Η ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΩΣ ΣΤΑΘΜΟΣ (1437 KAI 1439) ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΦΕΡΑΡΡΑΣ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ
Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος (1400-μετά το 1453), πατριαρχικός αξιωματούχος, μέγας εκκλησιάρχης και δικαιοφύλαξ, υπήρξε συνεργάτης του πατριάρχη Ιωσήφ (1416-1439) και είχε λάβει ενεργά μέρος μαζί με τους άλλους οφφικιαλίους στις μακρές διαπραγματεύσεις για την σύγκληση της συνόδου της Φεράρρας- Φλωρεντίας το 1438-1439. Παρά τα ανθενωτικά του πιστεύω αναγκάσθηκε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να υπογράψει τις αποφάσεις της ενωτικής συνόδου (ανακήρυξη της ένωσης, 6 Ιουλίου 1439) πιεζόμενος από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448). Αργότερα, μετά το 1443, γράφει σε 12 βιβλία −καλούμενα τμήματα− τα Απομνημονεύματά του. Στο σημαντικότατο αυτό έργο μάς παραδίδονται τα διαδραματισθέντα πριν, κατά και μετά την σύνοδο. Σε αντίθεση με τα Πρακτικά της Συνόδου, τα οποία ενώ περιγράφουν αναλυτικά στην ιστορική εισαγωγή την
άφιξη των Ελλήνων στην Βενετία και στην Φερράρα θεωρούν, όπως δηλώνουν, περιττή την περιγραφή του ταξιδιού από την Κωνσταντινούπολη προς Ιταλία και τανάπαλι, ο Συρόπουλος επιμένει στη λεπτομερή περιγραφή του ταξιδιού στα ελληνικά νησιά και στην Πελοπόννησο, γεγονός που του επιτρέπει να καταγράψει τις συνθήκες διαβίωσης Γραικών και Λατίνων, την υποδοχή που επεφύλαξαν οι ντόπιοι στον πατριάρχη και στην συνοδεία του, αλλά και τις ανθενωτικές αντιδράσεις των ορθοδόξων κληρικών και του ποιμνίου τους.
Στην αφήγησή του οι κάτοικοι της Κορώνης, της Μεθώνης και των νησιών του Ιονίου είναι οι τελευταίοι που τους ξεπροβοδίζουν με επιφύλαξη αλλά και οι πρώτοι που τους δέχονται με ανάμικτα ή και εχθρικά αισθήματα. Μάλιστα, κατά την επιστροφή της, αντίθετα με όσα αναφέρονται σε παπικές επιστολές, η ενωτική, αυτοκρατορική και πατριαρχική αντιπροσωπεία, από την οποία έλειπε πλέον ο πατριάρχης Ιωσήφ που είχε πεθάνει και ταφεί στην Φλωρεντία, έτυχε μιας πολύ δυσάρεστης υποδοχής. Σημειωτέον, ότι σε αντίθεση με την Κρήτη, στην υπό βενετική κυριαρχία νότια Μεσσηνία, στη Μεθώνη και Κορώνη, δίπλα στους καθολικούς επισκόπους η Βενετία είχε επιτρέψει την ύπαρξη ορθοδόξων επισκόπων, που η στάση τους ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την υποδοχή των αποφάσεων της Συνόδου.
Στα Απομνημονεύματα του Συρόπουλου, των οποίων σχετικά αποσπάσματα μεταφράζομε παρακάτω, παραθέτοντας επίσης τα αντιστοιχούντα ή και διαφοροποιούμενα μέρη από τα Βραχέα Χρονικά, περιγράφεται ο τρόπος που οι επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης υποδέχθηκαν και φιλοξένησαν με την ευκαιρία του ταξιδιού αυτού τις πιο επιφανείς μορφές της εποχής.
Στην αντιπροσωπεία και στο ταξίδι συμμετείχαν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄, ο πατριάρχης Ιωσήφ, πλήθος από οφφικιάλιους, πατριαρχικούς και αυτοκρατορικούς, ο Σχολάριος, ο Γεμιστός και ο Βησσαρίωνας.
Κατά τον Συρόπουλο ελάχιστοι ήταν οι ένθερμοι υποστηρικτές της ένωσης και της εφαρμογής της, ακόμη κι αυτός ο αυτοκράτορας, που εξανάγκασε πολλούς να υπογράψουν.
Ο Ιωάννης Η΄ περιφρονούσε, μάλιστα, τους οφφικιαλίους και κατά το ταξίδι σχεδόν απέφευγε την πατριαρχική ομάδα, η οποία στην επιστροφή λιτάνευσε μαζί με τους Λατίνους στην Κορώνη.
Όλα έγιναν κατ’ ανάγκη, συγκατάβαση και οικονομία. Πολλοί εξαναγκάσθηκαν, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας, και γι’ αυτό γρήγορα μεταστράφηκαν.
Δεξιά: Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, τέλη 16ου αιώνα, μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά
Πάντως, το στίγμα της εποχής και της κατάστασης στις ορθόδοξες κατακτημένες κοινότητες, όταν πλέον η πολιτική διαχωρίζεται και αυτονομείται από την θρησκευτική εξουσία, δίνουν η επισκοπή-χοιροστάσιο απέναντι από το παλάτι στη Μεθώνη, ο άφαντος αυτοκράτορας κατά το ταξίδι κι ο νεκρός πατριάρχης, οι δούλοι στα κάτεργα και το παζάρι με τους παπικούς αντιπροσώπους αλλά κυρίως η αβεβαιότητα και ανησυχία του Μοθωναίου πνευματικού κυρ Γρηγορίου. Αβεβαιότητα, ανησυχία, διάψευση των προσδοκιών στην Κέρκυρα, Μεθώνη, Κορώνη. Τελικά, κατά την επιστροφή τους προς την Κωνσταντινούπολη και μετά την δεινή τρικυμία μόνη ελπίδα και σωτηρία από τον πνιγμό είναι η στεριά, ο ναός του Ποσειδώνα, οι κολώνες του Σουνίου, που αντικρίζοντάς τις οι κλυδωνιζόμενοι τις θεωρούν ότι είναι πάντων ἀγαθῶν ἄγγελοι.
Πηγές: Σίλβεστρος Συρόπουλος, Απομνημονεύματα, έκδ. V. Laurent, Les «Mémoires» du Grand Ecclésiarque de l’Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), Paris 1971. Βραχέα Χρονικά, έκδ. P. Schreiner, Die byzantinischen Kleinchroniken, 1 Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Wien 1975. Πρακτικά τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ Συνόδου, έκδ. J. Gill, Quae supersunt actorum Graecorum concilii Florentini, I, Roma 1953].
4.1.
Ορίσθηκε, λοιπόν, ως ημέρα αναχώρησης [=από την Κωνσταντινούπολη] μια Κυριακή, η 24η του Νοεμβρίου μηνός της πρώτης ινδικτιώνος του έτους 6946[=1437], οπότε και η καπιτανική γαλέρα [=αδιάκριτα χρησιμοποιείται τριήρις, ναῦς, πλοῖον, κάτεργον] προσορμίσθηκε στα Ευγενίου για να παραλάβει τον πατριάρχη. Κι αυτήν την ίδια μέρα μετά το γεύμα μαζευτήκαμε εμείς και πολλοί άλλοι στου πατριάρχη. Και αφού βγήκε ο πατριάρχης τραβήξαμε όλοι μαζί για τα Ευγενίου, όπου είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Κι εκεί διαβάστηκε για όλους η συγχωρητική καθολική γραφή που ο πατριάρχης είχε ορίσει να συνταχθεί. Κι αφού ευλόγησε τον λαό και προσευχήθηκε μπήκαμε και παραμείναμε στο κάτεργον [=καράβι]. Την δε επομένη αράξανε τα κάτεργα στον Κυνηγόν και κατά την τέταρτη ώρα της ημέρας ανέβηκε κι ο αυτοκράτορας στο δικό του κι ευθύς γίνηκε σεισμός μέγας, σημάδι της θείας οργής.
……………………...
4.6.
Κι από την Εύριπο περάσαμε στην Πελοπόννησο πάντα με το βασιλικό πλοίο να προηγείται ικανό διάστημα σαν να πετά πάνω από τα πελάγη. Και μετά δύο μέρες, σαν φύσηξε άγριος άνεμος, το βασιλικό πλοίο πήρε άλλη πορεία και χάθηκε μέσα στην μέρα και δεν φαινόταν πουθενά, ενώ εμείς πλέοντας ευθεία προς την Πελοπόννησο φθάσαμε σε ένα λιμάνι που το λένε Συκή. Κι όπως δεν βρήκαμε το βασιλικό σκάφος αράξαμε εκεί και περιμέναμε κι ο πατριάρχης έστησε στην στεριά σκηνή κι αναπαυότανε. Και σαν περάσανε δύο μέρες και δεν μάθαμε τίποτε, ούτε από την ξηρά ούτε από την θάλασσα, μας έπιασε μεγάλη αμηχανία και λύπη. Την τρίτη μέρα, μετά και την προτροπή πολλών από μας, ο καπιτάνος ετοίμασε βάρκα και την έστειλε μαζί με τον αμηραλή [= ναύαρχο] για να μάθει κάτι για τον αυτοκράτορα.
Την επόμενη μέρα εγύρισαν κι είπανε πως ο αυτοκράτορας βρίσκεται στις Κεγχρεές, κι αφού ήρθε και το πλοίο φύγαμε όλοι μαζί την τέταρτη μέρα. Κι ο λόγος που είχαμε χαθεί είναι τούτος: ο αυτοκράτορας βλέποντας τη θάλασσα να αγριεύει και τον αέρα να λυσσομανά είχε κρίνει σωστό να αράξουν κάπου. Αράξανε, λοιπόν, στο Γαϊδουρονήσι και περιμένανε μέχρι να γαληνέψει ο αέρας, κι όσοι ήταν μαζί του στο καράβι δεν ξέρανε που είχανε πέσει. Από εκεί επήγανε στις Κεγχρέες.
……………………...
4.8.
Συνεχίζοντας το ταξίδι μας και αντιπαλεύοντας πότε την άπνοια και πότε την τρικυμία φθάσαμε στην Μεθώνη Σαββάτο πρωί [=21 Δεκεμβρίου 1437]. Ήλθε, λοιπόν, εκεί ο επίσκοπος των Ρωμιών [=Ιωσήφ Κονταράτος] και πολλοί άλλοι και προσκυνήσανε τον πατριάρχη. Ήλθε και τον επισκέφθηκε με τιμές κι ο καστελλάνος [=διοικητής του κάστρου] μαζί με άλλους Λατίνους άρχοντες. Κι ο πατριάρχης πρόσταξε να προετοιμασθούμε κι εμείς και να είμαστε κοντά του, πράγμα που το πράξαμε πριν έλθει ο καστελλάνος. Ύστερα είπε ότι «οι Λατίνοι επίσκοποι θα θέλουνε να με κρατούνε κατά το έθιμο από τις δυο πλευρές, αλλά τούτο μόνον εσείς το δικαιούστε, κι αυτοί για να το κάμουνε πήρανε εντολή από τον πάπα. Τι νομίζετε λοιπόν; Μήπως κάποιος θα μας κατηγορήσει για τούτο; Μα τούτο είναι εξωτερική τιμή, είναι εντολή του πάπα και δεν νομίζω ότι μας θίγει σε τίποτε». Κι ενώ εμείς θέλαμε να το σκεφτούμε, ο μέγας σκευοφύλακας δεν μας άφησε περιθώριο λέγοντας «Τούτο είναι εξωτερική τιμή και δεν μας αγγίζει». Το ίδιο είπε κι ο μέγας σακελλάριος.
4.9.
Ο δε επίσκοπος Μεθώνης, αφού προσκύνησε τον πατριάρχη, γύρισε πίσω, συγκέντρωσε όλους τους ιερείς και παίρνοντας και τις αγίες εικόνες ήλθε να συνοδεύσει με λιτή [= πομπή] τον πατριάρχη.
Όπως, λοιπόν, βγαίναμε από το καράβι, με ρώτησε ο Μεθώνης, αν υπάρχουνε και Λατίνοι μαζί μας. «Διότι, είπε, όταν εμείς λιτανεύομε δεν έρχονται Λατίνοι». Κι εγώ γνωρίζοντας τι θα συμβεί είπα: «Μη νοιάζεσαι για αυτό, τώρα ο πατριάρχης είναι εδώ και όλα ανάγονται στην διάκρισή του». Διερχόμαστε, λοιπόν, τους δρόμους και τον πατριάρχη τον εκρατούσανε από το ένα μέρος, το πιο τιμητικό, από τις αγκάλες ο Κορώνης Χριστόφορος και από το άλλο με τις άκρες των δακτύλων ο Πορτογάλος [= Αντόνιο Μαρτινέζ, επίσκοπος του Οπόρτο], όπως συνηθίζουνε οι Λατίνοι να πεσεντζαρίζουν [= να προσφέρουν το χέρι]. Και το κατάλυμα όπου οδηγήθηκε ο πατριάρχης ήταν ένα παμπάλαιο ανώγειο, που, όπως έλεγαν, ανήκε στην επισκοπή κι ήταν χρόνια πολλά ακατοίκητο, αφρόντιστο και ραγισμένο, και το κατώγι του χωρίς πόρτες, ορθάνοικτο χοιροστάσιο. Κι ήτανε εκεί μια κλίνη και ένα βρώμικο, άθλιο προσκεφάλι από μαλλί, ίσως για τον πατριάρχη.
Μπήκαμε, λοιπόν, κι εμείς μέσα κι όπως δεν βρήκαμε που να καθίσομε βγήκαμε αμέσως. Κι ο πατριάρχης γευμάτισε σε αυτό αηδιασμένος κι όπως δεν μπόρεσε καθόλου να αναπαυθεί και τον ενοχλούσανε τα γρυλλίσματα των χοίρων το μήνυσε στον Κορώνης Χριστόφορο, κατηγορώντας τον γι’ αυτό. Απαίτησε, μάλιστα, να τον πάει στο παλάτι του καστελλάνου, γιατί είχε ακούσει πως ήτανε μεγάλο και λαμπρό. Κι ο καστελλάνος, αφού πρώτα πήγε ο Χριστόφορος και τον έπεισε, δέχτηκε τον πατριάρχη στο παλάτι. Την ώρα του εσπερινού επήγαμε κι εμείς και τον συναντήσαμε. Ο διάκονος, λοιπόν, που έλεγε την συνηθισμένη συναπτήν είπε από απροσεξία «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου». Αμέσως μας φάνηκε βαρύ ατόπημα και τον επιτιμήσαμε. Το πρωί, μάλιστα, μας στέλνει ο πνευματικός ο κυρ Γρηγόριος έναν καλόγηρόν του με γράμμα που έλεγε: «Ακούσαμε ότι ο διάκονος είπε «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου», και ζητούμε να μάθομε, αν έγινε από απροσεξία ή ήταν μελετημένο. Αν μεν ήταν από απροσεξία, διορθωθήτω, αν δε εκ προμελέτης, πέστε το και σε μας να το ξέρομε ότι πριν ακόμη πάτε στην σύνοδο ενωθήκατε για να πράξομε κι εμείς αυτό που πρέπει». Κι εμείς του αποκριθήκαμε ότι έγινε από απροσεξία κι ότι και σε μας φάνηκε βαρύ κι ότι τον ψέξαμε και το διορθώσαμε κι ότι είμαστε της ίδιας γνώμης. Εκεί δε γιορτάσαμε με επισημότητα και τα Χριστούγεννα, γιατί η οικία του καστελλάνου ήταν μεγάλη κι έμεινε σε αυτήν ο πατριάρχης μέρες δεκατρείς.
4.10.
Κάποιοι, λοιπόν, αναβάλανε την αναχώρηση για την Ιταλία λέγοντας ότι δεν έχει χώρο και
είναι πολύ στενά μέσα στα πλοία από το πλήθος των ανθρώπων που ταξίδευε μαζί τους. Γι’ αυτό και ο πατριάρχης ζήτησε από τους ανθρώπους του πάπα να βρούνε και να ετοιμάσουνε ένα άλλο κάτεργο από το Ναύπλιο ή από αλλού και να βάλλουνε σε αυτό τους δυσαρεστημένους και παραπανίσιους κι έτσι να γίνει ευρυχωρία κι ανάπαυση στους άλλους, πράγμα που άρεσε στους περισσότερους. Όμως ο επίσκοπος Σάρδεων είπε: «Πρώτον τούς είναι δύσκολο να βρούνε κάποιο κάτεργο, μα κι αν το βρούνε, όσο κι αν βιαστούνε, δεν θα μπορέσουνε να το εξοπλίσουνε σε λιγότερο από ένα μήνα, με αποτέλεσμα να ξοδέψουνε χρήματα και να καθυστερήσει το ταξίδι. Έπειτα, δεν θα ασχοληθούνε με κάτι τέτοιο, γιατί δεν έχουνε οδηγίες από τον πάπα. Πρέπει να τους ζητούμε όσα μπορούνε εύκολα να κάμουνε, γιατί αν τους ζητούμε μεγάλα κι απαγορευτικά για αυτούς και ως τέτοια μετά παραιτούμαστε και δεν τα ζητούμε, θα καταλάβουνε ότι υποχωρούμε εύκολα από τα ζητήματά μας και τούτο θα μας βλάψει πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τα εκκλησιαστικά. Αν δούνε ότι παραιτούμαστε, τότε αυτοί δεν θα μετακινούνται και τίποτε δεν θα μπορέσομε να πετύχομε.
Δυο μόνο λύσεις μου φαίνονται δυνατές: η μία, καθώς είναι εδώ τα κάτεργα από την Συρία να νοικιάσομε τις καμπίνες των οφφικιαλίων [=αξιωματικών του πλοίου] και να βάλλομε σε αυτές κάποιους από τους δικούς μας, η άλλη λύση είναι να βγάλουνε έξω όσους δούλους έχουνε στα κάτεργα και ίσως γίνει κάποια ευρυχωρία. Πάντως, είναι ανάγκη για λίγες ακόμη ημέρες να υπομείνομε την στενότητα του χώρου σαν να είμαστε άρρωστοι ή υπό περιορισμό». Αποφασίστηκε, λοιπόν, να τους ζητηθεί να βγάλουνε τους δούλους και όσες πραγματείες [=εμπορεύματα] είχανε μέσα στα καράβια για να γίνει περισσότερος χώρος κι εστείλανε εμάς για να το πούμε στον καπιτάνο και στον Χριστόφορο. Και για μεν τις πραγματείες είπανε πως τίποτε δεν είχανε φορτώσει κι ούτε έχουνε τίποτε μέσα στα καράβια, αν και τελικά όχι μόνο είχανε εμπορεύματα αλλά και φορτώσανε. Για δε τους δούλους είπανε: «Δεν θα τους βάλλομε μέσα στα κάτεργα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα τους αφήναμε εδώ, ακόμη κι αν εσείς δεν μας το είχατε ζητήσει. Κανείς από τους δούλους δεν θα έρθει στην Βενετία με τα κάτεργα αυτά». Και βγήκανε αληθινοί, χωρίς να το θέλουνε, μόνον σε αυτό τον τελευταίο λόγο τους, γιατί ενώ τελικά βάλανε όλους τους δούλους μέσα στα κάτεργα κανείς τους δεν σώθηκε μέχρι τη Βενετιά, καθώς όλοι πεθάνανε από την βουβωνική πανώλη και τους πετάξανε στην θάλασσα. Κι είναι πολύ παράξενο πως, αν και ήτανε όλοι μαζί, κάθε ηλικίας, μέσα στο καράβι, κανείς από τους Γραικούς ούτε από τους Λατίνους δεν αρρώστησε, αλλά μόνον όλοι οι δούλοι, από τους οποίους δεν σώθηκε κανείς.
……………………...
4.11.
Κι από εκεί, αφού ανεβήκαμε στα καράβια, ήλθαμε σε ένα λιμάνι, τον Ναβαρίνο, που απέχει
λίγο από την Μεθώνη. Κι ο αυτοκράτορας διέσχισε έφιππος την Πελοπόννησο από τις Κεγχρεές κι αφού στο μεταξύ συνάντησε τους αδελφούς του ήλθε κι αυτός στον Ναβαρίνο, ανέβηκε στο καράβι και συνεχίσαμε το ταξίδι…
[Ἐνθύμησις περὶ τῆς συνόδου.
(1.) 1437/6946 (Ind. 1) ἔτους ͵ϛϡμϛ́—͵αυλζ΄—ἐν μηνὶ δεκεμβρίῳ κα΄ ἦλθεν ὁ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κῦρ Ἰωσήφ, εἰς τὴν Μεθώνην, καὶ κθ΄μητροπολῖται καὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἀπὸ τοῦ κλήρου τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ἕτεροι ἱερεῖς μετ’ αὐτῶν, ἡγούμενοι καὶ λαϊκοὶ καὶ ὁ δεσπότης ὁ κῦρ Δημήτριος. οἱ αὐτοὶ ὅλοι ἦλθαν μὲ ἕνα κάτεργον βασιλικὸν καὶ τρία τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης. ἐστάθησαν μέσα εἰς τὴν Μεθώνην ἡμέρας ιδ΄.
(2.) 1437–1438/6946 (Ind. 1) τῷ αὐτῷ μηνὶ κη΄, ἦλθεν ὁ βασιλεὺς ὁ κῦρ Ἰωάννης εἰς τὴν Πύλαν με τὰ φουσάτα του. καὶ εἰς τὰς γ΄ τοῦ ἰαννουαρίου ἐξέβη ὁ πατριάρχης καὶ ἡ σύνοδος ὅλη καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Πύλαν, ὅπου ἦταν ὁ βασιλεύς, ὁ κῦρ Ἰωάννης. Βραχέα χρονικά 104, 1-2.]
11.14.
Την αυγή, της επόμενης μέρας, σηκώσαμε την άγκυρα [=από την Κέρκυρα] και ξεκινήσαμε … και φθάσαμε στην Μεθώνη [= 16 Νοεμβρίου 1439], όπου μείναμε πέντε μέρες, κρατημένοι από βίαιο νότο. Μας ονειδίζανε, λοιπόν, όσοι από του Μεθωναίους ζηλωτές δεν συμφωνούσανε με την ένωση των εκκλησιών και λέγανε: «Εμείς πρωτύτερα, κάθε φορά που συζητούσαμε με τους Λατίνους που βρίσκονται εδώ, τους καταδικάζαμε κι αυτοί δεν μπορούσαν να απαντήσουν, τώρα όμως δεν έχομε τι να τους πούμε. Θα ήταν καλό να τους είχατε πείσει να αλλάξουνε κι αυτοί κάτι από τα δικά τους, δηλαδή είτε να μη κρεωφαγούν τις δύο μέρες της τεσσαρακοστής, είτε να μη λειτουργούνε την ίδια μέρα τρεις και τέσσερεις φορές στο ίδιο αλτάριο [=αγία τράπεζα], είτε την ημέρα των Χριστουγέννων και κατά την Ανάσταση να μη λειτουργεί, όποτε μπορεί, ο ίδιος ιερέας από τα μεσάνυχτα μέχρι και τη τέταρτη ώρα της ημέρας [=10 το πρωί], ή να αλλάξουν κάτι άλλο από τα πολλά άτοπα που έχουνε. Αν πραγματικά από όλα αυτά των Λατίνων είχατε αλλάξει κάτι, ίσως θα μπορούσαμε να τους πούμε ότι και σεις εσφάλλετε σε αυτά και σας διορθώσανε οι δικοί μας. Τώρα όμως ούτε να τους κοιτάξομε στα μάτια μπορούμε, μέγα κακὸν εἰργάσασθε εἰς ἡμᾶς».
11.15.
Ο δε αυτοκράτορας βγήκε από την Μεθώνη και έφυγε έφιππος. Αφού προσπέρασε την Κορώνη σε μιας μέρας δρόμο έφτασε σε κάποιο λιμάνι, όπου έμεινε για λίγο. Και τα καράβια από την Μεθώνη επήγανε στην Κορώνη και εκεί περίμεναν μιάμιση μέρα (εδώ στην Κορώνη οι ιερείς των Λατίνων και των Γραικών με τους επισκόπους τους, δηλαδή τον Λατίνο και τον Γραικό, ελιτανεύσανε, συνδύο πλάι-πλάι, ένας Λατίνος και ένας Γραικός, επιδεικνύοντας έτσι την ένωση των εκκλησιών).
Την επόμενη εφύγανε οι γαλέρες από την Κορώνη και η βασιλική γαλέρα, αφού πήγε και πήρε τον αυτοκράτορα, ενώθηκε με τις άλλες και όλες μαζί εξεκινήσανε για το ταξίδι. Αφού προσπεράσαμε την Μονεμβασία και πολύ μέρος της Πελοποννήσου, κατά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε σφοδρός άνεμος και μεγάλη τρικυμία, βαθύ σκοτάδι και βίαιο τράνταγμα των καραβιών που και πάλι κινδυνεύσαμε. Μα μόλις ξημέρωσε βρεθήκαμε ανέλπιστα στους κίονες που στέκονται κοντά στις Αθήνες και λέγονται από τους ντόπιους Κολώνες [=Σούνιο] και όλοι τις είδαμε σαν προαγγέλους όλων των αγαθών.
[(3.) 1439/6948 (Ind. 3) ͵αυλθ´, ἐν μηνὶ νοεμβρίῳ ιϛ´, εἰς τὴν ἐγγερίαν τοῦ μισὲρ Γαβριὴλ Μπαρμπαρίγου ἦλθεν ὁ βασιλεύς, ὁ κῦρ Ἰωάννης, καὶ ἡ σύνοδος ὅλη εἰς τὴν Μεθώνην. καὶ ἐδιέβη ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἀδελφός του τῆς στερεᾶς εἰς τὴν Μαντένην.
(4.) 1439/6948 (Ind. 3) καὶ εἰς τὰς κγ΄ τοῦ νοεμβρίου, τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐλειτούργησεν ὁ ἐπίσκοπος ὁ Φράγγος μὲ τοὺς ἱερεῖς του. καὶ ὁ ἐπίσκοπος ὁ Ῥωμαῖος καὶ ὁ κλῆρός του οὐδὲν ἐλειτούργησε τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μόνον ἐποίησαν ἀσπασμὸν οἱ Φράγγοι καὶ οἱ Ῥωμαῖοι εἰς τὴν λειτουργίαν τὴν φράγγικην. καὶ εἰς τὰς κδ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἐλειτούργησεν ὁ ἐπίσκοπος ὁ Ῥωμαῖος, ὁ κῦρ Ἰωσήφ, ὁ κατὰ κόσμον Κονταράτος, καὶ ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὅλη ἡ χώρα ἀπέσω καὶ ἔξω, Φράγγοι καὶ Ῥωμαῖοι, εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον. καὶ ἔφαγον καὶ ἀντίδωρον καὶ ὁ αὐθέντης ὁ καστελάνος καὶ οἱ ἄρχοντες ὅλοι καὶ αἱ ἀρχόντισσες, ὁμοίως καὶ οἱ Ῥωμαῖοι. Βραχέα χρονικά 104, 3-4.]
ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Επιλογή-Μετάφραση-Σχόλια: Ηλίας Αναγνωστάκης