γραφειοκρατία, η χρονοβόρα απόδοση δικαιοσύνης, η δυσαρέσκεια που πήγαζε από την υποχρέωση συντήρησης ενός στρατού μισθοφόρων απευθείας από τους ντόπιους πληθυσμούς και αυθαιρεσίες στη συλλογή των φόρων, δεν είναι ακατανόητη η χλιαρή αντίδραση των Ελλήνων στην εναγώνια προσπάθεια της Βενετίας να κρατήσει τα τελευταία της φρούρια στο Μοριά ούτε η ξεκάθαρα αντιβενετική στάση μπροστά στην τουρκική προέλαση του 1715.
 Υπό τη βενετική διοίκηση, ο Μοριάς δε γνώρισε λοιπόν μια επαναστατική αλλαγή· αλλά αλλαγές υπήρξαν. Πρώτα από όλα, η αγροτική παραγωγή, με την οποία απασχολούνταν η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμιακού δυναμικού αυξήθηκε και αυτό οφείλεται στη φροντίδα των Βενετών να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής (κυρίως αμπελοκαλλιέργεια και μεταξουργία).81 Επίσης, έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή.82 Πάντως, όταν εμφανίστηκαν οι Τούρκοι, il dominio era in stato di fallimento.83
 Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που είχε κρατήσει τους Τούρκους απασχολημένους ώς το 1711, έδωσε κάποιο χρόνο στους Βενετούς να ολοκληρώσουν εσπευσμένα μερικά έργα άμυνας σε πέντε βασικά φρούρια (Μεθώνη, Ναύπλιο, Κόρινθος, Ρίο και Μονεμβασία). Τα τείχη της Μεθώνης ενισχύθηκαν με τη δημιουργία μεμονωμένων οχυρωμάτων ή προμαχώνων, αλλά το ανθρώπινο δυναμικό δεν κατέστη δυνατό να αυξηθεί αριθμητικά λόγω της οικονομικής στενότητας.84
 Η τουρκική εκστρατεία ανακατάληψης του Μοριά ξεκίνησε με επικεφαλής του χερσαίου εκστρατευτικού σώματος τον βεζύρη Αλή πασά, το 1715.85 Η πρώτη όμως οδυνηρή απώλεια, ήρθε για τους Βενετούς από τη θάλασσα: ο προνοητής Bernardo Balbi είχε παραδώσει την Τήνο –ένα νησί που κατείχαν από το μακρινό 1390–, χωρίς να πέσει κανονιά. Ο τουρκικός στρατός προέλαυνε καταλαμβάνοντας διαδοχικά τον Ακροκόρινθο, την Κόρινθο και το Άργος, το Ναύπλιο. Το δέος έναντι των Τούρκων παρέλυε κάθε προσπάθεια οργανωμένης αντίστασης. Στα τέλη Ιουλίου 1715, ο τουρκικός στρατός εισήλθε στη Μεσσηνία και στρατοπέδευσε βόρεια της Μεθώνης. Η φρουρά της Κορώνης ανατίναξε μέρος των τειχών και, με όλο το διαθέσιμο οπλισμό, κατέφυγε για να προβάλλει αντίσταση στη Μεθώνη.
 Η πολιορκία του φρουρίου κράτησε πέντε μέρες, αλλά από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η άρνηση της φρουράς του –που απαρτιζόταν από βενετούς και μισθοφόρους– να πολεμήσει. Εξάλλου, ο ναύαρχος Daniel Dolfin επέλεξε να αλλάξει κατεύθυνση αντικρίζοντας, στις 18 Αυγούστου, τον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Μεθώνης.86 Με την εμφάνιση του τελευταίου, οι επάλξεις εγκαταλείφθηκαν· οι στρατιώτες έσπευδαν να παραδοθούν ανοίγοντας τις πύλες των θαλάσσιων τειχών. Μάταια ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta προσπάθησε να τηρήσει την τάξη προκειμένου να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης. Την αναστάτωση εκμεταλλεύτηκε ο στρατός του βεζύρη, ο οποίος εισήλθε στο αφύλακτο φρούριο από τα χερσαία τείχη.87
 Την απώλεια της Μεθώνης ακολουθούν εκείνες των φρουρίων του Ναυαρίνου και του Μοριά, των νησιών Σούδα και Σπιναλόγκα, της Μονεμβασίας και των Κυθήρων. Οι Βενετοί αποσύρθηκαν και από τη Λευκάδα, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να κρατήσουν την Κέρκυρα, που πολιορκήθηκε το καλοκαίρι του 1716.88 Με το τέλος του πολέμου, η βενετική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο κατέρρευσε οριστικά· μόνο τα Κύθηρα, η Πρέβεζα και η Βόνιτσα, καθώς και τα ηπειρωτικά εξαρτήματα των Ιονίων νήσων παρέμειναν υπό βενετική κυριαρχία. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) θα αποτύπωνε, τελικά, το νέο σκηνικό στα ευρωπαϊκά πράγματα· την προϊούσα παρακμή της Βενετίας, την έναρξη συρρίκνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο του αυστριακού –όπως αργότερα και του ρωσικού– παράγοντα.
Άποψη του κάστρου της Μεθώνης. Χρονολογία έκδοσης 1687
Η προβληματική των εγγράφων

 Για τη Γαληνοτάτη, μετά από μια ήττα ήταν συνήθης πρακτική η αναζήτηση των ευθυνών στα πρόσωπα των αξιωματούχων της και όχι στην πολιτική που ακολουθούσε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Μεθώνης όμως, οι ανακρίσεις που διενεργήθηκαν από τις βενετικές αρχές, είχαν διπλό κίνητρο: από τη μια πλευρά, να διαλευκάνουν τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκε το φρούριο, εφόσον μαλιστα υπήρχαν φήμες προδοσίας που ενέπλεκαν βενετούς αξιωματούχους και έλληνες κατοίκους της πόλης και της ευρύτερης επαρχίας· από την άλλη, να δικαιολογήσουν στην εξεγερμένη κοινή γνώμη την προκλητική ευκολία με την οποία ένα ακόμη βενετικό οχυρό του Μοριά έπεφτε στα χέρια των Τούρκων. Έγιναν λοιπόν εκτεταμένες ανακρίσεις στη μητρόπολη, και συγκεντρώθηκε υλικό βάσει του οποίου θα γίνονταν προσαγωγές όταν αυτό θα καθίστατο δυνατό, με κατηγορίες που κυμαίνονταν από την παράβαση καθήκοντος ώς την έσχατη προδοσία.
 Δυστυχώς, το σώμα της δικογραφίας που σχηματίστηκε έχει κατά ένα μεγάλο μέρος χαθεί. Ο αρχειονομικός διαμελισμός της ποινικής αυτής υπόθεσης, πρέπει να έγινε σε ένα μεγάλο βαθμό τον 19ο αιώνα.89 Τα τμήματα που μπορέσαμε να εντοπίσουμε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας είναι τα εξής: α) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών σχετικά με τα όσα συνέβησαν μεταξύ 11 και 17 Αυγούστου 1715, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1715 και τις αρχές του 1716 (φάκελος που τιτλοφορείται Sulla Presa di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 76, αρ. 22)90 β) σύνοψη καταθέσεων των αξιωματικών που υπηρέτησαν στο φρούριο και συναφές υλικό (φάκελος που τιτλοφορείται Perdita di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 422, αρ. 2)91 γ) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1717 και αφορά τις τυχόν ευθύνες του αξιωματικού (tenente collateral de’ Dragoni) Coplan, o οποίος βρισκόταν υπό κράτηση (φάκελος που τιτλοφορείται Piazza di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 430, αρ. 12)92 δ) ανακρίσεις σχετικά με την κατηγορία εξοπλισμού της φρουράς της Μεθώνης με ελαττωματικό οπλισμό (φάκελος που τιτλοφορείται Munizioni da guerra, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Civile, busta 72, αρ. 16).
 Από το υλικό λοιπόν που συγκεντρώθηκε, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε εδώ τη σύνοψη των καταθέσεων ανώτατων αξιωματικών της Βενετίας σχετικά με την παράδοση του φρουρίου της Μεθώνης στους Τούρκους στις 17 Αυγούστου του 1715. Κριτήριο της επιλογής ήταν η αυτοτέλεια που εμφανίζει το αρχειακό τεκμήριο σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά και οι αξιόλογες αναφορές τόσο στα πραγματικά περιστατικά της άλωσης της Μεθώνης όσο και στην τύχη των προσώπων που μνημονεύονται. Το έγγραφο είναι σημαντικό και γιατί συμπληρώνει τα κενά κάνοντας μνεία εγγράφων που δεν σώζονται.
 Προτού όμως αναφερθούμε στις καταθέσεις των αξιωματικών της Μεθώνης, είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις σημαντικότερες από τις πληροφορίες που μας δίνουν οι λοιπές καταθέσεις των ιδιωτών που έχουμε εντοπίσει, σχετικά με τα γεγονότα.
 Η πρώτη δέσμη εγγράφων περιέχει τις καταθέσεις έξι προσώπων που έζησαν την άλωση του 1715. Οι ανακριτές ρωτούσαν τους μάρτυρες σχετικά με τις κινήσεις του στόλου, ιδιαίτερα για τη στάση των Ελλήνων και βέβαια, για τη συμπεριφορά των βενετών αξιωματικών. Ο μάρτυρας Raffael Boltarini από τη Χίο, επιβεβαίωσε την πληροφορία ότι ο στόλος δεν έμεινε να βοηθήσει την πολιορκημένη Μεθώνη, λόγω έλλειψης νερού. Η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία έχει να κάνει με τη στάση των Ελλήνων: πριν την πολιορκία, ισχυρίστηκε ο μάρτυρας, πολλοί Μανιάτες παρουσιάστηκαν στον έκτακτο προνοητή Pasta και ζήτησαν όπλα και να συνεισφέρουν στην άμυνα. Όμως, η ύπαιθρος, από την οποία προερχόταν αυτές οι ομάδες, υποχώρησε πρώτη στη θέα της μεγάλης τουρκικής στρατιάς. Ο μάρτυρας απέδωσε την απώλεια της Μεθώνης πρωτίστως στο γεγονός ότι dopo della perdita di Romania, li Greci andavano à darsi alli Turchi.93
 Άλλος ένας μάρτυρας, ο Γιωργάκης Γαϊτανάκης του Καμαρινού από τη Ζαρνάτα, επιβεβαίωσε ότι οι Έλληνες των γύρω περιοχών είχαν ζητήσει άδεια να σχηματίσουν ομάδες των 50 ατόμων προκειμένου να καλύψουν κενά της άμυνας πέριξ του φρουρίου της Μεθώνης. Σύμφωνα με αυτόν, ο προνοητής Pasta ήταν πρόσωπο τόσο αγαπητό, ώστε οι ντόπιοι βεβαίωναν ότι se havessero havuto qualche assistenza, si sarebbero sacrificati.94 Είχαν μάλιστα πάρει την πρωτοβουλία να απευθύνουν έκκληση στον αρχηγό του βενετικού στόλου Dolfin για να σπεύσει στη Μεθώνη σε βοήθειά του.95
 Επανερχόμενοι στο τμήμα της δικογραφίας που φέρει τον τίτλο Απώλεια της Μεθώνης (Perdita di Modon), συμπεραίνουμε ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της αφορά την παράθεση των βασικότερων σημείων από τα όσα κατέθεσαν εγγράφως οι Vicenzo Pasta και sergente generale Antonio Giancix (Jansich) και μεταβίβασε ο αρχηγός του στόλου Daniel Dolfin, με τη δική του αλληλογραφία, στη μητρόπολη. Οι αξιωματικοί αυτοί είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Με την ανοχή του διαλλακτικού καπουδάν πασά, είχαν συντάξει στο χώρο κράτησής τους –αρχικά στο πλοίο του καπουδάν πασά και κατόπιν στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης–, τη δική τους άποψη για τα γεγονότα.96 Μια τέτοια κίνηση δεν είναι παράδοξη αν αναλογιστούμε ότι σε λίγο και για όσους από αυτούς θα επιβίωναν, θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία να εξαγοράσουν την ελευθερία τους με την καταβολή λύτρων, οπότε η ανταπόκριση της Βενετίας θα ήταν κρίσιμη.
 Το έγγραφο που εκδίδουμε αποτελείται από 22 φύλλα και δε φέρει αρίθμηση ούτε χρονολογία.97 Το κείμενο είναι στοιχισμένο στην αριστερή πλευρά κάθε φύλλου, προφανώς για να αντιπαραβληθεί με άλλες καταθέσεις, προηγούμενες ή επόμενες ή για τη σημείωση παρατηρήσεων. Υπάρχει μια ένδειξη που συνδέει τα φύλλα που έχουμε στα χέρια μας με την υπόλοιπη δικογραφία: στην αρχή του κειμένου σημειώνεται ότι πρόκειται για το δεύτερο μέρος (per il seconto punto) της έρευνας για την άλωση της Μεθώνης, που αφορά ασφαλώς τις ενέργειες των αξιωματικών.98 Το πρώτο μέρος της έρευνας αυτής αφορούσε πιθανότατα άλλου τύπου μαρτυρίες delle cose successe nell’attacco, ίσως ιδιωτών, όπως εκείνων που περιγράψαμε παραπάνω. Υπήρχε και τρίτο μέρος, το οποίο θα κατέληγε πιθανότατα στο σκεπτικό, δηλαδή στην απόδοση ή μη ευθυνών και στην παραπομπή ή όχι των υπευθύνων σε δίκη.99
 Υπό αυτή την έννοια, το δεύτερο αυτό μέρος που αναπτύσσουμε διαθέτει αυτονομία εντός του ενιαίου δικογράφου, συνιστά από μόνο του ένα φάκελο στοιχείων. Τι θα μπορούσε να περιέχει ο φάκελος αυτός; Προφανώς, τα αυθεντικά έγγραφα στα οποία αναφέρεται η σύνοψη των καταθέσεων και τα οποία άλλωστε μνημονεύει λεπτομερώς. Με άλλα λόγια, αυτό που έχουμε στα χέρια θα μπορούσε να είναι το sommario που τοποθετείται προ των εγγράφων και παίζει ταυτόχρονα ρόλο σύνοψης, ελέγχου και ευρετηρίου τους.100 Εκείνος που θα αποφαινόταν για τις ευθύνες, πολιτειακό ή δικαστικό όργανο, δε χρειαζόταν να διαβάσει όλα τα έγγραφα που υπήρχαν στον φάκελο, παρά την περίληψή τους με τα βασικά σημεία, έχοντας ωστόσο τα τεκμήρια εντός του φακέλου, για την οποιαδήποτε αντιπαραβολή. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχειακή σειρά στην οποία εντοπίστηκε το έγγραφο αυτό ήταν η Avogaria di Comun. Ανάμεσα στα άλλα, η Avogaria έπαιζε το ρόλο και του προκαταρκτικού οργάνου στην απόδοση δημόσιας κατηγορίας, στη διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης για πολιτικά εγκλήματα, όπως ασφαλώς ήταν η προδοσία ή η παράβαση καθήκοντος σε καιρό πολέμου.
 Οι πληροφορίες που καταγράφονται στη σύνοψη προέρχονται αφενός από την αλληλογραφία (dispacci) του γενικού διοικητή Dolfin και όσες μαρτυρίες επισυνάπτονται σε αυτή και αφετέρου από γράμμα τού βενετού πρεσβευτή Grimani από τη Βιέννη, με όσα επισυνάπτει αντιστοίχως. Οι πρώτες αφορούν αποκλειστικά αξιωματούχους της Βενετίας, που στην ουσία καταθέτουν για τα γεγονότα προσπαθώντας να αποσείσουν τις ευθύνες από το πρόσωπό τους. Οι δεύτερες, είναι συμπληρωματικές πληροφορίες που προέρχονται από γάλλο στρατιωτικό αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος συμμετείχε κατά τόπο που δεν κατονομάζεται στην επίθεση της Μεθώνης και δίνει μαρτυρία από το τουρκικό στρατόπεδο (dal campo sotto Modon).
 Συγκεκριμένα, μνημονεύονται: α) γράμμα της 20ής Αυγούστου 1715, επισυναπτόμενο σε επιστολή του αρχηγού του στόλου, με αποστολείς τον έκτακτο προνοητή Vicenzo Pasta και τον στρατηγό Antonio Giansich. Οι δύο αξιωματικοί αναφέρονται στην κατάσταση αιχμαλωσίας τους και επιφυλάσσονται να καταθέσουν για τα γεγονότα εκτενέστερα·101 β) γράμμα της 7ης Σεπτεμβρίου 1715, στο οποίο ο Dolfin καταθέτει ο ίδιος ότι γνωρίζει για τα γεγονότα από αναφορές μαρτύρων·102 γ) γράμμα της 22ας Σεπτεμβρίου 1715 επισυναπτόμενο σε επιστολή του Dolfin, το οποίο υπογράφεται από τους αιχμαλώτους Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier. Οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί αντικρούουν οποιαδήποτε κατηγορία προδοσίας σημειώνοντας ότι η φρουρά τούς εγκατέλειψε και δεν αμέλησαν οι ίδιοι την άμυνα·103 δ) γράμμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1715, το οποίο επισυνάπτεται μαζί με το προηγούμενο και περιέχει την ολοκληρωμένη αναφορά Giansich (Relatione della resa di Modon), όπως παρουσιάστηκε στη Σύγκλητο.104
 Την αναφορά αυτή επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Dolfin.105 Στο τέλος παρουσιάζεται, όπως αναφέραμε, ένα εύρημα του βενετού πρεσβευτή Grimani από τη Βιέννη: πρόκειται για ένα σύντομο στρατιωτικό ημερολόγιο στα γαλλικά, με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1715, προφανώς γάλλου αυτόπτη μάρτυρα που ωστόσο δεν κατανομάζεται, σχετικά με τις συνθήκες της άλωσης της Μεθώνης.106
 Το βασικό ζήτημα στην όλη προβληματική του εγγράφου της σύνοψης, είναι η χρονολόγησή του. Ελλείψει σαφών αναφορών, μόνο από εσωτερικές ενδείξεις μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρόνο σύνταξης και κατ’επέκταση, το χρόνο ανάκρισης. Ως terminus ante quem λαμβάνουμε την 22α Σεπτεμβρίου 1715· οι έρευνες πρέπει να ξεκίνησαν μετά από αυτή την ημερομηνία. Καθόλη τη διάρκεια των ανακρίσεων, οι αξιωματικοί της Μεθώνης πρέπει να ήταν ακόμα αιχμάλωτοι, διαφορετικά μνεία κάποιας εξέλιξης της κατάστασής τους θα γινόταν μέσα στη σύνοψη ή στα έγγραφα που αυτή μνημονεύει. Γνωρίζουμε τις τύχες των πρωταγωνιστών. Από αυτούς, εκείνος που χάθηκε πρώτα ήταν ο tenente general dell’infanteria Alvise Cittadella, ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος και πέθανε το 1716 στην τουρκική φυλακή. Συνεπώς, οποιαδήποτε έρευνα παραγγέλθηκε από τη Σύγκλητο, έγινε μεταξύ Οκτωβρίου 1715 και 1716.107
 Ένα τελευταίο ζήτημα που γεννάται είναι εκείνο της απόφασης. Να απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παράβαση καθήκοντος σε κάποιον ή κάποιους από τους αξιωματούχους που παρέδωσαν το φρούριο της Μεθώνης στους Τούρκους; Προχώρησε άραγε η διαδικασία σε δίκη; Τηρουμένων επιφυλάξεων, διακινδυνεύουμε μια αρνητική απάντηση, βασισμένη στην ομοφωνία των μαρτυριών που παρουσιάζονται στους φακέλους που έχουμε μπροστά μας. Όπως φαίνεται, οι όποιες κατηγορίες για τα πρόσωπα των αξιωματικών, δεν θεμελιώθηκαν. Εξάλλου, με τους αξιωματούχους αιχμαλώτους των Τούρκων, τον Μοριά χαμένο οριστικά και τον πόλεμο να συνεχίζεται, την οικονομία της σε σημείο οριακό, η Βενετία είχε σίγουρα να αντιμετωπίσει κρισιμότερα ζητήματα από το κυνήγι των όποιων υπευθύνων. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος της Τήνου, ο προνοητής της οποίας Bernardo Balbi δικάστηκε και καταδικάστηκε για την παράδοσή της με ισόβια κάθειρξη, ενώ ήταν εμφανές ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να κρατηθεί το νησί. Όμως η Τήνος ήταν για τους Βενετούς η κτήση που τους θύμιζε το ένδοξο παρελθόν, εφόσον την κατείχαν αδιάκοπα από το μακρινό 1390. Η Μεθώνη, όσο πολύτιμη, δεν διατηρούσε πια αυτή τη βαρύτητα στη συλλογική βενετική μνήμη.



Έκδοση συμπληρωματικών πηγών

 Εκδίδουμε γράμμα που συνέταξαν και έστειλαν οι βενετοί επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, στον αρχηγό του στόλου Daniel Dolfin, από τη γαλέρα του καπουδάν πασά. Ο Dolfin το έλαβε ενόσω ήταν στην Κέρκυρα, τον Δεκέμβριο του 1715, μέσω ενός αξιωματούχου που είχε μεταφερθεί εκεί από τη Σούδα.108 Το συγκεκριμένο έγγραφο, που πρέπει να είναι αντίγραφο, φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και εστάλη από το λιμάνι Κουλάτα (Culata). Το γράμμα των αξιωματικών φέρει τον τίτλο Relazione della resa di Modon fatta al capitan generale di proveditor estraordinario in Modon, 22 setembre 1715, απόκειται δε στη βιβλιοθήκη Querini.109 Ο τίτλος του δεν αφορά το έγγραφο αυτό καθεαυτό αλλά εκείνο που συνόδευε, το οποίο δεν σώζεται. Αντίγραφό του είχε πάντως κατατεθεί στην Avogaria, γι’αυτό και έχουμε την περιγραφή του στη σύνοψη των ανακριτών.110 Πράγματι, στο γράμμα των τριών αξιωματικών αναγγέλλεται ότι επισυνάπτεται έκθεση, από τον στρατηγό Giansich, προκειμένου να δοθεί στον Dolfin και να παρουσιαστεί στη Σύγκλητο.111

Έκδοση των εγγράφων Β1

Περίληψη :
 Η σύνοψη αυτή συλλέγει πληροφορίες από τρεις πηγές: πρώτον, από τις καταθέσεις των βενετών αξιωματούχων που υπηρετούσαν στη Μεθώνη την τελευταία περίοδο· δεύτερον, από την αλληλογραφία του αρχηγού του στόλου Dolfin με τη μητρόπολη· τέλος, από κείμενα μαρτυριών τρίτων.
 Σε επιστολή των αξιωματικών Vicenzo Pasta και Antonio Giansich (sic) της 20ής Αυγούστου 1715, η οποία επισυναπτόταν σε γράμμα του αρχηγού του στόλου Dolfin, σημειώνονταν επιγραμματικά τα γεγονότα. Η Πλατεία του φρουρίου της Μεθώνης κατελήφθη με έφοδο το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου 1715.112 Ο αρχηγός Pasta ήταν τραυματισμένος από την πρώτη μέρα της πολιορκίας, αλλά εξακολουθούσε να εργάζεται οργανώνοντας την άμυνα μαζί με τον general Giansich. Ο τελευταίος υποσχόταν να συντάξει λεπτομερή αναφορά.
 Ο Dolfin, σε προσωπικό γράμμα του (7 Σεπτεμβρίου 1715), ανέφερε τα όσα του εξιστόρησε αυτόπτης μάρτυρας. Σύμφωνα με αυτόν, ο τρόμος στη βενετική φρουρά εκδηλώθηκε αμέσως μετά τα νέα της κατάληψης του φρουρίου του Ρίου. Από εκείνη τη στιγμή οι στρατιώτες ξεκαθάρισαν στους επικεφαλής τους ότι επιθυμούσαν να παραδοθούν προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα. Έκτοτε, ήταν δύσκολο να ελεγχθούν, παρότι ο στρατηγός Giansich με προσφορές, υποσχέσεις και απειλές, είχε προσπαθήσει να τους κάνει να πειθαρχήσουν. Έτσι, αργότερα, όταν η συνθηκολόγηση είχε πια αποφασιστεί από το βενετικό επιτελείο, οι στρατιώτες εκείνοι δεν περίμεναν τη συνομολόγηση των όρων παράδοσης.
 Παραβιάζοντας την πύλη εξόδου προς το λιμάνι (portello di marina), όρμησαν από το εσωτερικό του φρουρίου στην προκυμαία, παραδιδόμενοι στα πλοία του καπουδάν πασά που είχαν ξεκινήσει την επιχείρηση απόβασης. Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι Giansich, Pasta και Cittadella, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, από τα δύο κακά επέλεξαν το μικρότερο και παρέδωσαν το φρούριο στα χέρια του καπουδάν πασά, που ήταν πιο ανθρώπινος από τον βεζύρη. Αυτό όμως δεν διευκόλυνε την κατάσταση, αφού ο βεζύρης εξακολουθούσε τις εχθροπραξίες, ακόμα και ενόσω ο συνταγματάρχης (colonnello) Salvadego είχε υψώσει λευκή σημαία αναμένοντας την ανταπόκριση των Τούρκων.
 Βέβαια, οι στρατιώτες του βεζύρη δε γνώριζαν τα όσα διαδραματίζονταν στην ακτή, στην άλλη πλευρά της Μεθώνης. Σκαρφάλωναν κατά κύματα στα αφύλακτα χερσαία τείχη και έμπαιναν στην πόλη, εντός της οποίας ζήτημα ήταν εάν βρήκαν 13-14 στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να κατεβούν στην ακτή για να παραδοθούν. Έτσι κατέλαβαν ανενόχλητοι όλο το φρούριο.113 Οι αξιωματικοί επιθυμούσαν να αναφερθούν στη Σύγκλητο γνωρίζοντας ότι, ακόμα κι αν κατάφερναν να αποφύγουν την κρεμάλα, θα έμενε στο πρόσωπό τους η δημόσια απέχθεια.114
 Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην επιστολή των επικεφαλής της φρουράς Vicenzo Pasta, Nuntio Querini και Marco Venier, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715.115 Όλοι αυτοί κρατούνταν αιχμάλωτοι στην γαλέρα του καπουδάν πασά που, επικεφαλής του τουρκικού στόλου, έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Οι αξιωματικοί αναφέρονταν στις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι και στις αδυναμίες της άμυνας. Επίσης, τόνιζαν ότι η επιπολαιότητα της φρουράς πληρώθηκε ακριβά· 200 στρατιώτες σφαγιάστηκαν, ενώ όλοι όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν ήταν αιχμάλωτοι.
 Ο Dolfin μετέφερε, με άλλο γράμμα του, της 6ης Σεπτεμβρίου 1715, μια έκθεση του επίσης τραυματισμένου συνταγματάρχη Giansich για τα συμβάντα στην άλωση της Μεθώνης. Ο Giansich είχε καταφύγει στη Μεθώνη με τις δύο γαλεότες του, τη Μακεδονία και τη Μάνη, μετά από την εγκατάλειψη της Κορώνης, προκειμένου να βοηθήσει στην άμυνα στο έτερο φρούριο, όπως είχε αποφασιστεί. Είχε αναλάβει τη στρατιωτική διεύθυνση της Πλατείας, αφού ο αντιστράτηγος (tenente general) Cittadella ήταν τραυματίας. Από την αρχή της πολιορκίας υπήρχαν μεγάλα προβλήματα· μια φρουρά 823 ατόμων ήταν μικρή για να κρατήσει όλο τον περίβολο. Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι από τις πρώτες στιγμές, ο Giansich είχε καταλάβει πως η φρουρά αυτή δεν ήθελε να πολεμήσει· με απροθυμία εκτελούσε τις αναγκαίες αμυντικές ενέργειες στην Πλατεία και πάντα μετά από απειλές τιμωρίας. Οι στρατιώτες μιλούσαν με δέος υπερβάλλοντας για την τουρκική δύναμη, αλλά και για τις δικές τους αδυναμίες. Όλα αυτά τα είχε αναφέρει στον αρχηγό του στόλου Dolfin, ο οποίος είχε αποκλείσει μεν την πιθανότητα ενισχύσεων, τον διαβεβαίωνε δε ότι θα τα κατάφερναν. Με νέο κουράγιο, ο Giansich είχε απευθυνθεί τότε σε αξιωματικούς και στρατιώτες ζητώντας από τον καθένα να κάνει το χρέος του.
 Όμως, πέντε κιόλας μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ· είχαν σκάψει αρκετά πέραν του βασικού χαρακώματος (trinciera).116 Στις 14 Αυγούστου, οι πολιορκημένοι είδαν ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στα τείχη και ότι το φρούριο είχε περικυκλωθεί με πυροβολαρχίες.117 Επίσης, την ίδια μέρα είχε φανεί το τουρκικό ναυτικό στα νερά της Σαπιέντζας, με αποτέλεσμα και οι λίγοι στρατιώτες που βρίσκονταν στην Πλατεία να μεταφερθούν στα θαλάσσια τείχη, στο Μπούρτζι (Castel di Mare), στο Μαντράκι (Mandrachio di San Marco) και στο διάδρομο στη βάση των τειχών, που κάλυπτε αμυντικά τον πυθμένα της τάφρου (falsa braga). Για να μην αφεθεί όμως το κέντρο του φρουρίου απροστάτευτο, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον προμαχώνα (baloardo) του αγίου Αντωνίου μεταφέροντας στρατιώτες στην Πλατεία.118
 Η αταξία γινόταν όλο και πιο φανερή στη βενετική φρουρά. Για να εμψυχώσουν το στράτευμα, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου, ο Giansich με τον Pasta έκαναν περιπολία στα πιο αδύναμα μέρη των θαλασσίων τειχών, όπου ο δεύτερος τραυματίστηκε βαριά.119 Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ στους Τούρκους που εξακολουθούσαν να επεκτείνουν το βασικό και πιο επικίνδυνο χαράκωμα, αν δεν τους μοίραζαν κρασί και ψωμοτύρι, πράγμα που έσπευσε να κάνει ο Daniel Balbi. Μέσα σε όλες τις κακοδαιμονίες, πολλά όπλα έπαθαν εμπλοκή, με αποτέλεσμα αρκετοί στρατιώτες να μείνουν άοπλοι.
 Την επόμενη μέρα, τα προβλήματα αφορούσαν τους μισθοφόρους δραγόνους (dragoni). Ο επικεφαλής τους, ονόματι Coplan, προτίμησε να πάει να ξεκουραστεί τη στιγμή ακριβώς που οι Τούρκοι ύψωναν το πιο προωθημένο οχύρωμα. Οι στρατιώτες του τον κατηγορούσαν ότι είχε καταχραστεί τους μισθούς τους.120 Μέχρι και ο αρχηγός του πεζικού Valazzi είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που τρεις φορές τη νύχτα της 15ης Αυγούστου εγκατέλειψε τη θέση του.121
 Εκτός από τα κρούσματα απείθειας που πολλαπλασιάζονταν, υπήρχαν υπόνοιες ότι οργανωνόταν η δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Giansich. Πράγματι, ορισμένοι στρατιώτες και δραγόνοι τού επιτέθηκαν ενόσω έκανε επιθεώρηση, μα η προσωπική του φρουρά κατάφερε να τους αφοπλίσει.122 Ο Cittadella ματαίωσε άλλη μια ανταρσία στρατιωτών στην πύλη του Αγίου Μάρκου, οι οποίοι είχαν υψώσει λευκή σημαία. Το ίδιο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Marco Venier, στην Πύλη του Μανδρακίου.
 Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, συνεδρίασε εσπευσμένα το στρατιωτικό επιτελείο των Βενετών (consulta di guerra). Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν της γνώμης ότι το φρούριο ήταν αδιανόητο να κρατηθεί.123 Έτσι αποφασίστηκε να διαπραγματευθούν την παράδοσή του. Όμως ο τούρκος βεζύρης δε δεχόταν να διαπραγματευθεί, επειδή δεν είχε τη συναίνεση των γενιτσάρων.124




 Άλλωστε, το φρούριο είχε πια πέσει. Ο κυβερνήτης Alberti, ακολουθούμενος από εκατό περίπου στρατιώτες, είχε ανοίξει την πύλη του αγίου Μάρκου αντίθετα με τις διαταγές και είχε κατεβεί στο μόλο. Η Πλατεία είχε εγκαταλειφθεί και στο Μπούρτζι είχε υψωθεί λευκή σημαία. Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν ξεκινήσει να παραδίδονται στο τουρκικό ναυτικό. Στις χερσαίες επάλξεις δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά·125 οι Τούρκοι σκαρφάλωναν με γάντζους και σκάλες από την εγκαταλελειμένη βορειοδυτική πύλη (porta maestra) και την πύλη του αγίου Μάρκου, όπου βρισκόταν ο Giansich, οι εκατό πεζοί του οποίου πέταξαν τα όπλα και έτρεξαν να παραδοθούν στους Τούρκους. Ο ίδιος ο Giansich σώθηκε από τη μανία της τουρκικής επέλασης χάρη σε έναν γενίτσαρο.
 Ο αρχηγός του βενετικού στόλου Dolfin επιβεβαίωσε απολύτως τα σημειωθέντα στην αναφορά του Jansich, προσθέτοντας στο δικό του γράμμα προς τη Σύγκλητο ότι οι αξιωματικοί της Μεθώνης είναι σε κακή κατάσταση –ο Pasta μάλλον θα πέθαινε από το τραύμα του, ενώ και το μέλλον των άλλων ήταν αβέβαιο.
 Η σύνοψη των εγγράφων περιλαμβάνει επίσης σημειώσεις από ένα ημερολόγιο στα γαλλικά, το οποίο ανήκε σε πρόσωπο του τουρκικού στρατοπέδου. Το είχε στείλει ο πρεσβευτής της Βενετίας στη Βιέννη Grimani, με γράμμα του στις 18 Αυγούστου 1715. Από εκεί οι βενετικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο βεζύρης είχε φτάσει με το στρατό του από το Ναύπλιο στις 11 Αυγούστου κάτω από τα τείχη της Μεθώνης και ότι είχε γίνει γνωστό στο τουρκικό στρατόπεδο πως ο κυβερνήτης της Κορώνης είχε εγκαταλείψει το φρούριο από τις 2 του μήνα καταφεύγοντας στη Μεθώνη. Ο βενετικός στόλος, αποτελούμενος από 40 μικρά και μεγάλα πλοία, βρισκόταν κοντά στη Μεθώνη, αλλά με αντίθετο άνεμο. Με την ανάπτυξη του τουρκικού στρατοπέδου, ο βεζύρης έστειλε τελεσίγραφο στους Βενετούς ότι, αν έπεφτε έστω και μία σφαίρα, δε θα δεχόταν πλέον οποιαδήποτε πρόταση συνθηκολόγησης. Η απάντηση των Βενετών αξιωματικών ήταν ότι θα πρόβαλαν άμυνα έως εσχάτων και έτσι οι κανονιοβολισμοί ξεκίνησαν.
 Κατά τα λοιπά, το γαλλικό ημερολόγιο δεν απομακρύνεται από τις διάφορες καταθέσεις. Η έναρξη των εχθροπραξιών τοποθετείται στις 15 του Αυγούστου από το τουρκικό ναυτικό και την επόμενη μέρα φέρεται να υψώθηκε η πρώτη λευκή σημαία, σημάδι ότι τμήματα της βενετικής άμυνας ξεκίνησαν να προσχωρούν στους Τούρκους. Στις προσπάθειες των Βενετών να διαπραγματευθούν την παράδοση, που έγιναν στις 15 και 17 Αυγούστου, ο βεζύρης απαντούσε πάντα αρνητικά.126 Τελικά, οι γενίτσαροι έκαναν γενική έφοδο στα τείχη ενώ από την πλευρά των Βενετών δεν φαίνονταν σημάδια αντίστασης. Πράγματι, όσο η βενετική φρουρά παραδιδόταν στον καπουδάν πασά από την θαλάσσια πλευρά του φρουρίου, οι χερσαίες δυνάμεις του βεζύρη μπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους δεν είχαν προλάβει να επιβιβαστούν στα πλοία.127
 Το πρωί της 16ης Αυγούστου 1715 ένας αγάς του σερασκιέρη Μουσταφά πασά είχε φέρει τα νέα στον βεζύρη ότι το φρούριο του Μοριά είχε τελικά παραδοθεί, τέσσερις μέρες πριν από εκείνο της Μεθώνης.

Β2


 Γράμμα των επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι στη γαλέρα του καπουδάν πασά, για όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία και τις συνθήκες της παράδοσης. Το συνέταξε ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta, αλλά το προσυπογράφουν όλοι. Φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και συντάχθηκε στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη.
 Στο γράμμα αναφέρονται συνοπτικά τα όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία του φρουρίου, η παράδοση του οποίου παρουσιάζεται αναπότρεπτη. Όλοι οι αξιωματικοί ισχυρίζονται ότι έκαναν το καθήκον τους. Ήταν η λιποταξία των στρατιωτών που ακύρωσε την οποιαδήποτε ευκαιρία να συνομολογηθεί μια αξιοπρεπής, συντεταγμένη παράδοση και η Μεθώνη αλώθηκε.


Κατερίνα Β . Κορρέ
"Το φρούριο της Μεθώνης στους δύο τελευταίους βενετοτουρκικούς πολέμους- Μνήμες πολιορκίας"


1. Bλ. Anastasia Stouraiti, Memorie di un ritorno. La guerra di Morea (1684-1699) nei manoscritti della Querini Stampalia, Βενετία 2001, σσ. 130-131 (η μετάφραση του αποσπάσματος είναι δική μου)· πρβλ. την περιγραφή του φρουρίου και από τον βενετό ιστορικό Michiele Foscarini στο έργο του Historia della Repubblica veneta di Michele Foscarini senatore, Βενετία 1722, σ. 202.
2. Ο πλήρης τίτλος του είναι The present state of the Morea, called anciently Peloponnesus: Which hath been near two hundred years under the dominion of the Turks and is now very much depopulated. Together with a description of the city of Athens, islands of Zant, Strafades and Serigo. Το έργο γνώρισε τρεις αλλεπάλληλες εκδόσεις· τις δύο πρώτες στην Οξφόρδη και το Λονδίνο το 1686 και την τελευταία τρία χρόνια μετά. Μετάφρασή του έργου στην ιταλική γλώσσα, που έγινε πιθανότατα μετά το 1689, βρέθηκε στο αρχείο του Pietro Garzoni, πιθανόν με παραγγελία του επίσημου ιστοριογράφου της Βενετίας, ως πηγή συγγραφής του έργου του Istoria della Repubblica di Venezia In Tempo Della Sacra Lega Contra Maometto IV e tre suoi Successori, Gran Sultani De’ Turchi, Βενετία 1705· για την ιταλική αυτή μετάφραση του αγγλικού έργου, βλ. γενικότερα, Stouraiti, Memorie di un ritorno, σσ. 128-139· για το αρχείο τού Garzoni, βλ. και παρακάτω, σημείωση 29.
3. Για τις δημόσιες εκδηλώσεις και τα λογοτεχνικά έργα που χαιρέτησαν τις βενετικές νίκες στο Μοριά, βλ. τη βιβλιογραφία που παραθέτει ο Ι. Γεννάδιος, στη μελέτη του, Ο Μοροζίνης εν Πελοποννήσω και εν Αθήναις. Απόσπασμα ανεκδότου συγγραφής, Αθήνα 1929. Για το κλίμα της εποχής και τον εκδοτικό αναβρασμό χειρόγραφων και τυπωμένων εφημερίδων (gazzette) που μετέφεραν τα νέα του πολέμου στη Βενετία και την Ευρώπη, βλ. M. Infelise, Prima dei giornali. Alle origini della pubblica informazione, Ρώμη–Μπάρι 2002, κυρίως σσ. 124-127.
4. Αυτοί οι σημαντικοί όροι ζωής ήταν η θρησκευτική ελευθερία, η ισότητα στην απονομή δικαιοσύνης και οι δυνατότητες προσωπικής, κοινωνικής –συνεπώς και οικονομικής– ελέξιξης· P. Topping, «Premodern Peloponnesus: the Land and the People under venetian rule (1685-1715)», Annals of the New York Academy of Sciences 268 (1976), 101-102 [= Studies on Latin Greece A.D. 1205-1715, Variorum Reprints, Λονδίνο 1977, αρ. Χ]· βλ. και παρακάτω, σσ. 232-233.
5. Αυτό αφορά κυρίως τη Βενετία, γιατί διαθέτουμε τέτοιες καταγραφές από το αντίπαλο στρατόπεδο. Πρόκειται για τα ημερολόγια της τουρκικής εκστρατείας του Benjamin Brue και του Κωνσταντίνου Διοικητή. Ο Brue, δραγουμάνος του γάλλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη και με θητεία τριάντα ετών και άνω στη διπλωματική υπηρεσία της Γαλλίας, κατέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας, εν είδει ημερολογίου, την εξέλιξη των στρατιωτικών κυρίως γεγονότων την περίοδο 1687-1715, επικεντρώνοντας την αφήγησή του στην εκστρατεία του Μεγάλου Βεζύρη Αλή Πασά (22 Μαΐου-23 Νοεμβρίου 1715) για την ανάκτηση του Μοριά· βλ. B. Brue, Journal de la campagne que le Grand Vesir Ali Pacha a faite en 1715 pour la conquête de la Morée, Παρίσι 1870, σσ. 40-51· και παρακάτω, σ. 234. Ο Κωνσταντίνος Διοικητής υπηρετούσε στη Βλαχία ως αξιωματικός της φρουράς του ηγεμόνα Στεφάνου Καντακουζηνού. Ακολούθησε και αυτός την τουρκική στρατιά στην Πελοπόννησο. Την έκδοσή του μετέφρασε από τα ρουμάνικα και επιμελήθηκε ο N. Iorga, Chronique de l’expédition des Turcs en Morée 1715 attribuée à Constantin Dioikétès, Bουκουρέστι 1913. Βλ. μια πρώτη παρουσίαση των δύο χρονικών από τον Σπ. Λάμπρο, Νέος Ελληνομνήμων 11 (1914), 204-208· επίσης, Ασπασία Λούβη, «Η λακωνική γη το 1715. Μελέτη βασισμένη στο χρονικό του Κωνσταντίνου Διοικητή», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. 3, Αθήνα 1976-1978, σσ. 315-324 και P. Nastourel, «L’intérêt du journal de l’expédition ottomane de 1715 contre la Morée de Constantin “Dioikétèsˮ», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ό.π., 325-336.
6. Το β΄ μέρος επιγράφεται: Istoria della Repubblica di Venezia, ove insieme narrasi la guerra per la successione delle Spagne al re Carlo II, Βενετία 1716. Για το πρώτο μέρος της ιστορίας του, βλ. τις σχετικές σημειώσεις 2 και 34.
7. Από τη σχετική συζήτηση που έχει αναπτυχθεί, βλ. Siriol Davies, «Pylos Regional Archaeological Project, Part VI: Administration and Settlement in Venetian Navarino», Hesperia 73/1 (Ιανουάριος- Μάρτιος 2004), 65 και W. Miller, «The Venetian Revival in Greece, 1684-1718», The English Historical Review 35/139 (Ιούλιος 1920), 361-362.
8. Βλ. μεταξύ άλλων, τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς που επιφυλάσσει ο Francesco Grimani, γενικός προνοητής του Μοριά την περίοδο 1698-1701 για τους Μοραΐτες· Topping, «Premodern Peloponnesus», 95-96. Μια εξήγηση δίνεται από τον L. von Ranke, στη βασική μελέτη του «Die Venezianer in Morea 1685-1715», Historish-politische Zeitschhrift 2 (1835), 440.
9. Βλ. την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Davies στο άρθρο της «Pylos Regional Archaeological Project», 64-65. Επίσης, την κριτική της δημιουργίας μιας τεχνητής ομάδας πολιτών από τον S. Romanin, Storia Documentata di Venezia, τ. 7, Βενετία 31974, σ. 345.
10. Βλ. τις σχετικές πληροφορίες που δίνουν ο Miller, στο άρθρο του «The Venetian Revival», 361-362 και η Davies στο άρθρο της «Pylos Regional Archaeological Project», 65.
11. Αυτή τη λειτουργία εξυπηρετούν πληροφορίες του τύπου «παρουσιάστηκε ένας έλληνας στον αρχιστράτηγο και έδωσε πληροφορίες για την κατάσταση μέσα στο φρούριο»· «τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν σε απομακρυσμένους πύργους για να μην ακούν τα ουρλιαχτά τους οι στρατιώτες της φρουράς και δειλιάσουν»· ατομικές ιστορίες προσώπων που έρχονται στιγμιαία στο προσκήνιο, όπως είναι εκείνα που αυτομολούν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο κλπ. Για τη χρήση των ημερολογίων γενικότερα ως πηγή πληροφοριών, βλ. πρόχειρα A. Alaszewski, Using diaries for social research, London 2006, σ. 42· Y. Renouard, «Τρόποι πληροφόρησης και μεγάλες ανακαλύψεις. Πληροφόρηση και μετάδοση των ειδήσεων», Encyclopédie de la Pléiade. Ιστορία και μέθοδοί της, διεύθυνση Charles Samaran, τ. 1, Γενικά Προβλήματα, μετάφραση Ελένη Στεφανάκη, Αθήνα 1989, σσ. 176-182 (από τα βενετσιάνικα avvisi στην έντυπη εφημερίδα). 12. Αναφερόμαστε κυρίως την κλασική μελέτη του Ranke, «Die Venezianer in Morea», 405 501 και τις διάφορες εκδόσεις και μεταφράσεις της, όπως παρατίθενται από τον Β. Παναγιωτόπουλο, «Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ό.π., σ. 204 σημ. 1. Επίσης, στις δημοσιευμένες εκθέσεις των βενετών αξιωματούχων της Πελοποννήσου από τον Σπ. Λάμπρο: «Τα Αρχεία της Βενετίας και η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Μαρίνου Μικιέλ», Ιστορικά Μελετήματα, Αθήνα 1884 (ανατύπωση Αθήνα 1979), σσ. 173-220· «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του βενετού προνοητού Κορνέρ», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, (στο εξής ΔΙΕΕ) 2 (1885), 282-317· «Απογραφή του Νομού Μεθώνης επί Βενετών», ΔΙΕΕ 2 (1885), 686-710· «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του βενετού προνοητού Γραδενίγου», ΔΙΕΕ 5 (1896-1900), 228-251· «Εκθέσεις των βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», ΔΙΕΕ 5 (1896-1900), 425-567 και 605-823. Επισημαίνουμε και τις εργασίες του Topping, «Premodern Peloponnesus», 92-103 και «Domenico Gritti’s Relation on the organization of Venetian Morea, 1688-1691», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη, Βενετία 1974, σσ. 310-328 [= Studies on Latin Greece A.D. 1205-1715, Variorum Reprints, Λονδίνο 1977, αρ. IΧ]. Στην ενδεικτική απαρίθμηση της βασικής βιβλιογραφίας, προσθέτουμε και το άρθρο του F. Guida, «L’ultima esperienza imperiale di Venezia: La Morea dopo la pace di Carlowitz», Studi Balcanici 8 (1989), 107-136.
13. Για τις δύσκολες σχέσεις της Βενετίας με τους συμμάχους της και τους Τούρκους μετά την απώλεια της Κρήτης και έως τη δημιουργία του Ιερού Συνασπισμού, βλ. Dores LeviWeiss, «Le Relazioni fra Venezia e la Turchia dal 1670 al 1684 e la formazione della Sacra Lega», Veneto-Tridentino 7 (1925), 1-46· 8 (1925), 40-100· 9-10 (1926), 97-154. Επίσης, το έργο του βενετού Nicola Beregani, Historia delle guerre d’Europa dalla comparsa dell’armi Ottomane nell’Hungheria l’anno 1683, τ. 1, Βενετία 1698, σσ. 125-136. Για την οικονομική κατάσταση της Βενετίας πριν από την εκστρατεία στο Μοριά αλλά και κατά τη διάρκειά του, βλ. S. Perini, «Venezia e la guerra di Morea (1684-1699)», Archivio Veneto, quinta serie, 188 (1999), 45-91.
14. K. M. Setton, Venice, Austria and the Turks in the seventeenth century, Φιλαδέλφεια 1991,σσ. 290-330.
15. Η Βενετία κατείχε έξι από τα επτά ιόνια νησιά, την Τήνο και τρία οχυρά στην Κρήτη (Γραμβούσα, Σούδα και Σπιναλόγκα), τα ηπειρωτικά εξαρτήματα της Κέρκυρας Βουθρωτό και Πάργα· βλ. Miller, «The Venetian Revival», 343· Ι. Χασιώτης, «Από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς ως τη Συνθήκη του Πασάροβις (1699-1718)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11, Αθήνα 1975, σσ. 38-39.
16. Βλ. Alessandro Locatelli, Racconto historico della veneta guerra in Levante diretta dal valore del serenissimo principe Francesco Morosini capitan generale la terza volta per la Serenissima Republica di Venetia contro l’Impero ottomano acquisti, maneggi, rivolutione de’ Turchi, stratagemmi militari, trattamenti con ministri de principi, ceremoniali, comandi, impieghi de nob. huomeni, ed in terra ed in mare, con altri rimarcabili successi dall’anno 1684 sino all’anno 1690, Βενετία 1691, σσ. 62, 65.
17. Ό.π.· επίσης, Setton, Venice, Austria and the Turks, σσ. 295-296.
18. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αρχηγός δύο κομπανιών (λόχων) ιππέων κυρίως δαλματικής και αλβανικής προέλευσης (capelletti), δραστηριοποιήθηκε με επιτυχία σε όλη την εκστρατεία του Morosini· βλ. Locatelli, Racconto historico, σ. 222 και έγγραφο Α2, φ. 41r. Ο Locatelli κάνει λόγο και για το Νικόλαο Λάσκαρη, πιθανόν συγγενή του Θεόδωρου, αρχηγό των δυνάμεων που στρατοπέδευαν στην ευρύτερη περιοχή των Μολάων της Μάνης το 1689 (Locatelli, Racconto historico, σσ. 180-182). Για τον στρατιωτικό οίκο των Λασκάρηδων ετοιμάζω αυτοτελή μελέτη.
19. Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Mss. It. VII. 2592 (=12484), φ. 54v (Diario 1684-1687)· για τη δράση του στη Μεθώνη, βλ. και έγγραφο Α2, φ. 40r-v.
20. Ο Locatelli σημειώνει μια αρκετά λογοτεχνίζουσα εκδοχή της πρότασης παράδοσης του φρουρίου που έκανε ο Morosini. Μάλιστα, αναφέρει ότι οι Τούρκοι δεν θέλησαν καν να πάρουν το έγγραφο, μήπως και επηρεαστούν ψυχολογικά. Η απάντησή τους δόθηκε πάντως με σταθερότητα (costanza) και θάρρος (intrepidamente difendersi)· Locatelli, Racconto historico, σ. 229. Πρβλ. και έγγραφο Α1, φ. 26r και έγγραφο Α2, φφ. 39r-40r καθώς και την πρόταση παράδοσης και την απάντηση σε αυτή, που δημοσιεύονται ως συμπληρωματικά έγγραφα Α3α και Α3β. Επίσης, βλ. και την είδηση που καταγράφει το Χρονικό του Μάτεση στις 18 Ιουνίου 1686, το οποίο εξέδωσε ο Κ. Ν. Σάθας στα Ελληνικά Ανέκδοτα, τ. 1, Αθήνα 1867, σ. 208 (το επανεξέδωσε ο Ν. Κονόμος στα Επτανησιακά Φύλλα 12/1 (1984), 5-51).
21. Βλ. Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, σ. 208 (η ημερομηνία που αναφέρεται εδώ είναι λανθασμένη). Πρβλ. και Foscarini, Historia della Repubblica veneta, σσ. 202-203· Με την Αρμάδα στο Μοριά 1684-1687. Ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, επιμ. Ευτυχία Δ. Λιάτα – μεταγρ. Κ. Γ. Τσικνάκης, Αθήνα 1998, σ. 92 και έγγραφο Α1, φφ. 30v-31r και έγγραφο Α2, φφ. 52v-53r. Η βιβλιογραφία (π.χ., Setton, Venice, Austria and the Turks, σ. 297) αναφέρει ως ημερομηνία παράδοσης του φρουρίου την 10η Ιουνίου 1686, στηριζόμενη κυρίως στον Locatelli (Racconto historico, σ. 210). Αντίθετα, στον Beregani σημειώνεται ως ακριβής ημέρα il giorno settimo di Luglio (Historia delle guerre d’Europa, τ. 2, σ. 33). Όπως αναφέρεται στα έγγραφα Α1 και Α2, η ύψωση της λευκής σημαίας έγινε στις 7 του μήνα και η εκκένωση του φρουρίου καθώς και η τοποθέτηση βενετικής φρουράς κράτησε 3-4 ημέρες· βλ. φφ. 30v-32r και φφ. 53r-56v αντιστοίχως.
22. Locatelli, Racconto historico, σ. 348. Για την ειδησεογραφική κάλυψη όλων αυτών των γεγονότων στη μητρόπολη και τις ανάλογες εκδηλώσεις εορτασμού, βλ. Setton, Venice, Austria and the Turks, σ. 299 σημ. 40 και σ. 300 σημ. 41.
23. Εκτός από το Dispaccio di Francesco Morosini capitano generale da Mar, intorno al bombardamento ed alla presa di Atene l’ anno 1687, έκδ. N. Varola – Fr. Volpato, Βενετία 1862, για τα γεγονότα βλ. πρόχειρα Miller, «The Venetian Revival in Greece», 346-354 και κυρίως Setton, Venice, Austria and the Turks, σσ. 301-330, 339-341, 352-353· επίσης, Th. E. Mommsen, «The Venetians in Athens and the Destruction of the Parthenon in 1687», American Journal of Archaeology 45 (1941), 544-556 και A. Michaelis, Der Parthenon, Λειψία 1871, σσ. 345-346.
24. Βλ. την πιο πρόσφατη δημοσίευση πηγών του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας σχετικά με τη δράση του Γερακάρη (Σ. Κουγέας, Η Μάνη στα Αρχεία της Βενετίας και ο ιππότης Λιμπέριος Γερακάρης, Αθήνα 2012) με έγγραφα από τη συλλογή Σ. Κουγέα – Κ. Μέρτζιου, με την ενδεδειγμένη προσοχή ωστόσο, εφόσον στην έκδοση αυτή δεν έχει γίνει αντιπαραβολή του υλικού αυτού με τις πηγές. Για το δραματικό παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης και το ρόλο του μεγάλου
δραγουμάνου της Πύλης Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, βλ. κυρίως Biblioteca Marciana, Ms. It. VII. 407 (= 7494), Scrittura intorno al Congresso di Carlowitz (1697-1699) και 399(=8625), Congresso di Carlowitz e Carte relative a missioni di Calro Ruzzini και γενικότερα, στον Setton, Venice, Austria and the Turks Venice, σσ. 366-369, 389-412.
25. Όπως το Ragguaglio giornaliero delle trionfanti et invittissime armate venete marittime e terrestri con suoi acquisti distintamente descriti fatti contro la potenza ottomana [...], Βενετία 1687, το οποίο περιλαμβάνει διηγήσεις που προέρχονται από δημοσιογραφικό εν πολλοίς υλικό, επανεπεξεργασμένες για μια ενιαία έκδοση. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά ή με γεωγραφική συνάφεια. Αυτού του τύπου τα έργα είναι ανώνυμα, αλλά μνημονεύουν κάποιες φορές την αρχική πηγή τους (ως ένθετη επιστολή, έκθεση κάποιου αξιωματούχου κλπ.). Μια σύντομη περιγραφή του προαναφερόμενου, βλ. στο Laura Marasso – Anastasia Stouraiti, Immagini dal mito. La conquista veneziana della Morea (1684-1699), Βενετία 2001, σ. 54, αρ. 22. Για τα στρατιωτικά ημερολόγια της εκστρατείας, βλ. M. Infelise, «La guerra, le nuove e i curiosi. I giornali militari negli anni della Lega contro il Turco», I Farnese: corti, guerra e nobiltà in antico regime. Atti del convegno di studi, Piacenza 24-26 Novembre 1999, επιμ. A. Bigotto – P. del Negro – C. Mozzarelli, Ρώμη 1997, σσ. 321-348.
26. Bλ. P. Preto, «I Turchi e la cultura veneziana del seicento», Storia della cultura veneta, τ. 4/2, Il seicento, Βιτσέντζα 1984, 328-329.
27. Για τον πλήρη τίτλο του έργου του Locatelli, βλ. παραπάνω, σημείωση 16. Για την Istoria della Repubblica di Venezia του Pietro Garzoni, βλ. παραπάνω, σημείωση 2.
28. Για το συγκεκριμένο πρόσωπο βλ. παρακάτω, σ. 209.
29. Τα άλλα ημερολόγια του κώδικα αφορούν την πολιορκία και κατάληψη των φρουρίων του Παλαιού και Νέου Ναβαρίνου και του Ναυπλίου.
30. Το έγγραφο Α1 (Diario 1Q) παρουσιάζει κάποιες πληροφορίες που δεν περιέχονται στο έγγραφο Α2 (Diario 2Q) ή –ελάχιστες, είναι αλήθεια– διαφορές σε επιμέρους σημεία του, ως προς την παράθεση πληροφοριών. Εξάλλου η γειτνίαση, στον ίδιο κώδικα, δύο ημερολογίων της πολιορκίας και της παράδοσης της Μεθώνης στους Βενετούς, ενισχύει το επιχείρημα ότι εκείνος που επέλεξε να τα αντιγράψει και να τα τοποθετήσει μαζί, το έπραξε έχοντας κίνητρο να συλλέξει διαφορετικές μαρτυρίες για το ίδιο γεγονός.
31. Βλ. την παρουσίαση του Infelise, «I giornali militari negli anni della Lega», ιδίως σσ. 321-329. Η πιο «τυχερή» από τις φυλλάδες αυτές ήταν το Giornale di Campo Cesareo di Buda, το οποίο από την άνοιξη του 1686 εξελίχθηκε σε ενημερωτικό φύλλο, δηλαδή σε μια πρώιμης μορφής εφημερίδα (gazzetta). Πωλούνταν, σε τακτική βαση, στο τυπογραφείο του Girolamo Albrizzi, στη Βενετία· βλ. Infelise, «I giornali militari negli anni della Lega», σσ. 330-331.
32. Ό.π., σσ. 346-348.
33. Με την Αρμάδα στο Μοριά 1684-1687, σσ. 53-109.
34. O Pietro Garzoni (1645-1735), ήταν ο επίσημος ιστοριογράφος του βενετικού κράτους από το 1692 και μετά, στη θέση του Michele Foscarini. Ανέπτυξε μια σημαντικότατη συλλογή χειρογράφων και εντύπων, σχεδίων, χαρτών, λιθογραφιών κλπ., πολλά από τα οποία χρησιμοποίησε ως υλικό για τη συγγραφή της γνωστής Istoria della Repubblica di Venezia in tempo della Sacra Lega. Στη βιβλιοθήκη Querini απόκειται μια συλλογή χειρογράφων του Garzoni, που απαρτίζεται από 46 φακέλους υλικού το οποίο χρησιμοποίησε για τη συγγραφή αυτή. Ένα ακόμα ημερολόγιο για την πολιορκία της Μεθώνης που εντοπίζεται στους φακέλους αυτούς είναι η Relazione in forma di diario dell’assedio e conquista di Modone e Navarino Nuovo, 22 giu. 1686, φφ. 36r-40r· βλ. Stouraiti, Memorie di un ritorno, σσ. 16-17 και Marasso – Stouraiti, Immagini dal mito, σσ. 100-102. Πιθανολογούμε ότι αντίγραφο του κώδικα της βιβλιοθήκης Querini που περιέχει τα ημερολόγια 1Q και 2Q θα μπορούσε να υπάρχει στην κατοχή του Garzoni κάτω από τον τίτλο Raguagli delle Fortezze prese da Francesco Morosini, M.S. in 8ο, όπως περιγράφεται στον μεταγενέστερο κατάλογο που έκανε ο αββάς Leonardo Perosa· Biblioteca della Fondazione Querini Stampalia (στο εξής B.F.Q.S.), Cl. VI, 66 (=869), Indice della Libreria Garzoni.
35. Π.χ., το Giornale dell’armata veneta in Levante, που τυπώθηκε μεταξύ 1687-1689 και το οποίο μετέφερε ειδήσεις από το μέτωπο του Levante αντλημένες από έγγραφα που είχαν εκδοθεί ή ανέκδοτα, προερχόμενα κυρίως από την αλληλογραφία της βενετικής αρμάδας. Για τα φύλλα αυτά βλ. Stouraiti, Memorie di un ritorno, σσ. 16-17.
36. Βλ. Marasso – Stouraiti, Immagini dal mito, σ. 91, αρ. 40.
37. Γι’ αυτό το λόγο, κρίθηκε σκόπιμο να αντιπαρατεθούν χωρία της αφήγησης του Locatelli σε ανάλογα σημεία της περίληψης των εγγράφων Α1 και Α2 (Diari 1Q και 2Q αντιστοίχως). Βλ. παρακάτω, στην Περίληψη των ημερολογίων.
38. Στο έγγραφο Α1 (Diario 1Q) έχουμε τη σαφή τοποθέτηση οι δικοί μας (i nostri), εκεί που περιγράφεται η δραστηριότητα του βενετικού στρατεύματος· στο έγγραφο Α2 (Diario 2Q) έχουμε τη σαφή παρουσία του συντάκτη του στη φράση ενώ καθόμουν με την εξοχότητά του... (mentre sedevo appresso sua eccellenza...) και την αρνητική εκτίμηση που επιφυλάσσει για τους Φλωρεντίνους και Μαλτέζους συμμάχους· βλ. έγγραφο A2, στα φφ. 38r (25 Ιουνίου 1686), 42v (28 Ιουνίου 1686), 37v (23 Ιουνίου 1686), αντιστοίχως.
39. Επίσης, ο συντάκτης του Diario 2Q θα μπορούσε να είναι αξιωματικός της βενετικής αρμάδας, αν κρίνουμε από την επιμονή με την οποία περιγράφει τα ναυτικά παραγγέλματα ή από τη δυνατότητά του να συμμετέχει σε φιλική συζήτηση με ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού· βλ. έγγραφο Α2, στα φφ. 33r (furono solennizate tutte queste funtioni con quattro tiri per ogni bastimento... 19 Ιουνίου 1686), 35r (nell’entrare et uscire fu salutato con moschettaria... 19 Ιουνίου 1686), 43r (solennizarono il glorioso prencipe...con salva di moschettate e quattro tiri..., 28 Ιουνίου 1686) κ.ά. Πρβλ. επίσης την παρέκβαση για τα όσα συνέβησαν στην εξωτική Μπαρμπαριά, τα οποία φέρεται να διηγήθηκε ο ναύαρχος Duodo στον Morosini, όταν επέστρεψε από τη μεταφορά των Τούρκων του Παλαιού και Νέου Ναυαρίνου στη Β. Αφρική. Σύμφωνα με εκείνη τη διήγηση, ο ναύαρχος είχε συναντήσει τον αγά του φρουρίου της Derna, περιστοιχισμέν από στρατό αφρικανών τοξοτών. Στην εθιμοτυπική ανταλλαγή δώρων, ο αγάς είχε προσφέρει καλάθια με φρούτα και ζώα της περιοχής και έλαβε ως αντίδωρα ζάχαρη, κεριά, γυαλικά και ένα τουφέκι από την Brescia· βλ. έγγραφο Α2, φ. 54r (8 Ιουλίου 1686). Το περιστατικό αυτό περιγράφει με συντομία και ο Locatelli (Racconto historico, σ. 235).
40. Βλ. ενδεικτικά Linda Borean, «Dalla galleria al “museo”: un viaggio attraverso pitture, disegni e stampe nel collezionismo veneziano del settecento», Il collezionismo d’arte a Venezia. Il Settecento, επιμ. Linda Borean – Stefania Mason, Βενετία 2009, σσ. 3-40.
41. Η οικογένεια Vimercati – Sozzi, παρακλάδι της οικογένειας Capitani, προερχόταν από τον ομώνυμο οίκο των ευγενών του 15ου αι., φεουδαρχών στη συνοριακή περιοχή Cisano· βλ. Enciclopedia storico-nobiliare italiana, έκδ. V. Spreti – A. Forni, τ. 6, Μιλάνο 1928- 1936 (λήμμα Vimercati – Sozzi, famiglia). Το πλούσιο αρχείο της οικογένειας παραχωρήθηκε από τον κόντε Paolo στη Βιβλιοθήκη Angelo Mai του Μπέργκαμο, το 1869· βλ. Guida agli archivi di antico regime di Bergamo e provincia, a cura del Centro Studi Archivio Bergamasco, Fondazione per la storia economica e sociale di Bergamo, Banca dati, Μπέργκαμο χ.χ.
42. Βλ. έγγραφα Α3α και Α3β. Αποσπάσματα από τα έγγραφα παρουσιάζει ο Setton, Venice, Austria and the Turks, σ. 297, σημ. 34.
43. Αντίγραφα από τα γράμματα που εστάλησαν από τον Morosini στον Acmet agà Disdar της Μεθώνης, υπό τον τίτλο Hemet Agà Disdar et altri Turchi dell’afflitta Fortezza di Modon περιέχονται στο έργο του Pietro Antonio Pacifico, Esatta notizia del Peloponneso volgarmente penisola della Morea [...], Βενετία 1687· Όσο για τις μνείες εγγράφων του πολεμικού μετώπου στην ιστοριογραφία του 17ου αι., ενδεικτικά σημειώνουμε ότι στο Ragguaglio giornaliero, που αναφέρουμε πιο πάνω, στο α΄ μέρος του έργου που τιτλοφορείται Dall’armata veneta nell’acque de Lepanto e Patrasso, 25 luglio 1687, περιέχονται επίσης αντίγραφα γραμμάτων του πασά του Μυστρά Disdar Agà Musti Fendi προς τον Francesco Morosini, καθώς και η απάντηση του Morosini· βλ. μια γενική περιγραφή του έργου στο Marasso – Stouraiti, Immagini dal mito, σ.
54, αρ. 22. Για την πρόσβαση των συντακτών των fogli volanti σε υλικό που μπορεί να ήταν ακόμη και απόρρητο, βλ. Infelise, «La guerra, le nuove e i curiosi», σσ. 336-338.
44. ...parve à sua eccellenza di fare à gl’assediati l’annessa chiamata, alla quale risposero come nella traduttione seguente· βλ. έγγραφο Α1, φ. 21v (26 Ιουνίου 1686).
45. Βλ. έγγραφο Α2, φφ. 39r-40r (26 Ιουνίου 1686).
46. Βλ. έγγραφο Α2, φφ. 43v-44v (30 Ιουνίου 1686).
47. Locatelli, Racconto historico, σ. 226.
48. Η απάντηση στην πρόταση παράδοσης των Βενετών, που επρόκειτο να ακολουθήσει σε μετάφραση από τα τουρκικά, λείπει· βλ. και σημείωση 45. Ο Locatelli παραθέτει την πρόταση παράδοσης, αλλά όχι την απάντηση της τουρκικής φρουράς, σημειώνοντας ότι οι Τούρκοι δεν δέχτηκαν καν το γράμμα τού Morosini· Locatelli, Racconto historico, σ. 228. Πρβλ. και παρακάτω, σημείωση 64.
49. Locatelli, Racconto historico, σ. 227.
50. Ο Locatelli σημειώνει με συντομία το περιεχόμενο του γράμματος που μετέφερε ο απεσταλμένος του σερασιέρη για τη φρουρά της Μεθώνης, και που ήταν η διαταγή να μην καταθέσει η φρουρά της τα όπλα γιατί επρόκειτο να σπεύσει σε βοήθειά της· βλ. Locatelli, Racconto historico, σσ. 229-230. Εδώ, ο απεσταλμένος φέρεται να είναι Αλβανός. Πρβλ. και παρακάτω, σημείωση 66.
51. Στον Locatelli, η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που έγινε για μία μόλις νύχτα, δεν είχε σχέση με την πρόταση παράδοσης που επρόκειτο να επιδοθεί εγγράφως. Επρόκειτο για μια δεύτερη ευκαιρία που συμφωνήθηκε μετά τη σύλληψη του απεσταλμένου του σερασκιέρη· βλ. Locatelli, Racconto historico, σ. 230.
52. Ό.π., σ. 231. Ο Locatelli συμπληρώνει ότι οι βενετοί αξιωματικοί ανακάλυψαν πως δεν επρόκειτο για έλληνα πληροφοριοδότη αλλά για τούρκο και, υποπτευόμενοι παραπλάνηση, τον κράτησαν αιχμάλωτο. Πρβλ. και παρακάτω, σημείωση 67.
53. Locatelli, Racconto historico, σ. 232.
54. Ό.π., σσ. 233-234.
55. Ο Locatelli εμφανίζει το βενετικό στρατόπεδο να ανακουφίζεται από τη μεταστροφή της τουρκικής φρουράς, επειδή δύο σημαντικά γεγονότα έθεταν την όλη επιχείρηση της πολιορκίας σε κίνδυνο: πρώτον, η αυτομόληση του προνοητή του στρατοπέδου Daniel IV Dolfin στον τούρκο σερασκιέρη, την οποία δεν μπόρεσαν να προλάβουν· δεύτερον, την προσωπική διαμάχη των ανώτατων αξιωματικών Kinigsmarch (sic) και Corbon, που κατέληξε σε αποχώρηση του δεύτερου από την ενεργό υπηρεσία. Αν προστεθεί σε όλα αυτά η απελπιστική ανικανότητα του επικεφαλής του πυροβολικού Muttoni, εξηγείται γιατί οι Βενετοί καθυστέρησαν τόσο στην κατάληψη του φρουρίου της Μεθώνης· βλ. Locatelli, ό.π., σσ. 234- 235. Πρβλ. και παρακάτω, σημείωση 71.
56. Locatelli, ό.π., σσ. 235-236.
57. Διάβ.: Derna.
58. Locatelli, Racconto historico, σ. 226.
59. Ό.π.
60. Ό.π., σσ. 226-227.
61. Τοπωνύμιο αταύτιστο. Πιθανόν να είναι η τοποθεσία Σπηλιά της επαρχίας Τριφυλίας νομού Μεσσηνίας, ανατολικά της Κυπαρισσίας· βλ. Γ. Α. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Αθήνα 2001, σ. 434 αρ. 3887.
62. Το περιεχόμενο τόσο της πρότασης παράδοσης όσο και της αρνητικής απάντησης των Τούρκων συμφωνεί με τα έγγραφα που εντοπίστηκαν· βλ. έγγραφα, Α3α και Α3β. Για την κάλυψη των γεγονότων από τον Locatelli βλ. παραπάνω, σημείωση 48.
63. Locatelli, Racconto historico, σ. 229.
64. Στο ημερολόγιο καταγράφεται αντίγραφο της μεταφρασμένης από τα τουρκικά επιστολής του σερασκιέρη· βλ. έγγραφο Α2, φφ. 44r-45r. Για τα όσα εξιστορεί ο Locatelli, βλ. παραπάνω, σημείωση 50.
65. Σύμφωνα με τον Locatelli, επρόκειτο μάλλον για τούρκο διπλό κατάσκοπο, που συνελήφθη· πρβλ. και παραπάνω, σημείωση 52.
66. Ομοίως στον Locatelli, Racconto historico, σσ. 230-231, αν και με περισσότερες λεπτομέρειες.
67. Μία ονομαστική αναφορά γίνεται για λιποταξία από αξιωματικό μάλιστα του χριστιανικού στρατοπέδου, από τον Locatelli, ό.π., σ. 234. Πρόκειται για περιστατικό διαφορετικό από αυτά που περιγράφει το Diario 2Q. Πρβλ. και παραπάνω, σημείωση 58.
68. Οι κινήσεις του σερασκιέρη, για τις οποίες πληροφόρησαν τον Morosini Έλληνες από την Καρύταινα και την Κυπαρισσία, περιγράφονται πιο αναλυτικά στον Locatelli (Racconto historico, σσ. 232-233).
69. Ομοίως στον Locatelli, ό.π., σσ. 233-234.
70. Ό.π., σ. 235.
71. Ο Locatelli δίνει απλά έναν συνολικό αριθμό των μονάδων πυροβολικού που βρέθηκαν στο φρούριο. Εκτεταμένη περιγραφή κάνει στα μετέπειτα της παράδοσης, δηλαδή στην ανάπτυξη της βενετικής φρουράς και τη διαδικασία εξόδου των Τούρκων· ό.π., σσ. 236-239.
76. Βλ. τη συζήτηση για τα αίτια της εγκατάλειψης της γης από την Hélène Antoniadis-Bibikou, Villages désertés et histoire économique, XIe-XVIIIe siècles, École Pratique des Hautes Études, VΙe Section, Παρίσι 1965, σσ. 343-417 και τον Β. Παναγιωτόπουλο, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985, σσ. 123-134. Παράλληλα, τις αναφορές των πρώτων βενετών διοικητών που δημοσίευσε ο Σπ. Λάμπρος, (βλ. παραπάνω, σημείωση 12) όπως και την έκθεση του συνδίκου και καταστιχωτή Domenico Gritti (1691) που δημοσιεύει ο Topping, «Domenico Gritti’s relation», 310-328 και του ιδίου, «The population of the venetian Morea (1685-1715)», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ό.π., σσ. 119-128.
77. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σσ. 139, 140 και σημ. 2, 265-266.
78. Παναγιωτόπουλος, «Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου», σ. 214 και Miller, «The Venetian Revival», ό.π., 361. Για τη φτώχεια που επικρατούσε κοντά στις πόλεις και τις σχέσεις του βενετικού με το ντόπιο στοιχείο, βλ. τις πληροφορίες που παραθέτει η Χ. Α. Μαλτέζου, στην ανακοίνωσή της «Στοιχεία για την πανώλη του 1687/1688 στην Πελοπόννησο», Η εκστρατεία του Μοροζίνι και το “Regno di Morea”. Γ΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, 20-22 Ιουλίου 1990, επιμ. Χάρις Καλλιγά, Αθήνα 1998, σσ. 179-180. Γενικά, για τη δυσαρέσκεια των Ελλήνων, βλ. Topping, «Premodern Peloponnesus», 101.
79. Απαγόρευσε την είσοδο του πατριαρχικού εξάρχου στο Μοριά και ο πατριάρχης απείλησε, με τη σειρά του, με αφορισμό τους επισκόπους που εκλέγονταν από τις κοινότητες· βλ. Miller, «The Venetian Revival», 360. Ειδικότερα, Π. Ζερλέντης, Η εν Πελοποννήσω ελληνική εκκλησία επί Ενετών έτεσι 1685-1715, Αθήνα 1921 και του ιδίου, «Φραγκίσκου Μοροζίνου, γράμματα διατακτικά κατά της ελληνικής εκκλησίας», ΔΙΕΕ 7 (1898), 434-439· Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1992, σσ. 24-30· Ι. Βισβίζης, «Η εκλογή των μητροπολιτών και επισκόπων εν Πελοποννήσω κατά την Βενετοκρατίαν (1685-1715)», Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 7 (1957), 1-9· Κ. Ντόκος, «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας», Byzantinische-Neugriechische Jahrbücher 21 (1973), 43-168.
80. Βλ. G. Cozzi, «La politica del diritto della Repubblica di Venezia nel Regno di Morea (1687-1715)», Diritto comune, diritto commerciale, diritto veneziano, επιμ. Karin Nehlsen-von Stryk – D. Nörr, Βενετία 1985, σσ. 156-157· Cl. Povolo, «L’amministrazione della giustizia penale in una terra di conquista: Peloponneso, 1689-1715», Diritto comune, ό.π., σσ. 166-168· Κ. Ντόκος – Γ. Παναγόπουλος, Το Βενετικό Κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, σσ. xii-xiv.
81. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 4, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 55, 61.
82. H. Forbes, «Security and Settlement in the Medieval and Post-Medieval Peloponnese. Greece: Hard History versus Oral History», Journal of Mediterranean Archaeology 13 (2000), 204-224.
83. Ο προνοητής Angelo Emo περιέγραφε τοιουτοτρόπως την κατάσταση της βενετικής κτήσης στα 1705-1708· βλ. Cozzi, «La politica del diritto», σ. 161 και Topping, «Premodern Peloponnesus», 102.
84. Για το πρόγραμμα οχυρώσεων του φρουρίου της Μεθώνης, εκτός από το σημαντικό έργο του K. Andrews, Castles of the Morea, Αθήνα 1953, βλ. και Χ. Μπούρας, «Η Μεθώνη κατά τη δεύτερη Ενετοκρατία (1685-1715)», Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea”, ό.π., σσ. 155-163.
85. Για την εκστρατεία του 1715, βλ. Β. Βrue, Journal de la campagne, ό.π.· για την πολιορκία της Μεθώνης, στο ίδιο, βλ. σσ. 39-51· επίσης, Setton, Venice, Austria and the Turks, σσ. 428-431. Πρβλ. την ελληνική βιβλιογραφία στον Βακαλόπουλο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, σ. 78 σημ. 1 και στον Μ. Σακελλαρίου, «Η ανάκτησις της Πελοποννήσου υπό των Τούρκων εν έτει 1715», Ελληνικά 9 (1936), 221 σημ. 1. Τα τεκταινόμενα περιγράφει και ο Κ. Μέρτζιος, «Πότε και πώς έπεσεν η Μάνη στα χέρια των Τούρκων το 1715», Πελοποννησιακά 3-4 (1958-1959), 276-287.
86. Στην έκθεσή του προς τις βενετικές αρχές, ο ναύαρχος Dolfin ομολογεί ότι είχε ειδοποιηθεί από τον έκτακτο προνοητή Pasta για τον αποκλεισμό της Μεθώνης, αλλά δεν έσπευσε σε βοήθειά της γιατί αφενός όλοι οι Μανιάτες είχαν επαναστατήσει εναντίον των Βενετών και αφετέρου επειδή πίστευε ότι το φρούριο δεν θα πέσει εύκολα· βλ. Μέρτζιος, «Πότε και πώς έπεσεν η Μάνη», 285-287.
87. Βλ. την περιγραφή τού γιαννιώτη αυτόπτη μάρτυρα Μάνθου στην έκδοση τού Ε. Legrand, Bibliotheque grecque vulgaire, τ. 3: Μάνθου Ιωάννου, Η σκλαβιά του Μορέως, Παρίσι 1881, σσ. 315- 317. Τα γεγονότα της άλωσης της Μεθώνης περιγράφει μεταξύ άλλων και ο P. Darù, Storia della repubblica di Venezia, τ. 8, Capolago 1834, σ. 71. Για τη συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στους βενετούς αξιωματικούς μετά την άλωση της Μεθώνης, βλ. Setton, Venice, Austria and the Turks, σσ. 431-432 και Σακελλαρίου, «Η ανάκτησις της Πελοποννήσου», ό.π., 237-239.
88. Setton, Venice, Austria and the Turks, σσ. 432-433, 441-445, 452-453.
89. Σε ανάλογη περίπτωση, κατατμημένης δικογραφίας, βρέθηκε ενώπιον και ο Α. Πάρδος, εξετάζοντας τον φάκελο ανακρίσεων για την παράδοση της Μονεμβασίας·
90. Πρόκειται για ακέφαλο τμήμα εκτενέστερου φακέλου που είναι αριθμημένο (φύλλα 22 ως 29), το οποίο περιέχει καταθέσεις της περιόδου 14 Δεκεμβρίου 1715 έως 11 Ιανουαρίου 1716.
91. Βλ. παρακάτω και έγγραφο Β1.
92. Πρόκειται για fragmenta με μη ενιαία αρίθμηση (αλληλουχία παρουσιάζουν μόνο τα φφ. 7r-16r) που αφορούν ανεξαιρέτως την υπόθεση Coplan (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, υπόμνημα του κατηγορουμένου, έκδοση απόφασης αποφυλάκισής του). Όλα χρονολογούνται την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 1717.
93. Archivio di Stato di Venezia, (στο εξής, A.S.V.), Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 76, φάκ. 22, φφ. 22r-23v.
94. Ο έκτακτος προνοητής Vicenzo Pasta είχε έρθει στη Μεθώνη τρεις μόλις μήνες πριν την πολιορκία της και, κατά κοινή ομολογία, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των Μοθωναίων· βλ. A.S.V., ό.π., φφ. 24v-25r: verso il qual rapresentante quelli popoli per la sua bontà nutrivano tanto d’amore che s’esprimerano d’esser pronti à far tutto ciò che gli havesse comandato... Ο Pasta χαρακτηρίζεται στην ιστοριογραφία ως uomo di straordinario valore· βλ. C. Botta, Storia d’Italia continuata da quella del Guicciardini sino al 1789, τ. 8, Παρίσι 1832, σ. 13.
95. Από τους υπόλοιπους μάρτυρες, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι καταθέσεις δύο λατίνων ιερωμένων, που είχαν πάει στη Μεθώνη ως μισσιονάριοι. Ο πρώτος, fra Oratio da Bassano, μετέφερε τα όσα λέγονταν στο στράτευμα όπου είχε πάει να κοινωνήσει τους στρατιώτες: ο tenente collateral Coplan φερόταν να έχει ανοίξει την πύλη στο Μπούρτζι, καλώντας τους Τούρκους· ο δεύτερος μάρτυρας, fra Giovanni Battista da Ceneda, απέδωσε την ευθύνη της απώλειας στη φυγή του βενετικού στόλου· βλ. A.S.V., ό.π., φφ. 27r-29v. H κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα διακόπτεται απότομα.
96. Στα dispacci του ναυάρχου Dolfin δεν σώζεται το συνημμένο γράμμα-κατάθεση του Giancix (συνημμένο στο γράμμα αρ. 78, όπως αναφέρεται στη δικογραφία). Το μοναδικό τεκμήριο είναι μια επιστολή του τραυματισμένου προνοητή Vicenzo Pasta προς τον Dolfin από το πλοίο του καπουδάν πασά με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1715. Στην επιστολή αυτή, ο προνοητής ανακοινώνει ότι η Μεθώνη έπεσε με έφοδο στις 17 Αυγούστου, γύρω στις 2 το μεσημέρι. Όλοι οι επικεφαλής αξιωματικοί ήταν αιχμάλωτοι των Τούρκων, είχαν κάνει το καθήκον τους και ζητούσαν την προστασία της Βενετίας. Υποσχόταν δε ότι θα έστελνε λεπτομερή αναφορά για το τι συνέβη, μόλις μπορούσε· βλ. A.S.V., Senato, Dispacci Provveditori da Terra e da Mar, filza 1134, γράμμα συνημμένο σε εκείνο του Dolfin, της 5ης Σεπτεμβρίου 1715.
97. A.S.V., Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 422, φάκ. 2, φφ. [1-21]· βλ. και έγγραφο Β1.
98. Ό.π., φ. [1r].
99. ...e poscia quello è stato da noi rillevato con gl’essami de testimonii, ό.π., φ. [1r].
100. Πράγματι, τα διαφορα έγγραφα που μνημονεύονται σημειώνονται και με αύξοντα αριθμό. Έτσι, το γράμμα Dolfin της 7ης Σεπτεμβρίου μαζί με τη συνημμένη επιστολή της 20ής Αυγούστου 1715 είναι το dispaccio αρ. 78· η πλήρης κατάθεση Giansich είναι στον αρ. 96, ενώ η γαλλική μαρτυρία επισυνάπτεται με το γράμμα αρ. 113· βλ. λεπτομερέστερα ακολούθως.
101. Βλ. έγγραφο Β1, φφ. [1r-v] και υποσημείωση 104. Για τη δυνατότητα επικοινωνίας των αιχμαλώτων βενετών αξιωματούχων με τη μητρόπολη, βλ. παραπάνω, σημείωση 95.
102. Βλ. έγγραφο Β1, φφ. [2r-3v].
103. Βλ. έγγραφο Β1, φφ. [4r-5r] και έγγραφο Β2.
104. Βλ. έγγραφο Β1, φφ. [5v-17r].
105. Βλ. τη σχετική επιστολή του Dolfin, A.S.V., Senato, Dispacci Provveditori da Terra e da Mar, filza 960, γράμμα αρ. 96.
106. Βλ. έγγραφο Β1, φφ. [18v-22r].
107. Ωστόσο, έχουμε έγγραφα με ανακρίσεις που συνεχίστηκαν το 1717· βλ. παραπάνω, σημείωση 100. Αυτές όμως αφορούσαν έναν αξιωματικό που ήταν ήδη προφυλακισμένος, τον οποίο τελικά οι capi της Quarantia Criminal αποφάσισαν να αποφυλακίσουν στις 6 Δεκεμβρίου 1717· βλ. A.S.V., Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 430, αρ. 12, φ. 16. Θεωρούμε ότι αυτή η απόφαση ήταν η κατακλείδα στην υπόθεση της απώλειας της Μεθώνης. Την υπηρεσία του Alvise Cittadella αναγνώρισε η Βενετία, che in ogni più azzardosa atione dell’armi ha sempre contribuito effetti di singolar valore· βλ. Dizionario Biografico degli Italiani, τ. 26, Ρώμη 1982, σσ. 51-54. Ο τραυματισμένος Vicenzo Pasta πρέπει να πέθανε στην αιχμαλωσία. Ο Antonio Giancix, επικεφαλής της φρουράς της Κορώνης η οποία είχε καταφύγει στη Μεθώνη, παθανότατα κατάφερε να απελευθερωθεί καταβάλλοντας λύτρα στους Τούρκους·στο πρόσωπό του απευθύνει ευχαριστίες ο ελληνιστής Marcantonio Gandini, αφιερώνοντάς του τη μετάφραση μιας Καθόδου των Μυρίων, στη Βερόνα, το 1736. Για τους άλλους αξιωματικούς, Nutio Querini προνοητή Μεσσηνίας και Marco Venier ρέκτορα Μεσσηνίας, δε γνωρίζουμε την κατάληξη.
108. A.S.V., Senato, Dispacci Provveditori da Terra e da Mar, filza 960, επιστολή αρ. 96.
109. Βλ. έγγραφο Β2.
110. Βλ. παραπάνω, σημείωση 111.
111. L’informatione che rassegna à vostre eccelentie il signor sargente generale Jansich spiega...· βλ. έγγραφο Β2.
112. Για τον ακριβή χρόνο άλωσης της Μεθώνης, πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σσ. 48-49 και G. Ferrari, Delle notizie storiche della lega tra l’Imperatore Carlo VI e la repubblica di Venezia contra il Gran Sultano Acmet III et de’ loro fatti d’armi dall’anno 1714 sino alla pace di Passarowitz, Βενετία 1736, σ. 67. Γενικότερα, βλ. και παραπάνω, σημείωση 5.
113. Πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σ. 48.
114. Βλ. έγγραφο Β1, φ. [3v].
115. Βλ. έγγραφο Β2.
116. Πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σσ. 43-44 και Ferrari, Delle notizie storiche della lega, σ. 59.
117. Πρβλ. Ferrari, ό.π.
118. Ό.π., σ. 59-60.
119. Ό.π., σ. 60.
120. Πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σ. 45.
121. Πρβλ. Ferrari, Delle notizie storiche della lega, σ. 60.
122. Το περιστατικό περιγράφει αναλυτικά και ο Ferrari, ό.π., σ. 61.
123. Ό.π., σ. 62.
124. Πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σ. 47.
125. Ό.π., σ. 48.
126. Πρβλ. Ferrari, Delle notizie storiche della lega, σ. 62.
127. Πρβλ. Brue, Journal de la campagne, σ. 48 και Ferrari, ό.π., σ. 63.
128. Ο τίτλος που δόθηκε ανήκει στους αρχειονόμους του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας και έχει σημειωθεί με μολύβι στο εξωτερικό τού φακέλλου των εγγράφων






Printfriendly